Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 σημαδεύτηκε από την αναζωπύρωση του Ψυχρού Πολέμου. Την απόφαση της Σοβιετικής Ενωσης να αναπτύξει νέους πυρηνικούς πυραύλους (SS-20) στα ευρωπαϊκά εδάφη της ακολούθησε η εγκατάσταση αντίστοιχων αμερικανικών πυραυλικών συστημάτων στη Δυτική Ευρώπη, παρά τις αντιδράσεις της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ταυτόχρονα, η νέα αμερικανική κυβέρνηση υπό τον Ρόναλντ Ρέιγκαν ήταν αποφασισμένη να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στην ΕΣΣΔ σε στρατηγικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο με στόχο να καταδείξει την αδυναμία του κομμουνιστικού συστήματος και να αναγκάσει την κομμουνιστική υπερδύναμη να διαπραγματευτεί από μειονεκτική θέση. Η περίοδος αυτή, που ονομάστηκε από τη σχετική βιβλιογραφία «Δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος», χαρακτηρίστηκε από διεθνή πόλωση, έντονες ρητορικές αντιπαραθέσεις μεταξύ ΕΣΣΔ και ΗΠΑ αλλά και από την αύξηση της πιθανότητας μιας στρατιωτικής κρίσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, η οποία θα μπορούσε να καταλήξει σε πυρηνικό ολοκαύτωμα. Σε αυτή την κρίσιμη χρονική συγκυρία, η κατάρριψη ενός νοτιοκορεατικού επιβατικού αεροσκάφους από τη Μόσχα την 1η Σεπτεμβρίου 1983 θα ανέβαζε επικίνδυνα το διεθνές θερμόμετρο και θα σηματοδοτούσε το αποκορύφωμα του «Δευτέρου Ψυχρού Πολέμου».
Η μοιραία πτήση KAL-007

Η μοιραία πτήση των Κορεατικών Αερογραμμών (KAL-007) με αφετηρία τη Νέα Υόρκη και προορισμό τη Σεούλ μετέφερε 269 επιβάτες συμπεριλαμβανομένου και ενός μέλους της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων. Οταν το αεροσκάφος τύπου Μπόινγκ 747 απογειώθηκε από το Ανκορατζ της Αλάσκας, όπου είχε σταματήσει για ανεφοδιασμό, άρχισε να παρεκκλίνει σημαντικά από την πορεία του, εισήλθε σε σοβιετικό εναέριο χώρο και βρέθηκε να υπερίπταται σοβιετικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στη χερσόνησο της Καμτσάτκα και τη νήσο Σαχαλίνη. Αν και αρκετά σημεία της ιστορίας παραμένουν σκοτεινά, φαίνεται ότι η πορεία του αεροσκάφους οφείλεται σε λανθασμένη χρήση των συστημάτων πλοήγησης. Είναι βέβαια εντυπωσιακό ότι κανείς από το πλήρωμα δεν αντιλήφθηκε ότι μερικές ώρες μετά την απογείωσή του το κορεατικό τζάμπο βρισκόταν εκατοντάδες μίλια εκτός πορείας.

Δεδομένης της έντασης με την Ουάσιγκτον, η σοβιετική στρατιωτική ηγεσία ήταν αρκετά νευρική. Οι Σοβιετικοί γνώριζαν για τη δράση κατασκοπευτικών αμερικανικών αεροσκαφών στην περιοχή και μόλις το αμέριμνο κορεατικό αεροσκάφος εισήλθε στον σοβιετικό απαγορευμένο εναέριο χώρο υπέθεσαν ότι επρόκειτο για κάποιο αμερικανικό αναγνωριστικό. Τέσσερα σοβιετικά πολεμικά αεροσκάφη (τρία SU-15 και ένα MIG-23) διατάχθηκαν να αναχαιτίσουν τον στόχο. Οταν ένας εκ των πιλότων των SU-15 προσέγγισε το αεροσκάφος, διαπίστωσε ότι επρόκειτο για επιβατικό Μπόινγκ αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να είναι κάποιο στρατιωτικό αεροσκάφος κατάλληλα προσαρμοσμένο ώστε να μοιάζει με πολιτικό. Λίγα λεπτά αργότερα και έπειτα από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες αναγνώρισης, ο ίδιος πιλότος έλαβε εντολή κατάρριψης του αεροσκάφους. Δύο πύραυλοι αέρος-αέρος χτύπησαν το νοτιοκορεατικό αεροπλάνο στέλνοντας στον θάνατο και τους 269 επιβαίνοντες. Το συμβάν κατέδειξε την ανεπάρκεια της σοβιετικής αεράμυνας και των συστημάτων ελέγχου στην περιοχή και ενέπλεξε την ΕΣΣΔ σε μια κρίση από την οποία θα εξερχόταν με το κύρος της σοβαρά τραυματισμένο.
Η αμερικανοσοβιετική αντιπαράθεση
Οι Αμερικανοί ιθύνοντες ήταν εξαρχής πεπεισμένοι ότι οι Σοβιετικοί δεν θα μπορούσαν να μη γνωρίζουν ότι το αεροπλάνο που εισήλθε στον εναέριο χώρο τους ήταν ένα πολιτικό αεροσκάφος γεμάτο αθώους επιβάτες. Η κατάρριψή του φαινόταν να επιβεβαιώνει πανηγυρικά το αφήγημα του Ρέιγκαν για τη Σοβιετική Ενωση ως μια «αυτοκρατορία του κακού» που έδινε ελάχιστη αξία στην ανθρώπινη ζωή. Πέρα από τον γνήσιο αποτροπιασμό τους για την απώλεια τόσων ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους ήταν Αμερικανοί πολίτες, οι Αμερικανοί ιθύνοντες ήταν επίσης αποφασισμένοι να καταγάγουν μια μεγάλη νίκη προπαγάνδας απέναντι στην ΕΣΣΔ. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι κατήγγειλαν τη «σοβιετική βαρβαρότητα» και παρουσίασαν στοιχεία –συμπεριλαμβανομένων και υποκλαπέντων σημάτων από το SU-15 που κατέρριψε το κορεατικό τζάμπο– τα οποία φαίνονταν να αποδεικνύουν ότι η Μόσχα κατέρριψε το αεροσκάφος σκόπιμα. Οι New York Times κατηγόρησαν τη Μόσχα για «εν ψυχρώ μαζική δολοφονία», ενώ ο ίδιος ο Ρέιγκαν χαρακτήρισε το συμβάν ως «σφαγή» και «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», καλώντας ολόκληρο τον κόσμο να καταδικάσει την «αυτοκρατορία του κακού».
Δύο πύραυλοι αέρος-αέρος χτύπησαν το αεροσκάφος πάνω από τη νήσο Σαχαλίνη στέλνοντας στον θάνατο και τους 269 επιβαίνοντες.
Η σπασμωδική διαχείριση της κρίσης από τη Μόσχα ενίσχυσε την εικόνα μιας κουρασμένης και γερασμένης σοβιετικής ηγεσίας εκτός επαφής με τη διεθνή πραγματικότητα. Στην αρχή οι Σοβιετικοί αρνήθηκαν το συμβάν αλλά στη συνέχεια υποστήριξαν τη θέση ότι το κορεατικό αεροσκάφος βρισκόταν σε κατασκοπευτική αποστολή. Κατά τη Μόσχα, η πτήση ήταν μια καλά σχεδιασμένη πρόκληση από την Ουάσιγκτον αποσκοπώντας στο να προκαλέσει την αντίδραση της ΕΣΣΔ και να οδηγήσει έτσι στην αποσταθεροποίηση της διεθνούς κατάστασης. Οι Σοβιετικοί ιθύνοντες έτρεφαν βαθιά δυσπιστία προς τον Ρέιγκαν και το επιτελείο του και δεν φαίνεται να απέκλειαν το ενδεχόμενο η αμερικανική στάση να αποτελούσε μέρος μιας προσπάθειας να εμπλακεί η Μόσχα σε πολεμική περιπέτεια με τις ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση, οι αμερικανοσοβιετικές σχέσεις βρίσκονταν στο χαμηλότερο σημείο ίσως από την κρίση της Κούβας το 1962. Το συμβάν της κατάρριψης της KAL-007 έδειξε ότι σε ένα πολωμένο διεθνές περιβάλλον, μια σειρά μικρών λαθών μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλη κρίση, με κίνδυνο ακόμα και για την παγκόσμια ειρήνη. Επίσης, η ανάλγητη στάση της ΕΣΣΔ, η οποία δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν, χάρισε μια μεγάλη νίκη σε επίπεδο διεθνών εντυπώσεων στην Ουάσιγκτον, επιβεβαιώνοντας έτσι τη θέση της για το απάνθρωπο πρόσωπο του κομμουνισμού.
Η στάση της Ελλάδας προκαλεί κρίση με την ΕΟΚ
Παρά την παγκόσμια κατακραυγή που προκάλεσε η κατάρριψη του κορεατικού αεροσκάφους και την άμεση καταδίκη της ΕΣΣΔ από την πλειοψηφία των χωρών της Δύσης, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου δεν ακολούθησε τη δυτική γραμμή ούτε και ήταν διατεθειμένη να συζητήσει το ενδεχόμενο δυτικών κυρώσεων κατά της Μόσχας. Αντιθέτως, η Αθήνα, η οποία ασκούσε και την προεδρία της ΕΟΚ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1983, μπλόκαρε με βέτο την πρωτοβουλία των Ευρωπαίων εταίρων της για μια ομόφωνη καταδίκη της ΕΣΣΔ. Η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας, του μηχανισμού που είχε συσταθεί στο πλαίσιο της ΕΟΚ για τον συντονισμό της εξωτερικής πολιτικής των κρατών-μελών, να πάρει θέση για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για την ικανότητα της Ευρώπης να μιλάει με μία φωνή στα διεθνή ζητήματα. Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης επικρίθηκε έντονα από τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ενώ ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ κατηγόρησε ανοιχτά την Ελλάδα ότι είχε βυθίσει την Κοινότητα σε κρίση εμπιστοσύνης. Η ελληνική στάση προκάλεσε έντονη δυσφορία και στην Ουάσιγκτον. Ο ίδιος ο Παπανδρέου κινήθηκε ρητορικά πιο κοντά στις σοβιετικές θέσεις, υποστηρίζοντας σε διάφορες περιπτώσεις ότι το κορεατικό τζάμπο πράγματι βρισκόταν σε κατασκοπευτική αποστολή της CIA και ότι η Ελλάδα θα έπραττε αναλόγως εάν βρισκόταν στη θέση της ΕΣΣΔ. Οι ρητορικές υπερβολές του Ελληνα πρωθυπουργού δεν περνούσαν απαρατήρητες από τον αμερικανικό Τύπο και δυναμίτιζαν περιοδικά τις ήδη τεταμένες ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Το τραγικό συμβάν έδειξε ότι σε ένα πολωμένο διεθνές περιβάλλον, μια σειρά μικρών λαθών μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλη κρίση, με κίνδυνο ακόμα και για την παγκόσμια ειρήνη.
Πολιτικοί υπολογισμοί του Παπανδρέου

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ελληνική στάση δεν αντανακλούσε κάποια διάθεση ρήξης με τη Δύση αλλά υπαγορεύτηκε από τους πολιτικούς υπολογισμούς του Παπανδρέου. Παρά τις προεκλογικές του δεσμεύσεις για αποχώρηση των αμερικανικών βάσεων και για αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ, ο Ελληνας πρωθυπουργός είχε κατανοήσει ότι ενδεχόμενη απομάκρυνση της Ελλάδας από τη Δύση θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην εθνική ασφάλεια και ειδικότερα στην αποτρεπτική ικανότητα της χώρας απέναντι στην Τουρκία. Συνεπώς, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υπέγραψε μια νέα αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο του 1983, επεκτείνοντας την παραμονή των αμερικανικών βάσεων για άλλα πέντε χρόνια και δεν αμφισβήτησε σοβαρά τη συμμετοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ. Αντιμετωπίζοντας όμως σοβαρές αντιδράσεις από το εσωτερικό του κόμματός του, ο Παπανδρέου έπρεπε να δείξει ότι οι προεκλογικές του εξαγγελίες για μια «ανεξάρτητη» εξωτερική πολιτική δεν είχαν εγκαταλειφθεί. Ετσι, παρά το γεγονός ότι είχε αντιμετωπίσει με πραγματισμό τα κρίσιμα ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ο Eλληνας πρωθυπουργός επέλεγε να διαφοροποιείται αισθητά σε διάφορα ζητήματα διεθνούς ενδιαφέροντος προκαλώντας συχνά την αγανάκτηση των δυτικών συμμάχων της χώρας.

Η στάση που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση σε σχέση με το κορεατικό τζάμπο υπήρξε το αποκορύφωμα της ελληνικής διαφοροποίησης σε ζητήματα Ανατολής – Δύσης. Δημιούργησε κρίση στις σχέσεις της Αθήνας με την ΕΟΚ και συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο να παγιωθεί η εικόνα της Ελλάδας ως ενός αναξιόπιστου και απρόβλεπτου εταίρου εντός της Κοινότητας. Διαιώνισε επίσης την ένταση στις σχέσεις Αθήνας – Ουάσιγκτον, οι οποίες, παρά το γεγονός ότι η ελληνοαμερικανική συμφωνία του 1983 επισφράγισε την ελληνοαμερικανική στρατηγική σχέση, θα χρειάζονταν αρκετά χρόνια ακόμα για να ομαλοποιηθούν.
*Ο κ. Ιωάννης Χάλκος είναι διδάκτωρ Ιστορίας του European University Institute, μεταδιδακτορικός ερευνητής του ΕΚΠΑ.
*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

