Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός

«Κάποιοι δαιμόνοι τον είχαν στείλει. Έγινε αχείλι κόσμου που επόνει. (Ήρωες χρόνοι!) Και πώς εμίλει, με το φιτίλι, με το τρομπόνι! Το πέρασμά του, μήνυμα κρύο, μαύρου θανάτου. Κι είχε το θείο χέρι που φλόγα κράταε κι ευλόγα». Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Κανάρης» (Ελεγεία και Σάτιρες, Ηρωική Τριλογία)

κωνσταντίνος-κανάρης-ο-πάντοτε-τολμ-563499793 Ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Λιθογραφία από το λεύκωμα του Karl Krazeisen, Bildnisse ausgezeichneter Griechen und Philhellenen… (1831, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Λιθογραφία από το λεύκωμα του Karl Krazeisen, Bildnisse ausgezeichneter Griechen und Philhellenen… (1831, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης γεννήθηκε το 1793 στα Ψαρά, αν και έχει προταθεί ως γενέτειρά του η Πάργα. Ήταν γιος του Μιχαήλ (Μικέ) Κανάριου και της Μαρίας Μπουρέκα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, μπήκε μούτσος στο μπρίκι του θείου του, ∆ημήτρη Μπουρέκα, και αργότερα έγινε καπετάνιος. Παντρεύτηκε την Ψαριανή ∆έσποινα Μανιάτη, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, κατατάχθηκε στον στόλο του Νικολή Αποστόλη. Εντυπωσιασμένος από την επιτυχία του ∆ημήτρη Παπανικολή στην Ερεσό, τον Μάιο του 1821, και με την ενθάρρυνση του ξαδέλφου του Ιωάσαφ Νικολάρα, ο Κανάρης ζήτησε να γίνει πυρπολητής. Η πυρπόληση της εχθρικής ναυαρχίδας μεταξύ Χίου και Τσεσμέ (1η Απριλίου 1822), λίγο μετά την καταστροφή του νησιού, υπήρξε η πρώτη του αποστολή και ένα από τα πιο θρυλικά κατορθώματα στην ιστορία του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Ακολούθησε η πυρπόληση ενός ακόμα οθωμανικού πλοίου γραμμής στην Τένεδο, τον Οκτώβριο του 1822. Στη ναυμαχία της Σάμου (Αύγουστος 1824) υπήρξε επικεφαλής μιας ομάδας πυρπολητών, οι οποίοι κατέκαψαν τρία εχθρικά πλοία. Το 1825 επιχείρησε να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, αλλά απέτυχε εξαιτίας της αλλαγής του ανέμου.

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-1
Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο. Επιχρωματισμένη λιθογραφία του Αλέξανδρου Ησαΐα (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Το 1827 αντιπροσώπευσε τα Ψαρά στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Υποστήριξε τον Ιωάννη Καποδίστρια και αντιτάχθηκε στο επαναστατικό κίνημα των Υδραίων και των Μανιατών. Ως διοικητής της ναυτικής βάσης στον Πόρο, ήταν εκείνος που ανέφερε στον κυβερνήτη την ανατίναξη της φρεγάτας «Ελλάς» από τον Ανδρέα Μιαούλη, το 1831. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, αποσύρθηκε στη Σύρο. Επανήλθε στην πολιτική επί Αντιβασιλείας. Συμμετείχε στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και υπήρξε θερμός υποστηρικτής της τήρησης του συντάγματος. Ήρθε σε ρήξη με το Παλάτι και πρωτοστάτησε στις διαδικασίες που οδήγησαν στην έξωση του Όθωνα, ενώ συμμετείχε στην επαναστατική προσωρινή κυβέρνηση του 1862. Το 1863 βρέθηκε στη ∆ανία, ως ένας από τους αντιπροσώπους του Έθνους, για να προσφέρει το στέμμα στον Γεώργιο Α΄. ∆ιετέλεσε επανειλημμένα γερουσιαστής, υπουργός και πέντε φορές πρωθυπουργός. Πέθανε ως εν ενεργεία πρωθυπουργός της οικουμενικής κυβέρνησης, στις 2 Σεπτεμβρίου 1877. Υπήρξε από τους πιο γνωστούς πρωταγωνιστές της Επανάστασης του 1821, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ενώ έχει εμπνεύσει πλήθος ποιητών, λογοτεχνών και καλλιτεχνών.

«Αν δεν ήταν γενναίος, δεν θα τον έπαιρνα!»

Η σύντροφος της ζωής του.

«Γενναίο άνδρα έχεις», είπε κάποτε ένας Άγγλος πλοίαρχος στη ∆έσποινα Κανάρη, όταν τη βρήκε στο νησί της να ετοιμάζει φυσέκια με άλλες γυναίκες.

«Αμ, αν δεν ήταν γενναίος, δεν θα τον έπαιρνα!», απάντησε η Κανάραινα!

Ο Κανάρης ήταν από καλή οικογένεια, το σόι του είχε καραβοκύρηδες. Η Μαρία, η μητέρα του, ήταν πρακτική γιατρίνα στα Ψαρά, ο Μικές, ο πατέρας του, είχε εκλεγεί αρκετές φορές στο συμβούλιο των προεστών. Πέθανε όμως νέος. Ο Κωνσταντής, ο Αναγνώστης και ο Γιώργης ορφάνεψαν νωρίς. Ο Κωνσταντής από μικρός μπήκε μούτσος στο καράβι του θείου του, ∆ημήτρη Μπουρέκα. Ήταν καλός ναύτης, δουλευταράς και υπάκουος, ήσυχος, δεν του άρεσαν οι φασαρίες. Όταν έπιαναν λιμάνι και έβρισκε ελεύθερο χρόνο, με τα λίγα γράμματα που ήξερε, διάβαζε μια φυλλάδα για τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την οποία είχε πάντα μαζί του.

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-2
Προσωπογραφία της Δέσποινας Κανάρη. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Ν. Κεσσανλή (1889, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Στα είκοσί του χρόνια, είχε ήδη ταξιδέψει μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Τότε ο Κωνσταντής ερωτεύτηκε με πάθος τη ∆έσποινα, κόρη του Ψαριανού καραβοκύρη Ανδρέα Μανιάτη, λίγα χρόνια πιο μικρή από εκείνον. Η κοπέλα ανταποκρίθηκε στα αισθήματά του, αλλά παρουσιάστηκε ένα σημαντικό εμπόδιο: οι γονείς της την είχαν υποσχεθεί στον μεγάλο του αδελφό, τον Αναγνώστη. Ο Κωνσταντής πείσμωσε. Κλείστηκε στον εαυτό του, δεν μιλούσε και τελικά είπε ότι θα πήγαινε να γίνει καλόγερος αν την έχανε. Βλέποντας οι συγγενείς ότι οι νέοι ήταν ερωτευμένοι, χάλασαν τον συμφωνημένο αρραβώνα και τους πάντρεψαν. Η μοίρα το ήθελε ο Κωνσταντής, αντί καλόγερος, να γίνει μπουρλοτιέρης.

Αφοσιώθηκε στη γυναίκα του και εκείνη δεν έφυγε ποτέ από δίπλα του. Όσοι γνώρισαν εκείνον, γνώρισαν και τη ∆έσποινα. Και την περιγράφουν πάντα με θαυμασμό. Ήταν, λένε, γεμάτη χαρίσματα, ετοιμόλογη και γενναία γυναίκα. Και δεινή κολυμβήτρια. Στη νεκρολογία της στην εφημερίδα Παλιγγενεσία (2 Οκτωβρίου 1881) αναφέρεται ότι στην καταστροφή των Ψαρών, έγκυος με δύο παιδιά, δεν δίστασε να πέσει με τα μικρά στη θάλασσα, να κολυμπήσει, δίνοντάς τους κουράγιο και κρατώντας τα στον αφρό, μέχρι να επιβιβαστούν, σώοι, σε ένα πλεούμενο.

Πάντα βύζαινε κι ένα παιδί, λένε. Με τον Κωνσταντή απέκτησαν έξι αγόρια (τον Νικόλαο, τον Θεμιστοκλή, τον Θρασύβουλο, τον Μιλτιάδη, τον Λυκούργο και τον Αριστείδη) και ένα κορίτσι, τη Μαρία. Μαζί θα δουν να χάνονται τέσσερα από τα παιδιά τους, πριν αυτά κλείσουν τα σαράντα τους χρόνια. Ο Ιταλός συγγραφέας Ούγκο Σολιάνι, ο οποίος επισκέφθηκε τον Κανάρη στο σπίτι του στην Κυψέλη, αναφέρει ότι τον είδε να κρατάει μια στρογγυλή θήκη, επίχρυση με μαύρο σταυρό. Μέσα υπήρχε μια φθαρμένη από τα χρόνια μικρογραφία της κόρης τους, την οποία όταν αντίκριζε ο γέροντας, δάκρυζε.

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-3
Costadino Canaris. Προσωπογραφία του Κωνσταντίνου Κανάρη. Ελαιογραφία σε ξύλο (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Η ∆έσποινα φορούσε πάντα την παραδοσιακή ενδυμασία της ιδιαίτερης πατρίδας της. Ο Βρετανός ναύαρχος Τόμας Κόχραν τη συνάντησε στην Αίγινα το 1827: «Συζήτησα με τη σύζυγο του Κανάρη, μέσω του καπετάνιου, και τη βρήκα τόσο ευχάριστη στη συζήτηση, όσο ήταν και στην εμφάνιση. Οι Ψαριανές μοιάζουν πολύ στις αρχαίες Ελληνίδες (τουλάχιστον με την ιδέα που έχουμε γι’ αυτές) περισσότερο από άλλες γυναίκες στην Ελλάδα. Τα σκούρα γαλανά μάτια και οι μακριές σκούρες βλεφαρίδες είναι τα χαρακτηριστικά τους, και η σύζυγος του Κανάρη τα είχε έντονα, καθώς και μια επιδερμίδα σαν αλάβαστρο. Ο ιδιαίτερος κεφαλόδεσμός της ήταν των γυναικών της πατρίδας της και διέφερε από εκείνον των γυναικών της Ύδρας. Γύρω από το κεφάλι της ήταν τυλιγμένα δύο μακριά κομμάτια λευκής γάζας, που κρέμονταν πίσω, θυμίζοντας νύφες από την Αγγλία». Ο Γκιστάβ Φλομπέρ θα επισκεφθεί το ζευγάρι στην Αθήνα, στο σπίτι της οδού Φιλελλήνων, το 1851: «Με δέχτηκε η κ. Κανάρη φορώντας ψαριανό κοστούμι – μπούστο με χρυσά σιρίτια, ροζ τουρμπάνι γυρτό στ’ αριστερό αυτί της κι από πάνω άσπρο βέλο. Χοντρογυναίκα, κοντουλή, γελαστή, περιποιητικιά, μιλάει δυνατά με φωνή διαπεραστική, γελάει πολύ. Ο Έντουαρντ Φρίμαν περιγράφει μια αφοσιωμένη σύντροφο, η οποία διασώζει τη νεανική ομορφιά της και χαίρεται με τις τιμές που αποδίδουν στον σύζυγό της. Η Φινλανδή περιηγήτρια Φρεντερίκα Μπρέμερ, στο τέλος της δεκαετίας του 1850, γνωρίζει τους Κανάρηδες στο κτήμα τους στην Κυψέλη και μιλάει για την επιβλητική παρουσία της ∆έσποινας, η οποία φορούσε την ψαριανή ενδυμασία με τον ιδιαίτερο κεφαλόδεσμο, ίδιο με το «λειρί ενός κόκορα». Όταν τη ρώτησε πώς ένιωθε κάθε φορά που ο άντρας της ξεκινούσε για μια επικίνδυνη αποστολή, η ∆έσποινα ομολόγησε ότι θα ήθελε να πήγαινε μαζί του. Τη νύχτα που ο σύζυγός της πυρπόλησε τη ναυαρχίδα, εκείνη γέννησε έναν από τους γιους της. Άκουσε τους πανηγυρισμούς στο νησί όταν επέστρεψαν οι μπουρλοτιέρηδες στα Ψαρά και ήθελε να τρέξει στην εκκλησιά, αλλά ήταν λεχώνα και δεν την άφησαν: «Όταν, έπειτα, ήλθε ο Κωνσταντής στο σπίτι και κατάλαβα από τα καψίματα στο δέρμα και στα φρύδια τον κίνδυνο που διέφυγε, τότε δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Μου έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα και τόση ήταν η συγκίνησή μου, ώστε μόλις και μετά βίας μπόρεσα να αισθανθώ και εγώ τη χαρά του αντρός μου, που έπαιρνε στα χέρια του το παιδί μας». Η Μπρέμερ αναφέρει ότι το ηλικιωμένο ζευγάρι τής θύμισε «τον μύθο του φρυγικού ζευγαριού που ζήτησε από τον Θεό να μη χωριστούν από τον θάνατο, αλλά να φύγουν από τη ζωή μαζί».

Ο Κωνσταντής πέθανε το 1877, στο σπίτι του, με τη ∆έσποινα δίπλα του. Εκείνη τον ακολούθησε τέσσερα χρόνια αργότερα. Στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, μέσα σε έναν μικρό περίβολο, δύο μαρμάρινοι σταυροί με τα ονόματά τους στέκουν για πάντα πλάι πλάι.

Αλεξάνδρεια

Ένας Ψαριανός σε μια κομβική υδραίικη αποστολή.

Τον Ιούλιο του 1825, ο ισχυρός άνδρας της Ύδρας, Λάζαρος Κουντουριώτης, έλαβε μια ανώνυμη επιστολή από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου: «Ο αιγυπτιακός στόλος επέστρεψεν εις Αλεξάνδρειαν […]. Εάν οι Έλληνες είναι άνδρες, πρέπει να το αποδείξουν πέμποντες εδώ τρία ή τέσσαρα πολεμικά διά να τα καύσουν όλα εις τον λιμένα […]. ∆εχθήτε την είδησην ταύτην και καιρόν δεν έχουν να χάνουν οι Γραικοί». Ο Κουντουριώτης εμπιστεύτηκε τον πληροφοριοδότη του και η ιδέα έβρισκε σύμφωνους και τους Άγγλους. Στις 23 Ιουλίου, ένας στολίσκος αποτελούμενος από δύο μπρίκια, τον «Θεμιστοκλή» του Μανώλη Τομπάζη και τον «Επαμεινώνδα» του Αντώνη Κριεζή, και τρία πυρπολικά, με κυβερνήτες τους Υδραίους Αντώνη Βώκο, Μανώλη Μπούτη και τον Ψαριανό Κωνσταντίνο Κανάρη, απέπλευσε από το λιμάνι της Ύδρας.

Η παρουσία ενός Ψαριανού σε μια τόσο κομβική, υδραίικη αποστολή δεν ήταν συνηθισμένη υπόθεση. Ωστόσο ο Τομπάζης επέμενε στην επιλογή του Κανάρη. Η ανατίναξη της οθωμανικής ναυαρχίδας, το 1822, και ο θάνατος του καπουδάν πασά Καρά Αλή, ο οποίος είχε ισοπεδώσει τη Χίο, ήταν μόνο η αρχή για τον άγνωστο μέχρι τότε ναύτη. Μετά τη Χίο ήρθε η Τένεδος. Και μετά την Τένεδο, η Σάμος. Μέσα σε μία διετία ο Κωνσταντής, που «όταν γύρεψαν μπουρλοτιέρηδες και παρουσιάστηκε, απόρησαν», γιατί «δεν έλεγε μπαρούφες στους καφενέδες και δεν τον είχαν σε υπόληψη», μετρούσε τις περισσότερες επιτυχημένες πυρπολήσεις στο ενεργητικό του. Επιπλέον, ο Νικόδημος υποστηρίζει ότι ο Κανάρης είχε προτείνει ήδη στον Ιρλανδό πλοίαρχο Χάμιλτον και στον Τομπάζη την πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου μέσα στη βάση του. Αυτός ήταν, ίσως, ένας επιπλέον λόγος που ο Υδραίος τον ήθελε μαζί του. Εξάλλου, το 1770 η καταστροφή του οθωμανικού στόλου στη ναυμαχία του Τσεσμέ από ρωσικά πυρπολικά είχε εντυπωσιάσει τους Ψαριανούς και η ιστορία μεταφερόταν από γενιά σε γενιά. ∆εν είναι περίεργο ο Κανάρης να υπολόγιζε σε μια παρόμοια επιχείρηση εναντίον του στόλου του Μεχμέτ Αλή.

