Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, μετέβη στην οικία του Ελληνα πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, προκειμένου να του επιδώσει την τελεσιγραφική διακοίνωση με την οποία η ιταλική κυβέρνηση απαιτούσε από την Ελλάδα την κατάληψη στρατηγικών σημείων στα εδάφη της. Η άρνηση του Μεταξά να ικανοποιήσει το αίτημα των Ιταλών σήμανε την έκρηξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940-1941. Λίγες ώρες αργότερα, οι ιταλικές δυνάμεις εκδήλωσαν την επίθεσή τους στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ευρισκόμενοι σε επιφυλακή για αρκετές ημέρες, οι Ελληνες υπερασπιστές των συνοριακών φυλακίων δεν αιφνιδιάστηκαν με την επίθεση της 28ης Οκτωβρίου, παρότι αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν σε καλύτερες θέσεις κατά τις επόμενες ημέρες, εξαιτίας της σφοδρότητας των ιταλικών πυρών.
Από την 1η Νοεμβρίου, ωστόσο, η εξέλιξη των επιχειρήσεων άρχισε να βαίνει αντίστροφα. Οι ελληνικές δυνάμεις εκδήλωσαν την αντεπίθεσή τους, την οποία οι ιταλικές μεραρχίες δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν πίσω από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Σύντομα, οι επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν σε αλβανικά εδάφη. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις κατάφεραν να απελευθερώσουν πολλές από τις πόλεις και τα χωριά της Βορείου Ηπείρου καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα του 1940-1941. Παρά το δριμύ ψύχος, οι Ελληνες στρατιώτες που υπηρετούσαν στο μέτωπο διέθεταν υψηλό φρόνημα, έχοντας τη στήριξη σύσσωμης της ελληνικής κοινωνίας.
Την αδυναμία των Ιταλών να επιφέρουν αποφασιστικό πλήγμα κατά της Ελλάδας επισήμανε η γερμανική ηγεσία στη συνάντησή της με τον Μουσολίνι τον Ιανουάριο του 1941.
Από την άλλη, στο στρατόπεδο των Ιταλών το κλίμα που επικρατούσε ήταν βαρύ. Παρά τους αισιόδοξους σχεδιασμούς των Ιταλών επιτελών, ο πόλεμος με την Ελλάδα δεν είχε εξελιχθεί σε έναν «περίπατο» προς την Αθήνα. Οι ιταλικές μεραρχίες είχαν υποστεί σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και πολεμικό εξοπλισμό, έχοντας υποχωρήσει δεκάδες χιλιόμετρα εντός του αλβανικού εδάφους. Το ηθικό των Ιταλών στρατιωτών ήταν καταρρακωμένο. Παράλληλα, άρχισαν να γίνονται εμφανή τα λάθη της στρατιωτικής ηγεσίας στον τομέα της επιμελητείας. Την αδυναμία των Ιταλών να επιφέρουν αποφασιστικό πλήγμα κατά της Ελλάδας επισήμανε η γερμανική ηγεσία στη συνάντησή της με τον Μουσολίνι τον Ιανουάριο του 1941, στο Σάλτσμπουργκ.
Στις αρχές του 1941, οι Ιταλοί άρχισαν να σχεδιάζουν τη νέα μεγάλη επίθεσή τους εναντίον των ελληνικών δυνάμεων στην Αλβανία, απώτερος σκοπός της οποίας ήταν η κατάρρευση της άμυνας των Ελλήνων. Η ιταλική ηγεσία επιθυμούσε να αποδείξει στον ισχυρότερο σύμμαχό της, στη Γερμανία και στον Χίτλερ προσωπικά, ότι μπορούσε να υποτάξει έναν υποδεέστερο αριθμητικά και σε εξοπλισμό στρατό. Μετέφεραν στην Αλβανία δέκα μεραρχίες –οι οποίες προστέθηκαν στις υπάρχουσες δεκαπέντε–, πολεμικό εξοπλισμό, οχήματα και άρματα μάχης. Με εντολή του Μουσολίνι όλη η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ιταλίας καθώς και τα ηγετικά στελέχη του φασιστικού κόμματος μετέβησαν στην Αλβανία, προκειμένου να αναλάβουν άμεσα ένοπλη δράση. Στα τέλη Φεβρουαρίου, οι Ιταλοί ήταν έτοιμοι να εξαπολύσουν την επίθεσή τους με την ονομασία Offensiva di Primavera (Εαρινή Επίθεση).
Tις πρώτες τρεις ώρες, τα ιταλικά πυροβόλα εκτόξευσαν περίπου 100.000 βλήματα εναντίον των ελληνικών θέσεων.
Στις 6.30 το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 οι Ιταλοί εξαπέλυσαν τη μεγάλη τους επίθεση, βάλλοντας με το πυροβολικό σε όλο το μήκος του μετώπου, στο οποίο απλώνονταν οι μονάδες του ελληνικού Β΄ Σώματος Στρατού. Υπολογίζεται ότι κατά τις πρώτες τρεις ώρες της επίθεσης τα ιταλικά πυροβόλα εκτόξευσαν περίπου 100.000 βλήματα εναντίον των ελληνικών θέσεων στο μέτωπο. Παρά τη σφοδρότητα του βομβαρδισμού, οι ελληνικές μονάδες δεν αιφνιδιάστηκαν προβάλλοντας σθεναρή αντίσταση. Μία από τις πιο σκληρές μάχες κατά τη διάρκεια της Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών διεξήχθη στα Υψώματα 731 και 717, προκεχωρημένες θέσεις των Ελλήνων στο αλβανικό έδαφος.
Η ιταλική επίθεση δεν κατάφερε να διασπάσει την ελληνική άμυνα. Μετά τις 25 Μαρτίου, η προσπάθεια των Ιταλών να επιφέρουν καίριο πλήγμα στις ελληνικές γραμμές άρχισε να ατονεί. Οι απώλειες της μάχης του Μαρτίου για την ελληνική πλευρά ήταν 1.243 νεκροί και 4.016 τραυματίες, ενώ για την ιταλική ήταν 11.800 νεκροί και άγνωστος αριθμός τραυματιών.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

