Σαν Σήμερα: 7 Ιανουαρίου 1611 – Ξεκινά η δίκη της «Αιματοβαμμένης Κόμισσας», Ερζέμπετ Μπάτορι

Σαν Σήμερα: 7 Ιανουαρίου 1611 – Ξεκινά η δίκη της «Αιματοβαμμένης Κόμισσας», Ερζέμπετ Μπάτορι

Ορισμένες εκτιμήσεις υποστηρίζουν ότι η Ερζέμπετ ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο περισσότερων από 600 γυναικών

3' 9" χρόνος ανάγνωσης

Στις 7 Ιανουαρίου 1611, μία από τις πιο διαβόητες δίκες της ιστορίας ξεκίνησε στην Ουγγαρία, καθώς η Ερζέμπετ Μπάτορι, μια πλούσια αριστοκράτισσα, κατηγορήθηκε για τον βασανισμό και τη δολοφονία εκατοντάδων νεαρών γυναικών. Γνωστή ως η «Αιματοβαμμένη Κόμισσα», η δίκη της Μπάτορι και η επακόλουθη καταδίκη της σε κατ’ οίκον περιορισμό εδραίωσαν την κληρονομιά της ως μίας από τις πιο μισητές προσωπικότητες της ευρωπαϊκής ιστορίας. Οι συγκλονιστικές κατηγορίες εναντίον της τροφοδότησαν αιώνες εικασιών, συμπεριλαμβανομένης της σύνδεσής της με τους φολκλορικούς μύθους των βρικολάκων.

Γεννημένη σε μία από τις πιο ισχυρές οικογένειες της Ουγγαρίας το 1560, η Ερζέμπετ Μπάτορι είχε προνομιούχα ζωή. Οι διασυνδέσεις της οικογένειάς της περιελάμβαναν και τη βασιλική οικογένεια, με τον θείο της να είναι βασιλιάς της Πολωνίας και τα ξαδέλφια της να κατέχουν υψηλόβαθμες θέσεις στην ουγγρική αριστοκρατία. Η Ερζέμπετ ήταν καλά μορφωμένη, μιλούσε άπταιστα πολλές γλώσσες και φημιζόταν για την ευφυΐα της. Το 1575 παντρεύτηκε τον Φέρεντς Νάντασντι, έναν Ούγγρο ευγενή και διάσημο στρατιωτικό διοικητή. Το ζευγάρι ζούσε στο Κάστρο Τσάχτιτσε, όπου η Ερζέμπετ διαχειριζόταν το κτήμα κατά τη διάρκεια των συχνών απουσιών του συζύγου της. Παρά τη «βιτρίνα» του πλούτου και της ευγένειας, οι φήμες για τη σκληρότητα και τη βίαιη συμπεριφορά της Ερζέμπετ άρχισαν να διαδίδονται μεταξύ των αγροτών της περιοχής.

Οι μαρτυρίες δημιουργούσαν μια τρομακτική εικόνα συστηματικών βασανιστηρίων και δολοφονιών.

Οι κατηγορίες κατά της Ερζέμπετ Μπάτορι προέκυψαν το 1610, ύστερα από μια παρατεταμένη έρευνα που ξεκίνησε ο Γκιόργκι Τούρζο, ο Παλατίνος της Ουγγαρίας. Ο Τούρζο ενήργησε υπό τις διαταγές του Ματθία, αδελφού του αυτοκράτορα Ροδόλφου Β΄ και μετέπειτα διαδόχου του, ο οποίος είχε λάβει αναφορές για φρικαλεότητες στο κάστρο Τσάχτιτσε. Οι μαρτυρίες υπηρετών, χωρικών και φερόμενων ως επιζώντων δημιουργούσαν μια τρομακτική εικόνα συστηματικών βασανιστηρίων και δολοφονιών. Η Ερζέμπετ κατηγορήθηκε ότι προσέλκυε νεαρές γυναίκες –πολλές από αυτές χωριατοπούλες που αναζητούσαν εργασία ή μόρφωση– στο κάστρο της, όπου η ίδια και οι συνεργοί της τις αντιμετώπιζαν με απερίγραπτη σκληρότητα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, τα θύματα ξυλοκοπούνταν, καίγονταν, ακρωτηριάζονταν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, δολοφονούνταν. Με την πάροδο του χρόνου, ο αριθμός των θυμάτων αυξήθηκε, με ορισμένες εκτιμήσεις να υποστηρίζουν ότι η Ερζέμπετ ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο περισσότερων από 600 γυναικών, αν και ο αριθμός αυτός παραμένει αμφισβητούμενος από τους ιστορικούς.

Η δίκη της Ερζέμπετ, η οποία άρχισε στις 7 Ιανουαρίου 1611, ήταν ένα μεγάλο γεγονός. Πραγματοποιήθηκε στο κάστρο της και η διαδικασία περιελάμβανε καταθέσεις από 300 και πλέον μάρτυρες και επιζώντες, καθώς και ομολογίες που αποσπάστηκαν από τους συνεργούς της μετά από βασανιστήρια. Αυτοί οι συνεργοί –τέσσερις από τους κοντινότερους υπηρέτες της– κρίθηκαν ένοχοι και εκτελέστηκαν, αλλά η ίδια η Ερζέμπετ γλίτωσε την εκτέλεση λόγω της ευγενικής της καταγωγής. Αντιθέτως, καταδικάστηκε σε μόνιμο κατ’ οίκον περιορισμό εντός του κάστρου Τσάχτιτσε. Η δίκη, ωστόσο, άφησε παρατεταμένα ερωτήματα σχετικά με το αν τα εγκλήματά της ήταν τόσο εκτεταμένα ή αν επρόκειτο για υπερβολικές ή κατασκευασμένες κατηγορίες που εκπορεύονταν από πολιτικά κίνητρα. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η Ερζέμπετ, μια ισχυρή και πλούσια γυναίκα, μπορεί να έπεσε θύμα συνωμοσίας που αποσκοπούσε στην κατάσχεση της περιουσίας της και στον περιορισμό της επιρροής της οικογένειάς της.

Οι ιστορίες για την υποτιθέμενη δίψα της για αίμα ενέπνευσαν μεταγενέστερους μύθους για βρικόλακες και κείμενα γοτθικής λογοτεχνίας.

Η Ερζέμπετ Μπάτορι πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της περιορισμένη σε ένα μόνο δωμάτιο στο κάστρο Τσάχτιτσε, όπου πέθανε στις 21 Αυγούστου 1614, σε ηλικία 54 ετών. Η ιστορία της, με την πάροδο του χρόνου έγινε θρύλος. Αν και η ιστορική ακρίβεια πολλών λεπτομερειών παραμένει αμφισβητήσιμη, η δίκη της έχει αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στο συλλογικό φαντασιακό. Οι ιστορίες για την υποτιθέμενη δίψα της για αίμα ενέπνευσαν μεταγενέστερους μύθους για βρικόλακες και κείμενα γοτθικής λογοτεχνίας, με ορισμένες απεικονίσεις της να την παρουσιάζουν ως μια στυγερή δολοφόνο που έκανε μπάνιο στο αίμα παρθένων για να διατηρήσει τη νεότητά της.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT