Ο Λάμπρος Κορομηλάς (1856-1923), μεγαλοαστός εξ Αθηνών, διαπρεπής οικονομολόγος, μακεδονομάχος, διπλωμάτης καριέρας και υπουργός του κράτους, υπηρέτησε τη χώρα και τον ελληνισμό για περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Υπήρξε προσωπικότητα ικανή και «έντονη», «ακούραστος», «ανυπόμονος», «εργατικός» και «πολυσχιδής», όπως χαρακτηρίστηκε από τον Τύπο της εποχής. Βαθιά μορφωμένος, αλλά κυρίως «άνθρωπος της δράσης», ο Λάμπρος Κορομηλάς υπηρέτησε κυρίως στο παρασκήνιο της πολιτικής σκηνής. Εξαίρεση αποτέλεσε η τριετία 1910-1913, κατά την οποία διατέλεσε υπουργός των πρώτων κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου και αρχιτέκτονας της προετοιμασίας και της εμπέδωσης της νίκης κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, όμως, τα πέρασε εκτός της γενέτειράς του, Αθήνας, και της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Κορυφαία υπήρξε η δράση του στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908). Οργάνωνε και συντόνιζε τη δράση των ελληνικών ανταρτικών ομάδων, ενώ ταυτόχρονα εκπροσωπούσε μαχητικά τη χώρα στους αντιπροσώπους των ξένων δυνάμεων. Με καθοριστικό τρόπο υπηρέτησε και ως πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ (1907-1910 και 1922). Ήταν ο πρώτος διπλωματικός αντιπρόσωπος της χώρας που ασχολήθηκε σοβαρά με την οργάνωση και τη διαβίωση της συνεχώς αυξανόμενης ελληνικής κοινότητας εκεί. Ως πρέσβης υπηρέτησε και στη Ρώμη για σχεδόν μία επταετία (1913-1920). Θέση νευραλγική, που απαιτούσε έναν έμπειρο χειριστή, καθώς ήταν τα χρόνια που η Ιταλία ήταν σύμμαχος αλλά και σφοδρότατη ανταγωνίστρια της Ελλάδας και των επιδιώξεών της. Ήταν ταυτόχρονα και η περίοδος που ξέσπασε και κορυφώθηκε ο Εθνικός ∆ιχασμός. Ο Κορομηλάς επιτέλεσε τα καθήκοντά του με πλήρη επαγγελματισμό και συναίσθηση της σοβαρότητας των καιρών, όπως προσπαθούσε πάντα να κάνει.
Ενας μεγαλοαστός της παλιάς Αθήνας
Γόνος μιας ιστορικής οικογένειας.
Γεννηθείς το 1856, ο Λάμπρος Κορομηλάς ανήκε σε μια επιφανή οικογένεια των Αθηνών, γεγονός που του επέτρεψε να αποκτήσει και ο ίδιος κύρος και επιρροή. Ο παππούς του, Χατζηλάμπρος Κόσκορος Κορομηλάς, ήταν δημογέροντας (1798) και εκτελέστηκε από τον Κιουταχή πασά το 1826, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Αθηνών (1826-1827), στη σημερινή πλατεία Κοτζιά. Ο πατέρας του Κορομηλά, Ανδρέας Κορομηλάς (1811-1858), είχε επίσης λάβει μέρος στην Επανάσταση, οπότε και ήρθε σε επαφή με Γάλλους φιλέλληνες και με το μεγάλο του πάθος, την τυπογραφία. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1830, ο Ανδρέας Κορομηλάς δημιούργησε ένα από τα πρώτα και, σύντομα, το πιο προηγμένο τυπογραφείο στο νέο ελληνικό κράτος με την υποστήριξη του Νεοφύτου ∆ούκα, του Μιχαήλ Βόδα Σούτσου, του Γάλλου στρατηγού Κάρολου Φαβιέρου, που υπηρέτησε στην επαναστατημένη Ελλάδα, και του επίσης Γάλλου εκδότη Αμβροσίου Ντιντό (Didot – αποδίδεται ως «∆ιδότος» στις ελληνικές πηγές). Μέχρι τον θάνατό του, ο πατέρας του Λάμπρου Κορομηλά είχε δημιουργήσει ένα από τα μεγαλύτερα τυπογραφεία στην Ανατολική Μεσόγειο, το οποίο και κληροδότησε στους απογόνους του, μαζί με μια διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία. Ο Λάμπρος Κορομηλάς ήταν δευτερότοκος γιος του Ανδρέα. Η αδελφή του, Χριστίνα ∆οσίου, ήταν κυρία επί των τιμών στην Αυλή του Όθωνα. Οι καλές σχέσεις της οικογένειας Κορομηλά με τη μοναρχία φαίνεται ότι συνεχίστηκαν και με την αλλαγή της δυναστείας, αφού ο Λάμπρος Κορομηλάς διατηρούσε καλές, προσωπικές σχέσεις με τον βασιλιά Γεώργιο Α΄, αλλά και με τον Κωνσταντίνο Α΄. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Λάμπρου ήταν ένας από τους διασημότερους θεατρικούς συγγραφείς της εποχής και της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο ∆ημήτριος Κορομηλάς (1850-1898) υπήρξε ένας από τους εισηγητές και κορυφαίους εκπροσώπους του κωμειδυλλίου στην Ελλάδα, με διασημότερο το έργο του Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1891). Ο ∆ημήτριος υπήρξε επίσης δημοσιογράφος και εκδότης. Το 1873 η επιρροή της οικογένειας Κορομηλά ενισχύθηκε σημαντικά, καθώς ο ∆ημήτριος ίδρυσε την πρώτη καθημερινή πολιτική εφημερίδα στη χώρα, με τον τίτλο Εφημερίς. Η Εφημερίς κυκλοφορούσε στο σύνολο της επικράτειας και ιδρύθηκε ως καθαρά ειδησεογραφικό έντυπο, διαφοροποιούμενη από τα έως τότε αρθρογραφικά φύλλα. Σε αυτή δημοσιεύονταν πρακτικά της Βουλής, οικονομικοί ισολογισμοί, η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και σύντομα άρθρα που σχολίαζαν επιγραμματικά την επικαιρότητα. Σταδιακά άρχισε να φιλοξενεί δοκίμια και δημοσιεύματα από λογοτέχνες της εποχής, όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (ο οποίος εργαζόταν ένα διάστημα στο έντυπο), ο Κωστής Παλαμάς, ο Ιωάννης Κονδυλάκης κ.ά.

Ο αστικός χαρακτήρας της οικογένειας Κορομηλά και οι διασυνδέσεις της με την υψηλή κοινωνία της εποχής ενισχύθηκαν και με τον δεύτερο γάμο της μητέρας του Λάμπρου Κορομηλά, Μαρίας Πιτσιπίου, κόρης του Χιώτη λόγιου Ιάκωβου Πιτσιπίου. Ο Λάμπρος Κορομηλάς ήταν μόλις δύο ετών όταν απεβίωσε ο πατέρας του. Λίγο αργότερα η μητέρα του συνήψε έναν δεύτερο γάμο, με τον Νικόλαο Χατζόπουλο-Χατζηανέστη, νομάρχη Αττικής και Βοιωτίας την περίοδο εκείνη. Από τον γάμο αυτόν η Μαρία Πιτσιπίου απέκτησε δύο ακόμη παιδιά, ετεροθαλή αδέλφια του Λάμπρου Κορομηλά: τον μετέπειτα αντιστράτηγο κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, Γεώργιο Χατζηανέστη (έναν από τους Έξι που εκτελέστηκαν στου Γουδή το 1922, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας), και την Αικατερίνη Χατζοπούλου. ∆ιάσημη για την ομορφιά της και την εκκεντρικότητά της και γνωστή μετέπειτα ως Λαίδη Λω, η Αικατερίνη παντρεύτηκε τον Εδουάρδο Φιτζέραλντ Λω (Edward FitzGerald Law), ο οποίος ήταν επικεφαλής της διεθνούς αποστολής οικονομικού ελέγχου κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του Χαρίλαου Τρικούπη και μετέπειτα υπεύθυνος οικονομικών στη βρετανική αντιβασιλεία της Ινδίας. Λέγεται μάλιστα ότι ο Λω παρουσίασε μια ευμενέστερη έκθεση σχετικά με τα οικονομικά της Ελλάδας κατά την πτώχευση του 1893, επηρεασμένος από τη σχέση του με την Αικατερίνη.
Το περιβάλλον αυτό στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Λάμπρος Κορομηλάς διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξή του. Ο Κορομηλάς μεγάλωσε σε μια πλούσια, μεγαλοαστική οικογένεια της παλιάς Αθήνας και είχε όλες τις δυνατότητες αλλά και τις ικανότητες να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονταν. Ο οικογενειακός πλούτος και η παιδεία της οικογένειας Κορομηλά έδωσαν στον νεαρό Λάμπρο τη δυνατότητα να λάβει σπουδαία μόρφωση σε μερικά από τα καλύτερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της εποχής. Ειδικότερα, σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι και φυσική και μαθηματικά στο Τίμπιγκεν της Γερμανίας. Σε αμφότερα τα πανεπιστήμια ανακηρύχθηκε διδάκτορας.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Κορομηλάς ανέλαβε τη διεύθυνση της Εφημερίς κατά την περίοδο 1886-1888, με αρχισυντάκτη τον Αριστοτέλη Βαλέτα. Η Εφημερίς είχε λάβει πια έντονα πολιτικοποιημένο χαρακτήρα, στηρίζοντας το κόμμα του Τρικούπη στις εκλογές του 1885 και του 1887. Ο ίδιος δημοσίευε συχνά άρθρα κυρίως οικονομικού περιεχομένου. Ταυτόχρονα συνεχίστηκε η δημοσίευση λογοτεχνικών κειμένων από εγχώριους και ξένους λογοτέχνες.
Αφήνοντας τη διεύθυνση της Εφημερίς το 1888, ο Κορομηλάς, διατηρώντας τη διεύθυνση του οικογενειακού τυπογραφείου, συνέχισε να αρθρογραφεί και να σχετίζεται με την υψηλή κοινωνία της εποχής. ∆ιετέλεσε μάλιστα διευθυντής του Εθνικού Τυπογραφείου. Ταξίδεψε αρκετά και το 1896 μετείχε στην Κρητική Επανάσταση και, έναν χρόνο μετά, στον «ατυχή» πόλεμο του 1897. Οι προσωπικές του ικανότητες, οι σπουδές του και οι επαφές του τελεσφόρησαν όταν την ίδια χρονιά, στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη, έγινε γενικός γραμματέας του αντίστοιχου υπουργείου των Οικονομικών. Σύντομα όμως παραιτήθηκε και συνέχισε τα ταξίδια του, αυτή τη φορά στην Τουρκία. Κατά την παραμονή του, έμαθε την τουρκική γλώσσα και κατάφερε να αποκτήσει σημαντικές γνώσεις και εμπειρία, τις οποίες αξιοποίησε αργότερα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.
Ο μακεδονομάχος
Συντονιστής και οργανωτής του Μακεδονικού Αγώνα.
Στη συλλογική μνήμη, το όνομα του Λάμπρου Κορομηλά είναι πρωτίστως συνδεδεμένο με τον Μακεδονικό Αγώνα και την ένοπλη φάση του κατά την περίοδο 1904-1908. ∆ικαίως κατέχει τη θέση του κορυφαίου συντονιστή και οργανωτή, και η συμβολή του υπήρξε καταλυτική και καθοριστική για τον ελληνισμό της Μακεδονίας.
Ήδη μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, σχεδόν το σύνολο των λαών της Βαλκανικής χερσονήσου βρισκόταν σε έναν αθέμιτο ανταγωνισμό στο οθωμανικό, ακόμη, βιλαέτι της Μακεδονίας. Επιδίωξη ήταν η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών που θα επέτρεπαν την επέκταση των εθνικών κρατών στα πλούσια και στρατηγικής σημασίας εδάφη του βιλαετιού. Για την Ελλάδα, η κυριότερη μορφή πληθυσμιακής αφομοίωσης και υπεράσπισης των ελληνικών πληθυσμών ήταν μέσω της παιδείας, με τη δημιουργία ελληνικών σχολείων, και της επιρροής του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις επιμέρους επισκοπές. Ωστόσο, η ήττα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον «ατυχή» πόλεμο του 1897 υπήρξε καταλυτικό γεγονός για την ελληνική υπόθεση στη Μακεδονία. Η επιρροή του ελληνικού κράτους σχεδόν εκμηδενίστηκε. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στους Βούλγαρους κομιταζήδες να επέμβουν δυναμικά στην περιοχή και πολύ γρήγορα, με τη χρήση βίας, να επικρατήσουν σχεδόν ολοκληρωτικά. Το 1902, μάλιστα, δημιουργήθηκε η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση, γνωστή ως ΕΜΕΟ, η οποία είχε ως στόχο την αυτονόμηση του βιλαετιού, με απώτερο σκοπό την ενσωμάτωση στο βουλγαρικό κράτος. Η αυτοπεποίθηση της ΕΜΕΟ ήταν τέτοια, που στις 2 Αυγούστου του 1903 οργάνωσε την επονομαζόμενη εξέγερση του Ίλιντεν, η οποία, ωστόσο, καταπνίγηκε στο αίμα από τους Οθωμανούς, προκαλώντας ένα ισχυρό, πρόσκαιρο χτύπημα στους Βουλγάρους.

Άμεση συνέπεια της εξέγερσης του Ίλιντεν ήταν η αυξημένη ανησυχία σε πολίτες και στελέχη του ελληνικού κράτους. Για πολλούς κατέστη σαφές ότι χωρίς οργανωμένη και συνεχή δράση, με κρατική εποπτεία, η Μακεδονία θα χανόταν οριστικά για την Ελλάδα. Το 1903 ιδρύθηκε στην Αθήνα, από τον διευθυντή της εφημερίδας Εμπρός, ∆ημήτριο Καλαποθάκη, το Μακεδονικό Κομιτάτο, που ανέλαβε μυστική δράση στη Μακεδονία, ειδικά στην ευρύτερη περιοχή του Μοναστηρίου. Ταυτόχρονα, άρχισαν να ασκούνται έντονες πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση να εμπλακεί ενεργά στην όλη υπόθεση. Οι πιέσεις απέδωσαν και η κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη τοποθέτησε νέους μητροπολίτες σε στρατηγικής σημασίας επισκοπές· δημιούργησε ένα πυκνό δίκτυο προξενικών αρχών· έστειλε μια μικρή ομάδα τεσσάρων Ελλήνων αξιωματικών του στρατού (ο οποίος βρισκόταν σε φάση αναδιοργάνωσης) στην περιοχή για να εκτιμήσει την κατάσταση και τον Σεπτέμβριο του 1904 τοποθέτησε στο προξενείο της Θεσσαλονίκης τον Λάμπρο Κορομηλά. Ο Κορομηλάς από τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου υπηρετούσε στη Φιλιππούπολη ως πρόξενος. Μελετώντας εις βάθος τις τακτικές των Βουλγάρων, έφτασε στη Θεσσαλονίκη με ένα σαφές σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση των κομιτατζήδων: τη χρήση οργανωμένης βίας εναντίον των Βουλγάρων, συμπέρασμα στο οποίο συμφώνησε και η έκθεση των απεσταλμένων του στρατού.
Αμέσως όταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη, ο Κορομηλάς άρχισε να οργανώνει την καινούργια προσέγγιση απέναντι στη βουλγαρική απειλή, γενική ιδέα της οποίας ήταν αντεπίθεση εναντίον των Βουλγάρων και κατά το δυνατόν συνεργασία και αποφυγή συγκρούσεων με τους Τούρκους, επί της αρχής ότι «ο εχθρός του εχθρού μας είναι φίλος μας». Αξιωματικοί του ελληνικού στρατού άρχισαν να καταφθάνουν στο προξενείο, ως δήθεν υπάλληλοί του, και μαζί με πολεμοφόδια προωθούνταν στο πεδίο. Συνιστώντας μικρές, ευέλικτες, καλά εξοπλισμένες και οργανωμένες ομάδες, χτυπούσαν τους στόχους τους με ταχύτητα, σφοδρότητα και αυξημένη συχνότητα. Οι ομάδες αυτές (αποτελούμενες συνήθως από Έλληνες αξιωματικούς και ντόπιους) έστελναν πληροφορίες στο προξενείο με το οποίο βρίσκονταν σε συνεχή επαφή. Εκεί, ο Κορομηλάς και οι συνεργάτες του ήταν σε θέση να αξιολογήσουν τις πληροφορίες που λάμβαναν και να φροντίσουν για το σχέδιο δράσης, τον συντονισμό και την καθοδήγηση των διαφόρων ομάδων, καθώς επίσης και για την επιμελητεία και την επάνδρωσή τους. Ο Κορομηλάς συναντιόταν τακτικά στο προξενείο με τους αγωνιστές. Φρόντιζε επίσης για τη φύλαξη πολεμικού και μη υλικού μέσα στο ίδιο το προξενείο, πριν αυτό διοχετευτεί στα μέτωπα. Για να μη γίνουν αντιληπτοί, χρησιμοποιούσαν μια πόρτα στη μεσοτοιχία του μητροπολιτικού ναού της Θεσσαλονίκης και του προξενείου, πάντοτε υπό τη γνώση και τη συμφωνία του μητροπολίτη Αλέξανδρου. Για τη συμβολή του, ο Κορομηλάς πρότεινε το 1905 την παρασημοφόρηση του μητροπολίτη. Έτσι, με επικεφαλής τον Κορομηλά σε ρόλο γενικού συντονιστή, το προξενείο της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη έγινε το στρατηγείο του Μακεδονικού Αγώνα.

Ο Κορομηλάς φρόντισε επίσης για την οργάνωση και τον συντονισμό του αγώνα μέσα στην ίδια τη Θεσσαλονίκη. Με τη βοήθεια του ανθυπολοχαγού Αθανάσιου Σουλιώτη-Νικολαΐδη δημιουργήθηκε η Οργάνωσις Θεσσαλονίκης. Στόχος ήταν η διεξαγωγή του αγώνα (εν πολλοίς με όρους Μαφίας) μέσα στην πόλη, με τη συλλογή πληροφοριών και τον εξοβελισμό των εμπορικών και οικονομικών συμφερόντων των Βουλγάρων και των συνεργατών τους.
Εκτός από το οργανωτικό και συντονιστικό σκέλος, ο Κορομηλάς εμφανιζόταν τακτικότατα σε κοινωνικές και κοσμικές εκδηλώσεις. ∆ιατηρούσε συχνή επικοινωνία με τις τουρκικές αρχές της πόλης και της Μακεδονίας (ειδικά με τον γενικό επιθεωρητή, Χουσεΐν Χιλμή πασά, με τον οποίο είχε φιλικές σχέσεις και θεωρούσε ότι ευνοούσε την ελληνική υπόθεση), αλλά και με τους προξένους και αντιπροσώπους των Μεγάλων ∆υνάμεων. Στις εμφανίσεις του κυκλοφορούσε σε μια λευκή άμαξα με τέσσερα άλογα και με τη συνοδεία φρουράς. Στόχος όλης αυτής της έντονης δραστηριότητας και μεγαλοπρεπούς εμφάνισης ήταν να αναδείξει το μεγαλείο της Ελλάδας και να εμπνεύσει δέος και σεβασμό σε εχθρούς και φίλους.
Για την επιτυχία της δράσης του ο Κορομηλάς απαιτούσε συγκεντρωτισμό και απόλυτο έλεγχο της διαδικασίας, κάτι που κατάφερε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε το προξενείο στο Μοναστήρι. Εκεί τον συντονισμό είχε ο Καλαποθάκης με τον μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη. Συχνά, ο Κορομηλάς διαμαρτυρόταν στο ελληνικό κράτος για τις ενέργειες των ομάδων αυτών εναντίον Τούρκων. Ο κίνδυνος από αυτές τις επιθέσεις ήταν οι τουρκικές αρχές να ενοχληθούν και να ζητήσουν την απομάκρυνση των Ελλήνων πρακτόρων συνολικά. Μάλιστα, ο Κορομηλάς έφτασε στο σημείο να υποβάλει την παραίτησή του (8 Σεπτεμβρίου 1905), η οποία ωστόσο δεν έγινε δεκτή.

Οι τουρκικές αρχές, όμως, αντιλαμβάνονταν τη νέα δυναμική της ελληνικής δράσης. Η αύξηση του αριθμού των ελληνικών ομάδων και ο πολλαπλασιασμός των χτυπημάτων εναντίον βουλγαρικών στόχων συνδέθηκαν με την άφιξη του Κορομηλά. Έτσι, το 1906, με την πίεση των ξένων προξένων, η οθωμανική κυβέρνηση υπέβαλε διάβημα στο ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών, με αίτημα την απομάκρυνση του Κορομηλά από τη Θεσσαλονίκη. Πράγματι ο Κορομηλάς απομακρύνθηκε από την πόλη, αλλά προήχθη σε γενικό επιθεωρητή των προξενείων της Μακεδονίας (θέτοντας έτσι τελικά υπό τον έλεγχό του και το Μοναστήρι), παραμένοντας στη Μακεδονία. Με τον τρόπο αυτόν συνέχισε τον συντονισμό του αγώνα και πραγματοποιούσε δημόσιες εμφανίσεις και ομιλίες στους πληθυσμούς της περιοχής. Ωστόσο, ο Κορομηλάς είχε εκτεθεί πολύ. Με νέο διάβημα, τον Σεπτέμβριο του 1907, ο σουλτάνος ζήτησε την άμεση αποχώρησή του από τη Μακεδονία. Έτσι, στις 22 Φεβρουαρίου 1908 αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την περιοχή. Γνώριζε, ωστόσο, ότι η οργάνωση που είχε δημιουργήσει μπορούσε πλέον να δρα αποτελεσματικά χωρίς ο ίδιος να είναι παρών.
Η παρουσία και δράση του Κορομηλά υπήρξε καθοριστική για την Ελλάδα και τον ελληνισμό. Μετά τα απανωτά πλήγματα οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από μεγάλο μέρος των περιοχών που ήλεγχαν. Το ελληνικό κράτος αποκατέστησε και ενίσχυσε το κύρος του στην περιοχή. Οι τοπικοί πληθυσμοί, με ανανεωμένη εμπιστοσύνη και αναπτερωμένο ηθικό, άρχισαν να δραστηριοποιούνται συνειδητά και συστηματικά υπέρ της ελληνικής υπόθεσης και της απελευθέρωσης της Μακεδονίας. Έτσι, ο Κορομηλάς ήταν σε θέση να υπερηφανευτεί ότι παρέδωσε το 1908 μια πολύ διαφορετική και ευνοϊκή κατάσταση από εκείνη που είχε παραλάβει το 1904.
Πρέσβης στις ΗΠΑ
Η οργάνωση των ομογενών και η ίδρυση της Πανελλήνιας Ένωσης.
Ο Λάμπρος Κορομηλάς έμεινε γνωστός κυρίως για τη δράση του ως πρόξενος της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Λιγότερο γνωστή, αλλά πολύ σημαντική, ήταν και η θητεία του ως πρέσβη της Ελλάδας στις ΗΠΑ, θέση που ανέλαβε φεύγοντας από τη Μακεδονία, από το 1907 έως το 1910.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η ελληνική παρουσία είχε ενισχυθεί σημαντικά κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Η κατακόρυφη βιομηχανική ανάπτυξη των ΗΠΑ είχε δημιουργήσει ζήτηση για ανειδίκευτα εργατικά χέρια. Ταυτόχρονα, η σταφιδική κρίση στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρξε η κυριότερη αιτία μετανάστευσης, γι’ αυτό και η βασικότερη αφετηρία μεταναστών υπήρξε η Πελοπόννησος. Με την πάροδο των χρόνων, όμως, Έλληνες, είτε από το ελληνικό κράτος είτε από περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της μεσογειακής ομογένειας, άρχισαν επίσης να μεταναστεύουν στις ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα ήταν μέχρι το 1910 να βρεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες τουλάχιστον 175.000 Έλληνες. Κυριότεροι τόποι εγκατάστασης των Ελλήνων μεταναστών ήταν η Νέα Υόρκη και το Σικάγο και σε μικρότερο βαθμό η Φλόριντα και άλλες περιοχές. Συνήθως, οι μετανάστες κατευθύνονταν σε περιοχές όπου βρίσκονταν ήδη συντοπίτες τους και για τον λόγο αυτόν οργανώνονταν σε σωματεία με ιδιαίτερα τοπικό χαρακτήρα.
Με την ίδρυση της Πανελληνίου Ένωσης, οι μετανάστες για πρώτη φορά είχαν ένα ισχυρό σημείο διασύνδεσης και αναφοράς, τόσο μεταξύ τους όσο και με την Ελλάδα.
Παρά τα μεγέθη της μετανάστευσης, το ελληνικό κράτος δεν είχε δείξει ιδιαίτερη δραστηριότητα στον περιορισμό της και τις συνέπειες που αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει. Ο Κορομηλάς φάνηκε να καταπιάνεται με ενδιαφέρον για το ζήτημα. Σύντομα, μετά την άφιξή του, θέλησε να αποκτήσει μια καλύτερη εικόνα του συνολικού αριθμού Ελλήνων που βρίσκονταν και δραστηριοποιούνταν στις ΗΠΑ, του τόπου παραμονής τους, της ασχολίας τους και της οργάνωσής τους. Οι ενέργειές του συνέβαλαν πολύ γρήγορα στην ενοποίηση εκατό και πλέον τοπικών σωματείων και στη δημιουργία μιας ενιαίας διαπολιτειακής οργάνωσης. Έτσι, στα τέλη του 1907 ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη η «Πανελλήνιος Ένωσις», με πρόεδρο τον ίδιο. Η κίνηση αυτή συνέβαλε στην καλύτερη οργάνωση των Ελλήνων μεταναστών. Αποσκοπούσε επιπλέον στην προώθηση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Πολλοί μετανάστες, άποψη που συμμεριζόταν και ο ίδιος ο Κορομηλάς, θεωρούσαν την παραμονή τους στις ΗΠΑ προσωρινή. Έτσι, φρόντιζαν να διατηρήσουν τα ήθη και τα έθιμά τους και απέφευγαν την αφομοίωσή τους. Σταδιακά, όμως, αυξήθηκαν οι φωνές μεταναστών που επιθυμούσαν να αφομοιωθούν, λαμβάνοντας για παράδειγμα την αμερικανική ιθαγένεια. Έτσι, θα μπορούσαν να αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα και ευκαιρίες στο κράτος όπου κέρδιζαν τα προς το ζην. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια διαρκής ένταση ανάμεσα σε εκείνους που θεωρούσαν ότι η Πανελλήνιος Ένωσις έπρεπε να εξυπηρετεί πρωτίστως τα εθνικά συμφέροντα και σε όσους επιθυμούσαν η οργάνωση να θέσει σε προτεραιότητα τα μεταναστευτικά συμφέροντα. Ο Κορομηλάς έβλεπε τους Έλληνες ομογενείς ως προέκταση του ελληνικού κράτους και της πολιτικής του. Γι’ αυτό ήταν ενάντια στην αφομοίωση των μεταναστών (και της μετανάστευσης εν γένει) και άρχισε να έρχεται σε σύγκρουση με μερίδα των μελών της Ένωσης που ήθελαν αυτή να έχει περισσότερο μεταναστευτικό παρά εθνικό προσανατολισμό. Έτσι, το 1910, προκειμένου να αποφευχθεί μια αχρείαστη ένταση, η ελληνική κυβέρνηση ανακάλεσε τον Κορομηλά στην Αθήνα.
Παρά τα όποια προβλήματα, οι κινήσεις του Κορομηλά ευνόησαν την ελληνική παρουσία και παραμονή στις ΗΠΑ. Με την ίδρυση της Πανελληνίου Ένωσης, οι μετανάστες για πρώτη φορά είχαν ένα ισχυρό σημείο διασύνδεσης και αναφοράς, τόσο μεταξύ τους όσο και με την Ελλάδα. Μάλιστα, η Ένωση συνέβαλε καθοριστικά στην οργάνωση και στην αποστολή εθελοντών ομογενών στα πεδία των Βαλκανικών Πολέμων. Επιπλέον, ο Κορομηλάς προέτρεψε τους Έλληνες στις ΗΠΑ να καταπιαστούν με επικερδέστερα επαγγέλματα και επιχειρήσεις, ώστε να ενισχυθεί η επιρροή τους, αλλά και οι συνθήκες διαβίωσής τους. Τέλος, φημολογείται ότι ήταν εκείνος που συνέβαλε στη δημιουργία της ελληνικής ζώνης στην Αστόρια της Νέας Υόρκης.

Ο Κορομηλάς ξαναβρέθηκε στις ΗΠΑ το 1922, όπου ανέλαβε και πάλι τη θέση του πρεσβευτή. Αυτή τη φορά οι συγκυρίες ήταν διαφορετικές για τη χώρα, καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη η μικρασιατική εκστρατεία και πυρετώδεις διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση του μεταπολεμικού χάρτη, μετά το πέρας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918). Από τη θέση του προσπαθούσε να προωθήσει τα ελληνικά συμφέροντα και να εξασφαλίσει τη διαρκή στήριξη των ΗΠΑ. Είναι ενδεικτικό ότι, κατά την περίοδο της ∆ίκης των Έξι (31 Οκτωβρίου-15 Νοεμβρίου 1922), μετά τη μικρασιατική καταστροφή και το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου του Πλαστήρα, ο Κορομηλάς μετέφερε στον Ελευθέριο Βενιζέλο (που είχε ενταλθεί να αναλάβει τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας) τη δυσαρέσκεια που επικρατούσε για μια ενδεχόμενη εκτέλεση των κατηγορουμένων και επισήμανε τον κίνδυνο που θα είχε μια τέτοια κίνηση για τη συνέχιση της οικονομικής ενίσχυσης της χώρας από τις ΗΠΑ. Τελικά, παραιτήθηκε δύο εβδομάδες αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου 1922, επιρρίπτοντας ευθύνες στον Βενιζέλο και ζητώντας την αντικατάσταση του συνόλου του διπλωματικού (βενιζελικού) προσωπικού στην πρεσβεία των ΗΠΑ, ώστε να μη χαθεί η όποια συμπάθεια των Αμερικανών (επιστολή του στις 5 ∆εκεμβρίου). Ο Κορομηλάς παρέμεινε στις ΗΠΑ και η Νέα Υόρκη έμελλε να ήταν και ο τόπος τελευταίας κατοικίας του, καθώς έναν χρόνο αργότερα άφησε εκεί την τελευταία του πνοή, μετά από καρδιακό νόσημα.
Στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και στο Εξωτερικών
Από την οξυδερκή διαχείριση στη ρήξη.
Ο Λάμπρος Κορομηλάς διετέλεσε υπουργός στις διαδοχικές κυβερνήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, από τον Οκτώβριο του 1910 έως τον Αύγουστο του 1913. Η περίοδος αυτή, αν και σύντομη, συνδέθηκε με τη μεγαλύτερη, ίσως, επιτυχία του ελληνικού κράτους και του ελληνισμού: τους Βαλκανικούς Πολέμους. Μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο, από τον Οκτώβριο του 1912 μέχρι τον Αύγουστο του 1913, η χώρα είχε διπλασιαστεί σε έκταση και πληθυσμό, επιτυγχάνοντας ένα μεγάλο μέρος του οράματος της Μεγάλης Ιδέας. Το επίτευγμα αυτό ήταν πραγματικά εντυπωσιακό. Μόλις δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, κατά τον «ατυχή» πόλεμο του 1897, ο ελληνικός στρατός είχε υποστεί ταπεινωτική ήττα, η οικονομία τέθηκε σε διεθνή εποπτεία και η Ελλάδα ήταν ουσιαστικά απομονωμένη διπλωματικά. Το 1913, όμως, η χώρα παρουσίαζε μια πολύ διαφορετική εικόνα και ο Λάμπρος Κορομηλάς ήταν ένας από τους πρωτεργάτες αυτής της νέας πραγματικότητας.

Όταν ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου, τον Οκτώβριο του 1910, ήταν ήδη ένας διαπρεπής οικονομολόγος. Το 1894 είχε δημοσιεύσει το άρθρο «Έσοδα και φόροι». Η μελέτη, που αφορούσε το ελληνικό φορολογικό σύστημα, αποδείχθηκε πολύ βοηθητική για τη δράση του διεθνούς οικονομικού ελέγχου που είχε επιβληθεί στη χώρα εξαιτίας της πτώχευσης του 1893. Το 1904 δημοσίευσε μία ακόμη μελέτη, με τίτλο «Τα οικονομικά της Ελλάδος από το 1848 μέχρι το 1903». Έτσι, εύλογα, ανέλαβε το νεοσύστατο υπουργείο Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Από τη θέση αυτή ο Κορομηλάς κλήθηκε, εκτός από τα τακτικά έξοδα του προϋπολογισμού και την υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης Βενιζέλου, να διαχειριστεί τα απαραίτητα κονδύλια για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού και την οικονομική προετοιμασία για ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση. Γρήγορα αποδείχθηκε πολύ συνετός και οξυδερκής στη διαχείριση των οικονομικών της χώρας. Κατά τη θητεία του, οι προϋπολογισμοί των ετών 1910 και 1911 επέφεραν πλεονάσματα 19.139.000 δραχμών. Ταυτόχρονα, το 1911, στα εθνικά ταμεία καταβλήθηκε ένα δάνειο 110.000.000 δραχμών, εκ των οποίων αποθεματοποίησε τα 75 εκατομμύρια, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης. Έτσι, όταν η Ελλάδα ενεπλάκη στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (Οκτώβριος 1912-Μάιος 1913), τα ταμεία του κράτους ήταν σε θέση να χρηματοδοτήσουν με άνεση τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Μετά την επιτυχημένη θητεία του στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ο Κορομηλάς κλήθηκε να αναλάβει το υπουργείο των Εξωτερικών. Καθοριστικά συνέβαλαν οι γνώσεις του και η εμπειρία του γύρω από τις πολυπλοκότητες του μακεδονικού ζητήματος, και η θητεία του στο διπλωματικό σώμα.

Καθήκοντα υπουργού των Εξωτερικών ανέλαβε επισήμως τον Μάιο του 1912. Στην πράξη, ωστόσο, είχε αναλάβει μερικούς μήνες νωρίτερα. Ήταν η περίοδος προσέγγισης των βαλκανικών χωρών. Σερβία και Βουλγαρία είχαν ήδη συμφωνήσει μεταξύ τους και ο Βενιζέλος αγωνιούσε να μετάσχει και η Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο, η χώρα θα είχε λόγο στις διαπραγματεύσεις και θα μπορούσε να διεκδικήσει τα εδάφη που την ενδιέφεραν. Αν και μακεδονομάχος, ο Κορομηλάς δεν είχε ενδοιασμούς στην προσέγγιση με τους Σλάβους των Βαλκανίων. Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλα κορυφαία στελέχη (όπως ο Γεώργιος Στρέιτ, επίσης μνηστήρας για τη θέση του υπουργού των Εξωτερικών), δεν είχε δισταγμούς για τον επιθετικό χαρακτήρα τμημάτων της συμφωνίας που συνάφθηκε με τη Βουλγαρία. Ήταν, όμως, γνωστός για την αντιβουλγαρική του δράση κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και ο Βενιζέλος προτίμησε να καθυστερήσει τον επίσημο διορισμό του, μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τη Σόφια. Στο ενδιάμεσο, ωστόσο, ο Κορομηλάς επόπτευε τις συνομιλίες και καθοδηγούσε τους υφισταμένους του. Οι επίπονες διαπραγματεύσεις τελεσφόρησαν τον Ιούνιο του 1912, με την Ελλάδα να γίνεται μέλος της συμμαχίας Σερβίας-Βουλγαρίας. Έναν μήνα νωρίτερα ο μέχρι πρότινος υπουργός Οικονομικών ανέλαβε επισήμως το υπουργείο των Εξωτερικών. Λίγους μήνες αργότερα, ο Κορομηλάς κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα ακόμη δύσκολο ζήτημα: τη διαχείριση της νίκης. Στο εγχείρημα αυτό, αποδείχθηκε βαθύς γνώστης των ευρωπαϊκών πραγμάτων και σε πολλές περιπτώσεις οι υπολογισμοί του αποδείχθηκαν σωστοί και επικερδείς για τη χώρα.

Ως υπουργός διοικούσε το χαρτοφυλάκιό του εν πολλοίς όπως και το προξενείο του στη Μακεδονία: επέβαλλε μια συγκεντρωτική διοίκηση και εποπτεία των πάντων. Στην άσκηση των καθηκόντων του ήταν αποφασιστικός, «αυθόρμητος» και ανυπόμονος. Το αποτέλεσμα ήταν συχνά να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες προκειμένου να φέρει τους εμπλεκομένους προ τετελεσμένων για να εκβιάσει άμεσα κέρδη. Η τακτική αυτή, όμως, μπορεί να ήταν κατάλληλη για τη διεξαγωγή του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής στερούσε τη δυνατότητα μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και μπορούσε να καταστεί προβληματική. Συχνά, ο Κορομηλάς, απορροφημένος από τα ζητήματα της στιγμής, έχανε την ευρύτερη εικόνα. Άμεση συνέπεια ήταν οι συνεχείς συγκρούσεις με τον Βενιζέλο. Αν και λιγότερο έμπειρος, ο Κρητικός πρωθυπουργός ήταν πιο οξυδερκής και είχε την ευελιξία να δεχτεί πρόσκαιρες τακτικές υποχωρήσεις, προκειμένου να πετύχει μακροπρόθεσμες στρατηγικές νίκες. Στις διαφωνίες αυτές, ο Κορομηλάς τελικά υποχωρούσε, υποκύπτοντας στις προσταγές του Βενιζέλου και στην προοπτική να βρεθεί εκτός κυβέρνησης.
Αν και το συμφέρον της χώρας ήταν η κοινή αφετηρία, με τον Βενιζέλο τον χώριζαν και ζητήματα πεποιθήσεων, κυρίως ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα έπρεπε να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της. Ο Βενιζέλος προτιμούσε να επιλύει τις κρίσεις με τη διπλωματία, αξιοποιώντας τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ως εργαλείο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Ο Κορομηλάς επιχειρηματολογούσε υπέρ του αντίθετου. Για τον πρώην μακεδονομάχο, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν η κύρια μέθοδος επίλυσης των διακρατικών διαφορών. Η διπλωματία αποτελούσε την αποσαφήνιση τετελεσμένων στο πεδίο της μάχης. Η σημαντικότερη, ωστόσο, διαφωνία ανάμεσα στον Κορομηλά και τον Βενιζέλο αφορούσε τον ρόλο των Μεγάλων ∆υνάμεων. Ο πρωθυπουργός επεδίωκε στις κινήσεις του να έχει την αποδοχή και την εύνοιά τους, ώστε να κατοχυρώνει αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα. Αντίθετα, ο Κορομηλάς τις περιφρονούσε απροκάλυπτα. Τη στάση αυτή φρόντιζε να επιδεικνύει τακτικότατα στους αντιπροσώπους τους, προκαλώντας συχνά αμηχανία τόσο στον Βενιζέλο όσο και στους υφισταμένους του. Ο Κορομηλάς ήταν πεπεισμένος ότι οι λύσεις στα εθνικά ζητήματα έπρεπε να επιτευχθούν με ίδιες δυνάμεις και όχι την έξωθεν επιβολή συμφωνιών, οι οποίες, υποστήριζε, εξυπηρετούσαν συμφέροντα τρίτων και όχι εθνικά.

Αφορμή για την εκδίωξή του από το υπουργείο ήταν η περιφρονητική και άκαμπτη στάση του απέναντι στην Αυστρία. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι, με την προσφορά κατάλληλων ανταλλαγμάτων στη Βιέννη, μπορούσε να εξασφαλίσει τη στήριξή της στο βορειοηπειρωτικό ζήτημα και την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης (την οποία εποφθαλμιούσαν και οι Αυστριακοί) στην Ελλάδα, μετά την κατάκτηση της πόλης τον Οκτώβριο του 1912. Αντίθετα, ο Κορομηλάς θεωρούσε ότι το θέμα θα λυνόταν σε συνεννόηση με τη Σερβία και με τη στάση του εμπόδιζε τις διαπραγματεύσεις με την Αυστρία. Το αποτέλεσμα ήταν ο Βενιζέλος να φτάσει στο σημείο να ξεκαθαρίσει στον πρεσβευτή της Αυστρίας ότι οι δηλώσεις του υπουργού του δεν αντιπροσώπευαν τον ίδιο. Αισίως, στις 18 Αυγούστου του 1913 ο Κορομηλάς απομακρύνθηκε από τα καθήκοντά του και διορίστηκε πρέσβης της Ελλάδας στην Ιταλία. Την επόμενη, στις 19 Αυγούστου 1913, σε μια αποτίμηση του έργου του, η εφημερίδα Εστία έγραψε: «Ο ΕΥΤΥΧΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ: Σπανίως ἴσως ὑπουργὸς, καταλείπων τὸ χαρτοφυλάκιον οἰκειοθελώς, έχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπισκοπήσῃ τὸ ἔργον του μὲ ὅσην ὑπερηφάνειαν ἡμπορεῖ νὰ τὸ κάμη ὁ κ. Κορομηλάς. Ὁ ὀξὺς, ὁ ὁρμητικός, ὁ ἐνθουσιώδης, ὁ ἀκράτητος, ὁ αἰσιόδοξος αὐτὸς ἄνθρωπος, ὁ κατορθώσας νὰ συνδυάσῃ τὸν ἀλίγυστον ἀτομικόν του χαρακτῆρα πρὸς τὴν ὑποχρεωτικὴν εὐκαμψίαν τοῦ διπλωμάτου, υποτάξας συχνότατα τὴν δευτέραν εἰς τὸν πρῶτον, ἀφίνει οπίσω του ὀγκώδη ἐργασίαν, ἀποτελοῦσαν φωτεινοτάτας σελίδας τῆς Ἱστορίας τοῦ «Έθνους…».
Σε λεπτές ισορροπίες: πρέσβης στην Ιταλία
Η δύσκολη προώθηση των εθνικών συμφερόντων.
Η θητεία του πρέσβη της Ελλάδας στην Ιταλία ήταν η μακροβιότερη δημόσια θέση στην οποία υπηρέτησε ο Λάμπρος Κορομηλάς. Εκεί παρέμεινε για σχεδόν επτά χρόνια, από το 1913 έως και το 1920. Με τη μετάθεση αυτή, ο πρώην υπουργός περνούσε ουσιαστικά από την κεντρική πολιτική σκηνή στη δευτερεύουσα. Ωστόσο, η «περιφερειακή» αυτή θέση ήταν βαρύνουσας σημασίας. Η Ιταλία ήταν μία από τις Μεγάλες ∆υνάμεις της εποχής και η χρηστή διαχείριση των διμερών σχέσεων μπορούσε να εξυπηρετήσει με τρόπο ουσιαστικό τα συμφέροντα της Ελλάδας.
Την περίοδο εκείνη, οι σχέσεις Ελλάδας-Ιταλίας ήταν τεταμένες. Η ελληνική Μεγάλη Ιδέα και η ιταλική επεκτατική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο βρέθηκαν πολλές φορές σε τροχιά σύγκρουσης και τα μέτωπα, εξαιτίας των Βαλκανικών Πολέμων, ήταν ακόμη ανοιχτά. Αθήνα και Ρώμη είχαν ανοιχτά μέτωπα σε Βόρεια Ήπειρο, Νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου και ∆ωδεκάνησα. Ακριβώς, όμως, λόγω των διαρκώς μεταβαλλόμενων διεθνών συσχετισμών και των δικών της επιδιώξεων, υπήρχε χώρος για διαπραγματεύσεις και η Ιταλία μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη, αν και πρόσκαιρη, σύμμαχος της Ελλάδας.

Συνεπώς, η επιλογή του Κορομηλά για τη θέση αυτή δεν ήταν τυχαία. Ο ίδιος ευνοούσε την προσέγγιση της Ιταλίας, αντί της Αυστρίας, σε ό,τι αφορούσε το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου και οι σχέσεις του με τους Ιταλούς άφηναν περιθώρια για μια πιο ευνοϊκή στάση της Ρώμης. Ταυτόχρονα, αυτή ακριβώς η επαμφοτερίζουσα πολιτική της Ιταλίας απέναντι στην Αθήνα απαιτούσε την αποστολή ενός έμπειρου διπλωμάτη, ικανού να διαχειριστεί και να προσαρμοστεί άμεσα στις απαιτήσεις της στιγμής, δεξιότητες που ο Κορομηλάς είχε επιδείξει τακτικά στο παρελθόν. Έτσι, από την πρώτη στιγμή της εγκατάστασής του στη Ρώμη, η ιταλική κυβέρνηση συνομιλούσε τακτικότατα με τον Έλληνα πρέσβη αναφορικά με τις κινήσεις και τις προθέσεις της Αθήνας στην Αλβανία και αλλού. Από τις επιστολές που σώζονται στα ιταλικά αρχεία, φαίνεται ότι ο Κορομηλάς με επιδεξιότητα προσπαθούσε να διαψεύσει ειδήσεις και να διασκεδάσει τις εντυπώσεις για τις ενέργειες των Ελλήνων στη Βόρεια Ήπειρο, να κερδίσει χρόνο, ενώ άλλες φορές απολογούνταν ή μιλούσε με κάθε επισημότητα και εγκαρδιότητα για την ανάγκη εξεύρεσης κοινής λύσης στα ζητήματα που απασχολούσαν τις δύο χώρες.
Ωστόσο, το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και η ασαφής στάση, τόσο της Ιταλίας (μέχρι το 1915) όσο και της Ελλάδας (μέχρι το 1917), έθεσε τις σχέσεις των δύο χωρών, αλλά και τη θέση του ίδιου του Κορομηλά, σε νέο πλαίσιο. Πρώτη η Ιταλία το 1915, με τη μυστική Συνθήκη του Λονδίνου, πήρε μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (Εγκάρδια Συνεννόηση: Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία). Έτσι, ήταν μία από τις δυνάμεις που το 1916 βρέθηκαν να αντιμετωπίσουν τη διχασμένη Ελλάδα. Από τη μία πλευρά, στην Αθήνα, βρισκόταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ και η επίσημη κυβέρνηση των Αθηνών, που υποστήριζαν την ουδετερότητα (ευνοϊκή για το αντίπαλο στρατόπεδο της Αντάντ, αυτό των κεντρικών αυτοκρατοριών της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας). Από την άλλη, στη Θεσσαλονίκη δρούσε η κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας υπό τον Βενιζέλο, η οποία υποστήριζε εμπράκτως (συμμαχικά στρατεύματα βρίσκονταν ήδη στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή) τη συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Η Ιταλία βρέθηκε στην παράδοξη θέση να πρέπει να συμβάλει στη συμμόρφωση του Κωνσταντίνου Α΄, υποστηρίζοντας τον Βενιζέλο, τον οποίο όμως φοβόταν. Ο σχεδόν διπλασιασμός της Ελλάδας τα προηγούμενα χρόνια και οι επιδέξιοι διπλωματικοί χειρισμοί του Βενιζέλου τον έκαναν ανεπιθύμητη επιλογή για την Ιταλία, καθώς μπορούσε να αποδειχθεί επιβλαβής για τις ιταλικές επεκτατικές βλέψεις.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Κορομηλάς βρέθηκε να προωθεί τα εθνικά συμφέροντα με απόλυτο επαγγελματισμό και συναίσθηση των κινδύνων που αντιμετώπιζε η χώρα. Ο ίδιος ήταν ξεκάθαρος υποστηρικτής της Αντάντ. Παρ’ όλα αυτά, όταν τον Νοέμβριο του 1916 η σύγκρουση ανάμεσα στους φιλοβασιλικούς και δυνάμεις της Συνεννόησης αυξήθηκε κατακόρυφα με ανταλλαγή πυροβολισμών και νεκρούς στο Φάληρο («Νοεμβριανά»), ο Κορομηλάς δεν εγκατέλειψε τη θέση του. Σε αντίθεση με άλλους κορυφαίους διπλωμάτες και πολιτικούς της εποχής, που παραιτήθηκαν για να ενταχθούν στην κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας, εκείνος προσπάθησε να πείσει τον βασιλιά και την κυβέρνηση των Αθηνών να συνεργαστούν με τις Μεγάλες ∆υνάμεις, προκειμένου να γλιτώσουν περαιτέρω κυρώσεις και επεμβάσεις. ∆ιέβλεπε ότι η Ιταλία δεν επιθυμούσε κλιμάκωση της κατάστασης (καθώς εξοβελισμός του Κωνσταντίνου σήμαινε ενίσχυση του Βενιζέλου), και έτσι παρακάλεσε επανειλημμένα τον βασιλιά και τους συμβούλους του να εκμεταλλευτούν τη δυσαρμονία αυτή στο στρατόπεδο της Αντάντ και να συνεργαστούν για να αποφευχθούν τα χειρότερα:
Σε αντίθεση με άλλους που παραιτήθηκαν για να ενταχθούν στην κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας, εκείνος προσπάθησε να πείσει τον βασιλιά και την κυβέρνηση των Αθηνών να συνεργαστούν με τις Μεγάλες ∆υνάμεις.
«Εξ όλων των εμπιστευτικών συνομιλιών μου ενταύθα συνάγω ότι ίσως είναι ακόμη καιρός να αποτραπή ο επί της Βασιλείας και του ελληνικού λαού κρεμάμενος μέγιστος κίνδυνος εάν αντιλαμβανόμενοι πλήρως αυτόν σπεύσητε να λάβητε ριζικάς αποφάσεις ίνα επιφεληθήτε των γεννηθέντων των παρά τισι των ∆υνάμεων ενδοιασμών περί του σκοπίμου της αναμίξεως αυτών εσωτερικά υμών πράγματα…Αι κατά μέρος τμηματικαί υποχωρήσεις εν φιλικαίς συνδιαλέξεσι των εν Αθήναις αντιπροσώπων των ∆υνάμεων είναι επικίνδυνοι διότι τηρούσι διαρκώς ανοικτήν την κρίσιν. Πρέπει αντί τούτου να συγκροτηθή πρώτον πλήρως το όλον των προτάσεων υμών. Αι δε προτάσεις αύται δέον να ασφαλίσωσι όλως την στρατιωτικήν ενέργειαν των ∆υνάμεων της Συνεννοήσεως εν τη Βαλκανική και να περιλαμβάνωσι ψηλαφητάς εγγυήσεις ότι από τούδε η προς την Συνεννόησιν πολιτεία ημών θα είναι ειλικρινώς και απολύτως φιλική, άλλως ουδέν θα επιτευχθή. Σας παρακαλώ ανακοινώσατε το παρόν τη Α. Μ. τω Βασιλεί.» (για το κείμενο της επιστολής, βλ. Γιάννης Μουρέλος, Τα «Νοεμβριανά» του 1916, Από το αρχείο της Μεικτής Επιτροπής Αποζημιώσεων των θυμάτων, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2006, σσ. 32, 296)
Παρά τις προσπάθειές του, ο Κορομηλάς δεν κατάφερε να πείσει τους προϊσταμένους του. Λίγους μήνες αργότερα, η Αντάντ επενέβη, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου Α΄ από τον θρόνο και την αντικατάστασή του από τον γιο του Αλέξανδρο Α΄.
Οι σχέσεις με την Ιταλία πέρασαν σε νέα φάση. Αθήνα και Ρώμη, μετά το τέλος του πολέμου, ανήκαν στο στρατόπεδο των νικητών. Ωστόσο, τα συμφέροντά τους ήταν και πάλι ανταγωνιστικά, ειδικά σε ό,τι αφορούσε Βόρεια Ήπειρο, ∆ωδεκάνησα και Μικρά Ασία. Ο Κορομηλάς, ως όφειλε, έστελνε συνεχείς αναφορές στην Αθήνα για την ιταλική πολιτική και τη στάση της κοινής γνώμης και του Τύπου. Ταυτόχρονα, μετείχε και στα συνέδρια ειρήνης στο Παρίσι, ως σύμβουλος και αντιπρόσωπος, συνοδεύοντας τον Βενιζέλο (1918-1919).

Παρά τη σύγκρουση συμφερόντων με τη Ρώμη, ο Κορομηλάς διατηρούσε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας, ώστε να διερευνηθεί το ενδεχόμενο εξεύρεσης κοινών συμφερόντων. Τελικά, στις 29 Ιουλίου 1919, ο Βενιζέλος υπέγραψε με τον Ιταλό υπουργό των Εξωτερικών τη λεγόμενη «Συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι», με την οποία οι δύο χώρες συμφώνησαν ως προς τα παραχωρούμενα εδάφη και τις ζώνες επιρροής. Έναν χρόνο αργότερα, στην Ιταλία μεσολάβησε κυβερνητική αλλαγή, για την οποία ο Κορομηλάς προμήνυε ότι δεν θα έχει θετικό αντίκτυπο για την Ελλάδα. Πράγματι, η νέα κυβέρνηση της Ιταλίας ακύρωσε τη συμφωνία με τον Βενιζέλο, με τον Κορομηλά να μεταφέρει τις ειδήσεις στον Έλληνα πρωθυπουργό.
Αυτή ήταν και μία από τις τελευταίες πράξεις του Κορομηλά στη Ρώμη. Έπειτα από επτά χρόνια επίπονης παραμονής και πολύτιμης προσφοράς, η θητεία του έληξε, με αποτέλεσμα την αποχώρησή του από την αιώνια πόλη.


