«Σαν ένα λυμφατικό πιθηκάκι!». Ετσι περιέγραψε την είσοδό της στη ζωή η Ελλη Λαμπέτη. Ο δίδυμος αδερφός της, ο Τάκης, προηγήθηκε με ένα ζωηρό κλάμα, αλλά η οικογένεια Λούκου αγωνιούσε γιατί το αδύναμο κοριτσάκι που ακολούθησε μία ώρα μετά, ήταν σιωπηλό. «Δεν θα τα καταφέρει», είπε η νοσοκόμα στον γιατρό, αλλά εκείνος βούτηξε το μωρό εναλλάξ σε δύο λεκάνες με κρύο και ζεστό νερό, μέχρι να ακουστεί το κλάμα της ζωής.
Ηταν 13 Απριλίου του 1926. Τρίτη και 13 είπαν κάποιοι αργότερα, όταν οι ασθένειες και οι απώλειες της οικογένειας έπρεπε να αποδοθούν σε προλήψεις. Η οικογένεια από τα Βίλια Αττικής με τα επτά παιδιά, που όλα είχαν και καλλιτεχνικές ανησυχίες, άφησε ύστερα από κάποια χρόνια το αγαπημένο σπίτι, αφού η ταβέρνα του πατέρα δεν πήγαινε καλά, και ήρθε στην Αθήνα.
«Δεν κάνει ούτε για κομπάρσα»
Η Ελλη είχε αποφασίσει από έξι χρόνων ότι θα γίνει ηθοποιός και ας μην το δήλωνε. Στην Αθήνα με παρότρυνση του θείου της έδωσε εξετάσεις στη δραματική σχολή. Εκείνος τη βάφτισε Λαμπέτη, από τον «Αστραπόγιαννο» του Βαλαωρίτη. «Αυτό το κοριτσάκι δεν κάνει ούτε για κομπάρσα», αποφάνθηκε ο διευθυντής της σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Παμψηφεί απορρίφθηκε και στη σχολή της Κοτοπούλη, με την ίδια τη Μαρίκα στην επιτροπή, τον Σπύρο Μελά, την Ελένη Χαλκούση και τον φέρελπι ζεν πρεμιέ Τάκη Χορν. Εκεί ο θείος της τη συμβούλεψε να πει το ποίημα του Ι. Γρυπάρη «Ο πραματευτής», όμως οι δύσκολες λέξεις έκαναν εντονότερο το ελαφρύ ψεύδισμά της.

Από το ξάφνιασμά της ξέχασε στη σκηνή του Ρεξ τη σχολική της τσάντα. Οταν επέστρεψε στην άδεια αίθουσα αναζητώντας την, δεν πρόσεξε την Κοτοπούλη στα πίσω καθίσματα. Εκείνη όμως διέκρινε ότι η κίνηση της μικρής στη σκηνή είχε θεατρικό ενδιαφέρον. Την πήρε μαθήτριά της και η Ελλη μοίραζε την ημέρα της ανάμεσα στο Γυμνάσιο Εξαρχείων και στο θέατρο Κοτοπούλη.
Η Μαρίκα θαύμαζε κάθε βήμα της νεαρής σπουδάστριας που απέφευγε τους αυτοσχεδιασμούς όπως και το αρχαίο δράμα, όμως εισέπραττε τα «μπράβο» της δασκάλας της. Ωστόσο, η έκδηλη συμπάθεια της Κοτοπούλη δημιουργούσε ζήλιες και κουτσομπολιά στην τάξη. «Η Μαρίκα διακήρυττε ότι είμαι μια δεύτερη Σάρα Μπερνάρ! Εδινε συνεντεύξεις υμνώντας με», είχε πει η Λαμπέτη στη Φρίντα Μπιούμπι («Η τελευταία παράσταση», εκδ. Εξάντας). Κάποιοι ερμήνευσαν διαφορετικά το ενδιαφέρον της μεγάλης πρωταγωνίστριας. «Τι χυδαιότητες», είπε η Λαμπέτη αργότερα.
Οταν αποφάσισε να κάνει ορθοφωνία για να διορθώσει το ψεύδισμά της, η Μαρίκα δυσανασχέτησε: «Θα χαλάσεις το εργαλείο που σου έδωσε ο Θεός». Με αυτό το «εργαλείο» το 1942 έκανε το ντεμπούτο της με «Το ταξίδι του γάμου» του Κάρλο Ντε Φρις. Τρεις λέξεις είπε όλες κι όλες: «Μέντες, καραμέλες, σοκολάτες». Στην παράσταση έπαιζε και ο Τάκης Χορν.
Προσωρινή απόσυρση λόγω… έρωτα
Ο ρόλος όπου έλαμψε και συζητήθηκε για πρώτη φορά η Λαμπέτη ήταν στο έργο του Γκέοργκ Χάουπτμαν «Η Χάνελε πάει στον παράδεισο». Αγαπούσε τρελά το θέατρο κι όμως, όταν ερωτεύτηκε παράφορα για πρώτη φορά, αποφάσισε να το εγκαταλείψει. «Ημουν ένα παιδί και μέσα σε λίγες ημέρες έγινα γυναίκα», είχε πει για τον ποιητή και διπλωμάτη Θεόδωρο Σγουρδέλη – 20 χρόνια μεγαλύτερό της, χωρίς ποτέ να αναφέρει το όνομά του. Εκείνος της έλεγε «το θέατρο δεν είναι για σένα» και έτσι, «άφησα το θέατρο, εξαφανίστηκα, χάθηκα απ’ όλο τον κόσμο». Οταν όμως εκείνος επέμενε να τον ακολουθήσει στο Παρίσι, η Λαμπέτη αρνήθηκε και ξαναγύρισε στο θέατρο. Η Κοτοπούλη, χολωμένη με τη στάση της, της είπε: «Με απογοήτευσες οικτρά, δεν υπάρχει ρόλος στις νέες μου διανομές».
Της έδωσε, πάντως, κάποιους δεύτερους ρόλους. Ετσι η Λαμπέτη δέχθηκε την πρόταση του Κώστα Μουσούρη. «Είναι ικανός να σου πιει το αίμα για ένα κατοστάρικο», την προειδοποίησε η δασκάλα της. Στον θίασό του έπαιξε μεγάλους ρόλους, αλλά η αμοιβή της ήταν πράγματι μικρή. Τότε γνώρισε τον κριτικό και σκηνοθέτη Μάριο Πλωρίτη, που έγινε ο Πυγμαλίωνάς της. Αργότερα και πρώτος της σύζυγος, αφού μεσολάβησε ένα θυελλώδες ειδύλλιο με τον νεαρό Αλέκο Αλεξανδράκη.
Ανάδειξη στο Θέατρο Τέχνης
Ο Πλωρίτης την έστρεψε στον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης, όπου από το 1946 έως το 1948 έπαιξε έργα των Τένεσι Ουίλιαμς, Ανούιγ, Πρίσλεϊ, Ο’ Νηλ, Ξενόπουλου, Μίλερ, Λόρκα και η νεαρή ενζενί έγινε ηθοποιός μεγάλων ρόλων. «Θυμάμαι πάντα την Ελλη σαν αερικό», είχε πει ο Κουν στον Φρέντυ Γερμανό. «Ο τρόπος που μιλούσε και η κίνησή της είχαν κάτι πιο απόκοσμο».

Εκεί η Ελλη μαθήτευσε στη σχολή του συναισθηματισμού και της υπερευαισθησίας, είχε επισημάνει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Η ερμηνεία που συζητήθηκε τότε, ήταν για τον «Γυάλινο κόσμο» και πώς έσβηνε ένα κερί. Ο Σικελιανός πήγαινε κάθε βράδυ στο θέατρο για να τη θαυμάσει. Εκείνη παιδευόταν επί ένα μήνα τα βράδια στην κουζίνα του σπιτιού της για να σβήνει ένα κερί αποφεύγοντας τις γκριμάτσες.
Η Λαμπέτη είχε εσωτερικότητα στην ερμηνεία της. Δημιουργούσε συγκίνηση, είτε έπαιζε ανάλαφρες κωμωδίες είτε βαθύτερους και πιο απαιτητικούς ρόλους. Ο Κ. Γεωργουσόπουλος υπογράμμισε ότι «δεν έπαιξε κλασικό ρεπερτόριο, δεν έπαιξε ποτέ Σαίξπηρ, έπαιξε πολύ λίγο Τσέχωφ, έπαιξε όμως μοντέρνο θέατρο, μπουλβάρ και ποτέ αρχαίο δράμα».
Είχε εσωτερικότητα στην ερμηνεία της· δημιουργούσε συγκίνηση, είτε έπαιζε ανάλαφρες κωμωδίες είτε βαθύτερους και πιο απαιτητικούς ρόλους.
Μετά τον Κουν συνεργάστηκε με τον θίασο της Κατερίνας, με το Εθνικό Θέατρο, έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία «Αδούλωτοι σκλάβοι» με σκηνοθέτη τον Μ. Πλωρίτη και βραβεύθηκε το 1951 με το έπαθλο Κοτοπούλη για την «Κληρονόμο» και το «Πεγκ, καρδούλα μου».
Της άρεσε το θέατρο, ο κινηματογράφος ποτέ
Πηγαίο ταλέντο, χαρισματική, επίμονη, παθιασμένη, ιδιόρρυθμη, είχε αστική φινέτσα στη σκηνή, φαινόταν εύθραυστη και την ίδια ώρα εξέπεμπε δύναμη και λάμψη. Ηταν μια γυναίκα ευάλωτη που πάλευε για το θέατρο, τα πάθη, τους άνδρες που αγάπησε και έζησε παράλληλα με τον θάνατο, βιώνοντας τις ασθένειες και τις απώλειες των αγαπημένων της αδελφών.
«Θυμάμαι πάντα την Ελλη σαν αερικό», είχε πει ο Κουν στον Φρέντυ Γερμανό. «Ο τρόπος που μιλούσε και η κίνησή της είχαν κάτι πιο απόκοσμο».
Την ερωτεύτηκε το θέατρο, τη λάτρεψε ο φακός και το κοινό αγάπησε την ερμηνεία, τη βαθιά φωνή και την εύθραυστη χάρη της σε μπουλβάρ και βαθύτερους ρόλους. Στην ίδια άρεσε το θέατρο, ο κινηματογράφος ποτέ. «Ο,τι έπαιξα, το έπαιξα για να ενισχύσω τα οικονομικά μου (…) Μου φαινόταν ο εαυτός μου έκτρωμα…». Κατά τον Κ. Γεωργουσόπουλο, το ιδίωμα της Λαμπέτη «ευδοκίμησε περισσότερο στον κινηματογράφο και αξιοποιήθηκε όσο τίποτε άλλο από τον Μ. Κακογιάννη».

Το 1953 ο σκηνοθέτης της πρότεινε να παίξει με τον Χορν, που αντιπαθούσε αλλά θαύμαζε στη σκηνή, στο «Κυριακάτικο ξύπνημα». Τα εξωτερικά γυρίσματα έγιναν στην Ελλάδα και άλλα στην Αίγυπτο. Είχαν αρχίσει να ερωτεύονται. «Εμεναν στο “Μένα Χάους”, το καλύτερο ξενοδοχείο του Καΐρου, σε δύο σουίτες που επικοινωνούσαν και έρχονταν στο γύρισμα εκείνος νυσταλέος κι εκείνη μαραμένη», διηγείται ο Μιχάλης Κακογιάννης στη βιογραφία του «Σε πρώτο πλάνο» (εκδ. Ψυχογιός) στον Χρήστο Σιάφκο. Ο σκηνοθέτης πήγε να μείνει στη σουίτα για να ελέγχει τα ξενύχτια τους, όμως ήταν μάταιο. «Ο Χορν ήταν 34 χρόνων, ερωτευμένος και ασυγκράτητος. Εκείνη πιο μικρή, αλλά φλόγα. Ημουν κι εγώ ερωτευμένος μαζί της, αλλά δεν τολμούσα να το σκεφτώ… (…) Η αύρα της έμοιαζε με πλάσματος εύθραυστου και εξαιρετικά σεξουαλικού, που θα μπορούσε να λιποθυμήσει έστω και με ένα άγγιγμα».
