Ο Κάρολος Δαρβίνος, ο οποίος είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για τη φύση κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Ιατρική, στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, ήταν μόλις 22 ετών όταν προσλήφθηκε ως φυσιοδίφης στο πλοίο «Beagle». Το «Beagle» απέπλευσε από το Πλίμουθ στις 27 Δεκεμβρίου 1831, έχοντας ως καπετάνιο τον Ρόμπερτ Φιτζρόι. Η αποστολή είχε αρχικά προγραμματιστεί να διαρκέσει δύο χρόνια. Τελικά, όμως, το ταξίδι διήρκεσε σχεδόν πέντε, καθώς το πλοίο επέστρεψε στις 2 Οκτωβρίου 1836.
Το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού περιλάμβανε περιηγήσεις στη Νότια Αμερική. Κατά τη διάρκειά τους, ο Δαρβίνος συνέλεξε πλήθος φυτών και μια ποικιλία δειγμάτων, κυρίως από πτηνά. Επιπλέον, διατύπωσε απόψεις οι οποίες κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος με τη θεωρία του ομοιομορφισμού του Τσαρλς Λάιελ. Τα δείγματα που συνέλεξε, σχεδόν στο σύνολό τους, συνοδεύονταν από αναλυτικότατες σημειώσεις, καθώς ο Δαρβίνος έγραφε αδιάκοπα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, είτε βρισκόταν στο πλοίο ή σε ένα σπίτι κοντά στην ακτή.
Οι σημειώσεις κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αναδεικνύουν την οξεία παρατηρητικότητά του, την ερευνητική και διεισδυτική ματιά του.
Αλλά και όταν ταξίδευε στη στεριά, επίσης κρατούσε σημειώσεις, καθώς ήθελε να καταγράψει λεπτομερώς ό,τι αφορούσε τις περιηγήσεις του αλλά και ό,τι σχετιζόταν με τη βιολογία, τη γεωλογία, τη φυσική ιστορία και την ανθρωπολογία κάθε τόπου που επισκεπτόταν. Οι εν λόγω σημειώσεις, συνεπώς, δεν αποτελούν απλώς ένα είδος ταξιδιωτικών απομνημονευμάτων· έχουν, παράλληλα, τον χαρακτήρα αναφοράς επί του πεδίου και -πέραν όλων των άλλων- αναδεικνύουν την οξεία παρατηρητικότητά του, την ερευνητική και διεισδυτική ματιά του. Επιπλέον, οι σημειώσεις αυτές συνοδεύονται από σχόλια τα οποία υποδηλώνουν τις μεταβαλλόμενες και μη τελικά διαμορφωμένες ακόμη απόψεις του για την εξέλιξη των ειδών.

Μία από τις πιο σημαντικές διαπιστώσεις που έκανε ο Βρετανός φυσιοδίφης αφορούσε τα δείγματα που συνέλεξε από τα νησιά Γκαλαπάγκος. Πιο συγκεκριμένα, παρατήρησε ότι οι σπίνοι στο νησί ήταν με παρόμοιοι με εκείνους που είχε συναντήσει στην ηπειρωτική χώρα, ωστόσο κάθε υποείδος εμφάνιζε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που του επέτρεπαν να συλλέγει πιο εύκολα την τροφή του στον συγκεκριμένο βιότοπο που ζούσε. Αυτή και άλλες παρόμοιες διαπιστώσεις τον ώθησαν να εμβαθύνει στο ζήτημα της ποικιλομορφίας των ειδών και να αναπτύξει το 1838 τη θεωρία του για τον μηχανισμό της φυσικής επιλογής.
Μερικά χρόνια αργότερα, προχώρησε στη συγγραφή ενός βιβλίου στο οποίο ανέπτυξε για πρώτη φορά τις θεωρίες του για την εξέλιξη μέσω φυσικής επιλογής. Το έργο αυτό κυκλοφόρησε το 1859 με τον τίτλο «On the Origin of Species by Means of Natural Selection».
Μέχρι τον θάνατο του Δαρβίνου, το 1882, η θεωρία του είχε γίνει ευρύτερα αποδεκτή.
Σύμφωνα με τη θεωρία του, οι οργανισμοί εξελίσσονται σταδιακά μέσω μιας διαδικασίας την οποία ονόμασε «φυσική επιλογή». Σύμφωνα με αυτή, οι οργανισμοί με γενετικές παραλλαγές οι οποίες τους επιτρέπουν να επιβιώνουν – προσαρμόζονται καλύτερα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, τείνουν να έχουν περισσότερους απογόνους από τους οργανισμούς του ίδιου είδους οι οποίοι δεν έχουν τη συγκεκριμένη γενετική παραλλαγή.
Πολλοί επιστήμονες ασπάστηκαν γρήγορα τη θεωρία του, αλλά μια μερίδα χριστιανών καταδίκασαν το έργο ως αίρεση. Η διαμάχη θα βάθαινε περαιτέρω με την υποστήριξη της άποψης για την καταγωγής του ανθρώπου από τους πιθήκους. Μέχρι τον θάνατο του Δαρβίνου, το 1882, η θεωρία του είχε γίνει ευρύτερα αποδεκτή. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν στη γενετική και τη μοριακή βιολογία οδήγησαν σε τροποποιήσεις της, ώστε να φτάσουμε στη θεωρία της εξέλιξης που σήμερα είναι αποδεκτή, ωστόσο η συμβολή του εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως μεγάλης σημασίας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

