Ο Καρλ Νόρμαν –Karl Friedrich Leberecht Normann, Graf von Ehrenfels, όπως ήταν το πλήρες όνομά του– υπήρξε ένθερμος φιλέλληνας που έλαβε μέρος στον ελληνικό Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1784 στη Στουτγάρδη, πρωτεύουσα του κρατιδίου της Βυρτεμβέργης. ∆ευτερότοκος γιος του διακεκριμένου νομικού και ανώτατου κρατικού λειτουργού Philipp Christian Friedrich Normann, Graf von Ehrenfels (1756-1817) και της Franzista Henriette Auguste, Freiin von Harling (1764-1818), έδειξε από νωρίς την έμφυτη κλίση του προς τα μαθηματικά και τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Ήταν μόλις 15 ετών όταν μια μέρα του 1799, επιστρέφοντας από το σχολείο του, διασταυρώθηκε με ένα αυστριακό σύνταγμα που διέσχιζε τη Στουτγάρδη. Εντυπωσιάστηκε τόσο στη θέα του, ώστε την ίδια κιόλας μέρα κατετάγη ως δόκιμος. Επέδειξε αξιοσημείωτο ζήλο και σε σύντομο χρονικό διάστημα έλαβε τον βαθμό του υπολοχαγού του αυστριακού στρατού. «O μικρός μου Normann θα γίνει ένας πραγματικός δαίμονας πυρός…» προέβλεπε για εκείνον σε επιστολή του ο συνταγματάρχης του, Christian Wolfskeel von Reichenberg. Το 1803, ωστόσο, καθώς η Βυρτεμβέργη τάχθηκε με την πλευρά του Ναπολέοντα, ο Normann ανακλήθηκε στην πατρίδα του. «Ευχαρίστως τον προσλαμβάνω στην υπηρεσία μου και θα τον τοποθετήσω, μόλις παραιτηθεί, στο σώμα της φρουράς μου με τον ίδιο βαθμό αρχαιότητας, τον οποίο έχει εκεί και με τον οποίο θα γίνει εδώ υπολοχαγός», διαβεβαίωνε γραπτώς τον πατέρα του ο βασιλιάς της Βυρτεμβέργης, Φρειδερίκος Α΄. Έτσι ο Normann βρέθηκε αντίπαλος των μέχρι τότε συμπολεμιστών του.
Μια λαμπρή σταδιοδρομία με άδοξο τέλος…
Από τους Ναπολεόντειους Πολέμους, στην εξορία και την επιστροφή.
Είναι η περίοδος που η Ευρώπη μαστίζεται από τους Ναπολεόντειους Πολέμους (1803-1815). Στο πλαίσιο αυτό ο Normann είχε πολλές ευκαιρίες να αναδείξει τις ικανότητές του στα πεδία διαφόρων μαχών και να κερδίσει πολύτιμη στρατιωτική πείρα, ανερχόμενος σταδιακά στη στρατιωτική ιεραρχία ως ταγματάρχης, αντισυνταγματάρχης, διοικητής συντάγματος και αποκτώντας τιμητικές διακρίσεις, όπως του Τάγματος Στρατιωτικής Αξίας (Militär-Verdienst-Ordens) και της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής. Ξεχώρισε ιδιαίτερα για την ανδρεία του, την αγάπη που επιδείκνυε προς τους άνδρες του και το πνεύμα ενότητας που προσπαθούσε να τους εμφυσήσει, γαλουχώντας τους παράλληλα στις κακουχίες.

Οι στρατιωτικές του αρετές τού επέτρεψαν κατά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία το 1812, παρόλο που ο ίδιος τραυματίστηκε στη μάχη, να επιστρέψει με μέρος του στρατιωτικού του σώματος. Τον Ιανουάριο του 1813 αναγορεύτηκε από τον βασιλιά Φρειδερίκο υποστράτηγος και διοικητής μιας ταξιαρχίας Ιππικού της Βυρτεμβέργης. Με αυτή βάδισε κατά του απελευθερωτικού πρωσικού σώματος των εθελοντών του Lützow (Lützowsches Freikorps) που βρισκόταν στο Kitzen, θέση κοντά στη Λειψία. Παρά την υποτιθέμενη ύπαρξη προσυμφωνημένης εκεχειρίας ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, ο Normann προέβη στη διάλυση του σώματος, σύμφωνα με τον ίδιο εκτελώντας εντολές ανώτερων Γάλλων αξιωματικών και μόνο αφού οι Πρώσοι είχαν προβεί σε ενέργειες που αντέκειντο στην ανακωχή. Ακολούθως, ωστόσο, του αποδόθηκε πλήρης η ευθύνη για την παραβίαση της προσωρινής ειρήνης, γεγονός που έπληξε βαθύτατα τη στρατιωτική του τιμή και αποτέλεσε παράγοντα που επηρέασε καθοριστικά τη μετέπειτα πορεία του.
Στη μάχη της Λειψίας (16-18 Οκτωβρίου 1813), θέλοντας να προστατέψει το στρατιωτικό του σώμα από τη σφαγή, χωρίς σαφείς εντολές ανωτέρων και αντιλαμβανόμενος ανάλογες κινήσεις άλλων γερμανικών σωμάτων, πάντα με την πίστη ότι ενεργεί προς όφελος του βασιλιά, ο Normann αυτομόλησε στην αντίπαλη παράταξη, εκείνη των συμμαχικών δυνάμεων της Πρωσίας, της Αυστρίας, της Ρωσίας. Ωστόσο, ο βασιλιάς Φρειδερίκος, παρόλο που και ο ίδιος πρόσταξε στη συνέχεια τα στρατεύματά του να αυτομολήσουν στον αντίπαλο εγκαταλείποντας τον Ναπολέοντα, θεώρησε την πρόωρη προσχώρηση του Normann στον μέχρι πρότινος εχθρό ως πράξη προδοσίας και διέταξε τη σύλληψή του.
Ο Normann, φοβούμενος αρνητική εξέλιξη της όλης υπόθεσης εις βάρος του, απέφυγε να περάσει τα σύνορα της Βυρτεμβέργης, προτιμώντας να εγκαταλείψει το στρατιωτικό του σώμα. Βρισκόταν κιόλας μακριά όταν οι άνδρες του έλαβαν εκ μέρους του την ακόλουθη διαταγή: «Στρατιώτες! Πρέπει να σας αφήσω. Αισθάνομαι αυτή τη στιγμή πόσο σκληρό είναι να χάνεις την πατρίδα σου, ώστε να μπορέσω ακόμη και έναν από εσάς να παρασύρω στη δική μου μοίρα. Επιστρέψτε στην πατρίδα. Υποταχθείτε με ταπεινότητα στη θέληση της Υψηλότητάς του. Θα σας συγχωρέσει και θα αρκεστεί στη δική μου θυσία. ∆ιατηρήστε το υψηλό φρόνημα που σας διακατέχει, για να δουν ο βασιλιάς και η πατρίδα ότι εγώ, παρά τις αδικίες, συνεισέφερα στην τιμή της Βυρτεμβέργης. Αντίο και μη με ξεχάσετε!».

Εξόριστος πλέον από την πατρίδα του, ο Normann κατέφυγε αρχικά στη Σαξονία. Γράφει στον πατέρα του στις 7 ∆εκεμβρίου 1813 σχετικά με τη δεινότητα της θέσης του: «Εφόσον ο βασιλιάς δεν ενέκρινε την προσχώρηση, δεν μπορώ επίσης, εξαιτίας της υπόθεσης του Lützow, να απολογηθώ. Συνεπώς, δεν μπορώ να αναλάβω καμία υπηρεσία με το όνομά μου. ∆εν μου απομένουν παρά οι μακρινές χώρες για να αναζητήσω το ψωμί μου. Αυτές θα μπορούσαν να είναι η Αγγλία, η Βόρεια Αμερική και ίσως η Ολλανδία. Θα μπορούσα να κερδίσω το ψωμί μου με άλλο τρόπο παρά ως στρατιώτης, όπως θα προτιμούσα».
