Μέχρι το 1781, το γνωστό στους επιστήμονες ηλιακό σύστημα περιελάμβανε έξι πλανήτες. Στις 13 Μαρτίου της χρονιάς αυτής, όμως, κάτι άλλαξε: ο Βρετανός αστρονόμος William Herschel, ο οποίος είχε γεννηθεί στο Ανόβερο της Γερμανίας, παρατήρησε ένα ουράνιο σώμα στον αστερισμό των Διδύμων, το οποίο διακρινόταν αχνά και κινούνταν αργά. Αρχικά θεώρησε ότι ήταν κομήτης, εντέλει όμως αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για έναν ακόμη πλανήτη, τον οποίο ο ίδιος αρχικά είχε ονομάσει στη λατινική γλώσσα «Γεώργιο», προς τιμήν του Βρετανού βασιλιά.
Η ανακάλυψη αυτή τού χάρισε όχι μόνο τη συμμετοχή στη Βασιλική Εταιρεία αλλά και το μετάλλιο «Copley», τον Νοέμβριο του 1781. Ωστόσο, υπήρξαν πολλοί αστρονόμοι από άλλες χώρες οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με την ονομασία που είχε δοθεί στον νέο πλανήτη. Οι ίδιοι επιθυμούσαν να συνεχιστεί η παράδοση να έχουν οι πλανήτες ονόματα προερχόμενα από την ελληνική μυθολογία. Με αυτήν τη λογική, πρότειναν ο πρόσφατα ανακαλυφθείς πλανήτης να πάρει το όνομα του πατέρα του Κρόνου και παππού του Δία, να ονομαστεί, δηλαδή, Ουρανός. Αυτή έμελλε να είναι η ονομασία που τελικώς επικράτησε. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ ακολουθήθηκε το κλασικό μοτίβο της ονομασίας των πλανητών, ο συγκεκριμένος πλανήτης παραμένει ο μοναδικός για τον οποίο χρησιμοποιείται η ελληνική εκδοχή του ονόματός του σε όλες τις γλώσσες – και όχι η λατινική, όπως συμβαίνει στους υπόλοιπους πλανήτες.
Οι ανακαλύψεις του William Herschel δεν περιορίστηκαν όμως εδώ. Εξι περίπου χρόνια αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου 1787, θα ανακαλύψει και τους δύο μεγαλύτερους δορυφόρους του Ουρανού: την Τιτάνια (τον πρώτο σε μέγεθος) και τον Ομπερον (τον δεύτερο μεγαλύτερο). Δύο νέοι δορυφόροι (Ούμπριελ και Αριελ) θα ανακαλύπτονταν το 1851 και ο πέμπτος (Μιράντα) το 1948. Οι υπόλοιποι 23 δορυφόροι του Ουρανού ανακαλύφθηκαν μετά το 1985.
Ο Ουρανός και οι δορυφόροι του θα συνέχιζαν να καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό από πέπλο μυστηρίου, μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα.
Παρότι οι αστρονόμοι κατάφεραν να υπολογίσουν ότι ο Ουρανός χρειάζεται περίπου 84 χρόνια για να ολοκληρώσει μια περιστροφή γύρω από τον Ηλιο, λόγω της μεγάλης απόστασης, διπλάσιας από την απόσταση μεταξύ Ηλιου και Κρόνου, ο Ουρανός και οι δορυφόροι του θα συνέχιζαν να καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό από πέπλο μυστηρίου μέχρι και το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα. Μόλις στις 10 Μαρτίου 1977, οι αστρονόμοι ανακάλυψαν πέντε δακτυλίους σε τροχιά γύρω από τον Ουρανό.
Οι περισσότερες πληροφορίες για τον συγκεκριμένο πλανήτη και τους δορυφόρους του θα έρχονταν περίπου 200 χρόνια μετά την ανακάλυψή τους, το 1986, όταν το διαστημόπλοιο Voyager 2, ύστερα από παραμονή τεσσάρων μηνών, τράβηξε περισσότερες από 7.000 φωτογραφίες, ασύγκριτα πιο λεπτομερείς από εκείνες που είχαν τραβηχτεί από τηλεσκόπια της Γης. Αποκαλύφθηκαν 11 νέοι δορυφόροι καθώς και λεπτομέρειες σχετικά με το πολύπλοκο σύστημα δακτυλίων του πλανήτη, την ατμόσφαιρά του, το παράξενα κεκλιμένο μαγνητικό του πεδίο και τους ιδιόμορφους δορυφόρους του.
Για παράδειγμα, όσον αφορά τη δεύτερη ανακάλυψη του Herschel, τον μεγαλύτερο δορυφόρο του Ουρανού, την Τιτάνια, αποδείχτηκε ότι ήταν γεωλογικά ενεργός. Υπήρχε ακόμα ένα σύστημα κοιλάδων από ρήγματα –ένδειξη πιθανής τεκτονικής επέκτασης του φλοιού της Τιτάνιας–, ενώ κατά μήκος των τοίχων της κοιλάδας προς τον Ηλιο, παρατηρήθηκαν εναποθέσεις υψηλά ανακλαστικού υλικού, που μπορεί να αντιπροσωπεύει παγετό.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

