Εχεμυθείας, αδελφέ, μεγίστη χρεία και προφύλαξις περί παν διάβημα, οι γαρ πονηροί εισί και εν ταις φιλοπατριώταις έστι και μοχθηρών ζύμη, αφ’ ης ως από ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακόν γαρ πολλοί μηχανώνται διά το της φιλοπλουτίας έγκλημα. ∆ιό την αγαθήν μερίδα εξελέξω κοινολογών μοι εμπιστευόμενος πατριώταις, τα εχεμυθείας δεόμενα. Οι Γαλαξειδιώται, ους επιστέλλεις μοι συνεχώς, πεφροντισμένως ενεργούσι, και αφ’ ων έγνω αδύνατον αντί παντός τιμίου ουδ’ ελάχιστον λόγον έρκος οδόντων φυγείν· ου μόνον τα σα, αλλά και τα των εν Μορέα αδελφών γράμματα κομίζουσί μοι. Η του Παπανδρέα πράξις πατριωτική μεν τοις γινώσκουσι τα μύχια, κατακρίνουσι δε οι μη ειδότες τον άνδρα. Κρύφα υπερασπίζου αυτόν, εν φανερώ δε άγνοιαν υποκρίνου, έστι δ’ ότε και επίκρινε τοις θεοσεβέσιν αδελφοίς και αλλοφύλοις. Ιδία πράυνον τον Βεζύρην λόγοις και υπόσχεσιν· αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα. Άσπασον ουν ταις εμαίς ευχαίς τους ανδρείους αδελφούς, προτρέπων εις κρυψίνοιαν διά τον φόβον των Ιουδαίων. Ανδρωθήτωσαν ώσπερ λέοντες και η ευλογία του Κυρίου κρατυνεί αυτούς, εγγύς δ’ έστι του Σωτήρος το Πάσχα». Τα λόγια αυτά απευθύνει σε επιστολή του με φανερά συνωμοτικό και επαναστατικό χαρακτήρα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ (1746-1821) προς τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα στις 26 ∆εκεμβρίου 1820, καταδεικνύοντας πως γνώριζε ενδελεχώς τις προπαρασκευαστικές ενέργειες για την έκρηξη της Γραικικής Επανάστασης και ενημερωνόταν για τα τεκταινόμενα στη Νότια Βαλκανική. Ο Γρηγόριος Ε΄ αναδείχθηκε Πατριάρχης τρεις φορές (1797-1798, 1806-1808, 1818-1821), σε μια περίοδο ιδεολογικών συγκρούσεων, διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο ίδιος δεν λειτουργούσε μόνο ως θρησκευτικός ποιμήν, αλλά και ως πολιτική Αρχή, για ποικίλα ζητήματα των ορθόδοξων χριστιανών υπηκόων του οθωμανικού κράτους. Έτσι, όταν ήλθε η ώρα να πληρωθεί με αίμα η καθολική συνωμοσία και εξέγερση του μιλέτ του, εκτελέστηκε με απαγχονισμό στις 10/22 Απριλίου 1821, προκειμένου η οθωμανική εξουσία να στείλει με τον τρόπο αυτόν ένα μήνυμα στους επαναστατημένους Έλληνες που είχαν «αποστατήσει».
Ο πρώιμος βίος και η άνοδός του στον πατριαρχικό θώκο
Από τη Δημητσάνα στον επισκοπικό θρόνο της Σμύρνης.
Σε μια φτωχική οικία της Δημητσάνας του νομού Αρκαδίας, η οποία κατεδαφίστηκε πριν από τη Γραικική Επανάσταση του 1821, γεννήθηκε ο Γρηγόριος, κατά κόσμον Γεώργιος, πρωτότοκος υιός του Ιωάννη Αγγελόπουλου και της Ασημίνας το γένος Παναγιωτοπούλου. Το έτος της γέννησής του δεν είναι ακριβώς γνωστό, με τους περισσότερους βιογράφους του να το ορίζουν μεταξύ 1730 και 1751, και επικρατέστερο να είναι το έτος 1746.
Για την παιδική ηλικία του Γρηγορίου ελάχιστα γνωρίζουμε· αναφέρει με γλαφυρότητα για εκείνον ο Στέφανος Ξένος στην Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως: «Διηγούνται εις την Αρκαδίαν, ότι παις ων και νέμων εις τα λειβάδια του Μαινάλου το μικρόν του πατρός του ποίμνιον, απεκοιμήθη και είδεν ενύπνιον, ότι γυνή, λάμπουσα την κεφαλήν από φαεινόν σέλας, ανεβίβασεν αυτόν με το άρμα της εις τους ουρανούς και στέμμα χρυσούν επί της κεφαλής του θέσασα, του απεκάλυψε την μεγάλην των Κωνσταντίνων καθέδραν. Ο θεηγόρος ασκητής Τιμόθεος, του αυτού όρους, προς ον η μήτηρ του Γρηγορίου διηγήθη το ενύπνιον, συνεβούλευσε ταύτην να τον στείλη εις την σχολήν της Δημητσάνης, προλέγων ότι έμελλεν υψηλήν της κοινωνίας θέσιν να καθέξη».

Στην ακμάζουσα τότε σχολή της Δημητσάνας έστειλε τον Γρηγόριο ο πατέρας του, καθώς διέκρινε την ευφυΐα και τη θέλησή του για μόρφωση. Αποφοιτώντας από τη συγκεκριμένη σχολή, μετέβη το 1765 στην πόλη της Αθήνας, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του για τα επόμενα δύο χρόνια. Έπειτα, το 1767 επέλεξε να εγκατασταθεί στη Σμύρνη, όπου έμεινε στην οικία του θείου του, Γεώργη Μελετίου, ο οποίος διακονούσε ως νεωκόρος στον Ναό του Αγίου Γεωργίου της Σμύρνης.
Ο Γρηγόριος βοηθούσε τον θείο του στην υπηρεσία του ναού και έλαβε άδεια να φοιτήσει για πέντε έτη στην ιδρυμένη από το 1733 Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, η οποία ήταν γνωστή για το υψηλό επίπεδο γνώσης που παρείχε. Εκεί, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Κούμα, ο Γρηγόριος, «προικισμένος με φυσικήν αγχίνοιαν, έλαμπεν όχι μόνον με την επιμέλειαν, αλλά και με την σεμνότητα του βίου και ευλάβειαν εις την εκκλησίαν». Έπειτα, ο θείος του τον παρακίνησε να μεταβεί στο νησί της Πάτμου, έτσι ώστε να συνεχίσει τις σπουδές του στην ακμάζουσα Πατμιάδα Σχολή. Κατά το διάστημα της εκεί φοίτησής του ή λίγο πρωτύτερα, ο Γρηγόριος θέλησε να ακολουθήσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία και, έτσι, εκάρη μοναχός στη Μονή του Αγίου Διονυσίου στις Στροφάδες, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Γρηγόριος.
Ο Τερτσέτης, αναφερόμενος στον Γρηγόριο, μαρτυρεί με γλαφυρότητα: «Ήτο φιλομαθής, και αναγνώστης άοκνος των αρχαίων προγονικών συγγραμμάτων. […] Ο καθηγητής Ρόσης εδίδασκεν, ότι οι σοφοί της Ελλάδος προητοίμασαν το πνεύμα της ανθρωπότητος να δεχθή το φως και την αλήθειαν του Ευαγγελίου. Εκ νεότητός του λοιπόν ο Πατριάρχης ήτο εραστής της ελλ. Φιλολογίας».
Ο τότε μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος, διακρίνοντας τα πνευματικά χαρίσματα και τη φιλομάθεια του Γρηγορίου, τον κάλεσε το 1775 να μεταβεί από την Πάτμο στη Σμύρνη, με σκοπό να τον χειροτονήσει αρχιδιάκονο, ενώ αργότερα τον διόρισε πρωτοσύγκελλό του. Για την περίοδο της δράσης του Γρηγορίου στην υπηρεσία του Προκοπίου δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία· διασώζεται όμως μια επιστολή του προς τον Άνθιμο Καράκαλο, επίσκοπο Μεθώνης, ο οποίος ήταν ένας από τους αρχηγούς των Ορλωφικών. Αναφέρει σε αυτήν, μεταξύ άλλων, ο Γρηγόριος το 1776: «Απεφάσισα δε και εγώ να φέρω τους συγγενείς μου εδώ, δηλαδή δύο αδελφάς και την μητέρα μου, όπου έχω, επειδή όλοι οι άλλοι είμεθα εδώ· να τις υπανδρεύσω με την ευχήν Της με τίποτε συντοπιτάκια, να ησυχάσω πλέον».

Επομένως, παρατηρούμε πως ο Γρηγόριος μεριμνούσε για το μέλλον της οικογένειάς του, αλλά και για τη γενέτειρά του, την οποία επισκέφθηκε το 1781 και δώρισε 1.500 γρόσια, προκειμένου να ανεγερθούν στον περίβολο της σχολής οκτώ ευρύχωρα δωμάτια για να κατοικούν οι άποροι μαθητές.
Όταν το 1784 ο Σμύρνης Προκόπιος ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, οι Σμυρναίοι στράφηκαν στον Γρηγόριο, καθώς, όπως υπογραμμίζει ο Κωνσταντίνος Κούμας, «όλοι ομολογούσαν ομοφώνως ότι ήτο σεμνός το ήθος, λιτός την δίαιταν, ταπεινός την στολήν, ζηλωτής της πίστεως, δραστηριώτατος εις όλα τα έργα του». Έτσι, ο Προκόπιος πρότεινε στη Σύνοδο τον Γρηγόριο για τη θέση του μητροπολίτη Σμύρνης, ο οποίος και εκλέχθηκε το 1785 «διά συνοδικών κανονικών ψήφων», ασκώντας τα ποιμαντικά του καθήκοντα για τα επόμενα 14 χρόνια.
«Όλοι ομολογούσαν ομοφώνως ότι ήτο σεμνός το ήθος, λιτός την δίαιταν, ταπεινός την στολήν, ζηλωτής της πίστεως, δραστηριώτατος εις όλα τα έργα του».
Την ανάρρηση του Γρηγορίου στον επισκοπικό θρόνο ο Κοραής έσπευσε να τη συγχαρεί με επιστολή προς τον νεοεκλεγέντα αρχιερέα με τα εξής λόγια: «Συγχαίρω λοιπόν, Πανιερολογιώτατε Πάτερ, και με την ημετέραν Πανιερότητα, ότι προεβιβάσθη εις βαθμόν του οποίου άξιον είχε την καταστήσωσι τα προτερήματά της, και με τους συμπατριώτας μου, ότι τοιούτου ποιμένος ηξιώθησαν, όστις και τον πλανώμενον οδηγήση και τον κλονούμενον υποστηρίξη και τον λυπούμενον παραμυθήση και πάντας εν ενί λόγω εν παιδεία και νουθεσία κυβερνήση».

Ως μητροπολίτης Σμύρνης ο Γρηγόριος εργάστηκε για την ανόρθωση του κλήρου, την προστασία των ομογενών που κατέφευγαν στη μητρόπολή του, καθώς και για την ενίσχυση της Ευαγγελικής Σχολής, ενώ παράλληλα επιδιδόταν σε ποικίλα έργα φιλανθρωπίας, «διδάσκων, συμβουλεύων, ελέγχων, παρακαλών, γινόμενος τέλος το παν εις το λογικόν αυτού ποίμνιον». Σημαντικό, επίσης, έργο του Γρηγορίου αποτέλεσε η εκ βάθρων ανακαίνιση του ναού της Αγίας Φωτεινής, για την οποία απαιτήθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά και για την οποία ο ίδιος ο επίσκοπος «συνεκόμιζε λάσπην, ύδωρ και ξύλα αυτοπροσώπως».
Ύστερα από την παραίτηση του Γερασίμου Γ΄ από τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, ο Γρηγόριος εξελέγη ομόφωνα Πατριάρχης στις 19 Απριλίου 1797, εγκαινιάζοντας έτσι έναν νέο κύκλο στην πορεία του βίου του, ο οποίος έμελλε να είναι γεμάτος αγώνες και ποικίλες προκλήσεις. «Τούτον τον άνδρα εκάλεσαν ποιμενάρχην της Εκκλησίας. Και αι ελπίδες ήσαν μεγάλαι, ότι διά της αγρύπνου ενεργείας του θέλει ωφελήσει μεγάλως το Γένος και αι ελπίδες αύται δεν εφάνησαν μάταιαι», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Κούμας, προμηνύοντας έτσι τον ρόλο που θα αναλάμβανε ο Γρηγόριος μέσα στη δίνη των ανατρεπτικών επικείμενων εξελίξεων.
Οι τρεις πατριαρχίες του Γρηγορίου Ε΄
Πατριάρχης με κρίσιμο θρησκευτικό και πολιτικό ρόλο σε μια εποχή αναβρασμού.
Η πρώτη περίοδος πατριαρχίας του Γρηγορίου διήρκεσε από τον Μάιο του 1797 έως τον Δεκέμβριο του 1798. Η άνοδος στον πατριαρχικό θρόνο κατέστησε τον Γρηγόριο επικεφαλής του ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού του οθωμανικού κράτους. Ο Πατριάρχης διαδραμάτιζε ρόλο πνευματικό και ταυτόχρονα πολιτικό, καθώς η ίδια η οθωμανική εξουσία τού έδινε αυτό το προνόμιο, προκειμένου να ρυθμίζει τα θρησκευτικά αλλά και τα κοσμικά ζητήματα και, φυσικά, να διατηρεί την ειρήνη και την τάξη στο μιλέτ των Ορθοδόξων.
Χαρακτηριστική είναι μια «Διαταγή» της Πύλης προς τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, τον Ιούλιο του 1797, στην οποία τονίζονται οι υποχρεώσεις του: «Να φροντίζεις αδιαλείπτως εις το να συνάζης μέσα περιποιητικά της ευταξίας του μιλλετίου σου, και να μη λείπης με συμβουλάς και παραινέσεις τού να διδάσκης πάντας τους βασιλικούς ραγιάδες τα της υπακοής των χρέη».
Πράγματι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε επιλέξει τη θεσμική προσαρμογή και υπεράσπιση όλων των Ορθοδόξων, καθώς ο άμαχος πληθυσμός θα μπορούσε να υποστεί τις θηριωδίες των Οθωμανών κάθε φορά που η επικυριαρχία τους θα ταλανιζόταν. Για τον λόγο αυτόν, η ανάμειξη μητροπολιτών, κληρικών και μοναχών σε επαναστατικά κινήματα δεν υποστηριζόταν φανερά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προσπαθώντας έτσι να διατηρήσει τον θεσμικό του ρόλο ως εκπρόσωπος και προστάτης των ραγιάδων.
Μέσα από το πρίσμα αυτό, ο Γρηγόριος προσπάθησε να επιτελέσει τον ρόλο του επικεφαλής του Γένους των Ελλήνων με εντιμότητα, αγωνιστικό φρόνημα και θυσίες. Από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των πατριαρχικών του καθηκόντων ασχολήθηκε με πρακτικά ζητήματα, όπως ήταν η εκ βάθρων οικοδόμηση της πατριαρχικής στέγης, η οποία «παρέμεινεν έκτοτε, μαρτυρουμένη δι’ επιγραφής με τριπλήν ακροστιχίδα, καίτοι σφοδρώς επεκρίθη το έργον».

Προσπάθησε, επίσης, να εδραιώσει τα εκκλησιαστικά προνόμια και την αυτοδιοίκηση της Μεγάλης Εκκλησίας, αλλά και να διατηρήσει την ιερή παράδοση της Εκκλησίας, επιδεικνύοντας λαμπρά διοικητικά προσόντα. Παράλληλα, έλαβε άδεια λειτουργίας ελληνικού τυπογραφείου στο Πατριαρχείο για την έκδοση κυρίως θρησκευτικών βιβλίων, γεγονός στο οποίο αναφέρεται και ο Ιωάννης Φιλήμων: «Το παράδειγμα της ιδρύσεως αυτού ηκολούθησαν η πόλις του Ιασίου και τελευταίον εκείναι της Χίου και των Κυδωνιών». Ενίσχυε, επιπλέον, με εγκυκλίους την ίδρυση και τη λειτουργία σχολείων, ενώ στήριξε τις ήδη γνωστές σχολές, όπως τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, την Πατμιάδα Σχολή, της Δημητσάνας κ.ά.
Ωστόσο, η πατριαρχία του Γρηγορίου συνέπεσε με ένα κλίμα γενικότερου αναβρασμού που επικρατούσε, καθώς το 1798 η Πύλη κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλική Δημοκρατία, διότι η τελευταία είχε ήδη καταλάβει εδάφη του οθωμανικού κράτους στην Αφρική. Αυτός ο νέος εχθρός του σουλτάνου χρησιμοποιούσε τις επαναστατικές ιδέες ως προπαγάνδα, προκειμένου να επηρεάσει τους λαούς της Ανατολής και να τους οδηγήσει σε επανάσταση.
Τα «καθήκοντα» του Πατριάρχη σε τέτοιες ταραχώδεις περιόδους ήταν αναμενόμενα· ο Γρηγόριος έστειλε εγκυκλίους προς το ποίμνιό του, το εντός των συνόρων της οθωμανικής επικράτειας αλλά και προς τους Επτανησίους, με τις οποίες προέτρεπε να μη συμμαχήσουν με τους εχθρούς Γάλλους, αλλά και να μην επηρεαστούν από τις ριζοσπαστικές ιδέες τους που οδηγούν στην αθεΐα.
Αυτή η νεφελώδης και ταραχώδης κατάσταση κλόνισε τη θέση του Γρηγορίου, ο οποίος βρέθηκε στο στόχαστρο ορισμένων επισκόπων και πολιτικών που προηγουμένως είχαν ελεγχθεί αυστηρά από τον ίδιο για πειθαρχικά ζητήματα και, έτσι, «συκοφαντηθείς εις την Πύλην, ως βίαιος και ανίκανος προς διατήρησιν της των λαών υποταγής, απεβλήθη του θρόνου και εξωρίσθη εις Άθωνα», καθώς, σύμφωνα με τον Κούμα, «υπερέβη τα όρια της προσταγής όπως κατηχήση τους Έλληνας να μη προσέχουν τους Γάλλους της Αιγύπτου». Το αποτέλεσμα ήταν να εκθρονιστεί τον Δεκέμβριο του 1798 και να εξοριστεί αρχικά στη Χαλκηδόνα και ύστερα από μερικούς μήνες στη Δράμα και στη Μονή της Παναγίας Εικοσιφοινίσσης. Κατέληξε στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, όπου και παρέμεινε για τα επόμενα επτά χρόνια, ενώ στον πατριαρχικό θρόνο είχε ανέλθει, εν τω μεταξύ, ο προηγουμένως εκδιωχθείς Νεόφυτος Ζ΄.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άγιον Όρος, ο Γρηγόριος επισκεπτόταν τις διάφορες μονές, επιδιδόταν στη μελέτη ιερών κειμένων και ενημερωνόταν για τις περιρρέουσες εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά και στην Κωνσταντινούπολη.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1806, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης επανεξέλεξε παμψηφεί Οικουμενικό Πατριάρχη τον Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος στις 18 Οκτωβρίου μετέβη στην πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους και έγινε δεκτός από το χριστιανικό πλήθος με επευφημίες. Και αυτή όμως η περίοδος της δεύτερης πατριαρχίας του υπήρξε δύσκολη και βραχείας διάρκειας.

Οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες, καθώς τα πολιτικά δεδομένα είχαν ανατραπεί. Η συμμαχία που είχε συναφθεί ανάμεσα στη Ρωσία και την Υψηλή Πύλη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κοινός εχθρός, οι Γάλλοι, διαλύθηκε και ο σουλτάνος αποφάσισε να συμπράξει με τους πρώην εχθρούς του και να κηρύξει τον πόλεμο στην τσαρική Ρωσία. Στη συγκυρία αυτή, ο Γρηγόριος εξέδωσε εγκύκλιο καλώντας τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου Πελάγους που είχαν καταφύγει στην προστασία των ομόδοξων Ρώσων, να επανέλθουν στην κυριαρχία του οθωμανικού κράτους.
Ο νέος Ρωσοτουρκικός Πόλεμος ξέσπασε τον Δεκέμβριο του 1806, ενώ τον Φεβρουάριο του 1807 η εμπλεκόμενη στο παιχνίδι Αγγλία, επιδιώκοντας και εκείνη να διεκδικήσει μερίδιο, έστειλε στον Βόσπορο ισχυρό στόλο, απειλώντας ότι θα πυρπολήσει την πόλη εάν η οθωμανική εξουσία παραμείνει στο πλευρό των Γάλλων. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος, ως ένθερμος και δυναμικός ιεράρχης, «ειργάσθη ιδίαις χερσί διά την ανέγερσιν των προμαχώνων», συμβάλλοντας έτσι στην οχύρωση της απειλούμενης από τους Άγγλους Κωνσταντινούπολης. Ο σουλτάνος, ο οποίος αντιλήφθηκε τον Πατριάρχη να μεταφέρει χώμα για την ανέγερση των προμαχώνων, τον προσκάλεσε σε ευχαριστήριο γεύμα και του δώρισε, αφού ο κίνδυνος παρήλθε και η πόλη σώθηκε, ένα πολύτιμο δερμάτινο πανωφόρι.
Το σημαντικό όμως έργο του Γρηγορίου Ε΄ ανέκοψαν οι αλλαγές στον σουλτανικό θώκο, εξαιτίας των οποίων επήλθε η απομάκρυνση του Πατριάρχη από τα ηνία του ορθόδοξου μιλέτ, ύστερα από την άνοδο του Μαχμούτ Β΄ στον θρόνο. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1808 ο Γρηγόριος απομακρύνθηκε από το Πατριαρχείο και ύστερα από σύντομη παραμονή στην Πρίγκιπο μετέβη στο Άγιον Όρος, όπου και παρέμεινε για τα επόμενα εννέα χρόνια. Ο έκπτωτος Πατριάρχης κατά τους χειμερινούς μήνες διέμενε στη Μονή Ιβήρων και κατά τους θερινούς στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, παρακολουθώντας από εκεί τις εξελίξεις.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1818, ύστερα από την παραίτηση του Πατριάρχη Κυρίλλου Στ΄ την προηγούμενη ημέρα, ο Γρηγόριος Ε΄ εξελέγη για τρίτη φορά οικουμενικός Πατριάρχης και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη στις 19 Ιανουαρίου 1819, αναλαμβάνοντας τις αρμοδιότητές του. Γράφει με ενθουσιασμό για το συγκεκριμένο γεγονός ο Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων: «Ιδού το τρίτον εισέρχεσαι θριαμβεύων εις τα μεγαλοπρεπέστατα της μυστικής Σιών ανάκτορα. Ιδού πάλιν εσείσθη πάσα η πόλις, των πνευματικών σου τέκνων το σύστημα, δεχομένων μετά χαράς σε τον χριστομίμητον Πατριάρχην. Όχλοι πολλοί μετά κρότου σε συνοδεύουσι, οι μεν προάγοντες, όσοι των προτέρων σου λαμπρών δωρεών επειράθησαν, οι δε και ακολουθούντες, όσοι χρήζουσι των ελπιζομένων μεγάλων χαρίτων σου».
Επίσης, ο κατά πάντων σχεδόν αυστηρός Φίνλεϋ αναφέρει για την τρίτη άνοδο του Γρηγορίου στον πατριαρχικό θρόνο: «Ο Γρηγόριος ήτο ανήρ ενάρετος, ο ιδιωτικός του χαρακτήρ επέβαλλε σεβασμόν εις τους συμπατριώτας του, η ικανότης του εις το διευθύνειν τα δημόσια πράγματα ηνάγκασε την Τουρκικήν Κυβέρνησιν να τον θέση τρις εις τον Πατριαρχικόν Θρόνον».
Πρώτο μέλημα του Πατριάρχη υπήρξε η δημιουργία του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Κιβώτιον του Ελέους», με σκοπό την οικονομική στήριξη των απόρων και την αποφυλάκιση κρατουμένων για χρέη, ενώ συγχρόνως φρόντισε και για την ενίσχυση των νοσοκομείων.

Το 1819, όμως, μια νέα κρίση ξέσπασε, εξαιτίας των μεταβολών και της ισχυρής απήχησης που είχαν προκαλέσει οι ιδέες και τα προτάγματα της Γαλλικής Επανάστασης στις κοινωνικές ομάδες, οδηγώντας έτσι τους συντηρητικούς κύκλους και το Πατριαρχείο στη λήψη μέτρων. Το τελευταίο εξέδωσε εγκύκλιο, στην οποία τονιζόταν ότι: «Επιπολάζει ενιαχού μία καταφρόνησις περί τα Γραμματικά μαθήματα, και διόλου παράβλεψις περί τας Λογικάς και Ρητορικάς τέχνας και περί αυτήν επί πάσι διδασκαλίαν της υψηλοτάτης θεολογίας, προερχομένη εκ της ολοτελούς αφοσιώσεως μαθητών ομού και διδασκάλων εις μόνα τα Μαθηματικά και τας επιστήμας, και μία ψυχρότης περί τα της αμωμήτου ημών Πίστεως, και αδιαφορία εις τας παραδεδομένας νηστείας», ενώ μαζί με αυτά αποδοκιμάζονται οι νέες γλωσσικές θεωρίες και η χρήση αρχαίων ελληνικών ονομάτων.
Η εγκύκλιος στόχευε εμμέσως, χωρίς να κατονομάζει ρητά, τον Κοραή, τους οπαδούς του και τα σχολεία του Διαφωτισμού, με αποτέλεσμα τα σχολεία της Σμύρνης, των Κυδωνιών, της Μυτιλήνης και της Χίου να κλείσουν και το εκπαιδευτικό τους προσωπικό να αποσυρθεί. Το ίδιο έτος κάηκε στην αυλή του Πατριαρχείου το ανώνυμο φυλλάδιο Στοχασμοί του Κρίτωνος, ενώ την ίδια περίοδο λογοκρίθηκαν έργα που είχαν δημοσιεύσει «οι εν τη αλλοδαπή εκδίδοντες φιλελεύθερα συγγράμματα».
Στο ίδιο πλαίσιο επιβλήθηκε γενικευμένη λογοκρισία, με λογοκριτή τον Ιλαρίωνα Σιναΐτη, ενώ αργότερα, το 1820, διατάχθηκε από το Πατριαρχείο αυστηρός έλεγχος των βιβλίων που διακινούνταν στα βιβλιοπωλεία της Κωνσταντινούπολης. Όσα δεν εγκρίνονταν, καίγονταν στην πυρά. Παύθηκαν επίσης τον Μάρτιο του 1821 από τα καθήκοντά τους αρκετοί προοδευτικοί διδάσκαλοι, όπως ο Κούμας, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Νεόφυτος Βάμβας και ο Θεόφιλος Καΐρης, ύστερα από απόφαση που έλαβε η σύνοδος που συγκλήθηκε στο Πατριαρχείο «περί καθαιρέσεως μαθημάτων φιλοσοφικών».
Σε εκείνη τη συγκυρία ξέσπασε η Γραικική Επανάσταση, προκαλώντας τη σφοδρή αντίδραση της Υψηλής Πύλης, μέσα στη δίνη της οποίας ο σουλτάνος απαγχόνισε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, καθιστώντας τον έτσι μάρτυρα του Γένους των Ελλήνων.
Μαρτυρίες για την προσωπικότητά του
Φίλεργος, ασκητικός, ακτήμων και αφοσιωμένος στην Εκκλησία.
Ο σπουδαίος φιλέλληνας S. G. Howe εξέδωσε το 1828 ένα ιστορικό έργο σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση, στο οποίο παρουσιάζει με ένθερμα λόγια την προσωπικότητα του Γρηγορίου Ε΄: «Αρχηγός της ελληνικής Εκκλησίας, ο Μεγάλος Πατριάρχης, ο οποίος διαμένει στην Κωνσταντινούπολη, ήταν τότε ο Γρηγόριος. Ένας άνθρωπος που είχε ανέλθει μέχρι αυτό το αξίωμα λόγω της γνήσιας ευσέβειάς του και παρακινήθηκε να το καταλάβει παρά τη θέλησή του, από τις συνολικές και έντονα προτρεπτικές ευχές των συμπατριωτών του. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ενδιαφέρον από το παρουσιαστικό αυτού του σεβάσμιου ανθρώπου, τότε σχεδόν ενενήντα ετών. Τίποτα πιο ήπιο και ευχάριστο από τη συμπεριφορά του. Τίποτα πιο άμεμπτο απ’ όλη του τη ζωή».
Παρατηρούμε πως ο Howe, πέρα από ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Γρηγορίου που αναφέρει, τονίζει με ιδιαίτερο τρόπο το παρουσιαστικό του. Η μορφή του περιγράφεται με γλαφυρότητα και από ορισμένους άλλους μελετητές με τα εξής λόγια: «Υπήρχεν ο Γρηγόριος το ανάστημα υψηλός, ισχνός το σώμα, γλυκύς τους οφθαλμούς, συνάμα δε και μέλας κύκλος περιέτρεχε την κόρην ηρέμα στεφανών· το δε βλέμμα γοργόν και γρήγορον της διανοίας εις το περί τας εκκλησιαστικάς αυτού πράξεις ενεργόν και δραστήριον, περί ου λέγομεν και εν τοις εξής».

Η μορφή του Γρηγορίου, λοιπόν, όπως μπορούμε να φανταστούμε, ήταν επιβλητική, γνώρισμα το οποίο συνδέεται με τις βιοτικές συνήθειες και τους πνευματικούς του αγώνες: «Τα περί την δίαιταν, πρέποντα εις την υψηλήν αυτού αρετήν· καθάριος και λιτός περί την ενδυμασίαν, και προς τοιαύτην λιτότητα προέτρεπεν αυστηρώς πάντας τους κληρικούς, επιλέγων το Ευαγγελικόν “Ιδού οι τα μαλακά φορούντες εν τοις οίκοις των Βασιλέων εισίν”. Περί δε την τροφήν ολιγαρκής και ασκητικός, οσάκις εγευμάτιζεν, ή εδείπνει καθ’ εαυτόν. […] Το εσπέρας μετά την κοινήν ανάγνωσιν του Αποδείπνου, ανεχώρει εις τον μικρόν αυτού κοιτώνα, όπου αφιερούτο πολλήν ώραν εις νοεράν προσευχήν, έξω σαρκός και του κόσμου γενόμενος, και μόνος μόνω Θεώ προσομιλών. Έπειτα κατά μικρόν ανέπαυε το σώμα· και πάλιν μεσονύκτιον εξηγείρετο […]».
Επιπλέον, τα στοιχεία της βιωτής του Πατριάρχη αποκαλύπτουν με ενάργεια την ιδιοσυγκρασία του: «Πράος τω πνεύματι και ειρηνικός, και υπομονητικός εργάτης της αρετής, αλλ’ εν ταυτώ και ζηλωτής και μέχρι οξυθυμίας θερμουργός προς πράξεις και περιστάσεις, όσαι ταχείαν απήτουν οικονομίαν. Ανυπόκριτος και ακέραιος, συγκρύπτων και διατηρών άτρωτον το κεφάλαιον της εν πίστει σωτηρίας και εαυτού και του πλησίον. Αμνησίκακος και πρόθυμος προς συγχώρησιν και των ιδίων σφαλμάτων αυστηρός δικαστής, επιεικής δε και ήπιος προς τα του πλησίον. Αλλ’ εν ταυτώ και άκαμπτος και ανένδοτος προς απαιτήσεις ανόμους και ατρόμητος υπερασπιστής του δικαίου».
Οι παραστατικές αυτές περιγραφές αναδεικνύουν και αποκρυσταλλώνουν πολλές από τις πτυχές της προσωπικότητας του Γρηγορίου, ενώ παράλληλα λειτουργούν ως δεξαμενή δεδομένων, από την οποία μπορούν να αντληθούν ερμηνείες για την εξήγηση ορισμένων σημαντικών σταθμών του βίου του ταγού του ορθόδοξου μιλέτ.
Την ίδια εικόνα παρουσιάζει για το ήθος και την προσωπικότητα του Γρηγορίου Ε΄ και ο Κάρολος Μένδελσων Βαρθόλδη: «Στην πατριαρχική καθέδρα καθόταν ο Γεώργιος Αγγελόπουλος, που ονομάστηκε Γρηγόριος Ε΄, ένας άνθρωπος που […] διακρίθηκε νωρίς λόγω της σοβαρότητας, της αυστηρότητας και της σκληρής δουλειάς και είχε ανέβει από τη σκόνη στα υψηλότερα εκκλησιαστικά αξιώματα. […] Με μία ηθικώς ιδιαίτερα αξιοσέβαστη, προσωπικά αξιαγάπητη, όμορφη και ελκυστική εμφάνιση –εξωτερικά όμοιος με το ιδεώδες των ζωγράφων για την κεφαλή του Χριστού, πράγμα όχι ασυνήθιστο στον ανατολικό κλήρο– ο Γρηγόριος θα χαρακτηριζόταν, στην πιο εσωτερική του ουσία, μάλλον ως μαλακός και υποχωρητικός παρά ως δυναμικός». Και ολοκληρώνοντας ο παραπάνω ιστορικός την αναφορά του για τον χαρακτήρα του Γρηγορίου, τονίζει πως ο Πατριάρχης «πέθανε σαν χριστιανός και σαν ήρωας».
Επίσης, ο Γάλλος φιλέλληνας και ιστορικός Claude Denis Raffenel κάνει λόγο για τη θυσία του Γρηγορίου Ε΄ στο έργο του L’Histoire des événements de la Grèce, του οποίου ο πρώτος τόμος εκδόθηκε το 1822 στο Παρίσι: «Αυτό ήταν το τέλος ενός ανθρώπου που οι αρετές του τον κατέστησαν αγαπητό στον λαό του. Ενός σοφού, του οποίου η εμπειρία και η φώτιση υπήρξαν πολύ χρήσιμες για τους εκτελεστές του […]». Συνεχίζει ο ίδιος, τονίζοντας με ιδιαίτερο θαυμασμό την αρετή της ακτημοσύνης που διέκρινε τον πατριάρχη: «Μία ακόμη λέξη γι’ αυτόν τον άτυχο αρχιερέα: ο θάνατός του ήταν ελάχιστα επωφελής στον άπληστο τύραννο. Αν και για πολύ καιρό στην ηγεσία του έθνους του, πέθανε υπερβολικά φτωχός. Ποτέ δεν θεώρησε το αξίωμά του ως ένα ασφαλές μέσο για την απόκτηση πλούτου. Απλός, τόσο στην ενδυμασία του όσο και στην ιδιωτική ζωή του, δεν καταχράστηκε τα χρήματα του φτωχού για να προσφέρει ένα πολυτελές δείπνο στο τραπέζι ή στο παλάτι του. Είναι ένας από τους ωραιότερους επαίνους που μπορεί κανείς να κάνει γι’ αυτόν τον ενάρετο άνθρωπο: όπως ο Αριστείδης συνέβαλε στον πλούτο και την ευημερία του έθνους του, χωρίς να επωφεληθεί από τα πολλά μέσα που του ήταν καθημερινά διαθέσιμα, για να αποκτήσει τεράστιους θησαυρούς».

Οι περισσότερες αναφορές που σχετίζονται με το πρόσωπο του Γρηγορίου Ε΄ συγκλίνουν στο ότι η σεβάσμια μορφή του εντυπωσίαζε, ενώ το ήθος και οι αρετές που τον κοσμούσαν προκαλούσαν θαυμασμό. Ο φίλεργος, ασκητικός, ακτήμων και αφοσιωμένος στην Εκκλησία Γρηγόριος, που με τη μαρτυρική του εκτέλεση έγινε ολοκαύτωμα στον βωμό του σουλτάνου, έγινε σύμβολο θυσίας και ηρωισμού, αποκτώντας επάξια τη θέση του ανάμεσα στους δώδεκα σπουδαιότερους πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Φίνλεϋ.
Ωστόσο, η πολύχρονη διαμονή του Γρηγορίου στο Άγιον Όρος είχε σίγουρα καταλυτική επίδραση στον ήδη ασκητικό και συντηρητικό χαρακτήρα του. Ως εκ τούτου, μπορούμε να κατανοήσουμε το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της τρίτης πατριαρχίας του αποδοκίμασε έντονα τη διδασκαλία των θετικών επιστημών και των ιδεών των νεότερων φιλοσόφων και ήλθε σε αντίθεση με τους προεπαναστατικούς εκείνους λόγιους που ήταν φορείς του νέου ευρωπαϊκού πνεύματος και του φιλελευθερισμού.
Ο Γρηγόριος Ε΄ και η Επανάσταση του 1821
Η σχέση με τη Φιλική Εταιρεία και ο αφορισμός της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Η Φιλική Εταιρεία, η οποία αποτέλεσε την κορυφαία πολιτική δράση των υπόδουλων Ελλήνων, ιδρύθηκε το 1814 με σκοπό την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Οι Φιλικοί, αψηφώντας κινδύνους και κόπους, κατόρθωσαν να οργανώσουν με επιτυχία την Ελληνική Επανάσταση, η οποία ξέσπασε στις 22 Φεβρουαρίου 1821 με τη διάβαση του ποταμού Προύθου από τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη και την εισβολή του στη Μολδαβία, δηλαδή σε οθωμανικό έδαφος.
Ο Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος κατείχε τον πατριαρχικό θρόνο κατά την κρίσιμη εκείνη φάση της έκρηξης της Γραικικής Επανάστασης, βρέθηκε στη δίνη των εξελίξεων. Φυσικό ήταν, καθώς ως επικεφαλής του ορθόδοξου μιλέτ και, συνεπώς, υψηλότατος διοικητής του οθωμανικού κράτους, είχε διττό ρόλο· ήταν και πνευματικός αλλά και πολιτικός ηγέτης των υπόδουλων Ελλήνων.
Για τη σχέση του Πατριάρχη με τη Φιλική Εταιρεία έχουν διατυπωθεί αρκετές απόψεις. Φαίνεται βέβαιο το γεγονός ότι ο Γρηγόριος ήταν ενήμερος σχετικά με τη δράση των Εταιριστών. Υπάρχουν, ωστόσο, μελετητές που θεωρούν ότι ήταν φίλα προσκείμενος στη Φιλική Εταιρεία, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν, κάνοντας ένα άλμα και χωρίς να είναι αποδεδειγμένο, ότι ήταν και μέλος της.
Ενδείξεις διαθέτουμε και όχι αποδείξεις. Ίσως μελλοντικές έρευνες καταλήξουν σε πιο τεκμηριωμένα συμπεράσματα είτε προς τη μία είτε προς την άλλη πλευρά. Το σίγουρο είναι ότι, ως ιεράρχης τέτοιου επιπέδου, γνώριζε πολύ καλά ο Γρηγόριος ο Ε΄ πόσο μεγάλη ευθύνη είχε απέναντι στα τεκταινόμενα, επομένως έπρεπε οπωσδήποτε να είναι σε εγρήγορση, καθώς αντιλαμβανόταν τη σοβαρότητα των εξελίξεων.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η Φιλική Εταιρεία μετέφερε το 1818 την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη, συνεπώς δεν υπάρχει πιθανότητα ο Γρηγόριος να αγνοούσε την ύπαρξη και τη μυστική δράση της. Το γεγονός επίσης ότι στενοί συνεργάτες του πατριάρχη, όπως ο Γεώργιος Αφθονίδης, ο μεγάλος γραμματέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ακόμη και επίσκοποί του, είχαν μυηθεί στη Φιλική, καταδεικνύει πως ο Γρηγόριος, παρόλο που ήταν ενήμερος σχετικά με τη συνωμοτική δράση των Εταιριστών, δεν προσπάθησε να ανακόψει τις προσπάθειές τους.
Επιπλέον, δεν φανέρωσε στον σουλτάνο όσα γνώριζε περί του θέματος για να δείξει φαινομενική υποταγή και «καλή διαγωγή», ούτε φυσικά προσπάθησε να αποτρέψει τις ενέργειες των Φιλικών. Μάλιστα, υπάρχουν επιστολές
του Γρηγορίου, γραμμένες σε κωδικοποιημένη γλώσσα, οι οποίες αποτελούν στοιχεία επιδοκιμασίας της δράσης των Εταιριστών. Ιδίως σε μία επιστολή του προς τον Πετρόμπεη φαίνεται να καθησυχάζει τον τελευταίο, λέγοντας ότι «σε ό,τι αφορούσε το σχολείο» όλα πήγαιναν καλά.
Την άμεση σύνδεση και σχέση του Γρηγορίου με τη Φιλική Εταιρεία την υποστήριξε όχι μόνο ο Ιωάννης Φιλήμων, αλλά και ο συνιδρυτής της Εταιρείας, Εμμανουήλ Ξάνθος, ο οποίος στα Απομνημονεύματά του κάνει λόγο για τη μύηση του Πατριάρχη Γρηγορίου από τον Ιωάννη Φαρμάκη, όταν ο τελευταίος βρέθηκε στο Άγιον Όρος.
Μάλιστα, ο Φιλήμων ισχυρίστηκε πως η μαρτυρία για τη στρατολόγηση του Γρηγορίου στη Φιλική Εταιρεία προερχόταν από τον ίδιο τον Φαρμάκη: «Ο Φαρμάκης ωμολόγει μετέπειτα ότι ηθέλησε να κατηχήση εις την Εταιρείαν τον εξόριστον τότε εις το όρος του Άθωνος Γρηγόριον πατριάρχην. Ότι ο σεβάσμιος ούτος Γέρων έδειξεν ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν υπέρ του πνεύματος της Εταιρείας· ηυχήθη εκ καρδίας· και λέγων “Εμένα μ’ έχετε που μ’ έχετε”, δεν ηθέλησε και να ορκομωτήση, κατά την ∆ιδασκαλίαν. Παρά την επιβαλλομένην από τον ιερατικόν του χαρακτήρα υποχρέωσιν, παρετήρησεν ότι αν ανακαλυφθή ποτέ εις τα βιβλία της Εταιρείας το όνομά του, θέλει διακινδυνεύσει ολόκληρον το έθνος, του οποίου προείχε πάντοτε, από την τύραννον εξουσίαν».
Έδειξε, λοιπόν, ενθουσιασμό για τον σκοπό της Εταιρείας ο Γρηγόριος, αρνήθηκε όμως να γίνει μέλος της, διότι θα έθετε σε μεγάλο κίνδυνο το ποίμνιό του, εάν γινόταν φανερή η συμμετοχή του στις δράσεις των Φιλικών, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Φαρμάκη.
Άλλες σχετικές αναφορές εντοπίζονται σε έργα ξένων ιστορικών της Επανάστασης, οι οποίες φωτίζουν εν μέρει το νεφελώδες τοπίο. Για παράδειγμα, ο Τόμας Γκόρντον, το έργο του οποίου διακρίνεται για την εγκυρότητά του, θεωρεί πως πιθανότατα ο Πατριάρχης ενεπλάκη στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης: «∆εν τολμούμε να διαβεβαιώσουμε πως ο Πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου ήταν απόλυτα αθώοι της συνωμοσίας κατά του κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε ότι ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρείας και ότι μερικοί από τους άλλους ιεράρχες ήταν βαθιά πλεγμένοι στις μηχανορραφίες της».

Ο Γ. Γ. Γερβίνος, από την πλευρά του, γράφει πως ο Πατριάρχης «έγραφε επιστολές υπέρ των Φιλικών και στους αποστόλους τούς έδινε συστατικά γράμματα για τον κλήρο. Οι Τούρκοι υπουργοί ισχυρίσθηκαν αργότερα πως, σε έντεκα επιστολές του προς τους Πελοποννησίους συνωμότες, έχουν πρόχειρες τις αποδείξεις της ενοχής του», ενώ ο Κάρολος Μένδελσων Βαρθόλδη, κινούμενος στο ίδιο πλαίσιο, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ήταν γνωστό ότι από τα βάθη της καρδιάς του συμπαθούσε την Επανάσταση και τους ίδιους τους αφορισμένους, ότι είχε δώσει στους Φιλικούς συστατικά γράμματα και, κρυφά, πολλές φιλικές νουθεσίες».
«Συμπαθούσε τους ίδιους τους αφορισμένους», τονίζει ο Μένδελσων για τον Γρηγόριο, επισημαίνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι ο Πατριάρχης αφόρισε τους πρωτεργάτες της Ελληνικής Επανάστασης, ύστερα από επιτακτική διαταγή της Πύλης. Πράγματι, αρκετοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αναγκάστηκε να εκτελέσει την εντολή του σουλτάνου, προκειμένου να προστατεύσει τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης από τα βίαια αντίποινα των Τούρκων.
Γράφει σχετικά ο Γκόρντον: «Με διαταγές του Σουλτάνου, ο Πατριάρχης της Ανατολικής Εκκλησίας κεραυνοβόλησε τον Υψηλάντη και τους οπαδούς του με αφορισμό». Ενώ ο Μιχαήλ Οικονόμου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο Πατριάρχης Γρηγόριος και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος, όχι χάριν εαυτών, κίνδυνον ίδιον αποτρέποντες αλλά χάριν αποτροπής του επαπειλούμενου βεβαίου κινδύνου γενικής ή καν μεγάλης σφαγής των απανταχού της αυτοκρατορίας αθώων Χριστιανών, παντός φύλου και πάσης ηλικίας, δυνατού τε και αδυνάτου… άνευ διακρίσεως τινός, κλίναντες τας κεφαλάς… υπέγραψαν το διαβόητον εκείνο επιτίμιον».
Αξίζει στο συγκείμενο αυτό να τονιστεί ότι, βάσει τεκμηριωμένων στοιχείων, αποδεικνύεται ότι ο σεϊχουλισλάμης, δηλαδή ο ανώτατος μουφτής, το όνομα του οποίου ήταν Χατζή Χαλίλ Εφέντης, πρότεινε ως λύση τον αφορισμό. Γνώριζε ότι ο οργισμένος Μαχμούτ Β΄ θα προχωρούσε σε μεγάλης κλίμακας σφαγές αθώων χριστιανών. Και επιθυμώντας να αποτρέψει το σχέδιο αυτό του σουλτάνου, ήλθε σε επαφή με τον Γρηγόριο, εξηγώντας του ότι πρέπει να αφορίσει τους επαναστάτες, έτσι ώστε να εκτονωθεί η ένταση της Πύλης αλλά και να κερδίσει χρόνο για να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς, τους υποκείμενους στην οθωμανική εξουσία.
Έτσι, ο Πατριάρχης εξέδωσε μακροσκελή κείμενα, με τα οποία αφόριζε τον ηγεμόνα της Μολδαβίας, Μιχαήλ Σούτσο, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, καθώς και την Επανάσταση στις Παρίστριες Ηγεμονίες ως πράξη «αχαριστίας», η οποία «ήναι συνωδευμένη και με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν εναντίον της κοινής ημών ευεργέτιδος και τροφού κραταιάς και αηττήτου βασιλείας».
Τα κείμενα αυτά διαβάστηκαν στην έδρα του Πατριαρχείου αλλά και σε κάθε ναό της αυτοκρατορίας μαζί με το διάταγμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄, το οποίο χορηγούσε αμνηστία στους ορθόδοξους υπηκόους «υπό τον όρον, όπως αποβάλωσι του λοιπού οι Έλληνες πάσαν ιδέαν και εμμείνωσιν “εντός του ραγιαδικού χαρακτήρος”». Ο αφορισμός έφερε την υπογραφή του Γρηγορίου, του Πατριάρχη Ιεροσολύμων και άλλων 21 μητροπολιτών, ενώ μία ακόμα διακήρυξη υπογράφηκε από 49 Φαναριώτες και ευκατάστατους εμπόρους, ηγετικά στελέχη της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης.
Ο αφορισμός είχε βαθιά πολιτική σημασία, διότι έδινε το μήνυμα στον σουλτάνο ότι η εξέγερση αυτή δεν επιδοκιμάζεται από το ορθόδοξο μιλέτ, αλλά και από τον ίδιο τον Πατριάρχη, με αποτέλεσμα, έστω και προσωρινά, να κοπάσουν οι σφαγές των αθώων χριστιανών. Το γεγονός αυτό εξακριβώνεται και από ένα απόσπασμα σε ευρωπαϊκή εφημερίδα: «Η Πύλη στην αρχή έδειχνε πως θα υιοθετούσε τα αυστηρότερα μέτρα εναντίον όλων των Ελλήνων που βρίσκονται στην εξουσία της. Ωστόσο, οι εγγυήσεις που παρείχε ο αυτοκρατορικός Ρώσος πρέσβης στην Πύλη, κύριος φον Στρογανώφ, και μάλιστα πριν ακόμη λάβει οδηγίες από την αυλή του, σε συνδυασμό με τον αφορισμό που εξαπέλυσε ο Έλληνας Πατριάρχης εναντίον των επαναστατών, είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή, προσωρινά, αυτών των μέτρων ανταποδοτικής αυστηρότητας».
Ο αφορισμός είχε βαθιά πολιτική σημασία, διότι έδινε το μήνυμα στον σουλτάνο ότι η εξέγερση αυτή δεν επιδοκιμάζεται από το ορθόδοξο μιλέτ, αλλά και από τον ίδιο τον Πατριάρχη.
Πράγματι, η έκδοση του αφορισμού περιόρισε σημαντικά την έκταση των διωγμών και των σφαγών και ανέστειλε την εφαρμογή αυστηρότερων μέτρων που είχαν αποφασιστεί από την οθωμανική εξουσία. Ωστόσο, όταν οι ειδήσεις για την έκρηξη της Επανάστασης στον Μοριά έφθασαν στην Πύλη, οι Τούρκοι προέβησαν σε φοβερές θηριωδίες και οι σφαγές έγιναν ανεξέλεγκτες.

Εξετάζοντας όμως τα παραπάνω δεδομένα, αναδύεται ένα εύλογο ερώτημα σχετικά με την επίδραση του αφορισμού στην εξέλιξη της Επανάστασης. Ο Παναγιώτης Καλεβράς, ο οποίος πολέμησε στη Βλαχία με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, μας δίνει μια σαφή εικόνα του ηθικού πλήγματος που υπέστη ο στρατός του μονόχειρα πρίγκιπα, μετά την έκδοση του αφορισμού: «Η είδηση του αφορισμού έφτασε στον στρατό του Υψηλάντη και νεκρώθηκε ο ζήλος του πολέμου σε όλο το στρατόπεδο, το οποίο αποτελούσαν ως επί το πλείστον Βλάχοι, Σέρβοι, Βούλγαροι και Έλληνες, που έχασαν κάθε στρατιωτική πειθαρχία, απελπίστηκαν, στράφηκαν στις ληστείες και τράπηκαν σε φυγή. Αυτά συνέβησαν εξαιτίας του αποτρόπαιου εκείνου αφορισμού, από τον οποίο κινδύνευσε ολόκληρο το έθνος».
Φυσικά, την ισχυρότερη αρνητική επίδραση στις εξελίξεις των στρατιωτικών επιχειρήσεων στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες είχε η αποκήρυξη του κινήματος του Υψηλάντη από τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄, μετά την οποία όλες οι ελπίδες για άμεση ρωσική υποστήριξη διαλύθηκαν. Είναι βέβαιο ότι ο αφορισμός δεν εξέπληξε τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρο Υψηλάντη, που περίμενε αυτή την εξέλιξη, δυσχέρανε όμως σημαντικά την επαναστατική κινητοποίηση του ορθόδοξου πληθυσμού των Βαλκανίων.
Το παραπάνω επιβεβαιώνει και μια επιστολή του Αλεξάνδρου Υψηλάντη προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στην οποία υπογραμμίζει εμφαντικά στις 29 Ιανουαρίου 1821, προβλέποντας ότι το Φανάρι θα αναγκαζόταν να αφορίσει τους επαναστάτες: «Ο μεν Πατριάρχης, βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την πόρτα· εσείς όμως να θεωρήτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου».
Παρά την αποκήρυξη όμως της Επανάστασης και τον αφορισμό των πρωτεργατών της, οι ειδήσεις που έφταναν στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με την εξάπλωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου και σε άλλες περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου αύξησαν δραματικά τις θηριωδίες εκ μέρους της Πύλης. Η οργή του σουλτάνου, εξαιτίας της αδυναμίας των οθωμανικών αρχών να καταπνίξουν την Επανάσταση, παρά την αγριότητα των μέτρων καταστολής, ξέσπασε ασυγκράτητα στο πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη, διατάζοντας την εκτέλεσή του.
Ο μαρτυρικός θάνατος
Ένας θάνατος που κατατάραξε τον χριστιανικό κόσμο και τροφοδότησε αντί να ανασχέσει τη δράση των Ελλήνων επαναστατών.
Oταν ήλθεν η αγγελία της επαναστάσεως της Πελοποννήσου […] τότε ίδεν ο Γρηγόριος ότι και αυτόν προσμένει τέλος μαρτυρικόν. Με σταθερότητα μεγάλην και γαλήνιον ψυχήν παρεδόθη εις την βουλήν της Θείας Προνοίας. Έλεγεν εις τους περί αυτόν: “Βλέπω ότι ιχθύες θέλουν φάγειν το σώμα μου· αλλ’ αποθνήσκω ήσυχος υπέρ της σωτηρίας του έθνους μου”», γράφει ο Κούμας, μαρτυρώντας τη σταθερή απόφαση του Πατριάρχη να μη δραπετεύσει και να μην εγκαταλείψει το εκκλησίασμά του. Προτίμησε να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη, παρά τις επανειλημμένες προτάσεις διαφυγής, θέτοντας τη ζωή του σε σοβαρό κίνδυνο.
Μετά την επέκταση των επαναστατικών επιχειρήσεων των ραγιάδων στον Μοριά και σε άλλες περιοχές της Νότιας Βαλκανικής, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ θεώρησε υπεύθυνο τον Γρηγόριο Ε΄ για την αποτυχία να αναχαιτίσει την επανάσταση του ορθόδοξου μιλέτ. Επίσης, το γεγονός ότι ο Πατριάρχης είλκε την καταγωγή του από την Πελοπόννησο, κρίθηκε ως επιβαρυντικό στοιχείο.
Έτσι, ο Γρηγόριος Ε΄ ανακρίθηκε από τις οθωμανικές αρχές σχετικά με το αν ήταν πληροφορημένος για τους επαναστατικούς σκοπούς των Ρωμιών. Οι αρνητικές απαντήσεις του Πατριάρχη όμως δεν κάλυψαν τους Οθωμανούς, καθώς «δεν ήταν δυνατόν να πιστεύει κανείς πως ο Πατριάρχης αγνοούσε την καθολική συνωμοσία του μιλλετιού του, η οποία ήταν ολοφάνερη». Σε συμβούλιο υπό την προεδρία του μεγάλου βεζίρη, πάρθηκε η απόφαση για τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄, «εξαιτίας της έκνομης συμπεριφοράς του, ούτως ώστε να ξεριζωθεί από εδώ η στάση στον Μωριά». Το σχετικό φιρμάνι που εκδόθηκε από τον σουλτάνο, μεταξύ άλλων, ανέφερε: «Αλλ’ ο άπιστος Πατριάρχης των Ελλήνων, ο δώσας άλλοτε δείγματα της εις την υψηλήν Πύλην αφοσιώσεώς του, αδύνατον να θεωρηθή αλλότριος των στάσεων του έθνους του, […] και χρέος του ήτο να διδάξη τους απλούς ότι το τόλμημα ήτο μάταιον και ατελεσφόρητον· […] αλλ’ εξ αιτίας της διαφθοράς της καρδίας του, όχι μόνον δεν ειδοποίησεν ουδ’ επαίδευσε τους απατηθέντας, αλλά καθ’ όλα τα φαινόμενα ήτο και αυτός, ως αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως, και αδύνατον να μη αφανισθή και πέση εις την οργήν του Θεού όλον το έθνος των Ελλήνων […]».

Στις 10 το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, 10ης Απριλίου 1821, κατέφθασαν στο Πατριαρχείο, όπως γράφει ο Φιλήμων, «ο γενιτσάραγας, ο μποσταντσήμπασης, ο τσαουσλάρ εμινή, ο κεσεδάρης του υπουργού των εξωτερικών και άλλοι πολλοί […] μέχρι πεντήκοντα». Ο Πατριάρχης τότε αντιλήφθηκε τον λόγο της άφιξής τους και ζήτησε να του φέρουν «τον τρίβωνα και το επανωκαλύμαυχον».
Έπειτα, αφού ο νέος μέγας διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης ανέγνωσε το διάταγμα καθαίρεσης και εξορίας του Γρηγορίου, αυτός, αντί να εξοριστεί στο Καδίκιοϊ (Χαλκηδόνα), μεταφέρθηκε στη φυλακή του μποσταντζήμπαση, στον κήπο του παλατιού του Τοπκαπί. Εκεί, όπως μαρτυρεί ο ∆ιονύσιος Κόκκινος, πιθανότατα υποβλήθηκε σε βασανιστήρια, ενώ ευθύς αμέσως μετά την εκλογή του νέου πατριάρχη, ο έκπτωτος Γρηγόριος Ε΄ οδηγήθηκε εκ νέου στο Πατριαρχείο, προκειμένου να απαγχονιστεί.
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, στη μεσαία από τις τρεις εξωτερικές θύρες του Πατριαρχείου, η οποία έκτοτε παραμένει κλειστή, ετοιμάστηκε η αγχόνη, στην οποία έσυραν τον Γρηγόριο οι δήμιοι. Ο θάνατός του επήλθε αμέσως. Πάνω στο κρεμασμένο σώμα του αναρτήθηκε πινακίδα, η οποία έγραφε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Επιβάλλεται όλοι οι ταγοί κάθε τάξης να επιτηρούν διαρκώς όσους βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία τους και να αναφέρουν στην κυβέρνηση τις έκνομες πράξεις τους. Υποχρεωμένοι είναι και οι πατριάρχες να ελέγχουν κάθε δράση του μιλλετιού τους και να αναφέρουν στο Υψηλό Κράτος όσους δεν δέχονται νουθεσίες. Αυτός ο Πατριάρχης διέπραξε καθαρή προδοσία καθώς, Μοραΐτης στην καταγωγή, συμμετείχε στη στάση που ξέσπασε ανάμεσα στο μιλλέτι του».
Την ίδια ημέρα εκτελέστηκαν οι επίσκοποι Εφέσου, Νικομηδείας και Αγχιάλου. Η σορός του έμεινε επί τρεις ημέρες στην αγχόνη. Την Τρίτη, 13 Απριλίου, το νεκρό σώμα του Πατριάρχη παραδόθηκε σε τρεις Εβραίους, τον Μουτάλ, τον Μπιταχή και τον Λεβύ, οι οποίοι το περιέφεραν στην πλατεία του Φαναρίου, σέρνοντάς το στο λιθόστρωτο, και ύστερα το καταπόντισαν στα νερά του Κερατίου Κόλπου.
Για τη μετέπειτα τύχη της σορού του Γρηγορίου, οι απόψεις διίστανται. Το πιθανότερο είναι ότι το νεκρό σώμα ανέβηκε στην επιφάνεια της θάλασσας, παρασύρθηκε από τα κύματα μέχρι τον Γαλατά και προς το βράδυ της 16ης Απριλίου βρέθηκε κοντά στο ελλιμενισμένο εκεί πλοίο υπό ρωσική σημαία του Κεφαλονίτη Ιωάννη Σκλάβου. Ανασύρθηκε στο πλοίο, όπου και αναγνωρίστηκε από τον μεγάλο πρωτοσύγκελο του πατριάρχη, Σωφρόνιο, ο οποίος είχε διαφύγει και επέβαινε σε αυτό.

Στις 11 Μαΐου, το πλοίο έφτασε στην Οδησσό, όπου έγινε επίσημη αναγνώριση του λειψάνου του Γρηγορίου από τους Έλληνες πρόσφυγες, που είχαν καταφύγει εκεί και γνώριζαν τον πατριάρχη, αλλά και από τον Κωνσταντίνο τον εξ Οικονόμων. Αργότερα όμως ορισμένοι υποστήριξαν πως το σκήνωμα που μετέφερε ο Σκλάβος δεν ήταν του πατριάρχη.
Γεγονός είναι βέβαια ότι στις 17 Ιουνίου, κατόπιν διαταγής του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄, τελέστηκε στην Οδησσό η νεκρώσιμη ακολουθία με εξαιρετική επισημότητα και πάνδημη συμμετοχή του λαού της περιοχής. Επακολούθησε τριήμερο προσκύνημα στον μητροπολιτικό ναό και, έπειτα, στις 19 Ιουνίου «μετενεχθείς», όπως μαρτυρεί ο Φιλήμων, «διά της αυτής παρατάξεως ο νεκρός εις τον ελληνικόν ναόν της Αγίας Τριάδος, ετάφη εν μνήματι καινώ και καταντικρύ της ωραίας πύλης τού προς νότον παρεκκλησίου του Αγίου Σπυρίδωνος ως λείψανον ιερομάρτυρος».
Το 1871, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, η Εκκλησία της Ελλάδος θεώρησε επιβεβλημένο να μεταφέρει από την Οδησσό στην Αθήνα το λείψανο του οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, το οποίο έφτασε στην πόλη στις 25 Απριλίου 1871. Μετά την πάνδημη και πανηγυρική υποδοχή του σκηνώματος, αυτό εναποτέθηκε στον καθεδρικό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα σε περίβλεπτη λάρνακα.
Στις 10 Απριλίου 1921, ακριβώς 100 χρόνια μετά τον μαρτυρικό του θάνατο, ο Γρηγόριος Ε΄ ανακηρύχθηκε άγιος από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο ανδριάντας του κοσμεί, μαζί με εκείνους του Ρήγα Βελεστινλή, του Αδαμάντιου Κοραή και του Ιωάννη Καποδίστρια, τα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σε ένα άλλο επίπεδο, το μαρτυρικό τέλος του Γρηγορίου Ε΄, του πνευματικού ηγέτη των Ορθοδόξων, προσέβαλε και εξαγρίωσε τους επαναστατημένους Έλληνες, καθιστώντας πια αδύνατο οποιονδήποτε συμβιβασμό ανάμεσα σε εκείνους και την Πύλη. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι πολλοί από όσους αμφιταλαντεύονταν για τη συμμετοχή τους στις επαναστατικές επιχειρήσεις αποφάσισαν, μετά την αποτρόπαια εκτέλεση του Πατριάρχη, να ταχθούν υπέρ των εξεγερμένων.

Πράγματι, η εκτέλεση του Γρηγορίου με απαγχονισμό θεωρήθηκε από την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή πλευρά ως ένα εξαιρετικά ειδεχθές έγκλημα, καθώς ένας τέτοιος τρόπος θανάτου ήταν ιδιαίτερα βασανιστικός και επιφυλασσόταν μόνο σε περιπτώσεις ληστών και βαρέων ποινικών αδικημάτων. Το γεγονός, λοιπόν, του τόσο ατιμωτικού και μαρτυρικού θανάτου της κεφαλής των ορθοδόξων κατατάραξε όλον τον χριστιανικό κόσμο, ενώ παράλληλα δημιούργησε στους Έλληνες επαναστάτες έντονη επιθυμία για εκδίκηση, επεκτείνοντας ραγδαία τις επαναστατικές τους δράσεις.
«Αυτή η φρικτή πράξη άνοιξε για την απελευθέρωση της Ελλάδας ένα πρώτο ρήγμα. […] Σε όλες τις επαρχίες έδωσε το σύνθημα για την πιο τρομερή εκδίκηση. Στιγμάτισε τον σουλτάνο στα μάτια όλων των Ελλήνων με το στίγμα του “σφαγέα”. Έδωσε στον αγώνα τον χαρακτήρα ενός καταστροφικού πολέμου. Εξαφάνισε και την τελευταία σκέψη μιας πιθανότητας συμφιλίωσης, συμβιβασμού και υποταγής. ∆ιήγειρε τον οίκτο όλου του χριστιανικού κόσμου υπέρ του δυστυχισμένου έθνους των Ελλήνων», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γερβίνος, τονίζοντας το πολιτικό λάθος του σουλτάνου. Είναι βέβαιο λοιπόν πως η εκτέλεση του Γρηγορίου αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την απελευθέρωση των Ελλήνων, καθώς απέκλεισε οριστικά την πιθανότητα διαπραγμάτευσης ανάμεσα στους Ρωμιούς επαναστάτες και την οθωμανική εξουσία. Γράφει σχετικά ο Γκόρντον, αντιλαμβανόμενος τις εξελίξεις: «Ο Γρηγόριος ήταν ένας ηλικιωμένος ιεράρχης, με άψογο βίο και άψογη συμπεριφορά, η ευσέβεια και η αρετή του οποίου τύγχαναν γενικού σεβασμού. Το απαράδεκτο τέλος του προκάλεσε βαθύ αίσθημα φρίκης και οίκτου στην Ευρώπη, και δεκαπλασίασε την εχθρότητα των Ελλήνων, σε σημείο ώστε να καταστεί αδύνατη κάθε συμφιλίωσή τους με την Πύλη».
Αναμφισβήτητα, όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο του Γρηγορίου Ε΄ ως πνευματικού και πολιτικού ταγού των υπόδουλων ραγιάδων. Ο βίος, οι αποφάσεις, οι πράξεις και, τέλος, η εκούσια μαρτυρική του θυσία σφράγισαν την ιστορική μνήμη και την εθνική μας ταυτότητα, κατατάσσοντας το πρόσωπο του Γρηγορίου στο παλίμψηστο των εθνομαρτύρων του Γένους των Ελλήνων!
«Όλοι κλαύστε αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς,
κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος
ωσάν νάτανε φονιάς».