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, η Λαμπέτη χωρίζει από τον Μ. Πλωρίτη. στον οποίο είχε ήδη ομολογήσει ότι ερωτεύεται τον Χορν. Ο γάμος τους άντεξε δύο χρόνια, αλλά η φιλία τους μέχρι το τέλος. Ομως και το «Θείο ζεύγος», όπως αποκαλούσαν το ζευγάρι Λαμπέτη – Χορν, το 1959 χωρίζει. Η ηθοποιός έχει κλονιστεί από τον θάνατο της μητέρας της, των δύο αδελφών της που έχασε από καρκίνο, της τρίτης από τροχαίο και της απώλειας του φίλου και συναδέλφου της Γιώργου Παππά. Είχε διαλυθεί και από κάτι ακόμη. Την έκτρωση που έκανε όπως της το ζήτησε ο Χορν, ο οποίος δεν ήθελε παιδιά.
Η γλυκιά Ιρμα σβήνει
Το 1960 παντρεύεται τον Αμερικανό συγγραφέα Φρεντερίκ Γουέικμαν, τον οποίο γνώρισε στην ταινία «Χαμένο κορμί» και υπέγραφε το σενάριο. Είχε μαγευτεί μαζί της όταν είδε «Το κορίτσι με τα μαύρα», το «Τελευταίο ψέμα», την «Ιστορία μιας κάλπικης λίρας». Το 1969 διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού. Υποβάλλεται σε ολική μαστεκτομή, αγωνίζεται, ελπίζει, προσπαθεί να υιοθετήσουν με τον Γουέικμαν την Ελίζα, δείχνει χαρούμενη. Ομως δικαστική απόφαση υποχρεώνει το ζευγάρι να επιστρέψει το κοριτσάκι στους φυσικούς του γονείς. Η περιπέτεια τη συγκλονίζει. Το 1976 χωρίζουν με τον Γουέικμαν έπειτα από 16 χρόνια γάμου.

Ξεχωριστές ήταν οι ερμηνείες της στη «Φθινοπωρινή ιστορία» με τον Μάνο Κατράκη, στη «Δεσποινίδα Μαργαρίτα», στα «Εξι μονόπρακτα». Ομως ο καρκίνος επιστρέφει. Το 1980 υποβάλλεται σε χημειοθεραπείες που έπληξαν τη φωνή της. Ο τελευταίος της ρόλος ήταν της κωφάλαλης Σάρας το 1981 στα «Παιδιά ενός κατώτερου θεού». Δύο ώρες βουβή στη σκηνή, ένα σιωπηλό ρεσιτάλ ερμηνείας. «Η συγκίνηση ξεπερνούσε τη λογική και ο ενθουσιασμός ήταν δυνατός και αυθόρμητος», έγραψε στον «Ταχυδρόμο» ο Αρης Δαβαράκης.
Ο τελευταίος της ρόλος ήταν της κωφάλαλης Σάρας, το 1981, στα «Παιδιά ενός κατώτερου θεού». Δύο ώρες βουβή στη σκηνή, ένα σιωπηλό ρεσιτάλ ερμηνείας.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983 έσβησε στο νοσοκομείο του Ορους Σινά στις ΗΠΑ. Ηταν 57 ετών. Ομως η φωνή της μας γλυκαίνει ακόμη στο «Η Ιρμα η γλυκιά/ κουρέλι στο βοριά/ Η Ιρμα η γλυκιά/ που δεν υπάρχει πια», σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και μουσική του Γιάννη Σπανού. Ηταν η μοναδική φορά που τραγούδησε σε παράστασή της.
*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

