Eνας χρόνος έχει περάσει από τον θάνατο του Χένρι Κίσινγκερ, όμως ο Τόμας Aλαν Σβαρτς δεν έχει χάσει το ενδιαφέρον του για τον βίο και κυρίως την πολιτεία του αμφιλεγόμενου πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ. Την κατέγραψε εξάλλου στο βιβλίο «Henry Kissinger and American Power: A Political Biography» (εκδ. Hill and Wang, 2020) και είναι ίσως η ιδιότητα του βιογράφου που κάνει σήμερα τον Σβαρτς να αισθάνεται «εντυπωσιασμένος» από την πόλωση που ο Αμερικανός διπλωμάτης προκαλεί ακόμη και από τον άλλο κόσμο. Οι αρνητικές βέβαια αποτιμήσεις του «επάρατου» Κίσινγκερ, λέει στην «Κ» ο Σβαρτς, δεν προέρχονται μόνο από την Αριστερά, αν και εξακολουθεί να χαίρει του σεβασμού πιο θεσμικών φορέων, όπως το Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, που φέτος ίδρυσε ένα κέντρο έρευνας των διεθνών σχέσεων με το όνομά του. «Νομίζω ότι θα περάσει κάποιο διάστημα προτού τα πάθη για τον ρόλο του Κίσινγκερ καταλαγιάσουν αρκετά, ώστε να γίνει μια πιο λογική συζήτηση για τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες του», εκτιμά ο Σβαρτς. Ο ίδιος, ως εξέχων (distinguished) καθηγητής Ιστορίας, ο οποίος διδάσκει Πολιτική Επιστήμη και Ευρωπαϊκές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ στις ΗΠΑ, θα συμμετάσχει στο συνέδριο που διοργανώνει το Iδρυμα της Βουλής στις 13 και 14 Δεκεμβρίου, με θέμα τη μετάβαση της Νότιας Ευρώπης στη δημοκρατία την περίοδο 1974-1977. Η ομιλία του Aμερικανού ιστορικού έχει τίτλο «Ο Χένρι Κίσινγκερ και η κρίση στην Κύπρο: ο ρεαλισμός στην εξωτερική πολιτική και οι εσωτερικές πολιτικές της Αμερικής». Ας δούμε λοιπόν μερικές σκέψεις του για το ζήτημα.
– Ποιες διεθνείς υποθέσεις ανησυχούσαν την Ουάσιγκτον στη δεκαετία του 1970 και τι ποσοστό τους θα λέγαμε ότι αφορούσε την Ελλάδα και την Κύπρο;
– Αυτό που θα τόνιζα είναι ο βαθμός στον οποίο η εξωτερική πολιτική του Νίξον και του Κίσινγκερ περιστρεφόταν γύρω από την ιδέα της απόσυρσης των ΗΠΑ από ευρείες δεσμεύσεις και από το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης σε διάφορα μέρη του κόσμου. Η αμερικανική κοινή γνώμη ήταν πλέον αποφασιστικά αντίθετη στην έκταση που είχαν λάβει οι αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις, επομένως οι αντικειμενικοί στόχοι των ΗΠΑ ήταν πολύ πιο περιορισμένοι. Και πιστεύω ότι ο Νίξον και ο Κίσινγκερ επιδίωκαν πάνω από όλα τη διατήρηση του στάτους κβο με την έννοια που το αντιλαμβάνονταν. Οταν κοιτούσαν προς την Ελλάδα και την Κύπρο δεν ήθελαν αλλαγές που θα προκαλούσαν δυσκολίες. Και νομίζω ότι η μεγαλύτερη ανησυχία τους –στο μέτρο που πράγματι σκέφθηκαν ποτέ ιδιαίτερα την Ελλάδα και την Κύπρο, κάτι για το οποίο δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις πριν από το 1974– ήταν η διατήρηση μιας κάποιας σταθερότητας. Δεν νοιάζονταν στα αλήθεια για ζητήματα όπως η προαγωγή της δημοκρατίας, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, το τι ήταν έτοιμος να κάνει ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Ηθελαν απλώς να διατηρήσουν τη σταθερότητα στην περιοχή και να μην αποδυναμωθεί η ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ από μια σύγκρουση Ελλάδας και Τουρκίας.

– Πόσο επηρέαζε την εξωτερική τους πολιτική στη Μεσόγειο το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ;
– Είναι ενδιαφέρον το ερώτημα και έχει, βέβαια, προκαλέσει διαμάχες. Στα απομνημονεύματά του ο Κίσινγκερ υποστηρίζει ότι τα προβλήματα από το Γουότεργκεϊτ, τα οποία κατέστρεψαν τον Νίξον –ειδικά από το ξεκίνημα του 1973 μέχρι την παραίτησή του τον Αύγουστο του 1974–, αποδυνάμωσαν σοβαρά την αμερικανική εξωτερική πολιτική προκαλώντας της έναν μεγάλο αντιπερισπασμό που μείωνε την αποτελεσματικότητά της σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στη Μεσόγειο. Από εκεί και πέρα κάποιοι έχουν υποστηρίξει, όπως και εγώ στο βιβλίο μου, ότι μία από τις συνέπειες του Γουότεργκεϊτ ήταν βέβαια το ότι έδωσε στον Χένρι Κίσινγκερ σημαντική εξουσία. Τον ονομάζω «πρόεδρο της εξωτερικής πολιτικής», καθώς εκείνη την περίοδο, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, ο Κίσινγκερ ήταν ουσιαστικά ο επικεφαλής της, όσο ο Νίξον προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το σκάνδαλο. Αυτό σήμαινε ότι οι προτεραιότητες του Κίσινγκερ είχαν καθοριστεί με βάση το τι πίστευε εκείνος ότι έπρεπε να κάνει. Και νομίζω ότι κύριο μέλημά του ήταν πάντοτε ο Ψυχρός Πόλεμος και οι σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων. Η ανησυχία του για όσα προέκυπταν ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία ή στην Κύπρο ήταν σχετικά μικρή, μέχρι τουλάχιστον αυτά τα ζητήματα να επηρεάσουν κάτι μεγαλύτερο. Η συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του εκείνη την περίοδο –ήταν και σύμβουλος εθνικής ασφαλείας και υπουργός Εξωτερικών– σήμαινε ότι το εύρος της προσοχής του περιοριζόταν σε όσα τον ενδιέφεραν τη συγκεκριμένη στιγμή. Δηλαδή, όταν ξέσπασε η κρίση στην Κύπρο, στο θέμα της Μέσης Ανατολής, που τον απασχολούσε πολύ, ειδικά καθώς προσπαθούσε να επιτύχει τη σύναψη συμφωνιών απεμπλοκής μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου και Συρίας.
– Σε μια συζήτηση στις 13 Αυγούστου 1974, με τον πρόεδρο Φορντ πλέον, είπε το περίφημο «δεν υπάρχει κανένας σημαντικός αμερικανικός λόγος η Τουρκία να μην κατέχει το ένα τρίτο της Κύπρου». Είπε όμως και ότι «προσπαθούμε να σώσουμε (bail out) την κατάσταση στην Κύπρο αφότου βγήκε εκτός ελέγχου. Οι Βρετανοί τα έχουν κάνει μαντάρα». Αραγε λοιπόν τον καθοδηγούσε εξαρχής η ρεαλπολιτίκ; Ή ακόμη και εκείνος πίστευε ότι η περίπτωση της Κύπρου ήταν ήδη δύσκολη;
– Αυτό που μας δείχνουν εκείνες οι συνομιλίες είναι το πόσο ο Κίσινγκερ είχε βυθιστεί στην ίδια τη γεωπολιτική του λογική, η οποία πάντοτε βασιζόταν σε ερωτήματα όπως «ποιο είναι το ισχυρότερο κράτος με το οποίο μπορούμε να συμμαχήσουμε», «τι έχει μεγαλύτερη σημασία για τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα» κ.λπ. Ηταν μια αρκετά στενόμυαλη αντίληψη των αμερικανικών συμφερόντων –η ιδέα ότι «δεν υπάρχει κανένας σημαντικός αμερικανικός λόγος η Τουρκία να μην κατέχει…»–, ένας παρωπιδικός τρόπος να δει κανείς το όλο ζήτημα. Δεν θα έλεγα ότι ήταν λάθος, γιατί οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν θα πίστευαν στα αλήθεια ότι οι διευθετήσεις στην Κύπρο θα επηρέαζαν ιδιαίτερα τις ΗΠΑ. Νομίζω όμως ότι υποτιμήθηκε ο βαθμός στον οποίο οι εξελίξεις θα μπορούσαν να ερεθίσουν την κοινή γνώμη, ιδίως αν θεωρούνταν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εθνοκάθαρση, πράγματα δηλαδή που όντως συνέβησαν στην Κύπρο και τα οποία θα είχαν κάποιον αντίκτυπο στην εικόνα του Κίσινγκερ και της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μεσόγειο. Νομίζω ότι οι φράσεις που παραθέσατε δείχνουν τον βαθμό στον οποίο Κίσινγκερ, προερχόμενος από τις διπλωματικές επιτυχίες του στη Μέση Ανατολή, έβλεπε στην Κύπρο ουσιαστικά μια κατάσταση lose-lose. Είπε στον Τζέραλντ Φορντ ότι η Τουρκία ήταν σημαντικότερη για τις ΗΠΑ, χωρίς να τον προϊδεάσει για το μέγεθος των πολιτικών δυσκολιών που αυτό θα προκαλούσε. Ηταν μία από τις περιπτώσεις που ο Κίσινγκερ είχε επηρεαστεί από τον ίδιο τον συγκεντρωτισμό του και ενδιαφερόταν μόνο για το ζήτημα που είχε μπροστά του εκείνη τη στιγμή. Τόσο ώστε πραγματικά δεν κατάλαβε ή δεν αναγνώρισε ορισμένες από τις πολιτικές πτυχές της κατάστασης στην Κύπρο, ώσπου ήταν πολύ αργά.
– Γιατί είχε αρνηθεί να συναντηθεί με τον εξόριστο Κωνσταντίνο Καραμανλή στο Παρίσι; Προτιμούσε άλλον ηγέτη για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα;
– Δεν τον είχα ρωτήσει ειδικά γι’ αυτό το θέμα, το οποίο εμφανίζεται σπάνια και σε άλλες βιογραφίες του, μέσω των λίγων δημοσιογράφων που το έθιγαν εκείνη την εποχή. Στα απομνημονεύματά του ο Κίσινγκερ είναι κάπως απαξιωτικός για τον Καραμανλή, με τον οποίο είχε όντως συναντηθεί στο Παρίσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ή στις αρχές του 1970, σε κάποια κοινωνική περίσταση, προτού προκύψει ζήτημα επιστροφής του. Τον περιγράφει ως ματαιόδοξο και κάπως αποκομμένο από όσα συνέβαιναν στην ίδια του τη χώρα, χαρακτηριστικά που ο Κίσινγκερ αναγνώριζε συχνά στους εξόριστους πολιτικούς, οι οποίοι ουσιαστικά έχαναν επαφή με τις εξελίξεις. Το γεγονός ότι δεν συναντήθηκε μαζί του στη συνέχεια ή ότι δεν αντιλήφθηκε πως ο Καραμανλής θα επέστρεφε στην εξουσία είναι ενδεικτικό μιας σχετικής έλλειψης ενδιαφέροντος του Κίσινγκερ για δημοκράτες ηγέτες σε καταστάσεις στις οποίες νόμιζε ότι οι χώρες δεν θα ζούσαν τη μετάβαση στη δημοκρατία και ότι εκείνος θα είχε απέναντί του αυταρχικές φιγούρες. Υπό αυτή την έννοια νομίζω ότι απέρριψε τον Καραμανλή ως αναποτελεσματικό, επομένως τον υποτίμησε σε αυτό το ζήτημα. Και αυτό ήταν χαρακτηριστικό της τάσης του Κίσινγκερ να δείχνει, θα λέγαμε, μικρότερη αφοσίωση σε δημοκρατικούς θεσμούς και εξελίξεις.
Η ρητορική της κυβέρνησης Τραμπ θα είναι πολύ εθνικιστική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα ανησυχούν για τον διεθνή αντίκτυπο των ενεργειών της Αμερικής.
– Τι πρέπει να έχουμε κατά νου για να κατανοήσουμε την αμερικανική εξωτερική πολιτική σήμερα;
– Πιστεύω ότι ιδιαίτερα οι Ευρωπαίοι θα αναστατωθούν λίγο με τη ρητορική που θα επιλέγει πλέον Ουάσιγκτον. Μία από τις προφυλάξεις που θα πρότεινα στους περισσότερους Ευρωπαίους παρατηρητές είναι να εξετάζουν κυρίως τις πράξεις. Η ρητορική της κυβέρνησης Τραμπ θα είναι πολύ εθνικιστική, ο ίδιος ο Τραμπ και οι σύμβουλοί του θα μιλούν με εθνικιστικούς όρους. Θα λένε για την Αμερική που προηγείται όλων, για τα αμερικανικά συμφέροντα, ότι «δεν υπάρχει κανένας σημαντικός αμερικανικός λόγος για τον οποίο θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η Κύπρος». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα ανησυχούν για τον διεθνή αντίκτυπο των ενεργειών της Αμερικής. Ο Μάρκο Ρούμπιο, ο οποίος θα γίνει υπουργός Εξωτερικών, και ο Μάικ Γουόλτς, που θα είναι σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, ενδιαφέρονται έντονα για την επίτευξη της ειρήνης μέσω της ισχύος και θέλουν να δουν τις ΗΠΑ να ορθώνουν το ανάστημά τους απέναντι σε διάφορους επιτιθέμενους ανά τον κόσμο και ειδικά απέναντι σε αυτόν τον νέο άξονα αντίστασης της Ρωσίας, του Ιράν, της Κίνας και της Βόρειας Κορέας. Πιστεύω λοιπόν ότι θα δούμε κάποιες ενέργειες. Και θα έχει ενδιαφέρον να μάθουμε τι είδους λύση θα βρουν για την Ουκρανία και αν θα μπορέσουν όντως να τερματίσουν τον πόλεμο με τρόπο που να διαφυλάττει αν όχι όλη την επικράτειά της, τουλάχιστον την εθνική κυριαρχία της.
H διάλεξη του κ. Τόμας Σβαρτς «Henry Kissinger and the Cyprus crisis: foreign policy realism and American domestic policies» θα γίνει το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου στο πλαίσιο του συνεδρίου «Global Crisis and Democratic Transition in Southern Europe: a Political History» στη Βουλή των Ελλήνων (13-15/12).
Κεντρική φωτογραφία: O Χένρι Κίσινγκερ με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στη Λευκωσία, στις 7 Μαΐου 1974. Είναι ακόμη η εποχή που, κατά τον Τόμας Αλαν Σβαρτς, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ δεν ανησυχούσε ιδιαιτέρως για όσα συνέβαιναν στην περιοχή μας. «Η συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του –ήταν και σύμβουλος εθνικής ασφαλείας– σήμαινε ότι το εύρος της προσοχής του περιοριζόταν σε όσα τον ενδιέφεραν εκείνη τη στιγμή». [A.P. Photo]

