Στις 9 Δεκεμβρίου 1992, οι πρώτοι Αμερικανοί πεζοναύτες βγήκαν στην ξηρά, στο Μογκαντίσου της Σομαλίας. Δεν συναντήθηκαν, όμως, με μια εχθρική δύναμη αλλά με μια μεγάλη ομάδα περίπου 400 δημοσιογράφων από όλον τον κόσμο, στο πλαίσιο αυτού που μερικές φορές έχει περιγραφεί ως «η εισβολή με τη μεγαλύτερη δημοσιογραφική κάλυψη όλων των εποχών». Επρόκειτο για την επίσημη έναρξη της Επιχείρησης «Αποκατάσταση της Ελπίδας», μιας στρατιωτικής επέμβασης η οποία διεξήχθη από την Ενιαία Δύναμη Δράσης (Unified Task Force, UNITAF), υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και υπό τη σημαία των Ηνωμένων Εθνών.
Η Σομαλία εκείνη την εποχή βρισκόταν στο χείλος της κατάρρευσης. Ενας καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος και ένας σαρωτικός λιμός είχαν αφήσει εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια άλλους κατοίκους της σε κίνδυνο. Η είσοδος της χώρας σε συνθήκες αναρχίας ξεκίνησε το 1991, μετά την εκδίωξη του δικτάτορα Μοχάμεντ Σιάντ Μπαρέ. Η κατάρρευση του καθεστώτος άφησε ένα κενό εξουσίας που γρήγορα μετατράπηκε σε ανοιχτό πεδίο μάχης για πολέμαρχους, οι οποίοι ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της χώρας. Μέσα σε αυτό το χάος, η πείνα, επιδεινούμενη από τις λεηλασίες και τις συγκρούσεις που κατέστησαν σχεδόν αδύνατη την παροχή βοήθειας, σάρωνε τη χώρα. Μέχρι τα τέλη του 1992, πάνω από 300.000 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους λόγω πείνας και ασθενειών, ενώ εκατομμύρια άλλοι αντιμετώπιζαν την ίδια ζοφερή μοίρα.
Η αρχική ειρηνευτική αποστολή του ΟΗΕ είχε αποδειχθεί ανίκανη να περιορίσει τη βία.
Η αρχική ειρηνευτική αποστολή του ΟΗΕ, η «UNOSOM I», είχε αποδειχθεί ανίκανη να περιορίσει τη βία και να προστατεύσει τις ανθρωπιστικές προσπάθειες. Ενοπλοι πλιατσικολόγοι και πολιτοφύλακες κατέστησαν επικίνδυνη την παράδοση τροφίμων και ιατρικών προμηθειών, γεγονός που ώθησε τη διεθνή κοινότητα να αναζητήσει μια πιο δυναμική παρέμβαση. Σε απάντηση, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το Ψήφισμα 794, με το οποίο ενέκρινε την ανάπτυξη πολυεθνικής δύναμης για τη διασφάλιση των επιχειρήσεων ανθρωπιστικής βοήθειας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο, ανέλαβαν την ηγεσία, συγκεντρώνοντας έναν συνασπισμό περισσότερων από 20 χωρών στο πλαίσιο της UNITAF.
Στις 9 Δεκεμβρίου, το πρώτο κύμα περίπου 1.800 Αμερικανών πεζοναυτών έφτασε στο Μογκαντίσου, εξασφαλίζοντας γρήγορα τον έλεγχο του αεροδρομίου και του λιμανιού της πόλης – ζωτικών πυλών για τη διεθνή βοήθεια. Μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, είχαν αποβιβαστεί επιπλέον δυνάμεις, δημιουργώντας ένα στήριγμα για την ευρύτερη επιχείρηση που θα ακολουθούσε. Αυτό σηματοδότησε μια αλλαγή στη διεθνή αντίδραση στη Σομαλία: από την προσεκτική διασφάλιση της ειρήνης χωρίς τη χρήση βαρέων όπλων περνούσαμε σε μια ισχυρή στρατιωτική προσπάθεια η οποία αποσκοπoύσε στην επιβολή της σταθερότητας.
Τις πρώτες ημέρες της επιχείρησης «Αποκατάσταση της ελπίδας», η UNITAF επέκτεινε την παρουσία της σε περιοχές που μαστίζονταν από την πείνα, όπως η Μπαϊντόα και το Κισμάγιο. Με περισσότερους από 37.000 στρατιώτες –25.000 από αυτούς Αμερικανοί–, η αποστολή είχε ως στόχο να δημιουργήσει «ζώνες ασφαλείας» απ’ όπου θα μπορούσε να διοχετεύεται με ασφάλεια η ανθρωπιστική βοήθεια. Επιπλέον, οι δυνάμεις της UNITAF είχαν την εξουσία να αντιμετωπίζουν πολιτοφυλακές, να διαλύουν οδοφράγματα και να χρησιμοποιούν βία όταν κρινόταν απαραίτητο για την επίτευξη των στόχων τους.
Η εισροή στρατευμάτων και πόρων επέτρεψε στις οργανώσεις βοήθειας να διανείμουν τρόφιμα και ιατροφαρμακευτικό υλικό.
Κατά τους πρώτους μήνες της, η επιχείρηση «Αποκατάσταση της ελπίδας» θεωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό επιτυχής. Η εισροή στρατευμάτων και πόρων σταθεροποίησε βασικές περιοχές, επιτρέποντας στις οργανώσεις βοήθειας να διανείμουν τρόφιμα και ιατροφαρμακευτικό υλικό σε περιοχές που προηγουμένως δεν ήταν προσβάσιμες. Τα ποσοστά υποσιτισμού μειώθηκαν κατακόρυφα και ο λιμός ανακουφίστηκε. Η παρουσία της UNITAF απέτρεψε επίσης πολλές πολιτοφυλακές από το να εμπλακούν σε ευθείες συγκρούσεις, δημιουργώντας μια επίφαση τάξης στις ζώνες που έλεγχε.
Ωστόσο, οι περιορισμοί της αποστολής έγιναν γρήγορα εμφανείς. Οι διεθνείς δυνάμεις επιχειρούσαν σε ένα περιβάλλον γεμάτο πολιτισμικές διαφορές και δυσπιστία και με μεταβαλλόμενη ισορροπία μεταξύ των σομαλικών φατριών. Ορισμένοι τοπικοί ηγέτες θεώρησαν ότι οι ενέργειες της UNITAF διακρίνονταν από προνομιακή αντιμετώπιση αντίπαλων ομάδων, με αποτέλεσμα περαιτέρω τις διαιρέσεις. Επιπλέον, το πεδίο εφαρμογής της αποστολής παρέμεινε στενά εστιασμένο στην ανθρωπιστική βοήθεια· δεν εμπλεκόταν, δηλαδή, στα βαθύτερα πολιτικά ζητήματα που βρίσκονταν στην καρδιά της κρίσης της Σομαλίας.

Τον Μάιο του 1993, την ηγεσία της Επιχείρησης «Αποκατάσταση της Ελπίδας» ανέλαβε ο ΟΗΕ, μετονομάζοντάς την σε «UNOSOM II». Η επιχείρηση αυτή αποσκοπούσε στην ανασυγκρότηση των σωμάτων διακυβέρνησης της Σομαλίας και στον αφοπλισμό των πολιτοφυλακών. Η απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων, ωστόσο, άφησε τα εναπομείναντα στρατεύματα ευάλωτα, με συνέπεια την αναζωπύρωση της βίας. Αποκορύφωμά της ήταν η Μάχη του Μογκαντίσου, τον Οκτώβριο του 1993, όπου 18 Αμερικανοί στρατιώτες και εκατοντάδες Σομαλοί σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια μιας προσπάθειας σύλληψης ενός ισχυρού πολέμαρχου. Οι εικόνες της μάχης συγκλόνισαν τον κόσμο και οδήγησαν σε επαναξιολόγηση του ρόλου των ΗΠΑ στη Σομαλία.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

