Κατά τη διάρκεια του έτους 1983, τόσο η κοινή γνώμη όσο και η πολιτική ζωή της χώρας συγκλονίστηκαν από δύο δολοφονίες: του Τζώρτζη Αθανασιάδη (εκδότη της εφημερίδας «Βραδυνή») στις 19 Μαρτίου 1983 και λίγους μήνες αργότερα, στις 15 Νοεμβρίου 1983, του Αμερικανού πλοιάρχου Τζορτζ Τσάντες και του οδηγού του Νίκου Βελούτσου στα φανάρια του Φάρου του Ψυχικού καθ’ οδόν προς την πρεσβεία των ΗΠΑ.
Ενας εκδότης με μεγάλη επιρροή
Η υπόθεση του Τζώρτζη Αθανασιάδη παραμένει ανεξιχνίαστη έως σήμερα, ενώ η δολοφονία του είχε φέρει μεγάλη αναστάτωση στα πολιτικά κόμματα της εποχής. Ο Αθανασιάδης δεν ήταν μόνο ο εκδότης της εφημερίδας «Βραδυνή», αλλά και ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας στον χώρο των εκδόσεων με σημαντικές κοινωνικές διασυνδέσεις και επιρροή. Επίσης, ήταν προσωπικός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μεταξύ άλλων, υπήρξε πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, πρόεδρος της Ενωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου.

Ο Τζώρτζης Αθανασιάδης δολοφονήθηκε στο γραφείο του από άτομο που ζήτησε να τον δει για να του παραδώσει κατεπείγον μήνυμα. Στα άδεια από δημοσιογράφους, εκείνη την ώρα, γραφεία της εφημερίδας, ο Αθανασιάδης έπαιζε τάβλι με τον φίλο του Βαγγέλη Κουρλιμπίνη, ο οποίος βγήκε από τον χώρο προκειμένου να παραδοθεί το κατεπείγον μήνυμα. Ακουσε όμως τρεις πυροβολισμούς και στην προσπάθειά του να εμποδίσει τον δράστη τραυματίστηκε από πυροβολισμό και ο ίδιος. Ο δράστης διέφυγε και δεν εντοπίστηκε ποτέ. Λίγες ημέρες αργότερα, με προκήρυξη η οργάνωση Αντιστρατιωτική Πάλη ανέλαβε την ευθύνη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η οργάνωση Αντιστρατιωτική Πάλη ήταν ένα υπαρκτό φιλειρηνικό κίνημα με μοναδική δράση κατά της υποχρεωτικής στράτευσης. Η Αντιστρατιωτική Πάλη αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με τη δολοφονία, κάτι που επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από τις αστυνομικές έρευνες. Μια δεύτερη προκήρυξη της Αντιστρατιωτικής Πάλης αρνήθηκε την ευθύνη της πράξης και οι Αρχές στράφηκαν προς την οργάνωση 17Ν. Η 17Ν εξέδωσε ανακοίνωση αρνούμενη τη συμμετοχή της, ενώ σχολίασε πως η δολοφονική ενέργεια θύμιζε πρακτικές της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών CIA ή της αντίστοιχης ελληνικής ΚΥΠ.
Η δολοφονία του Τζώρτζη Αθανασιάδη μέσα στο γραφείο του στην εφημερίδα «Βραδυνή», αν και είχε μάρτυρες, δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.
Το 1985, η υπόθεση της δολοφονίας του Τζώρτζη Αθανασιάδη επανήλθε στο προσκήνιο με τη σύλληψη ενός πράκτορα της τότε ΚΥΠ (μετονομάστηκε το 1986 σε ΕΥΠ) ο οποίος δήλωσε «πράκτορας διείσδυσης», καθώς σε έρευνα των Αρχών στο σπίτι του βρέθηκαν προκηρύξεις της οργάνωσης. Επειτα από δίκη αφέθηκε ελεύθερος. Τα πολιτικά κόμματα της εποχής, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., αλληλοκατηγορούνταν για την υπόθεση, φαινόμενο εξαιρετικά σύνηθες για την εποχή. Ο δολοφόνος του Τζώρτζη Αθανασιάδη δεν βρέθηκε ποτέ. Αξίζει να ληφθεί υπόψη η πολυπλοκότητα της βίας και η εγγενής τάση της να δημιουργεί ερωτήματα για την προέλευσή της, η οποία σε πολλές περιπτώσεις προσδιορίζεται μεν από τους ειδικούς, παρ’ όλα αυτά δεν γίνεται πάντα κατορθωτό να ταυτοποιηθεί και με τυπικούς όρους.
ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία αλληλοκατηγορούνταν για την υπόθεση, φαινόμενο εξαιρετικά σύνηθες για τα πολιτικά κόμματα της εποχής.
Αξίζει υπενθύμισης ότι για την εποχή που συνέβη η δολοφονία η βία ήταν «ορατή», εφόσον προερχόταν από την Αριστερά. Στις περιπτώσεις άλλων μορφών βίας, η κινητοποίηση των μηχανισμών του κράτους δεν λειτουργούσε αναλογικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια δολοφονία και μάλιστα με μάρτυρες δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.

Διπλό φονικό από τη 17Ν στην κατάμεστη λεωφόρο Κηφισίας
Λίγους μήνες αργότερα, ο πλοίαρχος Τζορτζ Τσάντες, προϊστάμενος της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής JUSMAGG, πηγαίνοντας στο γραφείο του στην πρεσβεία των ΗΠΑ, δολοφονήθηκε από την οργάνωση 17Ν, μαζί με τον οδηγό του Νίκο Βελούτσο. Σημειώνεται ότι η ανωτέρω οργάνωση επανεμφανίστηκε έπειτα από σιωπή τριών ετών, επιλέγοντας ως στόχο, για άλλη μια φορά, προσωπικό των ΗΠΑ, με συμβολικό χαρακτήρα.
Η επίθεση έγινε στις 7.20 το πρωί στην κατάμεστη από κίνηση λεωφόρο Κηφισίας, όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι. Μια βέσπα με δύο άτομα πλησίασε το σταθμευμένο αυτοκίνητο και ο δεύτερος επιβαίνων πυροβόλησε και σκότωσε τον Τσάντες και τον οδηγό του, Νίκο Βελούτσο. Σύντομα η προκήρυξη της οργάνωσης 17Ν εξηγούσε ότι «…αποφασίσαμε να χτυπήσουμε σήμερα έναν από τους κυριότερους στρατιωτικούς μηχανισμούς του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη χώρα μας, εκτελώντας ένα από τα σημαντικότερα ανώτερα στελέχη του, όπως και τον οδηγό-γορίλα σωματοφύλακά του». Για τη συγκεκριμένη δολοφονική ενέργεια της 17Ν οι εκτελεστές παραμένουν άγνωστοι, μια και στη δίκη της (2003) κανείς εκ των συλληφθέντων δεν ανέλαβε την ευθύνη για την «εκτέλεση». Η ηθική ευθύνη της ενέργειας αποδόθηκε στον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, ο οποίος όμως δεν την αποδέχθηκε.

Η επιλογή και η δολοφονία του Τσάντες εντάσσονται στις «θέσεις» της 17Ν για την επιλογή αμερικανικών στόχων λόγω της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Οταν ρωτήθηκε ένας εξ αυτών για την επιλογή του Τσάντες ως στόχου, είπε ότι χαροποιούσε το θύμα «…να υπηρετεί σε πλοίο που έκανε επεμβάσεις σε όλο τον κόσμο». Από την άλλη πλευρά, η δράση της 17Ν από το 1975 ήταν αυτή που έδωσε έναυσμα στην αιτιολόγηση του όρου τρομοκρατία στην Ελλάδα. Λίγα χρόνια αργότερα (1989) σε έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται ως η «…πλέον επικίνδυνη εν δράσει οργάνωση της Ευρώπης». Η κατ’ επανάληψιν επιλογή Αμερικανών ως στόχων υπήρξε και η αιτία για τις πολιτικές πιέσεις μέσω «οδηγιών» που άσκησαν οι Αμερικανοί για τη λήψη μέτρων κατά της τρομοκρατίας στην Ελλάδα.
Η επιλογή κυρίως των αμερικανικών στόχων της 17Ν σταδιακά επιδείνωσε τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αποδύθηκαν, όπως ήταν και παραμένει επόμενο, σε πολλές υποθέσεις και σενάρια γύρω από την τρομοκρατική επίθεση με θύμα τον πλοίαρχο Τσάντες και τον οδηγό του. Η αρθρογραφία αναφερόταν στην αποτυχία των Αρχών, στην έλλειψη ικανότητας από τις δομές του κράτους ή ακόμη και στην αφερεγγυότητά τους. Για την εποχή που διαδραματίστηκαν αυτά τα γεγονότα ήταν μια συνήθης πρακτική που ακολουθούσαν πολλά ΜΜΕ, με αιχμή του δόρατος τον γραπτό Τύπο. Από την άλλη πλευρά, οι κατά διαστήματα ευφάνταστες δηλώσεις των θεσμικών εκπροσώπων του κράτους δεν έπειθαν κανέναν, αφού η οργάνωση παρέμενε ασύλληπτη και δολοφονικά παρούσα. Καθώς αναλάμβανε πάντα την ευθύνη των πράξεών της με γραπτές προκηρύξεις, θεωρήθηκε ότι επιθυμούσε να δικαιώσει τις πράξεις της. Οι αμερικανικές αρχές με τους εκπροσώπους τους έδιναν το δικό τους στίγμα αναφέροντας ότι «η 17Ν έχει δημιουργήσει πολιτικά προβλήματα στην ελληνική κυβέρνηση και προβλήματα ασφαλείας στα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ελλάδα». Γεγονός πάντως είναι ότι οι επιλογές στόχων της τρομοκρατικής οργάνωσης, κυρίως των αμερικανικών, σταδιακά επιδείνωσαν τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ.

Ο ορισμός της τρομοκρατίας
Ταυτόχρονα, παρέμεινε ανοικτή η αοριστία στην απόδοση του όρου τρομοκρατία, η οποία υπήρξε ζήτημα προς συζήτηση και αποδόθηκε ως εξής: «Η έννοια όμως της τρομοκρατίας και συνακόλουθα της τρομοκρατικής ομάδας και της τρομοκρατικής δράσης δεν έχει κατορθωθεί μέχρι σήμερα να οριστεί με σχετική σαφήνεια, τέτοια ώστε να μην υπερβαίνει το συνταγματικά ανεκτό όριο αοριστίας… και ενώ όλοι αποδίδουμε με τον όρο αυτό κάποιο σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο εγκληματικής δράσης, που το διαστέλλουμε στη σκέψη μας από τις άλλες μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς, δεν έχει γίνει μέχρι την ώρα δυνατό… να προσδιοριστεί με σχετική έστω ακρίβεια το νοηματικό περιεχόμενό του κι έτσι η ειδοποιός διαφορά του που το οριοθετεί απέναντι στα άλλα εγκλήματα…». Το ίδιο ισχύει και για τα κίνητρα ή για τις επιπτώσεις που θα έχει μια τρομοκρατική πράξη, με βάση την επιλογή ενός στόχου.

Αρκετά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της δίκης της 17Ν, τα ερωτήματα για τους πραγματικούς δράστες αλλά και οι ασάφειες ως προς την επιλογή του θύματος παρέμειναν αναπάντητα. Οταν τα μέλη της 17Ν ερωτήθηκαν για το πώς γνώριζαν το θύμα, η απάντησή τους ήταν ότι είχαν διαβάσει για το θύμα στον Τύπο.
Η τρομοκρατία αποτελεί ένα μοναδικό είδος απειλής, γιατί έχει μεγάλο ψυχολογικό και κοινωνικό αντίκτυπο.
Οι δύο δολοφονίες ή, για την ακρίβεια, οι τρεις κατά το έτος 1983, η μία του Τζώρτζη Αθανασιάδη και οι άλλες των Τζορτζ Τσάντες και Νίκου Βελούτσου, έφεραν σοβαρή αναστάτωση στα πολιτικά κόμματα με την ανταλλαγή εκατέρωθεν κατηγοριών. Αν και οι δύο περιπτώσεις δεν ταυτίζονται όσον αφορά τους αναλαμβάνοντες την ευθύνη δράστες, εν τούτοις η ευχέρεια να θανατωθούν άνθρωποι με τόση ευκολία, επιτρέπει την κριτική που ασκήθηκε και ασκείται κάθε φορά που αφαιρείται ανθρώπινη ζωή. Η τρομοκρατία αποτελεί ένα μοναδικό είδος απειλής όχι μόνο γιατί σκοτώνει ανθρώπους, αλλά και γιατί έχει μεγάλο ψυχολογικό και κοινωνικό αντίκτυπο. Τουλάχιστον στις δολοφονίες των Τσάντες και Βελούτσου, κατά τη διάρκεια της δίκης της 17Ν αυτό έγινε πασιφανές.
*Η κ. Μαίρη Μπόση είναι ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

