Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη

«Υπήρξε καθ’ άπαντα τον βίον του ελεύθερος από επιρροάς∙ είχε συναίσθησιν βαθείαν της οντότητός του και επίστευεν αδιστάκτως ότι πραγματική ελευθερία είναι η υπακοή εις τους νόμους∙ ηγάπα την Πατρίδα περισσότερον από αυτήν την ζωήν του». Νικόλαος Χαλιορής

νικόλαος-βότσης-ο-καπετάνιος-με-την-563341654 Ο ναύαρχος Νικόλαος Βότσης (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Ο ναύαρχος Νικόλαος Βότσης (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο Νικόλαος Βότσης υπήρξε ένας αξιωματικός του Ναυτικού που τίμησε τη γενέτειρά του Ύδρα, την οικογένεια και την πατρίδα του. Όλη η ναυτική του σταδιοδρομία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, «εγένετο επί των πλοίων και δη των εν κινήσει». Συμμετείχε στον πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Μεγάλο Πόλεμο και στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας. Έμεινε αθάνατος στην ιστορία με την ανατίναξη του τουρκικού θωρηκτού «Φετχί Μπουλέντ» μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, τις παραμονές της απελευθέρωσης της πόλης. Πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1931. Η βαθιά του πεποίθηση στη νίκη της Αντάντ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η συγγένειά του με τον ναύαρχο Κουντουριώτη τον κατέταξαν αρχικά στους βενιζελικούς. Οπαδός της νομιμότητας, δεν συμμετείχε στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης και μετακινήθηκε πολιτικά, χωρίς όμως να συμμετάσχει στις «αθλιότητες των παραμεινάντων εις το κράτος της κάτω Ελλάδος». Παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του ότι τα δεινά της χώρας θα έπαυαν με την εθνική συμφιλίωση, κάτι που προσπάθησε να υποστηρίξει από όποια θέση κατείχε. O Βότσης νυμφεύτηκε τη ∆έσποινα Αργέντη, γεννημένη στο Λονδίνο, όπου ήταν εγκατεστημένοι οι γονείς της – ο επιχειρηματίας Λεωνής Αργέντης και η σύζυγός του Αλεξάνδρα ∆ημ. Πετροκοκκίνου, και οι δύο από εξέχουσες οικογένειες της Χίου. Με τη ∆έσποινα ο Βότσης απέκτησε τα δύο του παιδιά, τη Μαρία και τον Ιωάννη, που πέθανε νέος. Μετά τον πρόωρο θάνατο της συζύγου του, παντρεύτηκε την Ελμίνα, θυγατέρα του δημάρχου Λαμίας, Αριστείδου Σκλιβανιώτη. Η κόρη του Βότση, Μαρία, παντρεύτηκε τον Στέφανο Καλλέργη, του Ιωάννη και της Ευφροσύνης Στεφάνου ∆ραγούμη. Η κατοικία του Βότση ήταν το παλιό αρχοντικό του έμπειρου ναυτικού και συμπλοιοκτήτη του ναυάρχου της Επανάστασης Ανδρέα Μιαούλη, καπετάν ∆ήμα Σαρκώση, στη δυτική πλευρά του λιμανιού της  Ύδρας. Το αρχοντικό πέρασε μέσω της κόρης του στην οικογένεια Καλλέργη (σήμερα ανήκει στον συλλέκτη ∆άκη Ιωάννου).

Από την Yδρα στα πέρατα του κόσμου

Τα πρώτα βήματα στο Ναυτικό.

Ο Νικόλαος Βότσης γεννιέται στην Ύδρα στις 7 ∆εκεμβρίου 1877 και εκεί μαθαίνει τα πρώτα γράμματα. Το καλοκαίρι του 1892 εισάγεται με εξετάσεις στη Σχολή Ναυτικών ∆οκίμων. «Από της πρώτης στιγμής, που είδον τον Ν. Βότσην εν τη σχολή, ως μαθητήν, μου έκαμεν εξαιρετικήν εντύπωσιν, διά την επιμέλειαν, το πειθαρχικόν αυτού ήθος, την καλήν του συμπεριφοράν, την φιλοτιμίαν, το στρατιωτικόν παράστημα, την αφοσίωσιν εις το καθήκον και την αγάπην του προς την υπηρεσίαν». Τα λόγια αυτά του Κωνσταντίνου Ράδου, καθηγητή Ναυτικής Ιστορίας στη Σχολή Ναυτικών ∆οκίμων και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, χαρακτηρίζουν τον Βότση σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του αλλά και ως στάση ζωής.

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-1
Λιθογραφία που απεικονίζει την ανατίναξη του τουρκικού θωρηκτού «Φετχί Μπουλέντ» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, την 18η Οκτωβρίου 1912. Πορτρέτα του Βότση και του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη διακρίνονται πάνω δεξιά (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Βότσης τοποθετείται σημαιοφόρος στο θωρηκτό «Ύδρα». Πολύ σύντομα θα του δοθεί η ευκαιρία να ριχτεί στο καθήκον. Στις 14 Νοεμβρίου 1896, μεγάλες πλημμύρες προκαλούν τεράστιες ζημιές σε Αθήνα και Πειραιά, ενώ τα θύματα είναι πολλά. Άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού σπεύδουν προς βοήθεια των πλημμυροπαθών. «Τρεις αξιωματικοί απεστάλημεν εις τα Καμίνια του Πειραιώς με πάκτωνας [τετράγωνες βάρκες – σχεδίες με επίπεδο πυθμένα]. Εσώζαμεν εκ των παραθύρων των πλημμυρισμένων οικίσκων τους απηλπισμένους κατοίκους», θυμάται ο ίδιος.

Το 1899, το υπουργείο Ναυτικών επί υπουργίας Βασιλείου Βουδούρη οργανώνει έναν εκπαιδευτικό πλου με το εύδρομο «Ναύαρχος Μιαούλης» στη Βόρεια Θάλασσα και έναν δεύτερο το 1900 μέχρι το Αρχιπέλαγος των Αντιλλών, τη Φιλαδέλφεια και τη Νέα Υόρκη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Βότσης, που συμμετέχει και στους δύο, σχολιάζει: «Ενθυμούμαι την υπερηφάνειαν του μακαρίτου Βασιλέως του Α΄ εν Κοπεγχάγει, επιδεικνύοντος το Ελληνικόν Πολεμικόν προς τους ∆ανούς, την περιέργειαν μεθ’ ης περιειργάζοντο οι ξένοι εις τους διαφόρους λιμένας τον πανάρχαιον διά σχοινίων χειρισμόν των πυροβόλων του «Μιαούλη» ως και τας περιέργους ερωτήσεις μη ανεπτυγμένων ξένων, ιδίως Αμερικανών, οίτινες εφαντάζοντο την Ελλάδα χώρα βαρβάρων, κατοικουμένην “Κύριος οίδε” υπό τίνων φυλών, διότι μας ηρώτων αν όλοι οι Έλληνες είμεθα λευκοί».

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-2
Ο Νικόλαος Βότσης στο κατάστρωμα τορπιλοβόλου, γύρω στο 1906 (Φωτογραφικά Αρχεία ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).

Το 1904, ο Βότσης αποστέλλεται για μετεκπαίδευση στο γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό. Τοποθετείται στο καταδρομικό “Dupleix”, ναυαρχίδα του Auguste Boué de Lapeyrère (1852-1924), αναμορφωτή του γαλλικού Ναυτικού και μετέπειτα αρχηγού του γαλλικού στόλου στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πλέει από τις Αντίλλες στα παράλια του Μεξικού και της Βραζιλίας, από το Μοντεβιδέο στην Ουρουγουάη και το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής έως τα παράλια της ∆υτικής Αφρικής. Περνά από τη Γαλλική Γουιάνα και τις Νήσους της Σωτηρίας (Iles du Salut), όπου αποστέλλονταν οι Γάλλοι κατάδικοι, δηλ. τις Ile Royale, Ile St Joseph και τη Νήσο του ∆ιαβόλου, γνωστή ως τόπο εξορίας του Alfred Dreyfus μετά την πολύκροτη δίκη του που είχε συνταράξει τη Γαλλία μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα. Επισκέφτηκε την Ile St Joseph, που καλλιεργούσαν οι βαρυποινίτες, τους οποίους, όπως διηγείται, «θνήσκοντας αυτούς δεν θάπτουσιν εις το μικρόν Νεκροταφείον, το προωρισμένον μόνον διά τους υπαλλήλους του Κράτους, αλλά ρίπτουσι εις την θάλασσαν ένθα γίνονται βορά των καρχαριών, οι οποίοι άμα τη πενθίμω κρούσει των κωδώνων της Εκκλησίας, έχουσι συνηθίσει και προστρέχωσιν αναμένοντες την καταβύθισιν του νεκρού». Επισκέπτεται ακόμη την Αγία Ελένη και το Longood House, όπου διέμενε ο εξόριστος Ναπολέων: «Υποθέτω ότι είμαι εκ των ολιγίστων Ελλήνων, αν όχι ο μόνος, ο οποίος είναι εγγεγραμμένος εις το βιβλίον τούτο [των επισκεπτών]. Είμεθα ακόμη εις την Αγίαν Ελένην την 24ην Ιουνίου 1905, ότε έμαθον εκ τηλεγραφήματος την δολοφονίαν του πρωθυπουργού Θ. ∆εληγιάννη».

Η ∆υτική Αφρική παρουσιάζει πολλά παράξενα για τον νεαρό ναυτικό –οι διηγήσεις του μοιάζουν βγαλμένες από σελίδες του Ιουλίου Βερν–, όπως η πλεύση 80 μίλια βαθιά στον ποταμό Κονγκό, η επίσκεψη στη ∆αχομέη (σημ. Μπενίν), το σιδηροδρομικό ταξίδι από το λιμάνι Cotonou στην πρωτεύουσά της Abomey, η υποδοχή από φυλές αυτοχθόνων υπό τον υποταχθέντα στους Γάλλους βασιλιά τους Gi-Gla και την ακολουθία του, η επίσκεψη στα ανάκτορα παλαιού αυτόχθονα βασιλιά, όπου ζούσαν ακόμη τρεις από τις συζύγους του, οι οποίες τις νύχτες κοιμούνταν επάνω στον τάφο του, καθώς και το «γραφικόν και άγριον» θέαμα όταν «εξακόσιοι ιθαγενείς, αμφοτέρων των φύλων, με τας παραδόξους και ποικιλοχρώμους αμφιέσεις των, εχόρευσαν προς τιμήν μας εις την έξωθεν του ∆ιοικητηρίου πλατείαν τον χορόν Ταμ-Τάμ [και] τον χορόν του Κροκοδείλου».

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-3
Ο Νικόλαος Βότσης με τους άντρες του ελέγχουν τις τορπίλες (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Το καλοκαίρι του 1906, ο Βότσης συμμετέχει στη Μεσόγειο στις ασκήσεις της γαλλικής ναυτικής δύναμης υπό τη διοίκηση του ναυάρχου F. E. Fournier (1842-1934). Οι εμπειρίες και οι γνώσεις που αποκτά είναι πολύτιμες· ανυπομονεί να τις εφαρμόσει. «Ότε επέστρεψον εις την Ελλάδα, εξηκολούθουν να έχω μικρόν βαθμόν. ∆εν μοι ήτο ως εκ τούτου δυνατόν να πείσω τους ανωτέρους μου, όπως εισαγάγωσι και εις το Ναυτικόν ημών πολλά ωφέλιμα πράγματα εξ όσων είδον εις το Γαλλικόν Ναυτικόν. Εν τούτοις μετ’ άλλων συναδέλφων μου εφηρμόσαμεν τας νέας μεθόδους της εκπαιδεύσεως των σκοπευτών και της διευθύνσεως της βολής». Στην Ελλάδα επιστρέφει στο τέλος του 1906.

«Και άλλους καλούς αξιωματικούς εγνώρισα κατά την εις το πολεμικόν μας ναυτικόν υπηρεσίαν μου, στοργικούς προς τους άνδρας, αλλ’ ουδείς ομολογουμένως υπερέβαλλε τον Βότσην. Η στοργή του εβασίζετο επί της εκτιμήσεως των ανδρών».

Ο Βότσης ήταν αξιωματικός από τους λίγους. Αγαπούσε τα πληρώματά του και νοιαζόταν για τον καθένα που υπηρετούσε υπό τις διαταγές του. Όπως σημειώνει ο Ν. Χαλιορής (Το μέλλον της Ύδρας, Μάρτιος 1933), «και άλλους καλούς αξιωματικούς εγνώρισα κατά την εις το πολεμικόν μας ναυτικόν υπηρεσίαν μου, στοργικούς προς τους άνδρας, αλλ’ ουδείς ομολογουμένως υπερέβαλλε τον Βότσην. Η στοργή του εβασίζετο επί της εκτιμήσεως των ανδρών». Αγαπούσε επίσης και φρόντιζε τα πλοία που κυβερνούσε. Φημιζόταν για την τάξη και την καθαριότητα που επικρατούσαν στα πλοία του, ενώ παροιμιώδες είχε μείνει το γεγονός ότι κατέβαινε για επιθεώρηση στο μηχανοστάσιο φορώντας λευκά γάντια, με τα οποία άγγιζε τις μηχανές για να εξακριβώσει την άρτια κατάστασή τους. Όπως θυμόταν το 1960 ένας γέρος υπαξιωματικός που υπηρέτησε υπό τις διαταγές του για χρόνια, «όλα τα πολεμικά μας καραβάκια από τα οποία επέρασε ο Βότσης, ξανάνιωσαν στα χέρια του»…

«Ουκ εά με καθεύδειν»

Η βαριά κληρονομιά και η σύλληψη ενός παράτολμου σχεδίου.

Γέννημα-θρέμμα της Yδρας, ο Βότσης είχε βαθιά συναίσθηση της κληρονομιάς των προγόνων του, σχεδόν όλων σπουδαίων ναυμάχων και ναυτικών, την οποία καταγράφει μετά την αποχώρησή του από το Ναυτικό: «Γράφων τας ναυτικάς αναμνήσεις της οικογενείας μου, ιδίως των προγόνων μου, αι οποίαι μού είναι ιεραί, δεν έχω άλλον σκοπόν ή πώς οι απόγονοί μου να εύρωσι αυτάς συγκεντρωμένας και πριν ή εξασθενίσωσι με τον καιρόν αι διά ζώσης διασωθείσαι παραδόσεις, και εξ αυτών να αντλώσι θάρρος, να προλαμβάνωσι τας λιποψυχίας, να οδηγώνται δε πάντοτε εις την ανιδιοτελή εκπλήρωσιν του καθήκοντος». Ξεκινά σαν παραμύθι: «Ο Προπάππος μου Αναστάσης Βότσης ήτο ναυτικός, ως και οι πρόγονοί του. Απέθανε κατά το 1806 από κίτρινον πυρετόν ενώ έπλεεν εις Νότιον Αμερικήν, κυβερνών το τρικάταρτον πλοίον της οικογενείας του, την “Καλήν Ελπίδαν”».

Το πατρικό σπίτι του Νικολάου Βότση στο Καμίνι, δυτικά του οικισμού της Ύδρας, ήταν το σπίτι του συνονόματου παππού του, του καπετάνιου Νικολού Βότση (1798-1865) και της Μαρίας (1810-1857), κόρης του πλοιάρχου Ηλία Γεώρτζου, «συγγάμβρου του Λαζάρου Κουντουριώτη». Ο Νικολός πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Είναι ο θρυλικός αξιωματικός που τον Απρίλιο του 1825 διέσωσε την ελληνική ναυαρχίδα, τον «Άρη» του Αναστασίου Τσαμαδού, όταν οι Έλληνες υπερασπιστές της Σφακτηρίας αποδεκατίστηκαν από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ. Ο Νικολός ανέλαβε τη διακυβέρνησή του μαζί με τον ∆ημήτρη Σαχτούρη, που πληγώθηκε, αφού ο Τσαμαδός σκοτώθηκε στη Σφακτηρία. «Απερίγραπτος είναι ο ηρωικός πόλεμος τον οποίον έκαμεν αυτό το καράβι διασχίσαν όλον τον εχθρικόν στόλον και πολεμήσαν με 35 εχθρικά πλοία πέντε ώρας κατά συνέχειαν», γράφει η εφημερίδα Φίλος του Νόμου. Ο «Άρης» έφτασε με ασφάλεια στην Yδρα, διασώζοντας πολλούς αγωνιστές.

Ο Νικολός και η Μαρία απέκτησαν τρεις γιους: τον Αναστάση (1827-1908), αντιπλοίαρχο του Πολεμικού Ναυτικού, πνεύμα «σπινθηροβόλο και παιγνιώδες», τον Ηλία, που πέθανε νέος, και τον Ιωάννη (1843-1905), γιατρό, πατέρα του Βότση, που αν και για οικογενειακούς λόγους δεν ασχολήθηκε με τη θάλασσα, «νέος ων εδίδασκε την Ναυτικήν τέχνην ερασιτεχνικώς. Πλείστοι οφείλουσιν εις την διδαχήν του το δίπλωμα της πλοιαρχίας αυτών». Η μητέρα του Βότση, Μαρία (1824-1879), ήταν κόρη του διπλωμάτη και πολιτικού Θεοδώρου Γ. Κουντουριώτη και εγγονή του Υδραίου πολιτικού Γεωργίου Κουντουριώτη. Αδελφός της ήταν ο ναύαρχος των Βαλκανικών Πολέμων και πρώτος Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας, Παύλος Κουντουριώτης, πρότυπο ναυτικού στα μάτια του ανιψιού του. Ο αδελφός του Βότση, Ανδρέας (1881-1940), αντιπλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού, «επολέμησε γενναίως επί του θωρηκτού “Ψαρά”» στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-4
Ο ατρόμητος τορπιλητής Νικόλαος Βότσης. Έγχρωμη λιθογραφία του Σωτ. Χρηστίδη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Με αυτή την κληρονομιά ο Βότσης υπηρέτησε στο Ναυτικό, πολέμησε και επιδόθηκε σε γενναίες πράξεις με αποκορύφωμα την ανατίναξη του τουρκικού πολεμικού τις παραμονές του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. «Έχοντας μέσα του ψυχή μπουρλοτιέρη», από νωρίς έδειξε το θάρρος αναπτύσσοντας ριψοκίνδυνες πρωτοβουλίες.

