Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου 1855 και ήταν γιος του Καλαβρυτινού πολιτικού Θρασύβουλου Ζαΐμη, που είχε διατελέσει επανειλημμένα πρωθυπουργός, και επίσης εγγονός του Ανδρέα Ζαΐμη, εκ των κορυφαίων ηγετών της Επανάστασης του 1821. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου, όπου συγκατοίκησε και συνδέθηκε φιλικά με τον λογοτέχνη Γεώργιο Βιζυηνό. Ο Ζαΐμης αναγορεύθηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης και ολοκλήρωσε τις λαμπρές σπουδές του στο Παρίσι στην τότε περίφημη σχολή πολιτικών επιστημών École des Sciences Politiques. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1880, κατά τη μεγαλοπρεπή κηδεία που ακολούθησε, ο ιατρός Π. Καρασπύρος στον επικήδειο πρότεινε οι Καλαβρυτινοί να εκλέξουν τον γιο του νεκρού, Αλέξανδρο Ζαΐμη, ως βουλευτή τιμής ένεκεν. Έτσι, στις αναπληρωματικές εκλογές του 1881 ο Αλέξανδρος Ζαΐμης εκτέθηκε για πρώτη φορά και εκλέχθηκε βουλευτής Καλαβρύτων με μεγάλη πλειοψηφία, αλλά η εκλογή του ακυρώθηκε καθώς δεν είχε συμπληρώσει το νόμιμο όριο ηλικίας (Λεξικό Βοβολίνη, τόμος 4ος, Αθήνα 1961, λήμμα: Αλέξανδρος Ζαΐμης). Στις εκλογές της 7ης Απριλίου 1885, ο Ζαΐμης εκλέχθηκε βουλευτής για πρώτη φορά με το κόμμα του Θεόδωρου ∆ηλιγιάννη (ήταν συγγενείς εξ αγχιστείας), με τον οποίο συνδέθηκε πολιτικά στα πρώτα έτη της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Στη συνέχεια ο Ζαΐμης εκλέχθηκε δέκα συνεχόμενες φορές στην περιφέρεια Καλαβρύτων (1887, 1890, 1895, 1899, 1902, 1905, 1906, 1910, 1911, 1913), αποτελώντας τον κορυφαίο της εκπρόσωπο στο Κοινοβούλιο για πάνω από δύο δεκαετίες.
Οι πρώτες πρωθυπουργίες
Ικανός, άτεγκτος και αδιάφθορος.
Ήδη, πάντως, από το 1899 ο Αλέξανδρος Ζαΐμης έδειχνε τάσεις αυτονόμησης από τον ∆ηλιγιάννη, καθώς δεν συμφωνούσε με την πολιτική του, και στις 9 Απριλίου 1899 δέχθηκε μυστική τιμητική πρόταση από τον Χαρίλαο Τρικούπη να υπουργοποιηθεί και να προσχωρήσει στο κόμμα του, την οποία και απέρριψε, γιατί «το πράγμα δεν ήταν κόσμιο» (Νίκη Μαρωνίτη, Αλέξανδρος Θρ. Ζαΐμης – Όψεις ενός πολυσχιδούς βίου (1855-1936), ΕΤΕ, Αθήνα 2011, σσ. 80-81).

Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης ανέλαβε υπουργός ∆ικαιοσύνης στις 24 Οκτωβρίου 1890 και προσωρινώς Εσωτερικών και αμέσως επέδειξε τις διοικητικές του ικανότητες επιλύοντας σειρά χρονιζόντων κρατικών ζητημάτων. Στον τομέα της ∆ικαιοσύνης βελτίωσε οικονομικά τη θέση των δικαστικών υπαλλήλων, περιόρισε το δικαίωμα του εκάστοτε υπουργού να τους απολύει, προώθησε την αξιοκρατία θεσπίζοντας κανόνες ελάχιστων προσόντων για την πρόσληψή τους.
Στον τομέα των Εσωτερικών προσπάθησε να περιορίσει τη χαρτοπαιξία, που εκείνη την εποχή αποτελούσε αληθινή κοινωνική μάστιγα, καταπολέμησε την παράνομη οπλοφορία, ενώ επίσης περιόρισε νομοθετικά τα δικαιώματα του βασιλιά στην απονομή χάριτος. Η πρώτη αυτή επιτυχημένη υπουργική θητεία του Ζαΐμη τον έκανε γνωστό στο πανελλήνιο ως έναν ικανό πολιτικό, άτεγκτο και αδιάφθορο, ενώ τον καθιέρωσε ως τον πλέον ανερχόμενο πολιτευτή της χώρας. Ο βασιλιάς Γεώργιος τον ξεχώρισε για τις ικανότητές του και προσπάθησε να τον πείσει παρασκηνιακά να αποσκιρτήσει από τον ∆ηλιγιάννη και ίσως να τον χρίσει απευθείας πρωθυπουργό, αλλά αυτός αρνήθηκε, καθώς το θεώρησε «μη πρέπον» (Μαρωνίτη, Αλέξανδρος Ζαΐμης, σ. 83).
Στις 29 Μαΐου 1895 ο Ζαΐμης εκλέχθηκε πρόεδρος της Βουλής, αλλά μετά την πτώση της κυβέρνησης ∆ημητρίου Ράλλη ορίστηκε πρώτη φορά πρωθυπουργός από τον Γεώργιο στις 21 Οκτωβρίου 1897, ενώ έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή χάρις στην κοινοβουλευτική στήριξη του ∆ηλιγιάννη. Η κυβέρνηση Ζαΐμη είχε υπουργό Οικονομικών τον Στέφανο Στρέιτ και υπουργό Στρατιωτικών τον ήρωα του Πολέμου του 1897 Κωνσταντίνο Σμολένσκη, ενώ συνολικά ανταποκρινόταν στο αίτημα του βασιλιά και της κοινής γνώμης για ανανέωση του πολιτικού προσωπικού.
Επί της πρώτης πρωθυπουργίας του Ζαΐμη έγιναν οι διαπραγματεύσεις και υπεγράφη η Συνθήκη Ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά τον Ατυχή Πόλεμο του 1897 χωρίς εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα, αποχώρησαν τα τουρκικά στρατεύματα από την ελληνική επικράτεια, όμως επιβλήθηκε οικονομικός έλεγχος, με την απευθείας είσπραξη των προσόδων της χώρας από τους διεθνείς πιστωτές της. Η κυβέρνηση Ζαΐμη ρύθμισε τα δύσκολα αυτά ζητήματα με σχετική επιτυχία για τα ελληνικά συμφέροντα, αποσπώντας την ευμένεια των Μεγάλων ∆υνάμεων. Ο Ζαΐμης παρέμεινε στην εξουσία έως το 1899 χάρις στην εύνοια του Γεωργίου, εφαρμόζοντας ένα ευρύ πρόγραμμα εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων στον στρατό, στη ∆ικαιοσύνη, στην παιδεία αλλά και στη λειτουργία του Κοινοβουλίου (Μαρωνίτη, Αλέξανδρος Ζαΐμης, σσ. 101-103).

Στις εκλογές όμως του 1899 νίκησε το Κόμμα του Γεωργίου Θεοτόκη με μεγάλη πλειοψηφία, ενώ ο βασιλιάς απογοητεύτηκε από τη νωθρότητα του Ζαΐμη στην προσέλκυση ψηφοφόρων κατά την προεκλογική περίοδο. Ο Θεοτόκης παρέμεινε μόλις δύο έτη στην εξουσία λόγω των αιματηρών γεγονότων των «Ευαγγελικών» (έντεκα νεκροί, δεκάδες τραυματίες), που τον εξανάγκασαν σε παραίτηση στις 11 Νοεμβρίου 1901. Ο Θεοτόκης, που είχε την πλειοψηφία στη Βουλή, προτίμησε να στηρίξει κυβέρνηση υπό τον Ζαΐμη και όχι υπό τον ∆ηλιγιάννη, και έτσι ο πρώτος ορίστηκε εκ νέου πρωθυπουργός στις 8 Νοεμβρίου 1901. Η κυβέρνηση αυτή σε μόλις ένα έτος συνολικής θητείας ανέπτυξε αξιόλογη νομοθετική προσπάθεια για την αναδιοργάνωση του στρατού, την υποστήριξη της εκπαίδευσης, τη δημιουργία ταμείου αλληλοβοήθειας εργατών, τη στήριξη των σταφιδοπαραγωγών, αλλά και τη δημιουργία του πρώτου κτηματολογίου.
Στις εκλογές που ακολούθησαν στις 17 Νοεμβρίου 1902, το κόμμα του Ζαΐμη συνεργάστηκε με το κόμμα του Θεοτόκη στις περισσότερες περιφέρειες, αλλά οριακός νικητής αναδείχθηκε ο ∆ηλιγιάννης. Όμως το κόμμα Ζαΐμη (το λεγόμενο τότε «Τρίτο Κόμμα») παρέμεινε ρυθμιστικός παράγοντας στη Βουλή για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Έτσι, αρχικά ο Ζαΐμης στήριξε κοινοβουλευτικά τον Θεοτόκη, που έγινε πρωθυπουργός, αλλά δύο έτη μετά, στις 10 ∆εκεμβρίου 1904, ο Ζαΐμης απέσυρε την εμπιστοσύνη του επιβάλλοντας την επιστροφή του ∆ηλιγιάννη στην εξουσία. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1906, ο Γεώργιος τον υπέδειξε για να αναλάβει το κρίσιμο αξίωμα του ύπατου αρμοστή στην Κρήτη, πρόταση που έγινε ευμενώς δεκτή από τις Προστάτιδες ∆υνάμεις λόγω της επιτυχημένης θητείας του Ζαΐμη το 1897.
Η θητεία του Ζαΐμη στην Κρήτη κρίθηκε ως άκρως πετυχημένη από τις Μεγάλες ∆υνάμεις, καθώς αποκλιμάκωσε την κρίση στο νησί και αντιμετώπισε επιτυχώς όλα τα εκκρεμή διοικητικά ζητήματα. Ο Ζαΐμης παρείχε γενική αμνηστία στους κινηματίες του Θερίσου, δημιούργησε Χωροφυλακή την οποία στελέχωσε με αξιωματικούς από την Ελλάδα, ενώ αντιμετώπισε επιτυχώς το οικονομικό ζήτημα της χρηματοδότησης των υπηρεσιών της Αρμοστείας με νέα δανειοδότηση. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που ήταν ανάμεσα σε όσους αμνηστεύτηκαν, με άρθρο του στον Κήρυκα Χανίων τον Απρίλιο του 1908 επαίνεσε τον Ζαΐμη για τα επιτεύγματα της διοίκησής του, αλλά και για την αποκατάσταση των πολιτικών ελευθεριών και της ελευθεροτυπίας στο νησί (Λεξικό Βοβολίνη, τόμος 4ος, Αθήνα 1961, λήμμα: Αλέξανδρος Ζαΐμης).

Ο Ζαΐμης ολοκλήρωσε τη θητεία του στην Κρήτη το 1911 και επιστρέφοντας στην Αθήνα ανέλαβε το 1913 την αποστολή να ταξιδέψει στο εξωτερικό και να ανακοινώσει στις ευρωπαϊκές Αυλές την άνοδο του Κωνσταντίνου στον ελληνικό θρόνο μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄ στη Θεσσαλονίκη. Στις 5 Αυγούστου 1914 μετέβησαν μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών Νικόλαο Πολίτη στο Βουκουρέστι, για να διαπραγματευτούν με εκπροσώπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το εδαφικό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, καθώς οι Τούρκοι δεν αναγνώριζαν την ελληνική κυριαρχία σε αυτά. Στις 14 ∆εκεμβρίου 1914, με παρασκηνιακή απόφαση του Βενιζέλου, προτάθηκε και εκλέχθηκε σχεδόν παμψηφεί διοικητής της Εθνικής Τράπεζας από τη συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος με συνδιοικητή τον Γεώργιο Χριστάκη-Ζωγράφο.
Στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού
Επιδεξιότητα σε μια κρίσιμη συγκυρία.
Ήδη με την πολιτική του πορεία μέχρι το 1915, ο Ζαΐμης είχε αναδειχθεί ως ένας από τους κορυφαίους κρατικούς λειτουργούς, με ικανότητες στη διευθέτηση δύσκολων καταστάσεων που απαιτούσαν λεπτούς χειρισμούς. Επίσης είχε την εμπιστοσύνη και την αποδοχή του Θρόνου, του Βενιζέλου αλλά και του συνόλου του πολιτικού κόσμου, αποτελώντας ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής. Λόγω αυτών των γνωρισμάτων του, κλήθηκε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο να σχηματίσει κυβέρνηση στις 24 Σεπτεμβρίου 1915, καθώς ο Βενιζέλος είχε παραιτηθεί δεύτερη φορά μετά από διαφωνία με τον Κωνσταντίνο για τον προσανατολισμό της χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από την πρώτη ημέρα ανάληψης της εξουσίας, η θέση της κυβέρνησης Ζαΐμη ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς στη Θεσσαλονίκη αποβιβάζονταν συμμαχικά στρατεύματα, πιέζοντας πλέον αφόρητα τον βασιλιά να αλλάξει την πολιτική της ουδετερότητας. Μέσα σε ένα ιδιαίτερα ρευστό και επικίνδυνο διεθνές σκηνικό, ο Ζαΐμης κινήθηκε με επιδεξιότητα και μετριοπάθεια, δηλώνοντας επισήμως στις 8 Οκτωβρίου 1915 προς τις δυνάμεις της Entente ότι η ελληνική ουδετερότητα θα είχε τον χαρακτήρα της πλέον ειλικρινούς ευμένειας προς αυτές.

Η εξωτερική πολιτική του Ζαΐμη, όμως, ήταν δέσμια των αποφάσεων και των προθέσεων του βασιλιά Κωνσταντίνου. Έτσι, η κυβέρνηση Ζαΐμη απέρριψε την αγγλική προσφορά της Κύπρου στις 3 Οκτωβρίου 1915 έναντι της εισόδου της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την προσάρτηση της ∆υτικής Θράκης μετά το τέλος του πολέμου (Σπυρίδων Πλουμίδης, Μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης, Πατάκης, Αθήνα 2021, σ. 164). Ο Ζαΐμης πείστηκε από την επιχειρηματολογία του Γενικού Επιτελείου (∆ούσμανης, Μεταξάς) αλλά και του Γεωργίου Στρέιτ, που υποστήριζαν ότι, αν η Ελλάδα στρεφόταν υπέρ των Συμμάχων και βοηθούσε τη Σερβία σε εκείνη τη συγκυρία, θα αντιμετώπιζε την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων, τα οποία σε συνδυασμό με τα βουλγαρικά θα είχαν συντριπτική αριθμητική και ποιοτική υπεροχή και θα σάρωναν εύκολα τα ελληνικά στρατεύματα και το μικρό συμμαχικό προγεφύρωμα στη Θεσσαλονίκη.
Σε όλο αυτό το διάστημα ο Βενιζέλος ήταν σε άμεση επικοινωνία με τους πρέσβεις των χωρών της Entente και στις 15 Οκτωβρίου σύστησε στον Άγγλο πρέσβη Elliot να χρησιμοποιήσουν οι Σύμμαχοι απειλές και καταναγκαστικά μέτρα εναντίον των Ελλήνων, προκειμένου ο βασιλιάς να υποκύψει στις απαιτήσεις τους (Πλουμίδης, Μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης, σ. 209). Η ελληνική επιστράτευση στράφηκε και εναντίον των βενιζελικών, καθώς οι στρατιώτες δέχθηκαν συστηματική προπαγάνδα υπέρ του βασιλιά από τους αξιωματικούς τους, που ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους αντιβενιζελικοί. Η επιστράτευση αυτή αποτέλεσε τον προθάλαμο της δημιουργίας των περίφημων επιστράτων, που ήταν η δύναμη κρούσης του αντιβενιζελισμού κατά την κορύφωση του ∆ιχασμού.
Ακολούθησε στις 11 Οκτωβρίου 1915 η συντριβή της Σερβίας από την ταυτόχρονη επίθεση Γερμανίας και Βουλγαρίας, ενώ η Ελλάδα διατηρούσε την ουδετερότητά της, αρνούμενη να τηρήσει τις δεσμεύσεις που απέρρεαν από τη συνθήκη μεταξύ των δύο χωρών το 1913, καθώς η Σερβία δεν μπορούσε να παρατάξει 150.000 στρατιώτες στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Ήδη η βαλκανική ελληνική πολιτική είχε υποστεί μεγάλο πλήγμα, λόγω της επικείμενης εδαφικής μεγέθυνσης της Βουλγαρίας εις βάρος της Σερβίας. Ο Βενιζέλος παρακολουθούσε με μεγάλη δυσαρέσκεια την ουδετερόφιλη πολιτική του Ζαΐμη και αναζητούσε αφορμή να ανατρέψει την κυβέρνησή του, κάτι που έγινε στις 22 Οκτωβρίου 1915 χάρις στο περίφημο κοινοβουλευτικό επεισόδιο Γιαννακίτσα, το οποίο ήταν όμως ήσσονος σημασίας για να οδηγήσει στην ανατροπή της κυβέρνησης (Θανάσης ∆ιαμαντόπουλος, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός της Ιστορίας, Πατάκης, Αθήνα 2024, σσ. 172-173).
Ο Ζαΐμης κλήθηκε να σχηματίσει εκ νέου κυβέρνηση στις 5 Ιουνίου 1916 υπό δραματικές συνθήκες, λόγω της κλιμάκωσης του Εθνικού ∆ιχασμού και του συμμαχικού ναυτικού αποκλεισμού που είχε οδηγήσει σε λιμοκτονία τον λαό των Αθηνών, ενώ η πόλη βρισκόταν στο χείλος του εμφυλίου. Με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Ζαΐμης βρέθηκε αντιμέτωπος με τους σκαιούς όρους ενός συμμαχικού τελεσιγράφου, που απαιτούσε, ανάμεσα σε άλλα, την άμεση αποστράτευση του ελληνικού στρατού, τη διενέργεια εκλογών και την απομάκρυνση συγκεκριμένων αξιωματικών από τη Χωροφυλακή που τηρούσαν εχθρική στάση έναντι των πρεσβειών των Συμμάχων.

Ο Ζαΐμης βρέθηκε ενώπιον ενός τρομακτικού διλήμματος, καθώς είτε θα αποστράτευε τον ελληνικό στρατό και οι βόρειες επαρχίες της χώρας θα βρίσκονταν στο έλεος των Βουλγάρων που ήταν επιστρατευμένοι, είτε θα ερχόταν σε ρήξη με την Entente, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τον πληθυσμό των Αθηνών και τον Θρόνο. Προτίμησε την πρώτη λύση, ελπίζοντας ότι ο στρατός της Entente στη Θεσσαλονίκη θα υπερασπιζόταν και τα ελληνικά εδάφη, και ξεκίνησε ο ίδιος διαπραγματεύσεις για την έξοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Entente. Επίσης, για να βελτιώσει τις προϋποθέσεις των διαπραγματεύσεων, ο Ζαΐμης έθεσε σε διαθεσιμότητα τους Βίκτωρα ∆ούσμανη και Ιωάννη Μεταξά, αρχηγό και υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου αντίστοιχα, που δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στους Συμμάχους.
Οι ηγεσίες των χωρών της Entente όμως δυσπιστούσαν στην ειλικρίνεια των προτάσεων Ζαΐμη, καθώς θεωρούσαν ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και το περιβάλλον του παρέμεναν σταθερά προσανατολισμένοι προς την ουδετερότητα και είχαν απευθείας μυστικές επαφές και διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία. Στις 17 Αυγούστου 1916 κηρύχθηκε στη Θεσσαλονίκη στρατιωτικό κίνημα των βενιζελικών υπό τον Παμίκο Ζυμβρακάκη, προάγγελος του κινήματος του Βενιζέλου που ακολούθησε λίγους μήνες μετά.
Ακόμη χειρότερα, την ίδια ημέρα η κυβέρνηση Ζαΐμη ενημερώθηκε με επίσημο διάβημα από τον Γερμανό πρέσβη ότι οι Γερμανοβούλγαροι σκόπευαν να προελάσουν εντός της Ανατολικής Μακεδονίας, στο πλαίσιο στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά των στρατευμάτων της Entente. Ο Ζαΐμης έδωσε αμέσως εντολή να συμπτυχθούν τα ισχνά ελληνικά στρατεύματα προς Νότο και να διασωθούν άνδρες και στρατιωτικό υλικό. Ήδη όμως στις 30 Αυγούστου 1916, κατελήφθη η Καβάλα και αιχμαλωτίστηκε το ∆΄ Σώμα Στρατού, που μεταφέρθηκε ως «φιλοξενούμενο» στο Γκέρλιτς της Γερμανίας.
Αλλά και στην Αθήνα η ελληνική κρατική κυριαρχία είχε συρρικνωθεί επικίνδυνα, καθώς οι πρέσβεις της Entente στην είχαν πλέον άμεση ανάμειξη στη λειτουργία του ελληνικού κράτους. Οι μυστικές υπηρεσίες των Συμμάχων στην Αθήνα, κυρίως των Γάλλων υπό τον διαβόητο πλωτάρχη Roquefeuil, είχαν καταστεί κράτος εν κράτει με ένοπλες ομάδες που κυκλοφορούσαν εντός των Αθηνών με αυτοκίνητα, τρομοκρατώντας ακόμη και απλούς πολίτες. Προέβαιναν σε συλλήψεις πολιτών, έκαναν άσκοπες έρευνες σε οικίες, παρακολουθούσαν επιδεικτικά αντιβενιζελικούς υπουργούς και βουλευτές, παρεμπόδιζαν την κυκλοφορία οχημάτων και πολιτών, συγκρούονταν με τη Χωροφυλακή και τους επιστράτους. Ο Ζαΐμης με επίσημη διακοίνωσή του στις Μεγάλες ∆υνάμεις κατήγγειλε όλες αυτές τις δραστηριότητες ως απαράδεκτες, ζητώντας την άμεση παύση τους (Σωτήριος Χαραλάμπης, Αναμνήσεις, Αθήνα 1947 σσ. 62-63).

Παρά τις καταιγιστικές αυτές εξελίξεις, ο Ζαΐμης ήταν της γνώμης ότι η Ελλάδα έπρεπε να εισέλθει στον πόλεμο υπέρ της Entente μόνο αν είχαν ξεκαθαριστεί και συμφωνηθεί οι όροι, αν είχε εξασφαλιστεί οικονομική βοήθεια και είχε αποκατασταθεί η εσωτερική ενότητα. Οι Σύμμαχοι όμως, μετά από όσα είχαν προηγηθεί, δυσπιστούσαν προς τον Κωνσταντίνο ζητώντας η Ελλάδα να ταχθεί με την Entente άνευ όρων, ενώ στην Αθήνα ο Γάλλος πρέσβης Guillemin και ο διαβόητος Roquefeuil επιζητούσαν να δώσουν ένα μάθημα στους κωνσταντινικούς.
Στις 28 Αυγούστου 1916 έγινε η περίφημη επίθεση κατά της γαλλικής πρεσβείας, σκηνοθετημένη από τις συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες (Πλουμίδης, Μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης, σ. 224, Χρίστος Θεοδούλου, Η Ελλάδα και η Αντάντ, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών «Ελευθέριος Βενιζέλος», Χανιά 2011, σ. 377). Ο Ζαΐμης έσπευσε να ζητήσει συγγνώμη για την επίθεση από τον Γάλλο πρέσβη, υποσχόμενος ανακρίσεις και ανεύρεση των ενόχων, όμως την επομένη ο Γάλλος ναύαρχος Dartige du Fournier αποβίβασε άγημα Γάλλων ναυτών για να προστατεύσει την πρεσβεία. Ο Ζαΐμης υπέβαλε αυθημερόν την παραίτησή του, την οποία δεν ανακάλεσε παρά τις πιέσεις που δέχθηκε από τον βασιλιά.
Στην πρώτη περίοδο του Μεσοπολέμου
Συμφιλιωτικές προθέσεις και ενωτική στάση.
Η πρώτη ενέργεια της Επανάστασης του 1922 μετά τη στρατιωτική επικράτησή της στην Αθήνα και την έξωση του βασιλιά Κωνσταντίνου ήταν να καταργήσει την Γ΄ Εθνοσυνέλευση αντιβενιζελικής πλειοψηφίας, κηρύσσοντας τον στρατιωτικό νόμο. Έπειτα από πολλές ζυμώσεις και συνεννοήσεις της Επαναστατικής Επιτροπής με πολιτικούς παράγοντες, στις 16 Σεπτεμβρίου 1922 ορκίστηκε μια νέα κυβέρνηση αμιγώς βενιζελικής σύνθεσης, με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ο οποίος όμως βρισκόταν στη Βιέννη και ο διορισμός του έγινε ερήμην του.
Ο Ζαΐμης ενημερώθηκε για τον διορισμό του από την ελληνική πρεσβεία στη Βιέννη, αλλά δεν τον αποδέχθηκε, προτάσσοντας τη συνεννόηση με την ηγεσία της Επανάστασης του 1922 προτού αποφασίσει. Επέστρεψε στην Αθήνα την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου ακτοπλοϊκώς και με (πιθανόν εσκεμμένα) μεγάλη καθυστέρηση ώστε να εξελιχθεί η κατάσταση, έχοντας συμφιλιωτικές προθέσεις έναντι των αντιβενιζελικών, ώστε να αποκατασταθεί η ψυχική ενότητα της κοινωνίας. Το σχέδιο του Ζαΐμη περιλάμβανε την αποκατάσταση των σχέσεων με τους Αγγλογάλλους, την εσωτερική περισυλλογή, τον ανασχηματισμό της κυβέρνησής του και τη διάλυση της Επαναστατικής Επιτροπής, την οποία θα εκπροσωπούσε μόνο ένα πρόσωπο που θα συνεργαζόταν απευθείας με την κυβέρνησή του.

Κατά την πρώτη συνέντευξή του με τους ηγέτες της Επανάστασης του 1922, Στυλιανό Γονατά, Νικόλαο Πλαστήρα και Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο, πριν αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά του, ο Ζαΐμης διαπίστωσε ότι και οι τρεις εμφορούνταν από αδιαλλαξία έναντι των αντιβενιζελικών. Επίσης ήθελαν μάλλον να χρησιμοποιήσουν τον ίδιο ως πολιτικό τους ανδρείκελο, χωρίς να έχει ουσιαστικά περιθώρια πρωτοβουλιών. Σύμφωνα με τον υπουργό ∆ικαιοσύνης Σωτήριο Χαραλάμπη, που συμμετείχε και ο ίδιος στην κρίσιμη συνάντηση, ο Χατζηκυριάκος ζήτησε από τον Ζαΐμη να καθορίσουν από κοινού τον κατάλογο των νέων υπουργών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για εκτελέσεις των υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ενώ ο Πλαστήρας τού είπε χαρακτηριστικά για τους αντιβενιζελικούς: «Πρέπει, κ. Πρόεδρε, να τουφεκίζομεν απ’΄ αυτούς καμμιά εκατοστή κάθε εβδομάδα για να επιβληθώμεν» (Χαραλάμπης, Αναμνήσεις, σ. 114).
Ο Ζαΐμης απογοητεύτηκε από τη στάση και τις προθέσεις των ηγετών της Επανάστασης, αλλά τον προβλημάτισε περαιτέρω η πρόοδος της δίκης των Έξι που διαφαινόταν ότι θα οδηγούσε σε εκτελέσεις. Υπό το βάρος της εξέλιξης αυτής, που ήταν αντίθετη προς την κατευναστική του πολιτική, ο Ζαΐμης φάνηκε να απορρίπτει την πιθανότητα να αναλάβει πρωθυπουργός. Αλλά και η κυβέρνηση υπό τον Σωτήριο Κροκιδά σε μυστική της συνεδρίαση από την Επαναστατική Επιτροπή, αποφάσισε να παραιτηθεί ώστε να μην επωμιστεί το βάρος των επικείμενων εκτελέσεων. Ο Ζαΐμης κηρύχθηκε αλληλέγγυος με την απόφαση αυτή, απορρίπτοντας ως περιττή την πρόταση Χαραλάμπη να αναλάβει τη διακυβέρνηση και να πιέσει με το αυξημένο κύρος του την Επαναστατική Επιτροπή να αναθεωρήσει τις αποφάσεις της. Η κυβέρνηση Κροκιδά παραιτήθηκε τελικά στις 7 Νοεμβρίου 1922 και ο Ζαΐμης ιδιώτευσε, φεύγοντας εκ νέου στο εξωτερικό.
Ο Ζαΐμης επανεμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο στα τέλη Ιουλίου 1923, μετά την οριστική υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, καθώς η Επαναστατική Κυβέρνηση Γονατά επιζητούσε την ομαλοποίηση του πολιτικού σκηνικού με εκλογές και επάνοδο στον κοινοβουλευτισμό. Το βασικό εμπόδιο στο σχέδιο αυτό ήταν η άνοδος των αντιβενιζελικών Ελευθεροφρόνων υπό τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος είχε συσπειρώσει το παλαιό αντιβενιζελικό πολιτικό ακροατήριο και ακολουθούσε αδιάλλακτη πολιτική έναντι της Επανάστασης απορρίπτοντας κάθε συνεννόηση.

Ο Ζαΐμης με την ενωτική του στάση προβλήθηκε ως το κατάλληλο πρόσωπο για να γεφυρώσει το χάσμα και η Επαναστατική Επιτροπή τού έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ώστε να διεξαγάγει τις εκλογές, ενώ θα δημιουργούσε ένα νέο κόμμα που θα υπερέβαινε τον ∆ιχασμό. Το νέο κόμμα θα είχε την υποστήριξη των Φιλελευθέρων, ανεξάρτητων αντιβενιζελικών και της Επανάστασης με μεικτούς εκλογικούς συνδυασμούς πολιτευτών από όλες τις παρατάξεις. Η κίνηση του Ζαΐμη αμέσως υποστηρίχθηκε όχι μόνο από τους αντιβενιζελικούς Χαρίλαο, Ζαβιτσιάνο, ∆εμερτζή, Γ. Ράλλη και τα κόμματά τους, αλλά και από πολλές ανεξάρτητες αντιβενιζελικές προσωπικότητες (Πωπ, Μερκούρης, Ευταξίας και Τριανταφυλλάκος). Επίσης, σύμφωνα με τον Πιπινέλη, την κίνηση Ζαΐμη στήριξε παρασκηνιακά και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, καθώς αντιλαμβανόταν ότι ένας συμβιβασμός μεταξύ των δύο παρατάξεων θα στερέωνε το Στέμμα του (Παναγιώτης Ν. Πιπινέλης, Γεώργιος Β΄(1890-1947), Ariston, Αθήνα 2017, σ. 80).
Το σενάριο αυτό, όμως, δυσαρέστησε τους περισσότερους αδιάλλακτους αντιβενιζελικούς αδιακρίτως κομματικής τοποθετήσεως, που δεν ήθελαν καμία συνδιαλλαγή με την Επαναστατική Κυβέρνηση που είχε εκτελέσει τους Έξι. Αλλά και ο ίδιος ο Ζαΐμης δεν συγκέντρωνε εκείνη την εποχή πολλές συμπάθειες στις τάξεις του αντιβενιζελισμού, λόγω της αμφιλεγόμενης και επαμφοτερίζουσας πολιτικής του προϊστορίας κατά τον Εθνικό ∆ιχασμό. Έτσι ο Μεταξάς τορπίλισε μάλλον εύκολα την πιθανότητα αντιβενιζελικής υποστήριξης του Ζαΐμη, χαρακτηρίζοντας την παρουσία του ως ένα τέχνασμα των βενιζελικών για να διασπάσουν τον αντίπαλό τους, ενώ υπενθύμισε ότι ο Ζαΐμης είχε μεγάλες ευθύνες ως πρωθυπουργός για την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου το 1917.
Στα τέλη Αυγούστου, σχεδόν όλοι οι αντιβενιζελικοί πολιτευτές που είχαν στηρίξει τον Ζαΐμη και την προσέγγιση με την Επαναστατική Επιτροπή, αντιλαμβανόμενοι τη δυσαρέσκεια της αντιβενιζελικής κοινής γνώμης, αναγκάστηκαν να πάρουν αποστάσεις από την πρωτοβουλία. Ο Μεταξάς, με εγγραφή στο ημερολόγιό του, πανηγύριζε για την εξέλιξη, καθώς θεωρούσε (ορθά) ότι με την αποτυχία Ζαΐμη είχε απαλλαγεί μεμιάς και από τα νέα αντιβενιζελικά κόμματα που έτειναν να δημιουργηθούν: «Ξεπεσμός Ζαΐμη και παλαιοκομματικών. Πλήρης αποτυχία των. Απηλλάγην από αυτούς και την νέαν κίνησιν» (Ιωάννης Μεταξάς, Το προσωπικό του Ημερολόγιο, τόμος Γ1, Γκοβόστης, εγγραφή 7ης Αυγούστου 1923). Αλλά και ο ίδιος ο Ζαΐμης οδήγησε τις διαπραγματεύσεις του με την κυβέρνηση Γονατά σε αδιέξοδο, αντιλαμβανόμενος ότι η κίνησή του δεν έβρισκε την απαιτούμενη απήχηση στην αντιβενιζελική κοινή γνώμη και στο σύνολο του πολιτικού κόσμου. Το ναυάγιο με τον Ζαΐμη προβλημάτισε έντονα την Επανάσταση και τόσο ο βενιζελικός δήμαρχος Αθηναίων Φωκίων Νέγρης όσο και ο ∆. Λαμπράκης ζήτησαν από τον Βενιζέλο να επέμβει προσωπικά στον Ζαΐμη, με τον οποίο διατηρούσε επαφή, ώστε να μη ματαιωθεί οριστικά η μελετώμενη πολιτική λύση.

Από τις εργώδεις προσπάθειες της Επανάστασης να προχωρήσει η πρωτοβουλία Ζαΐμη, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι επιδίωκε έναν συμβιβασμό, καθώς την ανησυχούσε η εκ νέου συσπείρωση των αντιβενιζελικών και η άνοδος του Μεταξά. Και αυτό γιατί υπέφωσκε ο φόβος για αντίποινα των αντιβενιζελικών εναντίον των στρατιωτικών ηγετών της Επανάστασης για την εκτέλεση των Έξι αν καταλάμβαναν την εξουσία. Φαίνεται πάντως ότι η πολιτική ηγεσία των Φιλελευθέρων δεν μοιραζόταν τις ίδιες ανησυχίες με τους ηγέτες της Επανάστασης, που ίσως άλλωστε να μην την αφορούσαν, ενώ και ο Βενιζέλος τορπίλισε διακριτικά την πρωτοβουλία Ζαΐμη, αρνούμενος στους Νέγρη και Λαμπράκη να τη στηρίξει ή να προτρέψει τους πολιτευτές των Φιλελευθέρων να τη στηρίξουν, ίσως γιατί κάτι τέτοιο θα εμπόδιζε τα μύχια σχέδιά του για επιστροφή στην Ελλάδα.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1923, ο Ζαΐμης οριστικά δήλωσε αποχή από τις εκλογές και οριστική αποχώρηση από την πολιτική. Μετά το αντιβενιζελικής χροιάς αποτυχημένο κίνημα Γαργαλίδη-Λεοναρδόπουλου, ο Ζαΐμης τήρησε επιφυλακτική στάση έναντι της πρωτοβουλίας καθιέρωσης της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας. Μάλιστα, μετά το αιματηρό αντιβενιζελικό συλλαλητήριο της 9ης ∆εκεμβρίου 1923 με τους 15 νεκρούς βασιλόφρονες διαδηλωτές, ο Ζαΐμης δήλωσε αντίθετος στη σχεδιαζόμενη πολιτειακή μεταβολή, καθώς αυτή δεν ήταν αποδεκτή από ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού (Ιωάννης Β. ∆ασκαρόλης, Το αιματηρό συλλαλητήριο της 9ης ∆εκεμβρίου 1923 – Η ∆ύση της Βασιλείας στην Ελλάδα, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2024, σ. 127).
Πρωθυπουργός σε κυβερνήσεις συνεργασίας
Κοινή αποδοχή, αλλά περιορισμένες πρωτοβουλίες.
Στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, οι δύο μεγάλοι πολιτικοί προσανατολισμοί, βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί, αναδείχθηκαν ισόπαλοι λόγω του αναλογικού εκλογικού συστήματος. Εκ των πραγμάτων, προβλήθηκε η ιδέα σχηματισμού οικουμενικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων, για την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων της χώρας και ως πρόσωπο κοινής αποδοχής για την πρωθυπουργία προκρίθηκε από όλες τις πλευρές ο Αλέξανδρος Ζαΐμης.
Ο Ζαΐμης ήταν, εκείνη την εποχή, μια πολιτική προσωπικότητα κοινής αποδοχής, με μεγάλη πολιτική εμπειρία από τις προηγούμενες θητείες του στον πρωθυπουργικό θώκο, ενώ ήταν γνωστός υποστηρικτής του κατευνασμού των παθών του Εθνικού ∆ιχασμού. Η οικουμενική κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη, που τελικά σχηματίστηκε στις 4 ∆εκεμβρίου 1926, είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα και ένα μεγάλο μειονέκτημα. Το πλεονέκτημά της ήταν ότι στη σύνθεσή της διέθετε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς (Καφαντάρης, Μιχαλακόπουλος, Παπαναστασίου, Τσαλδάρης, Μεταξάς), κάτι που σήμαινε ότι, εκτός από αυξημένο γόητρο στην κοινή γνώμη, το υπουργικό συμβούλιο διέθετε την πολιτική δύναμη να αποφασίζει άμεσα πολιτικές που εξασφάλιζαν αυτόματα και τη συγκατάθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας της Βουλής. Το μεγάλο μειονέκτημα της κυβέρνησης ήταν η έλλειψη ενός ηγέτη με ευρύτερο κύρος, που σε κάποιες περιπτώσεις χρειαζόταν ώστε να επιβληθεί στους πολιτικούς αρχηγούς και έτσι να επιταχυνθεί το κυβερνητικό έργο.

Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του αλλά και επειδή δεν ήταν εκλεγμένος, ο Ζαΐμης αδυνατούσε να επιβληθεί στους υπουργούς του, οι οποίοι ήταν οι περισσότεροι ανεξάρτητοι αρχηγοί πολιτικών κομμάτων με μεγάλες πολιτικές φιλοδοξίες, και έτσι αδυνατούσε να πάρει πολιτικές πρωτοβουλίες και να κατευθύνει στοιχειωδώς το κυβερνητικό έργο. Επίσης, ήταν σαφές ότι είχε πολύ περιορισμένη επιρροή στους βενιζελικούς πολιτικούς αρχηγούς, που έτειναν να τον περιορίσουν σε έναν διακοσμητικό ρόλο, χωρίς περιθώρια πρωτοβουλιών. Σε ύστερο χρόνο, ο Βενιζέλος σε ιδιωτική του επιστολή χαρακτήρισε ως «λίαν αποτυχημένη» τη θητεία Ζαΐμη, χαρακτηρίζοντας τον ίδιο ως «ομοίωμα προέδρου» (ΕΛΙΑ, Αρχείο Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, φάκ. 1.4, επιστολή Βενιζέλου προς Λουκά Κανακάρη-Ρούφο, 28ης Νοεμβρίου 1935).
Στις 4 Ιανουαρίου 1927, ο Ζαΐμης έδωσε συνέντευξη στην Καθημερινή, όπου σκιαγράφησε τις βασικές προτεραιότητες της νέας του κυβέρνησης: ισοσκελισμός του κρατικού προϋπολογισμού, οικονομική περισυλλογή με περικοπές δαπανών, ρύθμιση του στρατιωτικού ζητήματος των αποτάκτων, αποκατάσταση της ψυχικής ενότητας των Ελλήνων και ψήφιση νέου συντάγματος.
Ο Ζαΐμης ανέπτυξε ελάχιστη δραστηριότητα στον συντονισμό του κυβερνητικού έργου και δεν έλαβε σχεδόν καμία πρωτοβουλία σε κανέναν τομέα άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής. Πρωταγωνίστησε όμως σε όλες τις διαδοχικές πολιτικές κρίσεις που προέκυπταν λόγω διενέξεων μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος και των βενιζελικών κομμάτων σε όλη τη διάρκεια του βίου της (ενδεικτικά: κρίση με τα δελτία πληροφοριών του Α΄ Σώματος Στρατού, κρίση στη Χωροφυλακή, ζήτημα Πάγκαλου, ζήτημα διορισμού Νικολάου Πολίτη). Η πυροσβεστική επέμβαση του Ζαΐμη σε όλες αυτές τις διενέξεις έγινε με μεγάλη λεπτότητα και με εποικοδομητικό και εφευρετικό πνεύμα τόσο προς τον Παναγή Τσαλδάρη όσο και προς τους βενιζελικούς πολιτικούς αρχηγούς, σώζοντας την Οικουμενική από μια πρώιμη διάσπαση, που θα είχε δυσμενείς συνέπειες τόσο στο εσωτερικό όσο και στη διεθνή θέση της χώρας (Ιωάννης Β. ∆ασκαρόλης, Μεταξάς εναντίον Τσαλδάρη – Η άγνωστη αντιβενιζελική σύγκρουση (1924-1928), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2024, σσ. 125-138).
Κατά την κορύφωση της πολιτικής κρίσης του καλοκαιριού του 1927, λόγω της επικείμενης αποχώρησης του Λαϊκού Κόμματος από την οικουμενική κυβέρνηση, ο Ζαΐμης άσκησε όλη του την επιρροή για να αποφύγει αυτό το ενδεχόμενο. Η κρίση είχε προέλθει λόγω των διαπραγματεύσεων μιας επιτροπής υπό τον υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Καφαντάρη με παράγοντες της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη για την εξασφάλιση δανείων για τη χώρα. Ο Τσαλδάρης, με επιστολή του στον Ζαΐμη, εμφάνισε τον εαυτό του μειωμένο από την αρνητική στάση του Καφαντάρη να παρέχει τα ζητούμενα οικονομικά στοιχεία αλλά και εξηγήσεις για τις συμφωνίες της Γενεύης. Για τον λόγο αυτόν, ο Τσαλδάρης κήρυξε αποχή από τις εργασίες του Υπουργικού Συμβουλίου μέχρι να ικανοποιηθούν αυτά που ζητούσε, αλλά ο Ζαΐμης τού ζήτησε να παραμείνει στην κυβέρνηση, υποσχόμενος την ικανοποίηση όλων των αιτημάτων του (Ίδρυμα Κωνσταντίνου Καραμανλή, Αρχείο Παναγή Τσαλδάρη, φάκ. 1Α.5, έγγραφο 5/4, επιστολή Ζαΐμη προς Τσαλδάρη, 30ής Ιουλίου 1927). Αυθημερόν ο Ζαΐμης επικοινώνησε με τον Καφαντάρη και άσκησε όλη του την επιρροή ώστε αυτός να δεχτεί να παράσχει εξηγήσεις και στοιχεία από μηδενικής βάσης. Αυθημερόν, την 1η Αυγούστου 1927, ο Καφαντάρης αποδέχτηκε τις θέσεις Ζαΐμη, στέλνοντας όλα τα έγγραφα που είχε ζητήσει ο Τσαλδάρης, ενημερώνοντας σχετικά και τον Ζαΐμη.

Οι εργώδεις προσπάθειες του Ζαΐμη δεν κατάφεραν τελικά να αποσοβήσουν την κυβερνητική διάσπαση. Ο Τσαλδάρης επικαλέστηκε ως αφορμή το ζήτημα της κυριότητας των καλυμμάτων σε χρυσό της Εθνικής Τράπεζας, ένα περίπλοκο ζήτημα τεχνοκρατικής φύσης. Η απόφαση του Τσαλδάρη όμως είχε βαθύτερα αίτια και είχε ήδη δρομολογηθεί αρκετές εβδομάδες πριν, καθώς οι αδιάλλακτοι αντιβενιζελικοί βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος δεν επιθυμούσαν τον συμβιβασμό με τους βενιζελικούς και σχεδίαζαν ακόμα και τη διάσπασή του.
Στη συνέχεια, ο Ζαΐμης παρέμεινε πρωθυπουργός σε όλες τις κυβερνήσεις συνεργασίας της περιόδου 1927-1928, τόσο σε αυτή του Ευρέος Συνασπισμού (Καφαντάρης-Μιχαλακόπουλος-Μεταξάς-Παπαναστασίου), που σχηματίστηκε στις 17 Αυγούστου 1927, όσο και στην επόμενη Στενότερου Συνασπισμού μετά την αποχώρηση του Παπαναστασίου της 16ης Φεβρουαρίου 1928, αλλά και σε αυτή του Ιουνίου του 1928, που είχε στη σύνθεσή της μόνο τα κόμματα των Καφαντάρη και Μεταξά και άντεξε μέχρι την 4η Ιουλίου 1928. Σε όλη αυτή την περίοδο, ο Ζαΐμης περιορίστηκε στα τυπικά του καθήκοντα, καθώς οι κυβερνήσεις αυτές ήταν πιο αρραγείς και οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων λύνονταν με αμοιβαίους συμβιβασμούς, προέδρευε τυπικά στα υπουργικά συμβούλια, χωρίς όμως να εκφέρει γνώμη για την ακολουθητέα πολιτική.
Από την προεδρία της Αβασίλευτης Δημοκρατίας στην Παλινόρθωση
Παθητικός υπερασπιστής του πολιτεύματος.
Μετά την επιστροφή του Ελευθερίου Βενιζέλου στην κεντρική πολιτική σκηνή και τον εκλογικό του θρίαμβο στις εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928, ο Ζαΐμης εξελέγη αριστίνδην γερουσιαστής στις 20 Μαΐου 1929, λαμβάνοντας 264 ψήφους προτίμησης από τον εκλογικό σύλλογο Βουλής και Γερουσίας. Στις 22 Μαΐου 1929, ο Ζαΐμης, λόγω και του αυξημένου πολιτικού του κύρους, εξελέγη πρόεδρος της Γερουσίας, λαμβάνοντας 85 ψήφους σε σύνολο 94 ψηφισάντων. Τόσο η επιλογή Ζαΐμη όσο και αυτή του Αθανασίου Ευταξία για μέλη της Γερουσίας ερμηνεύτηκαν (και όντως ήταν) ως συμφιλιωτικές ενέργειες του Βενιζέλου προς τον αντιβενιζελισμό (Θανάσης ∆ιαμαντόπουλος, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός της Ιστορίας, σ. 343).
Στις 9 ∆εκεμβρίου 1929, ο Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης παραιτήθηκε από το αξίωμά του για λόγους υγείας και, βάσει των σχετικών διατάξεων του συντάγματος, κλήθηκε να τον αντικαταστήσει προσωρινά ο Ζαΐμης. Ο Βενιζέλος συνεκάλεσε συμβούλιο των κορυφαίων πολιτικών της εποχής (Παπαναστασίου, Τσαλδάρης, Καφαντάρης, Μιχαλακόπουλος, Ζαβιτσιάνος, Π. Αργυρόπουλος, που εκπροσωπούσε τον Γεώργιο Κονδύλη) στις 12 ∆εκεμβρίου 1929, όπου πρότεινε ο νέος Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας να είναι ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, ως πρόσωπο κοινής αποδοχής. Όλοι όμως οι υπόλοιποι πολιτευτές, πλην των Τσαλδάρη και Μιχαλακόπουλου, υπέδειξαν ως βέλτιστη λύση αρχικά τον ίδιο τον Βενιζέλο και, μετά την κάθετη άρνησή του, τον Γεώργιο Καφαντάρη, ώστε να αποκτήσει κύρος και να ενισχυθεί ο θεσμός του Προέδρου της ∆ημοκρατίας.

Ο Βενιζέλος επηρεάστηκε από αυτές τις τοποθετήσεις και φάνηκε να καταλήγει στον Καφαντάρη, στον οποίο απέστειλε σχετική επιστολή στις 13 ∆εκεμβρίου, ζητώντας του να συμφιλιωθούν και να συνεργαστούν για το καλό του τόπου. Ο Καφαντάρης απάντησε αυθημερόν αποδεχόμενος, τηρώντας όμως περήφανη στάση έναντι του ισχυρού συνομιλητή του στη διατύπωση της απαντητικής του επιστολής. Ο Βενιζέλος φάνηκε ευχαριστημένος από την επιστολή και τη διευθέτηση του ζητήματος, όμως το περιβάλλον του (Βασίλειος Σκουλάς, Έλενα Βενιζέλου) τον έπεισε ότι η απάντηση Καφαντάρη ήταν υποτιμητική για τον ίδιο και τον επηρέασε να επιλέξει τελικά τον Ζαΐμη (Γρηγόριος ∆αφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, τόμος Β΄, Κάκτος, Αθήνα 1999, σσ. 22-25).
Έτσι, λόγω αυτού του παρασκηνίου, ο Ζαΐμης εξελέγη νέος Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας σε ψηφοφορία κοινής συνεδρίασης Γερουσίας και Βουλής (έλαβε 257 σε σύνολο 370 ψήφων). Κατά την γνώμη μου, η εκλογή Ζαΐμη το 1929 ήταν το πρώτο (αφανές τότε) σοβαρό χτύπημα κατά της Αβασίλευτης, καθώς η επιλογή ενός παλαιού αντιβενιζελικού πολιτευτή φανέρωνε τη διστακτικότητα των βενιζελικών για το νέο πολίτευμα. Επίσης, ο Ζαΐμης, στην ηλικία των 75 ετών, δεν διέθετε το σφρίγος και τον δυναμισμό να προσφέρει στη στερέωση του νέου πολιτεύματος, αλλά ούτε είχε τη διάθεση να το υπερασπιστεί σε περίπτωση αμφισβήτησής του, λόγω της αντιβενιζελικής και βασιλόφρονος προϊστορίας του.
Μετά την επίσημη, ανεπιφύλακτη αναγνώριση της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας από τον Τσαλδάρη, έτσι ώστε να του επιτρέψει ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος να αναλάβει την πρωθυπουργία, ο Ζαΐμης, με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, θεώρησε το πολιτειακό ζήτημα λήξαν. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε ομαλά με τις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν υπό τον Τσαλδάρη, αλλά η επανεκλογή του το 1934 έγινε αντικείμενο έντονης διαπραγμάτευσης Βενιζέλου και Τσαλδάρη, κάτι που τον δυσαρέστησε σφοδρά (Καθημερινή, 12.7.1934). Ο Βενιζέλος βρισκόταν στην Κρήτη για λόγους ασφαλείας μετά την απόπειρα δολοφονίας εις βάρος του στη Λεωφόρο Κηφισίας, ενώ η χώρα βρισκόταν στο χείλος του εμφυλίου. Ο Βενιζέλος, για να μην εμποδίσει την επανεκλογή Ζαΐμη που επιδίωκε πάση θυσία ο Τσαλδάρης, ζητούσε την κατάργηση του νέου εκλογικού νόμου, του οποίου οι διατάξεις θα έδιναν, εκτός απροόπτου, την απόλυτη πλειοψηφία στους αντιβενιζελικούς στις επόμενες εκλογές. Ο Τσαλδάρης ήθελε να συμβιβαστεί, ρυθμίζοντας την πολιτειακή εκκρεμότητα, αλλά πιεζόταν από τον αδιάλλακτο Κονδύλη, που απειλούσε ότι θα αποχωρούσε από την κυβέρνηση αν υποχωρούσε η κυβέρνηση. Τελικά, ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε μετά από επέμβαση μελών της Γερουσίας ήταν η κυβέρνηση να υποσχεθεί ότι θα απέσυρε τον εκλογικό νόμο έναν μήνα μετά την εκλογή Ζαΐμη.

Στις 19 Οκτωβρίου 1934 συνεδρίασαν τα δύο νομοθετικά σώματα, Βουλή και Γερουσία, και ο Ζαΐμης εξελέγη Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας, με 197 ψήφους σε σύνολο 368. Μετά από υπόδειξη του Βενιζέλου, οι βενιζελικοί προσήλθαν ώστε να υπάρξει απαρτία, αλλά έριξαν στην κάλπη λευκά ψηφοδέλτια. Η επανεκλογή Ζαΐμη αποτέλεσε μια (ακόμα) μεγάλη νίκη της κυβέρνησης Τσαλδάρη, που απέφυγε τον πολιτειακό σκόπελο πρακτικά χωρίς να υποκύψει στον εκβιασμό του Βενιζέλου. Ο ίδιος ο Βενιζέλος έπνεε μένεα κατά του Ζαΐμη, τον οποίο κατηγορούσε ότι, με την απουσία του από τις εξελίξεις, είχε καταστήσει τον θεσμό που εκπροσωπούσε κενό περιεχομένου (Καθημερινή, 21.9.1934).
Αλλά και με τη στάση του στη συνέχεια, ο ίδιος ο Ζαΐμης απέδειξε ότι δεν είχε ιδιαίτερους δεσμούς ούτε με τον βενιζελισμό ούτε καν με το πολίτευμα του οποίου ήταν εγγυητής. Και αυτό γιατί καταδίκασε απερίφραστα το βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, υπέγραψε ανενδοίαστα την επιβολή του Στρατιωτικού Νόμου (Καθημερινή, 4.3.1935), ενώ με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, λίγες ημέρες μετά, έδωσε συγχαρητήρια στις ένοπλες δυνάμεις για την κατάπνιξή του. Στο ίδιο διάγγελμα έδινε τη βαρυσήμαντη διαβεβαίωση ότι η Αβασίλευτη ∆ημοκρατία δεν κινδύνευε, ζητώντας από τους πολίτες να μην ανησυχούν και να γυρίσουν στις ειρηνικές τους ασχολίες.
Επίσης, όταν πλέον το ζήτημα της Παλινόρθωσης μπήκε στη δημόσια συζήτηση τον Μάιο του 1935, με τις σχετικές δηλώσεις των Μεταξά και Κονδύλη, ο ίδιος δεν έκανε καμία παρέμβαση υπέρ του πολιτεύματος του οποίου υποτίθεται ήταν εγγυητής. Αρκέστηκε μόνο στις 13 Σεπτεμβρίου 1935 να δηλώσει στον Τσαλδάρη ότι επιθυμούσε την οριστική εξομάλυνση της κατάστασης με ένα αδιάβλητο πολιτειακό δημοψήφισμα (Καθημερινή, 14.10.1935). Ο Γεώργιος Παπανδρέου, εκπροσωπώντας τον βενιζελισμό, με επιστολή του στις 12 Σεπτεμβρίου 1935, ζήτησε από τον Ζαΐμη να προστατεύσει το πολίτευμα του οποίου ήταν εγγυητής και να παραιτηθεί, καταγγέλλοντας όσους βυσσοδομούσαν κατά της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας.

Ο Ζαΐμης, παρά τη σχετική φημολογία (Καθημερινή, 19.8.1935), δεν παραιτήθηκε, αλλά τήρησε παθητική στάση, καθώς ίσως διέκρινε ότι οποιαδήποτε πρωτοβουλία του δεν θα άλλαζε έτσι και αλλιώς τη φορά των εξελίξεων. Ο ίδιος πάντως υποστήριξε με δηλώσεις του τη συνεννόηση μεταξύ των δύο πολιτικών μερίδων ως απαραίτητη συνθήκη για την ειρήνευση του τόπου (Καθημερινή, 12.10.1935). Η τελική κατάλυση της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας, στις 10 Οκτωβρίου 1935, βρήκε τον Ζαΐμη να ασκεί τα καθήκοντά του (είχε υπογράψει κανονικά τους νόμους του κράτους μέχρι την 9η Οκτωβρίου), καθώς δεν είχε ενημερωθεί επισήμως για τη μεταβολή που αποφασίστηκε στην Ε΄ Εθνοσυνέλευση. Την επομένη, ο Γεώργιος Κονδύλης, που είχε οριστεί εκτός από πρωθυπουργός και αντιβασιλέας, συνοδευόμενος από τους Ιωάννη Θεοτόκη (Εσωτερικών) και Κ. Μαυρομιχάλη (Συγκοινωνίας), μετέβη στο Παλαιό Φάληρο για να ενημερώσει επισήμως τον Ζαΐμη για τις εξελίξεις, ενώ στο τέλος τον ευχαρίστησε για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στον τόπο. Ο Ζαΐμης στην απάντησή του τόνισε ότι παρέμεινε στη θέση του έως την τελευταία στιγμή γιατί αντιλαμβανόταν την ανάγκη να τηρηθεί η τάξη και ήθελε να συνδράμει με όλες του τις δυνάμεις για τον σκοπό αυτόν (Καθημερινή, 12.10.1935).
Έντεκα μήνες μετά, ο Ζαΐμης μετέβη στη Βιέννη για θεραπεία στα μάτια του, όπου και πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 1936, ενώ κατά τις τελευταίες του στιγμές ζήτησε να αποτεφρωθεί και οι στάχτες του να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Τελικά η τελευταία του επιθυμία δεν ικανοποιήθηκε, καθώς ήταν μόνο προφορική, και η σορός του μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς στην Αθήνα. Ο θάνατος του Ζαΐμη σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής, καθώς ο γηραιός Καλαβρυτινός πολιτικός ήταν ο τελευταίος κορυφαίος εν ζωή πολιτικός της περιόδου πριν από το 1909. Η επιβλητική κηδεία του Αλέξανδρου Ζαΐμη έγινε στις 22 Σεπτεμβρίου 1936 στην Αθήνα με τιμές Αρχηγού Κράτους και μεγάλη λαϊκή προσέλευση, ενώ τον επικήδειο εκφώνησε ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς.


