Στις 4 Μαρτίου 1938, μια γεώτρηση άλλαξε για πάντα την πορεία της Σαουδικής Αραβίας και της παγκόσμιας πετρελαϊκής βιομηχανίας. Μετά από χρόνια αδιάκοπων ερευνών και αποτυχιών στις γεωτρήσεις, η πετρελαιοπηγή Νταμάμ Νο 7 απέδωσε τελικά εμπορικά αξιοποιήσιμες ποσότητες πετρελαίου, αποδεικνύοντας τις τεράστιες δυνατότητες των υπόγειων κοιτασμάτων της Σαουδικής Αραβίας.
Αυτή η ανακάλυψη όχι μόνο άνοιξε τον δρόμο για την ανάδειξη του βασιλείου σε ενεργειακή υπερδύναμη, αλλά και αναδιαμόρφωσε την παγκόσμια οικονομία, δημιουργώντας ένα νέο κέντρο παραγωγής πετρελαίου το οποίο θα επηρέαζε τον κόσμο για τις επόμενες δεκαετίες.
Το ταξίδι προς αυτή την ανακάλυψη ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, υπό την ηγεσία του βασιλιά Αμπντουλαζίζ Αλ Σαούντ, ήταν πρόθυμο να εξερευνήσει τα δυνητικά κοιτάσματα πετρελαίου του, ιδίως μετά την επιτυχή ανακάλυψη πετρελαίου στο γειτονικό Μπαχρέιν το 1932, η οποία τόνωσε το ενδιαφέρον και την αισιοδοξία για τις προοπτικές εντός της Αραβικής Χερσονήσου.
Το 1933, η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας παραχώρησε στην California Arabian Standard Oil Company (CASOC), θυγατρική της Standard Oil of California (σήμερα Chevron), άδεια για την εξερεύνηση της ύπαρξης εμπορικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων πετρελαίου στην Ανατολική Επαρχία. Η συμφωνία αυτή σηματοδότησε την έναρξη μιας απαιτητικής και αβέβαιης ερευνητικής προσπάθειας.
Η αρχική φάση ήταν γεμάτη δυσκολίες. Μεταξύ 1935 και 1937, η CASOC διενήργησε έξι γεωτρήσεις (Νταμάμ Νο 1 έως 6) στο Νταμάμ, μια γεωλογική δομή κοντά στον Αραβικό Κόλπο. Οι εν λόγω γεωτρήσεις δεν απέδωσαν πετρέλαιο σε εμπορικές ποσότητες, μειώνοντας τις ελπίδες για την ύπαρξη μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου στην περιοχή.
Η επιχείρηση αντιμετώπισε πολυάριθμες τεχνικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των βλαβών του εξοπλισμού και της κατάρρευσης των τοιχωμάτων της πετρελαιοπηγής.
Παρά τις αποτυχίες αυτές, ο επικεφαλής γεωλόγος της CASOC, Μαξ Στάινεκε, παρέμεινε αποφασισμένος. Βασιζόμενος στη γεωλογική του εμπειρία και διαίσθηση, υποστήριξε τη συνέχιση των γεωτρήσεων. Πίστευε ότι οι πετρελαιοφόροι σχηματισμοί βρίσκονταν βαθύτερα. Η επιμονή του οδήγησε στην απόφαση για τη διενέργεια μιας έβδομης γεώτρησης, της Νταμάμ Νο 7.
Η γεώτρηση αυτή άρχισε στις 30 Δεκεμβρίου 1936. Η επιχείρηση αντιμετώπισε πολυάριθμες τεχνικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των βλαβών του εξοπλισμού και της κατάρρευσης των τοιχωμάτων της πετρελαιοπηγής. Τα εμπόδια αυτά δοκίμασαν την αποφασιστικότητα της ομάδας και επιβάρυναν οικονομικά την CASOC. Ωστόσο, η ακλόνητη αποφασιστικότητα του Στάινεκε απέδωσε καρπούς. Στις 4 Μαρτίου 1938, σε βάθος περίπου 1.440 μέτρων, η γεώτρηση Νταμάμ Νο 7 «έπιασε» πετρέλαιο. Η γεώτρηση παρήγαγε αρχικά περίπου 1.585 βαρέλια ημερησίως και μέσα σε μία εβδομάδα η παραγωγή αυξήθηκε σε 3.810 βαρέλια ημερησίως. Αυτό επιβεβαίωσε την παρουσία σημαντικών αποθεμάτων πετρελαίου και σηματοδότησε την πρώτη ανακάλυψη εμπορικά εκμεταλλεύσιμου πετρελαίου στη Σαουδική Αραβία.
Η επιτυχής άντληση από την Νταμάμ Νο 7, που αργότερα ονομάστηκε «η πετρελαιοπηγή της ευημερίας» (Prosperity Well), είχε σημαντικά επακόλουθα. Για τη Σαουδική Αραβία, σήμανε την αυγή μιας νέας οικονομικής εποχής. Τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου παρείχαν τα μέσα για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, τη βελτίωση της εκπαίδευσης και των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης και την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της.
Σε παγκόσμια κλίμακα, η ανακάλυψη αυτή άλλαξε τη δυναμική της ενεργειακής βιομηχανίας. Η Σαουδική Αραβία αναδείχθηκε γρήγορα σε βασικό παράγοντα στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, επηρεάζοντας τις τιμές του πετρελαίου και τις αλυσίδες εφοδιασμού παγκοσμίως. Τα τεράστια αποθέματα του Βασιλείου συνέβαλαν στην κάλυψη των αυξανόμενων ενεργειακών αναγκών του 20ού αιώνα, ιδίως σε περιόδους γεωπολιτικών εντάσεων και οικονομικής επέκτασης.
Η Νταμάμ Νο 7 συνέχισε να παράγει πετρέλαιο μέχρι το 1982, αποδίδοντας πάνω από 32 εκατομμύρια βαρέλια το διάστημα που ήταν εν λειτουργία. Σήμερα, ο χώρος αποτελεί ιστορικό ορόσημο, ενώ λειτουργεί και ως μουσείο.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