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-4
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης πυρπολεί τρία οθωμανικά πλοία στη ναυμαχία του Τσεσμέ, τον Ιούνιο του 1822. Λιθογραφία του Peter von Hess (1852, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Το σχέδιο ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνο. Κάθε επιχείρηση πυρπόλησης άφηνε λίγες πιθανότητες επιβίωσης στα πληρώματα, αλλά πάντως υπαρκτές. Η εφαρμογή της στην καρδιά της εχθρικής βάσης ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Ακόμα και σε περίπτωση επιτυχίας, η διαφυγή από έναν κλειστό, εχθρικό λιμένα φαινόταν αδιανόητη.

Ο στολίσκος έφτασε, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, στις 29 Ιουλίου έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Η επιχείρηση ξεκίνησε το μεσημέρι της επόμενης ημέρας. Σύμφωνα με το σχέδιο, στο λιμάνι θα έμπαιναν και τα τρία πυρπολικά, με ξένη σημαία, ενώ τα πολεμικά θα έμεναν αρόδου, για να καλύψουν την έξοδό τους. Ήταν σημαντικό να μην υποστούν ζημιές τα ευρωπαϊκά εμπορικά πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι.

Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι η επιχείρηση δεν θα προχωρούσε σύμφωνα με το σχέδιο. Οι Υδραίοι καθυστέρησαν να φτάσουν στην μπούκα του λιμανιού και στη συνέχεια χρονοτριβούσαν, δείχνοντας αναποφάσιστοι να μπουν μέσα. Ο Κανάρης αποφάσισε να ξεκινήσει μόνος του, έχοντας χάσει όμως πολύτιμο χρόνο. Τα απρόοπτα συνεχίστηκαν. Ένας λιμενικός επιχείρησε να ανεβεί στο πυρπολικό για επιθεώρηση. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να τον αιχμαλωτίσουν, απομακρύνοντας τη βάρκα του.

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-5
Κωνσταντίνος Κανάρης. Λιθογραφία του Giovani Boggi από το Collection de portraits des personnages Turcs and Grecs… (1826, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο Κανάρης, από παλαιότερα ταξίδια, γνώριζε το λιμάνι και κατηύθυνε το πυρπολικό του προς την αποβάθρα των ανακτόρων, όπου βρίσκονταν αρκετές φρεγάτες και η ναυαρχίδα του στόλου. Όμως, λίγο πριν ξεκινήσουν την προσπάθεια να αγκιστρωθούν πάνω της, ο αέρας άλλαξε απότομα και τους έσπρωξε μακριά από την αρμάδα. Το πλήρωμα προσπάθησε να προσεγγίσει με ελιγμούς, αλλά άρχισαν να προκαλούν υποψίες, ενώ ο αντίθετος άνεμος δυνάμωνε. Ο Κανάρης αποφάσισε να πυροδοτήσει το πυρπολικό, για τη μικρή πιθανότητα να καταλήξει μόνο του πάνω σε κάποιο εχθρικό πλοίο, αλλά και για αντιπερισπασμό, ώστε να προλάβουν να διαφύγουν. Το πλήρωμα πέρασε στη βοηθητική βάρκα και ο ίδιος, αφού κατέβασε τη ρωσική σημαία και ύψωσε την ελληνική, άναψε τα φιτίλια. Στο λιμάνι σήμανε συναγερμός.

Το φλεγόμενο πυρπολικό, που έπλεε ακυβέρνητο, ακινητοποιήθηκε τελικά από τους Οθωμανούς και οδηγήθηκε στα αβαθή, όπου κάηκε χωρίς να προκαλέσει ζημιές σε κανένα πλοίο. Οι Έλληνες κωπηλατούσαν πλέον για τη ζωή τους. Τους καταδίωκαν αρκετές φελούκες και ένα μπρίκι, ενώ δέχονταν πυρά από μια γαλλική φρεγάτα. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια κατάφεραν να προσεγγίσουν την μπούκα του λιμανιού, όπου επενέβησαν τα δύο ελληνικά μπρίκια. Επιβιβάστηκαν στο πλοίο του Τομπάζη, το οποίο απομακρύνθηκε διωκόμενο από το αιγυπτιακό μπρίκι. Κατά τη δραματική επιχείρηση διαφυγής σκοτώθηκαν δύο ναύτες του πυρπολικού και τραυματίστηκαν πέντε. Ο Κανάρης όμως επέμενε να προσπαθήσει ξανά την επόμενη μέρα και ζήτησε από τον Τομπάζη ένα από τα δύο πυρπολικά που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί. Πίστευε ότι οι αντίπαλοι δεν περίμεναν την επιστροφή τους και θα παρέμεναν προσηλωμένοι στην καταδίωξη των ελληνικών μπρικιών. Ωστόσο, ο Υδραίος καπετάνιος αρνήθηκε να θέσει το πλήρωμα ξανά σε κίνδυνο. Η αποστολή πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

Τα Ελληνικά Χρονικά (30/9/1825) έγραψαν για την επιχείρηση: «Ο πάντοτε τολμηρός Κανάρης εμβήκεν εις τον παλαιόν λιμένα της Αλεξανδρείας με πυρπολικά και ήτον μακράν του εκείσε προσωρμισμένου Αιγυπτιακού στόλου έως βολής πιστολιού, όταν ανεκαλύφθη το σχέδιόν του, και εματαιώθη διά τον αιφνηδίως διεγερθέντα εναντίον άνεμον […]. Θαυμασμού άξιον είναι πώς εκατόρθωσεν ο Κανάρης και έφυγε». Το εγχείρημα έγινε γρήγορα γνωστό και στο εξωτερικό, όπου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση. Σε αυτό συνέβαλαν οι αναφορές των αξιωματικών των γαλλικών πλοίων που βρίσκονταν στην Αλεξάνδρεια και περιέγραψαν την επιχείρηση, υπογραμμίζοντας ότι ο αιγυπτιακός στόλος γλίτωσε μια μεγάλη καταστροφή. Μάλιστα, οι αντιδράσεις που ακολούθησαν την είδηση ότι γαλλικό πλοίο επενέβη εναντίον των Ελλήνων, υποχρέωσαν τις γαλλικές Αρχές να διαψεύσουν επίσημα το συμβάν.

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-6
Ο μπουρλοτιέρης Κωνσταντίνος Κανάρης με τους συντρόφους του. Υδατογραφία του Georg E. Opitz (Μουσείο Μπενάκη, ΓΕ 25182).

Μετά την Αλεξάνδρεια, το όνομα του Κανάρη θα ακουστεί σε όλη την Ευρώπη. Είναι η εποχή που ο φιλελληνικός ρομαντισμός θα διαμορφώσει την ηρωική φιλολογία που αντλεί από τα πεδία των μαχών στην Ελλάδα. Στην ποίηση, ο Κανάρης θα γίνει ο πιο δημοφιλής Έλληνας ήρωας μετά τον Μάρκο Μπότσαρη και ο μοναδικός εν ζωή που θα υμνηθεί σε αυτόν τον βαθμό. Το 1825, ο Αλφόνς ντε Λαμαρτίν αναφέρεται στα κατορθώματά του στο Le Dernier Chant. Το 1826, ο Ανδρέας Κάλβος δημοσιεύει τα «Ηφαίστεια» στο Παρίσι και ο Αλέξανδρος ∆ουμάς ο πρεσβύτερος το «Κανάρης, ένας διθύραμβος». Το 1829, ο Βίκτωρ Ουγκώ περιλαμβάνει τον δικό του «Κανάρη» στη συλλογή Les Orientales, ενώ ο ήρωας μνημονεύεται και στα «Κεφάλια του σαραγιού». Το 1832, με αναφορά στον Ψαριανό μπουρλοτιέρη, και πάλι ο Ουγκώ υπογράφει έναν νοσταλγικό αποχαιρετισμό στη δόξα της Ελλάδας («A Canaris», στο Les chants du crépuscule).

Όμως, ο Κανάρης μιλούσε πάντοτε με πίκρα για την αποτυχία του στην Αλεξάνδρεια: «Αν δεν είχαμε τον άνεμο κόντρα τον Αύγουστο του 1825, θα έκαιγα τον αιγυπτιακό στόλο μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας κι έτσι θα εμπόδιζα τον Ιμπραήμ να βγάλει τα στρατεύματά του στον Μοριά. Μα η Παναγιά δεν το ’θελε – προσκυνώ τη χάρη της!»

Ο πυρπολητής του συστήματος

Υπερασπιζόμενος με σταθερότητα το Σύνταγμα.

Στα τέλη του 1860, ο σχεδόν 70χρονος γερουσιαστής Κωνσταντίνος Κανάρης έθετε στη Βουλή το ερώτημα: «Έχουμε ή δεν έχουμε σύνταγμα; Κι αν έχουμε, τότες τι νόημα έχουνε όλα όσα γίνουνται ενάντια στο σύνταγμα; Αν πάλι δεν έχουμε, τότες τι μας χρειάζουνται η Βουλή και η Γερουσία που γι’ αυτά ξοδεύονται τόσα χρήματα από τα λιγοστά του τόπου μας;».

Λίγο αργότερα ο Όθων διέλυσε τη Βουλή. Οι εκλογές του 1861 ήταν επεισοδιακές. Σημειώθηκαν συρράξεις ανάμεσα σε κρατικά όργανα και πολίτες και υπήρξαν σαφείς κατηγορίες για νοθεία και παρανομίες. Η επανεκλογή της κυβέρνησης Αθανασίου Μιαούλη και ο αποκλεισμός από τη Βουλή των ηγετών της αντιπολίτευσης δημιούργησαν περισσότερες εντάσεις. Η δημοτικότητα του Όθωνα είχε πάρει την κατιούσα και η πολιτική του Παλατιού είχε ταυτιστεί με την καταστρατήγηση των συνταγματικών ελευθεριών. Η αντιπολίτευση χρειαζόταν μια προσωπικότητα με κύρος, που θα μπορούσε να αντιπαραβάλει το ήθος απέναντι στην αυθαιρεσία της εξουσίας. Τη βρήκε στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Κανάρη.

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-7
Η Αθήνα το 1863. Επιχρωματισμένη ξυλογραφία που δημοσιεύθηκε στο The Illustrated London News (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Τον Ιούνιο του 1859, ο Κανάρης είχε βρεθεί στο στόχαστρο του φιλοκυβερνητικού Τύπου, όταν, προκειμένου να συμμετάσχει σε ένα νέο κυβερνητικό σχήμα, ζήτησε τον περιορισμό των παρεμβάσεων του Παλατιού στην πολιτική ζωή. Η εφημερίδα Ελπίς στις 3 Ιουνίου 1859 έριξε λάδι στη φωτιά: «Τι να είπωμεν περί του κ. Κανάρη; […] Κακή μοίρα τού ενέπνευσε την ιδέαν να ριφθεί εις τα πολιτικά […] ελησμόνησεν ότι […] το προς τον ηγεμόνα […] βαθύτατον σέβας κατέστη δι’ αυτόν μάλλον παρά διά πάντα άλλον πολίτην, ιερόν καθήκον, και ότι της εκπληρώσεως του ιερού τούτου καθήκοντος ουδόλως τον απαλλάττει η εις αυτόν οφειλόμενη εθνική ευγνωμοσύνη. Ο κ. Κανάρης […] όταν εν τη πολιτική του απειρία ρίπτεται εις τας αγκάλας ανθρώπων, οίτινες ουδέν έχουσιν ιερόν και όσιον […] δεν πρέπει να αιτιάται ή εαυτόν, αν το Κοινόν λησμονή το ένδοξον παρελθόν του ενώπιον του αδόξου παρόντος».

Οι «ουδέν έχουσιν ιερόν και όσιον» αντέδρασαν. Φοιτητές έκαψαν τα φύλλα της εφημερίδας Ελπίς έξω από το καφενείο «Ωραία Ελλάς». Τους επιτέθηκε μια ομάδα οπλισμένων φουστανελοφόρων και τα αιματηρά επεισόδια επεκτάθηκαν στο εσωτερικό του καφενείου, με θύματα τους θαμώνες. Η επίθεση «ενέσπειρε παντού τη φρίκη», ενώ η καθυστερημένη επέμβαση των χωροφυλάκων, οι οποίοι «ενέπαιζον τον κόσμον ερωτώντες με αδιαφορία και απορίαν δήθεν τι τρέχει», δυναμίτισε το κλίμα. «Η φυσιογνωμία της πρωτεύουσας είναι σήμερον άγρια και η ανησυχία είναι εις όλα τα πνεύματα. Οι πλέον φιλήσυχοι πολίται δεν κρατούνται πλέον από την αγανάκτησιν», έγραφε η Αθηνά στις 6 Ιουλίου. Ακολούθησε κι άλλη συγκέντρωση, στη διασταύρωση των οδών Αιόλου και Ερμού, όπου και πάλι η Ελπίς παραδόθηκε στις φλόγες, ενώ το πλήθος ζητωκραύγαζε το όνομα του μπουρλοτιέρη, γιουχάροντας την εφημερίδα που αποκάλεσε «τον Κανάρην νάνον».

Ο Κανάρης δεν ήταν ούτε ξένος στα πολιτικά ούτε αδαής. Μετά την εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), είχε στηρίξει ενεργά τον Καποδίστρια. Επανήλθε στον δημόσιο βίο κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας, αλλά η σύνδεσή του με το Ρωσικό κόμμα προκαλούσε καχυποψίες στο παλάτι. Συμμετείχε στην Επανάσταση του 1843 και διετέλεσε υπουργός Ναυτικών, πρωθυπουργός και γερουσιαστής. Ήταν ήπιος, αλλά αποφασιστικός, και παρέμενε σταθερά υπέρ του συντάγματος.

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-8
Πολιτικές συζητήσεις στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς». Επιχρωματισμένο χαρακτικό (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Για τους νεαρούς που έβλεπαν τους απογόνους των αγωνιστών (Αθανάσιο Μιαούλη, Ιωάννη Κολοκοτρώνη) να απορροφώνται από το «Σύστημα», ο γηραιός Ψαριανός αποτελούσε «μίαν ενσάρκωσιν πολιτικής αρετής», όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήμων (Αιών, 29 Μαρτίου 1861). Η αντιπολίτευση συσπειρώθηκε γύρω του. Το απόγευμα της 3ης Σεπτεμβρίου 1860 συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν φοιτητές της Νομικής, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του συντάγματος και ζητωκραυγάζοντας ξανά το όνομα του Κανάρη: «Το ένταλμα του ανακριτού […] ρητώς κηρύσσει εξυβριστικήν και στασιαστικήν την υπέρ του Κανάρου ανευφημίαν, ωσανεί αυτός ήτο Τούρκος ή κακούργος». Στις 25 Μαρτίου του 1861, φοιτητές τοποθέτησαν στο ξενοδοχείο «Παρνασσός», στην Αγία Ειρήνη, δαφνοστεφανωμένες προτομές του Κανάρη, του Πετρόμπεη και του Κολοκοτρώνη και ανάμεσά τους το πορτρέτο του Ιταλού καρμπονάρου Τζουζέπε Γκαριμπάλντι. ∆ίπλα στην επιγραφή «Ζήτω η 25η Μαρτίου» μνημονευόταν η 3η Σεπτεμβρίου «εσκιασμένη», μαζί με στίχους από τον Θούριο του Ρήγα (Αθηνά, 29 Μαρτίου 1861).

