Το ημερολόγιο έδειχνε 25 Νοεμβρίου 1960. Ενα τζιπ διέσχιζε έναν απόμερο δρόμο κοντά στα χωράφια με ζαχαροκάλαμα της περιοχής Λα Κούμπρε της Δομινικανής Δημοκρατίας. Επιβαίνοντες ήταν οι τρεις από τις τέσσερις αδελφές Μιραμπάλ, η Πάτρια, η Μινέρβα και η Μαρία Τερέζα, καθώς και ο οδηγός τους, Ρουφίνο ντε λα Κρουζ. Οι τρεις γυναίκες επέστρεφαν από το Πουέρτο Πλάτα, όπου είχαν επισκεφθεί τους συζύγους τους, πολιτικούς κρατούμενους του καθεστώτος Τρουχίγιο. Λίγες στιγμές αργότερα, το αυτοκίνητό τους θα έπεφτε στον γκρεμό.
Οι επίσημες αναφορές θα χαρακτήριζαν το περιστατικό ένα τραγικό αυτοκινητιστικό ατύχημα, αλλά τα δεδομένα «αφηγούνταν» μια διαφορετική ιστορία. Τα σώματα των γυναικών έφεραν σημάδια άγριου ξυλοδαρμού και τα οστά τους ήταν διαλυμένα: μία ακόμη σαφής απόδειξη της βίαιης καταστολής που χαρακτήριζε την 31χρονη δικτατορία του Ραφαέλ Τρουχίγιο.
Η διακυβέρνηση του Τρουχίγιο, που ξεκίνησε το 1930, ήταν μια εποχή καταστολής και αδυσώπητης προπαγάνδας. Ο ίδιος αυτοχαρακτηριζόταν «ευεργέτης» και «πατέρας του Νέου Eθνους», καλλιεργώντας μια προσωπολατρία τόσο διάχυτη που το όνομά του επικαλούνταν στις εκκλησίες μαζί με το όνομα του Θεού. Το πρόσωπό του κοσμούσε τα νομίσματα και τα συνθήματά του ήταν χαραγμένα σε κτίρια σε όλη τη χώρα. Ωστόσο, πίσω από αυτό το πατερναλιστικό καθεστώς κρυβόταν ένας βάναυσος μηχανισμός ελέγχου.
Ο στρατός και η μυστική αστυνομία του Τρουχίγιο λειτουργούσαν ατιμώρητα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα τρόμου.
Οι αντίπαλοι του καθεστώτος φιμώνονταν με φυλακίσεις, βασανιστήρια ή ακόμη και δολοφονίες. Ο στρατός και η μυστική αστυνομία του Τρουχίγιο λειτουργούσαν ατιμώρητα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα τρόμου. Η οικονομία, επίσης, προσαρμόστηκε στη θέληση του δικτάτορα, με τον Τρουχίγιο και την οικογένειά του να συσσωρεύουν τεράστιο πλούτο μονοπωλώντας τις βιομηχανίες και εκμεταλλευόμενοι τους πόρους του έθνους. Ωστόσο, ο έλεγχός του δεν ήταν αμιγώς πολιτικός ή οικονομικός: επεκτάθηκε και στις πιο προσωπικές πτυχές της ζωής των Δομινικανών, ιδίως όσον αφορά τη μεταχείριση των γυναικών.
Ο Τρουχίγιο ενσάρκωσε και χρησιμοποίησε ως όπλο τον σοβινισμό για να διατηρήσει την εξουσία του. Πρόβαλε μια εικόνα υπεραρρενωπότητας: ήταν δυνατός, αρρενωπός και απρόσβλητος. Οι συχνές και δημόσιες σεξουαλικές κατακτήσεις του έγιναν μέρος του μύθου του, μια επιβεβαίωση της κυριαρχίας που αντανακλούσε την ευρύτερη κοσμοθεωρία του. Για τον Τρουχίγιο, ο έλεγχος των γυναικών δεν ήταν απλώς μια προσωπική απόλαυση αλλά μια πολιτική δήλωση. Το να αντισταθεί κανείς στις προτάσεις του σήμαινε ότι αμφισβητούσε την κυριαρχία του, μια παράβαση που δεν μπορούσε να μείνει αναπάντητη.
Οταν η Μινέρβα Μιραμπάλ απέρριψε τις προτάσεις του Τρουχίγιο σε μια δημόσια εκδήλωση, οι συνέπειες ήταν άμεσες.
Αυτό το μισογυνικό ήθος διέπνεε το καθεστώς του. Οι γυναίκες που έπεφταν στην αντίληψη του Τρουχίγιο συχνά δεν είχαν άλλη επιλογή από το να υποταχθούν, καθώς οι οικογένειές τους μπορούσαν να αντιμετωπίσουν σοβαρές συνέπειες για την αντίστασή τους. Οι αδελφές Μιραμπάλ, και ιδιαίτερα η Μινέρβα, βίωσαν αυτήν την κατάσταση από πρώτο χέρι. Οταν η Μινέρβα απέρριψε τις προτάσεις του Τρουχίγιο σε μια δημόσια εκδήλωση το 1949, οι συνέπειες ήταν άμεσες. Η οικογένειά της αντιμετώπισε παρενοχλήσεις και διώξεις, με τον πατέρα της να φυλακίζεται για λίγο (και τελικά να πεθαίνει λίγο μετά την απελευθέρωσή του). Η ίδια η Μινέρβα φυλακίστηκε αργότερα και δεν μπορούσε να ασκήσει τη δικηγορία παρά την ολοκλήρωση των σπουδών της. Για τον Τρουχίγιο, οι αδελφές δεν ήταν απλώς πολιτικές εχθροί: ήταν γυναίκες που είχαν τολμήσει να τον ταπεινώσουν, μια προσβολή που απαιτούσε αντίποινα.
Παρά τους κινδύνους, οι αδελφές Μιραμπάλ, οι οποίες αποκαλούνταν χαϊδευτικά Las Mariposas (πεταλούδες), έγιναν ηγέτιδες του κινήματος αντίστασης κατά του Τρουχίγιο. Βοήθησαν στη δημιουργία του κινήματος της 14ης Ιουνίου, οργανώνοντας υπόγειες συγκεντρώσεις και διακινώντας αντικαθεστωτικά κείμενα. Ο ακτιβισμός τους καθοδηγούνταν από το όραμα μιας ελεύθερης και δίκαιης Δομινικανής Δημοκρατίας, αλλά ήταν επίσης βαθιά προσωπικός. Είχαν γίνει μάρτυρες της σκληρότητας και της διαφθοράς του καθεστώτος και δεν μπορούσαν να μείνουν άπραγες καθώς το έθνος τους υπέφερε κάτω από τη μέγγενη του Τρουχίγιο.
Μπαίνοντας στο ανδροκρατούμενο πεδίο της πολιτικής αντίστασης, οι αδελφές Μιραμπάλ αμφισβήτησαν όχι τον Τρουχίγιο αλλά και τις κοινωνικές δομές που επέτρεπαν την εξουσία του.
Η στάση των αδελφών γινόταν αντιληπτή ως πρόκληση όχι μόνο λόγω του πολιτικού κλίματος αλλά και λόγω των πολιτισμικών προσδοκιών που υπήρχαν για τις γυναίκες εκείνη την εποχή. Η δομινικανή κοινωνία, όπως και πολλές άλλες, ήταν βαθιά πατριαρχική, με άκαμπτους έμφυλους ρόλους που περιόριζαν τις γυναίκες στην οικιακή σφαίρα. Μπαίνοντας στο ανδροκρατούμενο πεδίο της πολιτικής αντίστασης, οι αδελφές Μιραμπάλ αμφισβήτησαν όχι μόνο τη δικτατορία του Τρουχίγιο αλλά και τις κοινωνικές δομές που επέτρεπαν την εξουσία του.
Ο ακτιβισμός των Mariposas είχε υψηλό κόστος. Συνελήφθησαν και βασανίστηκαν επανειλημμένα, αλλά με αυτά η αποφασιστικότητά τους αυξανόταν. Μάλιστα, πριν από τη δολοφονία τους, οι αδελφές Μιραμπάλ είχαν απελευθερωθεί από τη φυλακή νωρίτερα το ίδιο έτος, πιθανότατα λόγω της διεθνούς πίεσης στο καθεστώς του Τρουχίγιο, αν και οι σύζυγοί τους παρέμειναν κρατούμενοι, θέτοντας τις οικογένειές τους υπό συναισθηματική και πολιτική πίεση.
Στις 25 Νοεμβρίου 1960, καθώς επέστρεφαν από την επίσκεψη στους φυλακισμένους συζύγους τους, έπεσαν σε ενέδρα από τα πρωτοπαλίκαρα του Τρουχίγιο. Αφού ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου, τα σώματά τους τοποθετήθηκαν πίσω στο τζιπ το οποίο εκτροχιάστηκε, σε μια προσπάθεια να σκηνοθετηθούν οι δολοφονίες ως ατύχημα. Ομως, η βιαιότητα του θανάτου τους και τα καταφανή ψέματα του καθεστώτος απλώς ενίσχυσαν την αντίσταση στον Τρουχίγιο.
Πάντως, η επιλογή του να στοχοποιήσει τις γυναίκες με τόσο δημόσιο και βάναυσο τρόπο ήταν μια επιβεβαίωση της κυριαρχίας του, μια προειδοποίηση ότι καμία –ακόμη και οι πιο σεβαστές γυναίκες της Δομινικανής κοινωνίας– δεν ήταν εκτός της εμβέλειάς του.
Οι δολοφονίες τους, αντί να φιμώσουν τους αντιφρονούντες, εξόργισαν το κοινό και ενέτειναν την αντίθεση στο καθεστώς του Τρουχίγιο.
Ο θάνατος των αδελφών Μιραμπάλ αποτέλεσε ένα σημείο καμπής στην ιστορία της Δομινικανής Δημοκρατίας. Οι δολοφονίες τους, αντί να φιμώσουν τους αντιφρονούντες, εξόργισαν το κοινό και ενέτειναν την αντίθεση στο καθεστώς του Τρουχίγιο. Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1961, ο ίδιος ο Τρουχίγιο δολοφονήθηκε, οπότε μπήκε τέλος σε μία από τις πιο διαβόητες δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής.
Η ιστορία των αδελφών Μιραμπάλ παραμένει ως σήμερα ένα σύμβολο θάρρους και αντίστασης. Η ανυπακοή τους απέναντι σε έναν δικτάτορα –και στο πατριαρχικό σύστημα που ενσάρκωνε– έχει απήχηση πολύ πέρα από τη Δομινικανή Δημοκρατία. Το 1999, τα Ηνωμένα Εθνη όρισαν την 25η Νοεμβρίου ως Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, τιμώντας την κληρονομιά τους και τον συνεχιζόμενο αγώνα για δικαιοσύνη των φύλων.
Στον δρόμο όπου οι αδελφές Μιραμπάλ έκαναν το τελευταίο τους ταξίδι έχει ανεγερθεί ένα μνημείο προς τιμήν τους, μια αυστηρή υπενθύμιση του θάρρους και της θυσίας των αδελφών-συμβόλων της Δομινικανής Δημοκρατίας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

