Το μακρινό πλέον 2016, η ξακουστή διεθνής έκθεση τέχνης Documenta έλαβε χώρα για πρώτη φορά εκτός γερμανικών συνόρων, στην Ελλάδα της κρίσης. Εγινε πολύς ντόρος τότε για το μανιφέστο της έκθεσης, που ενέτασσε την ελληνική περίπτωση σ’ ένα συνεχές «από τη δικτατορία στον νεοφιλελευθερισμό», ενώ ακόμη και αντιεξουσιαστές των Εξαρχείων έβγαλαν μανιφέστο ενάντια στην αντιμετώπισή τους ως ιθαγενείς από τους βόρειους, που αναζητούσαν έμπνευση στην εντόπια «αντιστασιακότητα». Αντιπαραθέσεις όμως προκάλεσε και η χρήση του ευρύτερου χώρου του πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ, νυν Πάρκου Ελευθερίας, για τα καλλιτεχνικά δρώμενα και τις ομιλίες. Κάποιοι τότε μίλησαν για ιεροσυλία, παρά την έγκριση του αρμόδιου Συλλόγου Φυλακισμένων και Εξορισθέντων. Βοήθησε άραγε η αναπλαισίωση του χώρου στην κατανόηση της ίδιας της καθοριστικής έννοιας της αντίστασης σήμερα; Ισως ναι, ίσως όχι.
Ο αντιδικτατορικός αγώνας μεταπολιτευτικά είχε επενδυθεί από πολύ νωρίς με ιερότητα, καθορίζοντας εν μέρει και τις άμεσες πολιτικές εξελίξεις. Το ίδιο το Πολυτεχνείο ως συμβολική ημερομηνία νομιμοποίησε τις πρώτες ελεύθερες εκλογές στις 17 Νοεμβρίου 1974. Κάποιοι τότε μίλησαν για «καπέλωμα» του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος από τον Καραμανλή· όμως, την ιδέα δικαίωσε όχι μόνο η στιγμή, αλλά και η πάροδος του χρόνου. Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ στήθηκε πάνω στις αντιστασιακές περγαμηνές δύο παράνομων οργανώσεων, του ΠΑΚ και της Δημοκρατικής Αμυνας, παρά τη διαγραφή ομαδόν της τελευταίας από τον Ανδρέα για «φραξιονισμό». Αλλοι χώροι πάλι δεν κατάφεραν να αποταμιεύσουν τη σημαντική αντιδικτατορική δράση στελεχών τους, όπως για παράδειγμα η Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, παρότι τον πρώτο καιρό είχε στις τάξεις της το απόλυτο σύμβολο αγώνα: τον Αλέκο Παναγούλη.
Το παρελθόν και οι «ανοιχτοί λογαριασμοί» του υπερκαθόριζαν για χρόνια την πολιτική και δημόσια ζωή του τόπου: η δικτατορία, τα βασανιστήρια, αλλά στο βάθος και η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η έκρηξη της μέχρι πρότινος καταπιεσμένης αντιφασιστικής μνήμης. Aνθρωποι που αντιστάθηκαν, εξορίστηκαν και φυλακίστηκαν έγιναν βουλευτές, υπουργοί, δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί, με έντονο στίγμα δημόσιας παρέμβασης. Καθηγητές-γκουρού στο εξωτερικό, όπως οι Νίκος Πουλαντζάς και Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, θα αναγνώριζαν στην έκρηξη της νεανικής αμφισβήτησης των τελών του ’70 τη θετική και ελπιδοφόρα παρακαταθήκη του αντιδικτατορικού αγώνα. Στον αντίποδα, ο καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης, που είχε απολυθεί από το πανεπιστήμιο, συλληφθεί και βασανιστεί επί χούντας, θα ξιφουλκούσε αυτός μόνος ενάντια στους υφέρποντες κινδύνους του αχαλίνωτου αριστερόστροφου φοιτητικού συνδικαλισμού, που τρεφόταν από τις σάρκες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Θα μπορούσε ο Μαρωνίτης να μιλήσει τόσο έξω από τα δόντια χωρίς να αποκαθηλωθεί με συνοπτικό τρόπο αν δεν είχε δρέψει ο ίδιος δάφνες αντιστασιακού; Προφανώς όχι, και αυτό μας λέει πολλά για το αξιακό σύστημα της εποχής και το συμβολικό κεφάλαιο του αντιδικτατορικού αγώνα στο μεταπολιτευτικό σύμπαν. Ομως, το ακανθώδες ζήτημα του πόσοι τελικά αντιστάθηκαν καλύφθηκε κάτω από τον κουρνιαχτό της «παλλαϊκής» μαζικής αντίστασης στη χούντα, στο πλαίσιο του μυθεύματος του αντιστασιακού λαού, του οποίου ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει.
Το ακανθώδες ζήτημα του πόσοι τελικά αντιστάθηκαν καλύφθηκε κάτω από τον κουρνιαχτό της «παλλαϊκής» μαζικής αντίστασης στη χούντα, στο πλαίσιο του μυθεύματος του αντιστασιακού λαού, του οποίου ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει.
Η αίγλη της αντίστασης διατηρήθηκε σχετικά αλώβητη έως και τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80, παρά το πέρασμα από τη συλλογική υπερπολιτικοποίηση στην ατομική υπερκατανάλωση. Η Ελλάδα θα κατέγραφε τέσσερις πρωθυπουργούς με αντιδικτατορική δράση: δύο του ΠΑΣΟΚ με άμεση εμπλοκή σε αυτήν (Ανδρέας Παπανδρέου και Κώστας Σημίτης) και δύο της Ν.Δ. (οι πρεσβύτεροι Καραμανλής και Μητσοτάκης) με έμμεση. Φυλακίσεις, βόμβες, αντιχουντικές δηλώσεις, αντιδικτατορικά δίκτυα, εκστρατείες ενημέρωσης των ξένων για τη χούντα, το Συμβούλιο της Ευρώπης, είναι μέρος μόνο αυτού του πληθυντικού αγώνα ενάντια στο καθεστώς, παρά τις χαώδεις διαφορές. Το ίδιο ισχύει βεβαίως για αρχηγούς άλλων κομμάτων (μόνο από την ηγεσία του Συνασπισμού παρέλασαν τρεις κατεξοχήν αντιδικτατορικές φιγούρες).
Στην πορεία όμως η αντιδικτατορική δράση άρχισε να παραγνωρίζεται ή και να παρεξηγείται πλήρως. Στη δεκαετία του ’90, ο χαρακτήρας του Σπύρου των τηλεοπτικών «Απαράδεκτων», που «ήταν στο Πολυτεχνείο», υποδήλωνε τη σταδιακή εξαργύρωση της συμμετοχής στο φοιτητικό κίνημα σε επαγγελματική ανέλιξη και ευκαιριακές ερωτικές συνευρέσεις. Στις αρχές του 2000, με τις συλλήψεις της «17 Νοέμβρη», έλαβε χώρα η συλλογική αποκαθήλωση των λεγόμενων «δυναμικών» ενεργειών αντίστασης στη δικτατορία, μέσω μιας μηχανιστικής διασύνδεσης αντιδικτατορικού αγώνα και τρομοκρατίας. Παρότι σαφώς υπήρξαν περιπτώσεις ανθρώπων που επέλεξαν αυτόν τον ολισθηρό δρόμο, η συλλήβδην απαξίωση μιας ολόκληρης γενιάς κηλίδωσε για τα καλά το πρότινος άσπιλο φωτοστέφανο της αντίστασης. Οι αντιστασιακές περγαμηνές, ένσημα έως τότε, άρχισαν να παραλείπονται από τα βιογραφικά.
Σήμερα, πολλά από αυτά τα ‘χει καλύψει η λήθη, ενώ η δημόσια ιστορία καλείται να «μορφώσει» νέες γενιές σε σχέση με το παρελθόν, με τα 60s και 70s να έχουν την τιμητική τους. Σειρές όπως οι «Αγριες μέλισσες», «Τα καλύτερά μας χρόνια», και η «Παραλία» επανατοποθετούν το κεντρικό ερώτημα της αντίστασης, αναδεικνύοντας και γκρίζες ζώνες ανάμεσα στην παθητικότητα και την αγωνιστικότητα, το δημόσιο και το ιδιωτικό, με τα βασανιστήρια να δίνουν και να παίρνουν, ως αναπαράσταση πλέον. Οκτώ χρόνια μετά την Documenta, η Εθνική Πινακοθήκη πήρε τα εικαστικά σκήπτρα, φιλοξενώντας μια συγκριτική έκθεση με τίτλο «Δημοκρατία»: Η εικονογράφηση της έξαψης της αντίστασης, αλλά και του τραύματος και του πένθους που συνυπάρχουν με αυτήν, ενέχουν κάτι το λυτρωτικό και αυτό σαφώς το αποκομίζουν οι επισκέπτες. Γιατί τα σπαράγματα της αντιστασιακής αυτής μνήμης είναι τελικά κομμάτι της συλλογικής μας αυτογνωσίας. Μισόν αιώνα μετά, μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτά χωρίς άκριτη ρομαντικοποίηση, αλλά και χωρίς κυνισμό και απαξίωση.
Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.
Κεντρική φωτό: Τον Νοέμβριο του 1974 το Πολυτεχνείο ήταν ήδη σύνθημα στον τοίχο. Φωτ. ΑΣΚΙ

