Οι Ιωαννίτες Ιππότες, ένα ρωμαιοκαθολικό μοναχικό τάγμα, είχαν καταλάβει τη Ρόδο στις αρχές του 14ου αιώνα (1306-1310) μετά την απώλεια της Ακρας (1291), τελευταίου οχυρού των Σταυροφόρων στην Παλαιστίνη. Εχοντας στην κατοχή τους τη Ρόδο, ασχολήθηκαν με το εμπόριο στο Αιγαίο Πέλαγος, ενώ παράλληλα επιδίωκαν την εξασφάλιση του ελέγχου στην Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που τους έφερε αντιμέτωπους με τους Οθωμανούς. Επιπλέον, η παρουσία των ιπποτών σε μικρή απόσταση από τη νότια ακτή της Ανατολίας αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο για την οθωμανική επέκταση. Τα δεδομένα και οι ισορροπίες βρέθηκαν σε οριακό σημείο το 1481, όταν το νησί επλήγη από έναν ισχυρό σεισμό και πολιορκήθηκε από τους Οθωμανούς, όμως, δεν τροποποιήθηκαν ριζικά.
Μετά την πολιορκία και τον σεισμό, τα τείχη του νησιού ενισχύθηκαν σύμφωνα με τις νέες οχυρωματικές τεχνικές, που αποκαλούνταν «trace italienne». Ο Philippe Villiers de L’Isle-Adam, Μέγας Μαγίστρος από το 1521, ανέμενε μια νέα οθωμανική επίθεση στο νησί και γι’ αυτό συνέχισε να ενισχύει τις οχυρώσεις. Ταυτόχρονα απηύθυνε έκκληση στους ιππότες του Τάγματος που βρίσκονταν σε άλλα μέρη της Ευρώπης να σπεύσουν προς υπεράσπιση της Ρόδου, μια έκκληση που αγνοήθηκε απ’ όλους, εκτός από τον John Rawson από την Ιρλανδία, ο οποίος έσπευσε στο νησί.
Η τουρκική δύναμη που έφτασε στη Ρόδο στις 26 Ιουνίου 1522 ανερχόταν σε 400 πλοία υπό τη διοίκηση του Μουσταφά Πασά.
Η πρόβλεψη του Μεγάλου Μαγίστρου αποδείχθηκε βάσιμη. Η τουρκική δύναμη που έφτασε στη Ρόδο στις 26 Ιουνίου 1522 ανερχόταν σε 400 πλοία υπό τη διοίκηση του Μουσταφά Πασά, κουνιάδου του Σουλεϊμάν. Ο τελευταίος έφτασε περίπου έναν μήνα αργότερα, στις 28 Ιουλίου, με μια δύναμη 100.000 ανδρών. Αρχικά, οι οθωμανικές δυνάμεις απέκλεισαν το λιμάνι και βομβάρδισαν την πόλη, ενώ παράλληλα επιδίωξαν να υπονομεύσουν τις οχυρώσεις σκάβοντας τούνελ. Παρά τις έντονες προσπάθειές τους όμως, οι ιππότες άντεχαν.
Στις 24 Σεπτεμβρίου, ο Μουσταφά Πασάς διέταξε μαζική επίθεση, χωρίς όμως αυτή να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Υστερα από μία ημέρα λυσσαλέων συγκρούσεων, ο Σουλεϊμάν αναγκάστηκε να σταματήσει την επίθεση. Μάλιστα, καταδίκασε τον Μουσταφά Πασά σε θάνατο για την αποτυχία του αυτή. Στη συνέχεια, όμως, του χάρισε τη ζωή έπειτα από παρακλήσεις ανώτερων αξιωματούχων και τον αντικατέστησε με τον Αχμέτ Πασά, έμπειρο σε ζητήματα πολιορκίας.
Οι δύο πλευρές είχαν εξαντληθεί, με τη θέση των ιπποτών να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη.
Μια νέα μεγάλη επίθεση πραγματοποιήθηκε στα τέλη Νοεμβρίου, η οποία και πάλι αποκρούστηκε. Πλέον και οι δύο πλευρές είχαν εξαντληθεί, με τη θέση των ιπποτών να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Πιεζόμενος από τους κατοίκους της πόλης, ο Villiers de L’Isle-Adam συμφώνησε να διαπραγματευτεί με τον Σουλεϊμάν. Κηρύχθηκε εκεχειρία για το διάστημα 11-13 Δεκεμβρίου ώστε να γίνουν οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες όμως δεν προχώρησαν όπως επιθυμούσαν οι Οθωμανοί. Ο Σουλεϊμάν διέταξε αμέσως να ξαναρχίσουν οι βομβαρδισμοί και οι επιθέσεις, και η κατάσταση για τους ιππότες επιδεινωνόταν ταχύτατα από τις 17 του μηνός και μετά.
Με τα περισσότερα τείχη πλέον κατεστραμμένα, ήταν θέμα χρόνου να αναγκαστούν να παραδώσουν την πόλη. Αυτό έγινε στις 20 Δεκεμβρίου, όταν έπειτα από νέες πιέσεις των κατοίκων της πόλης, ο Μέγας Μαγίστρος ζήτησε νέα εκεχειρία. Με αυτήν του την κίνηση, η Ρόδος περνούσε πια στα χέρια των Οθωμανών. Οι όροι –αρκετά γενναιόδωροι– οι οποίοι ανακοινώθηκαν δύο μέρες αργότερα, έγιναν αμέσως αποδεκτοί από τους Λατίνους και Ελληνες κατοίκους.
Η κατάκτηση της Ρόδου από τον Σουλεϊμάν αποτέλεσε σημαντικό βήμα για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου από τους Οθωμανούς. Μάλιστα, το 1669 η Ρόδος θα αποτελούσε το ορμητήριο από το οποίο επετεύχθη η κατάληψη της Ενετικής Κρήτης.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

