«Και συμβαίνει, αληθινά, η δημοκρατία την οποίαν η ιστορική στιγμή ζητάει σήμερα για τον ελληνικό λαό, να είναι η πλατύτερη που μπορούμε να φαντασθούμε. […] Αυτή την πραγματική πολιτική και κοινωνική δημοκρατία, αυτή την πραγματική οικονομική δημοκρατία ζητάει η παρούσα στιγμή της ελληνικής ζωής κι αυτήν αν ενσαρκώση η πολιτειακή μας μεταβολή θα αποκτήση το βάθος εκείνο που θα την κάνη να έχη την ουσιαστικήν της σημασία. Στη διαδοχή των αιώνων εκείνες οι μεταβολές των θεσμών εστάθηκαν σημαντικές και εδημιούργησαν ιστορικό σταθμό, όσες ανέβασαν το επίπεδον της ομαδικής ζωής.
»Η ελευθερία και η ισότης του Έλληνος σέρνονται στο καταγώγιο της κρατικής και πολιτικής καπηλείας, χωρίς μία αχτίδα αληθινής στοργής να χαϊδέψη ποτέ την ασθενική τους φυσιογνωμία. Ο αέρας της ελληνικής δημοκρατίας πρέπει να ζωντανέψη τα στοιχειώδη αυτά πολιτικά αποκτήματα του ανθρώπου και να μεστώση την υπόστασί τους. […] Η δημοκρατική ιδέα πρέπει να γιατρέψη και την αρρωστημένη μας πολιτική ζωή και ν’ ανεβάση τον τόνο της στο επίπεδο τουλάχιστο της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας» (από το άρθρο «∆ημοκρατία» του καθηγητή Αλεξάνδρου Σβώλου, το οποίο δημοσιεύθηκε σε αθηναϊκή εφημερίδα το 1925, στην πρώτη επέτειο της ίδρυσης της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας στην Ελλάδα). Στις επόμενες σελίδες θα παρακολουθήσουμε τα βήματα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ενός ανθρώπου που έθεσε ως σκοπό της πολιτικής πράξης την αλλαγή του κόσμου, όχι τη συντήρησή της, και αγωνίστηκε για τη δημοκρατία με όλο του το είναι.
Η διαδρομή του
Μια πολυκύμαντη σταδιοδρομία.
Εμβριθής οικονομολόγος, ρηξικέλευθος κοινωνικός αναμορφωτής, πιστός και ακραιφνής δημοκράτης, δαμαστής των αγαθών του πνεύματος και ευαίσθητος στις αξίες της τέχνης, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου υπήρξε ένας από τους πιο φημισμένους προοδευτικούς, τίμιους, μαχητικούς πολιτικούς άνδρες της ιστορίας μας, με πολυκύμαντη σταδιοδρομία. Από τους λίγους που ήξεραν και είχαν την υπερηφάνεια να πεθάνουν με χέρια λευκά, πένητες…
Γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1876, στην Τρίπολη της Αρκαδίας. Οι γονείς του κατάγονταν από το γειτονικό χωριό Λεβίδι. Ο πατέρας του, Παναγιώτης, ήταν φιλόλογος και χρημάτισε γυμνασιάρχης, τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας, πρόεδρος του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων και βουλευτής. Υπήρξε άνθρωπος με ισχυρά πνευματικά ενδιαφέροντα, τα οποία αποτυπώθηκαν και στην πλούσια ιστορική και φιλοσοφική βιβλιοθήκη που κληροδότησε στον γιο του.
Μητέρα του ήταν η Μαριγώ, θυγατέρα Κων. Ρογάρη-Αποστολοπούλου, δημάρχου Λεβιδίου, με τέσσερις αδελφούς επιστήμονες και πολιτικούς. Από αυτούς, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σκέψης του Παπαναστασίου έπαιξε ο πληθωρικός Ιωάννης Αποστολόπουλος, διευθυντής της Γεωργικής Σχολής Τίρυνθος, εκδότης, δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Αδελφή του η Αριστοβούλη, σύζυγος του ναυάρχου Βικέντιου Λοπρέστη.
Για την καταγωγή του γράφει ο ίδιος σε επιστολή του: «∆εν είναι υπερβολή αν ειπώ ότι η πολιτική μου σκέψη και η πολιτική μου αντίληψη θα ήταν φτωχότερες, αν έλειπε αυτός ο στενός σύνδεσμος και η στενή επαφή με τον λαό της Αρκαδίας…».

Τα πρώτα του χρόνια τα έζησε στην Καλαμάτα, στον Πειραιά και στην Αθήνα (από το 1890), όπου φοίτησε διαδοχικά σε σχολεία της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τον ίδιο, «ήτο εκ των καλών. όχι εκ των αρίστων μαθητών». Από το 1903 η πατρική του οικογένεια και ο ίδιος μέχρι τον θάνατό του έμειναν με νοίκι στο τρίτο πάτωμα σπιτιού στη γωνία Σόλωνος και Πινδάρου 11Β.
Γόνος της ανερχόμενης απαίτησης του τέλους του 19ου αιώνα για αστικό ορθολογισμό της νεοελληνικής κοινωνίας, σπούδασε νομικά στην τελματωμένη πραγματικότητα της πρωτεύουσας. Σε μια εποχή που όλα γύρω του έδειχναν την αποτυχία των νέων αστικών στρωμάτων να διαχειρισθούν το γίγνεσθαι αυτού του τόπου.
Πήρε πτυχίο με άριστα, ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Νομικής και το 1901 πήρε άδεια δικηγόρου. Μιλούσε και έγραφε γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά.
Η Νομική όμως δεν τον ικανοποιούσε. «∆εν έδιδε την εξήγησιν των σχέσεων, των κοινωνικών φαινομένων που ερύθμιζε…» Στις αρχές του 1902 μετέβη στη Γερμανία, όπου, έως το φθινόπωρο του 1905 ακολούθησε σπουδές πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών επιστημών και φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου· σε μια χώρα με ραγδαία γιγάντωση της εργατικής της τάξης και μεγάλη παράδοση στο εργατικό κίνημα και στις συνδικαλιστικές και πολιτικές του εκφράσεις.
Από μαρτυρίες για τη συμπεριφορά και την εμφάνισή του, φαίνεται πως τον διέκρινε μποεμισμός ασυνήθιστος στους ελληνικούς κύκλους του Βερολίνου. «Ένας διαφορετικός τύπος, απλός, κυματίζουσα κόμη, κόκκινη γραβάτα, εντελώς ξυρισμένο πρόσωπο, δύο φωτερά μάτια, ένα ελαφρό μειδίαμα, μικρή κλίση της κεφαλής, ένα γοητευτικό σύνολο που μου έκαμε ξεχωριστή εντύπωσι. […] Η πρόσχαρη αυτή φυσιογνωμία δεν ήλλαξε καθ’ όλην την ζωήν του και τόσον συνετέλεσεν εις το να συγκεντρώνη την αγάπη και την συμπάθεια, ιδία των νέων ανθρώπων», περιγράφει την πρώτη τους συνάντηση τα Χριστούγεννα του 1903 ο συσπουδαστής του Κ. Τριανταφυλλόπουλος, με τον οποίο τον συνέδεε αδιατάρακτος φιλία σε όλη τους τη ζωή.
Συνέχισε τις σπουδές του στο Λονδίνο και το Παρίσι μέχρι το 1907, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα, αναμείχθηκε στην ανορθωτική ζύμωση και στράφηκε κατά των παλαιών προσωπικών πολιτικών κομμάτων, που τα θεωρούσε υπαίτια της κακοδαιμονίας και της οπισθοδρομικότητας του τόπου. Αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1907, τον διαδέχθηκε στην ενεργό πολιτική.

Ο Παπαναστασίου ξεκίνησε ως εκφραστής και ηγέτης μιας συλλογικής προσπάθειας, της πρώτης αξιόλογης και επίμονης, που αποσκοπούσε στο να δημιουργηθεί σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην Ελλάδα. Η προσπάθεια αυτή πήρε αρχικά τη μορφή της Κοινωνιολογικής Εταιρείας, που ίδρυσε το 1908 μαζί με τους συνεργάτες του, φίλους και συσπουδαστές του στο Βερολίνο, Κωνσταντίνο Τριανταφυλλόπουλο, Θρασύβουλο Πετιμεζά, Θαλή Κουτούπη, Αλέξανδρο ∆ελμούζο, Παναγιώτη Αραβαντινό και Αλέξανδρο Μυλωνά. Συνεχίστηκε με το Λαϊκό Κόμμα το 1910, ευρύτερα γνωστό ως Κόμμα των Κοινωνιολόγων, το οποίο συγχωνεύθηκε το 1915 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1922 ανασυγκροτήθηκε με οργάνωση σύγχρονου δημοκρατικού κόμματος αρχών, με την επωνυμία ∆ημοκρατική Ένωσις και δημοσιογραφικό όργανο την εφημερίδα ∆ημοκρατία, που άρχισε να εκδίδεται στις 21 Οκτωβρίου 1923 ως εβδομαδιαία, με διευθυντή τον Σπύρο Μελά. Στο κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου της έγραφε: «Θέλομεν μιαν ∆ημοκρατίαν λευκήν, φωτεινήν, μεστήν δικαιοσύνης, φιλοκοινωνικήν, ανθρωπιστικήν […] καύχημα όλων των Ελλήνων».
Το 1926 προστέθηκε ο υπότιτλος Αγροτικόν και Εργατικόν Κόμμα, που επικράτησε οριστικά δύο χρόνια αργότερα.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 κατατάχθηκε αμέσως εθελοντής, πριν κληθεί η κλάση του, και πήρε μέρος σε πολλές μάχες (εκστρατεία της Χίου, πολιορκία Ιωαννίνων). Τα μετάλλια με τα οποία τιμήθηκε ήταν τα μόνα που έφερε στις επίσημες τελετές.
∆ιετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός, το 1924 (12 Μαρτίου – 25 Ιουλίου) και για λίγες μόνο ημέρες το 1932 (26 Μαΐου – 5 Ιουνίου), υπουργός Συγκοινωνιών (1917-1920), υπουργός Γεωργίας (1926-1928) και υπουργός Εθνικής Οικονομίας (1933), ενώ επανειλημμένως εξελέγη βουλευτής (1910, 1915, 1923, 1926, 1928, 1932, 1933, 1936).
∆εν νυμφεύθηκε ποτέ. Πέθανε τον Νοέμβριο του 1936, σε ηλικία 60 ετών, στη θερινή κατοικία του στην Εκάλη, η οποία είχε αποκτηθεί με δάνειο μόλις δύο χρόνια πριν και εξοφλήθηκε πολύ αργότερα, με αιματηρές θυσίες της αδελφής του.
Θεμελιώνοντας την κοινωνική δημοκρατία
Προοδευτισμός με προσωπική σφραγίδα.
Η Κοινωνιολογική Εταιρεία ιδρύθηκε ως σωματείο το 1908. Για τα μέλη της, γράφει ο Κ. Τριανταφυλλόπουλος, «[…] ησθάνθημεν την ανάγκην επιστημονικής ενώσεως προς καλλιέργειαν των οικονομικών και νομικών σπουδών εν Ελλάδι αφ’ ενός και αφ’ ετέρου λαϊκής διαφωτίσεως».
Και ο Σπ. Μελάς, ο οποίος παρακολούθησε ως δημοσιογράφος την πρώτη διάλεξη της Εταιρείας προς τους εργάτες του Πειραιά (εφ. Πατρίς, 16/2/1909): «Είναι νέοι σοβαροί, με ήθος εξαίρετον και μόρφωσιν σπανίαν… Ο Παπαναστασίου, ένας από τους κυριωτέρους, τον οποίον μόλις πρό τινων ημερών εγνώρισα, μου αφήκε την εντύπωσιν φυσιογνωμίας εξαιρετικής. Υπάρχει βεβαιότης ότι την φοράν αυτήν σχηματίζεται ο πρώτος σταθερός (σοσιαλιστικός) πυρήν ενεργείας, με μεγάλας ελπίδας επιτυχίας».
Η Εταιρεία ήταν ο πρώτος πολιτικός φορέας στην Ελλάδα που τοποθετήθηκε ήδη από το 1909 υπέρ της δημοτικής γλώσσας και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Η πρώτη δημόσια εκδήλωση των Κοινωνιολόγων με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου έγινε με ομαδική διαμαρτυρία υπό τον τίτλο «Η ελευθερία του λόγου», διατυπωμένη από τον ίδιο, που δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία δικηγορική εφημερίδα ∆ικαιοσύνη (24/5/1908)· αφορούσε τον ποιητή Κωστή Παλαμά, γενικό γραμματέα του Πανεπιστημίου, ο οποίος είχε κληθεί σε απολογία από τον τότε υπουργό Παιδείας επειδή έγραφε τα ποιήματά του στη δημοτική.
Στο κείμενο περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων: «Εκείνο που έπρεπε να προκαλέση σκέψεις είναι ότι τα καλύτερα πνεύματα, που εγέννησεν η νεωτέρα Ελλάς, ηκολούθησαν εις το γλωσσικόν ζήτημα διάφορον δρόμον από εκείνον τον οποίον εχάραξε το Κράτος».
Στη συνεδρίαση της 26/2/1911 της Β΄ Αναθεωρητικής Βουλής, απευθυνόμενος κυρίως προς τους βουλευτές που υποστήριζαν την καθιέρωση με συνταγματική διάταξη της καλούμενης καθαρεύουσας γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους και κατά συνέπεια της παιδείας, μεταξύ άλλων είπε: «[…] ∆ύνασθε να εκδώσετε οιασδήποτε θέλετε επιταγάς· δεν τας φοβούμαι εγώ, ο οποίος είμαι θαυμαστής της δημοτικής γλώσσης, διότι η γλώσσα είναι το κατ’ εξοχήν δημοκρατικόν άνθος της ανθρωπίνης ψυχής και δεν δέχεται κανέναν τύραννον. Ουδείς νομοθέτης δύναται να εμποδίση την εξέλιξίν της».

Για τον Παλαμά ειδικότερα, με τον οποίο συνδέθηκε στη διάρκεια του χρόνου με εκτίμηση και φιλία, θα πει σε αγόρευσή του τον Απρίλιο του 1930: «Η δημοτική γλώσσα βγαίνει από το στόμα του καθαρά, πλούσια και λάμπει μ’ όλες της τις χάρες. Για την επικράτησή της αγωνίστηκε ο Παλαμάς στην πρώτη γραμμή. Όρθιος κι αλύγιστος απέναντι στις καταδρομές του επίσημου Κράτους και του όχλου. […] Κανείς άλλος ποιητής δε χτύπησε τόσο αλύπητα τον κυριώτερο εχθρό της πνευματικής μας ζωής, τη δουλική υποταγή στην κλασσική αρχαιότητα».
Από την ιδεολογική κοίτη του «παπαναστασιακού» παρελθόντος πήγασε το 1974 η συνταγματική επιβολή της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Από την Κοινωνιολογική Εταιρεία, που έδρασε πάντα υπό τη διεύθυνσή του, με μελέτες, διαλέξεις και δημοσιεύματα κοινωνιολογικού, οικονομικού, φιλοσοφικού περιεχομένου, εκδόθηκαν δύο δημοσιογραφικά όργανα: Το ένα εβδομαδιαίο, η εκλαϊκευτική εφημερίδα Το Μέλλον, το άλλο επιστημονικό περιοδικό, η Επιθεώρησις των Κοινωνικών και Νομικών Επιστημών. Η σπουδαιότητα αυτής της επιστημονικής παραγωγής ιδιαίτερα εκτιμήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, συνδρομητή τότε από την Κρήτη.
Ο Παπαναστασίου και οι Κοινωνιολόγοι έγιναν σημαιοφόροι των δημοκρατικών ιδεωδών όχι μόνο σε πολιτικό, αλλά και σε κοινωνικό διαρθρωτικό επίπεδο, πιστεύοντας ότι «ο εργατικός αγών είναι διά την ∆ημοκρατίαν, η φωνή της συνειδήσεως, η οποία υπενθυμίζει διαρκώς πόσον ατελής είναι η ∆ημοκρατία, εφόσον δεν γίνεται αδιάκοπος […] προσπάθεια […] προς σύμπτωσιν πολιτικού, κοινωνικού και ηθικού νόμου […] με την ∆ημοκρατίαν αποδίδεται η Ελλάς εις τους Έλληνας, γιατί γι’ αυτούς η δημοκρατική ιδέα δεν έχει, δεν μπορεί να έχει τέρμα».
Απώτερη επιδίωξη της Κοινωνιολογικής Εταιρείας ήταν μια μελλοντική κοινωνία, στην οποία θα υπήρχε κοινοκτημοσύνη και διανομή των αγαθών, ανάλογα με τις ανάγκες καθενός, για ένα κοινωνικό σύστημα με απελευθέρωση των ανθρώπων. Σκοπός της Πολιτείας, κατά τον Παπαναστασίου, «είναι η δι’ όλα τα μέλη της κοινωνίας εξασφάλισις και προαγωγή εξ ίσου ευνοϊκών συνθηκών προς ανάπτυξιν της προσωπικότητός των, προκειμένου να λείψη ο διχασμός της κοινωνίας εις εκμεταλλευτάς και εκμεταλλευόμενους».
Προϋπόθεση ήταν να ιδρύσουν ένα πολιτικό κόμμα το οποίο, αντίθετα από τα υπάρχοντα, αντί να υπηρετεί την άρχουσα κεφαλαιοκρατία, θα αποσπούσε το κράτος από τον έλεγχο των αστών και βαθμηδόν θα κοινωνικοποιούσε τα μέσα παραγωγής.
Το Λαϊκό Κόμμα ήταν η πρώτη άξια λόγου πολιτική οργάνωση που τάχθηκε υπέρ των αγροτών. Το αγροτικό ζήτημα, μια μόνιμη κοινωνική πληγή που πυορροούσε ασταμάτητα, υπήρξε το προσφιλέστερο πολιτικό θέμα του Παπαναστασίου. Ένας από τους βασικότερους στόχους του ήταν η αποκατάσταση των ακτημόνων γεωργών της Θεσσαλίας.
Οι Κοινωνιολόγοι, λειτουργώντας μετά το 1910 άλλοτε ως αριστερή αντιπολίτευση και άλλοτε ως αριστερή πτέρυγα των Φιλελευθέρων, προώθησαν μεταρρυθμιστικές σοσιαλιστικές ιδέες στις λαϊκές μάζες. ∆εν κατάφεραν όμως να δημιουργήσουν ένα μαζικό κόμμα, κυρίως γιατί η ηγεμονία του Ελευθερίου Βενιζέλου δεν τους επέτρεψε να ενσωματώσουν τον πολιτικό τους λόγο στον κυρίαρχο εθνικό λόγο.

«Μίλησαν», ωστόσο, πρώτοι τη «γλώσσα» των εργατών και των αγροτών. Το κόμμα, γράφει ο Τριανταφυλλόπουλος (εφ. Ελεύθερος, 25/6/1945), «ήτο αυτοτελές και κοινώς ονομάζετο “Κόμμα των Κοινωνιολόγων”. Ούτω τους απεκάλει και ο Βενιζέλος εν τη Βουλή. Εις την ψήφισιν των αναμορφωτικών εν γένει νόμων δεν αντετίθεντο, ήσκουν όμως σφοδράν κριτικήν […] ιδίως εις το αγροτικόν και γλωσσικόν ζήτημα».
Οι Κοινωνιολόγοι έγραψαν σημαντικές σελίδες ιστορίας, όχι μόνο γιατί προώθησαν τη συζήτηση για τον σοσιαλισμό στην Ελλάδα του 1908-1912, αλλά και γιατί μετέφρασαν τις επιδιώξεις των αγροτών σε ευρύτερα καταληπτή γλώσσα και στήριξαν τις μεταρρυθμίσεις εναντίον της αντίδρασης των κτηματιών.
∆ιαβάζουμε στο άρθρο του Παπαναστασίου «Η Αρκαδία και οι Αρκάδες» (εφ. ∆ημοκρατία, 25/9/1932): «[…] στα μικρά μου χρόνια με απασχολούσε το πρόβλημα: γιατί να υπάρχουν αυτές οι διαφορές κι αυτά τα τείχη που χωρίζουν τους ανθρώπους και ποιος θα ήταν ο τρόπος που θα μπορούσε να διορθωθή αυτή η κατάσταση. Αυτά εκινούντο στο μυαλό μου πριν ακόμη διαβάσω βιβλία και πριν επηρεασθώ απ’ οποιεσδήποτε θεωρίες […] πολλές από τις πολιτικές μου σκέψεις τις απόκτησα στην Αρκαδία παρατηρώντας τη ζωή ή συζητώντας με τους ανθρώπους, γραμματισμένους ή κι απλούς γεωργούς. Έτσι από την άμεση παρατήρηση είδα πόσο βασανισμένη είναι η αγροτική ζωή, πόσο άδικα φέρνεται απέναντι του αγροτικού κόσμου το Κράτος. […] Ήταν φυσικό να μου γεννηθεί η σκέψη πως η πολιτική του Κράτους έπρεπε ν’ αλλάξη. […] Τι αξία μπορεί να έχει ο πολιτισμός αν τα αγαθά του δεν φθάνουν στις καλύβες του χωριού;».
Ο Παπαναστασίου αγωνίστηκε επίμονα και για την καθιέρωση στην Ελλάδα του θεσμού των κοινωνικών ασφαλίσεων. Μαζί με τους Κοινωνιολόγους προανήγγειλε κατά κάποιον τρόπο τις μεταρρυθμίσεις του κοινωνικού κράτους δικαίου στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, αφήνοντας για τους μεταγενέστερους ένα πολύ χρήσιμο απόθεμα πολιτικού λόγου, θεωρητικού προβληματισμού και κοινωνικών διεκδικήσεων.
Το 1909 τάχθηκε υπέρ του Κινήματος του Στρατιωτικού Συνδέσμου στου Γουδή και υπέβαλε μαζί με το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας στον αρχηγό του κινήματος, συνταγματάρχη Ν. Ζορμπά, το σημαντικότατο υπόμνημα Τι πρέπει να γίνη, που είχε συντάξει ο ίδιος, όπου αναλύεται η αισχρή και φαύλη κατάσταση που δημιουργήθηκε στον τόπο και αναφέρονται τα αναγκαία μέτρα που έπρεπε να ληφθούν.
Ο προσεκτικός ερευνητής της εποχής αυτής δεν θα βρει τίποτα προοδευτικό, πραγματικά λαϊκοδημοκρατικό και ανθρώπινο που να μη φέρει την προσωπική σφραγίδα, έμπνευση και καθοδήγηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.
Παπαναστασίου και Θεσσαλονίκη: Μια δημιουργική σχέση
Η ανοικοδόμηση του μελλοντικού «μαργαριταριού του Αιγαίου».
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ανήκει στη χορεία των ελάχιστων εκείνων πολιτικών ανδρών οι οποίοι επεσήμαναν την αποστολή που ανέκαθεν επεφύλασσε η θέση της Θεσσαλονίκης στην εθνική και κοινωνικοοικονομική πορεία του Γένους. Για την καταξίωση της αποστολής αυτής εργάσθηκε σθεναρά ο ίδιος.
Η σημαντική και πολύχρονη ιστορική συνάντησή τους αρχίζει το 1913 και τελειώνει το 1936. Στην πολυκύμαντη Ελλάδα του Μεσοπολέμου, μέσα από το έργο που αφιερώνει στην πόλη, αναδύεται το ηθικό και πνευματικό περιεχόμενο της πολιτικής σκέψης και πράξης του Παπαναστασίου.
Όλα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1913 όταν, σε ηλικία 37 ετών, φθάνει στη μόλις απελευθερωμένη πόλη, επικεφαλής κυβερνητικής επιτροπής που η αποστολή της ήταν να μελετήσει την ιδιοκτησία της γης στη Μακεδονία. Στις 30/9/1913 γράφει στη μητέρα και την αδελφή του: «Η Θεσσαλονίκη τώρα δεν έχει την ανήσυχον και πολυτάραχον όψιν των πρώτων ημερών της καταλήψεως. Απηλλάγη από την ασχημίαν των Βουλγάρων και από τον καταυλισμόν των στρατιωτών. Είναι τώρα ωραιότερη. Και όταν λέγω ωραιότερη, εννοώ μόνον την παραλιακήν οδόν, η οποία μόνη είναι ευρωπαϊκή, και ένα δύο άλλους δρόμους. Κάθομαι εις το ξενοδοχείον “Splendid”. Από το παράθυρό μου φαίνεται ο θαυμάσιος Θερμαϊκός κόλπος, τον οποίον δεν χορταίνω να βλέπω. Επίσης φαίνεται ένα μέρος της πόλεως, ο εις το βάθος γραφικώτατος λόφος, ο οποίος είναι κατειλημμένος από σπίτια. Τι τα θέλετε, μου αρέσει υπερβολικά αυτή η πόλις, ακόμη δεν ημπορώ να πιστέψω ότι ανήκει σε μας».

Στην ίδια πόλη καταφεύγει τον ∆εκέμβριο του 1916, κυνηγημένος από τους ανέμους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τους κυκλώνες του Εθνικού ∆ιχασμού.
Για το κίνημα της Εθνικής Άμυνας γράφει στις 24/10/1916 ότι υπήρξε «ορμέμφυτος πράξις στοιχειώδους αμύνης. Εξερράγη αφού εναυάγησαν όλαι αι προσπάθειαι όπως μεταβάλη πολιτικήν το επίσημον κράτος».
Ήταν ήδη υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Βενιζέλου, όταν τον Αύγουστο του 1917 ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη η μεγάλη πυρκαγιά που αποτέφρωσε 4.300 κτίρια στο ιστορικό της κέντρο· 70.000 Θεσσαλονικείς και πρόσφυγες από τη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία έμειναν άστεγοι και έχασαν τις περιουσίες τους. Το υπουργείο επιφορτίσθηκε με την ανοικοδόμηση της πόλης. Ο ίδιος αντιμετώπισε με επιτυχία τις δυσκολίες της κτηματογράφησης και εισήγαγε το σύστημα του αναγκαστικού συνεταιρισμού των ιδιοκτητών, προετοιμάζοντας έτσι την πόλη για την εφαρμογή ενός καινοτόμου πολεοδομικού σχεδίου. Για τον σκοπό αυτόν συνέστησε διεθνή επιτροπή από τους T. Mawson, J. Pleyber, E. Hébrard, Αγ. Γκίνη, Αρ. Ζάχο, Κ. Κιτσίκη και Κ. Αγγελάκη.
Τους πρώτους μήνες μετά την πυρκαγιά, έδωσε μια υπόσχεση στους απελπισμένους Θεσσαλονικείς: «Θαρσείτε! Υπό την τέφραν κρύπτεται Φοίνιξ αγήρως [σ.σ. άφθαρτος]. Θα φτιάξουμε μια καινούργια πολιτεία ισάξια της ιστορικής της αξίας. Η Θεσσαλονίκη του μέλλοντος θα είναι το μαργαριτάρι του Αιγαίου».

Τις ελπιδοφόρες προσπάθειες για τη μεταμόρφωση της πόλης ο Παπαναστασίου τις εγκαινίασε με τον νόμο 823/1917. Το νέο πολεοδομικό σχέδιο περατώθηκε και παραδόθηκε σε λιγότερο από έναν χρόνο, στις 29/6/1918.
Τον ∆εκέμβριο του 1919 θα τονίσει στη Βουλή: «Η ανοικοδόμηση της πόλης επιβάλλεται όχι μόνο διότι είναι μεγαλούπολις, μια ιστορική και εξαιρετικού ενδιαφέροντος διά την Ελλάδα πόλις, προικισμένη διά πλείστων θαυμασίων μνημείων αλλά και διότι η κυβέρνησις προβλέπει το μέλλον της Θεσσαλονίκης μέγιστον».
Μετά την πολιτική μεταβολή του 1920, η ενδοτικότητα των κυβερνήσεων σε μικροκομματικά συμφέροντα και πιέσεις από το εξωτερικό οδήγησε στον ακρωτηριασμό του σχεδίου αναμόρφωσης της πόλης. Όμως ο κεντρικός τομέας απέκτησε ρυμοτομία και εκσυγχρονισμένη όψη, έστω και με ψαλιδισμένα τα οράματα του Παπαναστασίου και της επιτροπής.
Στην πλατεία Ελευθερίας, στον τελευταίο προεκλογικό λόγο της ζωής του στη Θεσσαλονίκη στις 19/1/1936, θα πει: «Γνωρίζετε από το παρελθόν ποίαν ιδιαιτέραν σημασίαν αποδίδω εις το πολιτικόν φρόνημα του λαού του βορείου τμήματος του κράτους, και ιδίως της Θεσσαλονίκης, το οποίον πλέον ή άπαξ ήσκησεν ευεργετικήν επίδρασιν εις τας τύχας του έθνους. […] Είτε διότι έχετε το πλεονέκτημα να μην έχουν αναπτυχθή μεταξύ σας προσωπικοί και κομματικοί δεσμοί ή να μην έχουν αναπτυχθή εις τον βαθμόν που υπάρχει στα παλαιά τμήματα του κράτους, είτε διότι εδώ υπάρχουν μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που ενδιαφέρουν αμεσώτερον και συγκινούν περισσότερον τας μεγάλας λαϊκάς μάζας, είτε διότι ευρίσκεσθε στα μεθόρια του κράτους και πολλά δεινά υπέστητε από τους πολέμους, εσυνηθίσατε να κρίνετε, περισσότερον απ’ ό,τι συνήθως συμβαίνει, από υψηλοτέρας σκοπιάς τα πολιτικά πράγματα του τόπου».
Ο Παπαναστασίου, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στον παιδαγωγικό ρόλο του δημοκρατικού πολιτεύματος, διακήρυσσε ότι «το ασφαλέστερον θεμέλιον της ∆ημοκρατίας θα δημιουργηθή εις τας ψυχάς των πολιτών».
Πρωθυπουργός πλέον, στις 24/3/1924, εκφράζοντας μια ανάγκη που είχε γίνει αισθητή ιδίως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, εξήγγειλε την ίδρυση στη Θεσσαλονίκη και βαθμιαία λειτουργία πανεπιστημίου: «[…] του πανεπιστημίου τούτου η καλή οργάνωσις και τας Νέας Χώρας θα ωφελήση και την επιστημονικήν παρ’ ημίν δράσιν θα προαγάγη, συντελούσα εμμέσως εις την βελτίωσιν και του εν Αθήναις Πανεπιστημίου».
Τον ∆εκέμβριο του 1929 σημείωνε: «Το ζήτημα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν είναι ζήτημα Μακεδονικόν· είναι ζήτημα Ελληνικόν, διότι ο προορισμός είναι γενικώτερος, εξερχόμενος από την ανάγκην των βορείων επαρχιών».
Παρά τις όποιες περιπέτειές του, το Πανεπιστήμιο λειτούργησε από το 1926 και βάδισε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα στον δρόμο που είχε οραματιστεί ο ιδρυτής του. Εκείνος στήριξε την ολοκλήρωσή του στα κρίσιμα χρόνια 1928-1929, προβλέποντας την ίδρυση εδρών σλαβικών και βαλκανικών ιστορικών και φιλολογικών σπουδών και προτείνοντας την ίδρυση Βαλκανικού Ινστιτούτου.

Το 1931 θα τονίσει: «Το Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης δεν ιδρύθη μόνον διά να προαγάγη εις την Ελλάδα την επιστημονικήν έρευναν και να εξαπλώση τα επιστημονικά φώτα ειδικώτερον εις την Β. Ελλάδα, αλλά και διά να μας φέρη εις στενοτέραν πνευματικήν προσέγγισιν με τους Βαλκανικούς λαούς, να μεταδώση εις αυτούς τον ιδικόν μας πνευματικόν πολιτισμόν και να μεταγγίση εις ημάς τον ιδικόν τους».
∆ιαπρύσιος κήρυκας της διαβαλκανικής συνεργασίας, υπήρξε εμπνευστής και οργανωτής των τεσσάρων βαλκανικών διασκέψεων (1929-1933), που διευκόλυναν την προσέγγιση και τη συνεννόηση των βαλκανικών λαών σε χρόνια δύσκολα.
«Ψυχή» της ∆΄ Βαλκανικής ∆ιάσκεψης στη Θεσσαλονίκη στις 5-12/11/1933, είπε κηρύσσοντας την έναρξη των εργασιών: «Η διάσκεψη πρέπει να θεωρηθή το ουράνιον τόξον εις τον ουρανόν των Βαλκανίων. Πρέπει να επιβάλη την οριστικήν χειραφέτησιν των Βαλκανικών κρατών από πάσαν ξένην επιρροήν».
Εκτός των άλλων, στήριξε από την αρχή τον θεσμό της ∆ΕΘ, στάθηκε επανειλημμένα στο πλευρό των Εβραίων της πόλης και υποστήριξε με ιδιαίτερη ευαισθησία τους πρόσφυγες, ιδίως στην πόλη που ονομάστηκε και υπήρξε «πρωτεύουσα των προσφύγων».

Από τη Θεσσαλονίκη, τον ∆εκέμβριο του 1935, θα διακηρύξει την ανάγκη «να γίνη επιτέλους μια επανάστασις των ψυχών και των πνευμάτων κατά της βίας, της ανηθικότητος και της κομματικής ιδιοτέλειας και της αποσυνθέσεως του κράτους».
Στον εορτασμό της 25ετηρίδας του Πανεπιστημίου (13-15/5/1951), ο υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου είπε μεταξύ άλλων: «Αποτελεί δυστυχώς κακήν συνήθειαν της ∆ημοκρατίας να λησμονώνται τα μεγάλα έργα αυτής και να μνημονεύωνται μόνον τα ελαττώματα. Ας παραβιάσωμεν τον κανόνα αυτόν και ας ενθυμηθώμεν την ευγενή μορφήν του ιδρυτού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ή και τον μέγαν Ελευθέριον Βενιζέλον. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επραγματοποίησεν εις την Ελλάδα το Έθνος και το κράτος. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου εισήγαγεν εις αυτήν τον πνευματικόν και κοινωνικόν χαρακτήρα».
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι στον Παπαναστασίου οφείλεται και η αναδιοργάνωση του Πολυτεχνείου της Αθήνας. Η μεταρρύθμιση που επέφερε ήταν τόσο γενναία, ώστε χαρακτηρίστηκε «Παπανάσταση»!
Το «Δημοκρατικό Μανιφέστο» και η Αβασίλευτη Δημοκρατία
Από καταδικασμένος για εσχάτη προδοσία σε «πατέρας της Δημοκρατίας».
Επίμονος αγωνιστής ευγενών και γενναίων ιδεών, ο Παπαναστασίου συνέταξε ως «σάλπισμα του αγώνος διά την καθιέρωσιν της ∆ημοκρατίας» το «∆ημοκρατικό Μανιφέστο», το οποίο συνυπέγραφαν οι Θρασύβουλος Πετιμεζάς, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, Κοκός Μελάς (αδελφός του Παύλου και παλαιότερα στενός φίλος του βασιλιά Κωνσταντίνου), ∆ημήτριος Πάζης, Περικλής Καραπάνος, Γεώργιος Βηλαράς και Τίμος Σταθόπουλος. Το κείμενο παρουσιάστηκε στον Ελεύθερο Τύπο στις 12 Φεβρουαρίου 1922 και περιείχε την πασίγνωστη επιγραμματική φράση: «Η Ελλάς είναι δημιούργημα του πνεύματος, των μόχθων και των αγώνων των τέκνων της. ∆εν είναι βασιλικόν τιμάριον και δεν ημπορεί ποτέ να γίνει ανεκτόν να θυσιασθεί και το ελάχιστον τμήμα της χάριν προσωπικών βασιλικών συμφερόντων». Ωστόσο δεν υποστήριζε απροκάλυπτα την κατάργηση της βασιλείας. Απλώς εξέθετε την κρίσιμη εξωτερική κατάσταση και καλούσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί χάριν των συμφερόντων του έθνους, επειδή η Ελλάδα κινδύνευε να χάσει τους συμμάχους της και να υπονομευθεί η Συνθήκη των Σεβρών από την πολιτική της κυβέρνησης Γούναρη και την επαναφορά του βασιλιά.
Ας σημειωθεί ότι ο διευθυντής της μετριοπαθούς εφημερίδας, Ανδρέας Καβαφάκης, ο οποίος προχώρησε στη δημοσίευση υποχωρώντας στην ανένδοτη επιμονή του Παπαναστασίου, παρότι θεωρούσε ότι «τοιαύται πράξεις οδηγούν εις τον θάνατον ή την φυλάκισιν», δολοφονήθηκε ύστερα από λίγες μέρες.

Το δημοσίευμα προκάλεσε τη σύλληψη του Παπαναστασίου και των συνεργατών του, οι οποίοι δικάστηκαν με την κατηγορία της εξύβρισης του βασιλιά και της εσχάτης προδοσίας στο κακουργιοδικείο της Λαμίας (20-22 Ιουνίου 1922). Αυτόκλητος συνήγορος ανέλαβε ο νεαρός τότε δικηγόρος Γεώργιος Παπανδρέου, μελλοντικός πρωθυπουργός και αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου. Με τη δημοσθένεια αγόρευσή του κατέρριψε το κατηγορητήριο και απέδειξε την αθωότητα των κατηγορουμένων: «Πώς θα ήτο δυνατόν να είναι ένοχος ο κύριος Παπαναστασίου, ο οποίος αποτελεί εγκαλλώπισμα του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος; Επιστήμων όσον ουδείς. Ενάρετος όσον ουδείς…».
Και ο Παπαναστασίου στην απολογία του: «Ο κ. Εισαγγελεύς στηριχθείς επί πολιτικών αοριστολογιών ομοιάζει με πνιγμένον πιανόμενον από τα μαλλιά του… Έπρεπε να είναι ευλαβέστερος απέναντι ανθρώπων τους οποίους κατηγορεί επί συμφεροντολογία και οι οποίοι εν τούτοις στερούνται καλύβης».
Οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν (23 Ιουνίου 1922) σε τριετή φυλάκιση. Εγκλείστηκαν στις φυλακές της Αίγινας απ’ όπου αποφυλακίστηκαν από τη στρατιωτική επανάσταση των Πλαστήρα-Γονατά, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Σημειώνεται εδώ μαρτυρία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου: «Αν είχε εισακουστεί ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, πιστεύω, θα είχε αποτραπεί η Μικρασιατική Καταστροφή». Έχει πολύ μεγάλη σημασία η δήλωση αυτή, γιατί ο Κανελλόπουλος ήταν ανιψιός του εκτελεσθέντος ∆ημ. Γούναρη.
Η καταδίκη αυτή αποτέλεσε το πρώτο έναυσμα για τη σύμπηξη του κόμματος της ∆ημοκρατικής Ένωσης, την πρώτη κυβέρνηση της οποίας σχημάτισε υπό την προεδρία του ο Παπαναστασίου στις 12 Μαρτίου 1924, ύστερα από τις αλληλοδιάδοχες παραιτήσεις των κυβερνήσεων Ελ. Βενιζέλου και Γ. Καφαντάρη.

Από τη στιγμή εκείνη, το δυναστικό και πολιτειακό εισέρχονταν στον δρόμο της άμεσης αντιμετώπισής τους.
Η ∆ημοκρατία είχε ουσιαστικά ανακηρυχθεί από την πρώτη ημέρα της ορκωμοσίας της κυβέρνησης, η οποία εμφανίστηκε στην Εθνοσυνέλευση στις 24 Μαρτίου 1924, με τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπαναστασίου να λέει: «Η ∆ημοκρατία είναι το φυσικόν και ευτυχές τέρμα ενός μακρού εσωτερικού αγώνος, το οποίον κατέστησεν αναπότρεπτον η καταπάτησις των λαϊκών ελευθεριών, η αθέτησις των διεθνών μας υποχρεώσεων, η περιφρόνησις των εθνικών δικαίων. Κύρια πηγή των κακών τούτων, τα οποία απέληξαν εις την μεγάλην εθνικήν συμφοράν, υπήρξεν η αθέμιτος εκμετάλλευσις του βασιλικού θεσμού. […] Με την ∆ημοκρατίαν […] ικανοποιείται η τιμή του περιφρονηθέντος έθνους και επιβάλλεται εις όλους ως υπέρτατος νόμος η υποταγή ενός εκάστου εις την σωτηρίαν, εις το συμφέρον του συνόλου».
Στις 25/3/1924, ο πρωθυπουργός κατέθεσε στην ∆΄ Συντακτική Εθνική Συνέλευση, σε πανηγυρική συνεδρίασή της, το ψήφισμα της έκπτωσης της δυναστείας των Γλύξμπουργκ από τα δικαιώματά της πάνω στον θρόνο της Ελλάδας και της ανακήρυξης της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας κοινοβουλευτικής μορφής.
«Η Ελλάς […] δεν είναι βασιλικόν τιμάριον και δεν ημπορεί ποτέ να γίνει ανεκτόν να θυσιασθεί και το ελάχιστον τμήμα της χάριν προσωπικών βασιλικών συμφερόντων».
Μετά το τέλος της ιστορικής αυτής συνεδρίασης, ο πρόεδρος της Συνέλευσης από τον εξώστη της Βουλής ανήγγειλε στο συγκεντρωμένο στο προαύλιο και στην οδό Σταδίου πλήθος την ιστορική απόφαση: «Η ∆΄ των Ελλήνων Εθνική Συνέλευσις εψήφισε σήμερον διά ψήφων 283, δια παμψηφίας, την έκπτωσιν της βασιλικής οικογενείας των Γλύξμπουργκ και την ανακήρυξιν της ∆ημοκρατίας». Το πλήθος ξέσπασε σε θυελλώδη χειροκροτήματα και ζητωκραυγές, ενώ οι στρατιωτικοί αποσπούσαν από τα πηλήκιά τους τα στέμματα.
Με την επικύρωση του ψηφίσματος με δημοψήφισμα στις 13/4/1924, ο Παπαναστασίου, αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής της ανακήρυξης της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας, δίκαια αποκλήθηκε «ο πατέρας της ∆ημοκρατίας».
Και ο Ελ. Βενιζέλος, αναγνωρίζοντας το νέο πολίτευμα, τηλεγραφούσε από τις Κάννες της Γαλλίας στον διευθυντή του Ελ. Βήματος τα παρακάτω: «Θερμώς ευχαριστών συγχαίρω το “Ελ. Βήμα” και τον λοιπόν δημοκρατικόν τύπον επί θριαμβευτική επιτυχία και εύχομαι εκ βάθους ψυχής όπως η ετυμηγορία της Κυριακής σημειώσει οριστικόν τερματισμόν εις τον εμφύλιον σπαραγμόν».

Στο Ελ. Βήμα δημοσιεύθηκε και το ποίημα «∆ημοκρατίες», με το οποίο ο Κωστής Παλαμάς χαιρέτισε τη νίκη της ∆ημοκρατίας.
Στο φύλλο της 25ης Μαρτίου 1924, η εφημερίδα ∆ημοκρατία δημοσίευσε τον ύμνο προς τη ∆ημοκρατία, του Σωτ. Σκίπη: «Από τα βάθη των αιώνων, ∆ημοκρατία ξεκινάς, κρατάς αξίνα στόνα χέρι και στ’ άλλο σάλπιγγα κρατάς…».
Η πρώτη μεγάλη ∆ύναμη που αναγνώρισε τη ∆ημοκρατία ήταν η Ιταλία. Ο Μπενίτο Μουσολίνι σε δηλώσεις του προς τον Έλληνα δημοσιογράφο Γ. Συριώτη, την 25η Μαρτίου 1924, είπε: «Μου φαίνεται, πράγματι, ότι η ξένη δυναστεία δεν είχε κατορθώσει να αφομοιωθή με τον Ελληνικόν λαόν. Εάν η πλειοψηφία του Λαού ομονοήση, πιστεύω ότι η δημοκρατική Ελλάς θα προοδεύση». Στη συνέχεια όλες οι ∆υνάμεις έσπευσαν να αναγνωρίσουν το νέο πολίτευμα. Συγχρόνως εκδηλώθηκε ένα είδος αντιπάθειας κατά των μελών της δυναστείας, τα οποία δεν γίνονταν δεκτά με ευμένεια σε καμία χώρα. Η εντός ολίγου σύναψη του προσφυγικού δανείου αποτέλεσε την πρώτη έμπρακτη απόδειξη ότι οι ξένες ∆υνάμεις απέβλεπαν με εμπιστοσύνη προς τη δημοκρατική Ελλάδα.
Στις 26/5/1932 ο Παπαναστασίου σχημάτισε τη δεύτερη δημοκρατική κυβέρνησή του από προσωπικότητες πρώτης σειράς του πολιτικού και επιστημονικού κόσμου. Η κυβέρνηση έγινε δεκτή με πολύ μεγάλη συμπάθεια και εμπιστοσύνη από όλη την κοινή γνώμη, που περίμενε από αυτήν πολλά να αλλάξουν και να διορθωθούν, από όσα την ενοχλούσαν και ιδιαίτερα την αποκατάσταση της ηθικής τάξης στη διαχείριση της εξουσίας.
Χαρακτηριστική είναι μία από τις πρώτες πράξεις του πρωθυπουργού, που προκάλεσε τη ζωηρή επιδοκιμασία όλης της κοινής γνώμης. Η κατάργηση των υπουργικών και στρατιωτικών αυτοκινήτων, που ο πολύ μεγάλος αριθμός τους και η κατάχρησή τους είχαν επισύρει την αγανάκτηση του κόσμου. Όλοι οι υπουργοί πήγαν στα υπουργεία τους πεζή και ο υπουργός των Στρατιωτικών, Γ. Σκανδάλης, πήγε πάνω στο άλογό του.

Η ανακήρυξη της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας το 1924 αποτέλεσε, δίχως αμφιβολία, σημείο καμπής στην ελληνική πολιτική ιστορία. Ήταν η πρώτη φορά, μετά την εκλογή του Όθωνα στον ελληνικό θρόνο, που το ελληνικό κράτος έπαυε να είναι βασίλειο.
Παρότι δεν μακροημέρευσε, αυτή η «πολιτευματική παρένθεση», όπως μεταξύ άλλων έχει χαρακτηριστεί η αβασίλευτη του Μεσοπολέμου, το βαθύ αποτύπωμά της στο ιστορικό και συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων υπήρξε και παραμένει αντιστρόφως ανάλογο προς τη βραχύτητα της διάρκειάς του.
Αποτίμηση
Αληθινή προσφορά και διορατικότητα.
Ο Γ. Βεντήρης, στη μελέτη Η Ελλάς του 1910-1920, διατυπώνει επιγραμματικά: «Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου θα παραμείνη εις την νεοελληνικήν Ιστορίαν ως απόδειξις της ακτινοβολίας και της επιβολής των ιδεών, όταν αύται εμφανίζωνται μετά τόλμης, μετά πείσμονος συνεχείας και μετά πραγματικής επιστήμης, έστω και αν το περιβάλλον όπου μεταδίδονται, δεν είναι τελείως πρόσφορον διά την πραγματοποίησίν των. […] Ο Παπαναστασίου κατώρθωσε να συνδυάση επιτυχώς την ενεργόν πολιτικήν με την αρτίαν θεωρητικήν του μόρφωσιν και διανόησιν».
Ο Παπαναστασίου πίστευε ότι εις την τελειοποίησιν των όρων της ζωής δεν υπάρχει τέρμα, υπάρχουν απλώς σταθμοί εξελίξεως.
Πολλές από τις ιδέες του βρήκαν ουσιαστική δικαίωση δεκαετίες αργότερα. «Αυτά που πιστεύει και για τα οποία αγωνίζεται το Αγροτικό και Εργατικό Κόμμα», υποστήριξε το 1932, «θα εφαρμοστούν στην Ελλάδα, έστω και μετά εκατό χρόνια. Όσοι αποτελούν το κόμμα είναι απόστολοι ιδεών, για τις οποίες οφείλουν ν’ αγωνίζωνται, έστω και αν δεν πρόκειται να απολαύσουν τα αγαθά της εξουσίας».

Το έργο του είναι τεράστιο: Έθεσε τις βάσεις των συγκοινωνιών, ταχυδρομείων και τηλεγραφίας. Θέσπισε το εθνικό κτηματολόγιο, οικοδομικούς κανονισμούς, ρυθμιστικό σχέδιο της πόλεως των Αθηνών. Αναδιοργάνωσε τις Ανώτατες Γεωπονικές Σχολές και τη στοιχειώδη γεωργική εκπαίδευση. Μετέτρεψε το Πεδίον του Άρεως σε δημόσιο κήπο. Άνοιξε τις πόρτες του Βασιλικού Κήπου στον λαό, αφού τον διαμόρφωσε και τον μετονόμασε σε εθνικό. Από τα πιο σημαντικά έργα του υπήρξε η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. Είχε σημαντική συμβολή στη σύνταξη και στην ψήφιση του φιλελεύθερου και προοδευτικού ελληνικού συντάγματος του 1927.
Ήταν υπέρμαχος του πολιτικού γάμου, της γυναικείας ψήφου, της προστασίας της μητρότητας και των εξώγαμων τέκνων, της δημιουργίας των κοινωνικών ασφαλίσεων, της κατάργησης της θανατικής ποινής, του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, της συνταγματικής κατοχύρωσης του θεσμού της αυτοδιοίκησης, της ενίσχυσης της συνδικαλιστικής και συνεταιριστικής οργάνωσης, της ανόθευτης απλής αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος.
Αναδιοργάνωσε τη Σχολή Καλών Τεχνών. Ανέθεσε τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης στον Ζαχαρία Παπαντωνίου, ενώ επί των ημερών του αποκτήθηκε η «Συναυλία των Αγγέλων» του Θεοτοκόπουλου. Στενοί του φίλοι ήταν οι Κ. Τριανταφυλλόπουλος, Κ. Παλαμάς, Κ. Χατζόπουλος, Μ. Καλομοίρης, Αλ. ∆ελμούζος, Άγγ. Σικελιανός, Κ. Παρθένης. Ο τελευταίος, την 25η Μαρτίου 1924, ζωγραφίζει τον θαυμάσιο «Ευαγγελισμό» της Εθνικής Πινακοθήκης και του τον χαρίζει. Φιλοτέχνησε επίσης το σήμα της ∆ημοκρατίας καθώς και τρία πορτρέτα του, το ένα από τα οποία βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ο Σικελιανός τού γράφει την 1/6/1932 από το Καλαμάκι, μετά τον σχηματισμό της δεύτερης δημοκρατικής κυβέρνησής του: «Μεγάλε μου φίλε. Αν και με την ψυχή ήρθα πρώτος, άφισα όμως να σιγάσει γύρα Σας η “ευχέτις βοή”, για να Σας πω άλλη μια φορά την ξάστερη πεποίθησή μου για το ρόλο που καλείσθε ανέκαθεν κι ολοένα πιότερο να παίξετε στη σύγχρονη Ελληνική Ιστορία: όχι μόνο να στερεώσητε γερά τα κοινωνικά θεμέλια της γέφυράς της προς το Μέλλον, αλλά και να χαράξητε από τώρα σταθερά για όλους, την καμπύλη της γέφυρας αυτής προς το ανώτατο σημείο των πνευματικών υποχρεώσεων του Ελληνισμού […] και καθώς τις πνευματικές αυτές υποχρεώσεις είσθε απόλυτα σε θέση να εκτιμήσητε μονάχα Σεις. Ολόψυχα δικός Σας».
Τέσσερα χρόνια μετά, στις 25 Απριλίου 1936, ο Παπαναστασίου αρνείται ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά, που σχηματίστηκε με την ανοχή όλων των μεγάλων κομμάτων. Έπειτα ήρθε ο στόμφος της μωρίας, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, που κήρυξε τον διωγμό όλων των αναστημάτων και η καρδιά του δημοκράτη πολιτικού δεν άντεξε. Στις 17 Νοεμβρίου 1936, σαν κεραυνός εν αιθρία ήχησε η είδηση του αιφνίδιου θανάτου του στο σπίτι του στην Εκάλη, που συνέπιπτε με προσέγγιση ώρας με την άφιξη από την Ιταλία της σορού του βασιλιά Κωνσταντίνου, η οποία εθεωρείτο σαν συμβολική επισφράγιση της βασιλείας.
«Έλειψε τότε ο άνθρωπος που αντιπροσώπευε στην Ελλάδα με τρόπο αδιάβλητο το γνήσιο πνεύμα της προοδευτικής κοινωνικής ∆ημοκρατίας και που ήξερε να χαράζει με σαφήνεια τα όρια και προς τα δεξιά και προς την άκρα αριστερά», έγραψε αργότερα ο Γ. Θεοτοκάς (περ. Νέα Εστία, 1/2/1958).

Στις εφημερίδες των επόμενων ημερών, ο θάνατος και η ταφή του δημοκράτη προβάλλονταν ως γεγονός ισότιμο προς τη μετακομιδή και την κηδεία του Κωνσταντίνου. Παράδοξες συγκυρίες επικρατούσαν εκείνες τις μέρες στην Ελλάδα.
Σε μια πρωτοφανή παράλληλη εκδήλωση, ο λαός προσκυνούσε ταυτόχρονα σε απόσταση δύο μόλις εκατοντάδων μέτρων τον πατέρα της ∆ημοκρατίας και τον Κωνσταντίνο, που ήταν το σύμβολο της βασιλείας. Κάτω από συνεχή βροχή, ατελείωτες ουρές ήταν στημένες έξω από τη μητρόπολη και έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Ο πολιτικός που απεχθανόταν τους στρατούς και τις στρατιωτικές τελετές έμελλε να οδεύσει στην ύστατη διαδρομή του μέσα σε στρατιωτικό πλαίσιο και δεχόμενος τις τιμές των όπλων…
Γράφει ο Γ. Αναστασιάδης: «Στη ζυγαριά της αποτίμησης της ιστορικής αξίας του Παπαναστασίου, όλες οι αρετές και τα προσόντα του βαραίνουν τόσο καταλυτικά, ώστε να αντισταθμίζουν τις “σκιές”, τις “γκρίζες ζώνες” στην προσωπογραφία του. Εγκαλείται π.χ. από συγγραφείς, γιατί “συνέπραξε”, συμπορεύτηκε, με τον Ελ. Βενιζέλο, αλλά και γιατί τον αμφισβήτησε μετά το 1924, αλλά και γιατί συνεργάστηκε πάλι μαζί του το 1928-1932 και γιατί του εναντιώθηκε το 1932-1936 κ.λπ. Και βέβαια, υπήρξαν “ολισθήματα” στην πορεία του. […] ∆εν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε πόσο ολισθηρό και ναρκοθετημένο ήταν το “έδαφος” στην πολιτική ζωή και στην κοινωνία της μεταπολεμικής Ελλάδας. […] Άλλωστε, ποια διαδρομή μεγάλου πολιτικού δεν στιγματίστηκε από μικρά και μεγάλα λάθη;».
Βιβλιογραφία
Αναστασιάδης Γιώργος, Αλέξανδρος Παπαναστασίου: Η σημαντική συμβολή του στη Δημοκρατία και στον συνταγματικό λόγο. Μελέτες και Τεκμήρια, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2008.
Αναστασιάδης Γιώργος – Κοντογιώργης Γιώργος – Πετρίδης Παύλος (επιμ.), Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Θεσμοί, Ιδεολογία και Πολιτική στον Μεσοπόλεμο, Πολύτυπο, Αθήνα 1987.
Δαφνής Γρηγόριος, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, τόμ. Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1974.
Διαμαντόπουλος Βασίλης, Από την πολιτική και πνευματική ζωή του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, Εκδοτική Εστία, Αθήνα 1982.
Διαμαντόπουλος Θανάσης, Χωρίς στέμμα: Η αβασίλευτη του Μεσοπολέμου. Ανατομία ενός ιστορικοπολιτικού ατυχήματος, Πατάκης, Αθήνα 2023.
Καστρινός Νίκος, Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και η Δημοκρατία, τόμ. Α΄, Μπάυρον, Αθήνα 1974.
Λευκοπαρίδης Ξενοφών (επιμ.), Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Πολιτικά Κείμενα, Μελέτες, Λόγοι, Άρθρα, Μπάυρον, Αθήνα 1957.
Μπρεδήμας Ηλίας. Η πρώτη Δημοκρατία, Άκμων, Αθήνα [1960].
Ψηφιακό Αρχείο του Μουσείου Αλεξάνδρου Παπαναστασίου στο Λεβίδι του Δήμου Τρίπολης.


