Η υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, τον Ιούλιο του 1774, δεν συνοδεύτηκε από ύφεση της επεκτατικής διάθεσης της Ρωσίας έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πάγιος στόχος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου (τέλη 17ου – αρχές 18ου αιώνα), ήταν η επέκταση προς τον Ννότο και η κάθοδος προς τις θερμές θάλασσες του Εύξεινου Πόντου και της Μεσογείου. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, άλλωστε, η Ρωσία χρησιμοποιούσε την ακτινοβολία που ασκούσε στους υπόδουλους ορθοδόξους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υποκινώντας τους σε εξεγέρσεις εναντίον των οθωμανικών Αρχών.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1780, η τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ εξέφρασε προς τον Αψβούργο αυτοκράτορα, Ιωσήφ Β΄, το όραμά της για την ίδρυση δύο κρατών στη Βαλκανική Χερσόνησο. Αυτά τα κράτη ήταν η Δακία, η οποία αποτελείτο από τις Ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, και το ελληνοβυζαντινό κράτος με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Η ίδια υπολόγιζε πως θα ανέβαζε στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον εγγονό της, Κωνσταντίνο. Το σχέδιο αυτό ουδέποτε υλοποιήθηκε καθώς ούτε οι Αυστριακοί εξέλαβαν στα σοβαρά αυτή την πρόταση, ούτε και η ίδια η Αικατερίνη πίστευε πως θα μπορούσε να εξωθήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε διάλυση.
Το 1783, η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία, η οποία είχε αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο κράτος το 1774, εκδίωξε πολλούς από τους Τατάρους κατοίκους της και δημιούργησε βάσεις για τη μετέπειτα εξάπλωσή της προς τα Βαλκάνια. Γύρω από αυτές τις βάσεις εγκαταστάθηκαν πολλοί Ελληνες, αρκετοί εκ των οποίων ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Το 1787, η Αικατερίνη πραγματοποίησε μια θριαμβευτική περιοδεία στην περιοχή, η οποία ήταν πλούσια σε συμβολισμούς σχετικά με τον κυρίαρχο ρόλο της αυτοκρατορίας της στην Ανατολή.
Με τελεσίγραφό τους, οι Οθωμανοί απαίτησαν εκκένωση της Κριμαίας και ακύρωση της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή.
Σε αυτές τις ενέργειες της ρωσικής πλευράς, οι Οθωμανοί απάντησαν με ένα τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσαν εκκένωση της Κριμαίας από τους Ρώσους και ακύρωση της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Νέος ρωσο-οθωμανικός πόλεμος ξέσπασε το 1787, στον οποίο συμμετείχε στο πλευρό των Ρώσων και η Αυστρία, στο πλαίσιο μιας μυστικής συνθήκης που είχαν συνάψει. Οι πολεμικές επιχειρήσεις εκτυλίχθηκαν αποκλειστικά στη βόρεια Βαλκανική. Τόσο ο θάνατος του Ιωσήφ Β΄ όσο και η απειλή της εισβολής των Πρώσων σε αυστριακά εδάφη, ανάγκασαν τη Βιέννη να υπογράψει ξεχωριστή ειρήνη με την Πύλη το 1791.
Από την πλευρά τους οι Ρώσοι δεν διεξήγαγαν τις επιχειρήσεις με τον ίδιο ζήλο που πολεμούσαν στον προηγούμενο ρωσο-οθωμανικό πόλεμο. Επιθυμώντας να λήξει άμεσα ο πόλεμος, η Ρωσία έδωσε τη διαταγή στα στρατεύματα να κατευθυνθούν προς το Δέλτα του Δούναβη, φθάνοντας έως το Ισμαήλ. Η Πύλη τότε ζήτησε την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης. Οι δύο αυτοκρατορίες υπέγραψαν τη συνθήκη ειρήνης στις 9 Ιανουαρίου 1792 στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Ηγεμονίας της Μολδαβίας. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, η Ρωσία επιβεβαίωσε την κυριότητά της στην Κριμαία και προσάρτησε ορισμένες περιοχές στα βορειοδυτικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Σε αυτά τα εδάφη η Αικατερίνη Β΄ ίδρυσε την Οδησσό, μια πόλη στην οποία εγκαταστάθηκαν πολλοί Ελληνες και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη νεότερη ελληνική ιστορία.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