Ο Όθων επιχείρησε να προσεταιριστεί τον Κανάρη. Το 1861, με αφορμή την εθνική επέτειο, υπεγράφη διάταγμα με το οποίο του αποδιδόταν ο βαθμός του υποναυάρχου και μηνιαία σύνταξη 1.000 δραχμών. Εκείνος απέρριψε την πρόταση και τοποθετήθηκε με επιστολή, η οποία δημοσιεύτηκε στον Τύπο: «Με απορίαν μου ενέγνω χθες το εσπέρας εις την γενικήν εφημερίδα του υπουργείου […] την δημοσίευσιν νομοσχεδίου χορηγούντος εις εμέ μηνιαίαν σύνταξιν εκ δραχμών 1.000, διότι προς τον απεσταλμένον του Βασιλέως Ιωάννην Κολοκοτρώνην απήντησα, σαφώς και καθαρώς, ότι δεν δέχομαι ούτε την σύνταξιν ούτε τον βαθμόν του αντιναυάρχου, τα οποία ήλθεν επεφορτισμένος να μη προσφέρη· τω επρόσθεσα δε ότι δεν επεθύμουν να ευρεθώ εις την δυσάρεστον ανάγκην του να εκθέσω και δημοσίως την αποποίησίν μου […] και άλλοτε οσάκις μοι εγένοντο τοιαύται προτάσεις υπό υπουργών, απήντησα με την αυτήν γλώσσαν και εδήλωσα ότι η αντιπολίτευσίς μου δεν πηγάζει εκ παραγνωρίσεως των εμέ αφορώντων δικαιωμάτων […] αλλ’ ότι επήγαζεν από την κυβερνητικήν πορείαν, ήτις εμεδένησε το συνταγματικόν πολίτευμα ως εμάρανε και τας εθνικάς δυνάμεις […] μου ήτο αδύνατον ποτέ να δεχθώ υπό του σημερινού συστήματος, έστω και την πλατυτέραν και κολακευτικωτέρων ικανοποίησιν των δικαιωμάτων μου, χωρίς να δώσω υπόνοιας ότι εις την πολιτικήν μου διαγωγήν εισεχώρει και η ιδέα του ατομικού συμφέροντος».

Σύσσωμη η αντιπολίτευση υποκλίθηκε στον μπουρλοτιέρη, ο οποίος πυρπόλησε «διά του καλάμου, του δαυλού της εποχής ημών, εν προδοτικόν Σύστημα». Ο Φιλήμων (Αιών, 29 Μαρτίου 1861) εξέθεσε την υποκρισία της κυβέρνησης, η οποία μιλούσε για αναγνώριση της εθνικής προσφοράς του ηρωικού ναυτικού, ενώ λίγους μήνες νωρίτερα, αν και ηχηρά απούσα από την κηδεία της κόρης του, φρόντιζε «κατασκοπευτικός στρατός, χωροφυλάκων και αστυνομικών κλητήρων» να περιπολεί γύρω από την οικία του, «όπως βλέπη τις εισέρχεται εις αυτήν». Και εύστοχα κατέληγε: «Ούτε ικανών, ούτε πεπαιδευμένων ανδρών, ούτε ευφυών πολιτικών στερείται η Πατρίς· στερείται πράγματι πολιτικών ανδρών, ήτοι ανδρών, εχόντων αφ’ ενός μεν το αίσθημα της τιμής του πολίτου και της ιδίας αξιοπρεπείας, αφ’ ετέρου δε την λατρείαν αρχών […] οδηγούσαν εις πραγματικάς θυσίας, εις την αυταπάρνησιν […]. Τούτο ηυτήχησε να έχη ο Κανάρης. Τούτου δ’ ένεκα ο Έλλην Λαός θεωρεί αυτόν […] ως άλλον πολιτικόν αστέρα. […] τί συνέφερεν το συστημα; Συνέφερε να δολοφονήση και τούτον, να παραστήση αυτόν, όμοιον πολλοίς άλλοις […] προ των ποδών του έθηκε τας αμοιβάς και τους βαθμούς […]. Το Σύστημα ηθέλησε να ταπεινώση την δημόσιαν γνώμην […]. Αλλ’ ο Κανάρης ηγάπησε την πατρίδα του και σύμβολον έχων αυτός την άγκυραν και τον δαυλόν, εγένετο αληθώς η άγκυρα του μέλλοντος και ο δαυλός της πυρπολήσεως του Σατανά!».

Ο Φιλήμων, την 1η Ιανουαρίου 1862, θα επισκεφθεί τον Κανάρη στο σπίτι του, για να του χαρίσει ένα τιμητικό λεύκωμα με υπογραφές πολιτών, «δείγμα ευγνωμοσύνης και σεβασμού». Ανάμεσα στις εμβληματικές ημερομηνίες που αναγράφονταν ήταν η 28η Μαρτίου 1861, ημέρα δημοσίευσης της επιστολής άρνησης των προνομίων που προσέφερε το παλάτι. Περιλάμβανε μια φωτογραφία του πυρπολητή και στην απέναντι σελίδα, με χρυσά γράμματα, το άρθρο 107 του συντάγματος: «Η τήρησις του Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-9
Μάιος 1863. Καθιστοί, τα μέλη της τριμελούς αντιπροσωπείας (Θ. Ζαΐμης, Κ. Κανάρης, Δ. Γρίβας) που έφτασε στην Κοπεγχάγη για να προσφέρει το στέμμα της Ελλάδας στον νεαρό Δανό πρίγκιπα Γουλιέλμο-Γεώργιο. Όρθιοι τα μέλη της ακολουθίας: Ι. Μόλλας, Δ. Βρατσάνος, Π. Σταύρος, Τ. Φιλήμων, Σπ. Σκουζές (Φωτογραφικά Αρχεία ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).

Στις 10 Ιανουαρίου 1862, ο Κανάρης θα κληθεί, τελικά, από τον Όθωνα να σχηματίσει κυβέρνηση. Στο υπόμνημά του ανέφερε ότι γνωρίζει τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει στην προσπάθειά του να ανατρέψει «έξεις και προλήψεις πεπαλαιωμένας» και τη δυσαρέσκεια που προκαλεί στον μονάρχη η ειλικρίνειά του, ωστόσο επέμεινε στην «ολοσχερή και τέλειαν μεταρρύθμισιν του επικρατήσαντος κυβερνητικού συστήματος, διά τοιούτων μέτρων, τα οποία να εγγυώνται πραγματικήν επάνοδον εις την συνταγματικήν οδόν». Ζητούσε την απεμπλοκή της κυβερνητικής πολιτικής από την επιρροή του παλατιού, την πλήρη απόδοση της πολιτικής ευθύνης στους υπουργούς, οι οποίοι θα διορίζονταν από την κυβέρνηση, τη διασφάλιση της διαφάνειας των εκλογών και της ελευθερίας του Τύπου. Την επομένη κατέθεσε κατάλογο προτεινόμενων υπουργών, για να πάρει τη λακωνική απάντηση από τον βασιλιά: «Ο υπουργικός συνδυασμός δεν ανταποκρίνεται εις τας ανάγκας της πατρίδας […] σας ευχαριστώ διά τους όποιους καταβάλατε κόπους και σας απαλλάττω της περαιτέρω φροντίδας».

Η αντίστροφη μέτρηση για την έξωση του Όθωνα είχε αρχίσει. Τον Φεβρουάριο του 1862 εκδηλώθηκε επαναστατικό κίνημα στο Ναύπλιο. Τον Σεπτέμβριο, το βασιλικό ζεύγος θα ξεκινήσει περιοδεία στην επαρχία. ∆εν θα επιστρέψει ποτέ στην Αθήνα. Τα χαράματα της 11ης Οκτωβρίου 1862, στην παλιά Καζάρμα στο Μεταξουργείο, ο Επαμεινώνδας ∆εληγεώργης συνέταξε το ψήφισμα που κήρυσσε έκπτωτη τη δυναστεία: «[…] Η βασιλεία του Όθωνος καταργείται. Η αντιβασιλεία καταργείται. Προσωρινή Κυβέρνησις συνιστάται όπως κυβερνήση το Κράτος μέχρι της συγκαλέσεως της Εθνικής Συνελεύσεως». Την προσωρινή αυτή κυβέρνηση αποτελούσαν ο ∆ημήτριος Βούλγαρης, ο Μπενιζέλος Ρούφος και ο Κανάρης. «Η υπογραφή Κωνσταντίνος Κανάρης […] είναι η τελευταία καταδίκη της απαίσιας πολιτικής», έγραφε ο Φιλήμων. Τα επέκεινα ήταν πλέον «ζήτημα χρόνου, ζήτημα ευκαιρίας».

«Μικρά τι έπαυλις, έχουσα πράσινους περσίδας»

Το κτήμα και το σπίτι στην Κυψέλη.

«Ημίσειαν ώραν μακράν των Αθηνών κείται μικρά τι έπαυλις, έχουσα πράσινους περσίδας, μικρόν περίβολον, μικρόν κήπον και μικράν κρήνην […]. Πριν ο ήλιος ανατείλη […] μία των περσίδων εκείνων μέχρι πρό τινων εβδομάδων ηνοίγετο, και εξ αυτής προέκυπτε μορφή γέροντος καστανόχροας έχοντος τους οφθαλμούς και λευκά τα χείλη· οι χωρικοί […] προσηγόρευον ευσεβάστως τον γέροντα εκείνον, ούτος δε ανταπεκρίνετο αυτοίς διά κινήματος της κεφαλής και μειδιάματος. Είτα περιτετυλιγμένος εις ποδήρη επενδύτην και στηρίζων το κεκυρτωμένον αυτού σώμα επί βακτηρίας, ο γέρων ούτος κατήρχετο εις το περιβόλιόν του […] τούτον εκεί καθήμενον περιεστοίχιζεν η γλυκύθυμος σκιά, το δροσερόν του ύδατος και η ευωδία των ροδώνων· ούτος δε ανεμιμνήσκετο ημερών αρχαίων, των ενδόξων και αθανάτων ημερών της Χίου και Τενέδου». Ο Ούγκο Σολιάνι, ο οποίος επισκέφτηκε τον Κανάρη λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του, περιγράφει γλαφυρά το σπίτι του στην Κυψέλη.

Στις αρχές του 1850, ο Κωνσταντίνος και η ∆έσποινα Κανάρη μετακόμισαν από τη μισθωμένη οικία τους στην οδό Φιλελλήνων, στην αδόμητη ακόμη περιοχή της Κυψέλης, όπου είχαν αγοράσει ένα μεγάλο κτήμα, μεταξύ των σημερινών οδών Κυψέλης, Σπετσών, Ευβοίας και Παξών. Εκεί έκτισαν το σπίτι, όπου κατοίκησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-10
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης σε προχωρημένη ηλικία, σε μία από τις πρωθυπουργικές θητείες του. Φωτογραφία Πέτρος Μωραΐτης (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ήταν μια μάλλον συνηθισμένη διώροφη κατοικία της οθωνικής Αθήνας, με μια κτιστή σκάλα στην εσωτερική αυλή, η οποία οδηγούσε από τον κήπο στη σκεπαστή βεράντα του ορόφου. Το κεντρικό δωμάτιο ήταν ένα μεγάλο καθιστικό με μαρμάρινο τζάκι, όπου υπήρχε η επιγραφή «Κανάρης» και η χρονολογία «1856». Ο Χρήστος Αγγελομάτης, ο οποίος περιγράφει την οικία το 1936, αναφέρει ότι κοντά στη χρονολογία διακρίνονταν χαράγματα από σουγιά, τα οποία λέγεται ότι είχε κάνει ο ίδιος ο Κανάρης, ένα για κάθε έτος διαμονής του εκεί. ∆ίπλα στο καθιστικό ήταν η κάμαρα του ιδιοκτήτη, ένα δωμάτιο χωρίς ίχνος πολυτέλειας, «αρμόδιον κατάλυμα της εν αυτώ ενοικούσης τιμίας ψυχής», συμφώνα με τον Έντουαρντ Φρήμαν.

Το κτήμα ωστόσο χαρακτηρίζεται από όλους ως μια όαση μέσα στη γύρω ερημιά, με τη θάλασσα να διακρίνεται στον ορίζοντα. Η αυλή του σπιτιού είχε ψηλά δέντρα, πολλές τριανταφυλλιές και μια όμορφη, μαρμάρινη κρήνη. Εντός του κτήματος λειτουργούσε λιοτρίβι, όπου έφερναν οι αγρότες τις ελιές τους, καθώς, όπως αναφέρει ο ∆ημήτρης Φωτιάδης, «είχαν εμπιστοσύνη στον μπουρλοτιέρη ότι δεν θα τους γελάσει». Η Φρεντερίκα Μπρέμερ, η οποία επισκέπτεται τον Κανάρη το 1859, περιγράφει τις «αρχαίες πέτρες» του κήπου, οι οποίες έφεραν ανάγλυφες συγκινητικές παραστάσεις αποχαιρετισμού μεταξύ ζωντανών και νεκρών.

Ο Κανάρης περνούσε πολλές ώρες στη σκιά των δέντρων του κήπου, ασχολούμενος με ξυλουργικές εργασίες, με τα λουλούδια, με το μποστάνι και με τα οικόσιτα ζώα του. Ο Μπάμπης Άννινος, στο βιβλίο του Αι Αθήναι του 1850, αναφέρει ότι, κάποτε, τον είχε βρει «περίλυπον σφόδρα» γιατί η σύζυγός του είχε σφάξει «τον αλέκτορα, τον οποίον ο ναύαρχος ιδιαιτέρως ηγάπα».

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-11
Νικηφόρος Λύτρας, Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη(Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου. Φωτογράφιση Σταύρος Ψηρούκης).

Στο ησυχαστήριό του, μέχρι το τέλος της ζωής του, δεχόταν καθημερινά επισκέπτες, συμπατριώτες του και ξένους. Όλοι ήθελαν να γνωρίσουν έναν ζωντανό «μύθο» της Ελληνικής Επανάστασης, να μάθουν για την πυρπόληση της ναυαρχίδας του Καρά Αλή, πόσο φοβήθηκε, τι σκεφτόταν, τι ένιωθε η γυναίκα του κάθε φορά που εκείνος έφευγε και εκείνη έμενε πίσω. Μιλούν για έναν μικρόσωμο, απλό και θεοσεβή άνδρα, ο οποίος ενθουσιαζόταν όταν συζητούσε για τις περιπέτειές του. Η Μπρέμερ περιγράφει την εγκάρδια υποδοχή της από το ζευγάρι. Εκείνος την περίμενε στην είσοδο του σπιτιού και την οδήγησε στο σαλόνι, όπου βρισκόταν η ∆έσποινα. Απαντούσαν και οι δύο με υπομονή στις ερωτήσεις της. Ο Κανάρης τής έδειξε σχεδιαστικές απεικονίσεις των δύο πυρπολικών, τα οποία κυβέρνησε στη Χίο και στην Τένεδο και, όπως υποστηρίζει η Μπρέμερ, έφεραν τα ονόματα «Ελευθερία» και «Ήφαιστος». Ανάμεσα στους επισκέπτες του θα ήταν και ο Νικηφόρος Λύτρας, ο οποίος το 1870 άρχισε τη σύνθεση της ελαιογραφίας «Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη», την οποία παρουσίασε στη ∆ιεθνή Έκθεση της Βιέννης το 1873, και βασίστηκε στις διηγήσεις του Κανάρη για να συλλέξει πληροφορίες για την επιχείρηση.

Τον Αύγουστο του 1873, εντός του κτήματος ολοκληρώθηκε η ανέγερση του παρεκκλησίου των Αγίων Αποστόλων. Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, στο περιοδικό Τρεις Ιεράρχες (1925), αναφέρει ότι τον ναό περιέκλειαν πασχαλιές, βάγια, θάμνοι με μύρτα και οπωροφόρα δέντρα. Την είσοδο κοσμούσε ανθοστοιχία με δεντρολίβανα και κρίνα. Το τέμπλο ήταν ξυλόγλυπτο. Οι τοίχοι, αντί αγιογραφιών, ήταν διακοσμημένοι με μια ζωγραφισμένη ζωφόρο, όπου εν μέσω θυρεών και σημαιών αναγράφονταν οι τόποι και οι χρονολογίες των κατορθωμάτων του Κανάρη. Το ξύλινο στασίδι του μπουρλοτιέρη βρισκόταν δίπλα στο ∆εσποτικό. Εκκλησιαζόταν συχνά, τηρώντας όλα τα θρησκευτικά έθιμα. Παρακολουθούσε με κατάνυξη τη θεία λειτουργία και δεν αποχωρούσε πριν ο ιερέας ολοκληρώσει τις τελευταίες ευχές. Ο παπα-Χαρίλαος, εφημέριος της Ζωοδόχου Πηγής, με καμάρι υποστήριζε ότι τον προτιμούσε ο ναύαρχος, γιατί διάβαζε καθαρά τις ευχές και το Ευαγγέλιο. Μετά τη λειτουργία, οι δυο τους ανηφόριζαν στο σπίτι, για καφέ και γλυκό. Εκεί, ο Κανάρης τού έλεγε πως, πριν από κάθε αποστολή, ο ίδιος και οι συντροφοναύτες του εξομολογούνταν και μεταλάβαιναν, παίρνοντας δύναμη από την πίστη τους.

Το σπίτι και το κτήμα κληρονόμησε η εγγονή του πυρπολητή και το έδωσε προίκα στην ψυχοκόρη της. Το 1925, η πλούσια φύτευση έχει ήδη εκλείψει και στη θέση του κτήματος έχει ξεπηδήσει ολόκληρη συνοικία. Το εκκλησάκι κρύφτηκε ανάμεσα σε μάνδρες και σπίτια. Από το εσωτερικό του αφαιρέθηκαν αρκετά διακοσμητικά στοιχεία, αλλά παρέμενε καθαρό και λειτουργικό. Κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο το 1968, όμως καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1978. Η ανακατασκευή, κατά το πρότυπο του παλαιού ναού, ολοκληρώθηκε μία δεκαετία αργότερα, υπό την επίβλεψη του Υπουργείου Πολιτισμού και με την κινητοποίηση των περιοίκων, οι οποίοι ίδρυσαν τον Σύλλογο Συντηρήσεως και Αναστηλώσεως Ιερού Ναού Αγίων Αποστόλων «Κων/νου και ∆εσποίνης Κανάρη». Σήμερα βρίσκεται στη διασταύρωση των πεζόδρομων Σουμελά και Αγίων Αποστόλων. Στο μαρμάρινο γείσο της εισόδου είναι χαραγμένα τα ονόματα των κτητόρων του: «Κ. και ∆. Κανάρη».

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-12
Μελανοδοχείο, χαρτοκόπτης και μικροτρύπανο σε ενιαία βάση, τα οποία διακοσμούνται με ολόγλυφη παράσταση της μορφής του Κωνσταντίνου Κανάρη. Το σύνολο των αντικειμένων προσφέρθηκε, ως αναμνηστικό δώρο, στον γιο του Κωνσταντίνου Κανάρη, Θεμιστοκλή, από τον υποκόμη Chateaubriand.

Το σπίτι, το 1936, είχε υποστεί μετατροπές: «Μια τζαμαρία σ’ όλη σχεδόν την εσωτερική πρόσοψη του έδινε πρόσχαρη όψη, και πάνω από τον τοίχο […] κυλούσαν οι κισσοί σχεδόν ως τη γη». Στο ισόγειο στεγάζονταν το καφενείο-ζαχαροπλαστείο «Ο Κανάρης» κι ένα μανάβικο. Το 1938, η εφημερίδα Εστία (28/3) δημοσιεύει φωτογραφία της πρόσοψης, όπου κάτω από το μπαλκόνι βρίσκεται ένα κρεοπωλείο και δίπλα ένα ιχθυοπωλείο: «Η αναμνηστική πλαξ, η εντοιχισθείσα κάτω του δωματίου, όπου απέθανε [ο Κανάρης], μόλις διακρίνεται, καλυπτόμενη από την επιγραφή του κρεοπωλείου». Ο Φωτιάδης, το 1960, περιγράφει: «Μπαίνοντας θα βρεθείς σε μιαν αυλή […] όλα σου μιλάνε για πολύχρονη εγκατάλειψη […] τα μόνα που τραβάνε τα μάτια σου είναι ένα μεγάλο πεύκο και ένας φοίνικας, που ίσως να φυτεύτηκαν τότες με την φροντίδα του Κανάρη». Η οικία έχει αποτυπωθεί στις ταινίες του Ορέστη Λάσκου «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση» (1958) και «Μπετόβεν και μπουζούκι» (1965). Η τελευταία της φωτογραφία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νέα Πολιτεία τον Ιανουάριο του 1969. Λίγο αργότερα και ενώ δεν κατέληξαν πουθενά οι διαπραγματεύσεις των ιδιοκτητών με το ∆ημόσιο για την αγορά του ακινήτου, η οικία Κανάρη κατεδαφίζεται και στη θέση της χτίζεται πολυκατοικία. Σήμερα, το μοναδικό ίχνος του ησυχαστηρίου του μπουρλοτιέρη, βρίσκεται στο υπέρθυρο της εισόδου του αριθμού 56 της οδού Κυψέλης, όπου σε μια μαρμάρινη πλάκα αναγράφεται: «Εις τον χώρον εφ’ ου ανηγέρθη η πολυκατοικία αυτή έκειτο η ταπεινή οικία εν τη οποία έζησε και απέθανεν εν έτει 1877 ο ήρως της Επαναστάσεως του 1821 ναύαρχος Κωνσταντίνος Κανάρης».

«Χαίρε καρδία Ναυάρχου Κανάρη»

Ο θάνατος και η κηδεία του στην Αθήνα.

Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877 και οι επικείμενες ανακατατάξεις στα Βαλκάνια ήρθαν να επιτείνουν την αστάθεια στο εσωτερικό της Ελλάδας, όπου οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Αποφασίστηκε η συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης και η πρωθυπουργία προτάθηκε στον Κωνσταντίνο Κανάρη, ως τον μοναδικό που είχε τη δυνατότητα να εγγυηθεί τη συνοχή ενός ετερόκλητου σχηματισμού.

Ο Κανάρης ήταν κοντά 90 ετών, με προβλήματα υγείας. Η αντιπροσωπεία που τον επισκέφθηκε στο σπίτι του στην Κυψέλη σχεδόν τον παρακάλεσε να δεχτεί. Ο Καρολίδης γραφεί ότι η ενότητα της κυβέρνησης διατηρήθηκε χάρη στην «ηθική γοητεία του ονόματός του», το οποίο προσέφερε για άλλη μια φορά στην πατρίδα του. ∆ύο μήνες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, η υγεία του επιδεινώθηκε, αλλά, πάρα τη συμβουλή των γιατρών για ξεκούραση και λουτρά, παρέμεινε στη θέση του.

Το πρωί της 2ας Σεπτέμβριου, ο γέροντας, αν και συνήθιζε να ξυπνά νωρίς, άργησε να βγει από την κάμαρά του. Στις 9 έφτασε ο γραμματικός του, φέρνοντας έγγραφα προς υπογραφή. Μπήκε, μαζί με τη ∆έσποινα Κανάρη, στο δωμάτιο. Τον βρήκαν μπρούμυτα, αναίσθητο, στο κρεβάτι του. Είχε παραλύσει η δεξιά πλευρά του και δεν έδειχνε να ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα.

Ακολουθήσε ιατρικό συμβούλιο. Η ημιπληγία ήταν μη αναστρέψιμη και η κατάσταση κρίσιμη. Η Εφημερίς αναφέρει ότι ένα σύννεφο μελαγχολίας και απαισιοδοξίας κάλυψε τη σκέψη όλων: «Εν τω μικρώ εκείνω κοιτώνι τω σκοτεινώ, η θέα τοιούτου ασθενούς, η ιδέα της πάλης τοιούτου ήρωος προς τον θάνατον, ήτο μυστήριον θλίβον όλας τας καρδίας». Στο σπίτι της Κυψέλης συγκεντρώθηκε όλη η οικογένεια. Υπουργοί, δημόσιοι υπάλληλοι, απλός κόσμος περνούσε συνέχεια, ζητώντας να μάθει τα νεότερα. Όσοι μπήκαν στο δωμάτιο, νόμιζαν ότι «έβλεπαν εις την όψιν του τον θάνατον γενεών ολόκληρων».

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-13
Προσωπογραφία του Κωνσταντίνου Κανάρη, ελαιογραφία σε μουσαμά του Ν. Κεσσανλή (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 το βράδυ, ως εν ενεργεία πρωθυπουργός. Στο πλευρό του είχε τη ∆έσποινα, τη σύντροφο της ζωής του για 65 χρόνια, τα παιδιά και τα εγγόνια του και τον σεβασμό ενός ολοκλήρου λαού.

Το επόμενο πρωί κηρύχθηκε πενθήμερο εθνικό πένθος. Η κηδεία θα γινόταν δημοσία δαπάνη. Στα δημόσια κτίρια αναρτήθηκαν μαύρες σημαίες και κάθε ώρα έπεφτε μία κανονιά. Οι εφημερίδες τυπώθηκαν με μαύρο πλαίσιο.

Ο νεκρός μεταφέρθηκε σε μια κεντρική αίθουσα του Υπουργείου Ναυτικών, στη διασταύρωση των οδών Παπαρρηγοπούλου και Παλαιών Πατρών Γερμανού, στην πλατεία Κλαυθμώνος. Ναύτες ανέλαβαν τον πένθιμο στολισμό και την προετοιμασία για την κηδεία. Μετά το μεσημέρι και με την άδεια της οικογένειας, ο γιατρός Ιωάννης Ζωχιός αφαίρεσε την καρδιά από το σώμα του νεκρού, «πολύτιμο της πατρίδος κτήμα όπερ έπρεπε να μείνη αναφαίρετο και υπ’ αυτού του θανάτου». Τοποθετήθηκε σε μεταλλική υδρία και φυλάχθηκε ως ιερό εθνικό κειμήλιο, όπως είχε γίνει και με την καρδιά του Ανδρέα Μιαούλη.

Ο Καρολίδης γραφεί ότι η ενότητα της κυβέρνησης διατηρήθηκε χάρη στην «ηθική γοητεία του ονόματός του», το οποίο προσέφερε για άλλη μια φορά στην πατρίδα του.

Η σορός τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα μέχρι το μεσημέρι της επόμενης ημέρας. Το φέρετρο ήταν σκούρο, με δύο χρυσές άγκυρες. Μέσα άπλωσαν την ελληνική σημαία. Ο νεκρός ήταν ντυμένος απλά και στο κεφάλι φορούσε σκούφο. Στα πόδια του έκαιγαν δύο λαμπάδες, που φώτιζαν απαλά την αίθουσα. Στη βάση του φέρετρου συγκεντρώθηκαν τα στεφάνια που έφερναν διάφοροι σύλλογοι και πρόσωπα.

Πρώτος έφτασε ο βασιλιάς Γεώργιος και ακολούθησε πλήθος κόσμου, όλων των ηλικιών. Το προσκύνημα γινόταν σιωπηρά, σε κλίμα έντονης συγκίνησης. «Ήρεμον και αξιοπρεπές ήτο το πένθος των συγγενών», οι οποίοι βρίσκονταν όλη την ώρα στο διπλανό δωμάτιο, με πρώτη τη ∆έσποινα, η οποία που «εγνώρισε να διατηρή δύναμιν και εν τοιαύτη στιγμή».

Η κηδεία ξεκίνησε στις 4 το απόγευμα της 4ης Σεπτεμβρίου. Πριν από την έναρξη της πομπής, ο βασιλιάς, με στολή ναυάρχου, ανέβηκε στο υπουργείο για να χαιρετίσει τον νεκρό. Ακολούθησαν οι πρέσβεις διαφόρων κρατών και άλλοι ξένοι αξιωματούχοι. Το φέρετρο κατέβασαν αξιωματικοί του ναυτικού και το παρέδωσαν σε υπαξιωματικούς. Η πομπή ξεκίνησε, με τη χωροφυλακή και τους ναύτες των βασιλικών πλοίων να προπορεύονται. Ακολουθούσε η Φάλαγγα του Πανεπιστημίου, η στρατιωτική μπάντα και έπειτα το πεζικό. Μετά, έρχονταν οι ιεράρχες και τα εξαπτέρυγα, αγήματα φέροντα τα παράσημα του νεκρού και τα στεφάνια, και έπειτα το φέρετρο, στολισμένο με μαύρες ταινίες, τις άκρες των οποίων κρατούσαν κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Ακολουθούσε ο βασιλιάς Γεώργιος και πιο δίπλα οι τρεις γιοι του Κανάρη, Θρασύβουλος, Μιλτιάδης και Νικόλαος.

Η πομπή κατέβηκε τη Σταδίου, πέρασε στην Αιόλου και από εκεί στην Ερμού, για να καταλήξει στη Μητρόπολη, όπου περίμεναν η βασίλισσα Όλγα, η ∆έσποινα, οι νύφες και οι εγγονές του. Όλη η πόλη ήταν στολισμένη πένθιμα και πλήθος κόσμου είχε κατακλύσει τους δρόμους. «∆εν υπήρχε θέσις καθ’ όλην την πλατείαν του Αγίου Γεωργίου […] καθ’ όλην την οδόν από του υπουργείου μέχρι της Σταδίου και καθ’ όλον δε το τμήμα της οδού ταύτης». Τα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν, με απόφασή των εμπορικών συλλόγων. «Μέλαναι, καταμέλαναι ήσαν κυρίως αι κεντρικώτεραι εμπορικαί οδοί […] ποικίλη πένθιμος διακόσμησις ηπλούτο επί των εμπορικών καταστημάτων έξωθεν. Μαύρα υφάσματα εν αρμονία θλιβερά εκάλυπτον θύρας, εξώστας, οίκους». Τα πλοία στο λιμάνι του Πειραιά έφεραν μεσίστιες σημαίες και τις κεραίες κεκλιμένες. Τα ξένα πλοία έφεραν επίσης σταυρωτά τις κεραίες σε ένδειξη συμπαράστασης. Ο πένθιμος κανονιοβολισμός, που κάθε ώρα ακουγόταν από τον λόφο των Νυμφών, ήταν η μόνη φωνή της πόλεως: «Ενόμιζε τις ότι είχε διακοπή η αναπνοή της Ελλάδος».

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-14
Γιαταγάνι του Κωνσταντίνου Κανάρη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-15

Μετά την εξόδιο ακολουθία, η πομπή ξεκίνησε για το Α΄ Νεκροταφείο. «Καθ’ ην στιγμήν η νεκρική πομπή διήρχετο την οδόν Φιλελλήνων, ο οικουρών γηραιός υποναύαρχος Νικόδημος εξήλθε, καίτοι ασθενής, εις τον εξώστην της οικίας του […] και απεχαιρέτισε διά του βλέμματός του τον ένδοξον συναγωνιστήν του».

Στο νεκροταφείο, επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο Θεόδωρος ∆εληγιάννης, τότε υπουργός επί των Εκκλησιαστικών, ο βουλευτής Γεράσιμος Ζωχιός, ο καθηγητής και πολιτικός Εμμανουήλ Κόκκινος και τελευταίος ο ∆ημοσθένης Βρατσάνος, γιος του Ψαριανού μπουρλοτιέρη Γιώργη Βρατσάνου.

Ο τάφος του βρίσκεται κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Λαζάρου, αριστερά της μεγάλης οδού του νεκροταφείου. Κάτω από τον απλό, μαρμάρινο σταυρό με το όνομα του ηρωικού μπουρλοτιέρη, σε μια στενή πλάκα στριμώχνονται οι λέξεις: «1821, ΚΩΝ. ΚΑΝΑΡΗΣ, ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ, ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΥΣ, ΝΑΥΑΡΧΟΣ, ΠΡΩ/ΓΟΣ».

Η καρδιά του Κανάρη και εκείνη του Ανδρέα Μιαούλη τοποθετήθηκαν εκατέρωθεν του κεντρικού γραφείου του υπουργού των Ναυτικών. Τον ∆εκέμβριο του 1933, συνοδεία αγήματος, παραδόθηκε στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρείας της Ελλάδος και μέχρι σήμερα φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Η μεταλλική λήκυθος φέρει την επιγραφή: «XΑΙΡΕ ΚΑΡ∆ΙΑ ΝΑΥΑΡΧΟΥ ΚΑΝΑΡΗ».

Κωνσταντίνος Κανάρης – Ο πάντοτε τολμηρός-16
Ο Κανάρης. Έγχρωμη ξυλογραφία σε χαρτί του Τάσσου/Αναστάσιου Αλεβίζου [Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα/Φωτογράφιση Σταύρος Ψηρούκης (ΕΠΜΑΣ)].
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT