Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα

«Δεν πειράζει τι θα γίνω, αρκεί η χώρα μου να είναι ελεύθερη. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για τον ιερό αγώνα της ελευθερίας, θα πάω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με το παράδειγμά μου, πεθαίνοντας, αν χρειαστεί, γι’ αυτήν». (Αποδίδεται από τον Maxime Raybaud στη Μαντώ Μαυρογένους)

μαντώ-μαυρογένους-θυσιάζοντας-τα-πά-563440477 Νόμισμα δύο δραχμών που κυκλοφόρησε το 1986 με τη Μαντώ Μαυρογένους στη μία όψη (Shutterstock).
Νόμισμα δύο δραχμών που κυκλοφόρησε το 1986 με τη Μαντώ Μαυρογένους στη μία όψη (Shutterstock).

Η Μαντώ Μαυρογένους καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Μυκόνου. Ήταν κόρη του Νικολάου Μαυρογένη και της Ζαχαράτης Αντωνίου Χατζή Μπατή. Ο Νικόλαος το 1788 βρέθηκε στο Βουκουρέστι, όπου υπηρέτησε ως σπαθάριος του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας. Το 1790, μετά την εκτέλεση του ηγεμόνα, θα αναζητήσει νέο, ασφαλέστερο τόπο εγκατάστασης, καταλήγοντας στην Τεργέστη, όπου θα ασχοληθεί με το εμπόριο. Εκεί θα γεννηθεί το 1796 ή 1797 η Μαγδαληνή, όπως ήταν το βαπτιστικό όνομα της Μαντώς. Ακολουθώντας τα δυτικά πρότυπα, θα αποκτήσει καλή μόρφωση. Η ομορφιά της ήταν τέτοια, που την αποκαλούσαν Bella Greca. Το 1809 η οικογένειά της επέστρεψε στις Κυκλάδες. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1818, ο πατέρας της πεθαίνει, αφήνοντας μια τεράστια χρηματική και κτηματική περιουσία. Η Μαντώ θα εγκατασταθεί έκτοτε στην Τήνο, όπου θα τη βρει το ξέσπασμα της Επανάστασης. Με την κήρυξη του Αγώνα πήγε στη Μύκονο, παρακινώντας τους Μυκονιάτες να εξεγερθούν, ενώ γρήγορα άρχισε να οργανώνει την άμυνα του νησιού. Με δικά της έξοδα εξόπλισε και κάλυψε τις ανάγκες πολυάριθμων στρατιωτών που έλαβαν μέρος σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν επίσης η συμβολή της στην κινητοποίηση των φιλελληνικών κύκλων της Ευρώπης, μέσω των επιστολών της προς τις Αγγλίδες και τις Γαλλίδες, ζητώντας τη μεσολάβησή τους όχι μόνο για οικονομική, αλλά και για πολιτική στήριξη εκ μέρους των χωρών τους. ∆ιέθεσε όλη την περιουσία της για τον Αγώνα και ήρθε αντιμέτωπη με την οικογένειά της. Πέθανε πάμπτωχη στην Πάρο, τον Ιούλιο του 1840. Η δράση της συγκίνησε τους φιλέλληνες και ενέπνευσε πολλά καλλιτεχνικά έργα, όπως λιθογραφίες, ποιήματα, θεατρικά έργα και κινηματογραφικές ταινίες.

Ο υπέρ ελευθερίας της πατρίδος αγώνας

Η θυσία της περιουσίας της και η επιρροή στους συμπολίτες της.

Η Μαντώ Μαυρογένους «ζήλω κινουμένη πατριωτικώ, εις τον παρόντα Ιερόν υπέρ πατρίδος Αγώνα εδείχθη πρόθυμος συναγωνιζομένη. Κατά το Αον και Βον έτος του εθνικού οπλισμού διεύθυνεν εις την Πελοπόννησον κατά διαφόρους καιρούς μέχρι των διακοσίων Στρατιωτών ιδίοις αναλώμασι, τρέφουσα ενταυτώ εξ ιδίων της και τας φαμιλλίας πολλών εκστρατευόντων, προμηθεύουσα και όπλα εις πολλούς εξ αυτών». Τα παραπάνω αναφέρονται στο αποδεικτικό έγγραφο με ημερομηνία 10 Μαρτίου 1823, το οποίο έφερε την υπογραφή του ∆ημητρίου Υψηλάντη και επιβεβαίωνε τις υπηρεσίες που προσέφερε εκείνη κατά τα δύο πρώτα έτη της Επανάστασης.

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-1
Νόμισμα δύο δραχμών που κυκλοφόρησε το 1986, με τη Μαντώ Μαυρογένους στη μία όψη (Shutterstock).

Τις υπηρεσίες αυτές περιέγραψε με περισσότερες λεπτομέρειες η ίδια σε αναφορά της προς το υπουργείο των Εσωτερικών, με ημερομηνία 13 Ιουλίου 1824. Έγραφε χαρακτηριστικά: «Εις τα 1821 είχα έτοιμους 150 στρατιώτας διά να τους εμβαρκάρω εις το καράβι του καπετάν Μάρκου Νιόρδου, όπου είχα ναυλώσει, τους οποίους είχα με πληρωμή και εις τους περισσότερους δεδομένα όπλα». Ωστόσο, ενώ ήταν έτοιμη η αποστολή στην Πελοπόννησο των ανδρών που είχε στρατολογήσει, έφτασε η είδηση ότι ο εχθρικός στόλος επιχείρησε ανεπιτυχώς να αποβιβαστεί στη Σάμο. Τότε η Μαντώ προχώρησε στον εξοπλισμό και στην αποστολή, με δικά της έξοδα, πενήντα στρατιωτών υπό τη διοίκηση του Αντωνίου Ράκα. Στην Πελοπόννησο έστειλε τελικά, μετά από διάφορες περιπέτειες, πενήντα άνδρες των οποίων κάλυψε τους μισθούς, ενώ παράλληλα είχε φροντίσει να προμηθεύσει αρκετούς από αυτούς με ρούχα και οπλισμό. Το επόμενο έτος (1822) έστειλε άλλους πενήντα, τους οποίους ο ∆ημήτριος Υψηλάντης διέταξε να πάνε στα ∆ερβενάκια προς ενίσχυση του Νικηταρά, που βρισκόταν στην περιοχή πολιορκούμενος από τις εχθρικές δυνάμεις. Είχε προηγηθεί η αποστολή 300 ανδρών στη Χίο, μετά την εξέγερση του νησιού, με στόχο την ενίσχυση των δυνάμεων εκεί. Ωστόσο, παρά τις όποιες προσπάθειες ενίσχυσης της εξέγερσης, στις 30 Μαρτίου 1822 σουλτανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο νησί και μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα κατέστρεψαν τα πάντα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σφαγιάστηκε ή αιχμαλωτίστηκε. Σύμφωνα με τον T. Ginouvier, όταν η είδηση της καταστροφής έφτασε στη Μύκονο, η Μαντώ εμφανίστηκε στην πλατεία του νησιού θλιμμένη, μαυροντυμένη και κρατώντας σε ένδειξη πένθους ένα κλαδί κυπαρισσιού, λέγοντας στους κατοίκους του νησιού που είχαν συγκεντρωθεί εκεί: «Η καταστροφή της Χίου ας μας γίνη μάλλον μάθημα διά το μέλλον […] οπλισθήτε διά να είσθε έτοιμοι να τον αποκρούσετε [τον εχθρό], εάν τυχόν θελήση να επαναλάβη εις την Μύκονον τας θηριωδίας που διέπραξεν εις την Χίον».

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η εμφάνιση εχθρικών πλοίων στη Μύκονο οδήγησε τους κατοίκους του νησιού να αναζητήσουν καταφύγιο στη Σύρο. Ανάμεσά τους βρέθηκε και η Μαντώ. Στη συνέχεια κατάφερε να συγκεντρώσει και να εξοπλίσει περίπου διακόσιους άνδρες, τους οποίους έστειλε πίσω στη Μύκονο, προς βοήθεια των ήδη εκεί υπαρχουσών δυνάμεων.

Τον Μάιο του 1825, όταν η Επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή, η ίδια θα απευθυνθεί στο Βουλευτικό λέγοντας: «Η παρούσα δεινή περίστασις της Πατρίδος με αναγκάζει να προσφέρω και την ιδίαν μου ζωήν εις υπεράσπισιν των ιερών δικαιωμάτων αυτής». Ζήτησε μάλιστα να εκστρατεύσει, δηλώντας έτοιμη να στρατοπεδεύσει αν κρινόταν απαραίτητο και στην πλέον επικίνδυνη θέση προς παραδειγματισμό των υπολοίπων, προσφέροντας ταυτόχρονα για την κάλυψη των εξόδων ομολογίες ύψους 30.000 γροσίων. Το Βουλευτικό εξήρε τον πατριωτικό της ζήλο, αλλά ελλείψει χρημάτων άφησε το αίτημά της «ανενέργητον». Τελικά κατάφερε να στρατολογήσει πενήντα άνδρες, τους οποίους έθεσε υπό τις οδηγίες του καπετάνιου Τάσιου.

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-2
Η Σφαγή της Χίου. Ελαιογραφία του Eυγένιου Ντελακρουά (1824, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).

Η δράση της όμως δεν περιορίστηκε μόνο στη συγκέντρωση, στην προετοιμασία, στον εξοπλισμό και στην αποστολή στρατιωτών προς ενίσχυση των επαναστατημένων Ελλήνων. Σύμφωνα με τον Maxime Raybaud, «η ∆ίδα Μαντώ […] δεν είναι καθόλου, όπως ισχυρίζονται, μια μορφή πολεμίστριας που αγωνίζεται σώμα με σώμα εναντίον των πιο ατρόμητων Τούρκων. Αν όμως δεν υπηρετεί τη χώρα της με το χέρι της, είναι πολύ χρήσιμη γι’ αυτήν είτε με τη θυσία όλης της περιουσίας της είτε με τη χρήση της επιρροής της στους συμπολίτες της».

Την επιρροή της όμως αυτή δεν την άσκησε μόνο στους συμπολίτες της, αλλά και στους φιλελληνικούς κύκλους της Ευρώπης. Τον Αύγουστο του 1824 θα απευθύνει, μέσω του Edward Blaquière, ιδρυτικού μέλους του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, έκκληση προς τις Αγγλίδες κυρίες. Ξεκινά το κείμενό της λέγοντας ότι από τον πόλεμο αυτόν δεν εξαρτάται απλώς η ελευθερία, αλλά ακόμα και η ίδια η ζωή των συμπατριωτών της, καθώς είτε θα στεφθεί από επιτυχία είτε θα οδηγήσει στον αφανισμό τους. Επικαλείται τη φιλευσπλαχνία των χριστιανικών εθνών, τα οποία δεν μπορούν να μείνουν ασυγκίνητα μπροστά στην απελπιστική κατάσταση των εμπόλεμων Ελλήνων. ∆εν διστάζει μάλιστα να τους θυμίσει όσα έχει προσφέρει ο ελληνικός πολιτισμός στην ανθρωπότητα. Ακολούθως αναφέρει ότι η αδιαφορία απέναντι στο δράμα των Ελλήνων είναι ίδιον του ισχυρού φύλου και επικαλούμενη τη γυναικεία ελεημοσύνη, αγαθοεργία και φιλανθρωπία εκφράζει την πεποίθηση ότι οι γυναίκες είναι αδύνατον να μην είναι έτοιμες να προσφέρουν απλόχερα τη βοήθειά τους στις κόρες και στις γυναίκες της Ελλάδας. Στο τέλος της επιστολής ζητά οικονομική βοήθεια, η οποία θα χρησιμοποιηθεί για την αγορά όπλων, πολεμοφοδίων, ρουχισμού και τροφίμων που θα καλύψουν τις ανάγκες των αγωνιστών.

Έναν χρόνο αργότερα, το 1825, θα απευθύνει νέα μακροσκελέστερη έκκληση, αυτή τη φορά προς τις Παρισινές κυρίες. Το ύφος της επιστολής διαφέρει από την προηγούμενη. Σαφώς γραμμένη με έναν τόνο περισσότερο επιθετικό, ξεκινά συγκρίνοντας τον διαφορετικό τρόπο της ανατροφής τους, ο οποίος φοβάται ότι μπορεί να μην επιτρέψει τη μεταξύ τους συνεννόηση. Ευελπιστεί ότι, παρά την αρνητική εντύπωση που της δημιούργησαν οι περιγραφές συμπολεμιστών της που είχαν ζήσει για χρόνια στη Γαλλία, εκείνες αναγνωρίζοντας τα δίκαια αιτήματα των Ελλήνων θα δείξουν γενναιοδωρία. Τις καλεί να ακολουθήσουν το παράδειγμά της χρησιμοποιώντας τις χάρες τους για να πετύχουν έναν δίκαιο σκοπό. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι εκείνη χρησιμοποιεί τα δώρα που της έδωσε η φύση για να σαγηνεύσει αφοσιωμένους υπηρέτες της πατρίδας της, προσφέροντάς τους σε αντάλλαγμα φτερά προς τη δόξα. Συνεχίζει αναφερόμενη στην αδιαφορία που επιδεικνύει το μεγαλύτερο μέρος εκείνων που απαρτίζουν το γαλλικό Κοινοβούλιο και καλεί τις Γαλλίδες να δραστηριοποιηθούν για την ενεργοποίησή τους. ∆εν τους ζητά να μεσολαβήσουν για την αποστολή βοήθειας, αλλά για τη μη παροχή βοήθειας στους εχθρούς των Ελλήνων. Καταλήγει με την ελπίδα της ότι η Γαλλία θα επέμβει για να δώσει τέλος σε έναν τόσο αιματηρό αγώνα, εκπληρώνοντας για μία ακόμη φορά τον ρόλο της διαιτήτριας του κόσμου και εγγυήτριας της ειρηνικής ελευθερίας των λαών.

Η δεύτερη αυτή επιστολή, η οποία έφτασε μέσω δύο ανώνυμων Γάλλων αξιωματικών στα χέρια του T. Ginouvier, δημοσιεύθηκε από τον ίδιο στη μυθιστορηματική βιογραφία που έγραψε για τη Μαντώ και η οποία κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1825. Το γεγονός αυτό, αλλά και το διαφορετικό ύφος με το οποίο είναι γραμμένη έχουν οδηγήσει σύγχρονους μελετητές να διατυπώνουν αμφιβολίες για την αυθεντικότητά της.

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-3
Η Μαντώ Μαυρογένους σε επιζωγραφισμένη λιθογραφία του Adam Friedel (1829, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Λίγη σημασία έχει όμως αν η Μαντώ έλαβε μέρος ή όχι σε κάποια μάχη ή αν έγραψε την επιστολή προς τις κυρίες του Παρισιού. Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Maxime Raybaud, «η αγάπη για την πατρίδα σε όλη της την αγνότητα, απαλλαγμένη από κάθε προσωπικό υπολογισμό. Η πιο απόλυτη αυταπάρνηση κάθε προσωπικού συμφέροντος, η πιο συγκινητική απρονοησία για το δικό της μέλλον». Η ίδια διέθεσε όλη της την περιουσία για τις ανάγκες του Αγώνα, υστερούμενη «διά την αγάπην της πατρίδος» ακόμη και αυτόν «τον επιούσιον άρτον».

Άνδρες του Τομπάζη λεηλατούν την προίκα της

«Χωρίς κάποια πρόκληση και με πλήρη ατιμωρησία».

Ήταν 11 Μαΐου του 1823, όταν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες το σπίτι στο Ναύπλιο όπου διέμενε προσωρινά η Μαντώ Μαυρογένους τυλίχτηκε στις φλόγες. Τη φωτιά ανέλαβαν να σβήσουν άνδρες από το σώμα του Υδραίου Μανώλη Τομπάζη, οι οποίοι, κατά την επιχείρηση, εντόπισαν στο σπίτι έναν μικρό θησαυρό: τα μπαούλα με την προίκα της Μαντώς, την οποία άρχισαν αμέσως να λεηλατούν. Ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι εκείνη είχε φέρει μαζί της από τη Μύκονο την πολύτιμη προίκα της για να τη διαφυλάξει από τις πιθανές ληστρικές επιδρομές του εχθρικού στόλου.

Σε ιδιόχειρο κατάλογο, τον οποίο συνέταξε στις αρχές Ιουνίου του ίδιου έτους, κατέγραψε όλα όσα της είχαν κλέψει, υπολογίζοντας μάλιστα ότι η αξία τους ξεπερνούσε τις 50.000 γρόσια. Αναμεσά τους βρίσκονταν κοσμήματα, πολυτελή είδη ρουχισμού, διακοσμητικά αντικείμενα κ.ά. Από τη λεηλασία δεν γλίτωσε ούτε ένα πολύτιμο σπαθί, οικογενειακό κειμήλιο από τον πατέρα της, το οποίο του είχε απονείμει ο ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας κατά την αναγόρευσή του σε σπαθάριο. Ήταν ασημένιο και έφερε επί της λάμας, σε σφυρήλατη χρυσή επιγραφή, τη φράση «∆ίκασον Κύριε τους αδικούντας με πολέμησον τους πολεμούντας με». Την ίδια τύχη είχαν επίσης όλα τα ρούχα του θείου και του αδελφού της, καθώς και τα ρούχα του παραστάτη της Κάσου, ο οποίος τύγχανε την εποχή εκείνη να διαμένει στο ίδιο οίκημα μαζί τους.

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-4
Μανώλης Τομπάζης. Ασπρόμαυρη λιθογραφία του Μπέριγγερ (περ. 1894, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Το περιστατικό καταγράφει και ο Άγγλος φιλέλληνας George Waddington στο έργο του Visit to Greece in 1823 and 1824. Γράφει χαρακτηριστικά: «Το σπίτι στο οποίο διέμενε [η Μαντώ] κοντά στο Ναύπλιο, και στο οποίο φύλαγε μεγάλο μέρος της περιουσίας της, καταλήφθηκε πολύ πρόσφατα από κάποιο στρατιωτικό σώμα, πλιατσικολογήθηκε και κάηκε· και όλα αυτά έγιναν, απ’ όσο τουλάχιστον μπόρεσα να μάθω, χωρίς κάποια πρόκληση και με πλήρη ατιμωρησία».

Παρά το γεγονός ότι ο αντιφρούραρχος Ναυπλίου Πουκουρόπουλος γνωστοποίησε στον Μανώλη Τομπάζη τα όσα διέπραξαν οι άνδρες του, εκείνος επέδειξε αδιαφορία για όσα είχαν συμβεί. Την επόμενη ημέρα επιβιβάστηκε στη γολέτα «Τερψιχόρη» με το πλήρωμά του και κατευθύνθηκαν προς την Κρήτη, όπου είχε διοριστεί αρμοστής.

Η Μαντώ, η οποία εν τω μεταξύ είχε βρει καταφύγιο στην Τριπολιτσά, απηύθυνε στις 31 Μαΐου 1823, μέσω τρίτου προσώπου, έκκληση προς τον υπουργό της Θρησκείας και του ∆ικαίου, Ανδρούση Ιωσήφ, ζητώντας τον αφορισμό των υπαιτίων ως μέτρο ικανό που θα οδηγούσε στην εύρεση ορισμένων εκ των κλαπέντων και στην παράδοσή τους στη Μαντώ, γεγονός που θα αποτελούσε μια κάποια ανακούφιση για εκείνη. Ανταποκρινόμενος άμεσα στο αίτημα, ο Ανδρούσης Ιωσήφ εκδίδει την ίδια μέρα την απόφαση αφορισμού: «Άχρι της σήμερον κανείς από τους διαρπάσαντας τα ρηθέντα πράγματα (μη φοβούμενοι τον δικαιότατον Θεόν, μηδέ την μέλλουσαν κρίσιν εις ανταπόδοσιν διανοούμενοι) δεν μετεμελήθησαν εις το να επιστρέψει το κλεφθέν παρ’ αυτού […] αλλά μένουσιν πάντες εις την αμαρτίαν ελεγχόμενοι υπό της διοικήσεως και υποφέροντας να βλέπωσιν μια γυναίκα Ευγενή, ελθούσαν εις βοήθειαν των Ελλήνων, και πολλά αγωνισαμένην υπέρ αυτών, και δαπανήσασαν τα παρ’ αυτής, δυστυχούσα ήδη και υστερουμένη και αυτών των ιδίων αυτής αναγκέων ενδυμάτων. Όθεν εν ονόματι Θεού παντοκράτορος, τούτους πάντας τους άρπαγας οποιοιδήποτε ώσι μικρός ή μέγας, ανήρ ή γυνή, ιδιώτης ή αξιωματικός, και οποιοιδήποτε έχουσι παραμικράν είδησιν της κλοπής ταύτης, αν μεταμεληθώσι και επιστρέψωσιν ό,τι(δή)ποτε εκουσίως ή ακουσίως έκλεψαν πολύ ή ολίγον, και δώσωσιν αυτό εις την ρηθήσαν Κυρίαν Μαντώ, ούτοι πάντες οι ασυνήδοιτοι έστωσιν συγχωρεμένοι, ως καλοί και ευσεβείς χριστιανοί· οι δε, επιμένωσιν εις την αδικίαν και αρπαγήν εθελοκακούντες ασυνειδήτως και τον Θεόν μη φοβούμενοι, έστωσιν αφωρισμένοι, κατιραμένοι και ασυγχώριτοι έως θάνατον […]».

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-5
Η γολέτα «Τερψιχόρη» των αδελφών Τομπάζη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Λίγες μέρες αργότερα, ο Γρηγόριος ∆ικαίος, από τη θέση του υπουργού των Εσωτερικών, θα απευθύνει επιστολή προς τον Μανώλη Τομπάζη υπενθυμίζοντάς του όσα είχαν διαπράξει οι άνδρες του εις βάρος της Μαντώς. Τονίζει τη δεικνυόμενη εκ μέρους του αδιαφορία για το θέμα που έχει προκύψει, λέγοντάς του ότι ενώ θα έπρεπε να έχει βρει τους υπαιτίους και να έχει φροντίσει να επιστραφούν τα κλαπέντα, δεν έπραξε τίποτα. Αναρωτιέται μάλιστα για τον λόγο αυτής της συμπεριφοράς. Τέλος, τον διατάζει να πιέσει τον Τζαούση και τους συντρόφους του να παραδώσουν τα πράγματα της Μαντώς, τα οποία στη συνέχεια πρέπει να αποστείλει στο υπουργείο, και ακολούθως του ζητά να τους τιμωρήσει αυστηρά προς παραδειγματισμό.

Ο Παπαφλέσσας, τονίζει σε επιστολή του προς τον Τομπάζη τη δεικνυόμενη εκ μέρους του αδιαφορία για το θέμα που έχει προκύψει, λέγοντάς του ότι ενώ θα έπρεπε να έχει βρει τους υπαιτίους και να έχει φροντίσει να επιστραφούν τα κλαπέντα, δεν έπραξε τίποτα.

Παρά τις όποιες προσπάθειες, οι υπεύθυνοι της λεηλασίας έμειναν ατιμώρητοι, ενώ τα κλεμμένα δεν επεστράφησαν ποτέ. Εξαίρεση αποτέλεσε το σπαθί του πατέρα της, το οποίο βρέθηκε στην κατοχή του γιου του Κρανιδιώτη Κωνσταντίνου Κοντοβράκη, στις 22 Αυγούστου 1824. Μόλις το έμαθε η Μαντώ, ενημέρωσε σχετικά τον Γρηγόριο ∆ικαίο, ο οποίος ως προσωρινός υπουργός της Αστυνομίας εξέδωσε αμέσως διαταγή προς τους δημογέροντες Κρανιδίου να βρουν το σπαθί και να το αποστείλουν με ασφάλεια προς το υπουργείο, για να αποδοθεί στη νόμιμη κάτοχό του. Τελικά το σπαθί θα φτάσει στα χέρια της Μαντώς μετά από τέσσερα χρόνια. Λίγο καιρό αργότερα, η ίδια θα το δωρίσει στον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος θα γράψει σε επιστολή του της 1ης Μαΐου του 1829 ότι πρόκειται για «σπάθην οπλίσασαν την χείρα γενναίου τινός προμάχου του Σταυρού». Για τον λόγο αυτόν θα το προσφέρει με τη σειρά του ως δώρο στον Γάλλο στρατηγό Nicolas Joseph Maison κατά την αναχώρησή του για τη Γαλλία στις 8 Μαΐου 1829, ως αναγνώριση για τις γενναίες υπηρεσίες που προσέφερε προς την Ελλάδα.

Έρωτας στα χρόνια του πολέμου

Η γνωριμία, η σχέση, το πιστοποιητικό μνηστείας, οι επικρίσεις, οι φήμες και οι καλοθελητές.

O ∆αλματός Niccolò Tommaseo περιέγραψε τη Μαντώ στο έργο του Quadri della Grecia Moderna (Εικόνες της σύγχρονης Ελλάδας) με τα εξής λόγια: «Ήταν ψηλή, λεπτή, λυγερή, με χαριτωμένη κίνηση. Είχε μαύρα μαλλιά, λαμπερά μάτια και βλέμμα γλυκό και έξυπνο, κατατομή ελληνική, στόμα μικρό και χαμογελαστό, χρώμα ρόδινο».

Ο Γάλλος Maxime Raybaud, με τη σειρά του, ανέφερε για εκείνη: «Προικισμένη με μεγάλη γλυκύτητα χαρακτήρα, μόλις κάνουν λόγο για την απελευθέρωση της χώρας της, ζωντανεύει, ο τόνος της φωνής της ανεβαίνει και τα λόγια της προφέρονται με μια φυσική ευγλωττία που είναι αποτέλεσμα ενθουσιασμού. ∆εν κουράζεσαι να την ακούς». Οι φιλέλληνες τη θαύμαζαν, κάποιοι την ερωτεύτηκαν. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Olivier Voutier γράφει στα απομνημονεύματά του για τη στάση της απέναντι στους θαυμαστές της, ότι τη ζητούσαν πολλοί μνηστήρες, εκείνη όμως τους απέρριπτε όλους λέγοντας πάντα: «Ποτέ δεν θα ανήκω σε έναν άνδρα που δεν είναι ελεύθερος».

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-6
Η Μαντώ Μαυρογένους σε επιχρωματισμένη λιθογραφία του Adam Friedel (1827, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Υπήρξε όμως και ένας άνδρας που προκάλεσε τον θαυμασμό της, ο ∆ημήτριος Υψηλάντης. Ο ίδιος, αν και φαίνεται ότι υστερούσε ως προς τα εξωτερικά του χαρίσματα, είχε κατά τα άλλα, σύμφωνα με τον Olivier Voutier, όλες τις αρετές που μπορούσε να του προσφέρει μια επιμελημένη μόρφωση, ήταν έντιμος και γεμάτος γενναιόδωρα συναισθήματα και, παρά την ασθενή του κράση, η αφοσίωσή του στην πατρίδα τον έκανε να ξεπερνά κάθε κούραση και κίνδυνο. Ο πατριωτισμός του, η αρχοντική του καταγωγή και το κύρος που αυτή του έδινε εντυπωσίασαν τη Μαντώ.

Πιθανότατα γνωρίστηκαν το 1823 στο Ναύπλιο. Γρήγορα, οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν και συνήψαν σχέση, λέγεται μάλιστα ότι ήταν αχώριστοι. Οι δυο τους φαίνεται ότι αρραβωνιάστηκαν σε ιδιωτική τελετή, στο πλαίσιο της οποίας υπέγραψαν κάποιου είδους πιστοποιητικό μνηστείας. Το πιστοποιητικό αυτό παραδόθηκε προς φύλαξη στον έμπιστο φίλο του ∆. Υψηλάντη, Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος είχε λάβει ρητή εντολή από τον ∆ημήτριο να μην το παραδώσει στη Μαντώ χωρίς τη συγκατάθεσή του. Με αυτό το έγγραφο ο Υψηλάντης υποσχόταν να παντρευτεί τη Μαντώ μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, προβλέποντας κάποια ποινική ρήτρα σε αντίθετη περίπτωση.

Η σχέση τους όμως προκάλεσε σχόλια, ακόμα και ανάμεσα στις τάξεις των συντρόφων του ∆. Υψηλάντη. Ο Γεώργιος Τυπάλδος Κοζάκης αναφέρει ότι ο πατέρας του, σύντροφος και εκείνος του Υψηλάντη, επέκρινε τη βάναυση συμπεριφορά των υπολοίπων προς τη Μαντώ. Τη συμπεριφορά αυτή απέδιδε στις ανατολίτικες προκαταλήψεις της εποχής, γράφοντας πως η ύπαρξη ενός όμορφου και νεαρού προσώπου, το οποίο συνόδευε τον Υψηλάντη παντού, ακόμα και στο στρατόπεδο, καθώς και το αμοιβαίο αίσθημα που είχε αναπτυχθεί μεταξύ των δύο νέων αυτών ανθρώπων, σκανδάλιζε και τρόμαζε τους άνδρες εκείνης της εποχής.

Παράλληλα, η φήμη της Μαντώς οδηγούσε τους φιλέλληνες που έφταναν στο Ναύπλιο να την επισκέπτονται, δίνοντας την ευκαιρία σε διάφορους καλοθελητές να διασπείρουν φήμες με στόχο να αμαυρώσουν την ηθική της υπόσταση. Μια τέτοια φήμη περί ερωτικής σχέσης της Μαντώς με τον Edward Blaquière καταγράφει σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, με ημερομηνία 1η Ιουνίου 1824, ο Σπυρίδων Τρικούπης: «Τους εδικούς του [τους έρωτες ο Blaquière] μετά της κοκόνας Μαντώς σάς τους έκρυψε φαίνεται, μολονότι δεν στοχάζομαι να τους αγνοείτε. Το ύψος του [ο ∆. Υψηλάντης] αφού τους έμαθε, επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη τον λόγον του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψη τας μετά του κυρίου Blaquière σχέσεις της».

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-7
Ο Δημήτριος Υψηλάντης σε λιθογραφία του Adam Friedel (1824, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Η φήμη αυτή, αν και δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές, πιθανότατα ήταν η αιτία για την κρίση στη σχέση των δύο νέων, η οποία τελικά θα διακοπεί περί το 1826. Όταν, σύμφωνα με τη διήγηση του Ιωάννη Φιλήμονα στον Γεώργιο Κοζάκη Τυπάλδο, οι οπαδοί του ∆. Υψηλάντη, εκμεταλλευόμενοι μία σύντομη απουσία του από το Ναύπλιο, άρπαξαν την Μαντώ διά της βίας και την επιβίβασαν σε πλοίο με προορισμό τη Μύκονο, εκφοβίζοντάς την με απειλές για να μην επιστρέψει. Όταν επέστρεψε ο Υψηλάντης, ταράχτηκε και θύμωσε πολύ, ασθένησε για μερικές μέρες και απομονώθηκε. Ωστόσο παρά τα αισθήματά του και την απογοήτευσή του, στο τέλος συγχώρησε τους άνδρες του και δεν ξαναείδε τη Μαντώ.

Η στάση του Υψηλάντη, η οποία αποδίδεται με ενάργεια στη φράση της Μαντώς «με απέρριψεν χωρίς λόγον με την πλέον σκληράν περιφρόνησιν», την απογοήτευσε οικτρά. O Niccolò Tommaseo υποστήριξε ότι ο ∆ημήτριος Υψηλάντης υπήρξε ο μόνος άνδρας που αγάπησε σε όλη της τη ζωή η Μαντώ. Σύμφωνα με εκείνον, ο έρωτας της Μαντώς για τον Υψηλάντη δεν μεταβλήθηκε, ακόμα και όταν είχε χαθεί πλέον κάθε ελπίδα να γίνει σύζυγός του. Η ίδια όμως, κινούμενη, από ό,τι φαίνεται, από αισθήματα απογοήτευσης, θυμού και πικρίας, θα οδηγηθεί έκτοτε σε μια συνεχή διεκδίκηση της εκπλήρωσης της υπόσχεσης γάμου που της είχε δώσει ο Υψηλάντης.

O Tommaseo υποστήριξε ότι ο Υψηλάντης υπήρξε ο μόνος άνδρας που αγάπησε σε όλη της τη ζωή η Μαντώ κι ότι ο έρωτάς της για τον Υψηλάντη δεν μεταβλήθηκε, ακόμα και όταν είχε χαθεί πλέον κάθε ελπίδα να γίνει σύζυγός του.

Κατά τις εργασίες της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, το 1827, υπέβαλε δύο αναφορές, η μία σχετικά με την παραχώρηση ενός οικήματος στο Ναύπλιο, ως ανταπόδοση για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στον Αγώνα, και μία που αφορούσε τη σχέση και τη σύγκρουσή της με τον ∆. Υψηλάντη. Η δεύτερη αυτή αναφορά, μια δημόσια καταγγελία εναντίον του Υψηλάντη, δεν διαβάστηκε και δεν γράφτηκε στα πρακτικά.

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-8
Άποψη του Ναυπλίου στα τέλη του 18ου αιώνα. Υδατογραφία του Jean-Baptiste Hilaire (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Το 1828 υπέβαλε νέα αίτηση, αυτή τη φορά προς τον Ιωάννη Καποδίστρια, ζητώντας τον ορισμό εκκλησιαστικής επιτροπής, η οποία θα έκρινε την υπόθεσή της. Καθώς ούτε αυτό το αίτημά της είχε καλύτερη τύχη προέβη σε νέο αίτημα, το 1830, προς το Υπουργείο ∆ικαιοσύνης αυτή τη φορά. Στη γνωμοδότησή του ο υπουργός Ιωάννης Γεννατάς γράφει: «Εάν τω όντι έχει ομολογίαν, ένεκα της οποίας ο Κος Υψηλάντης δέχεται να πληρώσει όσα ζητήσει η Κυρία Μαντώ, εάν μετά την αποκατάστασιν της Ελλάδος δεν την νυμφευθή, οποία δικαιώματα δύνανται εξ αυτής να πηγάσουν; Να την νυμφευθή; Και η Εκκλησιαστική Αρχή δύναται να βιάση γάμον; Εάν δεν είναι απλή συμφωνία, αλλά συνοδεύεται από την πράξιν της παρθενοφθορίας, ποίαν δύναμιν έχει η Εκκλησιαστική Αρχή; Είτε πολιτικώς είτ’ εγκληματικώς οφείλει να λαλήση. Η Εκκλησιαστική Αρχή δεν εκτείνεται εις τα πολιτικά αποτελέσματα ούτε εις τας εγκληματικάς εγκαλέσεις. Εάν η Εκκλησιαστική Αρχή ήθελεν αποφασίσει πολιτικώς, οποία Πολιτική αρχή χρεωστεί την εκτέλεσιν; Ωσαύτως και εγκληματικώς. ∆ιό η απαίτησις της αναφερόμενης είναι όλως διόλου απαράδεκτος. Εάν θέλη συμβιβασμόν, ας γενή· πλην η αυτή Κυβέρνησις να παραχωρήση εις την Εκκλησιαστική Αρχήν τα καθήκοντα του ∆ικαστικού Κλάδου, τούτο δεν δύναται να το κάνη. Γνωμοδοτώ να διευθυνθούν τα έγγραφα εις τον επί των Εκκλησιαστικών Γραμματέα διά να πράξη τα δέοντα».

Παρά τις συνεχείς προσπάθειες της Μαντώς, η διαφορά της με τον ∆ημήτριο Υψηλάντη δεν επιλύθηκε ούτε συζητήθηκε ποτέ δημόσια. Η υπόθεση έληξε δύο χρόνια αργότερα, με τον θάνατό του, τον Αύγουστο του 1832. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός υπηρέτη της, του Αντωνίου Βάγια, όταν η Μαντώ έμαθε τον θάνατό του, αντέδρασε λέγοντας ότι «τον έπνιξε το σάλιο του» ή κατ’ άλλους «τον έπνιξε το δίκιο μου».

Η Μαντώ σε ρήξη με την οικογένειά της

Οι επικρίσεις και η αντιπάθεια διότι διέθεσε την περιουσία της στον Αγώνα.

Η απόφαση της Μαντώς να λάβει ενεργό μέρος στην Επανάσταση αλλά και να δαπανήσει μεγάλα ποσά από την περιουσία της για τον Αγώνα, δεν έγινε δεκτή από την οικογένειά της χωρίς αντιδράσεις.

Ήδη από τον Ιούλιο του 1821, σύμφωνα με τα γραφόμενά της, μετά την απόβαση του εχθρικού στόλου στη Σάμο και ενώ πολλοί συμπατριώτες της προσπαθούσαν να διαφύγουν προς την Ευρώπη, η μητέρα της έστειλε κάποιον δικό της άνθρωπο να την πείσει να καταφύγει αρχικά στην Τήνο και από εκεί στα Κύθηρα. Η απάντηση που έδωσε τότε στην οικογένειά της ήταν η ακόλουθη: «Εγώ θέλω είμαι η υστερινή της πατρίδος μου, ήτις, αν το καλέσει η χρειά να μισεύσω, θέλω υπάγει μετά των στρατιωτών μου εις Πελοπόννησον».

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-9
Προτομή της Μαντώς Μαυρογένους στη Χώρα της Μυκόνου (Alamy/Visualhellas.gr).

Ενδιαφέρον προκαλεί η αναφορά της Μαντώς ότι, κατά την εκστρατεία που οργάνωσε προς ενίσχυση της Χίου, άφησε τεχνηέντως να φαίνεται ότι της αποστολής των ανδρών ηγείτο ο εξάδελφός της ∆ημήτριος Βαλέτας, καθώς δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει «τας καθημερινάς συγχίσεις της φαμελίας» της. Λίγο καιρό αργότερα, μάλιστα, θα αναγκαστεί να φύγει από το σπίτι της, προκειμένου να μη βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με τις συνεχείς οχλήσεις των μελών της οικογένειάς της, που δεν ενέκριναν τις πράξεις της. Η ίδια γράφει χαρακτηριστικά: «Εβιάσθην να αναχωρήσω από την πατρικήν μου οικίαν και να συγκατοικήσω με μία μου θείαν, διά να εκπληρώ εν ησυχία την επιθυμίαν της ψυχής μου».

Η επιθυμία της αυτή θα την οδηγήσει στην απόφαση να φύγει από τη Μύκονο, για να βρεθεί όσο γίνεται πιο κοντά στους επαναστατημένους Έλληνες. Για τον σκοπό αυτόν όμως χρειαζόταν χρήματα. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1823, θα βάλει ενέχυρο ασημένια αντικείμενα σημαντικής αξίας, ανάμεσά τους ασημένια πιρούνια, κουτάλια και άλλα οικιακά σκεύη, καθώς και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με σμαράγδια, υπογράφοντας χρεωστική ομολογία προκειμένου να λάβει το ποσό των 540 γροσιών από τον δημογέροντα του νησιού Νικόλαο Βαρούχα. Η σπατάλη της περιουσίας αλλά και τα χρέη που δημιουργούσε η Μαντώ έφεραν ρήξη στη σχέση με τη μητέρα της αλλά και την αδελφή της Ειρήνη.

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-10
Προσωπογραφία του Νικολάου Μαυρογένη, προγόνου της Μαντώς, ο οποίος διετέλεσε ηγεμόνας της Βλαχίας. Eλαιογραφία σε μουσαμά του Στελλάκη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Η στάση της οικογένειας της Μαντώς ήταν γνωστή. Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι καταγράφεται από τον ίδιο τον υπουργό των Εσωτερικών, Γρηγόριο ∆ικαίο, στο κείμενο της απόφασης, με ημερομηνία 11 Σεπτεμβρίου 1824, σχετικά με την αναγνώριση της προσφοράς της Μαντώς στον Αγώνα για την ανεξαρτησία. Γράφει χαρακτηριστικά ότι η Μαντώ επέδειξε μέγα ζήλο και προθυμία για την ελευθερία της πατρίδας, και παρά το γεγονός ότι «οι συγγενείς αυτής επάσχιζον να την εμποδίσουν από το Θείον και Ιερόν τούτο έργον της», εκείνη προτιμούσε «να μισήται και να αποδιώκεται από τους οικείους συγγενείς της».

Χαρακτηριστικό των σχέσεων που είχαν διαμορφωθεί είναι το ακόλουθο γεγονός. Μεταξύ των ετών 1823-1824, η Μαντώ θα χρειαστεί επιπλέον χρήματα. Για τον λόγο αυτό θα στείλει στη μητέρα της «εν μονόπετρον μπίχτρα και μίαν ροζέττα διαμαντένια» για να τα δώσει ως ενέχυρο προς εξοικονόμηση μερικών χρημάτων. Η μητέρα της όμως, όπως φαίνεται, δεν έστειλε τα χρήματα από την ενεχυρίαση ή την πώλησή τους, ούτε επέστρεψε στη Μαντώ τα εν λόγω κοσμήματα. Το γεγονός αυτό θα προκαλέσει αργότερα προστριβές μεταξύ μητέρας και κόρης. Η δεύτερη μάλιστα θα στείλει προς τη μητέρα της, τον Οκτώβριο του 1836, εξώδικη πρόσκληση, το κείμενο της οποίας καταλήγει: «Σας προσκαλώ, Κυρία Μητέρα μου, να μοι απολογηθείτε επισήμως εις ποίον εδώσατε εις ενέχυρον τους ειρημένους αδάμαντας, διά πόσον, με ποίον τόκον και αν εδώσατε ομολογίαν εις όνομά σας».

Η μητέρα της δεν πρέπει να εξεπλάγη από αυτή την εξέλιξη. Σε επιστολή της προς τον αδελφό της, περίπου έναν χρόνο νωρίτερα, στις 12 Νοεμβρίου του 1835, γράφει με μια δόση ειρωνείας ότι η «γνωστική» κόρη της αξιώνει να λάβει επιπλέον προίκα και ότι οι συγγενείς τους τη συμβούλευσαν να καταγράψει όσα της χρωστάει, ώστε να είναι έτοιμη σε περίπτωση που της στείλει εξώδικη πρόσκληση. Ακολουθώντας λοιπόν τις προτροπές των συγγενών της, η Ζαχαράτη Μαυρογένη προχώρησε ήδη, από τον Μάρτιο του 1836, στη σύνταξη ενός αναλυτικού καταλόγου των πραγμάτων που είχε δώσει στη Μαντώ. Με την πράξη αυτή, με τίτλο «Καταγραφή των όσων πραγμάτων έλαβε και επήρεν η κόρη μου Μαντώ από εμένα τη μητέρα της ως κάτωθι φαίνεται κατ’ όνομα», θα απαντήσει στην εξώδικο πρόσκληση. Στον αναλυτικότατο αυτό κατάλογο καταγράφονται με λεπτομέρεια οικιακά σκεύη, κοσμήματα, υφάσματα, αλλά και είδη ρουχισμού. Αν και δεν σώζονται πληροφορίες για την εξέλιξη της εν λόγω αντιδικίας, φαίνεται όμως ότι, παρά τις όποιες προστριβές μεταξύ τους, δεν πρέπει να επήλθε οριστική ρήξη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη διαθήκη της Ζαχαράτης, η οποία συντάχθηκε στη Μύκονο στις 4 Ιανουαρίου του 1838. Σε αυτή ορίζει εκτελεστές της διαθήκης της τον αδελφό της ∆ομένεγον Μπατή, τον κουνιάδο της Ιωάννη Μαυρογένη και τον Στέφανο Μπονφόρτη, οι οποίοι μετά τον θάνατό της θα παρασταθούν ως επίτροποι της κινητής και ακίνητης περιουσίας της. Ζητά να πωληθούν όσα κτήματα χρειάζεται από την περιουσία της, προκειμένου να αποπληρωθούν πιθανά χρέη. Ακολούθως, ό,τι μείνει από αυτή τη διαδικασία θα μοιραστεί στα δύο της παιδιά, τη Μαντώ και τον Στεφανάκη.

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-11
Προσωπογραφία του Δημητρίου Π. Μαυρογένη. Υδατογραφία σε χαρτί (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Η Μαντώ, όπως έχει ήδη αναφερθεί, εξανέμισε την προσωπική της περιουσία για τις ανάγκες του Αγώνα, δημιουργώντας στο στενό αλλά και ευρύτερο συγγενικό της περιβάλλον ένα κλίμα αντιπάθειας προς το πρόσωπό της. Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα σε επιστολή του κουνιάδου της, Αντώνη Νάκου, συζύγου της αδελφής της Ειρήνης, προς τον ∆ομίνικο Μπατή, με ημερομηνία 1η Φεβρουαρίου 1836: «Γνωρίζετε ότι αυτή [η Μαντώ] είναι η μόνη αιτία της καταστροφής του σπιτιού μας, όπως δεν θα αγνοείτε ότι σπατάλησε την προίκα της όπου της είχε δώσει η μακαρίτισσα η γυναίκα μου. Πάντως, εγώ διαμαρτύρομαι!». O Th. Blancard καταγράφει στον δεύτερο τόμο του έργου του «Ο Οίκος των Μαυρογένη», που εκδόθηκε το 1909, σχόλιο της κυρα-Μαργαρίτας, συγγενούς της Μαντώς, η οποία είπε για εκείνη: «Αυτή ευθύνεται για τη σημερινή μας οικονομική δυσχέρεια· μετά βίας καταφέραμε να σώσουμε το σπίτι του πατέρα της όπου μένουμε σήμερα». Στο ίδιο κλίμα κινείται και η προφορική μαρτυρία του Ηρακλή Γρυπάρη, που καταγράφεται από τον Μανουήλ Τασούλα στο έργο του «Μαντώ Μαυρογένη». Ο Ηρακλής Γρυπάρης ήταν εγγονός της Κλεοπάτρας Μαυρογένη, η οποία ήταν εγγονή του ∆ημητρίου Μαυρογένη και κόρη του Τσελεπή Πέτρου Μαυρογένη, ετεροθαλούς αδελφού του παππού της Μαντώς. Κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου με τη γιαγιά του, τον Οκτώβριο του 1902, τη ρώτησε: «-Πες μου, λαλά [η γιαγιά, όπως τη λένε στη Μύκονο], ποια ήταν η Μαντώ; -Μη μου μιλάς γι’ αυτή τη μαντινούτα! [από την ιταλική λέξη mantenuta, που σημαίνει κοκότα] -Γιατί; -Αυτή, παιδί μου, μας κατέστρεψε! Μας έφαγε την περιουσία… Έκανε στόλο με τα λεφτά μας, τον άραξε στον Τούρλο και κοιμόταν μαζί με τους στρατιώτες».

∆ιαβάζοντας βέβαια αυτές τις μαρτυρίες των συγγενών της Μαντώς, αναρωτιέται κανείς αν ο τρόπος που επέλεξε εκείνη να διαθέσει την προσωπική της περιουσία, την προίκα της όπως έλεγε, ήταν ο πραγματικός λόγος της οικονομικής καχεξίας των απογόνων της οικογένειάς της. Όποια κι αν είναι η απάντηση, το σίγουρο είναι ότι η περίφημη ηρωίδα της Επανάστασης του 1821, η Μαντώ Μαυρογένους, αποτελούσε για δεκαετίες πηγή κακοδαιμονίας για την οικογένειά της.

Ούτε χήρα ούτε απόμαχος

Τα αιτήματά της και η στάση της Πολιτείας επί Καποδίστρια και Όθωνα.

«Απ’ αρχής του Ιερού Αγώνος έδειξε πάντοτε μέγαν ζήλον και προθυμίαν υπέρ ελευθερίας της Πατρίδος […] ενοπλίζετο τον πατριωτικόν ζήλον και την προς της Πατρίδος αγάπην, προτιμούσα να μισήται και να αποδιώκεται από τους οικείους συγγενείς της παρά να φανή αμέτοχος του θείου και ιερού Αγώνος μας. Εις τοσούτον δε και τοιούτον βαθμόν έφθασεν ο υπέρ Πατρίδος ενθουσιασμός της, ώστε κατεδαπάνησεν όλην αυτής την περιουσίαν προς όφελος της Πατρίδος», έγραφε για τη Μαντώ Μαυρογένους, απευθυνόμενος στο Εκτελεστικό Σώμα, ο Γρηγόριος ∆ικαίος, ως υπουργός των Εσωτερικών, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1824. Για τη σημαντική αυτή συνεισφορά της, το Εκτελεστικό αποφάσισε να εγκρίνει την αποζημίωσή της, με την εξόφληση σε εθνικές ομολογίες ύψους 25.000 γροσιών, τις οποίες όμως η ίδια, λόγω της γενικότερης δεινής οικονομικής κατάστασης, δεν μπορούσε να εξαργυρώσει. Αυτό, σε συνδυασμό με την κλοπή της προίκας της που είχε προηγηθεί, είχε οδηγήσει τη Μαντώ σε οικονομική εξαθλίωση.

Τον Αύγουστο του 1827, η αντικυβερνητική επιτροπή, αναγνωρίζοντας ότι η Μαντώ Μαυρογένους από την έναρξη του Αγώνα συνεισέφερε οικονομικά στον μέγιστο βαθμό, διέταξε τη φιλελληνική επιτροπή των συνεισφορών να καλύψει τις ανάγκες με την καταβολή 1.000 γροσιών. Ωστόσο, εκείνη δεν έλαβε ποτέ το ποσό αυτό, καθώς ο υπεύθυνος της εν λόγω επιτροπής, κ. Άιδεκ, απάντησε «ότι δεν είχεν ανά χείρας χρήματα».

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, έγινε αποδέκτης πλήθους αιτημάτων αναγνώρισης των εκδουλεύσεων και απόδοσης ανταμοιβής στους συμμετέχοντες στον Αγώνα. Ανάμεσά τους και η Μαντώ Μαυρογένους, η οποία στη δραματική έκκληση που απευθύνει προς τον κυβερνήτη, στις 5 Οκτωβρίου 1828, γράφει: «Εγώ διά την πατρίδα το παν απώλεσα. Έχασα την κατάστασίν μου, αγωνίσθην υπέρ της δυνάμεώς μου και κατέβαλον και αυτό το τελευταίον δηνάριον της χήρας. Ήδη υστερούμαι και ταλανίζομαι». Αναφέρει μάλιστα ότι, αν δεν την εμπόδιζε η ασθενής φύση του γυναικείου φύλου, θα έπρεπε αναντιρρήτως να ζητήσει «υπούργημα τι προς αντιμισθίαν των θυσιών» της. Ο κυβερνήτης θα της παρέχει τελικά μια μικρή μηνιαία εξοικονόμηση, η οποία όμως δεν θα είναι αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες της.

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-12
Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-13
Η πρώτη και η τελευταία σελίδα επιστολής της Μαντώς Μαυρογένους προς τον Όθωνα, σχετικής με την ηθική και χρηματική αποζημίωσή της για τις υπηρεσίες που προσέφερε στον Αγώνα. Αθήνα, 30 Μαρτίου 1840 (Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος).

Το 1833, την περίοδο της αντιβασιλείας, η Μαντώ θα λάβει μια σύνταξη 38 δρχ. η οποία, αν και ήταν ένα υπολογίσιμο ποσό, σε καμία περίπτωση δεν ήταν ανάλογη της προσφοράς της στον Αγώνα. Η υποβολή των απαραίτητων εγγράφων στην εξεταστική επιτροπή των εκδουλεύσεων του Αγώνα, αλλά και η θετική εισήγηση της Γραμματείας των Στρατιωτικών για την ικανοποίηση των αιτημάτων των αγωνιστών, δεν ήταν πάντα αρκετή για την αποζημίωσή τους. Η Μαντώ Μαυρογένους, σε επιστολή της προς τον βασιλιά Όθωνα, με ημερομηνία 30 Μαρτίου 1840, γράφει ότι η εξεταστική επιτροπή του Ναυπλίου, λίγα χρόνια νωρίτερα, είχε προτείνει να της δοθεί «ικανή χρηματική ποσώτης, ή εις χρήματα, ή εις γην και ενός βραβείου, όπως η Υ.Μ. ήθελε εγκρίνει». Ωστόσο εκείνη δεν έλαβε ούτε βραβείο ούτε χρηματική αποζημίωση ούτε έκταση γης, παρά μόνο μια μικρή σύνταξη χηρείας. Η χορήγηση αυτής της σύνταξης της προκάλεσε αλγεινή εντύπωση: «Η Γραμματεία, μ’ εθεώρησεν ως χήρα γυναίκα ή ως απόμαχον, αλλ’ η υποφαινομένη, Μεγαλειότατε, ούτε χήρα ήμην ποτέ, αλλ’ ούτε υπανδρευμένη, διά να είναι δυνατόν να κατασταθώ χήρα και ούτε εις τον πόλεμον ποτέ επληγώθην διά να κατασταθώ απόμαχος». Αναρωτιέται, μάλιστα, αν η φύση των προς την πατρίδα εκδουλεύσεών της ήταν διαφορετική από εκείνη των άλλων αξιωματικών και αν το έθνος στις προκηρύξεις και στα θεσπίσματά του «έκαμε ποτέ διάκρισιν μεταξύ των ανδρών και γυναικών των στρατιωτικώς υπηρετησάντων την Πατρίδα» και καταλήγει γράφοντας χαρακτηριστικά: «Η Γραμματεία έπρεπε να με θεωρήση ως αγωνισαμένη προσωπικώς κατά των εχθρών της πατρίδος, ως θυσιάσασα υπερόγκους χρηματικάς ποσότητας ιδικάς μας, ως στρατολογήσασα στρατιώτας και εκστρατεύσασα κατά των εχθρών της πατρίδος και εκπληρώσασα καθήκοντα στρατιωτικά κατά τε ξηράν και θάλασσαν» και ζητώντας τελικά να της δοθεί τουλάχιστον αριστείο και μία προικοδότηση, ανάλογη με εκείνη που δόθηκε στους αξιωματικούς.

Τον Μάιο του ίδιου έτους, η Μαντώ έλαβε αρνητική απάντηση στο αίτημά της. Αναλυτικότερα, με επιστολή της επί των Στρατιωτικών Βασιλικής Γραμματείας της Επικρατείας προς το Ανώτερο Φρουραρχείο της Πρωτεύουσας, κοινοποιήθηκε στη Μαντώ η απόφαση ότι δεν μπορεί να της απονεμηθεί αριστείο, καθώς για να συμβεί κάτι τέτοιο θα έπρεπε πρωτότυπα επίσημα έγγραφα να πιστοποιούν την ενεργό συμμετοχή της στις μάχες. Επιπλέον, στην ίδια επιστολή την ενημέρωναν ότι δεν μπορούσε να λάβει ούτε κάποια προικοδότηση, καθώς δεν είχε βαθμολογηθεί από τις επιτροπές των προηγούμενων ετών.

Λίγους μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1840, η Μαντώ, ενώ βρίσκεται στην Πάρο φιλοξενούμενη στο σπίτι του Αλκιβιάδη Βατιμπέλλα, θα προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό και θα πεθάνει σε ηλικία 44 ετών. Για την κηδεία φέρεται να φρόντισε ο δήμαρχος Πάρου. Την εκφορά συνόδευαν οι συγγενείς της, άνδρες της Φάλαγγας, το πρωτοπαλίκαρό της Κοσμάς Τράντας καθώς και κάτοικοι του νησιού. Η νεκρική πομπή, αφού πέρασε από τους κυριότερους δρόμους της Παροικιάς, κατέληξε στην Εκατονταπυλιανή, όπου εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία, ενώ ο ιεροκήρυκας ∆ημήτριος Χαμαρτής εκφώνησε επικήδειο λόγο εξαίροντας τις αρετές και την ανδρεία της. Ακολούθως ενταφιάστηκε είτε Β∆ του περιβόλου του ναού είτε στο κοιμητήριο, το οποίο βρισκόταν βόρεια της πόλης. Σήμερα δεν σώζεται κάποιο ίχνος του τάφου της και παρά τις όποιες προσπάθειες δεν έχει βρεθεί κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να βοηθήσει στον εντοπισμό του.

Τα τελευταία της λόγια προς τον εξάδελφό της Μάρκο Μάτσα-Μαυρογένη λέγεται πως ήταν: «Λυπάμαι που σε αφήνω». ∆εν λείπουν όμως και εκείνοι όπως ο Σπύρος Μελάς που μεταφέρει μια πιο ρομαντική εκδοχή των τελευταίων λόγων της: «Πηγαίνω ευχαριστημένη, είδα πατρίδα ελεύθερη, εγνώρισα την αγάπη, έζησα».

Μαντώ Μαυρογένους – Θυσιάζοντας τα πάντα για την πατρίδα-14
Φωτογραφία με την προτομή της Μαντώς Μαυρογένους και χειρόγραφη αφιέρωση του γλύπτη Νίκου Περαντινού. Η προτομή σήμερα κοσμεί την κεντρική πλατεία 
της Παροικιάς της Πάρου (Φωτογραφικό Αρχείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT