Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας

«Μήτε θέλω μήτε ζητώ καμμίαν ανταμοιβήν άλλην, ειμή την ευτυχίαν της φίλτατης πατρίδος. Άμποτε να ιδώ την ανόρθωσίν της, και ας ήμαι ο έσχατος ιδιώτης. Με φθάνει αυτή η ανταμοιβή, η ευχαρίστησις δηλαδή της συνειδήσεώς μου, ότι εδούλευσα και εγώ το από μέρος μου όσον το δυνατόν την πατρίδα». Από επιστολή του στον Αλ. Υψηλάντη

μιχαήλ-βόδας-σούτσος-ενας-πρίγκιπα-563466835 Προσωπογραφία του Μιχαήλ (Βόδα) Σούτσου. Ελαιογραφία σε μουσαμά (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Προσωπογραφία του Μιχαήλ (Βόδα) Σούτσου. Ελαιογραφία σε μουσαμά (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).

Την μορφήν του Μιχαήλ Σούτσου διακρίνουσι μέτωπον φαίδιμον [λαμπερό, αστραφτερό], οφθαλμοί χαρωποί, μειδίαμα σταθερώς επικαθήμενον εις τα χείλη και σεμνών χαρακτηριστικών συμμετρία». Γόνος σπουδαίας φαναριώτικης οικογένειας: πατέρας του ήταν ο Γρηγόριος Σούτσος, που υπηρέτησε ως ανώτερος αξιωματούχος («καϊμακάμης») στη Βλαχία, και μητέρα του η Σεβαστή Τεδέσκου. Έχοντας μεγαλώσει και λάβει επιμελημένη μόρφωση στην Αυλή του παππού του Μιχαήλ Σούτσου του πρεσβύτερου, ανέλαβε σε νεαρή ηλικία τη θέση του γραμματέα του θείου του Αλέξανδρου. Από την ίδια θέση υπηρέτησε και τον Ιωάννη Καρατζά την περίοδο που αυτός διετέλεσε μεγάλος διερμηνέας (1806-1808). Η σχέση αυτή μάλιστα εμβαθύνθηκε περισσότερο όταν ο Σούτσος παντρεύτηκε την κόρη του Ρωξάνη ή Λωξάνδρα. Τα χρόνια που ο Καρατζάς τοποθετήθηκε στον θρόνο της Βλαχίας (1812-1818), ο Σούτσος διορίστηκε αρχικά αντιπρόσωπός του στην Υψηλή Πύλη, κατόπιν ανέλαβε διερμηνέας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1817-1819), ενώ έγινε και μέλος του Ανώτατου Μυστικοσυμβουλίου του Μαχμούτ Β΄ (ανώτατου συλλογικού κυβερνητικού οργάνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Μάλιστα, η συμμετοχή του σε αυτό ήταν γεγονός πρωτοφανές στην ιστορία του οθωμανικού κράτους, καθώς για πρώτη φορά ένας χριστιανός γινόταν μέλος του. Παράλληλα με τα καθήκοντά του έδειξε ιδιαίτερη φροντίδα για τα συμφέροντα των Ελλήνων. Ιδιαίτερα το 1816 παρενέβη υπέρ των δικαιωμάτων των Ορθοδόξων επί του Ναού του Παναγίου Τάφου. Ο ναός είχε πυρποληθεί από τους Καθολικούς, που διεκδικούσαν τα δικαιώματά του, και ο Σούτσος έπεισε τον σουλτάνο να αναθέσει την ανοικοδόμηση στον αρχιτέκτονα Κομνηνό. Το 1819 ανέβηκε στον θρόνο της Μολδαβίας, όπου παρέμεινε έως την Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Τον Νοέμβριο του επόμενου έτους μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και ενίσχυσε τις προσπάθειές της. Μετά την ανεπιτυχή έκβαση της Επανάστασης, ο Σούτσος κατέληξε στην Ελβετία, όπου ανέπτυξε πολυεπίπεδη δράση υπέρ του Αγώνα. Ήταν μάλιστα μεταξύ των πιθανών υποψηφίων για τη θέση του κυβερνήτη πριν από την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια. Κατά την Καποδιστριακή περίοδο υπηρέτησε σε δημόσια αξιώματα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ ανάλογες θέσεις κατέλαβε και επί Όθωνα έως την επανάσταση του 1843, στην προετοιμασία της οποίας συνέβαλε.

Μια φαναριώτικη οικογένεια

Ένας από τους Έλληνες που διέπρεψαν στην πολιτική και τη διπλωματία, στελεχώνοντας καίριες θέσεις της οθωμανικής διοίκησης.

Με καταγωγή από παλαιά και σπουδαία οικογένεια Φαναριωτών, ο Μιχαήλ Σούτσος δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση και να μην ασχοληθεί με την πολιτική, τη διοίκηση και τη διπλωματία, τομείς στους οποίους είχαν επίσης σταδιοδρομήσει πολλά μέλη της. Ο όρος «Φαναριώτες» αναφέρεται στην τάξη των Ελλήνων αρχόντων της Κωνσταντινούπολης, η οποία μετά την Άλωση εγκαταστάθηκε στην περιοχή γύρω από το Πατριαρχείο, στη συνοικία Φανάρι, από την οποία πήρε το όνομά της. ∆ιαμορφώθηκε κυρίως μέσα από επιγαμίες μελών της παλαιάς βυζαντινής αριστοκρατίας με μέλη αρχοντικών βυζαντινών οικογενειών που προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας (π.χ. Τραπεζούντα), αλλά και με μέλη οικογενειών εύπορων εμπόρων από τα νησιά του Αιγαίου (κυρίως τη Χίο).

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-1
Η Μονή Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο, σε χαρακτικό του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Εδώ, στις 24 Φεβρουαρίου 1821, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κήρυξε την έναρξη της Επανάστασης (Alamy/Visualhellas.gr).

Χάρη στην έντονη δραστηριότητά τους στους τομείς του εμπορίου και της βιοτεχνίας, οι Φαναριώτες διέπρεψαν οικονομικά και ανέπτυξαν δεσμούς με τη ∆υτική Ευρώπη, όπου και σπούδασαν. Η παραμονή τους εκεί τους κατέστησε πολύγλωσσους και απαραίτητους για τον διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς οι Οθωμανοί στερούνταν υψηλής καλλιέργειας και ήταν αρνητικοί στην εκμάθηση ξένων γλωσσών.

Τα πλούσια προσόντα τους αποτέλεσαν διαβατήριο για την ανάληψη ποικίλων διπλωματικών αποστολών και την κατάληψη σημαντικών αξιωμάτων με δικαιοδοσία σε όλη την αυτοκρατορία. Μεταξύ αυτών, το αξίωμα του μεγάλου διερμηνέα (δραγουμάνος) της Υψηλής Πύλης, το οποίο μονοπωλήθηκε από Φαναριώτες από τα τέλη του 17ου αιώνα έως την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Ο πρώτος που διορίστηκε μεγάλος δραγουμάνος ήταν ο Παναγιώτης Νικούσιος, γόνος οικογένειας από την Τραπεζούντα. Στην αρχή του 18ου αιώνα δημιουργήθηκε μία ακόμα σημαντική θέση στην κρατική ιεραρχία, αυτή του δραγουμάνου του στόλου. Την ίδια εποχή οι Φαναριώτες απέκτησαν ακόμα μεγαλύτερη εξουσία, όταν ανέλαβαν τη διοίκηση των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών ως πρίγκιπες της Βλαχίας και της Μολδαβίας.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-2
Άποψη της Κωνσταντινούπολης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Έργο του W. Dunin (Alamy/Visualhellas.gr).

Ωστόσο, πέρα από τα αξιώματα στην κρατική ιεραρχία, πολλοί Φαναριώτες κατέλαβαν θέσεις στο Πατριαρχείο, όπου υπηρέτησαν ως μεγάλοι λογοθέτες, ταμίες και γραμματείς. Σταδιακά απέκτησαν σημαντική επιρροή και συμμετείχαν στη διαμόρφωση των ισορροπιών με το οθωμανικό κράτος, καθώς το Πατριαρχείο και ο Πατριάρχης ήταν υπεύθυνοι για τη νομιμοφροσύνη όλων των Ορθοδόξων της αυτοκρατορίας (Ελλήνων, Βουλγάρων, Σέρβων, Αλβανών, Σύριων κ.ά.).

Η μεγάλη πολιτική τους ισχύς λήγει με την έναρξη της Επανάστασης. Οι Φαναριώτες παύονται από τις θέσεις τους, ενώ οικογένειές τους κρύβονται, εκδιώκονται ή δολοφονούνται. Μετά το τέλος του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, πολλές από αυτές φθάνουν στην Ελλάδα. Μεταξύ των πρώτων που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα ήταν οι οικογένειες Μουρούζη, Μαυροκορδάτου, Σούτσου, Αργυρόπουλου κ.ά. Η εγκατάσταση αυτή μπορεί να δηλώνει αφενός την επιθυμία να ζήσουν στο ελεύθερο κράτος, αφετέρου τη φιλοδοξία να γίνουν μέρος της βασιλικής Αυλής, η οποία άρχισε να δημιουργείται μετά τον γάμο του Όθωνα με την Αμαλία και πιο συγκεκριμένα μετά την άφιξή της στην Αθήνα, την άνοιξη του 1837. Οι Φαναριώτες έφεραν ρούχα ευρωπαϊκού τύπου, οι κυρίες μάλιστα προμηθεύονταν τα φουστάνια τους από το Παρίσι. Ίππευαν άλογα με αγγλικές σέλες, γνώριζαν γαλλικά και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες και μιλούσαν την καθαρεύουσα.

Οι Φαναριώτες έχουν κατά καιρούς επικριθεί για την πολιτική τους στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά και για τη στάση τους απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση. Στις Ηγεμονίες, μολονότι ήταν αρχικά αποδεκτοί από τον γηγενή πληθυσμό, η φορολογική τους πολιτική και η τοποθέτηση «ημετέρων» στον κρατικό μηχανισμό προκάλεσαν την αντίδραση της τοπικής αριστοκρατίας (Βογιάροι) και των αγροτών. Πηγές των αρχών του 19ου αιώνα τούς προσάπτουν επονείδιστες συμπεριφορές, όπως ραδιουργίες, διενέξεις μεταξύ οικογενειών, συκοφαντίες για προδοσία, διαφθορά κ.ά. Άλλες πάλι χρησιμοποιούν τη σάτιρα για να στηλιτεύσουν τη στάση τους, όπως ο Ρωσσαγγλογάλλος, όπου παρουσιάζονται ως ιδιοτελείς και αδιάφοροι για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Η στάση τους αμφισβητείται επίσης και στην Ελληνική Νομαρχία, εξίσου με αυτήν των προυχόντων και των εκπροσώπων της Εκκλησίας. Στο ίδιο πνεύμα, ο Μάρκος Ζαλλώνης (ο οποίος σπούδασε Ιατρική στην Ευρώπη και με την ιδιότητα αυτή συναναστράφηκε και γνώρισε από κοντά πολλούς πασάδες, εύπορους Οθωμανούς και Φαναριώτες) εμφανίζεται επικριτικός απέναντί τους, υπογραμμίζοντας ότι υπηρέτησαν την οθωμανική εξουσία, μέσω της οποίας όχι μόνο ζημίωσαν τους Έλληνες, αλλά έγιναν και εχθροί τους. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Καίτοι Έλληνες ουδόλως την Ελλάδα αγαπώσι, καίτοι μη Τούρκοι, τα μάλλον τουρκίζουσιν» και «Φυσικώς λοιπόν ο Φαναριώτης είναι εχθρός του Έλληνος, διότι μόνον ο εχθρός αυτόκλητος κάθηται παρά την τράπεζαν». Όσον αφορά την Επανάσταση δεν τήρησαν ενιαία στάση. Κάποιοι αποστασιοποιήθηκαν, ενώ άλλοι μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχαν στον Αγώνα από διάφορα στρατιωτικά και πολιτικά πόστα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, π.χ. οι Υψηλάντης, Μαυροκορδάτος, Νέγρης, Σούτσος κ.ά.

Υπάρχουν, ωστόσο, μαρτυρίες συγχρόνων που δίνουν μια διαφορετική διάσταση για τους Φαναριώτες. Μεταξύ αυτών ο αρχιμανδρίτης και καθηγητής Θεολογίας Αλέξανδρος Λυκούργος, ο οποίος στον λόγο του στο μνημόσυνο του Σούτσου στον Ναό της Ζωοδόχου Πηγής (4/7/1864) υποστηρίζει ότι από τις θέσεις στις οποίες υπηρέτησαν φρόντιζαν πάντα για τα δίκαια και τα συμφέροντα του ελληνικού γένους, της Εκκλησίας, αλλά και για την απελευθέρωση της πατρίδας. Σημειώνει επίσης ότι υποστήριξαν την εκπαίδευση, ιδιαίτερα των νέων, ίδρυσαν σχολεία, ενίσχυσαν τον κλήρο, την Εκκλησία και τους λόγιους, διέθεσαν τα χρήματά τους και κάποιοι από αυτούς θυσίασαν ακόμα και τη ζωή τους γι’ αυτόν τον ανώτερο σκοπό. Στους άνδρες αυτούς συγκαταλέγει και τον Μιχαήλ Σούτσο.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-3
Ο Αλέξανδρος (Βόδας) Σούτσος, έργο του St. Soldanesu (1886, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). Διετέλεσε δραγουμάνος του στόλου και διερμηνέας της Υψηλής Πύλης, ηγεμόνας της Μολδαβίας (1801-1802) και ηγεμόνας της Βλαχίας (1818-1821).

Η οικογένεια των Σούτσων κατάγεται από το Σούλι, όπου είχε το όνομα ∆ράκου. Εκείνος που έδωσε το όνομα αυτό στην οικογένεια ήταν ο Πούλιος ∆ράκος, ο οποίος πρωτοστάτησε στις εξεγέρσεις κατά των Οθωμανών στην Ήπειρο και την Ακαρνανία στα τέλη του 16ου αιώνα. Πρόκειται πιθανόν για παρωνύμιο που του αποδόθηκε εξαιτίας της φοβερής ορμής και έντασης που επεδείκνυε στη μάχη. Μολονότι το 1585 κατέλαβε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς την Άρτα, αναγκάστηκε να καταφύγει στο Σούλι μετά το άδοξο τέλος της εξέγερσης. Σύμφωνα με τον ∆ημήτριο Σκαρλάτο Σούτσο, η οικογένεια του ∆ράκου ήταν ένας κλάδος της ευρύτερης οικογένειας που εκτεινόταν από το Μαυροβούνιο έως τα νοτιοδυτικά της Πελοποννήσου και την Τριφυλία. Όταν η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, άλλαξε το όνομά της σε Σούτσου. Ωστόσο, για αρκετές γενεές χρησιμοποιούσε παράλληλα και το πρώτο της όνομα (∆ράκου-Σούτσου), προτού επικρατήσει τελικά το Σούτσου.

Προπάππους του Μιχαήλ ήταν ο σπαθάριος ∆ράκος Σούτσος, ο οποίος υπηρέτησε τον Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο ως επίτροπός του στην Πύλη. Παράλληλα διετέλεσε διερμηνέας (δραγουμάνος) του οθωμανικού στόλου, παραχωρώντας προνόμια στα ελληνικά νησιά. Είχε τρεις γιους, τον Νικόλαο, τον Μιχαήλ τον πρεσβύτερο (παππού του Μιχαήλ) και τον ∆ημήτριο Σούτσο Κεβάπη. Ο παππούς του Μιχαήλ ήταν ηγεμόνας της Βλαχίας τις περιόδους 1783-1786, 1791-1793 και 1801-1802 και της Μολδαβίας μεταξύ 1793 και 1795. Ο γιος του Νικολάου, πρωτότοκου γιου του ∆ράκου Σούτσου, ο Αλέξανδρος, διετέλεσε δραγουμάνος μεταξύ 1799 και 1801, ηγεμόνας της Μολδαβίας (1801-1802) και της Βλαχίας (1802, 1806, 1818-1821). Μαζί με τον Κωνσταντίνο Σούτσο Κεβάπη, γιο του ∆ημητρίου, τριτότοκου γιου του ∆ράκου, προετοίμασαν τη συνθήκη μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την οποία δημιουργήθηκε η Επτάνησος Πολιτεία (1800-1807), που ήταν το πρώτο ημιαυτόνομο ελληνικό κρατίδιο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-4
Η Υψηλή Πύλη στο παλάτι Τοπκαπί στην Κωνσταντινούπολη. Από την έκδοση του John Cam Hobhouse, Lord Broughton, A Journey through Albania, and other provinces of Turkey in Europe and Asia… 1813 (Alamy/Visualhellas.gr).

Κατά τον καθηγητή Θεολογίας Κωνσταντίνο Κοντόγονο, η οικογένεια των Σούτσων δεν ήταν σημαντική μόνο λόγω της κοινωνικής της θέσης και των υψηλόβαθμων αξιωμάτων που κατέλαβαν διαχρονικά τα μέλη της. Το χαρακτηριστικό που την έκανε σπουδαία ήταν η γνήσια και ανόθευτη αγάπη για την πατρίδα, υπέρ της οποίας θυσιάστηκαν δύο μέλη της. Ο Νικόλαος Σούτσος, που κατείχε τη θέση του μεγάλου διερμηνέα, εκτελέστηκε με την κατηγορία της συνωμοσίας (βασισμένη σε ενοχοποιητικές επιστολές) για την επανάσταση στην Πελοπόννησο το 1769 και ο θείος του Μιχαήλ, ο Αλέξανδρος, που υπηρέτησε στην ίδια θέση, θανατώθηκε το 1807.

Η Επανάσταση στη Μολδαβία και ο αφορισμός

Ηγεμόνας της Μολδαβίας και Φιλικός με ζήλο, υπέστη τις συνέπειες της υποστήριξης που παρείχε στον Αγώνα.

Τον Ιούνιο του 1819, ο Μιχαήλ Σούτσος αντικατέστησε τον Σκαρλάτο Καλλιμάχη στον θρόνο της Μολδαβίας. Από τη θέση αυτή επέδειξε σταθερή πίστη και αφοσίωση στον κοινό σκοπό της απελευθέρωσης της πατρίδας. Ο διορισμός του μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός παράγοντας για την κήρυξη της Επανάστασης στη Μολδαβία, καθώς χωρίς την εκεί παρουσία και συνδρομή του ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά που κάνει ο Κωνσταντίνος Κοντόγονος στον επικήδειο λόγο που εκφώνησε στη Μητρόπολη για τον Σούτσο (13/6/1864), ότι η Θεία Πρόνοια φρόντισε να τοποθετηθεί εκεί, καθώς υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Γένους και της απελευθέρωσης της Ελλάδας. Σε επιστολή του στον Υψηλάντη ο Σούτσος αναφέρεται στις προσπάθειές του να υποστηρίξει το Γένος μέσω της παιδείας και της εκπαίδευσης. Μεταξύ άλλων σημειώνει την οικονομική ενίσχυση τεσσάρων ομογενών σπουδαστών στο Παρίσι, την αποστολή χρημάτων στα σχολεία της Πίζας και της Λειψίας, αλλά και την ενθάρρυνση κάθε εκδοτικής δραστηριότητας. Επισημαίνει τέλος ότι εξαιτίας της δράσης του βρισκόταν σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, γεγονός που δυσχέραινε την πολιτική του στη Μολδαβία.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-5
Φανταστική παράσταση του V. Kaltzer στην οποία εικονίζεται ο Αλέξανδρος Υψηλάντης να υψώνει τη σημαία της Ανεξαρτησίας στην κεντρική πλατεία του Ιασίου (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα).

Η μύησή του στη Φιλική Εταιρεία τον Νοέμβριο του 1820, από τον επί των εξωτερικών υποθέσεων υπουργό του («ποστέλνικος») Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό, ήταν ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό γεγονός για την Επανάσταση. Η δράση που ανέπτυξε ήταν πολυεπίπεδη. Συνέδραμε οικονομικά την Εταιρεία με 1.000 χρυσά αυστριακά νομίσματα και αργότερα με 285.000 γρόσια, φροντίζοντας παράλληλα και για την υλική προπαρασκευή της Επανάστασης. Στις συνομιλίες του με τον Φιλικό και Ιερολοχίτη Γεώργιο Λασσάνη, ο οποίος βρισκόταν στο στενό περιβάλλον του Υψηλάντη, του ζήτησε να μεταφέρει στον Υψηλάντη ότι μπορεί να τον θεωρεί «κάσσαν της Εταιρείας» (ταμείο). Από τη θέση του ενθάρρυνε τη δράση της στην επικράτειά του, συμμετείχε ενεργά στις επαναστατικές διεργασίες και αλληλογραφούσε μυστικά με τον Υψηλάντη, καθώς μοιράζονταν τον ίδιο ασίγαστο πόθο για την ελευθερία της πατρίδας. Ο ενθουσιασμός του γι’ αυτόν τον ιερό σκοπό ήταν τέτοιος που «[…] μόνον ένα λόγο του Υψηλάντου εξήτε όπως μετρήση όσα αναγκαιούν χρήματα, χωρίς να εξετάζη διατί […]».

Ωστόσο, ο ζήλος που επεδείκνυε δεν τον εμπόδιζε να αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες του εγχειρήματος. Υπολόγιζε τις δυνάμεις των δύο αντιπάλων και νουθετούσε όσους προσχωρούσαν στο κίνημα του Υψηλάντη προκειμένου να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Τις παραμονές της Επανάστασης, έστειλε τον αδελφό του Κωνσταντίνο να συναντήσει τον πρίγκιπα και να οργανώσει τις κινήσεις των επαναστατών. Μολονότι ο Κωνσταντίνος ήταν νέος, είχε πλήρη γνώση της κατάστασης στη Μολδοβλαχία, τόσο σε οικονομικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Επιστρέφοντας από τη συνάντηση ο Κωνσταντίνος, σε έντονη συναισθηματική φόρτιση, είπε στον αδελφό του: «[…] διά μεγάλην δόξαν και διά μεγάλην καταστροφήν ο Θεός ημάς προόρισε˙ γενηθήτω το θέλημα του Θεού και της πατρίδος […]».

Ανάλογα συναισθήματα πλημμύριζαν και τον Μιχαήλ, ο οποίος σε επιστολή του αναφέρει ότι, εφόσον ο κοινός σκοπός ευοδωθεί και ελευθερωθεί η πατρίδα, δεν επιθυμεί να απολαύσει τίποτε παραπάνω από αυτά που θα έχει κάθε Έλληνας και ότι δεν έχει κανένα ιδιαίτερο συμφέρον να προσποιηθεί πατριωτισμό. Συνεχίζει λέγοντας ότι στην περίπτωση που αποτύχει ο κοινός σκοπός, εκείνος θα υποστεί μεγαλύτερες συνέπειες από άλλους. Ολοκληρώνει επισημαίνοντας ότι το γεγονός αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη απόδειξη για τα αληθινά και ανιδιοτελή του κίνητρα και τα φιλογενή του συναισθήματα.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-6
Ο Γεώργιος Λασσάνης με στολή Ιερολοχίτη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Με την έναρξη της Επανάστασης, ο Σούτσος, προφασιζόμενος την εσωτερική ασφάλεια της ηγεμονίας του, συγκέντρωσε στρατό και πολεμικό υλικό, διόρισε ως αξιωματικούς μέλη της Φιλικής Εταιρείας και εμμέσως έθεσε όλα αυτά στη διάθεση του Υψηλάντη. Όταν αυτός διέβη τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, έσπευσε να τον συναντήσει συνοδευόμενος από την προσωπική του φρουρά. Πέρα από τη διάθεση της φρουράς του, ο Σούτσος υποστήριξε την Επανάσταση με τρόφιμα και πολεμοφόδια, ενώ είχε καθοριστική συμβολή στη συγκρότηση τμήματος Ιππικού προσφέροντας τα περισσότερα άλογα. Απέστειλε επίσης επιστολή στον τσάρο Αλέξανδρο Α΄, αιτούμενος τη συνδρομή του για την προστασία της ηγεμονίας του σε περίπτωση που ο σουλτάνος αποφάσιζε να εισβάλει για να καταστείλει την Επανάσταση. Η κίνηση αυτή ωστόσο δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αφού ο τσάρος αποκήρυξε τον Υψηλάντη και επέτρεψε την είσοδο του οθωμανικού στρατού στη Μολδοβλαχία.

Στις 6 Μαρτίου 1821, ο αδελφός του Μιχαήλ Σούτσου Νικόλαος και ο γαμπρός του Ιωάννης Σχινάς εξαφανίστηκαν. Την επόμενη μέρα έφτασε στην Υψηλή Πύλη η είδηση της Επανάστασης και έγινε γνωστό το περιεχόμενο της προκήρυξης του Υψηλάντη και η συνεργασία του με τον Σούτσο. Η αντίδραση του σουλτάνου ήταν άμεση. Αναθεμάτισε τον Σούτσο, δήμευσε την τεράστια περιουσία που είχε στην Κωνσταντινούπολη και διέταξε την εκτέλεσή του. Ανάλογη τύχη είχαν όλοι οι Φαναριώτες.

Στα μέσα Μαρτίου, η κατάσταση δυσχεράνθηκε για τους επαναστάτες. Οι Οθωμανοί είχαν διακόψει την επικοινωνία του Υψηλάντη με τους υπόλοιπους Έλληνες της Μολδαβίας και ο γηγενής πληθυσμός ήταν αρνητικά διακείμενος προς το κίνημά του, ιδιαίτερα μετά την αποδοκιμασία του από τον τσάρο. Στα τέλη του μήνα ήταν πλέον εμφανές ότι η Επανάσταση είχε αρχίσει να υποχωρεί. Υπό αυτή την εξέλιξη ο Σούτσος, που είχε ήδη κηρυχθεί έκπτωτος από την ανώτερη φεουδαρχική τάξη της Μολδαβίας (Βογιάροι), αναγκάστηκε να φύγει με την οικογένειά του από το Ιάσιο. Πρώτη του στάση ήταν το Σκουλένι και έπειτα το Κισινάου της Ρωσίας, στις 31 Μαρτίου.

Είχε προηγηθεί ο αφορισμός του από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Μετά το τέλος της θείας λειτουργίας της 23ης Μαρτίου, το κείμενο, έχοντας προηγουμένως εγκριθεί από τους εντεταλμένους του σουλτάνου, υπογράφηκε από τον Πατριάρχη και 22 αρχιερείς πάνω στην Αγία Τράπεζα και αναγνώστηκε στους παρευρισκομένους στον ναό. Αντίγραφα εστάλησαν με εξάρχους του Πατριαρχείου σε όλη την αυτοκρατορία, ενώ την κοινοποίησή του στη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου ανέλαβαν τρεις αρχιερείς, καθώς οι περιοχές αυτές κρίθηκαν περισσότερο πιθανές να υποστηρίξουν την Επανάσταση. Ειδικότερα για τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες συντάχθηκε άλλο κείμενο, το οποίο εστάλη στους προξένους στη Μολδοβλαχία, ώστε να διασφαλιστεί η κοινοποίησή του. Στο κείμενο αυτό ο Σούτσος αναφέρεται ως «Κακομιχάλης» και ο Υψηλάντης «Κακοαλέκος». Σύμφωνα με τον αγωνιστή και λόγιο Μιχαήλ Οικονόμου (ο οποίος διετέλεσε και ιδιαίτερος γραμματέας του Θ. Κολοκοτρώνη), οι ιεράρχες προχώρησαν σε αυτή την κίνηση όχι για να γλιτώσουν τον εαυτό τους από τη μήνι των Οθωμανών, αλλά για να προστατέψουν το ποίμνιο σε όλη την αυτοκρατορία από αντίποινα και θηριωδίες.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-7
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος ανατινάζει μαζί με τους συντρόφους του τη Μονή Σέκκου στη Μολδαβία, τον Σεπτέμβριο του 1821. Ήταν η τελευταία στρατιωτική σύγκρουση των ελληνικών δυνάμεων με τους Οθωμανούς στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Λιθογραφία του Peter von Hess (1852, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Στη Ρωσία ωστόσο όπου είχε διαφύγει, ο Σούτσος δεν παρέμεινε πολύ, λόγω των πιέσεων του σουλτάνου για παράδοσή του. Εγκατέλειψε τη χώρα με προορισμό την Ελβετία μέσω αυστριακού εδάφους. ∆ιερχόμενος όμως από εκεί, συνελήφθη και φυλακίστηκε στο Μπρνο της Μοραβίας και στη συνέχεια για τρία χρόνια και εννέα μήνες στην Γκορίτσια της Ίστρια. Όταν αποφυλακίστηκε, παρέμεινε για σύντομο διάστημα στην Ιταλία και από εκεί μετέβη στη Γενεύη, όπου ήρθε σε επαφή με τις φιλελληνικές επιτροπές, με τον Εϋνάρδο και τον Καποδίστρια. Παρά την αποτυχία της Επανάστασης στη Μολδαβία και τη μακρά του περιπέτεια, ο Σούτσος, παραμένοντας σταθερός στις αξίες και τις πεποιθήσεις του, πολλές φορές έλεγε: «Καλώς επράξαμεν εγώ τε και ο Υψηλάντης θυσιασθέντες δι’ έθνος άξιον ελευθερίας».

Η σχέση με τον Καποδίστρια και τον Εϋνάρδο

Η πολύμορφη υποστήριξη της Επανάστασης από τη Γενεύη και το Παρίσι.

Κατά την παραμονή του στη Γενεύη, ο Σούτσος συνέδραμε ουσιαστικά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας συνεργαζόμενος με το φιλελληνικό κομιτάτο. Συμμετείχε σε εράνους για τη συλλογή χρημάτων, εργάστηκε για την ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος στη χώρα, φρόντισε για την εκπαίδευση των Ελλήνων προσφυγόπουλων που έστειλε εκεί ο Καποδίστριας και είχε επαφές με την «Επιτροπή Ζακύνθου», μια ομάδα Ζακυνθίων που δραστηριοποιούνταν υπέρ του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Ιδρυτής της ήταν ο ∆ιονύσιος Ρώμας, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας του νησιού, φιλικός, άνθρωπος με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που διέθεσε την περιουσία του υπέρ της Επανάστασης.

Χάρη σε αυτή τη δραστηριότητα ανέπτυξε προσωπική σχέση με τον μελλοντικό κυβερνήτη. Η σχέση των δύο ανδρών ήταν ειλικρινής και αγαστή, τόσο στο διάστημα της εκεί παραμονής τους όσο και μετά την απελευθέρωση, όταν ο Σούτσος ταυτίστηκε με την πολιτική του Καποδίστρια και αξιοποιήθηκε σε διάφορες θέσεις αρχικά στην Ελλάδα. Κατά τη θητεία του ως έκτακτος επίτροπος Νοτίων Κυκλάδων, αλληλογραφούσε με τον κυβερνήτη για διάφορα υπηρεσιακά ζητήματα, π.χ. την 1η Ιουλίου 1828 τον ενημερώνει για την αντικατάσταση μέλους της επαρχιακής ∆ημογεροντίας της Σαντορίνης μετά την παραίτηση του προκατόχου του.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-8
Ο Ιωάννης Καποδίστριας σε χαρακτικό του 1834 (Alamy/Visualhellas.gr).

Το 1828, ο Καποδίστριας τοποθέτησε τον Σούτσο στο Παρίσι ως αντιπρόσωπο της Ελλάδας. Εκεί με πολύ ζήλο και ιδιαίτερους διπλωματικούς χειρισμούς συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχή έκβαση σημαντικών υποθέσεων. Μεταξύ αυτών στην άφιξη του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος, υπό τον στρατηγό Μεζόν, στις 29 Αυγούστου 1828 στην Ελλάδα. Αποστολή του σώματος ήταν η εξασφάλιση της αναχώρησης του στρατού του Ιμπραήμ, που παρέμενε στην Πελοπόννησο παρά την καταστροφή του αιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο τον Οκτώβριο του 1827.

Στην αλληλογραφία των δύο ανδρών ο Καποδίστριας αναγνωρίζει τις σπουδαίες υπηρεσίες του. Ο συνήθως μετρημένος κυβερνήτης τού γράφει στις 27 Ιανουαρίου 1831: «∆εν δύναμαι ικανώς να σας ευχαριστήσω διά τον ζήλον και την δραστηριότητα, μεθ’ ων συναγωνίζεσθε εις το σώσαι το σκαφίδιον της Ελληνικής Πολιτείας από του επικείμενου αυτής ναυαγίου, και πλησίον του λιμένος». Αλλά και στην επιστολή με ημερομηνία 2 Ιουνίου του ίδιου έτους λέει: «Περιττόν να Σας είπω πόσον ευγνωμονώ διά τον ζήλον και την δεξιότητα ην επιδεικνύετε υπέρ της Ελλάδος κατά την παρούσαν επικίνδυνον ώραν. Ουδ’ αμφιβάλλετε, ελπίζω, ότι κατά πρώτην ευκαιρίαν προθυμώτατα θέλω Σας προσφέρη τα μαρτύρια της ευγνωμοσύνης αυτής».

Σε άλλες πάλι επιστολές περιγράφει αναλυτικά τις πολιτικές εξελίξεις στην πατρίδα και τις αντιδράσεις που αντιμετώπιζε στην προσπάθειά του να οργανωθεί το νέο κράτος κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αναφέρεται ιδιαίτερα στο εναντίον του κίνημα, στο οποίο ηγήθηκαν οι Υδραίοι και οι Μανιάτες. Ο Καποδίστριας του περιγράφει την κατάσταση εκφράζοντας την ανησυχία του: «Έχομεν προς το παρόν τον διά καλάμου εμφύλιον πόλεμον. και μη γένοιτο να καταντήση εις πυροβολισμούς».

Μετά την πυρπόληση της φρεγάτας «Ελλάς» και της κορβέτας «Ύδρα» από τον Ανδρέα Μιαούλη στον Πόρο (1/8/1831), ο κυβερνήτης έστειλε στις 3 Αυγούστου δύο μακροσκελείς επιστολές στον Σούτσο. Σε αυτές επέκρινε τη στάση των αγγλικών και γαλλικών δυνάμεων, οι οποίες δεν τήρησαν τις αρχικές τους δεσμεύσεις να συνδράμουν την κυβέρνηση ώστε να αποφευχθεί η καταστροφή. Ζήτησε επίσης από τον Σούτσο να αιτηθεί, μεταξύ άλλων, τη συμπαράσταση των μεγάλων δυνάμεων, την επίσπευση των οικονομικών ενισχύσεων και την οριστική διευθέτηση των ορίων του νεοσύστατου κράτους.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-9
Ο Jean-Gabriel Eynard. Χαρακτικό του Claude Gérard, βασισμένο σε έργο του F. Massot (περ. 1827, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Παράλληλα, προκειμένου να αποτρέψει τυχόν διάδοση του κινήματος και σε άλλα νησιά, ο Καποδίστριας αποφάσισε τον αποκλεισμό της Ύδρας. Στον αποκλεισμό ο κυβερνήτης υπολόγιζε στη συνδρομή των τριών μεγάλων δυνάμεων, ωστόσο η μεταξύ τους διάσταση δυσχέραινε την επιχείρηση και τον ανησυχούσε. Σε επιστολή προς τον Σούτσο στις 13 Αυγούστου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όσον δύναμαι να κρίνω η κατάστασις ημών είναι κρίσιμος…», ενώ έκδηλη είναι η αγωνία του «τι θέλει απογίνει ο δυστυχής ούτος τόπος».

Ο ανταγωνισμός όμως ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία από τη μία πλευρά και τη Ρωσία από την άλλη είχε άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική κυβέρνηση και κατ’ επέκταση στην ίδια τη χώρα. Αυτό αποτυπώνει ο Καποδίστριας σε νέα επιστολή του στον Σούτσο στο τέλος Αυγούστου: «Η προσωρινή Κυβέρνησις αγωνίζεται όχι προς τους Υδραίους και τους ολίγους οδηγούς των, αλλά προς τους μεγάλους πάτρωνας και ήδη φανερούς προστάτας των». Στις 31 Αυγούστου, τέλος, αναφέρει στον εκπρόσωπό του στο Παρίσι ότι οι Υδραίοι προστατεύονται από τις ναυτικές μοίρες της Αγγλίας και της Γαλλίας και παραμένουν πιστές στον σκοπό ανατροπής της κυβέρνησής του.

Εκτός από τον Καποδίστρια, κατά την παραμονή του στη Γενεύη ο Σούτσος συνδέθηκε και με τον Ελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο, που διατηρούσε στενή σχέση με τον κυβερνήτη. Λόγω αυτής, αναδείχθηκε σε πολύ σπουδαία μορφή του φιλελληνικού κινήματος και σε ένθερμο υποστηρικτή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Σε μια σειρά επιστολών του προς τον Καποδίστρια για διάφορα ζητήματα, ο Εϋνάρδος αναφέρεται μεταξύ άλλων στον Σούτσο, τον οποίο προτείνει για τη θέση του αντιπροσώπου της Ελλάδας στο Παρίσι. Στις 26 Αυγούστου 1828 υποστηρίζει ότι, κατά τη γνώμη του, είναι το κατάλληλο πρόσωπο, καθώς διαθέτει όλα τα προσόντα και τις αρετές που απαιτεί η συγκεκριμένη θέση. Σημειώνει μάλιστα ότι μια ωραία φιγούρα, ένα ωραίο πνεύμα και ένας τίτλος ευγενείας, στοιχεία που συγκεντρώνει ο Σούτσος, αποτελούν το απαραίτητο διαβατήριο για την επίλυση κάθε υπόθεσης και για μια καλή επικοινωνία με ανθρώπους που έχουν επιρροή.

Ο Εϋνάρδος λέει στον Καποδίστρια ότι, πριν προτείνει τον Σούτσο, είχε προηγουμένως ανιχνεύσει τις προθέσεις του. Κοινοποιεί μάλιστα στον κυβερνήτη επιστολή που του είχε στείλει εκείνος με ημερομηνία 28 Αυγούστου 1828. Σε αυτήν ο Σούτσος τον διαβεβαιώνει ότι το μοναδικό πράγμα που είχε στο μυαλό του πριν θυσιάσει την εξουσία, τα αγαθά και τις τιμές που απολάμβανε ήταν η αναγέννηση της Ελλάδας. Συνεχίζει λέγοντας ότι το γεγονός αυτό τον εμψύχωνε και ότι τα αισθήματά του ήταν τόσο αγνά, που δεν έκανε ποτέ δεύτερες σκέψεις ούτε είχε ποτέ προσωπικές βλέψεις. Ολοκληρώνοντας την επιστολή, αναφέρει ότι θα δεχόταν με υπερηφάνεια και με καθαρή αγάπη μια τέτοια θέση, ώστε να συμβάλει στην ευτυχία της πολυαγαπημένης του πατρίδας.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-10
Η πλατεία Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ (Ρlace de la Concorde) το 1829. Ελαιογραφία του Giuseppe Canella (Musée Carnavalet, Παρίσι).

Μετά την τοποθέτηση του Σούτσου στο Παρίσι, οι δύο άνδρες αλληλογραφούν και συνεργάζονται για την προώθηση των ελληνικών διεκδικήσεων. Κεντρικό θέμα ήταν το δάνειο που σκόπευε να ζητήσει η Ελλάδα από τη γαλλική κυβέρνηση. Στις 10 ∆εκεμβρίου 1830, ο Εϋνάρδος τού εκφράζει την ανησυχία του για την καθυστέρηση και τα εμπόδια που θα αντιμετωπίσει το ελληνικό αίτημα λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών στη Γαλλία. Για τον λόγο αυτόν, του κάνει συγκεκριμένες υποδείξεις ως προς τον τρόπο που πρέπει να ενεργήσει και ως προς τους βουλευτές που πρέπει να προσεγγίσει, προκειμένου το ελληνικό αίτημα να τύχει θετικής αντιμετώπισης. Τον προτρέπει να τους εξηγήσει με κάθε λεπτομέρεια την κατάσταση και τους κινδύνους που διατρέχει το νεοσύστατο κράτος το οποίο, όπως λέει, θα πέσει στην αναρχία και στο έλεος των συμμοριών και των πειρατών εφόσον η Γαλλία το εγκαταλείψει. Του ζητά, τέλος, να τους καθησυχάσει σχετικά με την αποπληρωμή του δανείου.

Για το ίδιο ζήτημα, ο Ελβετός φιλέλληνας επανέρχεται με εμπιστευτική επιστολή στον Σούτσο (10/12/1830), την οποία επισυνάπτει σε νέα επιστολή που του στέλνει στις 14 του ίδιου μήνα. Σε αυτή του ζητά να αποταθεί σε συγκεκριμένους βουλευτές με επιρροή, οι οποίοι θα μπορούσαν να προωθήσουν στην γαλλική Βουλή το αίτημα έγκρισης δανείου 20.000.000 φράγκων ή την αποστολή προκαταβολής 500.000. Στο τέλος της επιστολής αναγνωρίζει τη δυσκολία του εγχειρήματος και της συγκυρίας, εκφράζει ωστόσο τη βεβαιότητα ότι ο Σούτσος θα κατορθώσει να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειες των δύο ανδρών δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, καθώς μόνο ένα μικρό ποσό της τάξεως των 200.000 φράγκων δόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση (επιστολή Καποδίστρια προς Εϋνάρδο, 28/4/1831).

Στην υπηρεσία και αντίπαλος του Όθωνα

Υπήρξε πρεσβευτής σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά αρνήθηκε τρεις φορές την πρωθυπουργία όταν του προτάθηκε.

Κατά τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου, ο Σούτσος συνέχισε να υπηρετεί ως πρεσβευτής, αρχικά στο Παρίσι και αργότερα στην Κοπεγχάγη, στη Στοκχόλμη, στο Λονδίνο και στην Πετρούπολη. Κατά την υπηρεσία του στο Παρίσι υπέγραψε ως εκπρόσωπος της Ελλάδας τη συνομολόγηση του δανείου που προέβλεπε η Συνθήκη του Λονδίνου (7/5/1832). Στο δάνειο των 60.000.000 φράγκων που υπογράφηκε με τον τραπεζικό οίκο Ρότσιλδ την 1η Μαΐου του 1833, μπήκαν εγγυήτριες οι τρεις μεγάλες δυνάμεις.

Η αποστολή του στην Πετρούπολη υπήρξε καθοριστική για την εξομάλυνση των ελληνο-ρωσικών σχέσεων που είχαν διαταραχθεί μετά το διάταγμα της 23ης Ιουλίου/4ης Αυγούστου 1833. Σύμφωνα με αυτό, η Εκκλησία της Ελλάδος ανακηρυσσόταν αυτοκέφαλη, έχοντας πλέον ως αρχηγό τον βασιλιά και όργανο διακυβέρνησής της την Ιερά Σύνοδο. Το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας συνδέθηκε με την ανάγκη απόσπασής της από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, λόγιο και κληρικό, από τους κορυφαίους εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού: «Η αυτονομία και η ανεξαρτησία της εκκλησίας είναι αχώριστος από της αυτονομίας και ανεξαρτησίας της επικρατείας και πάσα κατ’ εκείνης άμεσος ή έμμεσος προσβολή είναι προσβολή κατά ταύτης». Σημαντική παράμετρος του διατάγματος ήταν και η αναδιοργάνωση της μοναστικής ζωής. Σκοπός της κεντρικής εξουσίας ήταν ο έλεγχος της δραστηριότητας των θετικά προσκείμενων στη Ρωσία μοναχών, οι οποίοι είχαν άμεση επιρροή στον λαό. Ήταν διάχυτη η ανησυχία ότι η Ρωσία, μέσω εκείνων όσο και μέσω του Πατριαρχείου με το οποίο συνδεόταν στενά, θα μπορούσε να επηρεάσει τα εσωτερικά ζητήματα του ελληνικού κράτους. Εναντίον του διατάγματος υπήρξαν διάφορες αντιδράσεις εντός της επικράτειας από εκκλησιαστικούς κύκλους που επηρέαζαν τον λαό. Αυτές εντάθηκαν όταν έφτασε στην Ελλάδα ο επιτετραμμένος της Ρωσίας Κατακάζης, με αποτέλεσμα να παγώσουν οι σχέσεις του νέου βασιλείου με τη Ρωσία, ιδιαίτερα όταν το ζήτημα έγινε γνωστό στον τσάρο Νικόλαο. Ωστόσο, η αποστολή του Σούτσου στην Πετρούπολη, η διπλωματική του ευστροφία και οι λεπτοί του χειρισμοί ομαλοποίησαν την κατάσταση.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-11
Προσωπογραφία του Θεόκλητου Φαρμακίδη. Ελαιογραφία του Διονυσίου Τσόκου (1858, Συλλογή Βουλής των Ελλήνων – Alamy/Visualhellas.gr).

Με την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, ο Σούτσος ήρθε στην Αθήνα για να υποβάλει τα σέβη του στον νεαρό βασιλιά και κατόπιν εστάλη στο Λονδίνο, ως εκπρόσωπός του στη στέψη της βασίλισσας Βικτωρίας. Το 1839 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου κατέλαβε τη θέση του Συμβούλου της Επικρατείας, πριν παραιτηθεί έναν χρόνο αργότερα. Κατά τα χρόνια αυτά της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα, ο Σούτσος αρνήθηκε τρεις φορές την πρωθυπουργία της χώρας, το 1836, το 1837 και το 1841. Έκτοτε ιδιώτευσε στην οικία του στην παλιά αθηναϊκή συνοικία Βάθης ή Βάθειας, της οποίας αποτέλεσε έναν από τους πρώτους οικιστές.

Από την απελευθέρωση και έως τις αρχές της δεκαετίας του 1840, ο Σούτσος εργάστηκε με συνέπεια και αποφασιστικότητα για τα συμφέροντα της Ελλάδας, παραμένοντας πιστός στην κεντρική εξουσία είτε αυτή αντιπροσωπευόταν από τον Καποδίστρια είτε από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα. Το 1842, ωστόσο, η στάση του απέναντι στον βασιλιά άλλαξε άρδην. Μολονότι ιδιώτευε, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όντας εκ των διοργανωτών, χωρίς ωστόσο η ανάμειξή του αυτή να είναι εμφανής. Η θρυαλλίδα της πολιτικής του μεταστροφής ήταν, σύμφωνα με κάποιες πηγές, ένα επεισόδιο μεταξύ της συζύγου του Ρωξάνης και της Αμαλίας, ενώ, σύμφωνα με άλλες, ένα ζήτημα εθιμοτυπίας που αφορούσε στη νύφη του Ecaterina Obreskoff (σύζυγο του γιου του Ιωάννη) και τη βασίλισσα, εξαιτίας του οποίου αισθάνθηκε προσβεβλημένος.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-12
Ο βασιλιάς Όθων. Λιθογραφία του Franz Seraph Hanfstaengl (1832, Μουσείον της Πόλεως των Αθηνών – Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία).

Από τη στιγμή εκείνη και μετά, ο Σούτσος συσπείρωσε δίπλα του όσους δήλωναν τη δυσαρέσκειά τους κατά του Όθωνα, ενώ το σπίτι του έγινε έδρα της οργάνωσης «Μεγάλη Αδελφότητα» – μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε προς το τέλος της Επανάστασης, με σκοπό τη στήριξη της Εκκλησίας, η οποία, όπως υποστήριζαν κάποιοι- απειλούνταν από ορισμένους πολιτικούς κύκλους.. Οι διεργασίες για την επανάσταση ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1842 με τη συμμετοχή και των τριών κομμάτων (αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό). Ο Σούτσος είχε στενή σχέση με το ρωσικό κόμμα, άλλωστε ο γαμπρός του Κωνσταντίνος Ζωγράφος ήταν σημαίνον μέλος του και από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης. Ιδιαίτερα για τη σύνδεση του Σούτσου με τη Ρωσία, ο Μακρυγιάννης, που ανήκε στο γαλλικό κόμμα, αναφέρει ότι διατηρούσε σχέσεις πριν ακόμα από την επιστροφή του στην Ελλάδα και ότι ήταν «βαλμένος από την Ρουσία να ’νεργάη ό,τι μπορεί για να γένη αφέντης της Θεσσαλομακεδονίας». Υποστηρίζει επίσης ότι προχώρησε στην ίδρυση μυστικής εταιρείας προκειμένου να εξυπηρετήσει αυτόν τον σκοπό, καθώς και ότι πέτυχε με τη συνδρομή της Ρωσίας να δημιουργήσει εντός του ρωσικού κόμματος μια νέα ομάδα με ίδια συμφέροντα, μολονότι δεν είχε ο ίδιος οπαδούς.

Η αντιπολιτευτική δράση του Σούτσου περιγράφεται με μελανό τρόπο σε επιστολές της Αμαλίας προς τον πατέρα της, μεγάλο δούκα του Ολδεμβούργου Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο. Σκιαγραφώντας την πολιτική κατάσταση της χώρας, η βασίλισσα συνδέει τα γεγονότα κάθε περιόδου με την οικία του Σούτσου, η οποία όπως ισχυρίζεται αποτελούσε το μέρος όπου οργανώνονταν όλες οι προσπάθειες υπονόμευσης του στέμματος. Κατά την Αμαλία, οι προσπάθειες αυτές έληγαν άδοξα, καθώς οι πολιτικές δυνάμεις (τα κόμματα) που ενώθηκαν για την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου δεν είχαν πλέον κοινό έρεισμα και «τώρα αποτελούν απλά ένα συρφετό ραδιούργων, οι οποίοι δεν έχουν να χάσουν τίποτε». Σε άλλη επιστολή της η βασίλισσα αναφέρεται και στην οργάνωση «Μεγάλη Αδελφότητα», στην οποία ο Σούτσος ήταν εκ των βασικών στελεχών. Σημειώνει ότι σκοπός της ήταν να οργανωθεί εκστρατεία για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, σκοπός που χρησιμοποιείτο για εσωτερική κατανάλωση χωρίς να είναι αληθινός. Η βασίλισσα υποστηρίζει ότι πίσω από την οργάνωση κρυβόταν ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, γενικός πρόξενος της Ρωσίας, η οποία είχε και οικονομική ανάμειξη στη δράση της. Στην επιστολή της τέλος με ημερομηνία 16/28 Ιουνίου 1844, ισχυρίζεται ότι οι πρωταγωνιστές της 3ης Σεπτεμβρίου είχαν ξεπέσει, παρόλο που οι περισσότεροι βρίσκονταν στον κύκλο της βασιλικής αυλής. Μεταξύ αυτών και ο Σούτσος, του οποίου η οικογένεια, όπως τονίζει χαρακτηριστικά, δεν έχαιρε πλέον καμίας εκτίμησης.

Μέσα από αναφορές συγχρόνων του

Ευφυής, με διεισδυτικό πνεύμα, μετριόφρων, ανιδιοτελής και ευγενής.

Ανιχνεύοντας αναφορές που έχουν γίνει για τον Μιχαήλ Σούτσο από συγχρόνους του, μπορεί κάποιος να σκιαγραφήσει την προσωπικότητά του και να καταγράψει τις αρετές και τα ψυχικά του χαρίσματα. Οι αναφορές αυτές αποκαλύπτουν επίσης διάφορες πτυχές της οικογενειακής και της κοινωνικής του ζωής, ενώ αναδεικνύουν τις αντιλήψεις του πάνω σε ζητήματα όπως η Επανάσταση, η απελευθέρωση, η υπηρεσία στην πατρίδα κ.ά.

Ο Κωνσταντίνος Κοντόγονος θεωρεί τον Σούτσο προσωπικότητα υψηλού διαμετρήματος. Τον κατατάσσει στους ένδοξους άνδρες και πατέρες της πατρίδας, μεταξύ εκείνων που άφησαν σπουδαία κληρονομιά στις επόμενες γενιές, όντας καθοριστικός παράγοντας για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Τις ίδιες απόψεις συμμερίζεται και ο Αλέξανδρος Λυκούργος. Στον λόγο του κατά το μνημόσυνο του Σούτσου αναφέρει: «Του μεγάλου τούτου της Εκκλησίας και της Πατρίδος υιού την λαμπράν εικόνα θέλει αναρτήση ποτέ η Ελλάς ει έξοχον και επιφανή μεταξύ των πρώτων θέσιν…».

Ως προς τις αρετές και τα ψυχικά του χαρίσματα, ο Λυκούργος στέκεται στην ευφυΐα και στην οξύτητα του νου του. Στα στοιχεία αυτά αναφέρεται και ο Κοντόγονος, ο οποίος τονίζει επίσης το διεισδυτικό πνεύμα και την κρίση του Σούτσου. Υποστηρίζει ότι τα προτερήματα και οι ικανότητές του αποτέλεσαν το διαβατήριο για την ανάληψη υψηλών διοικητικών θέσεων. Οι θέσεις αυτές, τις οποίες όπως ισχυρίζεται ανέλαβε επάξια, δεν αλλοίωσαν τον χαρακτήρα του Σούτσου, ο οποίος υπήρξε ανιδιοτελής, μακριά από κάθε ροπή προς την κολακεία και τη ματαιοδοξία. Τη μετριοφροσύνη και την παντελή έλλειψη κομπασμού του Μιχαήλ Σούτσου εξαίρει και ο Παναγιώτης Σούτσος – λυρικός ποιητής που, μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο, υπήρξε από τους πρωτοπόρους του ελληνικού ρομαντισμού. Ο Λυκούργος, από τη μεριά του, στέκεται στην ανεπιτήδευτη συμπεριφορά και στην έλλειψη αλαζονείας του νεκρού. Υπογραμμίζει την ευγένεια, την αγνότητα και την καλοσύνη του, καθώς και το ότι ήταν άνθρωπος μειλίχιος, ευπροσήγορος, σεμνός, μεγαλοπρεπής και ελεήμων στους αδυνάτους. Στις αρετές του Σούτσου ο Λυκούργος συμπεριλαμβάνει επίσης την ιδιαίτερη ευσέβεια και τη μεγάλη ευλάβεια και πίστη που είχε στον Θεό, ενώ, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, αυτό το εσωτερικό κάλλος αντικατοπτριζόταν και στη μορφή του.

Σύμφωνα με τον αρχιμανδρίτη, τα ψυχικά χαρίσματα του Σούτσου διαμόρφωσαν τη στάση που τήρησε ως αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους. Ο Κοντόγονος αναφέρει ότι υπήρξε πάντα βοηθός των υπόδουλων Ελλήνων και ότι εργάστηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια για τα συμφέροντά τους. Ο Παναγιώτης Σούτσος σημειώνει ότι ως ηγεμόνας της Μολδαβίας «ουδείς ευσεβέστερος υπήρξε αυτού, ουδείς υπήρξε τοσούτο ελεήμων…», ενώ ο Υψηλάντης στην προκήρυξή του στον λαό της Μολδαβίας αποκαλεί τον Σούτσο «προστάτη των δικαιωμάτων της πατρίδος και πατέρα του λαού εκείνου».

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-13
Σε έναν κήπο του Plainpalais, της εξοχής κοντά στη Γενεύη όπου ζούσε η οικο­γένεια Σούτσου. Υδατογραφία του C.G. Geissler (1796, Bibliothèque Publique Et Universitaire, Γενεύη – De Agostini/Getty Images/Ideal Image).

Η ηγεμονία του Σούτσου στη Μολδαβία σφραγίστηκε, σύμφωνα με τον Κοντόγονο, από την ακούραστη δραστηριότητα που ανέπτυξε για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Κάνει λόγο επίσης για τα ανόθευτα συναισθήματα, την αυταπάρνηση, τις θυσίες και τα σημαντικά χρηματικά ποσά διέθεσε για την πατρίδα. Σχετικά με την μύηση του Σούτσου στη Φιλική Εταιρεία και τις ειλικρινείς και αγνές του προθέσεις για την απελευθέρωση, ο Γεώργιος Λασσάνης γράφει σε επιστολή του στον Υψηλάντη: «Να μη σας περάση ποτέ η παραμικρή υποψία ότι η Υψηλότης του έμβηκε εις την εταιρίαν διά να ωφεληθή κατά τι, αλλά μόνον και μόνον από καθαρόν πατριωτισμόν… ότι αφ’ ου ευδοκήση η θεία πρόνοια και ελευθερωθή το έθνος μας, η Υψηλότης του δεν υποκρύπτει καμίαν arrière pensée αλλά προκρίνει να είναι ένας ιδιώτης, ένας Λασσάνης (αυτοί ήταν οι λόγοι του)». Για το κίνητρο της μύησής του στην Εταιρεία, ο ίδιος ο Σούτσος αναφέρει: «Αλλά σιωπών τα άλλα, λέγω τούτο· Τι άλλο αίτιον με παρακίνησε να μυσταγωγηθώ το υπέρ της πατρίδος απόρρητον; Βέβαια μόνον ο διάπυρος έρως της πατρίδος. Ουδέν είχον να φοβηθώ, μολονότι υπέρ πάντας κινδυνεύω διά την πολιτικήν μου στάσιν».

Αποκαλυπτικές για την προσωπικότητα του Σούτσου είναι και αναφορές για την κοινωνική και την οικογενειακή του ζωή. Ο Παναγιώτης Σούτσος υποστηρίζει ότι «υπήρξε τύπος συμβίου πιστού, ζήσας πεντήκοντα δύο ενιαυτούς αγνός και ιερός σύζυγος. Υπήρξε τύπος καλού πατρός…», ενώ ο αρχιμανδρίτης Λυκούργος αποκαλύπτει ότι διατηρούσε εξαιρετικές συγγενικές και κοινωνικές σχέσεις. Στις κοινωνικές του σχέσεις αναφέρεται και ο Εϋνάρδος σε επιστολή του προς τον Καποδίστρια (26/8/1828). Σημειώνει ότι στην Ελβετία ο Σούτσος είχε κερδίσει όλους με την απλότητα και τη γλυκύτητα του χαρακτήρα του, με την καλλιέργειά του και την αγάπη του για την Ελλάδα. Εκφράζει επίσης τον θαυμασμό του για την οικογένεια Σούτσου και τον τρόπο ζωής της, λέγοντας ότι οι άλλοτε μεγάλοι άρχοντες ζούσαν σε μια εξοχή κοντά στη Γενεύη (Plainpalais), με την ίδια απλότητα που ζούσε ο κάθε άνθρωπος. Υποστηρίζει μάλιστα ότι με την εν γένει συμπεριφορά του ο Σούτσος τιμούσε το όνομα της Ελλάδας και ότι ήταν από τα πιο όμορφα και αξιαγάπητα πρόσωπα που συναντούσε κανείς. Προς επίρρωσιν αυτών μεταφέρει στον Καποδίστρια τα λόγια του δούκα και της δούκισσας de Tonnerre, ότι ο Σούτσος είχε πολύ ελκυστικούς και ξεχωριστούς τρόπους και ότι ήταν από τα πιο ευχάριστα πρόσωπα στη συναναστροφή.

Μια εντελώς διαφορετική εικόνα του Σούτσου και της οικογένειάς του δίνει, ωστόσο, η βασίλισσα Αμαλία στις επιστολές προς τον πατέρα της. Επηρεασμένη από τη συμμετοχή του στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και την υποστήριξη της αντιοθωνικής μερίδας, τον περιγράφει ως ραδιούργο και αδίστακτο, ως άνθρωπο που δρούσε παρασκηνιακά, που συνωμοτούσε κατά της μοναρχίας και ως τον ενορχηστρωτή κάθε φήμης και ενέργειας εναντίον εκείνης και του Όθωνα. Σε μία από αυτές αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτή η οικογένεια αποτελείται τελικά από ένα φοβερό σκυλολόι».

Αρνητική διάσταση για τον Σούτσο και την οικογένειά του δίνει επίσης στο ημερολόγιό του και ο Κωνσταντίνος Μπέλλιος (25/1/1837). Τον χαρακτηρίζει «ρωσσοφρονούντα» και ιντριγγάντη» και καταγράφει την αχαριστία όλων των Σούτσων. Στέκεται, ωστόσο, ιδιαίτερα στην οικογένεια του Μιχαήλ, αναφερόμενος στις υπηρεσίες και στην οικονομική στήριξη που της παρείχε όταν εκείνος ήταν φυλακισμένος στην Γκορίτσια.

Ενδεικτική βιβλιογραφία
Negrescu-Sutu, Radu (2024), Cartea de aur a familiei Sutu. Editie revizuita si prescurtata, Editura Vremea, Bucuresti.
Θεοτόκη Σπ. Μ. (1929), Αλληλογραφία Ι. Α. Καποδίστρια – Ι. Γ. Εϋνάρδου 1826-1831, Βιβλιοπωλείον Ι. Ν. Σιδέρη, Εν Αθήναις.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1975 & 1977), τ. ΙΒ΄ & ΙΓ΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.
Κανδηλώρος Τ. (1921), Γρηγόριος Ε΄, Βιβλιοθήκη Κανδηλώρου, ιδρυθείσα τω 1921, τόμος πρώτος, έκδοσις δευτέρα, σ.σ. 212-219.
Μπουσέ Β. και Μπουσέ Μ. (επίμ.) (2011), Ανέκδοτες επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της 1836-1853, τ. Α΄, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ.
Οι κατά την κηδείαν και το μνημόσυνον του αοιδήμου Μηχαήλ Σούτσου, πρώην ηγεμόνος της Μολδαβίας, εκφωνηθέντες Επιτάφιοι Λόγοι (1864), Α΄ Λόγος Κωνσταντίνου Κοντόγονου εν τω ιερώ ναώ της Μητροπόλεως κατά την κηδείαν. Β΄ Λόγος Παναγιώτου Σούτσου ωσαύτως κατά την κηδείαν εν τω Α΄ Νεκροταφείω Αθηνών. Γ΄ Λόγος Αλεξάνδρου Λυκούργου Αρχιμανδρίτου εν τω ιερώ ναώ της Ζωοδόχου Πηγής εις το μνημόσυνον. Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Ν. Γ. Πάσσαρη.

Μιχαήλ (Βόδας) Σούτσος – Ενας πρίγκιπας στην υπηρεσία της πατρίδας-14
Ο Μιχαήλ Σούτσος, πρίγκιπας της Μολδαβίας. Επιχρωματισμένο χαρακτικό σε έκδοση του Polydor Pauquet (1865), βασισμένο σε έργο του Louis Dupré (Universal Images Group/Getty Images/Ideal Image).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT