Ο Αλέξανδρος-Πιλάτος Σακελλαρίου γεννήθηκε στη Μάνδρα Ελευσίνας την 1η Ιανουαρίου 1887. Εισήλθε στη Σχολή Ναυτικών ∆οκίμων το 1902 και αποφοίτησε τέσσερα έτη μετά ως μάχιμος σημαιοφόρος. Προήχθη διαδοχικά σε ανθυποπλοίαρχο (1910), σε υποπλοίαρχο (1913) και σε υποπλοίαρχο Α΄ Τάξης (1914). Αν και βασιλόφρων, συμμετείχε στο κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909, αλλά και στο κίνημα του υποπλοιάρχου Κ. Τυπάλδου το ίδιο έτος, χωρίς όμως επιπτώσεις, καθώς δόθηκε συνολική αμνηστία από την κυβέρνηση Στέφανου ∆ραγούμη σε όσους συμμετείχαν (Στυλιανός Χαρατσής, 1.023 αξιωματικοί και 22 κινήματα, τόμος Α΄, Libro, σ. 42). Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ο Σακελλαρίου υπηρέτησε επί του θωρηκτού «Αβέρωφ» ως επικεφαλής πύργου και έλαβε μέρος στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου, καθώς και σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις της περιόδου, όπως στην απελευθέρωση της Λήμνου, της Ίμβρου, της Λέσβου και της Καβάλας. Το 1916, ο Σακελλαρίου προήχθη σε πλωτάρχη, στηρίζοντας τη βασιλική παράταξη στον Εθνικό ∆ιχασμό. Μετά την ενοποίηση του κράτους το 1917 υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο Παύλος Κουντουριώτης, ως υπουργός Ναυτικών, αποστράτευσε συνολικά 82 βασιλόφρονες αξιωματικούς (το ήμισυ του συνόλου) βάσει των πολιτικών τους φρονημάτων. Αποστρατεύτηκαν κορυφαίοι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί του Ναυτικού, όπως οι υποναύαρχοι Σοφοκλής ∆ούσμανης (αδερφός του Βίκτωρος), Κ. Τυπάλδος και Γ. Καλαμίδας, αλλά και ο ήρωας του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου Νικόλαος Βότσης. Ανάμεσά τους και ο Σακελλαρίου, που όμως δεν αποτάχθηκε μόνο, αλλά και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση και φυλακίστηκε στο Ιτζεδίν, παρά το γεγονός ότι συνδεόταν με φιλικούς δεσμούς με τον ίδιο τον Κουντουριώτη.
Ο Σακελλαρίου στον Μεσοπόλεμο
Κινήματα, συγκρούσεις και ανόρθωση.
Μετά την εκλογική ήττα των βενιζελικών τον Νοέμβριο του 1920, ο Σακελλαρίου επανήλθε στο Ναυτικό ως πλωτάρχης και αυθημερόν προήχθη στον βαθμό του αντιπλοιάρχου. Ως κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Ιέραξ» έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του ελληνικού Ναυτικού στην Προποντίδα και στον Εύξεινο Πόντο το 1921, βομβαρδίζοντας τη Σινώπη και την Τραπεζούντα. Για τη δράση του αυτή τιμήθηκε με αριστείο ανδρείας.
Την άνοιξη του 1922, ο Σακελλαρίου διαφώνησε με την αδράνεια του ελληνικού Ναυτικού κατά την πορεία των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και τέθηκε σε διαθεσιμότητα μετά από αίτησή του. Παρέμεινε όμως αντιβενιζελικός, αποδοκιμάζοντας δημοσίως την Επανάσταση του 1922 και την εκτέλεση των Έξι, υποστηρίζοντας την παραμονή της βασιλείας στην Ελλάδα. Λόγω των αντιβενιζελικών πολιτικών του φρονημάτων που εξέφρασε ευθαρσώς και δημοσίως, ο Σακελλαρίου αποστρατεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1923 ως πλοίαρχος ε.α. Ο Σακελλαρίου ήταν μυημένος μαζί με τον πλοίαρχο ε.α. Επαμεινώνδα Καββαδία στο αντιβενιζελικό κίνημα Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη, με αποστολή να καταλάβουν το θωρηκτό «Αβέρωφ». Ο ίδιος τελικά δεν κινήθηκε λόγω παρεξήγησης, όμως συνελήφθη και κρατήθηκε στον ναύσταθμο Σαλαμίνας. Λίγες μέρες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος, ελλείψει στοιχείων εις βάρος του.

Αν και η αποχώρησή του από το Ναυτικό έμοιαζε οριστική, ο Σακελλαρίου επέστρεψε στις τάξεις του χάρη σε ένα συμπτωματικό γεγονός. Τον Ιούνιο του 1924, επί πρωθυπουργίας Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, εκδηλώθηκε η μεγάλη απεργία του Ναυτικού με την ταυτόχρονη υποβολή παραίτησης 240 εν ενεργεία αξιωματικών, με αφορμή την παράτυπη προαγωγή του πλοιάρχου Ανδρέα Κολιαλέξη και με πρόσθετο αίτημα να παραιτηθεί ο υπουργός Ναυτικών Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Η απεργία είχε σαφή πολιτική υποκίνηση από τον βενιζελισμό, ώστε να οδηγηθεί σε πτώση η κυβέρνηση Παπαναστασίου, που είχε ισχνή κοινοβουλευτική υποστήριξη και βασιζόταν κυρίως στην παρασκηνιακή υποστήριξη του στρατού και του στόλου με τους Πάγκαλο και Χατζηκυριάκο αντίστοιχα.
Κατά την εκδήλωση της ενέργειας, ο Σακελλαρίου στις 8 Ιουλίου 1924 δημοσίευσε πρωτοσέλιδο άρθρο του στην Καθημερινή, με το οποίο εξύβριζε τους βενιζελικούς αξιωματικούς που παραιτήθηκαν, λες και ήταν υπάλληλοι της ομοσπονδίας φορτοεκφορτωτών. Ο Σακελλαρίου κάκιζε και τους αντιβενιζελικούς, που στήριζαν μια αντιπειθαρχική ενέργεια που είχε σαφή βενιζελική υποκίνηση, και χαρακτήριζε κοθόρνους όσους παραιτηθέντες αξιωματικούς του Ναυτικού κόπτονταν για την επετηρίδα ενώ εμφανώς δεν διέθεταν τα απαιτούμενα προσόντα (υπονοώντας σαφώς ότι τα διέθετε ο Κολιαλέξης). Στο άρθρο ο Σακελλαρίου είχε βαρύτατους χαρακτηρισμούς και εις βάρος του Βενιζέλου (τον χαρακτήρισε παθολογικό εγκληματία) αλλά και του βενιζελισμού γενικότερα (αισχρώς κακουργών κατά πάσης ηθικής κεφαλής του τόπου μας από το 1916).

Οι υβριστικοί χαρακτηρισμοί του Σακελλαρίου εναντίον όσων παραιτήθηκαν είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα να μηνυθεί από πολλούς εξ αυτών, ανάμεσα στους οποίους και ο βενιζελικός πλοίαρχος Πέτρος Βούλγαρης. Η υπόθεση Σακελλαρίου οδηγήθηκε στο δικαστήριο στις 14 Οκτωβρίου 1924, αλλά, κάπως απρόσμενα, η έδρα δεν τον καταδίκασε, καθώς έκρινε ότι έθιξε τους ενάγοντες ως αξιωματικούς και όχι ως πρόσωπα. Η θαρραλέα δημόσια στάση του Σακελλαρίου υπέρ του Κολιαλέξη τον συνέδεσε με τον Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο και εμμέσως με τη φατρία του Πάγκαλου, που λίγους μήνες μετά ήρθε στην εξουσία μετά το επιτυχημένο κίνημα του Ιουνίου του 1925.
Μετά την άνοδο του Πάγκαλου στην εξουσία, ο Χατζηκυριάκος ανέλαβε εκ νέου καθήκοντα υπουργού Ναυτικών και ανάμεσα στις πρώτες του ενέργειες ήταν να χρίσει αρχηγό στόλου τον Ανδρέα Κολιαλέξη και να επαναφέρει τον Σακελλαρίου στην ενεργό υπηρεσία ως κυβερνήτη πολεμικού πλοίου, με την προοπτική να τον χρησιμοποιήσει για δύσκολες αποστολές ως αξιωματικό εμπιστοσύνης. Σε μία από αυτές, όταν ο Νικόλαος Πλαστήρας συνελήφθη στο Κολωνάκι τον Οκτώβριο του 1925 επειδή συνωμοτούσε κατά του καθεστώτος, ο Πάγκαλος τον απέλασε στην Ιταλία για να αποφύγει περαιτέρω επιπλοκές. Τη μεταφορά του Πλαστήρα στο Μπρίντιζι ο Πάγκαλος την ανέθεσε προσωπικά στον Σακελλαρίου, που μετέφερε τον Πλαστήρα με το αντιτορπιλικό «Λέων» (Αθηναϊκή, 26.10.1925).

Όταν το κίνημα του Κονδύλη ανέτρεψε τον Πάγκαλο και επικράτησε στην Αθήνα, ο Σακελλαρίου ως κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Αετός» παρέμεινε πιστός στον δικτάτορα έως την τελευταία στιγμή, με αποτέλεσμα να στασιάσει το πλήρωμα του πλοίου που διοικούσε και να τον αποβιβάσουν στις Σπέτσες (Χαρατσής, 1.023 αξιωματικοί, σ. 148). Μετά την επιστροφή στην κοινοβουλευτική ομαλότητα το 1926, ο Σακελλαρίου, κάπως απρόσμενα λόγω των υπηρεσιών του υπέρ της παγκαλικής δικτατορίας, παρέμεινε στο Ναυτικό αναλαμβάνοντας σημαντικές διοικητικές θέσεις (διοικητής της Ναυτικής Αμυντικής Περιοχής Θεσσαλονίκης (1926-1927) και της Ναυτικής Σχολής Πολέμου (1928-1929), ενώ προήχθη σε πλοίαρχο στις 21 Οκτωβρίου 1932. Μετά την άνοδο των αντιβενιζελικών στην εξουσία το 1932, ο ρόλος του Σακελλαρίου αναβαθμίστηκε, καθώς ορίστηκε διαδοχικά διοικητής της σχολής τορπιλών, προσωρινός διοικητής του ναυστάθμου, ενώ του ανατέθηκε η πολύ σημαντική διοίκηση της μοίρας των αντιτορπιλικών (Καθημερινή, 17.12.1932). Την επόμενη διετία ο Σακελλαρίου προσπάθησε να ανορθώσει το Ναυτικό με ασκήσεις της μοίρας αντιτορπιλικών με αληθινά πυρά στο Αιγαίο, με νυκτερινούς πλόες, αλλά και με τακτική παρουσία της μοίρας των αντιτορπιλικών στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου.
Κατά τις ασκήσεις του Μαΐου του 1933, ο Σακελλαρίου κατηγορήθηκε από τον βενιζελικό Τύπο για ναυτικά ατυχήματα των πλοίων, αλλά ο ίδιος διέψευσε με κατηγορηματικές δηλώσεις του τις πληροφορίες, που όντως δεν ίσχυαν (Καθημερινή, 26.5.1933). Ο Σακελλαρίου βρισκόταν, όμως, σε συνεχή τριβή με τον βενιζελικό διοικητή της μοίρας υποβρυχίων, πλοίαρχο Πέτρο Βούλγαρη, με τον οποίο είχαν προηγούμενα. Η σύγκρουση αυτή προκάλεσε σειρά επιτιμητικών δημοσιευμάτων του βενιζελικού Τύπου κατά του Σακελλαρίου, τον οποίο κατηγορούσαν ανοιχτά ότι πολιτευόταν υπέρ του αντιβενιζελισμού. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αντιδράσει και ο υπουργός Ναυτικών Χατζηκυριάκος διέλυσε τον στολίσκο των αντιτορπιλικών και έθεσε τον Σακελλαρίου σε διαθεσιμότητα, o οποίος χολώθηκε από τη μεταχείριση που υπέστη (Καθημερινή, 21.7.1934). Πάντως, σύμφωνα με μεταγενέστερες εκμυστηρεύσεις βενιζελικών αξιωματικών του Ναυτικού, ο Σακελλαρίου εκείνη την περίοδο είχε καταφέρει να αποσπάσει τον σεβασμό τους με τις γνώσεις του και την αξιοκρατική συμπεριφορά του (Καθημερινή, 13.4.1935).
Η κατάπνιξη του κινήματος του 1935
Στο πηδάλιο του κυβερνητικού στολίσκου.
Το βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 πυροδοτήθηκε με την επιτυχή κατάληψη σχεδόν του συνόλου του στόλου που ναυλοχούσε στον Πόρο από εν ενεργεία και απόστρατους βενιζελικούς αξιωματικούς του Ναυτικού. Η λανθασμένη απόφαση των κινηματιών του στόλου να σπεύσουν προς την επαναστατημένη Κρήτη και όχι προς τη Θεσσαλονίκη έδωσε τον χρόνο στην αιφνιδιασμένη κυβέρνηση Τσαλδάρη να αντιδράσει, με πρώτη ενέργεια την εξισορρόπηση των δυνάμεων στη θάλασσα.
Ο Χατζηκυριάκος παραιτήθηκε από υπουργός Ναυτικών μετά την αποτυχία του να προφυλάξει τον στόλο και αντικαταστάθηκε από τον ικανό ναύαρχο Σοφοκλή ∆ούσμανη, ο οποίος έδωσε διαταγές να κινητοποιηθούν άμεσα όσα πλοία είχαν απομείνει στους κυβερνητικούς. Η κατάσταση όμως δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική, καθώς τα αντιτορπιλικά «Σπέτσαι», «Ύδρα» και «Κουντουριώτης» επισκευάζονταν, ενώ οι στασιαστές για να τα ακινητοποιήσουν τους είχαν αφαιρέσει διάφορα εξαρτήματα για τα οποία δεν υπήρχαν ανταλλακτικά. Χάρη στις προσπάθειες του διευθυντή των τεχνικών υπηρεσιών του ναυστάθμου, Κ. Μπάτση, και του απόστρατου πλοιάρχου Περικλή (Πελία) Ιωαννίδη, που ορίστηκε γενικός διευθυντής του ναυστάθμου, τα συνεργεία του ναυστάθμου με υπεράνθρωπη εργασία πέτυχαν να κατασκευάσουν τα εξαρτήματα που είχαν αφαιρεθεί. Στις 7 Μαρτίου 1935, τα τρία αντιτορπιλικά εκτελούσαν δοκιμαστικό πλου με πραγματικά πυρά και την επομένη ήταν έτοιμα για δράση, έχοντας συμπληρώσει πυρομαχικά, καύσιμα και όλα τα υπόλοιπα απαραίτητα εφόδια.

Χρειαζόταν όμως ένας τολμηρός και ικανός ηγέτης για να ηγηθεί του μικρού αυτού στολίσκου και στην κρίσιμη αυτή συγκυρία η κυβέρνηση επέλεξε τον Αλέξανδρο Σακελλαρίου. Αυτός, συνοδευόμενος από τον εκδότη της Καθημερινής Γ. Βλάχο και τον Ιωάννη Θεοτόκη, αφού παρουσιάστηκε στον Τσαλδάρη, ανέλαβε τη διοίκηση του κυβερνητικού στολίσκου, του οποίου όμως οι επιχειρησιακές δυνατότητες ήταν μικρές, καθώς οι βενιζελικοί κινηματίες διέθεταν περισσότερες και ισχυρότερες μονάδες. Πάντως ο Σακελλαρίου ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει, κάτι που φαίνεται και από την ημερήσια διαταγή που εξέδωσε στο προσωπικό των πλοίων που διοικούσε, ενώ και στις κυβερνητικές συσκέψεις στις οποίες συμμετείχε δεν δίστασε να προτείνει ακόμη και τη βύθιση του «Αβέρωφ».
Το τριήμερο 6-9 Μαρτίου, ο κυβερνητικός στολίσκος επιτηρούσε τις ακτές της Αττικής, για να εμποδιστεί μια πιθανή απόβαση βενιζελικών στρατευμάτων από την Κρήτη. Καθώς όμως ο Σακελλαρίου έβλεπε ότι οι κυβερνητικοί δεν ανέπτυσσαν αξιόλογη δραστηριότητα στη θάλασσα, έγινε τολμηρότερος και αποφάσισε να κινηθεί προς βορρά και να χτυπήσει τους στασιαστές στη βάση τους. Μετά από έρευνα γύρω από την περιοχή του Στρυμονικού κόλπου, ο κυβερνητικός στολίσκος έπλευσε τη νύχτα προς την Καβάλα με σιγή ασυρμάτου και χωρίς φώτα, με αποστολή να θέσει εκτός μάχης το αντιτορπιλικό «Ψαρά» και το εύδρομο «Έλλη», καθώς το υπουργείο Ναυτικών είχε πληροφορίες ότι ναυλοχούσαν στο λιμάνι της πόλης. H Καβάλα ήταν η άτυπη πρωτεύουσα των βενιζελικών κινηματιών, όπου είχε την έδρα του το ∆΄ Σώμα Στρατού, πολλοί κάτοικοί της είχαν προσχωρήσει στο κίνημα και είχαν εξοπλιστεί από τις αποθήκες επιστράτευσης, ενώ είχαν τοποθετηθεί και πυροβολαρχίες στα υψώματα γύρω από την πόλη για την ασφάλειά της.

Οι δυσκολίες του εγχειρήματος δεν πτόησαν τον Σακελλαρίου, ο οποίος τα ξημερώματα της 10ης Μαρτίου αντιλήφθηκε με τα κιάλια του το εύδρομο «Έλλη» πλευρισμένο μέσα από τον κυματοθραύστη του λιμανιού της πόλης. Αμέσως έδωσε διαταγή και στα τρία αντιτορπιλικά να πλησιάσουν και να ανοίξουν πυρ με τα πυροβόλα τους εναντίον του «Έλλη» χωρίς προειδοποίηση. Τα τρία αντιτορπιλικά άνοιξαν πυρ χωρίς χρονοτριβή εναντίον του ευδρόμου και ο κανονιοβολισμός τους διήρκεσε σχεδόν μία ώρα. Το προσωπικό του «Έλλη» αιφνιδιάστηκε από τα πυρά, προσπάθησε να απαντήσει ρίχνοντας περί τις δέκα βολές με τα πυροβόλα του κατά των αντίπαλων πλοίων, αλλά σύντομα οι πυροβολητές του εγκατέλειψαν την προσπάθεια. Τα τρία αντιτορπιλικά έριξαν συνολικά πάνω από 500 βολές, κάποιες και εναντίον των τριών εχθρικών πυροβολείων του λιμανιού, ενώ άλλες έπεσαν στην πόλη της Καβάλας προκαλώντας σοβαρές υλικές ζημιές σε οικίες, καταστήματα, αποθήκες και υποδομές, αλλά και 12 νεκρούς και 20 τραυματίες μεταξύ του πληθυσμού (Βραδυνή, 3.3.1935), αν και σύμφωνα με τοπικές εφημερίδες της εποχής οι νεκροί ήταν 29!
Όσοι ένοπλοι βενιζελικοί κινηματίες βρίσκονταν στην πόλη είχαν αιφνιδιαστεί και παραλύσει εντελώς, ενώ οι ναύτες του «Έλλη» εγκατέλειψαν όπως όπως το πλοίο, πέφτοντας στη θάλασσα για να σωθούν. Ο Σακελλαρίου διέκρινε την ευκαιρία λόγω του απόλυτου αιφνιδιασμού που είχε επιτευχθεί και διέταξε το αντιτορπιλικό «Σπέτσες» να αιχμαλωτίσει το αντίπαλο σκάφος. Καθώς όμως το «Σπέτσες» εισερχόταν στο λιμάνι, δέχτηκε εύστοχα πυρά από την πυροβολαρχία που βρισκόταν στα υψώματα της αμφιθεατρικής πόλης. Οι οβίδες έπεφταν δεξιά και αριστερά του αντιτορπιλικού σηκώνοντας μεγάλους πίδακες νερού και ο Σακελλαρίου διέταξε το πλοίο να ανακρούσει πρύμναν και να βγει από το λιμάνι αναπτύσσοντας όση ταχύτητα διέθετε.
Ο κυβερνητικός στολίσκος απαγκιστρώθηκε από την τοποθεσία και έπλευσε εσπευσμένα προς νότο, καθώς ο Σακελλαρίου είχε πληροφορίες ότι ο στόλος των κινηματιών έψαχνε τα κυβερνητικά πλοία για να τα βυθίσει. Ο κυβερνητικός στολίσκος έπλευσε προς τη Χαλκίδα, όπου του έγινε αποθεωτική υποδοχή από τους αντιβενιζελικούς πολίτες για την τολμηρή του δράση. Η αιφνιδιαστική αυτή επιτυχημένη καταδρομική επίθεση επέφερε μεγάλη πτώση ηθικού στους κινηματίες, το οποίο πάντως ήδη είχε υπονομευτεί από τις γενικότερες εξελίξεις. Ο Τσαλδάρης τού απέστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα, ενώ στις 12 Μαρτίου 1935 ο Σακελλαρίου έλαβε εξουσιοδότηση ελεύθερης δράσης από την κυβέρνηση ώστε να αποκαταστήσει τις νόμιμες Αρχές στα νησιά του Αιγαίου που είχαν προσχωρήσει στο αποτυχημένο κίνημα.

Λόγω της συνεισφοράς του στην κατάπνιξη του βενιζελικού κινήματος του 1935, ο Σακελλαρίου αποθεώθηκε από τον αντιβενιζελικό Τύπο, που τον παρουσίασε ως τον αντιβενιζελικό ηγέτη-θριαμβευτή στη θάλασσα (αντίστοιχα στην ξηρά ήταν ο Γ. Κονδύλης). Έτσι, στις 23 Μαρτίου 1935 προβιβάστηκε σε υποναύαρχο (Καθημερινή, 23.3.1935), ενώ ορίστηκε πρόεδρος του στρατοδικείου που θα δίκαζε τους βενιζελικούς πολιτικούς για το αποτυχημένο κίνημα του 1935. Η δίκη ξεκίνησε στις 23 Απριλίου 1935 στην αίθουσα της Σχολής Χωροφυλακής και στο εδώλιο των κατηγορουμένων κάθισε σχεδόν το σύνολο της βενιζελικής πολιτικής μεσοπολεμικής ηγεσίας (ανάμεσα σε άλλους, οι Καφαντάρης, Παπαναστασίου, Σοφούλης, Μυλωνάς, Ιασωνίδης, Αργυρόπουλος, Λαμπράκης, Γύπαρης, Κατεχάκης, Χαβίνης), ενώ δικάζονταν ερήμην (ανάμεσα σε άλλους) οι Ε. Βενιζέλος, Ν. Πλαστήρας και Ι. Κούνδουρος, που φυγοδικούσαν στο εξωτερικό.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η δίκη διεξήχθη σε κλίμα πολιτικής έντασης, καθώς το σύνολο των αντιβενιζελικών εφημερίδων κυκλοφορούσαν με εμπρηστικά δημοσιεύματα εναντίον των κατηγορουμένων, παραθέτοντας επιβαρυντικά στοιχεία και καταθέσεις εις βάρος τους από την ακροαματική διαδικασία. Ο Σακελλαρίου προσπάθησε να μείνει ανεπηρέαστος από τις πιέσεις και να διεξαγάγει τη δίκη με αμεροληψία, ενώ είχε αποφασίσει να αποφύγει τις εκτελέσεις πάση θυσία για λόγους εθνικής ενότητας. Έτσι, η τελική απόφαση του στρατοδικείου ήταν να καταδικάσει σε θάνατο όσους δικάζονταν ερήμην (Ε. Βενιζέλος, Ν. Πλαστήρας, Ι. Κούνδουρος και Ε. Τζανακάκης) και βρίσκονταν στο εξωτερικό, άρα δεν κινδύνευαν, να επιβάλει μικρές ποινές φυλάκισης για πολλούς άλλους, ενώ αθώωσε εντελώς τους Καφαντάρη, Παπαναστασίου, Σοφούλη, Μυλωνά, Λαμπράκη. Η ετυμηγορία ήταν ασφαλώς αποτέλεσμα πολιτικής σκοπιμότητας και όχι ακριβοδίκαιης κρίσης, γιατί η ακροαματική διαδικασία απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι όλοι οι δικαζόμενοι γνώριζαν για το κίνημα, ενώ οι περισσότεροι είχαν συνωμοτήσει, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, για την εκδήλωσή του.
Ο ναυτικός πόλεμος του 1940-41
Χαμηλών τόνων, αλλά ρεαλιστική και αποτελεσματική διοίκηση.
Αν και γνωστός φανατικός βασιλόφρων, ο Σακελλαρίου τήρησε ουδέτερη στάση κατά το pronunciamento του στρατού και του στόλου στις 10 Οκτωβρίου 1935 υπέρ της παλινόρθωσης της βασιλείας. Κατά την 4η Αυγούστου, ο Σακελλαρίου στήριξε το δικτατορικό καθεστώς και αναβαθμίστηκε οριζόμενος αρχηγός ΓΕΝ (Γενικό Επιτελείο Ναυτικού), αναλαμβάνοντας τη συνολική αναδιοργάνωση του ελληνικού Ναυτικού. Ο Σακελλαρίου είχε απευθείας συνεργασία με τον Ιωάννη Μεταξά, εξασφαλίζοντας υποστήριξη και χρηματοδότηση στα σχέδιά του, αν και στα Απομνημονεύματά του καταγράφει τους δισταγμούς που είχε για τη συμπόρευσή του με τη δικτατορία.

Ως αρχηγός ΓΕΝ, και με άξιο συμπαραστάτη τον υποναύαρχο Επαμεινώνδα Καββαδία, ο Σακελλαρίου κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες για την αναδιοργάνωση του Ναυτικού, με συστηματική εκπαίδευση του προσωπικού, με οργάνωση των παράκτιων θέσεων άμυνας και με συστηματική προσπάθεια συντήρησης και επισκευής όλων των μονάδων του ελληνικού Ναυτικού. Επίσης, καταρτίστηκε πλήρες σχέδιο επιστράτευσης, που δεν υπήρχε έως τότε, ενώ συμπληρώθηκε και το προσωπικό των πληρωμάτων και του μηχανικού προσωπικού (Απομνημονεύματα Σακελλαρίου, σ. 204). Λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων, ο Σακελλαρίου δεν κατάφερε να προμηθευτεί νέα αντιτορπιλικά εγκαίρως, ενώ τα δύο που παρήγγειλε δεν παραδόθηκαν από την Αγγλία, καθώς εν τω μεταξύ ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ως αντιστάθμισμα ο Σακελλαρίου κατάφερε να ιδρύσει τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά το 1937, με σκοπό τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων στην Ελλάδα και τη συντήρηση και επισκευή των υπαρχόντων, χωρίς όμως οι εγκαταστάσεις να προλάβουν να λειτουργήσουν εγκαίρως, λόγω της έκρηξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά τον ύπουλο τορπιλισμό και τη βύθιση του αντιτορπιλικού «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου στις 15 Αυγούστου 1940, ο Σακελλαρίου προέβη στην επίσπευση της συμπλήρωσης των προκαταρκτικών φάσεων της πολεμικής κινητοποίησης. Για την επάνδρωση όλων των παράκτιων αμυντικών δομών και των αντιαεροπορικών πυροβολαρχιών, ο Σακελλαρίου ακολούθησε τη σταδιακή τακτική των προσωπικών προσκλήσεων, ενώ εγκαταστάθηκαν εγκαίρως όλα τα διαθέσιμα ανθυποβρυχιακά μέσα και η σύνθεση των πληρωμάτων έφτασε το 100%. Αμέσως μετά την επίσημη κήρυξη πολέμου από την Ιταλία, ο Σακελλαρίου ήταν ο τρίτος παράγων (μετά τους βασιλιά Γεώργιο Β΄ και Αλέξανδρο Παπάγο) που ενημερώθηκε από τον ίδιο τον Μεταξά για την ιταλική κήρυξη πολέμου [ΓΕΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος του 1940 – Η ιταλική εισβολή (28η Οκτωβρίου μέχρι 13η Νοεμβρίου 1940), ∆ΙΣ, Αθήνα 1960, σ. 32]. Αμέσως έθεσε το Ναυτικό σε επιφυλακή και μέσα σε έξι ώρες είχαν επανδρωθεί όλες οι μονάδες και οι υπηρεσίες του, ενώ ήδη από την πρώτη νύχτα του πολέμου το Ναυτικό πόντισε νάρκες στον Θερμαϊκό Κόλπο και στη Μήλο. Τον ελληνικό στόλο αποτελούσαν το «Αβέρωφ», 10 αντιτορπιλικά, 6 υποβρύχια, 13 τορπιλοβόλα, 4 ναρκαλιευτικά και 1 πλωτό συνεργείο. Ο μικρός αυτός στόλος κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον αντίπαλο ιταλικό στόλο, που διέθετε συντριπτική υπεροχή, έχοντας στη σύνθεσή του 20 καταδρομικά, 48 αντιτορπιλικά και 60 υποβρύχια.

Η πρώτη ενέργεια του Σακελλαρίου ήταν να αποκαταστήσει την επικοινωνία με τον αρχηγό του αγγλικού στόλου στη Μεσόγειο, ενώ ακολούθως έθεσε τα διαθέσιμα υποβρύχια για τη φύλαξη του θαλάσσιου μετώπου της δυτικής Ελλάδας, από όπου υπήρχε κίνδυνος ιταλικής απόβασης. Τον υπόλοιπο στόλο ο Σακελλαρίου τον διέθεσε για τη μεταφορά ελληνικών μονάδων και εφοδίων στο μέτωπο της Ηπείρου. Τα δέκα αντιτορπιλικά του στόλου κινήθηκαν για να εξασφαλίσουν τις θαλάσσιες συγκοινωνίες του στρατού ξηράς, που είχαν καθοριστεί προπολεμικά ως οι πλέον ασφαλείς και σύντομες. Στο κομμάτι των μεταφορών, το ελληνικό Ναυτικό επιτέλεσε ένα μεγάλο ναυτικό κατόρθωμα, καθώς, σύμφωνα με τον Σακελλαρίου, κατάφερε με συνεχείς αποστολές νηοπομπών να μεταφέρει από την ενδοχώρα στο μέτωπο 80.000 στρατιώτες, 120.000 υποζύγια και χιλιάδες τόνους πυρομαχικών, ρουχισμού και πολεμικού υλικού. Τις νηοπομπές αυτές συνόδευαν ακατάπαυστα μονάδες του στόλου και κυρίως αντιτορπιλικά, όμως αυτά τα δρομολόγια ήταν ιδιαίτερα δύσκολα, καθώς γίνονταν υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Ο Σακελλαρίου ήταν ο τρίτος παράγων (μετά τους βασιλιά Γεώργιο Β΄ και Αλέξανδρο Παπάγο) που ενημερώθηκε από τον ίδιο τον Μεταξά για την ιταλική κήρυξη πολέμου.
Αναμφίβολα, η πιο σημαντική θαλάσσια μεταφορά που διεξήγαγε το Πολεμικό Ναυτικό εκείνη την περίοδο ήταν η μεταφορά της μεραρχίας Κρήτης από τη Σούδα στην ενδοχώρα. Ο Σακελλαρίου διέθεσε όλες τις διαθέσιμες μονάδες του, καθώς η μεταφορά κινδύνευε από κάποια πιθανή ιταλική επίθεση από τα ∆ωδεκάνησα, που βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή, αλλά η νηοπομπή έφτασε στον προορισμό της χωρίς προβλήματα. Η απόλυτη επιτυχία στην αποστολή νηοπομπών έμοιαζε απίστευτη στον Σακελλαρίου, καθώς τα ελληνικά αντιτορπιλικά δεν διέθεταν συστήματα ανίχνευσης υποβρυχίων, άρα ουσιαστικά τους ήταν αδύνατον να προστατεύσουν επαρκώς τα ελληνικά μεταγωγικά. Η πρώτη απώλεια νηοπομπής καταγράφεται από τον Σακελλαρίου μόλις στις 5 Απριλίου 1941, νότια της Κρήτης, από γερμανικά βομβαρδιστικά, μετά την κήρυξη του πολέμου κατά της Ελλάδας και από τη Γερμανία.

Το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου συγκλήθηκε το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, για να αποφασίσει επί του ζητήματος της ανάληψης επιθετικής δράσης από το ελληνικό Ναυτικό. Καθώς οι περισσότεροι συμμετέχοντες προέρχονταν από τον Στρατό Ξηράς (υφυπουργός Ναυτικών ήταν ο πρώην υποστράτηγος Ιπποκράτης Παπαβασιλείου), διατηρούσαν μια σαφώς δυσμενή εντύπωση για το Ναυτικό, το οποίο θεωρούσαν «όπλο πολυτελείας», απαιτώντας την άμεση εμπλοκή του στις εχθροπραξίες. Ο Σακελλαρίου εξήγησε στο πολεμικό συμβούλιο ότι θα ήταν αυτοκτονία να αντιπαρατεθεί το ελληνικό Ναυτικό με το ιταλικό, καθώς η υπεροπλία του δεύτερου ήταν συντριπτική. Οι ιταλικές νηοπομπές δεν ήταν εφικτό να χτυπηθούν, καθώς διεξάγονταν νύχτα και συνοδεύονταν από δεκάδες αντιτορπιλικά, και άλλωστε ούτε και το πανίσχυρο αγγλικό Ναυτικό είχε επιχειρήσει έως τότε μια τέτοια επίθεση. Επίσης, μια πιθανή ιταλική επιτυχία στη θάλασσα ίσως ανέστρεφε το ψυχολογικό ελληνικό προβάδισμα μετά τις πρώτες νίκες στην Ήπειρο, κάτι που έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία. Η επιχειρηματολογία του Σακελλαρίου έπεισε τόσο τον βασιλιά όσο και τον Μεταξά για την ανάγκη προφύλαξης των πλοίων, αλλά τελικά λίγες εβδομάδες μετά ήρθαν και οι μεγάλες επιτυχίες του Πολεμικού Ναυτικού από τη θρυλική δράση των υποβρυχίων του.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι το ελληνικό Ναυτικό, παρά τη συντριπτική αναλογία δυνάμεων εις βάρος του στην Αδριατική, όχι μόνο κατάφερε να φέρει εις πέρας πολύ σοβαρές αποστολές πολεμικού υλικού και επιμελητείας, αλλά κατέγραψε και πολεμικές επιτυχίες, που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν ακατόρθωτες, λόγω των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες έγιναν. Ως αρχηγός ΓΕΝ, ο Σακελλαρίου πιστώνεται στο ενεργητικό του ότι κατάφερε να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα βάσει των διαθέσιμων πόρων, των ειδικών συνθηκών και των σοβαρών περιορισμών που υπήρχαν στο ελληνικό Ναυτικό. Η διοίκηση του Σακελλαρίου ίσως υπήρξε χαμηλών τόνων, αλλά ρεαλιστική και ιδιαίτερα αποτελεσματική όσον αφορά τους βασικούς στόχους που είχαν τεθεί, καθώς δεν εξέθεσε τις λίγες πολύτιμες μονάδες του Ναυτικού σε περιττούς κινδύνους, αλλά τις διέθεσε σε αποστολές που ήταν εφικτές και ουσιαστικές.

Για τη διοίκησή του στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, ο Σακελλαρίου τιμήθηκε στις 31 Αυγούστου 1946 με τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ Τάξης, επειδή, «διατελέσας Αρχηγός του ΓΕΝ κατά τον Πόλεμον 1940-1941, διηύθυνεν τας επιχειρήσεις του Ελληνικού Ναυτικού εις την Αδριατικήν, ως και τας μεταφοράς υλικού και στρατού εις τας λοιπάς θαλάσσας, ώστε να επιφέρη καίρια πλήγματα κατά του εχθρού και να διατηρήση τας επιστρατευθείσας δυνάμεις του Έθνους εις πλήρη απόδοσιν». (Ιστοσελίδα Πολεμικού Ναυτικού, https://hellenicnavy.gr)
Η απόδραση του ελληνικού Ναυτικού στη Μέση Ανατολή, το 1941
Η εξασφάλιση της συνέχειας του αγώνα.
Η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941 και, παρά την ηρωική άμυνα που αντέταξαν οι Έλληνες στη γραμμή των οχυρών Μεταξά, οι Γερμανοί κατάφεραν να διασπάσουν την ελληνική άμυνα, να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου και να κυκλώσουν τη νικηφόρα στρατιά της Ηπείρου. Οι καταιγιστικές αυτές εξελίξεις είχαν δημιουργήσει ένα πολιτικό, στρατιωτικό και διοικητικό χάος στην Αθήνα, καθώς ταυτόχρονα με την εκκένωση των στρατευμάτων του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος η γερμανική αεροπορία βομβάρδιζε ανηλεώς τις στρατιωτικές και ναυτικές υποδομές της στον Πειραιά και στη Σαλαμίνα. Το ζοφερό αυτό σκηνικό ολοκληρώθηκε με την αυτοκτονία του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή το απόγευμα της 18ης Απριλίου 1941, που άφησε ακέφαλο το κράτος στην πιο κρίσιμη στιγμή της σύγχρονης ιστορίας. ∆ύο μέρες μετά, στις 20 Απριλίου 1941, ήρθε και το δραματικό άγγελμα της συνθηκολόγησης της νικηφόρας στρατιάς της Ηπείρου.
Ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου στις 7 Απριλίου βρέθηκε ενώπιον ενός αληθινού δαντικού σκηνικού, καθώς τόσο το λιμάνι του Πειραιά όσο και ο ναύσταθμος της Σαλαμίνας είχαν βομβαρδιστεί για πρώτη φορά ημέρα. Στο λιμάνι του Πειραιά ανατινάχθηκε μια δεξαμενή μεταγωγικού με 400 τόνους τροτύλης (ισχυρής εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιούσαν στις τορπίλες), με μια τόσο ισχυρή έκρηξη, που συγκλόνισε όλη την Αθήνα και τον Πειραιά. Όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του, ο Σακελλαρίου περπατούσε απελπισμένος μέσα στον ναύσταθμο και γύρω του καιγόταν ό,τι μπορούσε να καεί. Όσα ελληνικά πολεμικά πλοία δεν είχαν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς είχαν αποκλειστεί στα δύο λιμάνια από εχθρικές ποντίσεις μαγνητικών ναρκών.

Ο Σακελλαρίου βρέθηκε σε αδιέξοδο, γιατί ανά πάσα στιγμή η γερμανική αεροπορία θα μπορούσε να καταστρέψει και τα υπόλοιπα ακινητοποιημένα πλοία. Για να κερδίσει χρόνο, έδωσε εντολή να μεταφερθούν οδικώς στην Ελευσίνα όλα τα εφόδια που προορίζονταν για τον ανεφοδιασμό των πλοίων και μόλις στις 12 Απριλίου οι ελληνικές τεχνικές υπηρεσίες του ναυστάθμου κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα αβλαβή διάδρομο για να αποπλεύσουν τα ελληνικά πολεμικά στην Ελευσίνα. Ήδη στις 10 Απριλίου 1941 ο Σακελλαρίου, με απόρρητη αναφορά του στην κυβέρνηση, που έγινε ομοφώνως δεκτή την επομένη, ζήτησε να σχεδιαστεί και να αποφασιστεί τάχιστα ο απόπλους του ελληνικού στόλου προς νότο, ώστε αυτός να μην πέσει στα χέρια του εχθρού και να συνεχίσει τον αγώνα στο πλευρό των Άγγλων, αποτελώντας πολύτιμο όπλο στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης.
Ως νέα βάση του στόλου, ο Σακελλαρίου απέκλειε ως ακατάλληλα όλα τα λιμάνια στο Αιγαίο (συμπεριλαμβανομένης της Σούδας) και πρότεινε το λιμάνι της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο. Επίσης, πρότεινε τον απόπλου μόνο όσων πολεμικών δεν είχαν υποστεί ζημιές από τους βομβαρδισμούς και παρέμεναν ικανά να βοηθήσουν τον Συμμαχικό Αγώνα (10 αντιτορπιλικά, 5 υποβρύχια, το πλωτό συνεργείο «Ήφαιστος» και τα 8 βοηθητικά). Όλα τα εφόδια και τα πυρομαχικά των πλοίων έπρεπε να σταλούν τάχιστα στην Αλεξάνδρεια, ενώ έπρεπε να καταστραφούν όλα τα ναυτικά οχυρά και οι μονάδες αντιαεροπορικού πυροβολικού την τελευταία στιγμή, λίγο πριν από την αναχώρηση του στόλου. Επίσης την τελευταία στιγμή θα καταστρέφονταν απόρρητα αρχεία του Ναυτικού καθώς και όλοι οι κώδικες και τα συνθηματικά που χρησιμοποιούνταν (Απομνημονεύματα Σακελλαρίου, σελ. 305-307).

Τις επόμενες δύο ημέρες, μέχρι τη 14η Απριλίου, ο Σακελλαρίου προσπάθησε να υλοποιήσει την εφαρμογή του σχεδίου του με νυχτερινές αποστολές νηοπομπών στο Σουδάν και στην Αλεξάνδρεια, ενώ μετέδιδε τις διαταγές του μόνο στους αρχηγούς και στους ανώτερους διοικητές του στόλου για να μη σπείρει πανικό στα πληρώματα των πλοίων. Ήδη όμως από τη 14η Απριλίου, ο Σακελλαρίου λάμβανε πολύ ανησυχητικές ειδήσεις για διασπορά ηττοπάθειας στα πληρώματα των πλοίων, στους αξιωματικούς αλλά και στους κυβερνήτες τους, καθώς η συνέχιση του αγώνα τον Απρίλιο του 1941 έμοιαζε σε πολλούς όχι μόνο πολύ επικίνδυνη αλλά και άσκοπη. Πολλοί προεξοφλούσαν τη βέβαιη ήττα της Αγγλίας, δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους υπό γερμανική κατοχή, ενώ οι συνεχείς βομβαρδισμοί της Λουφτβάφε, η σχεδόν ολική καταστροφή του Πειραιά και της Σαλαμίνας αλλά και οι ανθρώπινες απώλειες του Πολεμικού Ναυτικού είχαν απογοητεύσει και εξουθενώσει τα πληρώματα των πλοίων.
Ο Σακελλαρίου μετέβη στον ναύσταθμο και μίλησε στα πληρώματα των υποβρυχίων με θερμά λόγια πατριωτισμού, θυμίζοντας τους ηρωικούς αγώνες του 1821.
Στις 16 Απριλίου 1941, ο Σακελλαρίου ενημερώθηκε για τη στάση του προσωπικού του αντιτορπιλικού «Αετός» με επικεφαλής τον κυβερνήτη και τον ύπαρχο του πλοίου. Αμέσως αντικατέστησε τον κυβερνήτη με τον πλωτάρχη Ιωάννη Τούμπα, τον οποίο διέταξε να επαναφέρει την τάξη στο πλοίο πάση θυσία. Η άφιξη του Τούμπα, αντί να κατευνάσει, οδήγησε το πλήρωμα σε εξέγερση, κάτι που ανάγκασε τον ίδιο τον Σακελλαρίου να ανέβει επί του πλοίου και να απομακρύνει στη στεριά τα κυριότερα ταραχοποιά στοιχεία όχι με τη βία, αλλά παρέχοντας άδειες. Αμέσως μετά την απομάκρυνση των πιο δυναμικών στασιαστών, ο Σακελλαρίου συνέλαβε τον κυβερνήτη του πλοίου, συμπλήρωσε τα κενά του πληρώματος, και έτσι το πλοίο κατέστη αξιόμαχο την 20ή Απριλίου (Απομνημονεύματα Σακελλαρίου, σσ. 309-310).

Η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη στα υποβρύχια, όπου οι αξιωματικοί των πληρωμάτων συζητούσαν ακόμα και την πιθανότητα να τα βυθίσουν, ώστε να μη χρειαστεί να εκτελέσουν τον πλου προς την Αλεξάνδρεια. Ο Σακελλαρίου προσπάθησε να ελέγξει την κατάσταση με τους αντιπλοιάρχους Σπανίδη και Ιατρίδη, καθώς και με τον πλοίαρχο Ξηρό, αλλά τη νύχτα της 17ης Απριλίου η κατάσταση είχε βρεθεί σε οριακό σημείο, ένα βήμα πριν από τη συνολική ανταρσία των πληρωμάτων. Ο Σακελλαρίου μετέβη προσωπικά στον ναύσταθμο και μίλησε στους αξιωματικούς και στα πληρώματα των υποβρυχίων με θερμά λόγια πατριωτισμού, θυμίζοντας τους ηρωικούς ναυτικούς αγώνες του 1821. Οι προτροπές του Σακελλαρίου έσωσαν (προσωρινά) την κατάσταση, καθώς φιλοτίμησαν τους ναύτες, που επανήλθαν στις θέσεις τους, αλλά ταυτόχρονα ο Σακελλαρίου διέταξε και τη σύλληψη όσων συνέχιζαν να δείχνουν απείθεια.
Η κατάσταση του στόλου όμως παρέμενε χαώδης λόγω απρόσμενων ναυτικών ατυχημάτων, καθώς στις 18 Απριλίου το αντιτορπιλικό «Λέων» είχε συγκρουστεί με μεταφορικό ανοιχτά της Κρήτης, ενώ το «Αβέρωφ» έπλευσε στον νότο χωρίς να έχει λάβει διαταγές. Ο Σακελλαρίου έστειλε μια βενζινάκατο στο «Αβέρωφ» και διέταξε τον κυβερνήτη του να πλεύσει στη Σούδα, ενώ ο ίδιος συνεχώς επιθεωρούσε τα πλοία ώστε να συγκρατήσει τα πληρώματα που βρίσκονταν ακόμη στα όρια της ανταρσίας.

Μετά την αυτοκτονία Κορυζή, η κυβερνητική κρίση διευθετήθηκε οριστικά στις 21 Απριλίου 1941, όταν ορκίστηκε πρωθυπουργός ο Εμμανουήλ Τσουδερός με αντιπρόεδρο και υπουργό Ναυτικών τον Αλέξανδρο Σακελλαρίου. Αν και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, δεν ήρθε σε επαφή με τους άλλους υπουργούς που μαζί με τον Γεώργιο Β΄ έφυγαν για την Κρήτη στις 23 Απριλίου 1941. Ο ίδιος μαζί με τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη έμειναν στην Αθήνα για να βοηθήσουν την τήρηση της τάξης μέχρι την τελευταία στιγμή. Ως νέος υπουργός Ναυτικών, έλαβε αυστηρά μέτρα (συλλήψεις όσων είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους, παύση όλων των αδειών, παύση κάθε επικοινωνίας μεταξύ πλοίων και ξηράς, επάνδρωση των πλοίων με τους καλύτερους διαθέσιμους αξιωματικούς) και κατάφερε να αναστρέψει την κατάσταση.
Στις 25 Απριλίου, ο Σακελλαρίου ενημερώθηκε από τον στρατηγό Χαίηγουντ ότι την επομένη θα έπρεπε να αποχωρήσουν από την Αθήνα, ορίζοντας συνάντηση στις 15.30 στην εκκλησία στο ∆αφνί. Έτσι, οι Μανιαδάκης, Σακελλαρίου, Χαίηγουντ και ο ναύαρχος Τερλ ξεκίνησαν οδικώς για το Άργος, αλλά στο ύψος της Κινέτας αναγκάστηκαν να σταματήσουν και να καλυφθούν, καθώς τους εντόπισαν και τους πυροβόλησαν εχθρικά αεροπλάνα. Λίγες ώρες μετά έφτασαν έξω από την Κόρινθο, η οποία βομβαρδιζόταν, και τελικά κατέλυσαν μεταξύ Μύλων και Άργους, απειλούμενοι συνεχώς από την εχθρική αεροπορία. Τη νύχτα της 26ης προς 27η Απριλίου 1941, οι τέσσερις αξιωματούχοι μπήκαν σε υδροπλάνο με κατεύθυνση την Κρήτη, ενώ κατά τη νυχτερινή τους πτήση είδαν ένα ελληνικό μεταγωγικό πλοίο να φλέγεται στο λιμάνι του Ναυπλίου! (Απομνημονεύματα Σακελλαρίου, σ. 343)
Η αναδιοργάνωση του Ναυτικού στη Μέση Ανατολή
Αντιμέτωπος με το απόλυτο χάος.
Ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου έφτασε στο λιμάνι της Σούδας τα ξημερώματα της 27ης Απριλίου 1941, ενώ το νησί βρισκόταν στο έλεος της αντίπαλης αεροπορίας, που το βομβάρδιζε συνεχώς. Στις 8 Μαΐου 1941, ο Γεώργιος κάλεσε τον Σακελλαρίου και τον ενημέρωσε ότι ο αρχηγός του βρετανικού στόλου της Μεσογείου ζητούσε την άμεση μετάβασή του στην Αλεξάνδρεια, καθώς σημειώνονταν σοβαρά κρούσματα απειθαρχίας στα πληρώματα των πλοίων του ελληνικού στόλου που είχαν καταφύγει εκεί. Ο Σακελλαρίου ζήτησε από τον Γεώργιο την παροχή εκτεταμένων αρμοδιοτήτων, ώστε να καταφέρει να επιβληθεί και με τον αναγκαστικό Νόμο 3012/8.5.1941 τού δόθηκε η εξουσία να τοποθετεί, να προάγει και να παύει οποιονδήποτε αξιωματικό του Ναυτικού, αλλά και το εκτεταμένο δικαίωμα να εκδίδει ή να τροποποιεί διατάγματα σχετικά με το Ναυτικό κατά την κρίση του (Απομνημονεύματα Σακελλαρίου, σ. 346).
Στην Αθήνα είχε αφήσει την οικογένειά του, την οποία αποχαιρέτησε σε μια δραματική προσωπική στιγμή, ενώ τώρα εγκατέλειπε και την Ελλάδα, έχοντας αναλάβει να φέρει εις πέρας μια αρκετά δύσκολη αποστολή. O Σακελλαρίου έφτασε στην Αλεξάνδρεια στις 12 Μαΐου 1941 και ήρθε αντιμέτωπος με το απόλυτο χάος, καθώς τα πλοία του ελληνικού στόλου είχαν υποστεί εκτεταμένες ζημιές λόγω της συνεχούς χρήσης τους αλλά και λόγω των βομβαρδισμών που είχαν δεχτεί από τη γερμανική αεροπορία. Το ηθικό των πληρωμάτων βρισκόταν στο κατώτερο σημείο του, καθώς υπήρχε ηθική και σωματική κόπωση από όσα είχαν προηγηθεί, ενώ σχεδόν όλοι είχαν εγκαταλείψει τις οικογένειές τους στην Ελλάδα, που βρισκόταν πλέον υπό γερμανική κατοχή. Το Υπουργείο Ναυτικών σε εκείνη τη συγκυρία είχε ως μοναδικό προσωπικό τον υπουργό και τον υπασπιστή του, που χρησιμοποίησαν ως έδρα τους τα καρέ του «Αβέρωφ».

Η πρώτη ενέργεια του Σακελλαρίου ήταν να πατάξει αυστηρά όλα τα αντιπειθαρχικά κρούσματα και να επαναφέρει την τάξη στα πλοία. Ακολούθως οργάνωσε τις υπηρεσίες του υπουργείου με τμήματα για τη μισθοδοσία του προσωπικού και τον εφοδιασμό των πλοίων. ∆ημιούργησε την Υπηρεσία ∆ιεύθυνσης Πληρωμάτων με αποστολή την οργάνωση του κατώτερου προσωπικού των πληρωμάτων. Αναδιοργάνωσε την υγειονομική υπηρεσία του Ναυτικού, εξασφαλίζοντας μια πτέρυγα από το Κοτσίκειο Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας για τη νοσηλεία των τραυματιών, ενώ ίδρυσε και αναπαυτήριο για όσους είχαν αναρρωτικές άδειες. Με άλλες του ενέργειες, ο Σακελλαρίου λειτούργησε εκ νέου τη Σχολή Ναυτικών ∆οκίμων, ενώ προέβη στη συνεχή εκπαίδευση των υφιστάμενων αξιωματικών. Για την εμπέδωση της πειθαρχίας, ο Σακελλαρίου διέταξε τη δημιουργία περίφρακτου στρατοπέδου για τη μεταφορά των υπηρεσιών της ναυτοφυλακής αλλά και τον περιορισμό εκεί όλων των κρατουμένων.
Όμως, το σοβαρότερο οργανωτικό ζήτημα που είχε να αντιμετωπίσει ο Σακελλαρίου ήταν οι επισκευές των πλοίων. Μετά από συνεννοήσεις με τις αγγλικές ναυτικές αρχές, όλα τα πλοία του ελληνικού στόλου έπλευσαν στο Πορτ Σαΐντ, στην Καλκούτα και στο Σουδάν, όπου και παρέμειναν σχεδόν για έξι μήνες ώστε να επισκευαστούν. Παράλληλα ο Σακελλαρίου έπεισε το βρετανικό ναυαρχείο και, το φθινόπωρο του 1941, το ελληνικό Ναυτικό παρέλαβε δύο νέα πολεμικά πλοία («Πίνδος» και «Αδριάς»), ενώ τον Ιανουάριο του 1942 εντάχθηκαν στη δύναμή του τα σύγχρονα αντιτορπιλικά «Κανάρης» και «Μιαούλης». Αντίστοιχη ήταν και η αύξηση του προσωπικού με εθελοντές από την Ελλάδα και την Αίγυπτο: ενώ κατά την αποχώρηση από την Ελλάδα το Ναυτικό διέθετε 200 αξιωματικούς και 2.500 υπαξιωματικούς και ναύτες, την 1η Μαΐου 1942 διέθετε πλέον 300 αξιωματικούς και 4.500 υπαξιωματικούς και ναύτες.
Χάρη σε όλες αυτές τις οργανωτικές προσπάθειες, την άνοιξη του 1942 το ελληνικό Ναυτικό διέθετε έναν αξιόμαχο στόλο 20 πολεμικών πλοίων έτοιμο προς υπηρεσία, πλήρως εξοπλισμένο και ανεφοδιασμένο με επαρκείς υπηρεσίες υποστήριξης. Παρά την οφθαλμοφανή επιτυχία του Σακελλαρίου να αναδιοργανώσει και να καταστήσει ξανά αξιόμαχο το Ναυτικό, είχε πέσει στη δυσμένεια του (βενιζελικού) πρωθυπουργού Εμμανουήλ Τσουδερού, όπως άλλωστε και όλοι οι υπουργοί που είχαν αντιβενιζελικό ή μεταξικό παρελθόν. Ο Σακελλαρίου σπιλώθηκε ως υποστηρικτής της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, κατηγορήθηκε για αυταρχισμό στην επιβολή της πειθαρχίας στο Ναυτικό και για εχθρότητα προς τους απότακτους βενιζελικούς αξιωματικούς του 1935. Επίσης, οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι, ως επικεφαλής των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών στην Αλεξάνδρεια, ευνοούσε την απόδραση από την Ελλάδα μόνο βασιλοφρόνων αξιωματικών, ώστε να μην αλλάξουν οι ισορροπίες στο στράτευμα, κάτι πάντως που ο Σακελλαρίου αρνήθηκε κατηγορηματικά στα Απομνημονεύματά του.

Σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στις 28 Απριλίου 1942 στο Κάιρο, ο Τσουδερός κατηγόρησε τον Σακελλαρίου για επαφές με τον δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο. Ο Σακελλαρίου όντως είχε στείλει επιστολή στον Πάγκαλο, έχοντας παλαιά γνωριμία μαζί του από τη στενή συνεργασία τους το 1925, αλλά η επιστολή περιείχε μόνο συστάσεις στον Πάγκαλο να σταματήσει τις δημόσιες επιθέσεις του στον Γεώργιο. Επικαλούμενος και άλλα πρόσθετα προσχήματα, ο Τσουδερός υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησης, η οποία ανασχηματίστηκε με την αντικατάσταση όλων των μεταξικών υπουργών με βενιζελικούς, ενώ και ο Σακελλαρίου περιορίστηκε στην αρχηγία του στόλου.
Στις 3 Μαΐου 1942 ορκίστηκε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, με πρόθεση την επαναφορά όλων των απότακτων βενιζελικών αξιωματικών του 1935, ώστε να αποκατασταθεί η εθνική ενότητα στις ένοπλες δυνάμεις. Στο πλαίσιο αυτό, σε συνεδρίαση του Ανώτατου Ναυτικού Συμβουλίου την 1η ∆εκεμβρίου 1942, ο Κανελλόπουλος ζήτησε η κρίση των αξιωματικών να μη γίνεται από την ψήφο των ναυάρχων και να επανέλθουν όλοι οι απότακτοι βενιζελικοί αξιωματικοί του κινήματος του 1935, βάλλοντας εμμέσως κατά της διοίκησης Σακελλαρίου έως τότε (Απομνημονεύματα Σακελλαρίου, σ. 364). Ο Σακελλαρίου προειδοποίησε τον Κανελλόπουλο ότι η απόφασή του να εμπιστευτεί τους απότακτους του 1935 θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για το στράτευμα και ο Κανελλόπουλος, μεταπολεμικά, παραδέχτηκε το λάθος του. Η διασάλευση της πειθαρχίας στον στρατό στις 15 Μαρτίου 1943 επέφερε και την οριστική απομάκρυνση του Σακελλαρίου από τη διοίκηση του στόλου στις 23 Μαρτίου 1943, χωρίς αυτός να υποβάλει παραίτηση, παρά τον ισχυρισμό του σχετικού βασιλικού διατάγματος.