Τις πρώτες πολεμικές εμπειρίες αποκτά ο νεαρός Βότσης το 1897 επί του «Ύδρα», όταν το πλοίο του φτάνει ως ναυαρχίδα στην Κρήτη κατά την τελευταία Επανάσταση. Πάνω από το «Ύδρα» του περνούν οι οβίδες των ξένων δυνάμεων, που βομβαρδίζουν τις ελληνικές θέσεις στο Ακρωτήρι. Οι ναύτες αποβιβάζουν κρυφά πυροβόλα για τους επαναστάτες· ο Βότσης είναι έτοιμος να τα ακολουθήσει και να ενωθεί με τους Κρητικούς. Τον αποτρέπει τελευταία στιγμή ο συμπατριώτης του υποπλοίαρχος Αθανάσιος Μιαούλης, που τον διαβεβαιώνει ότι επίκειται πόλεμος με την Τουρκία και σύντομα θα έχει την ευκαιρία να δράσει.

Έτσι και γίνεται. Στη διάρκεια του πολέμου, με το πλοίο του αγκυροβολημένο στον Αλμυρό Βόλου, ο Βότσης βρίσκεται σε αποστολή στο Ξηροχώρι (Ιστιαία), όπου συναντά το εθελοντικό σώμα του Ιωάννη Καρτάλη (1842-1908). «Είχον την έμπνευσιν […] να προτείνω προς τον Καρτάλην, όπως επιβιβαζόμεθα ιστιοφόρων εις Ωρεούς και μετά των υπ’ αυτών εθελοντικών σωμάτων να επλέομεν προς κατάληψιν της νήσου Λήμνος. Ο Καρτάλης προθύμως συνεφώνησεν, αλλά δυστυχώς δεν ευρέθη εις Ωρεούς επαρκής αριθμός ιστιοφόρων. Η επιχείρησις ημών είμαι βέβαιος ότι θα επετύγχανε, διότι οι Τούρκοι της Λήμνου ωρισμένως δεν θα ανέμενον τοιούτον παράδοξον αιφνιδιασμόν».

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-5
Ο τορπιλητής του 1912 Ν. Βότσης και ο πυρπολητής του 1821 Κ. Κανάρης. Επιστολικό δελτάριο με τις μορφές τους να περικλείονται σε δάφνινα στεφάνια (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Τέλη καλοκαιριού του 1912, παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, ο Βότσης ζητά ολιγοήμερη άδεια από την υπηρεσία του για να μεταβεί ιδιωτικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου δεν είχε ταξιδέψει έως τότε. Σκοπός του, να μελετήσει από κοντά τη διέλευση των Στενών, καθώς σύντομα αναμένει να επιχειρήσουν εκεί. Πράγματι, αρχές Σεπτεμβρίου μεταβαίνει στην Πόλη με διαβατήριο εμπόρου. «Ουδείς εκ των της ημετέρας εκεί πρεσβείας υπωπτεύετο την κήρυξιν του πολέμου τόσον προσεχή». Προσωπικό επείγον τηλεγράφημα από τον υπουργό Ναυτικών Νικόλαο Στράτο, του οποίου διατελούσε τότε υπασπιστής, τον αναγκάζει να επιστρέψει στις 13 Σεπτεμβρίου.

Ο Βότσης έχει ήδη συλλάβει το παράτολμο σχέδιο της ανατίναξης του «Φετχί Μπουλέντ». Μετά από παρακλήσεις του να τοποθετηθεί κυβερνήτης σε ένα από τα παλαιά και κακοσυντηρημένα τορπιλοβόλα του στόλου, γερμανικής κατασκευής (1884-85), τοποθετείται στο «11», το οποίο βρίσκεται σε κάκιστη κατάσταση. Φροντίζει να επιδιορθωθεί άμεσα, επιβλέποντας καθημερινά αυτοπροσώπως και επισπεύδοντας τις εργασίες στον ναύσταθμο. Ιδιαίτερα φροντίζει για το πλήρωμα, επιλέγοντας από τους εφέδρους που περίμεναν να καταταγούν, τους πιο κατάλληλους για τον σκοπό του, τονίζοντας: «Όσοι έλθουν μαζί μου πρέπει να είναι αποφασισμένοι διότι είναι πιθανόν να μη γυρίσουν οπίσω». Συγκεντρώνει έτσι ένα 25μελές πλήρωμα με ύπαρχο τον ∆ημήτριο Χατζίσκο. «Ούτω κατώρθωσα, ενώ το “11” ήτο εις χειροτέραν κατάστασιν των λοιπών, να είναι εν καιρώ έτοιμον καθ’ όλα» για τη λαμπρή ιστορία που σύντομα θα έγραφε.

Έχει ακόμη φροντίσει να επιβεβαιώσει από τον συμπατριώτη του Αντώνιο Κριεζή, ναυτικό ακόλουθο στην ελληνική πρεσβεία στην Πόλη, κάτι που είχε ακούσει, ότι τα μεγάλα τηλεβόλα του «Φετχί Μπουλέντ» είχαν αφαιρεθεί και είχαν τοποθετηθεί στο φρούριο του Μεγάλου Εμβόλου (Καραμπουρνού), το οποίο ελέγχει το στενό στην είσοδο του κόλπου της Θεσσαλονίκης. Ο Κριεζής τον ενημερώνει και για τα εναπομείναντα μικρότερα τηλεβόλα που παρέμεναν στο πλοίο.

Κακή τύχη για το θωρηκτό

Ο τορπιλισμός του «Φετχί Μπουλέντ».

Με το ξέσπασμα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ο Βότσης διατάσσεται να πλεύσει στη Σκιάθο, όπου είναι συγκεντρωμένα και άλλα πλοία του στόλου. ∆εν υπάρχει όμως κάποια εντολή δράσης για τα τορπιλοβόλα, για τα οποία υπήρχε η εντύπωση στον ναύσταθμο ότι μάλλον θα ήταν εμπόδιο στις επιχειρήσεις λόγω της κακής κατάστασής τους, «δι’ αυτό ούτε μας ελάμβανον καν υπ’ όψιν. Τούτο με απήλπιζεν». Ειδικά μετά την απελευθέρωση της Λήμνου στις 6 Οκτωβρίου 1912, ο Βότσης και το πλήρωμά του περιμένουν πότε θα πλεύσουν προς τα Στενά, απ’ όπου θα εξερχόταν ο τουρκικός στόλος, τον οποίο ανυπομονούν να αντιμετωπίσουν. Ο ύπαρχος Χατζίσκος φαντάζεται ότι ήδη γίνονται ναυμαχίες και το 11 απουσιάζει. Ο Βότσης τον παρηγορεί, «και ως εκ προαισθήσεως του προσέθετον, ότι θα είμεθα το πρώτον πλοίον το οποίον θα δράση»…

Ταυτόχρονα όμως γράφει προς τον θείο του, ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, να μην ακούει όσα λέγονται για τα τορπιλοβόλα, αλλά να του επιτρέψει «να εισπλεύσωμεν εις τα ∆αρδανέλλια ή εις την Σμύρνην ή την Θεσσαλονίκην», όπου βρίσκονται αγκυροβολημένα τα θωρηκτά του τουρκικού στόλου. Το μεγάλο του επιχείρημα: «Εν περιπτώσει μεν αποτυχίας ημών το Ναυτικόν δεν θα εζημιούτο πολύ, εν επιτυχία όμως θα ήτο μεγάλη η επίδρασις επί του ηθικού των Τούρκων». Εν αναμονή της απάντησης, στις 12 Οκτωβρίου καλεί ιερέα που κάνει αγιασμό στο 11 ευλογώντας «το πλοίον και τους τορπιλλοβλητικούς αυτού σωλήνας».

Την επομένη έρχεται εντολή να μεταβεί με ένα ακόμη αντιτορπιλικό στον Θερμαϊκό κόλπο, για να απομακρύνει κάθε ιστιοφόρο από τη θεσσαλική ακτή και να τεθεί υπό τις οδηγίες του «Σφακτηρία». Στον Θερμαϊκό λοιπόν, όπου βρίσκεται αγκυροβολημένο το θωρηκτό «Φετχί Μπουλέντ» (σημαίνει «καλή τύχη»), ο κύβος ερρίφθη.

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-6
Το «Τορπιλοβόλο 11», κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων. Φωτογραφία Α. Γαζιάδη (Συλλογή Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος).

Ο Βότσης είναι καλά πληροφορημένος για το θωρηκτό και την ισχύ του. Ξέρει πως, αν αυτό εκπλεύσει από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, είναι σε θέση να εμποδίσει τα ελληνικά μεταγωγικά και τον ανεφοδιασμό του ελληνικού στρατού που προελαύνει προς την πόλη. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει είτε να αποσπαστεί ένα ελληνικό θωρηκτό να το αντιμετωπίσει ή και να μεταβεί εκεί ο ελληνικός στόλος μέχρι την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, αφήνοντας τον τουρκικό στόλο, του οποίου οι διαθέσεις δεν είναι γνωστές, να εξέλθει ανενόχλητος από τα Στενά. Εκ των υστέρων, οι υποθέσεις του Βότση αποδεικνύονται σωστές: Ο κυβερνήτης του «Φετχί Μπουλέντ» έχει αρνηθεί πρόσκληση σε γεύμα του ανταποκριτή των Times, George W. Price, γιατί ετοιμάζεται να επιτεθεί με το πλοίο του σε ελληνικά εμπορικά έξω από τον Θερμαϊκό.

Στις 15 Οκτωβρίου ο Βότσης στέλνει από τη Σκιάθο κρυπτογραφικό τηλεγράφημα στο υπουργείο ζητώντας άδεια να επιτεθεί στο «Φετχί Μπουλέντ». Η απάντηση που παίρνει είναι θετική. Στις 17, καταπλέει με το «11» στο Ελευθεροχώρι (σημ. Μεθώνη Πιερίας) και αποφασίζει την επίθεση για την επομένη. Κατά την περιπολία το επόμενο πρωί, συναντά στους Αγίους Θεοδώρους, επίνειο του Λιτοχώρου, δύο ιστιοφόρα με καπετάνιους τον Νικόλαο Βλαχόπουλο από το Λιτόχωρο και τον Μιχαήλ Κωφό, που μόλις επέστρεφε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Τους καλεί πάνω στο «11» και τους κάνει διάφορες ερωτήσεις για την κατάσταση εκεί. ∆εν έχει σκοπό να τους αφήσει να φύγουν, για να μην προδοθεί η μυστική αποστολή.

Εκείνοι, μόλις αντιλαμβάνονται τι πρόκειται να συμβεί, αρχίζουν τις διαμαρτυρίες και τα παρακάλια: «Πού θα πας, Πατερούλη μου, σε τόσες τορπίλες με κέρατα [λόγω των σωλήνων που προεξείχαν στο πάνω μέρος τους], σε τόσα κανόνια και στο ηλεχτρικό [τον προβολέα του Καραμπουρνού], που πιάνει και την πειο μικρή ψαράδικη βάρκα. Άφησέ μας εμάς, που έχομε φαμίλλια». Όντως, ο ένας είχε έξη παιδιά και ο άλλος, που ήταν χήρος, πέντε. Ο Βλαχόπουλος έδωσε στον μούτσο του ό,τι χρήματα είχε «και δος τα του παπά να τα πάει σπίτι και αύριο το πρωί να βάλεις μετζάστρα [μεσίστια] τη σημαία στο καΐκι». Ο Βότσης γελώντας αντέτεινε: «Αύριο να σημαιοστολίσεις, με ό,τι σημαίες έχεις, το καΐκι». Γεγονός είναι ότι πριν από την αναχώρηση τηλεγράφησε τα ονόματα των δύο απρόθυμων πλοηγών του στο υπουργείο, για να φροντίσει τις οικογένειές τους σε περίπτωση που δεν θα γύριζαν πίσω.

Ένας από τους ναύτες του «11», ο ιδιαίτερος υπηρέτης του Βότση και του υπάρχου Χατζίσκου, μονολογούσε την παραμονή του εγχειρήματος: «Το μόνον που με μέλλει είναι ότι έχω πέντε αδελφές να παντρέψω». Η απάντηση του Βότση: «Αμ’ εκατό χρόνια να ζήσης, θα τρομάξης να τις παντρέψης, εν’ ω αν σκοτωθής, θα τις παντρέψη το Κράτος»! Ο ίδιος ο Βότσης δεν παίρνει μαζί του στο πλοίο τις φωτογραφίες της οικογένειάς του, «διότι, όπως έλεγον βραδύτερον εις την γυναίκα μου, ουδείς ήθελον να απασχολή την καρδίαν μου η οποία ανήκε τότε ολόκληρος εις την Πατρίδα». Ζητά μόνο, αν σκοτωθεί, να παραδώσουν στον γιο του, που δεν έχει ακόμη δει, μια που είχε γεννηθεί στο Λονδίνο μόλις πριν από λίγες μέρες, το οικογενειακό δαχτυλίδι που φοράει πάντα, όπως πριν από εκείνον ο πατέρας και ο παππούς του.

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-7
Τομή τορπίλης που εκτοξεύθηκε από το «Τορπιλοβόλο 11» εναντίον του «Φετχί Μπουλέντ» (Συλλογή Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος).

Μετά τη δύση του ηλίου η «Σφακτηρία» αποπλέει για Βόλο. Λίγο πριν, ο Βότσης στέλνει εκεί κάποια έγγραφα, τον ιστό του τορπιλοβόλου και την καπνοδόχο της θερμάστρας του διαμερίσματός του, καμουφλάροντας την όψη του πλοίου του. Τέλος, αποστέλλει διά βραχιόνων (με σημαίες χειρός) το σήμα:

«Το τορπιλλοβόλον 11, πριν επιχειρήση να γράψη μίαν σελίδα εις την ιστορίαν, σας αποχαιρετά.
Το πλήρωμα του τορπιλλοβόλου 11».

Ο προβολέας του Καραμπουρνού ήταν πανίσχυρος· άναβε κάθε βράδυ και επόπτευε περιστροφικά την είσοδο του κόλπου της Θεσσαλονίκης. Τα φώτα του έφταναν μέχρι το Ελευθεροχώρι, όπου βρισκόταν το «11», δέκα ναυτικά μίλια από τη Θεσσαλονίκη. Απέναντι από το Καραμπουρνού, στις εκβολές του Αξιού, όπου υπήρχε «σημαντήρ μετά φανού (Καραβοφάναρο)», το βάθος της θάλασσας ήταν μεταβαλλόμενο λόγω των επιχώσεων από το ποτάμι. Επίσης, ο κόλπος ήταν ναρκοθετημένος από τους Τούρκους.

Γύρω στις 9.20, το «11» αποπλέει από το Ελευθεροχώρι με όλα τα φώτα καλυμμένα και κινείται με μεγάλη ταχύτητα. Ο Βότσης, από τις πληροφορίες που παίρνει από τους δύο ψαράδες, αποφασίζει να εισέλθει στον κόλπο από τα δυτικά, μακριά από το Καραμπουρνού, συνεχώς ελέγχοντας το βάθος των νερών και προσέχοντας για νάρκες. Ο Βλαχόπουλος, αφού το έχει πάρει απόφαση ότι δεν υπάρχει επιστροφή, συμμετέχει και βοηθά γνωρίζοντας καλά τα μέρη. Από τις οδηγίες των δύο ψαράδων, ο Βότσης γνωρίζει τη θέση του «Φετχί Μπουλέντ», το σχήμα του οποίου έχει καλά μελετήσει. Στο λιμάνι βρίσκονται άλλα δύο πολεμικά, ένα αγγλικό και ένα ρωσικό, τα οποία διακρίνονται μέσα στο σκοτάδι και στην ομίχλη. Αποφασίζει να επιτεθεί από ανατολικά, όπου βρίσκονται αυτά, για να μην κινδυνέψουν, αλλά και για να είναι στραμμένο το πλοίο του έτσι ώστε να διευκολυνθεί η διαφυγή τους.

Περί τις 11.20 στο «11» διακρίνουν καθαρά τον όγκο του Φετχί Μπουλέντ. Πλησιάζουν σε απόσταση 150 μέτρων και ο Βότσης δίνει διαταγή να εκσφενδονισθούν οι τορπίλες. Οι εκρήξεις συνταράσσουν το λιμάνι· «Την στιγμήν εκείνην ησθάνθην στιγμιαίαν ευχάριστον συγκίνησιν, την οποία δεν δύναμαι να περιγράψω, αλλά θα μείνη ανεξάλειπτος εις την μνήμην μου, καθ’ όλην την διάρκειαν της ζωής μου, η θέα του εχθρικού πλοίου κατά τας στιγμάς αυτάς». Το τορπιλοβόλο στρέφεται να φύγει χωρίς να δει το θωρηκτό να βυθίζεται, μάλιστα για μέρες δεν ήξεραν αν είχε βυθιστεί εντελώς. Η διαφυγή δεν είναι εύκολη, η δέσμη του προβολέα τους ακολουθεί για λίγο, δεν γίνονται όμως αντιληπτοί μέσα στον πανικό. Ο Βότσης αποδίδει τη σωτηρία τους από τις νάρκες στο μικρό βύθισμα του πλοίου και την τύχη. Περνώντας απέναντι από το Καραμπουρνού, στέλνουν μια ακόμη αυθάδη βολή προς το φρούριο, μια που ήταν πια εκτός κινδύνου, και απομακρύνονται. «Η από της αναχωρήσεως μέχρι της στιγμής εκείνης ιερά σιγή του πληρώματος ελύθη»· οι ναύτες ξεσπούν σε ζητωκραυγές και πυροβολούν στον αέρα, ενώ σηκώνουν τον κυβερνήτη τους στα χέρια.

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-8
Επιστολικό δελτάριο για την τορπίλιση του «Φετχί Μπουλέντ» («Καλή Νίκη» – Αρχείο Γιάννη Μέγα).

Το «Τορπιλοβόλο 11» επιστρέφει στη Βρωμερή (σημ. Καλλιθέα) Κατερίνης, όπου τους περιμένει τηλεγράφημα που ανακαλεί την επιχείρηση, καθώς από το υπουργείο είχαν φοβηθεί σφαγές στη Θεσσαλονίκη για αντίποινα. Είναι όμως αργά γι’ αυτό. Τα συγχαρητήρια δεν θα αργήσουν να φτάσουν. Ο ναύαρχος Κουντουριώτης πληροφορείται για το κατόρθωμα του ανιψιού του επί του «Αβέρωφ» στο λιμάνι του Μούδρου στη Λήμνο. Το κατόρθωμα του Βότση έδωσε ισχυρό μήνυμα της ελληνικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη, σε μια κρίσιμη στιγμή, που ακόμη δεν είχε διαφανεί αν θα κατέληγε σε ελληνικά ή βουλγαρικά χέρια. 

Στις 26 του μήνα, ο ελληνικός στρατός μπαίνει στη Θεσσαλονίκη. Τον Μάρτιο του 1937 σε επίσημη τελετή παραδίδεται το τηλεβόλο του «Τορπιλοβόλου 11» στη γενέτειρα του Βότση, την Yδρα. Στο Αρχείο – Μουσείο της βρίσκεται σήμερα και η σημαία του τορπιλοβόλου. Η στολή του Βότση, η σημαία του «Φετχί Μπουλέντ» και το Βιβλίο ∆ιαταγών του «Τορπιλοβόλου 11» φυλάσσονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, για τον εμπλουτισμό του οποίου ο Βότσης είχε εργαστεί ιδιαίτερα. 

Το κατόρθωμα του Βότση έδωσε ισχυρό μήνυμα της ελληνικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη σε μια κρίσιμη στιγμή, που ακόμη δεν είχε διαφανεί αν θα κατέληγε σε ελληνικά ή βουλγαρικά χέρια.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βότσης, τον Νοέμβριο του 1912, από το λιμάνι του Μούδρου ζητά άδεια να εισπλεύσει στην Προποντίδα και να χτυπήσει τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στη Ραιδεστό. Η άδεια δεν δόθηκε. Τέλος, ο Βότσης μόλις δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του κατάφερε να επισκεφτεί τη Θεσσαλονίκη, που τον υποδέχτηκε με μεγάλες τιμές· μέχρι τότε μόνο τη θάλασσά της είχε διαπλεύσει κρυφά…

Yπατος αρμοστής στην Πόλη

Μια νευραλγική θέση σε εχθρικό κλίμα.

Κωνσταντινούπολη 1920. Η πρωτεύουσα της νικημένης στον Μεγάλο Πόλεμο Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τελεί από το 1918 υπό συμμαχική διοίκηση. Οι νικήτριες χώρες –ανάμεσά τους και η Ελλάδα– εκπροσωπούνται εκεί από τον ύπατο αρμοστή τους· τα πολεμικά τους πλοία είναι αγκυροβολημένα στον Κεράτιο κόλπο. Σύμπασα η ακμάζουσα ελληνική κοινωνία της Κωνσταντινούπολης ενστερνίζεται το όραμα του Βενιζέλου για την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, τον Ιούλιο του 1920, καθιστά για τους Eλληνες της Ανατολής το όνειρο της ελευθερίας απτή πραγματικότητα.

Η είδηση της αναπάντεχης συντριπτικής ήττας του Βενιζέλου στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία. «Η απαισιοδοξία και η ευαισθησία της κοινής γνώμης υπήρξαν τόσο μεγάλαι ώστε, ως εγώ αντελήφθην, άνδρες ώριμοι έκλαυσαν», γράφει προς το Υπουργείο Εξωτερικών ο ύπατος αρμοστής (1919-1921) Ευθύμιος Κανελλόπουλος. Συνεχίζοντας την παράδοση του Εθνικού ∆ιχασμού, η νέα κυβέρνηση προβαίνει σε αποτάξεις των βενιζελικών αξιωματικών από τον στρατό. Αυτό οδηγεί περίπου 150 από αυτούς στην Πόλη, όπου ιδρύουν την Εθνική Άμυνα Κωνσταντινουπόλεως. 

Από το τέλος του πολέμου ο Βότσης, που έχει αποστασιοποιηθεί από τη βενιζελική παράταξη, παραμένει ∆ιοικητής Αμύνης του Σαρωνικού. Μετά την κυβερνητική αλλαγή και την επιστροφή του Κωνσταντίνου Α΄ στον θρόνο, τοποθετείται κυβερνήτης στο θωρηκτό «Κιλκίς» και αποστέλλεται στην Κωνσταντινούπολη ως Ανώτερος Ναυτικός ∆ιοικητής. Τον Ιανουάριο του 1921, η νέα κυβέρνηση τον ενημερώνει τηλεγραφικώς ότι ορίζεται ύπατος αρμοστής της Ελλάδας. Στον Βότση, η θέση αυτή χάρισε μοναδικές συγκινήσεις. Όπως θα αναφέρει σε ομιλία στη μνήμη του ο στρατηγός Αντώνιος Βίγκος, πρόεδρος της Αδελφότητος των εν Αθήναις Υδραίων, τον ∆εκέμβριο του 1931, «μία από τας ωραιοτέρας στιγμάς του βίου του και κατά την οποίαν ησθάνθη ανέκφραστον αγαλλίασιν και εθνικήν υπερηφάνειαν ήτο, ως ο ίδιος μου εδιηγήθη, η κατά την εν τω Πατριαρχικώ ναώ τέλεσις της Αγάπης, ήτοι του εσπερινού του Πάσχα. Κατ’ αυτήν, κατά παλαιόν έθιμον, παρίστανται εν επισήμω στολή, οι πρέσβεις ων Ορθοδόξων Κρατών, και κατά το έθιμον τούτο, τηρούμενον απαρεγκλίτως, τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, τον αρχηγόν της Ορθοδοξίας, κατερχόμενον του θρόνου του και μεταβαίνοντα εις την Μεγάλην Αίθουσαν του Συνοδικού, υποβαστάζουσι, τιμής ένεκα και συμβολικώς, δεξιόθεν μεν ο της μεγάλης Ρωσσίας, προστάτιδος της Ορθοδοξίας, πρεσβευτής και αριστερόθεν ο της μικράς μεν, αλλ’ ομοεθνούς τω Πατριάρχη, τω εκπροσώπω τούτω των εκλιπόντων αυτοκρατόρων, της μικράς, λέγω, Ελλάδος. Παυσάσης όμως, από της Ρωσσικής Επαναστάσεως, της Ρωσσίας να είναι αύτη η μεγάλη προστάτις της Ορθοδοξίας, την θέσιν του πρεσβευτού της κατέλαβε δικαιωματικώς, το έτος αυτό, ο Έλλην αρμοστής Κωνσταντινουπόλεως Βότσης».

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-9
Ο υποπλοίαρχος Ν. Βότσης κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Φωτογραφία Α. Γαζιάδη (Συλλογή Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος).

Το 1921, όμως, ο αρμοστής Βότσης «πατών το έδαφος της Βασιλίδος των πόλεων […] παρά την μεγάλην ψυχικήν αγαλλίασιν όλου του Ελληνισμού, επάτει επί ακανθών» (συνεχίζει ο Βίγκος). Όταν αναλαμβάνει τη θέση, είναι σαφές ότι βρίσκεται σε εχθρικό κλίμα. Σε έκτακτη συνεδρίαση της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης στις 28 Ιανουαρίου, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του αρμοστή από τον Βότση, «ο κ. Σταυρίδης [πρόεδρος της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης, γιατρός Γεώργιος Σταυρίδης, κάτοικος Πέραν] επί τη αφορμή πληροφορίας καθ’ ην ο κύριος Βότσης εζήτησε να καταθέση στέφανον εις το μνημόσυνον των αξιωματικών της Αμύνης λέγει ότι δεν πρέπει να γίνη δεκτός ο στέφανος προσφερόμενος από ανθρώπους οίτινες ύβρισαν αυτόν τον Αρχηγόν της Φυλής [Βενιζέλο] ως προδότην και αποκάλεσαν τους αξιωματικούς της Αμύνης λιποτάκτας». 

Το μεγαλύτερο ζήτημα που αντιμετώπισε ο Βότσης ως αρμοστής ήταν η εκλογή Οικουμενικού Πατριάρχη. Σύντομη αναδρομή: Σχεδόν ταυτόχρονα με την υπογραφή της ανακωχής το 1918, ο Οικουμενικός Θρόνος χηρεύει. Η εκλογή Πατριάρχη αναβάλλεται, με παρέμβαση του πρωθυπουργού Βενιζέλου, έως μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης. Με την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, μετά από δύο έτη εκκλησιαστικής εκκρεμότητας, προετοιμάζεται εκ νέου η διαδικασία της εκλογής Πατριάρχη. Τη συνεργασία και αμοιβαία εμπιστοσύνη Αθήνας και Κωνσταντινούπολης καταστρέφουν οι εκλογές του 1920. «Κ/πολις πάσχει εκ βενιζελίτιδος ευεξηγήτου» διαβάζει σε αναφορά που λαμβάνει ο πρώτος μετανοεμβριανός πρωθυπουργός Ράλλης. Η νέα κυβέρνηση προσπαθεί να αναβάλλει την εκλογή στο δυσμενές για εκείνη κλίμα στην Πόλη. Επιπλέον, τον Μάρτιο 1921, ο πατριαρχικός θρόνος χηρεύει διπλά με τον θάνατο του τοποτηρητή ∆ωροθέου, στη θέση του οποίου τοποθετείται ο Νικόλαος Καισαρείας. Ο Βότσης θεωρείται και είναι εκπρόσωπος της κυβέρνησης Αθηνών. Πάντα νομότυπος αλλά και διαλλακτικός, εκτός από τις συνομιλίες του με τη μικρή ομάδα μητροπολιτών και συμβούλων αντίθετη με τη βενιζελική πλειοψηφία, συνεργάζεται άψογα και με τους μετριοπαθείς και των δύο πλευρών. 

Τον Απρίλιο εκδίδεται νέα εγκύκλιος του Πατριαρχείου για διαδικασία εκλογής. Επιχειρώντας ξανά αναβολή, η κυβέρνηση Γούναρη οργανώνει συνέλευση στην υπό ελληνική διοίκηση Αδριανούπολη όλων των ιεραρχών που πρόσκεινται στο Πατριαρχείο (και από τις νέες χώρες και τις ελληνοκρατούμενες περιοχές) ώστε να εξασφαλιστεί η νομιμότητα της διαδικασίας. Ο Βότσης, πάντα αντικειμενικός, καταγγέλλει πιέσεις που δέχονται ιεράρχες προκειμένου να παραστούν. Εξάλλου, ο ίδιος έχει σοβαρούς ενδοιασμούς για τη συνέλευση της Αδριανούπολης· η στάση του διαφοροποιείται από της κυβέρνησης. Υποστηρίζει την κανονική διενέργεια της εκλογικής διαδικασίας στην Κωνσταντινούπολη και προτείνει στην Αθήνα να φροντίσει για την αποστολή ομοφρόνων αντιπροσώπων από τις ελεγχόμενες από την Ελλάδα περιοχές: «Η ομάς αύτη θα συγκρατήση έκτροπα της εκλογικής Συνελεύσεως». Με άλλα λόγια, προσπαθεί να πείσει την κυβέρνηση να δεχτεί τη διαδικασία της εκλογής ελέγχοντας όσο γινόταν τους εκλέκτορες, για να δημιουργηθεί το αντίπαλον δέος των φανατικών της Άμυνας. Ο ίδιος διεξάγει συνομιλίες με μετριοπαθείς Αμυνίτες ιεράρχες, προκειμένου να υπάρξουν υποψήφιοι κοινής αποδοχής. Αντίθετα από τις εισηγήσεις του, η συνέλευση της Αδριανούπολης συγκαλείται στις 22 Μαΐου και καταλήγει σε αναβολή της εκλογής. 

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-10
Η γέφυρα του Γαλατά στον Κεράτιο Κόλπο (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).

Η πατριαρχική εκλογή προκηρύσσεται ξανά στις 6 Οκτωβρίου. Η κυβέρνηση την ίδια ημέρα τηλεγραφεί στον Βότση, ζητώντας νέα αναβολή, με πρόσχημα τις εορτές των Χριστουγέννων. Εκείνος προειδοποιεί ότι κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό. Προτεραιότητά του να αποφευχθούν υποψηφιότητες ακραίες και από τις δύο πλευρές: «Πρέπει να καταβληθεί πάσα ενέργεια όπως αποσταλώσιν αντιπρόσωποι κατάλληλοι της εμπιστοσύνης του καθεστώτος και επιτύχωμεν πλειοψηφίαν διότι εκ των ενεργειών της Αμύνης ενταύθα και αλλαχού αντιλαμβάνομαι ότι θα θελήσωσι να μετατρέψωσιν [τη συνέλευση] εις Πανελλήνιον Εθνοσυνέλευσιν και αποδοκιμάζοντες καθεστώς και Βασιλέα να εκλέξωσι Πατριάρχην φανατικόν, δημιουργούντες έκρρυθμον κατάστασιν». Και σε άλλο τηλεγράφημα: «Αν δεν υποστηριχθή φανατικός υποψήφιος Κυβερνήσεως, οι ενταύθα θα δείξωσι μετριοπάθειαν και πιθανώς θα γίνη εκλογή μεταξύ συντηρητικών μετριοπαθών Μητροπολιτών». 

Και ενώ η Αθήνα αρχικά δείχνει να πείθεται, επανέρχεται αιφνίδια στην αρχική της θέση· τρίτη αναβολή όμως δεν μπορεί να υπάρξει. Το στρατιωτικό αδιέξοδο της Ελλάδας καθιστά επιτακτική την ύπαρξη Πατριάρχη σε θέση να αναλάβει διπλωματικές πρωτοβουλίες για την τύχη του ποιμνίου του. Ήδη υπάρχουν σκέψεις από την Άμυνα για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους προκειμένου να διασωθεί ο Ελληνισμός της Ανατολής. Ακριβώς στη δημιουργία αντίθετου εθνικού πόλου αντιδρά σθεναρά η Αθήνα. Τον Νοέμβριο, μεγάλη κρίση σοβεί εντός των ∆ύο Σωμάτων του Πατριαρχείου, την οποία ο Βότσης περιγράφει διεξοδικά σε εκθέσεις του προς το υπουργείο. Υπό το βάρος του αδιεξόδου που διαφαίνεται καθαρά, η Κωνσταντινούπολη είναι αποφασισμένη να προχωρήσει σε εκλογή και η Αθήνα να την ακυρώσει με όπλο την αποχή ιεραρχών που ελέγχει, την προσβολή της εγκυρότητας και τελικά τη μη αναγνώριση της εκλογής. 

Η διαδικασία εκλογής πραγματοποιείται τελικά στις 25 Νοεμβρίου σε κλίμα ακραίας πόλωσης. «Το όνομα του Μελετίου φέρεται εις τα χείλη όλων σχεδόν των εκλεκτόρων και των εν τω περιβόλω του Πατριαρχείου συγκεντρωμένων εγκαθέτων». Η υποψηφιότητα που συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους για τον καταρτισμό του τριπροσώπου (τριών τελικών υποψηφίων) είναι εκείνη του Αμασείας Γερμανού (Καραβαγγέλη), ο οποίος εξαναγκάζεται από έντονες πιέσεις των Αμυνιτών να κάνει πίσω. Πατριάρχης αναδεικνύεται ο Κρητικός, βενιζελικός, πρώην Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος, παρόλο που δεν συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη συμπάθεια μεταξύ των ιεραρχών. Το γεγονός αποδίδεται σε αποστολή σχετικού τηλεγραφήματος υπογεγραμμένου από τον γραμματέα του Βενιζέλου το βράδυ της παραμονής της εκλογής, κάτι που επιβεβαιώνει ο Βότσης σε έκθεσή του προς την Αθήνα. 

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-11
Ο Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης (Alamy/Visualhellas.gr).

Η θέση του Βότση στην Πόλη είναι ήδη από καιρό δυσχερής. Τον Σεπτέμβριο, διακόσιοι αντιπρόσωποι ελληνικών σωματείων της Πόλης συγκεντρώθηκαν κατόπιν πρόσκλησης της Εθνικής Αμύνης και «απεφάσισαν όπως διά ψηφίσματος προς το Πατριαρχείον ζητήσωσι όπως τούτο διαμαρτυρηθή προς την κυβέρνησιν Αθηνών διότι ο Αρμοστής της Ελλάδος κ. Βότσης, καλέσας τους αντιπροσώπους διαφόρων συλλόγων, συνέστησεν εις αυτούς όπως απόσχουν της συνελεύσεως της Εθνικής Αμύνης εκστομίσας βαρείας φράσεις κατά του αλυτρώτου Ελληνισμού. Το ψήφισμα ζητεί όπως το Πατριαρχείον απαιτήση την εκ Κωνσταντινουπόλεως απομάκρυνσίν του διακόπτον συνάμα μέχρις αντικαταστάσεώς του τας μετά της Ελληνικής αποστολής σχέσεις του» (Μακεδονία Θεσσαλονίκης, 26.9.1921).

Ο Βότσης στις σημειώσεις του δεν κάνει καμία νύξη για τα παραπάνω γεγονότα. Αναφέρει μόνο ότι τον Ιανουάριο του 1922 ζητά τρίμηνη άδεια λόγω ασθενείας και κατόπιν, με επανειλημμένα τηλεγραφήματα, την οριστική του αποχώρηση από τη θέση του αρμοστή. Τελικά η κυβέρνηση Γούναρη τον αντικαθιστά στις 28 Ιανουαρίου. 

Ο Βότσης καταφέρνει να εγκαταλείψει την Πόλη στις 25 Φεβρουαρίου, απογοητευμένος και πικραμένος από τις ακρότητες των οποίων έγινε μάρτυρας και από τις δύο πλευρές. Καταφύγιό του, το Ναυτικό. «Καίτοι πρώην Ύπατος Αρμοστής, παρά τας αντιθέτους συμβουλάς φίλων, όπως δώσω το καλό παράδειγμα, εζήτησα, άμα η υγεία μου το επέτρεψε, να τοποθετηθώ πάλιν και εγώ Κυβερνήτης και να σταλώ εις το Μέτωπον, αφού η Πατρίς ήτο εν Πολέμω»…

Στη Σμύρνη και στη Χίο

Το τέλος της πορείας του στο Ναυτικό.

Αύγουστος 1922, οι τελευταίες δραματικές ημέρες του μικρασιατικού Ελληνισμού. Το μικρασιατικό μέτωπο καταρρέει στις 13 Αυγούστου· η άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη γραμμή του Αφιόν Καραχισάρ οδηγεί την κυβέρνηση να διατάξει την εσπευσμένη αποστολή των θωρηκτών «Λήμνος» και «Κιλκίς» στη Σμύρνη. Κυβερνήτης του «Λήμνος», το οποίο παρέλαβε στα τέλη Ιουνίου στο λιμάνι της Κίου (σημ. Gemlik), στη Θάλασσα του Μαρμαρά, είναι ο Βότσης. 

Ο Βότσης θεωρεί τη διαταγή κίνηση πανικού. ∆ύο ημέρες αργότερα, πλέοντας προς τη Σμύρνη, μαθαίνει από τηλεγράφημα ότι το κρυπτογραφικό λεξικό της ∆ιοικήσεως Κιουταχείας διασώθηκε από έναν στρατιώτη. Τότε μόνο συνειδητοποιεί την έκταση της καταστροφής και υποπτεύεται τα πανικόβλητα κύματα φυγής που επικρατούν στην ελληνική διοίκηση. Την επομένη, αξιωματικοί του Ναυτικού που επισκέπτονται το πλοίο μόλις καταπλέει στο λιμάνι, επιβεβαιώνουν τις ζοφερές ειδήσεις. Αμέσως ο Βότσης μεταβαίνει στο ελληνικό Στρατηγείο, όπου συναντά τον αρχιστράτηγο Γεώργιο Χατζηανέστη. Εκείνος, την ύστατη ώρα, τον διαβεβαιώνει ότι η εκκένωση του στρατού γίνεται κανονικά και οι φυγάδες θα τουφεκίζονται. Η εντύπωση που αποκομίζει όμως ο Βότσης από την εικόνα που παρουσιάζουν τα γραφεία του Στρατηγείου είναι τελείως διαφορετική. Τρεις ημέρες αργότερα, ο Χατζηανέστης έχει αντικατασταθεί.

Ο Βότσης περιγράφει σκηνές που εκτυλίχτηκαν στις 24 Αυγούστου, όταν φτάνουν στη Σμύρνη δύο πλοία με ενισχύσεις από την Ανατολική Θράκη: Μικρασιάτες στρατιώτες ζητούν να αποβιβαστούν για να γυρίσουν στα σπίτια τους που κινδυνεύουν, εύζωνοι αρνούνται να αποβιβαστούν απειλώντας με τη ρίψη χειροβομβίδων, ενώ ένα συνηθισμένο τιμητικό πρόσταγμα «εις τα όπλα» που δίνεται έξω από το Στρατηγείο οδηγεί σε πανικόβλητες αντιδράσεις τους παριστάμενους στρατιώτες που φοβήθηκαν ότι ξεκίνησε η τουρκική εισβολή. 

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-12
Ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).

Την ίδια μέρα, Τετάρτη 24 Αυγούστου, πολύτιμο φορτίο μεταφέρεται βιαστικά στο θωρηκτό από τη Μητρόπολη της πόλης. Το συνοδεύει επιστολή του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, στην οποία, λίγες μόλις ημέρες πριν από τον μαρτυρικό του θάνατο, σημειώνει:

«Ευγενέστατε ∆ιοικητά του Θωρηκτού Λήμνος, 
Φίλε κύριε Βότση,
Συμφώνως προς τη θερμήν μου προφορικήν παράκλησιν και την πρόθυμον και ευγενή Υμών υπόσχεσιν, ιδού αποστέλλω διά του ανθρώπου μου Πολυδώρου Καλαφάτη, τα δύο κιβώτιά μου περιέχοντα επίσημα έγγραφα της Μητροπόλεώς μου και αρχιερατικά άμφια, κεκλεισμένα ασφαλώς και εσφραγισμένα διά της επισήμου σφραγίδος της Μητροπόλεώς μου με ισπανικόν κηρόν και επί της κλειδωνιάς και επί των κόμδων του σχοινίου, μεθ’ ου έκαστον κιβώτιον είναι καλώς δεδεμένον. 

»Παρακαλώ διατάξητε ευαρεστούμενος να κρατηθώσι εν ασφαλεί μέρει του Θωρηκτού και να μοι επιστραφώσιν όταν ζητηθώσι και αφού εξασφαλισθή η ησυχία και η τάξις εν τω τόπω μας.

»Παρακαλώ επί πλέον, ευγενέστατε φίλε, όπως ευαρεστηθήτε και υπογράψητε το έτερον του εις διπλούν παρόντος γράμματός μου και μοι επιστραφή, ίνα έχω μίαν απόδειξιν παραδόσεως, χρησιμοποιηθησομένην κατά τον χρόνον της παραλαβής των.

»Ευχαριστών Υμάς, Εξοχώτατε ∆ιοικητά, δράττομαι της ευκαιρίας να σημειωθώ μετ’ αδελφικής αγάπης και τιμής.
Εν Σμύρνη τη 23η Αυγούστου 1922
Πιστός φίλος
Ο Σμύρνης Χρυσόστομος»

Τις επόμενες ημέρες, ο Βότσης είναι μάρτυρας της εκκένωσης του ελληνικού στρατού και της αναχώρησης της ελληνικής διοίκησης, του στρατηγείου και του στόλου. Στις 6 το πρωί του Σαββάτου 27 Αυγούστου, της αποφράδας ημέρας κατά την οποία ο τουρκικός στρατός εισέρχεται στη Σμύρνη, το «Λήμνος» αποπλέει προς τον νότο της χερσονήσου της Ερυθραίας και σφυροκοπά με τα πυροβόλα τους λόφους πίσω από τους οποίους βρίσκονται οι θέσεις των Τούρκων, τόσο για εκφοβισμό όσο και για να επιβραδύνει την προέλασή τους, δίνοντας χρόνο στους Έλληνες στρατιώτες να φτάσουν στη θάλασσα. Ο Βότσης περισυλλέγει στο «Λήμνος» απομεινάρια του ελληνικού στρατού και στις 3 Σεπτεμβρίου αγκυροβολεί στο λιμάνι της Χίου. 

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-13
Έλληνες Μικρασιάτες στην προκυμαία της Σμύρνης, περιμένοντας τις βάρκες που θα τους μεταφέρουν στα πλοία (TopFoto).

Στη Χίο θα ζήσει το ξέσπασμα της επανάστασης του Σεπτεμβρίου του 1922, στην οποία οδηγεί ο αναβρασμός στις τάξεις των βενιζελικών αξιωματικών και του ταπεινωμένου στρατού. Επικεφαλής της επανάστασης στη Χίο και στη Μυτιλήνη, οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς. Με ενέργειες του αντιπλοιάρχου ∆ημήτριου Φωκά, προσχωρεί και ο στόλος στην επανάσταση. 

Ο Βότσης περιγράφει το πρωί της Κυριακής 11 Σεπτεμβρίου, που κηρύσσεται επίσημα η ήδη εκδηλωμένη επανάσταση: «Την 3ην πρωινήν ήκουσα θόρυβον εις την θύραν του δωματίου μου και την λέξιν “ανοίξατε”. Εξυπνήσας ενόμισα ότι αγγελιοφόρος ήρχετο να μοι μεταδώση διαταγήν του Ναυάρχου και ηρώτησα αυτόν διατί δεν ήνοιγε την θύραν ως συνήθως, καθόσον ουδέποτε την εκλείδωνα. Εν τω μεταξύ η θύρα ήνοιξε και εισήλθον τέσσαρες ανθυπολοχαγοί και υπολοχαγοί με προτεταμένα τα πιστόλια. Ο εις εξ αυτών μοι είπεν ότι, κατά διαταγήν της Επαναστατικής Επιτροπής, κατελήφθη το πλοίον και να ετοιμασθώ διά να εξέλθω εις την ξηράν. Η απρόοπτος εισβολή εις το δωμάτιόν μου ενόπλων αξιωματικών του Στρατού της ξηράς, χωρίς να ακούσω ταραχήν τινα ή συμπλοκήν προηγουμένως επί του καταστρώματος, με έκαμε να συμπαιράνω ακαριαίως ότι οι αξιωματικοί της “Λήμνου” ήσαν συνεννοημένοι μετά των επαναστατών και συνεπώς πάσα επιθετική ενέργειά μου θα ήτο άσκοπος».

Πράγματι, το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος του «Λήμνος» είχε ήδη προσχωρήσει στην Επανάσταση. Την ώρα που σκοπός ήταν ο μυημένος ανθυποπλοίαρχος Λαμπρινόπουλος, το πλοίο κατέλαβαν 20 αξιωματικοί και περίπου 50 στρατιώτες υπό τον ταγματάρχη Βαμβακόπουλο, μέσω του ρυμουλκού που χρησιμοποιείτο συνήθως για τον ανεφοδιασμό του πλοίου. Ανάμεσα στους επαναστάτες και ο ύπαρχος, αντιπλοίαρχος Ιωάννης Πετροπουλάκης. Τα διαμερίσματα των ναυτών, οι οποίοι κοιμούνταν, είχαν αποκλειστεί· όσοι είχαν βάρδια δεν θα τολμούσαν να αντιταχθούν στις διαταγές των αξιωματικών του πλοίου. 

Ενώ ετοιμάζεται, ο Βότσης μαθαίνει από τους φρουρούς του ότι στη Χίο το κίνημα εξερράγη από τους συνταγματάρχες Πλαστήρα, Γαρδίκα και Κοιμήση, ενώ με τον ίδιο τρόπο πιάστηκαν στον ύπνο και οι αξιωματικοί του αντιτορπιλικού «Σφενδόνη» και του ευδρόμου «Νάξος». Από τον μυημένο στο κίνημα πλωτάρχη Αρβανίτη και τον ταγματάρχη Βαμβακόπουλο, επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων που κατέλαβαν το «Λήμνος», ο Βότσης θα πληροφορηθεί ότι οι αξιωματικοί του Ναυτικού επιθυμούν την προσχώρησή του στην Επανάσταση και την ανάληψη της αρχηγίας του στόλου. Ο Βότσης ακόμη δεν είναι σίγουρος για τις προσεχείς κινήσεις του, όταν όμως πληροφορείται από τον αγγελιαφόρο του για τις συζητήσεις των υπαξιωματικών, οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνο για το γεγονός ότι μετά την Επανάσταση θα μετέβαιναν στη Θράκη, και έτσι θα εξακολουθούσαν να λαμβάνουν τον μισθό τους, απογοητεύεται και αποφασίζει οριστικά να αποχωρήσει από το πλοίο. 

Το πρωί ο Πλαστήρας επισκέπτεται τον Βότση. Τον διαβεβαιώνει ότι οι αξιωματικοί και τα πληρώματα του στόλου, καθώς και οι αξιωματικοί του στρατού, τρέφουν μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό του και τονίζει την επιθυμία όλων να αναλάβει την αρχηγία του Ναυτικού, προσχωρώντας στο Κίνημα. Ο Βότσης ζητά να μάθει τους σκοπούς της επανάστασης. «Είχον ήδη λάβει την απόφασίν μου. Του απήντησα ότι, τον ευχαριστώ πολύ ως και τους αξιωματικούς. Αλλ’ ότι λυπούμαι διότι κατ’ αρχήν είμαι εναντίον των Επαναστάσεων, ιδίως δε, ότι, εις τας παρούσας περιστάσεις δεν αισθάνομαι το θάρρος να αναλάβω την ευθύνην μιας εσωτερικής αιματοχυσίας, η οποία θα καταστρέψη τελείως τον τόπον μας. Του προσέθεσα ότι μόνον μία συνεργασία του Βασιλέως μετά του Βενιζέλου, εάν ήτο δυνατή, θα έφερε την εσωτερικήν ένωσιν. Είπον εν τέλει ότι τα εξωτερικά ημών ζητήματα εξαρτώνται ιδίως εκ της Αγγλίας, η οποία, κατ’ εμέ, και ενικήθη μεθ’ ημών εις Μικράν Ασίαν. Η δε εν Κωνσταντινουπόλει παραμονή μου με έπεισεν ότι το πρόσωπον του Βασιλέως Κωνσταντίνου υπήρξε πρόφασις και όχι η αιτία».

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-14
Διωγμένοι από τη μικρασιατική γη, πρόσφυγες της Ιωνίας βρίσκουν καταφύγιο στη Χίο, το 1922 (Φωτογραφικό Αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών).

Ο Πλαστήρας απαντά ότι λυπάται και τον καλεί να κατέβουν μαζί στην ξηρά, ελπίζοντας να αλλάξει γνώμη. Πράγματι, μεταβαίνουν μαζί στο Επαναστατικό Στρατηγείο, που έχει εγκατασταθεί κοντά στο λιμάνι της Χίου στην οικία Λιβανού, στην αυλή της οποίας βρίσκονται ένοπλοι στρατιώτες και πολυβόλα (το κτίριο αυτό της οδού Μιχ. Λιβανού 51, γνωστό ως Λιβανούδικο, είναι σήμερα η έδρα του Ιδρύματος Maria Tsakos). Εκεί συναντούν και άλλους συλληφθέντες αξιωματικούς, που είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν στο Κίνημα. Ο Πλαστήρας και οι επαναστάτες φέρονται με μεγάλη ευγένεια στον Βότση, ο οποίος παραμένει αμετακίνητος. Με αυτοκίνητο που του παραχωρείται, μεταβαίνει στον Κάμπο της Χίου, όπου ζητά φιλοξενία στην εξοχική κατοικία του Λεωνή Καλβοκορέση, καθώς στο νησί επικρατεί το αδιαχώρητο από στρατό και πρόσφυγες. 

Αργότερα επιστρέφει στο θωρηκτό, για να το παραδώσει επισήμως. Προτού εγκαταλείψει το σκάφος, παραδίδει επί αποδείξει τα κιβώτια που του είχε εμπιστευτεί η Μητρόπολη Σμύρνης στην ευθύνη του αντιπλοιάρχου Ιωάννη Πετροπουλάκη. Αργότερα θα παραδοθούν στην οικογένεια του ιεράρχη. Από το περιεχόμενό τους, τα άμφια δωρίζονται από τις αδελφές του Μητροπολίτη στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, όπου εκτίθενται έως σήμερα. Το Αρχείο παραδίδεται από τον ανιψιό του, μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο, στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, που θα τα δημοσιεύσει. 

Οι τελευταίες στιγμές του Βότση στο πλοίο του είναι συγκινητικές: «Επρογευμάτισα εκεί, παρέδωσα το πλοίον εις τον ύπαρχον Πετροπουλάκην και απεβιβάσθην μετά των αποσκευών μου τη 5ην μ.μ. διά του ρυμουλκού του εκτελούντος την συγκοινωνίαν της “Λήμνου” μετά της ξηράς. Την ώραν εκείνην ήτο ο κος Πλαστήρας επί της “Λήμνου” εν συμβουλίω μετά των αξιωματικών του Ναυτικού εις την αίθουσαν των Σημαιοφόρων. Πάντες ούτοι ανήλθον επί του καταστρώματος, όπως με αποχαιρετίσωσι, και το πλήρωμα έβλεπε την αναχώρησιν μου συγκεντρωμένον και περίλυπον. Την στιγμήν εκείνην, πριν καταβώ διά της ανεμόσκαλας της πρύμνης εις το ρυμουλκόν, αισθανόμενος ότι έφευγον διά παντός από το Ναυτικόν, το οποίον τοσούτον ηγάπησα, συνεκινήθην και απέστρεψα ταχέως την κεφαλήν μου, διά να κρύψω τα δάκρυα».

Μια σελίδα είχε γυρίσει στην ιστορία της χώρας και στη ζωή του Βότση.

Βιβλιογραφία
Βότσης Ν., «Ναυτικαί Αναμνήσεις της Οικογενείας μου», στο μηνιαίο περιοδικό Το μέλλον της Ύδρας, τ. 19, 1959 (δημοσιεύεται σε συνέχειες επιμελεία και φροντίδι του καθηγητού Ν. Γ. Χαλιορή).
Το μέλλον της Ύδρας, μηνιαίο περιοδικό 1932-1966.
Τανάγρας Άγγ., Η ανατίναξις του Φετχί Μπουλέντ και της κανονιοφόρου, Αθήνα 1914.
Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου, τόμ. Γ´: Μικρά Ασία, μητροπολίτης Σμύρνης Β´ (1918-1922), εισαγωγή – σημειώσεις Αλέξη Αλεξανδρή, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000.
Μαλτσίδης Α., Ο Νικόλαος Βότσης και ο τορπιλισμός του Φετχί Μπουλέντ, Θεσσαλονίκη 2012.
Μάμαλος Γ. Σ., Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στο επίκεντρο διεθνών ανακατατάξεων 1918-1972, Αθήνα 2011.
Νανάκης Στ. Α., Η χηρεία του Οικουμενικού Θρόνου και η εκλογή του Μελέτιου Μεταξάκη, 1918-1922, διδακτ. διατριβή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1988.
Ηλιάδου-Τάχου Σ., Ελευθέριος Βενιζέλος, ο «αρχηγός της φυλής», ο «λυτρωτής των αλυτρώτων». Μέσα από τα Αρχεία της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης Κωνσταντινουπόλεως (1920-1922), Αθήνα 2024.

Νικόλαος Βότσης – Ο καπετάνιος με την ψυχή μπουρλοτιέρη-15
Προτομή του Νικολάου Βότση στη Θεσσαλονίκη (Alamy/Visualhellas.gr).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT