Σαν Σήμερα: 11 Φεβρουαρίου 1929 – Υπογράφεται η Συνθήκη του Λατερανού, το Βατικανό γίνεται ανεξάρτητο κράτος

Σαν Σήμερα: 11 Φεβρουαρίου 1929 – Υπογράφεται η Συνθήκη του Λατερανού, το Βατικανό γίνεται ανεξάρτητο κράτος

Για το ιταλικό κράτος, υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι, μια συμφωνία με την Καθολική Εκκλησία θα ενίσχυε τη νομιμοποίηση του καθεστώτος διεθνώς. Για την Αγία Εδρα, η συνθήκη προσέφερε την ανάκτηση κάποιας αυτονομίας και τη διασφάλιση του πνευματικού και πολιτιστικού ρόλου της

3' 17" χρόνος ανάγνωσης

Στις 11 Φεβρουαρίου 1929, επιτεύχθηκε μια συμφωνία η οποία άλλαξε τη σχέση μεταξύ ιταλικού κράτους και Καθολικής Εκκλησίας. Η Συνθήκη του Λατερανού σηματοδότησε την επίλυση του μακροχρόνιου «Ρωμαϊκού Ζητήματος» και επαναπροσδιόρισε τους ρόλους της θρησκευτικής και της κοσμικής εξουσίας, σε ένα έθνος το οποίο δεν είχε ακόμη αφήσει πίσω του οριστικά τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η διαδικασία της ενοποίησης (Risorgimento).

Οι ρίζες της διαμάχης εντοπίζονται ήδη στον 19ο αιώνα. Μετά την ενοποίηση της Ιταλίας, τα Παπικά Κράτη –που κάποτε αποτελούσαν σημαντική πολιτική και εδαφική δύναμη– είχαν σταδιακά απορροφηθεί από το νέο ιταλικό κράτος. Ιδιαίτερα με την προσάρτηση της Ρώμης, το 1870, η πολιτική δύναμη του Πάπα μειώθηκε δραματικά. Αυτή η εξέλιξη άφησε ένα βαθύ ρήγμα μεταξύ της ιταλικής κυβέρνησης και του Βατικανού, το οποίο θα αποτελούσε διαρκή πηγή εντάσεων.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, τα δύο μέρη αναγνώρισαν ότι είχαν αμοιβαίο συμφέρον από την επίλυση της διαμάχης. Για το ιταλικό κράτος, υπό το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι, μια συμφωνία με την Καθολική Εκκλησία όχι μόνο θα μπορούσε να αμβλύνει τις εσωτερικές διαιρέσεις αλλά και θα ενίσχυε τη νομιμοποίηση του καθεστώτος στη διεθνή σκηνή. Για την Αγία Εδρα, η συνθήκη προσέφερε μια διέξοδο για την ανάκτηση κάποιας αυτονομίας και τη διασφάλιση του πνευματικού και πολιτιστικού ρόλου της σε μια ταχέως εκσυγχρονιζόμενη κοινωνία.

Η συνθήκη εξασφάλιζε μια προσεκτική ισορροπία μεταξύ της κοσμικής εξουσίας και της θρησκευτικής ανεξαρτησίας.

Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν μεταξύ του Μουσολίνι, ο οποίος κατανοούσε ότι η συμφιλίωση με την Καθολική Εκκλησία ήταν ζωτικής σημασίας για την εδραίωση της εξουσίας του, και των εκπροσώπων της Αγίας Εδρας: του καρδινάλιου υπουργού Εξωτερικών Πιέτρο Γκασπάρι και του Φραντσέσκο Πατσέλι, ικανού νομικού συμβούλου του Ποντίφικα και μεγαλύτερου αδελφού του μετέπειτα Πάπα Πίου ΙΒ΄. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε μια συνθήκη η οποία εξασφάλιζε μια προσεκτική ισορροπία μεταξύ της κοσμικής εξουσίας και της θρησκευτικής ανεξαρτησίας.

Ενα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα της Συνθήκης ήταν η αμοιβαία αναγνώριση της κυριαρχίας των δύο πλευρών. Η ιταλική κυβέρνηση αναγνώρισε την Πόλη του Βατικανού ως ανεξάρτητο κράτος, μια κίνηση που όχι μόνο αποκατέστησε διαχρονικά το καθεστώς της Αγίας Εδρας αλλά επαναπροσδιόρισε τον ρόλο της στις παγκόσμιες υποθέσεις. Σε αντάλλαγμα, η Αγία Εδρα αναγνώρισε το Βασίλειο της Ιταλίας, καθώς και μια σαφή οριοθέτηση μεταξύ των δύο πλευρών και του ρόλου καθεμιάς. Αυτή η αμοιβαία αναγνώριση δεν αφορούσε αποκλειστικά εδαφικά όρια: αφορούσε την επιβεβαίωση του δικαιώματος κάθε θεσμού να λειτουργεί ανεξάρτητα και με δικούς του όρους.

Η Συνθήκη περιλάμβανε επίσης ένα κονκορδάτο, το οποίο περιέγραφε λεπτομερώς διάφορες πτυχές του ρόλου της Εκκλησίας στην ιταλική κοινωνία. Αυτό το μέρος της συμφωνίας κάλυπτε θέματα όπως το νομικό καθεστώς της εκκλησιαστικής περιουσίας, το πλαίσιο για την καθολική εκπαίδευση και την έκταση της εμπλοκής της Εκκλησίας σε αστικά ζητήματα. Ενώ ορισμένοι επικριτές υποστήριξαν ότι το κονκορδάτο θα μπορούσε να παράσχει στην Εκκλησία υπερβολική επιρροή στη δημόσια ζωή, οι υποστηρικτές του υποστήριξαν ότι ήταν ένας αναγκαίος συμβιβασμός που αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της τάξης και στην προώθηση της εθνικής ενότητας.

Ο αντίκτυπος της Συνθήκης επεκτάθηκε πολύ πέρα από τις άμεσες πολιτικές επιπτώσεις της.

Η Συνθήκη του Λατερανού θεωρείται συχνά ως μια πρακτική λύση σε ένα πολύπλοκο ιστορικό πρόβλημα. Σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από ιδεολογικό εξτρεμισμό και ραγδαίες πολιτικές αλλαγές, η συμφωνία κατέδειξε ότι ακόμη και μακροχρόνιες διαμάχες μπορούσαν να επιλυθούν μέσω προσεκτικών διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών. Η συνθήκη δημιούργησε προηγούμενο για τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους, όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Ο αντίκτυπος της Συνθήκης του Λατερανού επεκτάθηκε πολύ πέρα από τις άμεσες πολιτικές επιπτώσεις της. Επαιξε ρόλο στη διαμόρφωση της ιταλικής εθνικής ταυτότητας, επηρεάζοντας τα πάντα, από την εκπαιδευτική πολιτική έως τη δημόσια διοίκηση. Η κληρονομιά της αποτέλεσε αντικείμενο συνεχούς συζήτησης μεταξύ ιστορικών και πολιτικών αναλυτών. Ορισμένοι τη θεωρούν ως μια προοδευτική λύση που έθεσε τα θεμέλια για τη σύγχρονη Ιταλία, ενώ άλλοι τη θεωρούν ως έναν υπολογισμένο πολιτικό ελιγμό του καθεστώτος του Μουσολίνι για να εξασφαλίσει μια επίφαση σταθερότητας ευθυγραμμιζόμενο με ένα ισχυρό θρησκευτικό ίδρυμα.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT