Την άνοιξη του 1983 ο σκηνοθέτης Νίκολας Μέγιερ καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Πάνω από ένας χρόνος εντατικής δουλειάς κινδύνευε να πάει στράφι, αφού τα μεγαλοστελέχη του δικτύου ABC, το οποίο είχε παραγγείλει την τελευταία του ταινία, σκέφτονταν πολύ έντονα να τη βάλουν στο «ράφι», προτού αυτή καν ολοκληρωθεί. Οι φήμες μάλιστα έλεγαν πως ο ίδιος ο πρόεδρος Ρέιγκαν θα προτιμούσε η ταινία να μη φτάσει ποτέ στους δέκτες της τηλεόρασης. Οχι πως ο Μέγιερ δεν το περίμενε. «Η επόμενη μέρα» ήταν ένα φιλμ προορισμένο να απεικονίσει ανάγλυφα τι θα συνέβαινε σε περίπτωση που οι ΗΠΑ έρχονταν αντιμέτωπες με μια ευρείας κλίμακας πυρηνική επίθεση στο έδαφός τους – όχι σήμερα, αλλά σε μια εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος και ο εφιάλτης ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος ήταν ολοζώντανοι.

Τελικά, χάρη στην εμπνευσμένη κίνηση-ασφαλιστική πολιτική του Μέγιερ να μοιράσει έστω ανολοκλήρωτες κόπιες σε συγκεκριμένα στελέχη της βιομηχανίας και ακτιβιστές κατά των πυρηνικών, η ταινία προβλήθηκε κανονικά τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Υπολογίζεται ότι την πρεμιέρα της παρακολούθησαν πάνω από 100 εκατομμύρια Αμερικανοί. Ο πρόεδρος Ρέιγκαν έγραψε στο ημερολόγιό του ότι η εμπειρία της προβολής τον έκανε να αναθεωρήσει κάποιες από τις απόψεις του σχετικά με την πολιτική για τα πυρηνικά όπλα. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, με τις σχέσεις Ρωσίας και Δύσης να είναι ξανά πολεμικές, μοιάζει κρίσιμο να θυμηθούμε το μήνυμα αυτού του συγκλονιστικού φιλμ, το οποίο μπορεί να φέρει την κάπως άδικη ταμπέλα της «τηλεταινίας», όμως αποτελεί ξεκάθαρο δείγμα κορυφαίου αντιπολεμικού σινεμά, που σε μεγάλο βαθμό λείπει από τις μέρες μας.

Μια καταστροφή που πλησιάζει
Η δράση εκτυλίσσεται βασικά στην πολιτεία του Μιζούρι, στην ευρύτερη περιοχή του Κάνσας Σίτι, εκεί όπου μας συστήνεται μια σειρά από χαρακτήρες: ένας μεσήλικας γιατρός βλέπει τη νεαρή κόρη του να φεύγει ακολουθώντας τον αγαπημένο της. Μια οικογένεια αγροτών ετοιμάζεται να παντρέψει τη δική της κόρη. Ενας χαμηλόβαθμος αξιωματικός της αεροπορίας υπόσχεται να αλλάξει επάγγελμα προκειμένου να περνάει περισσότερο χρόνο με την οικογένειά του. Για τουλάχιστον μία ώρα ο θεατής παρακολουθεί αυτές τις εικόνες ειρηνικής ζωής, γύρω από γήπεδα μπέιζμπολ, απέραντες φάρμες και το τοπικό πανεπιστήμιο. Τα απειλητικά σημάδια ωστόσο είναι πανταχού παρόντα, καθώς δέκτες τηλεοράσεων, ραδιοφώνων και έκτακτες εκδόσεις εφημερίδων μεταδίδουν κλιμάκωση των εχθροπραξιών στα σύνορα μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου. Οι Σοβιετικοί εισβάλλουν στη Δυτική Γερμανία. Ξαφνικά κυκλοφορεί η είδηση ότι εκκενώνεται η Μόσχα. Αυτό μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει. Οι κάτοικοι του Κάνσας Σίτι, που γνωρίζουν ότι η περιοχή τους φιλοξενεί τουλάχιστον 130 σιλό με πυρηνικούς πυραύλους, προσπαθούν να την εγκαταλείψουν με κάθε μέσο. Οι περισσότεροι ωστόσο δεν προλαβαίνουν.

Το φιλμ του Νίκολας Μέγιερ εκπέμπει σταθερά το μήνυμα πως μια σύγκρουση με πυρηνικά όπλα δεν έχει νικητές και ηττημένους.

Η κινηματογραφική μαεστρία του Νίκολας Μέγιερ, αλλά και του σεναριογράφου Ντέιβιντ Χιουμ, έγκειται βασικά στον τρόπο με τον οποίο «χρονίζουν» την ταινία τους ανάμεσα στο πριν και το μετά την καταστροφή. Καθώς οι κάτοικοι του Μιζούρι ορμούν αλλόφρονες σε δρόμους και σούπερ μάρκετ για προμήθειες, για να κατέβουν αμέσως μετά στα (όποια) καταφύγια, τα σιλό γύρω τους ανοίγουν και οι πύραυλοι εκτοξεύονται. Πλέον δεν υπάρχει καμία αμφιβολία· αν τα δικά τους πυρηνικά βρίσκονται στον αέρα τότε και τα αντίπαλα ταξιδεύουν προς το μέρος τους. Αυτή η τρομακτική συνειδητοποίηση καθηλώνει, εκτός από τους πρωταγωνιστές και τον ίδιο τον θεατή – είναι ίσως η πιο εφιαλτική στιγμή ολόκληρης της ταινίας.
Η προοπτική του απλού ανθρώπου
Αλλωστε και εμείς δεν έχουμε περισσότερη πληροφόρηση από εκείνους. «Η επόμενη μέρα» δεν ασχολείται καθόλου με μεγάλες αποφάσεις, τεταμένα στρατιωτικά συμβούλια και πολεμικά ανακοινωθέντα. Στην οθόνη δεν εμφανίζονται ποτέ πολιτικοί ή ανώτεροι αξιωματικοί. Δεν διευκρινίζεται καν (σκόπιμα) ποιος πάτησε πρώτος το «κουμπί» του πυρηνικού ολέθρου, γεγονός που αποτέλεσε και ένα από τα πολλά πεδία συγκρούσεων κατά τον σχεδιασμό της παραγωγής. Διότι όλα αυτά δεν σημαίνουν ουσιαστικά τίποτα για τους κατοίκους του Μιζούρι, στη θέση των οποίων οι δημιουργοί της ταινίας θέλουν να μπούμε νοητά. Είναι οι ζωές αυτών των ανθρώπων που εξαφανίζονται, καθώς τα πελώρια πυρηνικά «μανιτάρια» υψώνονται στο αμερικανικό έδαφος. Μπορεί τα πρωτοποριακά για την εποχή ειδικά εφέ που χρησιμοποίησαν ο Μέγιερ και οι συνεργάτες του να φαντάζουν κάπως πρωτόγονα σήμερα, ωστόσο οι εικόνες ανθρώπων που εξαϋλώνονται ή καίγονται ζωντανοί και ολόκληρων πόλεων που ισοπεδώνονται, εντυπώνονται σίγουρα στον θεατή. Στο αρχικό μοντάζ της ταινίας μάλιστα υπήρχαν αισθητά περισσότερες τέτοιες σκηνές, οι οποίες όμως απαλείφθηκαν για να μην επιβαρύνουν υπερβολικά το οικογενειακό κοινό στο οποίο απευθύνονταν.

Δεν είναι όμως μόνο η ανθρώπινη προοπτική της «Επόμενης μέρας» που την ξεχωρίζει, αλλά και ο μη προπαγανδιστικός χαρακτήρας της. Σε μια κινηματογραφική δεκαετία, όπου ο Τζέιμς Μποντ του Ρότζερ Μουρ εκτελεί Σοβιετικούς πράκτορες στο Ανατολικό Βερολίνο («Octopussy») και ο Τζον Ράμπο του Σιλβέστερ Σταλόνε ξεκληρίζει ολόκληρες στρατιές εχθρών της Αμερικής σε Βιετνάμ και Αφγανιστάν, το φιλμ του Νίκολας Μέγιερ εκπέμπει σταθερά το μήνυμα πως μια τέτοια σύγκρουση δεν έχει νικητές και ηττημένους. «Πιστεύεις ότι θα βγούμε από τις τρύπες, θα τις καλύψουμε με χώμα και θα χτίσουμε από πάνω σούπερ μάρκετ; Ξέρουμε εδώ και 40 χρόνια για τις βόμβες, όμως δεν ενδιαφερθήκαμε πραγματικά», λέει μια έγκυος στον γιατρό, που υποδύεται ο Τζέισον Ρόμπαρντς. Ο βραβευμένος με δύο Οσκαρ Αμερικανός ηθοποιός (και παρασημοφορημένος βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου) ήταν ο μόνος πραγματικός σταρ της ταινίας. Ο Μέγιερ δεν ήθελε πολλούς τέτοιους, παρά το μεγάλο μπάτζετ που είχε στη διάθεσή του, αφού πίστευε ότι η παρουσία τους θα παρέπεμπε περισσότερο στις τυπικές ταινίες καταστροφής με ψυχροπολεμικό υπόβαθρο. Τελικά εκείνος και οι συνεργάτες του επέλεξαν αρκετούς σχετικά άγνωστους ηθοποιούς, τα χαρακτηριστικά των οποίων ταίριαζαν με των ανθρώπων των μεσοδυτικών πολιτειών που υποδύονταν. Επιπλέον, σχεδόν όλοι οι (πάρα πολλοί) βουβοί ρόλοι της ταινίας ενσαρκώθηκαν από κατοίκους της ευρύτερης περιοχής του Λόρενς στο Κάνσας, όπου έγιναν τα γυρίσματα.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

