Τον Φεβρουάριο του 1920, οι κάτοικοι του Σλέσβιχ βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια επιλογή που θα άλλαζε το μέλλον της περιοχής τους. Μετά από δεκαετίες μεταβολής των συνόρων και εθνικών διαφορών μεταξύ Δανίας και Γερμανίας, ένα δημοψήφισμα τους παρείχε τη δυνατότητα να αποφανθούν για τα όρια της δικής τους κυριαρχίας. Σε έναν κόσμο που εξακολουθούσε να ταλανίζεται από τις συνέπειες του Μεγάλου Πολέμου, αυτή η ειρηνική ψηφοφορία αποτέλεσε μια ελπιδοφόρα εξέλιξη.
Το δημοψήφισμα του Σλέσβιχ προέκυψε από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, τον «μεγάλο διακανονισμό» μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Καθώς ο κόσμος άφηνε πίσω του τη φρίκη του πολέμου, οι αρχιτέκτονες της διπλωματίας οραματίστηκαν μια Ευρώπη η οποία δεν θα εμπλεκόταν πλέον σε συγκρούσεις για εδαφικές διεκδικήσεις, αλλά θα αποφάσιζε για την τύχη της μέσω της ελεύθερα εκφρασμένης βούλησης των λαών.
Το 1864, το Σλέσβιχ προσαρτήθηκε από την Πρωσία.
Το Σλέσβιχ, ένα δουκάτο με βαθιά και περίπλοκη ιστορία, αποτελούσε αντικείμενο σύγκρουσης μεταξύ της Δανίας και της Γερμανίας επί αιώνες. Το 1864, μετά τον Δεύτερο Πόλεμο του Σλέσβιχ, η περιοχή προσαρτήθηκε από την Πρωσία και έγινε μέρος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας με την ενοποίησή της το 1871. Ωστόσο, εντός των συνόρων του Σλέσβιχ, παρέμεινε ένα σημαντικό τμήμα δανόφωνου πληθυσμού, το οποίο είχε έντονη επιθυμία για επανένωση με τη Δανία.
Το δημοψήφισμα, το οποίο διεξήχθη σε δύο ζώνες, θα καθόριζε αν η περιοχή ή τμήματά της θα επέστρεφαν στη δανική κυριαρχία. Η Ζώνη Ι, το βόρειο τμήμα του Σλέσβιχ, ψήφισε με συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της ένταξης στη Δανία, με περίπου 75% να επιλέγει τη διακοπή των δεσμών με τη Γερμανία. Αντίθετα, η Ζώνη ΙΙ, η οποία βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του δουκάτου, παρέμεινε σταθερά γερμανική, με σχεδόν το 80% να επιλέγει την παραμονή εντός της γερμανικής επικράτειας. Ο διχασμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα την ειρηνική μεταβίβαση του Βόρειου Σλέσβιχ στη Δανία στις 15 Ιουνίου 1920, γεγονός που υποδέχτηκαν με πανηγυρισμούς στην Κοπεγχάγη.
Ηταν ένα case study για το πώς η διπλωματία και οι δημοκρατικές διαδικασίες μπορούσαν να διαμορφώσουν τα σύνορα χωρίς να χρειαστεί πόλεμος
Η ίδια η διαδικασία θεωρήθηκε ως μια ομαλή και δίκαιη έκφραση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών, καθώς και ως απόδειξη των πρώτων επιτυχιών της Κοινωνίας των Εθνών στην εφαρμογή του οράματός της για μια νέα παγκόσμια τάξη. Σε αντίθεση με τις βίαιες στρατιωτικές αντιπαραθέσεις των προηγούμενων δεκαετιών, η μοίρα του Σλέσβιχ αποφασίστηκε στις κάλπες, σηματοδοτώντας ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των διεθνών σχέσεων. Ηταν ένα case study για το πώς η διπλωματία και οι δημοκρατικές διαδικασίες μπορούσαν να διαμορφώσουν τα σύνορα χωρίς να χρειαστεί πόλεμος· ένα μάθημα που πολλά ευρωπαϊκά κράτη ήλπιζαν να εσωτερικεύσουν, καθώς ανοικοδομούσαν τη ρημαγμένη από τον πόλεμο ήπειρό τους.
Ωστόσο, με το δημοψήφισμα του Σλέσβιχ δεν αντιμετωπίστηκαν πλήρως οι εθνικιστικές εντάσεις. Τα νέα σύνορα, αν και καθορίστηκαν με δημοκρατικά μέσα, άφησαν πίσω τους δανέζικες μειονότητες στο γερμανικό Σλέσβιχ και γερμανόφωνες κοινότητες στα εδάφη που προσαρτήθηκε στη Δανία. Ενώ η τελευταία χαιρόταν με την επιστροφή του Βόρειου Σλέσβιχ, οι Γερμανοί εθνικιστές θεώρησαν την απώλεια ως άλλη μια ταπείνωση που επέβαλε ο διακανονισμός των Βερσαλλιών. Αυτό το αίσθημα αδικίας θα αξιοποιούνταν αργότερα από ριζοσπαστικά στοιχεία στη Γερμανία, συμβάλλοντας στην εθνικιστική έκρηξη που θα κορυφωνόταν με την άνοδο του ναζισμού.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