Τελικά θα καταφύγει στην Αυστρία, προσβλέποντας, μάταια, στην αποκατάστασή του στο στράτευμα. Την άνοιξη του 1816 γράφει από τη Βιέννη στον πατέρα του: «Εδώ δεν μπορώ να βρω τίποτα, πρέπει να πάω στην Αμερική. Μην το πάρετε στραβά που σας το γράφω τόσο ωμά. Η απελπισία οδηγεί το χέρι μου… Στην Αμερική θα ξαναγεννηθώ για τον κόσμο εκεί. Θα μπορώ να εμφανιστώ ξανά ανάμεσα στους ανθρώπους. Υπάρχει ένας πόλεμος εκεί για πολλά χρόνια και, ακόμη και αν δεν μπορέσω να απασχοληθώ ως στρατιώτης, θα υπάρξουν εκεί για τον Σερ Normann πολλά μέσα για να κερδίσει το ψωμί του, τα οποία δεν υπάρχουν εδώ για τον Κόμη…».
Ωστόσο βρήκε τελικά απασχόληση για ένα διάστημα ως καθηγητής μαθηματικών και στρατιωτικής εκπαίδευσης των γιων ενός ευγενούς, του Landgraf Ernst von Hessen Philippsthal. Μόλις το 1817, μετά τον θάνατο του Φρειδερίκου, άνοιξε ο δρόμος της επιστροφής του στη Βυρτεμβέργη, όχι όμως και στη γενέτειρά του Στουτγάρδη.

Αποκλεισμένος από τη στρατιωτική ζωή και πάντα υπό το βάρος των προηγούμενων κατηγοριών προς το πρόσωπό του, αποτραβήχτηκε στο πατρικό κτήμα στο Ehrenfels. Το 1819 παντρεύτηκε τη Frida von Orelli (1796-1863) από τη Ζυρίχη, με την οποία απέκτησε έναν γιο και μια κόρη, και αφοσιώθηκε στην αγροτική ζωή. Μέχρι τουλάχιστον το 1821.
Η άφιξή του στον ελληνικό χώρο
Ηγετική μορφή στην «ιερή σταυροφορία εναντίον του Ισλάμ».
Το ξέσπασμα του ελληνικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας το 1821 εντάσσεται στο ευρύτερο επαναστατικό ρεύμα που συγκλόνισε την Ευρώπη και την Αμερική στο τέλος του 18ου – αρχές του 19ου αιώνα. Ο αγώνας των Ελλήνων για εθνική απελευθέρωση, παρά την αναστάτωση και τις αντιδράσεις που προκάλεσε στις συντηρητικές κυβερνήσεις και στους φιλομοναρχικούς κύκλους της Γηραιάς Ηπείρου, ανακίνησε παράλληλα συναισθήματα ενθουσιασμού και συμπάθειας στην κοινή γνώμη και κυρίως στους καταπιεζόμενους φιλελευθέρους.

Λίγους μόνο μήνες μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης ιδρύονται οι πρώτες φιλελληνικές επιτροπές στην Ελβετία και στη Γερμανία, με σκοπό την υποστήριξη των επαναστατών με κάθε δυνατό τρόπο. Σε ισχυρότατο φιλελληνικό κέντρο αναδεικνύεται το σωματείο της Στουτγάρδης, γενέτειρας του Karl Normann, το οποίο από τον Αύγουστο του 1821 και μέχρι το 1824 διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στον συντονισμό των οργανώσεων της Νοτιοδυτικής Γερμανίας και της Ελβετίας. Την περίοδο 1821-1822 τα φιλελληνικά κομιτάτα των χωρών αυτών οργάνωσαν εννέα αποστολές εθελοντών στον επαναστατημένο ελληνικό χώρο, με την πρώτη να ξεκινάει από τη Μασσαλία τον Οκτώβριο του 1821. Εξαρχής ανεφάνη η ανάγκη για την επιλογή ενός προσώπου που θα αναλάμβανε τη διοίκηση των εθελοντών. Μάλλον όχι τυχαία το πρόσωπο αυτό ήταν ο Karl Normann, που ζούσε αποτραβηγμένος στο Ehrenfels.
Πρώην υποστράτηγος με μεγάλη στρατιωτική πείρα κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, ο Normann είχε αποδείξει τις αρετές και την αξία του στα πεδία των μαχών. Ήταν εξάλλου γνωστός στους φιλελληνικούς κύκλους της Στουτγάρδης και επιπλέον η σύζυγός του, το γένος von Orelli, συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με ένα από τα σημαντικότερα μέλη της φιλελληνικής επιτροπής της Ζυρίχης, τον καθηγητή Johann Caspar von Orelli. Το όνομα του Normann αναμενόταν να λειτουργήσει σαν μαγνήτης στους επίδοξους εθελοντές. «Άπλωσα μηχανικά το χέρι μου κι έπιασα μια εφημερίδα», σημειώνει στο ημερολόγιό του ο Πρώσος φιλέλληνας Johann Daniel Elster, γιατρός αργότερα του Τάγματος των Φιλελλήνων. «Σε αυτήν ήταν γραμμένη με παθιασμένα λόγια μια έκκληση που απευθυνόταν σε Γερμανούς εθελοντές για να βοηθήσουν στην αναγέννηση της Ελλάδας, να ενταχθούν στην ομάδα του στρατηγού Normann και να συμμετάσχουν στην ιερή σταυροφορία εναντίον του Ισλάμ. Εκείνα τα λόγια με διαπέρασαν σαν ηλεκτρικό ρεύμα και είδα ξεκάθαρα τη μοίρα να μου δείχνει τον δρόμο».

Από την άλλη, ο Normann είχε τους δικούς του λόγους να αποδεχθεί την αποστολή. Η ειρηνική ζωή ίσως δεν ταίριαζε σε έναν ανήσυχο στρατιώτη. Επιπλέον η αποκατάσταση στο στράτευμα θα ήταν μια ευκαιρία για εκείνον να αποσείσει τις πρότερες εις βάρος του κατηγορίες και να αποκαταστήσει τη στρατιωτική του τιμή. Ακόμη, όπως άλλωστε προσδοκούσαν αρκετοί από τους παλιούς στρατιώτες που έφτασαν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν, η επαγγελματική αποκατάσταση και η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον σε μια νέα πατρίδα μάλλον λειτούργησαν προσθετικά στην απόφασή του να αναζητήσει την τύχη του εκεί. Η αφοσίωση, πάντως, που θα επιδείξει κατά την επιτέλεση της αποστολής του μαρτυρά την ουσιαστική πίστη του για τον σκοπό της απελευθέρωσης των Ελλήνων.
Ο Normann, λοιπόν, αναχώρησε για την Ελλάδα από τη Μασσαλία στις 24 Ιανουαρίου 1822 με το πλοίο “Madonna del Rosario”, συνοδευόμενος από τον πιστό υπηρέτη του Johann Georg και 45 εθελοντές, Γερμανούς, Γάλλους, Ιταλούς, Πολωνούς. Είχαν προηγηθεί τρεις συνολικά αποστολές φιλελλήνων, υποστηριζόμενες από τις φιλελληνικές οργανώσεις της Νότιας Γερμανίας και της Ελβετίας, και μέχρι τον Νοέμβριο του 1822 πραγματοποιήθηκαν άλλες πέντε. Η αναχώρηση για την Ελλάδα έγινε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα, όπως περιγράφεται στη διήγηση του Γερμανού φιλέλληνα Johann Georg Gustav Feldhann, υπασπιστή μετέπειτα του Normann, που ανήκε στην ίδια αποστολή: «Ο άνεμος γύρισε προς όφελός μας και όλοι είχαμε επιβιβαστεί στην όμορφη φρεγάτα που μετέφερε τον στρατηγό Normann και την τύχη του. Μας υποδέχτηκε όλους με ευγένεια και με τη διαβεβαίωση ότι, όσο περνάει από το δικό του χέρι, δεν θα μετανιώναμε ποτέ γι’ αυτό το βήμα μας. Η καρδιά χτύπησε, βέβαια, λίγο πιο δυνατά όταν το βαρούλκο της άγκυρας τέθηκε σε κίνηση, όταν το βαρύ φορτίο αναδύθηκε από τον πάτο της θάλασσας, όταν το πηδάλιο άρχισε να γυρίζει και το πλοίο έστρεψε την πλώρη προς τα νοτιοανατολικά, καθώς οι ναύτες ζητωκραύγαζαν χαρούμενοι. Τα κανόνια βρόντηξαν τον αποχαιρετισμό. Όλα τα πλοία, μπορεί και διακόσια τον αριθμό, απάντησαν με κανόνια, περιστρεφόμενα πυροβόλα, τουφέκια, ενώ χιλιάδες φωνές κραύγαζαν στη γαλλική και στην ιταλική γλώσσα: “Vive la Grèce, vivent les guerriers allemands! Les braves guerriers d’Allemagne. Viva la Grecia! Vivano tutti heroi!”. ∆ύο μεταγωγικά ακολούθησαν γοργά από πίσω. Ήταν η μεγαλύτερη και καλύτερα οργανωμένη αποστολή που έπλευσε ποτέ από τη Γερμανία στην Ελλάδα. Ο στρατηγός Normann είχε καλό όνομα, ήδη από τον λεγόμενο απελευθερωτικό αγώνα του 1813. Κάποια περιστατικά τον κατέστησαν αργότερα ανεπιθύμητο, ενώ σε άλλους έφεραν τιμές και παράσημα. Έτσι, σκοπεύει τώρα να αφιερωθεί στη θεά του πολέμου στην Ελλάδα, όπου ένας τέτοιος άνδρας με τόσο πολλούς συνοδοιπόρους ήταν από καρδιάς ευπρόσδεκτος».
Η αφοσίωση που θα επιδείξει ο Νόρμαν κατά την επιτέλεση της αποστολής του μαρτυρά την ουσιαστική πίστη του για τον σκοπό της απελευθέρωσης των Ελλήνων.
Το πλοίο με τους ξένους εθελοντές έφτασε στο Ναυαρίνο στις αρχές Φεβρουαρίου 1822 με επικεφαλής τον στρατηγό Normann, που προσδοκούσε ότι η ελληνική διοίκηση θα του ανέθετε την αρχιστρατηγία όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. Λίγες ημέρες μόνο μετά την άφιξή του, ο τουρκικός στόλος υπό τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ πραγματοποίησε επίθεση κατά του φρουρίου του Νεοκάστρου, την οποία απώθησε ο Normann. Σημειώνει ο ίδιος σε γράμμα του από την Κόρινθο στις 9 Απριλίου 1822 σχετικά: «Στις 7 Φεβρουαρίου έφτασα με 46 Ευρωπαίους στο Ναυαρίνο, ένα μικρό κάστρο από πέτρα, χτισμένο από τους Ενετούς. Μόνο δύο ημέρες αργότερα έφτασε η είδηση ότι ένας τουρκικός στόλος είχε αποπλεύσει. Αμέσως εξέτασα τα μέσα άμυνας και βρήκα 44 καλά κανόνια, 66 οπλισμένους Ευρωπαίους και περίπου 80 μάχιμους Έλληνες στο φρούριο. ∆εν υπήρχαν καθόλου φυσίγγια. Εντούτοις, ήταν διαθέσιμα μπαρούτι, μολύβι και τα απαραίτητα για τα κανόνια βλήματα. Έτσι πασχίσαμε μέρα και νύχτα, και ο εχθρός, που μας επιτέθηκε από ξηρά και θάλασσα, αποκρούστηκε. Η ελληνική κυβέρνηση με διόρισε διοικητή του Ναυαρίνου, αλλά, επειδή ήταν πολύ βαρετό για μένα να παραμένω πίσω από τα παλιά τείχη, ζήτησα να αντιμετωπίσω τον εχθρό στο ανοιχτό πεδίο».

Έτσι ο Normann έλαβε την άδεια να βαδίσει προς την Κόρινθο, έδρα της ∆ιοίκησης. Περνώντας από την Τριπολιτσά περιγράφει τη θριαμβευτική υποδοχή που έγινε στους φιλέλληνες: «Η λευκή σημαία με τον κόκκινο σταυρό ήταν ξεδιπλωμένη και ο τυμπανιστής χτυπούσε το ταμπούρλο του. Καθώς προχωρούσαμε μπροστά, εμφανίστηκαν δύο βιολιστές και δύο κρούστες μικρών τυμπάνων που έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμβαδίσουν με τον ρυθμό του ταμπούρλου, αλλά ποτέ δεν τα κατάφεραν. Μπροστά από την πύλη με υποδέχτηκε ένας λόχος της φρουράς της Πελοποννησιακής Γερουσίας… Καθώς διασχίζαμε την πύλη, τρεις κανονιοβολισμοί έπεσαν προς τιμήν μας και, αφού όλοι μού έδειξαν την επιδοκιμασία τους χειροκροτώντας σε όλους τους δρόμους, έφτασα στο κατάλυμά μου, όπου η Γερουσία μού απέδωσε αμέσως τα σέβη της…». Την ίδια στιγμή, ωστόσο, πολλοί ξένοι εθελοντές που είχαν σπεύσει να συμμετάσχουν στην Ελληνική Επανάσταση, είτε αυτοβούλως είτε με μεμονωμένες αποστολές ήδη από τον Ιούνιο του 1821, απογοητευμένοι από τη διάψευση των όποιων προσδοκιών τους, αναζητούσαν τρόπο να επιστρέψουν στις πατρίδες τους.
Το Τάγμα των Φιλελλήνων
Επικεφαλής μιας δύναμης με πολλά προβλήματα και υπό τη διοίκηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
Με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, πολλοί εθελοντές κατήλθαν στον ελληνικό χώρο για να λάβουν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις στο πλευρό των Ελλήνων. Τα κίνητρα και οι επιδιώξεις τους ήταν πολλά και διαφορετικά, στο σύνολό τους αλλά και για τον καθένα ξεχωριστά. Υπήρχαν απόστρατοι των Ναπολεόντειων Πολέμων και αξιωματικοί σε καθεστώς ημιαπασχόλησης, παραγκωνισμένοι φιλελεύθεροι, κοινοί τυχοδιώκτες, νεαροί φοιτητές γεμάτοι ενθουσιασμό, αλλά χωρίς καθόλου πολεμική πείρα κ.λπ. Η εθνικότητά τους ποίκιλλε επίσης. Κατά τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου (1821-1822) κατέφθασαν, σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές, 489 συνολικά φιλέλληνες: στη συντριπτική πλειονότητά τους Γερμανοί –265, από τους οποίους θα σκοτωθούν οι 116– και ακολούθησαν οι Γάλλοι, Ιταλοί, Πολωνοί, Ελβετοί, καθώς και μερικοί Βρετανοί, Ολλανδοί, Βέλγοι, ∆ανοί, Σουηδοί, λιγοστοί Ούγγροι, Ισπανοί, Αμερικανοί και ορισμένοι άγνωστης εθνικότητας.

Οι πρώτοι από τους εθελοντές που έφτασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1821 συγκεντρώθηκαν γύρω από τον ∆ημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος επιδίωξε τη σύσταση ενός σώματος τακτικού στρατού υπό τον Γάλλο φιλέλληνα Baleste. Ωστόσο, ο μειωμένος ρόλος του σώματος αυτού κατά τις πολιορκίες
φρουρίων, που χαρακτήρισαν το πρώτο έτος του πολέμου, και η αδυναμία αποτελεσματικής συνεργασίας με τις ομάδες ατάκτων οδήγησαν στην υποτίμηση του τακτικού σώματος και ουσιαστικά στον παραγκωνισμό του. Παράλληλα, η αεργία, η διαφορετική εθνική και κοινωνική προέλευση των εθελοντών, η διάψευση των προσωπικών επιδιώξεων και φιλοδοξιών τους προκαλούσαν συνεχείς διαμάχες και αψιμαχίες μεταξύ τους, δείγματα των οποίων είχαν γίνει εμφανή ήδη πριν καν αναχωρήσουν από τη Μασσαλία. Πολλοί εθελοντές, μετά την αναχώρηση του Baleste για την Κρήτη, επέστρεψαν δυσαρεστημένοι στις πατρίδες τους, διαδίδοντας αρνητικές πληροφορίες για τον ελληνικό Αγώνα και αποτρέποντας νέους εθελοντές να κατέλθουν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.
Το εναπομείναν τακτικό σώμα, υπό τη διοίκηση πλέον του Ιταλού Pietro Tarella, παρέμεινε τον χειμώνα του 1821-1822 κοντά στη ∆ιοίκηση, στο Άργος και στην Κόρινθο, όπου θα φτάσει επίσης ο Γερμανός φιλέλληνας Karl Normann με τους εθελοντές που τον συνόδευαν από τη Μασσαλία. Το κλίμα μεταξύ των παλαιών φιλελλήνων που βρίσκονταν εκεί εξακολουθούσε να είναι κακό. Οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους οξύνονταν, καθώς όλοι προσέβλεπαν σε κάποια θέση ευθύνης και επιζητούσαν τον στρατιωτικό βαθμό που είχαν στις πατρίδες τους. Παράλληλα οι κακουχίες, από την έλλειψη ακόμη και τακτικού επισιτισμού, και η ψυχική κόπωση από τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της ∆ιοίκησης προκαλούσαν διαρκώς γκρίνια, νέες εντάσεις και διαμάχες. «Η εμφάνιση του μεγαλύτερου μέρους των Φιλελλήνων έμοιαζε με αυτήν των χειρότερων ζητιάνων. Ένα πλήθος αργόσχολων, ντυμένο μισό τούρκικα, μισό φράγκικα και με τα πιο πολύχρωμα κουρέλια, διέτρεχε κάθε μέρα τους δρόμους και γέμιζε τα καφενεία. Όλα αυτά οδηγούσαν σε μεγάλη δυσθυμία και πολλοί, που το επέτρεπαν τα οικονομικά τους, αναζητούσαν τον δρόμο της επιστροφής μόλις σκέφτονταν την κακή κατάσταση που συνάντησαν», περιγράφει ο Elster.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Normann ανέλαβε ως αντισυνταγματάρχης τη διοίκηση του νέου τάγματος που συγκροτήθηκε στα μέσα Μαΐου του 1822 στην Κόρινθο από ξένους εθελοντές, εν όψει της εκστρατείας του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο προς υποστήριξη των Σουλιωτών. Νέες προστριβές δημιουργήθηκαν από την αναγκαστική κατάταξη των περισσοτέρων ως απλών στρατιωτών και παράλληλα αναπτύχθηκε ανταγωνισμός για τη στρατιωτική τακτική που θα ακολουθούνταν. Η επικράτηση τελικά του γαλλικού κανονισμού και των στρατιωτικών χειρισμών συνέτεινε στην περαιτέρω όξυνση της σύγκρουσης, κυρίως μεταξύ Γάλλων και Γερμανών. «Καθώς ήμαστε από διαφορετικά έθνη», αναφέρει ο Ιταλός φιλέλληνας Brengeri, «συνεχείς διαμάχες ανέκυπταν για ζητήματα του παρελθόντος – για παράδειγμα, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, όντας ορκισμένοι εχθροί, δεν μπορούσαν να ανεχτούν ο ένας τον άλλο. Το αποτέλεσμα ήταν αναρίθμητες μονομαχίες».
Για τον λόγο αυτόν, το Τάγμα των Φιλελλήνων, όπως ονομάστηκε, διαχωρίστηκε σε δύο λόχους που απαρτίζονταν κατά βάση ο ένας από Γάλλους και Ιταλούς, υπό τον Ελβετό Louis Chevalier, και ο άλλος από Γερμανούς και Πολωνούς, υπό τον Πολωνό Mizewski, με γενικό διοικητή τον Ιταλό Dania. Στο σώμα εντάχθηκαν επίσης ορισμένοι Έλληνες, προκειμένου να αντλήσουν στρατιωτική πείρα και να στελεχώσουν αργότερα τον τακτικό στρατό. Συνταγματάρχης ορίστηκε τιμητικά ο Μαυροκορδάτος, ο οποίος είχε εξάλλου τη γενική στρατηγία της εκστρατείας στην Ήπειρο, παρότι δεν διέθετε καθόλου πολεμική εμπειρία. Ο στρατηγός Karl Normann, πέρα από αντισυνταγματάρχης του τάγματος, διορίστηκε επίσης αρχηγός του γενικού επιτελείου της εκστρατείας.

Στις 24 Μαΐου, το Σύνταγμα του Tarella, για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω, και το Τάγμα των Φιλελλήνων συγκεντρώθηκαν στους πρόποδες του Ακροκορίνθου, μπροστά στο κατάλυμα του Μαυροκορδάτου, για να λάβουν τις σημαίες τους. Γράφει σχετικά στα απομνημονεύματά του ο Γάλλος Maxime Raybaud, υπασπιστής του Μαυροκορδάτου στη διάρκεια της εκστρατείας: «Τα μέλη της κυβέρνησης, πολλοί ιερωμένοι, καπετάνιοι ατάκτων και Έλληνες από όλα τα μέρη της Ελλάδας παρακολούθησαν αυτή την τελετή. ∆ιάβασαν στους Φιλέλληνες τα καταστατικά της οργάνωσής τους και όσοι δεν συμφωνούσαν με τις διατάξεις αυτής της πράξης κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τις τάξεις. Ένας αρχιεπίσκοπος ευλόγησε τα λάβαρα και ο πρόεδρος τα παρέδωσε στα δύο στρατεύματα, που ορκίστηκαν ενώπιόν του. Κάθε Φιλέλληνας έλαβε το προσωπικό του στρατιωτικό δελτίο, που προσδιόριζε την υπηρεσία που θα παρείχε, με αναφορά του στρατιωτικού βαθμού με τον οποίο αναγνωρίστηκε από την κυβέρνηση, και δόθηκαν εντολές να είναι έτοιμοι να αναχωρήσουν. Αμέσως μετά την τελετή αυτή, σχηματίστηκε το γενικό στρατιωτικό επιτελείο, με αρμοδιότητα να εισέλθει στην Ήπειρο υπό τη διοίκηση του προέδρου».
Η στρατιά, αποτελούμενη από το Σύνταγμα του Tarella, το Τάγμα των Φιλελλήνων και ένα σώμα Ιονίων τακτικών υπό τον Σπυρίδωνα Πανά, ξεκίνησε από την Κόρινθο για την Πάτρα και στη συνέχεια για το Μεσολόγγι, όπου ενώθηκε με σώματα ατάκτων. Την πολυήμερη και κοπιαστική πορεία, τις ταλαιπωρίες, την κακοκαιρία, την κόπωση, τις κακουχίες, τις αρρώστιες, τις συνεχιζόμενες διαμάχες Γάλλων και Γερμανών και τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, καθώς επίσης τα γεγονότα που ακολούθησαν, περιγράφουν διαφορετικές πηγές, όπως π.χ. οι Γερμανοί Johann Daniel Elster, Heinrich Treiber, Johann Georg Gustav Feldhann, Adolph von Lübtow, ο Ιταλός Brengeri, ο Γάλλος Maxime Raybaud, ο Πέτρος Μέγγος από τη Σμύρνη, που όλοι έλαβαν μέρος στην εκστρατεία.
Ο Πρώσος Elster, συμπατριώτης του Normann, επίσης καταλογίζει στον Μαυροκορδάτο ότι έκλινε περισσότερο προς την πλευρά των Γάλλων, έχοντας αποξενώσει τους Γερμανούς, ακόμη και τον αρχηγό του επιτελείου του, τον στρατηγό Normann, γεγονός που συνέβαλε περαιτέρω στην όξυνση της έντασης μεταξύ των δύο πλευρών. Στις αιτιάσεις κυρίως των Γερμανών και των Ελβετών για μεροληπτική στάση εις βάρος τους, χαρακτηριστική είναι, σύμφωνα με τον Elster, η απόκριση του Normann: «Παιδιά, είμαι και εγώ Γερμανός και στην ίδια θέση μ’ εσάς. Οι παρατηρήσεις μου δεν καρποφορούν. Αφήστε την ώρα της μάχης να αποδείξουμε ότι εμείς αξίζουμε περισσότερο από αυτά τα παράσιτα».

Ωστόσο, συνεχίζει ο Elster, ο Normann εκ των πραγμάτων αποξενωνόταν όλο και περισσότερο: «Ο Normann σιωπούσε και επισκεπτόταν μόνον όταν ήταν ανάγκη τη σκηνή του Μαυροκορδάτου. Αντίθετα, όσο πλησιάζαμε τον εχθρό, ερχόταν όλο και πιο κοντά στον υπόλοιπο στρατό, που του ήταν πολύ αφοσιωμένος… Μπορούσε κανείς να του καταλογίσει σαν λάθος, ότι αναμειγνυόταν με τους στρατιώτες και μαζί τους χαριεντιζόταν χαρούμενα και φιλικά. Ο Normann είχε ανάγκη από φίλους· και ο χαρακτήρας του το ζητούσε και η δύσκολη θέση του στην Ελλάδα. Αυτοί όμως οι φίλοι του βρίσκονταν για να αμαυρώσουν την τιμιότητά του, τον υπέροχο γερμανικό χαρακτήρα του και να τον προδώσουν. ∆ύο μόνο του έμειναν μέχρι τον θάνατο πιστοί. Αυτοί ήταν ο Feldhann, ο υπασπιστής του, που τον έχασε όμως πολύ νωρίς στη μάχη του Πέτα, και η ορτινάτσα του Johann Georg, που τον είχε φέρει από την πατρίδα του. Εγκαταλειμμένος από όλους και υπομένοντας την έσχατη αθλιότητα, υπέκυψε κάτω από το βάρος των καταστάσεων. Απολάμβανε περισσότερο απ’ όσο του ήταν υπηρεσιακά επιτρεπτό το ντόπιο κρασί, που σε έκαιγε μέχρι το μεδούλι, φέρνοντάς του πιθανόν στη μνήμη καμιά φορά μια ευχάριστη στιγμή στην ψυχρή ζωή που ζούσε, και αυτή η αδυναμία του ίσως συνέβαλε στο θάνατό του».
Η μάχη στο Πέτα (4/16 Ιουλίου 1822)
Συντριπτική ήττα και αποδεκατισμός των Φιλελλήνων.
Η πορεία συνεχίστηκε από το Μεσολόγγι προς το Κομπότι, χωριό κοντά στην Άρτα, όπου εγκαταστάθηκε η στρατιά. ∆ύο ημέρες αργότερα, στις 10/22 Ιουνίου, και ενώ ο Normann με έναν λόχο πραγματοποιούσαν αναγνώριση της περιοχής, ένα σώμα τουρκικού ιππικού εξαπέλυσε επίθεση κατά των στρατοπεδευμένων ελληνικών δυνάμεων. Υπό τις οδηγίες του Normann, που όρμησε πρώτος στη μάχη, το Τάγμα των Φιλελλήνων και το Σύνταγμα του Tarella κατόρθωσαν να αποκρούσουν τον αντίπαλο, αναδεικνύοντας παράλληλα τη σημασία του τακτικού στρατού. «Όταν ο Normann μπήκε στο στρατόπεδο τελευταίος, γεμάτος σκόνες και μπαρουτοκαπνισμένος, όλοι τον ζητωκραύγαζαν, των Γάλλων μη εξαιρουμένων, και φώναζαν με μια φωνή: “Ζήτω ο γενναίος Normann!”» αναφέρει ο Elster.
Παρά τη θριαμβευτική νίκη και παρά την προκήρυξη που εξέδωσε ο Μαυροκορδάτος επαινώντας για τη γενναιότητα που επέδειξαν στη μάχη το Σύνταγμα του Tarella και το Τάγμα των Φιλελλήνων, πίσω στην πεζή πραγματικότητα «αμέσως εμφανίστηκαν μπροστά μας οι παλιοί εχθροί και ικανοί πολεμιστές, η ησυχία και η έλλειψη τροφίμων… Ο Normann είχε τελείως απομακρυνθεί από το Μαυροκορδάτο και έμενε στο στρατόπεδό μας μαζί με τους Φιλέλληνες και το Σύνταγμα. Μας έδινε θάρρος και κουράγιο όταν έσβηνε και η τελευταία σπίθα ελπίδας μέσα μας, και η ηρεμία και η επιμονή με τις οποίες ο ίδιος αντιμετώπιζε τις δυσκολίες μετέφεραν και σε μας τη δύναμη να αντέξουμε» γράφει ο Elster. Το βράδυ της 24ης Ιουνίου ξέσπασε μια τρομακτική καταιγίδα που διέλυσε τα πρόχειρα καταλύματα των Φιλελλήνων και μετέτρεψε σε ποτάμι την περιοχή όπου είχαν καταλύσει. Ο Normann μαζί με τον γιατρό Elster παγιδεύτηκαν κάτω από τα συντρίμμια και κινδύνεψαν να πνιγούν από τα νερά της βροχής, αν δεν τους διέσωζε ο υπηρέτης του Normann, ο Johann Georg.
Στη συνέχεια, τα στρατεύματα μετακινήθηκαν στο χωριό Πέτα, το οποίο, τοποθετημένο στην κορυφή ενός λόφου, κάτω από μια συστάδα ορεινών όγκων, ήλεγχε την πεδιάδα και τους δρόμους προς την Άρτα. Στην ισχυρή αυτή αμυντική θέση εγκαταστάθηκε η στρατιά, με τους Φιλέλληνες να καταλαμβάνουν τους χαμηλούς λόφους κάτω από το χωριό, κοντά στην πεδιάδα. «Μόνο μπροστά, όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, εμείς ξέρουμε να παλεύουμε και να πεθαίνουμε!» διακήρυττε ο Normann. Ο ίδιος με το επιτελείο αναπτύχθηκε ακριβώς πίσω, και το οροπέδιο πάνω από το Πέτα κατελήφθη από τα σώματα των ατάκτων υπό τους Μάρκο Μπότσαρη, Αλεξάκη Βλαχόπουλο και Γώγο Μπακόλα, τον οποίο οι Φιλέλληνες υποπτεύονταν εξαιτίας των διαρκών συναλλαγών του με τους Τούρκους.
Την ημέρα της άφιξης των Φιλελλήνων οι Τούρκοι κατόρθωσαν να συλλάβουν ζωντανό τον Κορσικανό Passano, που περιπολούσε τα νερά του κόλπου της Άρτας, εμποδίζοντας τις επικοινωνίες τους. Για την απελευθέρωσή του απαιτήθηκαν υψηλά λύτρα, τα οποία όμως ο Μαυροκορδάτος δεν διέθετε. Οι Φιλέλληνες προθυμοποιήθηκαν να συμβάλλουν στη συγκέντρωση του ποσού καταβάλλοντας αρκετούς από τους μισθούς τους. Ο ίδιος ο Normann, αναφέρει ο Raybaud, διέθεσε έξι μηνιάτικα.

Εν τω μεταξύ, στο στρατόπεδο η κατάσταση διαρκώς γινόταν δυσκολότερη. ∆εν υπήρχε επαρκής επισιτισμός, παρά τις αρχικές δεσμεύσεις των προκρίτων του Μεσολογγίου. Η πολυήμερη αναμονή και παράλληλα οι συνεχείς ασκήσεις ελιγμών που πραγματοποιούσε προκλητικά το τουρκικό ιππικό στην πεδιάδα εξερέθιζαν τους Φιλέλληνες. «Ενθαρρυμένοι από την επιτυχία στο Κομπότι, οι Φιλέλληνες ήταν ανυπόμονοι να αναμετρηθούν μαζί τους, και ήταν δύσκολο να τους αποτρέψεις από το να πέσουν στην αρένα για να δεχτούν την πρόκληση που οι Τούρκοι φαινόταν ότι τους απηύθυναν. Ο κόμης Normann, υποχρεωμένος, με εντολή του προέδρου, να παραμείνει στην άμυνα, έπνιγε μέσα του με κόπο αυτή τη φλόγα που τον έκαιγε για να αγωνιστεί…» γράφει σχετικά ο Raybaud.
Από τις επαφές του Γώγου με τους Τούρκους έφτασε η πληροφορία ότι η τουρκική επίθεση θα εξαπολυόταν στις 16 Ιουλίου. Στο ενδιάμεσο διάστημα, ο αντίπαλος είχε κατορθώσει να ενισχύσει τις δυνάμεις του. Στο πολεμικό συμβούλιο που προηγήθηκε της μάχης, οι Φιλέλληνες, παρά τις αντίθετες απόψεις, αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από τη θέση τους, όπου αναμενόταν πρώτα να ξεσπάσει η επίθεση του εχθρού. Ο Normann συγκατένευσε φοβούμενος ότι ενδεχόμενη υπαναχώρηση των τακτικών σωμάτων από την αρχική τους θέση θα είχε αρνητικές συνέπειες στο ηθικό των ατάκτων. Εξέφρασε ωστόσο, με επιστολή του προς τον Μαυροκορδάτο, που παρέμενε στη Λαγκάδα έξι ώρες μακριά, τις αμφιβολίες του για την ορθότητα της απόφασης να αμυνθούν στη θέση αυτή και εξέθεσε τις υποψίες του για την αμφιλεγόμενη συμπεριφορά του Γώγου, χωρίς να βρει ανταπόκριση. Σημειώνει σχετικά ο Brengeri: «Ο στρατηγός Normann έγραψε στον Μαυροκορδάτο, ενημερώνοντάς τον ότι το Σύνταγμα [του Tarella] είχε αποδεκατιστεί από την αρρώστια και ότι τώρα αποτελούνταν από όχι περισσότερους από 350 άνδρες, οι λόχοι του Tάγματος [των Φιλελλήνων] από 90 και οι Κεφαλλονίτες, τους οποίους δεν μπορούσε να υπολογίσει, δεν ήταν παραπάνω από 75· ότι σε περίπτωση επίθεσης, ο καπετάν Αλεξάκης δύσκολα θα ήταν σε θέση να μας προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια και ότι επ’ ουδενί δεν έπρεπε να δείξουμε καμία εμπιστοσύνη στον Γώγο και τους Αιτωλικιώτες του, που πιθανότατα θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη θέση τους· ότι του φαινόταν, επομένως, απίθανο να μπορέσουμε να κρατήσουμε μια επίθεση, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι ο εχθρός θα επέπιπτε με πολύ μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη που είχε παρουσιάσει».
Παρ’ όλα αυτά ο Normann εξακολούθησε να προετοιμάζεται για την επικείμενη επίθεση ακαταπόνητος. «Στις αναγνωριστικές του επιχειρήσεις δεν απέφευγε κανέναν κίνδυνο», γράφει ο Elster, «περισσότερο φαινόταν παράτολμος και τολμηρός στη θέση του να παίζει με τον καθένα μαχητή, να εμφυσάει θαυμασμό και θάρρος, για τον προσεχή αγώνα. Ξέραμε όλοι ότι από το αποτέλεσμα αυτής της μάχης θα εξαρτιόταν και η έκβαση του πολέμου αυτής της χρονιάς».
Η εχθρική επίθεση στις 4/16 Ιουλίου ξέσπασε με σφοδρότητα νωρίς το ξημέρωμα. «Ο στρατηγός Normann ξύπνησε ο ίδιος και ξύπνησε και τους άλλους και τους υπενθύμισε να μείνουν πιστοί στην εκλογή τους να πολεμήσουν για μια ένδοξη νίκη ή τον θάνατο. Μετά ανέβηκε στο κόκκινο άλογό του και γύρισε όλες τις θέσεις», σύμφωνα με τον Elster. Το Τάγμα των Φιλελλήνων δέχτηκε πρώτο τα εχθρικά πυρά και απέκρουσε αποτελεσματικά τον αντίπαλο, προξενώντας του μεγάλες απώλειες, παρά τα συνεχή στίφη που του επιτίθεντο. Μαζί του αγωνίζονταν γενναία το Σύνταγμα του Tarella και οι Ιόνιοι με τον Σπύρο Πανά.
Ωστόσο, για αδιευκρίνιστους λόγους –για τους εναπομείναντες Φιλέλληνες επρόκειτο για προαποφασισμένο σχέδιο προδοσίας– ο Γώγος με το σώμα του εγκατέλειψε τη θέση του, υποχωρώντας προς τα βουνά. Το τουρκικό ιππικό βρήκε ελεύθερη δίοδο και περικύκλωσε τους Φιλέλληνες, αποκόπτοντάς τους από τον υπόλοιπο στρατό. Ο αρχηγός του γενικού επιτελείου, στρατηγός Normann «εκείνη την ημέρα σαν θεός του πολέμου διέτρεχε όλο το πεδίο της μάχης, από τη μια άκρη στην άλλη, και ήταν πανταχού παρών, όπου υπήρχε περισσότερη ανάγκη. Και τότε τέθηκε στην κορυφή του Συντάγματος [του Tarella] και το οδηγούσε άλλη μια φορά εναντίον των Τούρκων, κραδαίνοντας ψηλά το σπαθί και φωνάζοντας: “Πίσω μου, γενναίοι στρατιώτες! Πίσω μου! Για τη σωτηρία των Φιλελλήνων! Νίκη ή θάνατος!”» περιγράφει ο Elster. Τότε όμως δέχτηκε μια σφαίρα στο στήθος και, χωρίς τις αισθήσεις του, μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν.
Παρά τη γενναία αντίσταση που προέβαλαν, οι Φιλέλληνες αποδεκατίστηκαν. Από τους περίπου εκατό άνδρες που αποτελούσαν το τάγμα, μόνο τριάντα κατόρθωσαν να σωθούν. Τριάντα τέσσερις Γερμανοί, δώδεκα Ιταλοί, εννέα Πολωνοί, έξι Γάλλοι, τρεις Ελβετοί, ένας Ολλανδός, ένας Ούγγρος και ένας Αιγύπτιος Μαμελούκος, πολιτογραφημένος Γάλλος πολίτης, άφησαν την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της μάχης ή κατά τις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν. Ανάμεσα στους νεκρούς συγκαταλέγονταν όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί, ο Tarella –το Σύνταγμα του οποίου επίσης έχασε το ένα τρίτο των ανδρών του–, ο Dania, ο Chevalier, ο Mizewski.

Ο Brengeri περιγράφει τη συνάντηση με τον Normann μετά τη μάχη: «Μερικές ώρες μετά, αρχίσαμε να συγκεντρωνόμαστε. Βρήκαμε τον στρατηγό Normann κατάκοπο από την κούραση, άπνοο, με σκισμένα ρούχα και ελαφρά τραυματισμένο στο στήθος. Αφού πήρε μια ανάσα, μου είπε: “Όλα αυτά, αγαπητέ μου σύντροφε, τα προέβλεψα. Πλέον ο Μαυροκορδάτος θα είναι ικανοποιημένος. Πρέπει, όμως, τώρα να προσπαθήσουμε να λάβουμε θέση, να συγκεντρώσουμε τους διασκορπισμένους και, αν είναι δυνατόν, να σώσουμε όσους περισσότερους από τους δυστυχείς συντρόφους μας”».
Οι λιγοστοί επιζώντες Φιλέλληνες κατέφυγαν στο στρατόπεδο του Μαυροκορδάτου στη Λαγκάδα. Τελευταίος έφτασε ο Normann, όπως μαρτυρεί ο Elster: «Επάνω στο ετοιμοθάνατο άλογό του, μπήκε επιτέλους και φώναξε: “Τα χάσαμε όλα, Υψηλότατε, εκτός από την τιμή μας!”. Και πάλι ο αρχηγός είχε δάκρυα για απάντηση». Έχοντας επανέλθει μετά τον ελαφρύ τραυματισμό του, παρέμεινε, κατά την υποχώρηση, στις τελευταίες γραμμές όσες φορές χρειάστηκε. Σε εκείνους που επέμεναν να επισπευσθεί η υποχώρηση υπό τον φόβο τουρκικής αντεπίθεσης, σύμφωνα με τον Brengeri: «…τους αποκρίθηκε ότι δεν έπρεπε να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους». Ο ίδιος, εναγωνίως, αναζητούσε τον πιστό του υπηρέτη που, όπως καταγράφει στο ημερολόγιο του ο Lübtow, «δεν έλεγε να φανεί πουθενά, και αυτή η κατάσταση του είχε δημιουργήσει το προαίσθημα ότι μπορεί να τον είχε βρει κάποιο δεινό. Ξέχασε τους πόνους μιας κάκωσης που του είχε προκαλέσει το εξοστρακισμένο βλήμα στο στήθος και θρηνούσε μονάχα τον καλό του Johann Georg». Για καλή του τύχη, εκείνος επέστρεψε.
«Επάνω στο ετοιμοθάνατο άλογό του, μπήκε επιτέλους και φώναξε: “Τα χάσαμε όλα, Υψηλότατε, εκτός από την τιμή μας!”. Και πάλι ο αρχηγός είχε δάκρυα για απάντηση».
Υπό τη σκιά του ξανακερδισμένου ιστού της σημαίας, καλυμμένης τώρα με ένα μαύρο τούλι σε ένδειξη πένθους, διατάχθηκε γενική υποχώρηση. Στο Αιτωλικό, παρουσία του Μαυροκορδάτου, τελέστηκε στις 27 Ιουλίου νεκρώσιμος ακολουθία προς τιμήν των Φιλελλήνων. «Μπροστά στην εκκλησία είχε παραταχθεί τιμητικά το Σύνταγμα», αναφέρει ο Lübtow. «Οι αξιωματικοί, οι Φιλέλληνες και οι κάτοικοι της πόλης είχαν συγκεντρωθεί στην εκκλησία. Ένα φέρετρο, καλυμμένο με μαύρο ύφασμα και με επιγραφές που σχετίζονταν με τους πεσόντες, είχε τοποθετηθεί μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Αφότου είχε ολοκληρωθεί το καθιερωμένο εκκλησιαστικό τυπικό, το οποίο λόγω της γλώσσας παρέμεινε άγνωστο για μένα, διαβάστηκε δημοσίως μια διακήρυξη στη γερμανική, στη γαλλική και στην ελληνική γλώσσα, η οποία εκπλήρωσε τον σκοπό της: Λίγα μονάχα ήταν τα μάτια που έμειναν αδάκρυτα».
Από τους επιζώντες, κάποιοι, που διέθεταν ακόμη δυνάμεις και τα απαραίτητα οικονομικά μέσα, αναζήτησαν τρόπους επιστροφής στις πατρίδες τους. Καμιά δεκαριά παρέμειναν στο Μεσολόγγι και πέθαναν αργότερα από τα τραύματα ή από ασθένεια οι περισσότεροι, ανάμεσά τους και ο στρατηγός Normann, που κατέληξε στις 23 Νοεμβρίου 1822, χτυπημένος από νευρικό πυρετό, καταπονημένος από τις κακουχίες και τα παλιά του τραύματα. Τον ακολούθησε λίγο αργότερα, σύμφωνα με τον Treiber, ο πιστός του υπηρέτης Johann Georg.
Το τέλος
Άνθρωπος με καλοσύνη, στρατιώτης με γενναιότητα.
Κοιμήσου δίπλα στον Γερμανό Κόμη, τον Κόμη Normann, βράχο της τιμής…
(Wilhelm Müller, “Mark Bozzari”, Neueste Lieder der Griechen, 1824)
Αυτό ήταν το τέλος ενός άνδρα ο οποίος, σύμφωνα με την ομόφωνη μαρτυρία όλων όσοι τον γνώριζαν, ως άνθρωπος χαρακτηριζόταν από μεγάλη καλοσύνη, ως στρατιώτης από γενναιότητα. Στον κίνδυνο και μπροστά στον εχθρό θέριευαν σε αυτόν το θάρρος και η σύνεση. Στο πεδίο της μάχης επιβεβαίωνε πάντοτε την έμφυτη ψυχή του στρατιώτη. Στις παγωμένες πεδιάδες της Ρωσίας ειδικότερα επέδειξε σπάνια αποφασιστικότητα, επιμονή, γρήγορο και σωστό προσανατολισμό, αληθινό ταλέντο ως ηγέτης. Από τους στρατιώτες του αγαπήθηκε ως πατέρας, όπως τους αγαπούσε όλους σαν παιδιά του. Η ταξιαρχία Normann έχαιρε πάντοτε μεγάλης εκτίμησης, και με εκείνον αρχηγό είχε προσελκύσει την προσοχή του μεγαλύτερου στρατηγού, του αυτοκράτορα Ναπολέοντα. Μια αρκετά μεγάλη προτίμηση για το κρασί μπορεί να του καταλογιστεί ως μειονέκτημα, ένα ελάττωμα κοινό με πολλούς Γερμανούς, το οποίο προερχόταν και τροφοδοτούνταν από την ανατροφή του στα στρατόπεδα, όπως επίσης από την ισχυρή, γνήσια γερμανική, σωματική του διάπλαση.
»Η λιθογραφημένη εικόνα, την οποία σχεδίασε μετά τον θάνατό του ένας φίλος του –ο ίδιος δεν επέτρεψε ποτέ να ζωγραφιστεί για λόγους αρχής–, αποτυπώνει εύστοχα τη μορφή και το παράστημά του, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του επίσης είναι πολύ παρόμοια, τα μεγάλα φλογερά μάτια του (γλαυκός στη γλώσσα του Ομήρου) δεν μπορούν σε καμία εικόνα να αποδοθούν. Ο Normann δεν απέκτησε καμία περιουσία στις πολλές εκστρατείες του. Τα λίγα που είχε τα θυσίασε για την εκστρατεία στην Ελλάδα. Ο Normann δεν ήταν ένας κοινός μισθοφόρος, αγαπούσε την πατρίδα του, μπορούσε να παθιαστεί για μια ιδέα και να πεθάνει γι’ αυτήν. Ζει στα τραγούδια του λαού. Απαλά αναπαύστε τις στάχτες του στην ξένη ελεύθερη γη!» Με τις λέξεις αυτές κλείνει την αφήγηση της ζωής του Karl Normann, Graf von Ehrenfels, το 1824 ο συμπατριώτης του Dr Albert Schott, πρόεδρος του φιλελληνικού συλλόγου της Στουτγάρδης.

Ο Normann δεν θα αναπαυθεί εν ειρήνη. Το 1826, κατά την άλωση του Μεσολογγίου, ο τάφος του κατεσκάφη από Τούρκους που, όπως στην περίπτωση του Μάρκου Μπότσαρη, αναζήτησαν μάλλον πολύτιμα κτερίσματα. Ωστόσο, ο Normann είχε πεθάνει σε πλήρη ένδεια. Μάλιστα, για την αξιοπρεπή ταφή του χρειάστηκε κάποιες γυναίκες του Μεσολογγίου να προσφέρουν ρούχα, όπως καταμαρτυρεί ο Brengeri. «Ο φτωχός στρατηγός Normann, ο σύντροφος στις δυστυχίες μας, πέθανε στο Μεσολόγγι σε ακραία στενοχώρια και σχεδόν σε κατάσταση γύμνιας. Είχε βαθιά επηρεαστεί από την απώλεια τόσο πολλών γενναίων ανδρών στη μάχη του Πέτα. Πολλοί από τους Έλληνες έλεγαν ότι ήταν δικό του λάθος, από τη στιγμή που είχε προβλέψει ποιο θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα, όπως αποδεικνύει το γράμμα του στον Μαυροκορδάτο. Ήταν απολύτως άπορος. Κανένας δεν ήθελε να του δώσει λίγα χρήματα. Οι Έλληνες πλέον δεν τον σέβονταν και επίσης είχε χάσει την εκτίμηση του Μαυροκορδάτου, ως συνέπεια του λάθους που του καταλόγιζε ότι είχε διαπράξει. Οι δυστυχίες αυτές και οι ταπεινώσεις τον οδήγησαν στον τάφο. Στις τελευταίες του στιγμές, καλούσε συνεχώς την πολυαγαπημένη του σύζυγο».
Η Frida, η σύζυγος του Normann, πληροφορήθηκε την είδηση του θανάτου του από τις εφημερίδες. Της είχε υποσχεθεί μια καινούργια πατρίδα: «Ελπίζω να εγκατασταθώ στον Μοριά. Αυτή η γη είναι χαμένη για πάντα για τους Τούρκους. Και αν σταθώ τόσο τυχερός όπως στο Ναυαρίνο, θα μπορέσω να σου προσφέρω μια ευχάριστη διαμονή σε αυτή την όμορφη χώρα». Αντί αυτού, η εικοσιπεντάχρονη Frida, χήρα με δύο ανήλικα τέκνα, κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια σκληρή πραγματικότητα. Την 1η Μαΐου 1823 γράφει στον Μαυροκορδάτο: «Ο αείμνηστος σύζυγός μου, ως νεότερο μέλος της οικογένειας, δεν κατείχε σχεδόν καμία περιουσία, και τα λιγοστά που είχε τα διέθεσε για να πάει να συνδράμει στην υπεράσπιση της ελληνικής ελευθερίας, για να διασώσει και να βοηθήσει εθελοντές που τον ακολούθησαν. Χωρίς δική μου περιουσία, τα παιδιά μου, Κύριε, θα στερηθούν κάθε πρόσοδο, και δεν θα έβλεπα για εκείνα και για εμένα παρά το πιο θλιβερό μέλλον, αν η Υψηλότητά σας δεν θελήσει να ενδιαφερθεί γι’ αυτά».

Τελικά, ύστερα από συνεχείς αιτήσεις της, η χήρα του Normann έλαβε από την οθωνική κυβέρνηση σύνταξη, «την ίδια που αποδόθηκε στις χήρες και στα τέκνα των άλλων αγωνιστών, των πιο διακεκριμένων της Πατρίδας, όπως ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Καραϊσκάκης», σύμφωνα με τον φάκελό της στο Αρχείο Προσωπικών Υποθέσεων της Οθωνικής Περιόδου. Λίγο αργότερα, κατόπιν αίτησής της, o γιος της σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή του Μονάχου με υποτροφία. Ο δε νεότερος αδελφός του Normann, ο Karl Friedrich Wilhelm Normann (1809-1874), υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό ως υπολοχαγός μεταξύ 1839-1842.
Στο Μεσολόγγι, όπου ο Normann είχε ακολουθήσει τον Μαυροκορδάτο προκειμένου να συμβάλει στην άμυνα της πόλης, ο μηχανικός Μιχαήλ Πέτρου Κοκκίνης, κατά την κατασκευή του νέου οχυρωματικού περιβόλου, έδωσε το όνομα του νεκρού πλέον φιλέλληνα σε έναν από τους προμαχώνες. Ο τελευταίος αυτός καταστράφηκε ολοκληρωτικά κατά την Έξοδο. Τη μνήμη ωστόσο του Normann διαιωνίζουν το Μνημείο των Φιλελλήνων και το Μνημείο των Γερμανών Φιλελλήνων που στήθηκαν στον Κήπο των Ηρώων στο Μεσολόγγι, καθώς και το Μνημείο των Φιλελλήνων που ανήγειρε ο Auguste Hilarion Touret στο Ναύπλιο. Το όνομά του χαράχτηκε επίσης, μαζί με εκείνα άλλων φιλελλήνων και Ελλήνων αγωνιστών, στα Προπύλαια του Μονάχου. Προς τιμήν του έλαβαν την ονομασία τους δρόμοι στην Πάτρα, στην Άρτα και στη Λευκωσία, καθώς επίσης η οδός Νορμάνου στο κέντρο της Αθήνας, μικρή υπόμνηση της προσφοράς του στον ελληνικό Αγώνα της Ανεξαρτησίας.


