Προσωπικότητα του ελληνικού κοινοβουλευτικού βίου και στυλοβάτης του δικομματισμού του 19ου αιώνα, ο Θεόδωρος ∆ηλιγιάννης έχει μείνει στη συλλογική μνήμη ως ο αιώνιος αντίπαλος του μεγάλου μεταρρυθμιστή Χαριλάου Τρικούπη, ως λαοπλάνος, οχλαγωγός, λαϊκιστής. Ήταν όλα αυτά, αλλά κάθε άλλο παρά μόνο αυτά. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα γιου ένδοξης οικογένειας αγωνιστών, που διήνυσε όλη την απόσταση ακολουθώντας τους μετασχηματισμούς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στη μετεπαναστατική Ελλάδα. Έντιμος και φειδωλός στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, εισήλθε στον δημόσιο βίο φτωχός –και δεν έγινε ποτέ πλούσιος– αλλά με ένα όνομα που άνοιγε πόρτες. ∆ιακρίθηκε από νωρίς για τη μαχητικότητα και την ευγλωττία του. Ορφανός από πατέρα από το Γυμνάσιο, υπό την προστασία του εκ μητρός θείου του, Ρήγα Παλαμήδη, σπούδασε νομικά στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο. Το 1845 διορίστηκε συντάκτης των επίσημων πρακτικών στην πρώτη Βουλή μετά την παραχώρηση συντάγματος από τον βασιλιά Όθωνα· το 1848, με τον Παλαμήδη υπουργό Εσωτερικών, διορίστηκε γραμματέας στο ίδιο υπουργείο και ανεβαίνοντας στην ιεραρχία έφτασε γενικός γραμματέας. Για την εργατικότητά του, τον αποκαλούσαν «το στοιχειό του υπουργείου». Άριστος γνώστης της νομοθεσίας, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες, αυξάνοντας παράλληλα την επιρροή του στους συντοπίτες του. ∆ιετέλεσε διαδοχικά πληρεξούσιος της Γορτυνίας στην Εθνοσυνέλευση του 1862 και έκτοτε ανελλιπώς βουλευτής, υπουργός Εξωτερικών υπεύθυνος για την ανεύρεση νέου ηγεμόνα μετά την έξωση του Όθωνος, πρέσβης στο Παρίσι, επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο του Βερολίνου και από το 1869 υπουργός Εξωτερικών, Οικονομικών ή Παιδείας στις κυβερνήσεις Θρ. Ζαΐμη (εξαδέλφου του), Κ. Κανάρη και Αλ. Κουμουνδούρου· μετά τον θάνατο του τελευταίου αναδείχθηκε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μετά τα 60 του διετέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός. Ο ∆ηλιγιάννης υπερασπίστηκε το κράτος δικαίου και τις ασθενέστερες τάξεις. Ανάμεσα στις υπηρεσίες που προσέφερε ήταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η επτάτομη έκδοση της ελληνικής νομοθεσίας από το 1833 μέχρι το 1876.
Από την τιμημένη φουστανέλα στα «φράγκικα»
Τραβώντας την προσοχή του Όθωνα, κατά την άφιξή του στο Ναύπλιο.
Ο ∆ηλιγιάννης προέρχεται από την κραταιή οικογένεια των ∆εληγιανναίων από τα Λαγκάδια Γορτυνίας, παλιάς επαρχίας της Αρκαδίας. Ο παππούς του, Ιωάννης, προεστός των Λαγκαδίων και ισχυρός κοτζάμπασης της Γορτυνίας, έφτασε μέχρι το αξίωμα του μορογιάνη, δηλαδή του ενός από τους δύο χριστιανούς αντιπροσώπους όλων των προεστώτων του Μοριά. Οι οκτώ γιοι του, ανάμεσά τους οι Κανέλλος και Αναγνώστης, πρωτοστάτησαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο αδελφός τους Πανάγος, ο μορφωμένος της οικογένειας, είναι ο πατέρας του Θεόδωρου, που είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τη Μαρία (γενν. 1822), τον Νικόλαο (1831-1890), μετέπειτα δικαστικό και πρόεδρο του Αρείου Πάγου, τον Κωνσταντίνο (1833-1898), μετέπειτα καθηγητή Ιατρικής στο πανεπιστήμιο, και την Καλλιρρόη (γενν. 1834).
Ο Θεόδωρος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα το 1824 στην Τρίπολη, γενέτειρα της μητέρας του Ελένης, το γένος Θεοδοσίου Μιχαλοπούλου. ∆ιασώζεται μια περιπέτεια από την εποχή της επιδρομής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, όταν οι Λαγκαδινοί εγκατέλειπαν το χωριό τους για να σωθούν από τις ορδές του που πλησίαζαν. Μέσα στη γενική αναστάτωση, η οικογένεια του Πανάγου ∆εληγιάννη συνειδητοποίησε με τρόμο ότι ξέχασαν τον μικρό Θεόδωρο πίσω στο σπίτι· ο ίδιος ο ∆ηλιγιάννης θυμόταν με τρυφερότητα την παραμάνα του που γύρισε μόνη της πίσω και τον έσωσε.

Φεύγοντας από τα Λαγκάδια, η οικογένεια του Πανάγου, εγκαταλείποντας το αρχοντικό και την περιουσία της, εγκαθίσταται, φτωχικά αρχικά, στο Ναύπλιο. Ο Θεόδωρος από μικρός δείχνει ευφυΐα και έμφυτη τάση για μόρφωση και ο πατέρας του προσλαμβάνει δάσκαλο στο σπίτι, καθώς σχολεία δεν υπήρχαν. Οι προσδοκίες όλων από εκείνον ήταν πολλές. Στο Ναύπλιο τους βρίσκει η απελευθέρωση της χώρας και η άφιξη του Όθωνος.
Η 25η Ιανουαρίου του 1833, ημέρα της άφιξης του νέου βασιλιά στο Ναύπλιο, ξημερώνει με ατμόσφαιρα πανηγυρική. Ο λαός ξεσηκωμένος συρρέει από κάθε γωνιά της ελληνικής γης ντυμένος εορτάσιμα, ενώ από παντού ακούγονται άσματα και μπαταριές και στήνονται χοροί. Η πόλη είναι καταστόλιστη, με σημαίες να κυματίζουν και αψίδες από κλαδιά δάφνης και φοινίκων στις προσόψεις των οικιών. Οι στέγες, οι βράχοι του Παλαμηδίου και όλα τα υψώματα είναι κατάμεστα από κόσμο. «Όλοι οι διάσημοι οπλαρχηγοί, οι καπεταναίοι, οι πρόμαχοι της πατρίδος, οι αντιπρόσωποι του κλήρου, οι τρομεροί πυρποληταί, οι αετοί των ορέων της Πελοποννήσου και της Στερεάς, τα θαλασσοπούλια των νήσων, είχον συναθροισθεί εις Ναύπλιον. Μέσα εις τους δρόμους συνηντώντο οι αγωνισταί με τας ολολεύκους φουστανέλλας των, με τας αργυράς πάλλας των, με τις κουμπούραις και με τα λεβέντικα κορμιά των», αφηγείται ο ανώνυμος βιογράφος του ∆ηλιγιάννη.
Τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι είχαν καταλάβει θέσεις στον δρόμο από όπου θα διερχόταν η βασιλική πομπή. «Μεταξύ δε των γυναικών –και το αφηγείται ο ίδιος ο πρωθυπουργός– ευρίσκετο […] με τας περικόμψους φουστανέλλας του ο Θεόδωρος ∆ηλιγιάννης. Συγγενείς του γυναίκες τον είχον παραλάβει μεθ’ εαυτών. ∆ιά να βλέπη καλλίτερα τον είχον αναβιβάσει εις υψηλόν τι μέρος. Επάνω εις την στήλην μεγάλης λιθοκτίστου κρήνης από το ύψος της οποίας διεκρίνετο εις μακράν απόστασιν η οδός η από της παραλίας άγουσα εις το οίκημα το οποίον είχε παρασκευασθεί ως ανάκτορον του Βασιλέως».

Μόλις ακούστηκε ότι ο βασιλιάς αποβιβάζεται στην ξηρά, ο Θεόδωρος επωφελείται από το πανδαιμόνιο που επικρατεί και βρίσκει ευκαιρία να το σκάσει για να κατέβει προς την παραλία. Αρπάζοντας ένα κλαδί φοίνικα εν είδει λαβάρου, «απωθών δε, διαγκωνιζόμενος, παρασυρόμενος εδώ και εισχωρών εκεί, τώρα διασχίζων την έφιππον συνοδείαν και μετ’ ολίγον το πεζοπορούν πλήθος, κατώρθωσεν να φθάση αυτός και ο φοίνιξ του, μέχρι του Βασιλέως Όθωνος» και να τον καλωσορίσει σείοντας το κλαδί και κραυγάζοντας «Καλώς ήλθες, βασιλεύ! Ζήτω ο βασιλεύς Όθων!», τραβώντας την προσοχή του μονάρχη.
«Με τα καλλίτερά του ελληνικά φορέματα», την «πάλλευκον φουστανέλλα του επιχαρίτως φορεμένη» κι ένα κλαδί φοίνικα στο χέρι, ο Θεόδωρος πόζαρε λίγο αργότερα καθημερινά στον Βαυαρό καλλιτέχνη Peter von Hess, ο οποίος απαθανάτισε την υποδοχή του βασιλιά. Το πρωτότυπο ζωγραφικό έργο του βρίσκεται σήμερα στη Νέα Πινακοθήκη του Μονάχου.
Γνήσιο τέκνο παραδοσιακής οικογένειας, που τιμούσε βαθιά την καταγωγή του και τους αγωνιστές συμπατριώτες του, ο ∆ηλιγιάννης φορούσε περήφανα τη φουστανέλα και αργότερα ως μαθητής στον Πύργο, όπου η οικογένεια εγκαταστάθηκε λόγω της εργασίας του πατέρα του, και ως γυμνασιόπαις στο Ναύπλιο και ως φοιτητής στην Αθήνα. Μάλιστα, «δύο φορεσιαίς φουστανέλλαις, με τα φέσια, τα τουγλούκια, τους ντουλαμάδες τους, κατεσκευασμένας από πολύτιμον ύφασμα, αργυροκεντήτους και χρυσοκεντήτους», από τις οποίες τη μία την είχε παραγγείλει για κείνον η οικογένειά του όταν επρόκειτο να φύγει για να φοιτήσει στην Αθήνα και την άλλη τού την είχαν δωρίσει συγγενείς του, αποτελούσαν τη μεγαλύτερη περιουσία του τα πρώτα χρόνια στην πρωτεύουσα.
Χρόνια αργότερα, όταν είχε πλέον αναμειχθεί στην πολιτική διεκδικώντας την πρωθυπουργία, είχε επιτιμήσει διευθυντή της αστυνομίας ο οποίος δεν αντέδρασε βλέποντας ανθρώπους μασκαρεμένους τις Απόκριες φορώντας φουστανέλα, θεωρώντας το γεγονός διαπόμπευση του εθνικού ενδύματος. Κι όταν ως πρωθυπουργός ξανασυνάντησε τον άνθρωπο αυτόν, τον έπαυσε από την υπηρεσία του. Και όταν ανάμεσα σε αυτούς που τον πλησίαζαν κάποιος φορούσε φουστανέλα, του έδινε πάντα προτεραιότητα.

Τη φουστανέλα ο ∆ηλιγιάννης αποχωρίστηκε οριστικά όσο ήταν ακόμη φοιτητής, όταν ένας γέρος άστεγος του έκλεψε το περιεχόμενο του σεντουκιού του μέσα από το σπίτι του. Έτσι ο ∆ηλιγιάννης, που στερήθηκε τα πολύτιμα παραδοσιακά ρούχα του, αναγκάστηκε για οικονομικούς λόγους να φορέσει πλέον «φράγκικα», να αγοράσει δηλαδή την πολύ φθηνότερη ευρωπαϊκή ενδυμασία, που είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της με ταχύτατους ρυθμούς στην Αθήνα.
Si non è vero, è ben trovato. Ακόμα κι αν η ιστορία που διασώζει ο βιογράφος δεν είναι εντελώς αληθινή, είναι εξαιρετική στη σύλληψή της, καθώς αποτελεί μια εύσχημη δικαιολογία με την οποία ο συντηρητικός ∆ηλιγιάννης εξηγούσε τη μεταστροφή του…
Ο ειρηνοπόλεμος
Μια μακρά περίοδος παλινωδιών, κωλυσιεργιών και οχλαγωγιών.
Βρισκόμαστε στο 1885. Ο ∆ηλιγιάννης, μετά από πολιτικούς αλλά και κομματαρχικούς αγώνες περίπου ενός τετάρτου του αιώνα, είναι από τον Απρίλιο για πρώτη φορά πρωθυπουργός της Ελλάδας και μάλιστα με ισχυρή πλειοψηφία. Από τις πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης ∆ηλιγιάννη είναι η περιστολή των δημοσίων εξόδων. Ανάμεσα σε άλλα, καταργούνται οι ελληνικές πρεσβείες στο εξωτερικό, εκτός από την Κωνσταντινούπολη. Αποκομμένο από τις εξελίξεις στον χώρο των Βαλκανίων και την προσέγγιση της Σόφιας με την Αγγλία, το ελληνικό κράτος αιφνιδιάζεται πλήρως όταν, στις αρχές Σεπτεμβρίου, η Βουλγαρία προσαρτά πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία.
Μια σύντομη αναδρομή: Μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878 και την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στον Άγιο Στέφανο, προάστιο της Κωνσταντινούπολης, η Ρωσία επιβάλλει τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, στερώντας από την Τουρκία σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της. Το νέο κράτος θα περιλάμβανε ολόκληρη την επικράτεια όπου κατοικούσαν Βούλγαροι, συμπεριλαμβανομένου και του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας και Θράκης. Η διμερής αυτή συμφωνία, που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αναθεωρήθηκε στο Συνέδριο του Βερολίνου λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1878. Εκεί «γεννήθηκαν» το αυτόνομο πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, καθώς και η Ανατολική Ρωμυλία στα εδάφη της σημερινής νότιας Βουλγαρίας – βόρειας Θράκης. Στις πόλεις της Ανατολικής Ρωμυλίας, Φιλιππούπολη (σημ. Plovdiv), Στενήμαχο (σημ. Asenovgrad), Σωζόπολη (Sozopol) και Αγχίαλο (Pomorie) στα παράλια του Ευξείνου Πόντου, αλλά και αλλού, ζούσαν ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες· η προσάρτηση στη Βουλγαρία ανέτρεπε απειλητικά τις ζωές τους.

Στις 9 Σεπτεμβρίου, η τρικουπική εφημερίδα Ώρα αναρωτιέται: «Κοιμάται η Ελλάς; Η συνθήκη του Βερολίνου εσχίσθη. Και εσχίσθη, ίνα υποκατασταθή όρος της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η μετά τοσούτου κόπου εν έτει 1878 επιτευχθείσα διχοτόμησις κατηργήθη και ολόκληρος μεγάλη επαρχία του Οθωμανικού Κράτους, μη ανήκουσα εθνικώς εις τους Βουλγάρους, εν μία νυκτί, δια μεταβολής αναιμάκτου […] μετήλλαξε κυρίους». Καθώς η Ελλάδα βρέθηκε απομονωμένη από τα κέντρα των Μεγάλων ∆υνάμεων, δεν μπόρεσε να αντιδράσει ενεργά ή και να δημιουργήσει τετελεσμένο με την κατάληψη εδαφών στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, τα οποία είχαν κατ’ αρχάς κατακυρωθεί στην Ελλάδα στο Συνέδριο του Βερολίνου. Αντίθετα, η κυβέρνηση ∆ηλιγιάννη περιορίζεται στο να καλέσει εφέδρους και εθελοντές σε επιστράτευση, κολακεύοντας το φιλοπόλεμο αίσθημα του λαού, που ξεσπά σε συλλαλητήρια και συνεχείς διαδηλώσεις. Ο ∆ηλιγιάννης από τη μια παρουσιάζεται αδιάλλακτος υπέρ των εθνικών δικαίων ξεσηκώνοντας τα πλήθη, από την άλλη παραμένει διστακτικός και αναποφάσιστος να προχωρήσει σε ένοπλη δράση.
Αρχίζει έτσι ο ειρηνοπόλεμος, όπως χαρακτηρίστηκε στην εποχή του (το όνομα εφηύρε ο νομικός, πολιτικός και εκδότης Γ. Φιλάρετος), μια μακρά περίοδος παλινωδιών, κωλυσιεργιών αλλά και οχλαγωγιών. Ο ∆ηλιγιάννης υποθάλπει τις ταραχές, θεωρώντας ότι θα αποτελέσουν μοχλό πίεσης των Μεγάλων ∆υνάμεων για παραχώρηση εδαφών. Ο πρωθυπουργός αποχαιρετά τους εφέδρους που φεύγουν για τα σύνορα με ρητορικές πατριωτικές κορώνες, ενώ παράλληλα διαβεβαιώνει την Τουρκία και τις Μεγάλες ∆υνάμεις για τις ειρηνικές προθέσεις της χώρας του. Σταδιακά η κυβέρνηση αρχίζει να χάνει υποστηρικτές αλλά και βουλευτές, ενώ το κράτος εξαντλείται οικονομικά από την παρατεταμένη στρατιωτική κινητοποίηση και την απραξία. Παράλληλα, η Τουρκία προετοιμάζεται ώστε να αποκρούσει ενδεχόμενη εισβολή σε Ήπειρο και Θεσσαλία, ενώ και οι Μεγάλες ∆υνάμεις, που αρχικά θα διέκειντο ίσως θετικά σε αυτό, όταν η ηρεμία επανέρχεται, είναι πλέον πολύ λιγότερο ανεκτικές σε νέα αναταραχή. Η στιγμή της αντίδρασης έχει χαθεί.
Τον Ιανουάριο του 1886, οι ∆υνάμεις ανακοινώνουν πως καμία επίθεση της Ελλάδας εναντίον της Υψηλής Πύλης δεν θα γίνει δεκτή. Ο Τρικούπης, που αρχικά διακήρυξε εθνική ομοψυχία στηρίζοντας την κυβέρνηση στο εθνικό αυτό θέμα, αίρει τη στήριξή του, δεχόμενος τα πυρά της και την κατηγορία του προδότη, καθώς δεν υποστηρίζει πλέον την «ένοπλο επαιτεία», όπως χαρακτήρισε την κατάσταση ο βουλευτής Ι. Μεσσηνέζης.
Ο ∆ηλιγιάννης περιέρχεται σε αδιέξοδο. Το Άστυ (1/3/1886) μεταφέρει απόσπασμα της γαλλικής σατιρικής εφημερίδας Le Charivari: «Ο πρωθυπουργός κ. ∆ηλιγιάννης είπε πρό τινων ημερών εν Αθήναις τα εξής: “Η Ελλάς δεν δύναται ν’ αφοπλισθή ενόσω δεν επιτυγχάνει τα όρια άτινα ζητεί. Θα ήτο βεβαίως αφροσύνη εάν η Ελλάς επεχείρει μόνη επίθεσιν κατά της Τουρκίας· δύναται όμως να περιμένη ισταμένη επί ποδός πολέμου εφ’ όσον τούτο είνε αναγκαίον, και να καραδοκή ευκαιρίαν ενεργείας υπό ευνοϊκωτέρους όρους”. Μήπως ο κ. ∆ηλιγιάννης νομίζη ότι είνε γέρανος και δύναται να σταθή επί του ενός ποδός εφ’ όσον διάστημα θέλει;».
Ενώ κομματικοί παράγοντες και φίλοι τον πιέζουν σε υποχώρηση, εκείνος αρνείται να διατάξει αποστράτευση. Οι ∆υνάμεις στις 14 Απριλίου θέτουν τελεσίγραφο· η κυβέρνηση το αφήνει να εκπνεύσει χρονοτριβώντας. Από τις 26 Απριλίου αρχίζει αποκλεισμός της Ελλάδας από βρετανικές, γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις –η Ρωσία και η Γαλλία απέχουν– μέχρι να πραγματοποιηθεί ο αφοπλισμός. Ο αποκλεισμός δίνει στον ∆ηλιγιάννη την αφορμή που αναζητά για αξιοπρεπή διέξοδο. Σε μεταμεσονύχτια ώρα δηλώνει την παραίτηση της κυβέρνησης, διαμηνύοντας στον βασιλιά Γεώργιο πως, αν δεν γίνει δεκτή μέχρι την επόμενη ημέρα, θα του στείλει συμβολικά στα ανάκτορα τα κλειδιά των υπουργείων.

Μετά τη δημιουργία υπηρεσιακής κυβέρνησης, ο ∆ηλιγιάννης συντρίβεται στην ψηφοφορία για πρόεδρο της Βουλής, συγκεντρώνοντας μόλις το ένα τρίτο των βουλευτών. Εν τω μεταξύ στα σύνορα, στρατιωτικές δυνάμεις προσκείμενες στην απελθούσα κυβέρνηση συγκρούονται με σώματα του τουρκικού στρατού, με αποτέλεσμα σημαντικές ανθρώπινες απώλειες αλλά και την αιχμαλωσία ενός ελληνικού τάγματος στην Κούτρα, γεγονός που εξευτέλισε το εθνικό φρόνημα. Μετά τα γεγονότα αυτά, ο βασιλιάς ζητά από τον Τρικούπη να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο στρατός ανακαλείται από τα σύνορα, ενώ στις 12 Μαΐου υπογράφεται ανακωχή στην ελληνοτουρκική μεθόριο. Με την ολοκλήρωση της αποστράτευσης, αίρεται ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας.
Ο Τύπος της εποχής αποτυπώνει έξοχα το κλίμα των ημερών όλο το διάστημα αυτών των οκτώ μηνών: Ο Γεώργιος Σουρής (Το Άστυ, 28.3.86) συνθέτει «Άσμα Πολεμιστήριον»:
«Ως πότε, παλληκάρια, να ζώμεν στα στενά
Κι ο Θοδωρής να χάσκη και να μας τυραννά; […]
Κάλλιο σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή
Παρ’ έξη μήνες τώρα φωτιά ειρηνική».
Ή αλλού (Το Άστυ, 1.3.1886), ο ίδιος στο ποίημα «Εμπρός!»:
«Εμπρός, λοιπόν, κηφηναριό, εις τ’ άρματα και πάλι,
νέων πολέμων και μαχών ανοίγεται σκηνή…
Εμπρός λοιπόν εις τ’ άρματα μικροί τε και μεγάλοι
Αρκάδες και Γορτύνιοι και Καλαβρυτινοί. […]
Κι ας έβγη στο μπαλκόνι του ψηλά ο Θοδωράκης.
Προσέλθετε ν’ ακούσωμεν γενναίας προσφωνήσεις
να φοβηθή Ανατολή, να φοβηθή και ∆ύσις […]
Προσέλθωμεν με αντερί, με σκούφια και με φέσι,
πηδώντες, αλαλάζοντες, ωθούμενοι κι ωθούντες,
κι ο κύριος Πρωθυπουργός ας μας παρακαλέση
να είμεθα ως πάντοτε καθ’ όλα πειθαρχούντες.
Πάει ο πρώτος πόλεμος κι οι πρώτοι μας καιροί,
αρχίζει άλλος δεύτερος, γενναίοι συμπολίται,
κι ο ∆ηλιγιάννης ξέρετε πως δεν υποχωρεί…
αυτό και δίχως να το πω θαρρώ πως εννοείται.
Μας κλείνουν όλας τας ξηράς καθώς και τας θαλάσσας…
εμπρός λοιπόν, κηφηναριό· εις τ’ άρματα και πάλι…
αλλ’ όμως, σας παρακαλώ, καθίσετε στ’ αυγά σας,
διότι το διάταγμα μου λεν πως ανεστάλη».
Σε ποίημα «Ρωμαντικόν», ο στιχουργός με το ψευδώνυμο Guerrier (πολεμιστής) αναφωνεί μελαγχολικά:
«Εις το ρεύμα της ζωής μου
διατί να σ’ απαντήσω;
αφού άνθρωπος δεν ήσο,
διατί να σε ιδώ; […]
Μια τον πόλεμον κηρύττεις,
μια τον πόλεμον δεν κάνεις,
ώ! τοιούτος ∆ηλιγιάννης
διατί να γεννηθής;».

Τελικά το θέμα διευθετείται ως εξής, σύμφωνα με γελοιογραφία στο Άστυ της 13/4/1886, όπου δύο ∆ηλιγιάννηδες συζητούν:
– «Λοιπόν, πού ευρίσκεται το ζήτημα;
– Ελύθη δι’ υποχωρήσεως μετά προσχωρήσεως, παραχωρήσεως και… συγχωρήσεως αμαρτιών».
Η πρώτη πρωθυπουργία του ∆ηλιγιάννη σημαδεύτηκε από την περίοδο του ειρηνοπολέμου. Η κατάσταση αυτή έβλαψε την Ελλάδα από κάθε άποψη, πολιτική, διπλωματική, οικονομική, στρατιωτική, ενώ έτρωσε το κύρος της χώρας αλλά και το ηθικό στο εσωτερικό της. Σε έναν βαθμό συνέτεινε στη χρεοκοπία του 1893. Τα γεγονότα αυτά στοίχισαν στη δημοφιλία του ∆ηλιγιάννη, ο οποίος χαρακτηρίστηκε λαοπλάνος και αναποφάσιστος. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1897, με αφορμή το κρητικό ζήτημα, άλλος ένας πόλεμος ξεκινά με τον ∆ηλιγιάννη πρωθυπουργό, ένας πόλεμος που θα αποβεί ταπεινωτικός για την Ελλάδα…
Δηλιγιάννη πολιτεία
Απέχθεια για την αποξένωση του ψηφοφόρου από τον βουλευτή του.
«Αρεταί της φυλής είναι να ορμάται τις εκ του μηδενός, να εξέρχηται εις την κοινωνίαν μη έχων ουδ’ οβολόν, να αγωνίζηται εν τω βίω εκθύμως, ίνα κερδήση μικρόν τι ημερομίσθιον, να υποβάλληται εις τας εσχάτας στερήσεις, να παρασκευάζη μικρόν τι περίσσευμα, να φυτεύη άμπελον, να οικοδομή οικίσκον […] να φροντίζη περί εκπαιδεύσεως των υιών του και των θυγατέρων του, να οικονομή τας προίκας των θυγατέρων του, ίνα αποκαταστήση αυτάς μετά συζύγων μετερχομένων επάγγελμα ευγενέστερον εκείνου όπερ μετήρχετο αυτός, και να κρίνη εαυτόν ευτυχή, εάν ίδη τον υιόν αυτού εκλεγόμενον βουλευτήν».
Τα λόγια αυτά, από αγόρευση του ∆ηλιγιάννη στη Βουλή τον Ιανουάριο του 1893, συνοψίζουν το όραμα και τις αρχές του, καθώς είναι πολύ κοντά στα οικογενειακά και προσωπικά του βιώματα. Είναι επίσης ενδεικτικά των ανθρώπων που ένιωθε ο ίδιος ότι εκπροσωπούσε και τα συμφέροντα των οποίων προστάτευε.
Έχει συχνά ειπωθεί ότι ο ∆ηλιγιάννης ήταν αντίθετος σε κάθε στοιχείο της τρικουπικής πολιτικής· στην πραγματικότητα οι δύο πολιτικοί εξέφραζαν δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο ∆ηλιγιάννης ήταν ένας συντηρητικός εκπρόσωπος του παλαιοκομματισμού με κάθε έννοια. ∆υσπιστούσε απέναντι στον ταχύρρυθμο, ανεξέλεγκτο εκσυγχρονισμό που οδηγούσε τόσο στην υπερβολική αύξηση των εξόδων του κράτους, όσο και στην καταστροφή των παραδοσιακών ηθών, απέναντι στην υπερβολική φορολόγηση του λαού, απέναντι στην εισβολή επιχειρηματιών και τραπεζιτών από τη ∆ιασπορά και την Ευρώπη, οι οποίοι μέσω των μεγάλων έργων ασκούσαν επιρροή στη χώρα.
Ενάντια στα παραπάνω πολέμησε με κάθε τρόπο, θεμιτό και αθέμιτο, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση. Μία εκ των μεθόδων του, η κωλυσιεργία, (όπως διαβάζουμε στο Λεύκωμα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 της εφημερίδας Ακρόπολις): «Ο μοναδικός ηγέτης της Αντιπολιτεύσεως κ. ∆ηλιγιάννης αποκαλύπτει νέον όπλον αντιπολιτεύσεως, άγνωστον έως τότε, την κωλυσιεργίαν, Ιρλανδικής μεν εφευρέσεως, αλλ’ υποστάσαν την επίδρασιν του ελληνικού κλίματος. Πού ηκούσθη Βουλή εργαζομένη από τις 4 μ.μ. μέχρι των 8½, δηλαδή τέσσαρας ολοκλήρους ώρας; Και η κυβέρνησις να θέλη να την καταπονή περισσότερον; Και η αντιπολίτευσις αποχωρεί “ίνα μη μείνη μάρτυς τρόπου ατασθάλου νομοθετικής λειτουργίας, ουδέ αυτόπτης ασέμνου και θρασείας διακωμωδήσεως των θεσμών”».
Μειλίχιος, αβρός, ευγενής και προσηνής, σε συνδυασμό με τη δεινή ρητορική ικανότητα και ευγλωττία του, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και κατόρθωνε να κατακτά τα πλήθη. «Μίαν φοράν έλεγεν, ότι κατώρθωσε να κάμη φίλους του τους χωρικούς ενός δήμου ολοκλήρου, διότι ενώπιόν των ως αρχαίος αρματολός εκαθάρισε με τον σουγιάν και έφαγε το κεφαλάκι ενός οβελίου. “Τα πλήθη έχουσι μικράς τινας αδυναμίας αβλαβείς”, έλεγεν ο γηραιός πρωθυπουργός. “Τας αδυναμίας ταύτας πρέπει να τας θεραπεύη και να τας κολακεύση ο πολιτικός ανήρ…”», διηγείται ο βιογράφος του.
Χαρακτηριστικές σκηνές ενθουσιασμού έξω από το σπίτι του ∆ηλιγιάννη διασώζονται στις παιδικές αναμνήσεις του ζωγράφου Περικλή Βυζάντιου (γεννημένου το 1893): «Ο γερο-∆εληγιάννης, που καθόταν κοντά μας, στην αρχή της 3ης Σεπτεμβρίου, […] μας μοίραζε λιθογραφίες του στο γραφείο του. Aυτός ο ∆εληγιάννης, λίγο μετά την καταστροφή του 1897, ήταν δημοφιλέστατος. ∆ιαρκής παρέλαση γινόταν έξω από το σπίτι του. Aμάξια, σούστες, και όλη η μαγκαρία των Aθηνών τραγουδούσε:
“Tο κορδόνι, το κορδόνι
την ελιά την ξεριζώνει…”.
»O γέρος με τις άσπρες μπαρμπέτες έβγαινε στο παράθυρο και έβγαζε ένα λόγο που δεν τον άκουγε κανείς, γιατί όλοι φωνάζανε:
“Kορδόναρος – κορδοναρούμπαρος!”.
»O γέρος αποσυρόταν μειδιών και κουνώντας το χέρι, ενώ το κοινό έπαυε τις φωνάρες και χειροκροτούσε με μανία». Σήμα του κόμματος το κορδόνι (ενάντια στην ελιά του Τρικούπη), από τη φράση «Κορδόνι πάει το κόμμα!».
Χαρακτηριστικό του ∆ηλιγιάννη ήταν η απέχθεια για την αποξένωση του ψηφοφόρου από τον βουλευτή του, γι’ αυτό ήταν αντίθετος στις ευρείες εκλογικές περιφέρειες. Η προσωπική επαφή ήταν το πρώτιστο μέλημά του. Σε άρθρο του Ραμπαγά (18.10.1884) με τίτλο «Μια ημέρα αρχηγού αντιπολιτεύσεως», ξεχωρίζει το απόσπασμα: «Η του Σταδίου είναι η προνομιούχος οδός, ήτις συνήθως έχει την τιμήν να βλέπη εαυτήν προτιμωμένην υπό του αρχηγού της αντιπολιτεύσεως. Βαδίζει εν ταύτη ούτος ευθυτενής το σώμα […]. Πας πρώην υπάλληλος είναι βέβαιος ότι θα απολαύση εδαφιαίου χαιρετισμού και μειδιάματος του αρχηγού, πας αντιπολιτευόμενος βουλευτής γνωρίζει, ότι ούτος θα τω σφίγξη την χείρα και θα τον παρακαλέση να τον συνοδεύση».

Για τον ίδιο λόγο αυτόν είχε αναγάγει σε επιστήμη το ρουσφέτι, το οποίο όμως θεωρούσε φυσικό και θετικό: Σε ολόκληρα κατάστιχα κατέγραφε αλφαβητικά τα αιτήματα των βουλευτών, κομματαρχών και οπαδών του, κυρίως διορισμούς, προαγωγές, μεταθέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Ακολουθεί σχετική ιστορία για κάποιον κομματάρχη που:
«Φορτωμένος από σημειώματα των οπαδών του, επειδή εις μάτην εζήτησε να γίνη παρά του ∆ηλιγιάννη δεκτός εις το σπίτι του, έστησε καρτέρι ένα πρωί εις το υπουργείον των Οικονομικών, που διηύθυνε τότε ο πρόεδρος ως πρωθυπουργός.
»Μόλις τον είδεν ο μακαρίτης ∆ηλιγιάννης, του είπε:
– Έλα, άφισε τα πολλά, κυρ Παναγιωτάκη, και αν είναι κανένα ρουσφέτι που σε πονεί πραγματικά, δος μου το και αν μπορώ θα το κάμω!…
»Ο ∆αγρές, τότε, πνιγμένος από τις αξιώσεις των τοπικών φίλων του, έβγαλεν από την μίαν του τσέπην ένα σημείωμα, περί προαγωγής ενός γραμματέως εις οικονομικόν έφορον. Ο ∆ηλιγιάννης το πήρε και το παρέδωσεν εις τον γενικόν γραμματέα του υπουργείου του Νικολόπουλον, διά να κάμη το διάταγμα.
»Αλλ’ ο ∆αγρές ήρχισε να βγάνη και άλλα σημειώματα, το ένα κατόπιν του άλλου, από διάφορες τσέπες των ενδυμάτων του. Ο ∆ηλιγιάννης τότε, με το θυμοσοφικόν ύφος του, του είπε:
– ∆εν μου λέτε, σας παρακαλώ, κύριε Παναγιωτάκη, πού ράπτεσθε; […]
– Στου ∆ήμιτσα, κύριε Πρόεδρε! Μα γιατί με ρωτάτε;
– Θα σας παρακαλούσα να ειδοποιήσετε τον ράπτην σας να έλθη που τον θέλω! προσέθεσε με σοβαρόν ύφος ο ∆ηλιγιάννης.
– Μα τι συμβαίνει, κύριε Πρόεδρε; […]
– Μ… αγαπητέ μου –απήντησεν ο ∆ηλιγιάννης– θέλω να υποδείξω εις τον ράπτην σας ότι στο εξής μόνον μίαν τσέπην πρέπει να σας κάμνη. Μόνον μίαν!».
Η πολιτική του ∆ηλιγιάννη εκφραζόταν μέσα από την εφημερίδα Πρωία, το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του κόμματός του. Τα περισσότερα άρθρα συνέγραφε ο ίδιος, όπως και επιθεωρούσε προσωπικά οτιδήποτε επρόκειτο να δημοσιευτεί στις σελίδες της. Εξάλλου, ο ίδιος δήλωνε πως είναι υπεύθυνος μόνο για όσα έλεγε από του βήματος της Βουλής και για όσα γράφει η Πρωία. ∆ιευθυντής της εφημερίδας διοριζόταν ο πιο έμπειρος οπαδός του, με αποδεδειγμένες υπηρεσίες προς το κόμμα. Κι όταν ο ∆ηλιγιάννης κυβερνούσε, ο διευθυντής της εφημερίδας διοριζόταν διευθυντής των γραφείων της Βουλής.
Η Πρωία δημοσίευε αποκλειστικά ό,τι εξυπηρετούσε το κόμμα. Ακόμα και στις κοινωνικές στήλες, τα ονόματα που δημοσιεύονταν ανήκαν σε οπαδούς του. Μόνο όποιος έβλεπε το όνομά του δημοσιευμένο για οποιονδήποτε λόγο είχε ελπίδα διορισμού ή ένταξης στο ψηφοδέλτιο. Ο ∆ηλιγιάννης δεχόταν τους πάντες και δεν αρνούνταν ποτέ τίποτα σε κανέναν· εγγύηση όμως για την ευόδωση ενός αιτήματος αποτελούσε μόνο η αναφορά στην Πρωία…
Η Πρωία συντηρούνταν κυρίως από τα επιφανή μέλη του κόμματος και τους χιλιάδες συνδρομητές της, τους οποίους ο ∆ηλιγιάννης ενθυμούνταν πολύ καλά. Όπως αναφέρει ο βιογράφος του ∆ηλιγιάννη, «οι ∆ηλιγιαννικοί εγνώριζαν εν πράγμα. Ότι ο Θ. ∆ηλιγιάννης εξαιρετικώς ενδιαφερόμενος διά την Πρωίαν εχρησιμοποίει αυτήν όχι μόνον ως επίσημον εν τη δημοσιογραφία όργανόν του, αλλά και ως λυδίαν λίθον επί της οποίας εδοκίμαζε τον αληθή ∆ηλιγιαννικόν»…
«Αξιότιμε φίλε…»: Οι σχέσεις με τους Τρικούπηδες
Από τη φιλία στη ρήξη και στο φημολογούμενο ειδύλλιο με τη Σοφία Τρικούπη.
«Ναι, αυτούς τους δύο άντρες τους ξέρουμε καλά. Τους βλέπουμε εμπρός στην Παλιά Βουλή, κάθε φορά που ανηφορίζουμε τη Σταδίου. Έχουν γυρισμένη την πλάτη ο ένας στον άλλο – ξεκάθαρο σημάδι πως ούτε και σήμερα θέλουν να βλέπονται». Έτσι ξεκινά το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού, Γυναίκα από βελούδο, «φανταστική» εξιστόρηση του έρωτα του Θεόδωρου ∆ηλιγιάννη με τη Σοφία, αδελφή του πολιτικού του αντιπάλου, Χαρίλαου Τρικούπη. Πράγματι, η χωροθέτηση των δύο ανδριάντων έξω από το Μέγαρο που φιλοξένησε τις λεκτικές μονομαχίες τους είναι αντιπροσωπευτική των πολιτικών θέσεων και πράξεών τους: διαμετρικά αντίθετη.
Οι δύο πολιτικοί άνδρες που σημάδεψαν την ιστορία της χώρας δεν ήταν πάντα εχθροί. Αντιθέτως, είχαν πολλά κοινά που αρχικά τους ένωσαν. Θα πρέπει να γνωρίστηκαν αρκετά νωρίς, ίσως και περί τα τέλη της δεκαετίας του 1840, καθώς ο μικρότερος αδελφός του ∆ηλιγιάννη, Νικόλαος, μετέπειτα ανώτατος δικαστικός, ήταν συνομήλικος και συμφοιτητής του Τρικούπη στο πανεπιστήμιο, όπου σπούδαζαν νομικά. Πολύ αργότερα θα συγγενέψουν κιόλας, εξ αγχιστείας: ο ανιψιός του ∆ηλιγιάννη, Νικόλαος, γιος του πρώτου εξαδέλφου του, Πέτρου Αναγν. ∆εληγιάννη, θα νυμφευτεί την Αμαλία Μπαλτατζή, ανιψιά του Τρικούπη, κόρη πρώτης του εξαδέλφης από την πλευρά της μητέρας του το γένος Μαυροκορδάτου.
Τη δεκαετία του 1860, ο ∆ηλιγιάννης διατηρεί θερμές φιλικές σχέσεις με την οικογένεια Τρικούπη. Όταν ο Χαρίλαος επιστρέφει από το εξωτερικό μετά την επιτυχή διαπραγμάτευσή του σχετικά με την Ένωση των Επτανήσων, ανάμεσα στις πολυάριθμες συγχαρητήριες επιστολές που λαμβάνει είναι και από τον ∆ηλιγιάννη. Σε μια από αυτές, της 27ης Μαρτίου 1864, ο ∆ηλιγιάννης σημειώνει ενθουσιωδώς:

«Αξιότιμε φίλε,
Σας συγχαίρω διά το πέρας των διαπραγματεύσεων, αίτινες είχον ανατεθή παρ’ υμίν […]. Αν δύναταί τις να υπολάβη ότι μοι είνε επιτετραμμένον και ως ιδιώτη να εκφέρω κρίσιν επί της διεξαγωγής της εντολής ήτις σας ανετέθη, ευχαρίστως θέλω σπεύσει να εκφέρω ευνοϊκωτάτην δι’ υμάς κρίσιν και να επαινέσω και ιδία διά της επιστολής μου ταύτης την ακρίβειαν, τον ζήλον και την επιτηδειότητα μεθ’ ών διεξηγάγατε την διαπραγμάτευσιν ταύτην. Καθήκον τοιούτο, εννοείτε, κύριέ μοι, πόσον ευχάριστον είνε δι’ εμέ, τον ειλικρινώς αγαπώντα υμάς και προβλέποντα την εις τους μέλλοντας πολιτικούς αγώνας ευδοκίμησιν υμών.
Οι εν τη εντίμω οικογενεία υμών υγιαίνουσιν· είχον την ευχαρίστησιν να διέλθω την προχθεσινήν εσπέραν εκεί.
Εγώ δε σας ασπάζομαι μετά φιλικής περιπαθείας και ειμί πρόθυμος
Θεόδωρος Π. ∆ηλιγιάννης»
Τον Ιανουάριο του 1867, ο ∆ηλιγιάννης διορίζεται πρεσβευτής στο Παρίσι από τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, Χαρίλαο Τρικούπη. ∆ύο χρόνια αργότερα, ο ∆ηλιγιάννης, ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Θρασύβουλου Ζαΐμη, προτείνει στον Τρικούπη την πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης. Αν και ανακοινώνεται επίσημα, η πρόταση δεν ευοδώνεται. Όταν το 1873 πεθαίνει ο γηραιός πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης, πατέρας του Χαριλάου, ο ∆ηλιγιάννης εκφωνεί έναν από τους τρεις επικήδειους λόγους, εκθειάζοντας τις ικανότητες και την προσφορά του τεθνεώτος στην πατρίδα του. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1875, ο ∆ηλιγιάννης απορρίπτει πρόταση για υπουργική θέση στην πρώτη κυβέρνηση του Τρικούπη, ίσως γιατί το θεωρεί υποτιμητικό. Ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους έχει αρχίσει.
Η πρώτη μαρτυρία για τη ρήξη τους χρονολογείται στα 1877, όταν παραιτείται η, ακέφαλη μετά τον θάνατο του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Κανάρη, οικουμενική κυβέρνηση. Στη νέα κυβέρνηση που σχηματίζεται, ο ∆ηλιγιάννης διαδέχεται τον Τρικούπη ως υπουργός Εξωτερικών. Από αυτή τη θέση, προσπαθεί χωρίς επιτυχία να τον παγιδεύσει εξαφανίζοντας στοιχεία. Ο Τρικούπης το αποφεύγει, «γνωρίζων καλώς οποίος ο κύριος υπουργός Εξωτερικών»… Λίγο αργότερα, το χάσμα θα βαθύνει, όταν ο Τρικούπης θα χλευάσει τον ∆ηλιγιάννη για τη στάση του στο Συνέδριο του Βερολίνου.
Στο εξής, οι δυο τους θα καταστούν θανάσιμοι αντίπαλοι. Κι όταν ο Τρικούπης πεθαίνει τον Μάρτιο του 1896 στις Κάννες, γράφεται η τελευταία πράξη της σχέσης τους. Ο πρωθυπουργός ∆ηλιγιάννης αρνείται να στείλει πλοίο να παραλάβει τη σορό του. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, ο ∆ηλιγιάννης μεταβαίνει στην οικία του Τρικούπη για να συλλυπηθεί την αδελφή του όπου παραμένει τυπικά λίγες μόνο στιγμές. Αναφέρεται ότι παρέστη αλλά «εγκατέλειψε την κηδείαν έξωθε του καφενείου Ορφανίδου. Οι λοιποί υπουργοί ηκολούθησαν μέχρι του νεκροταφείου». Κι όταν αργότερα προτάθηκε στη Βουλή μια τιμητική σύνταξη 500 δραχμών για τη Σοφία Τρικούπη, ο ∆ηλιγιάννης δηλώνει: «Εγώ θα ψηφίσω υπέρ απονομής συντάξεως εις την σεβαστήν δέσποιναν […] αλλά δεν θα ψηφοφορήσω […] διότι νομίζω ότι δεν ήλθεν ακόμη ο καιρός, καθ’ όν ο ελληνικός λαός θέλει αποφανθή εις τίνα εκ των πολιτευομένων ευγνωμονεί, εις τινα δε δεν ευγνωμονεί».
Το χάσμα θα βαθύνει, όταν ο Τρικούπης θα χλευάσει τον Δηλιγιάννη για τη στάση του στο Συνέδριο του Βερολίνου.
Επιστρέφοντας στο υποτιθέμενο ειδύλλιο του ∆ηλιγιάννη με τη Σοφία Τρικούπη, δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες που να το επιβεβαιώνουν. Και να υπήρχαν, είναι γνωστό ότι η Σοφία Τρικούπη εξαφάνιζε κάθε μη κολακευτικό στοιχείο για την οικογένειά της. Το μόνο λακωνικό στοιχείο βρίσκεται σε κείμενο του Περικλή Μαζαράκη, που εκδόθηκε το 1946: «Τόσον στενή ήτο η κοινωνική σχέσις των οικογενειών ∆ηλιγιάννη και Τρικούπη, ώστε επιθανολογείτο και γάμος του Θ. ∆ηλιγιάννη με την Σοφίαν Τρικούπη», αναφερόμενος στην εποχή περί το 1864.

Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Φρέντυ Γερμανός βασίστηκε σε προφορικές μαρτυρίες για το βιβλίο του, που αναφέρεται πιο πάνω. Η έρευνά του είχε αρχίσει ήδη από τη δεκαετία του 1960. Συγκεκριμένα, από την πλευρά του ∆ηλιγιάννη, επικαλείται τις μαρτυρίες του Πατρινού νομικού και πολιτικού ∆ημητρίου Λόντου (1888-1977) και της ηθοποιού Ροζαλίας Νίκα (1884-1975), θαυμάστριας και φίλης του ∆ηλιγιάννη. Από την πλευρά της Σοφίας Τρικούπη, πήρε συνεντεύξεις από τη Ναταλία, χήρα Παύλου Μελά, το γένος Στεφάνου ∆ραγούμη (1872-1973), και τον αδελφό της, Φίλιππο ∆ραγούμη, (1890-1980), παιδιά του Στεφάνου ∆ραγούμη, που πολιτεύτηκε με τον Τρικούπη. Επίσης, από τη Μυρτώ ∆ουμπιώτη, κόρη του Γεωργίου Σουρή, τη Χαρίκλεια Ξενοπούλου (+1973), αδελφή του θεατρικού συγγραφέα Γρηγορίου Ξενόπουλου, τον Χριστόφορο Ταβουλάρη, γιο του ηθοποιού ∆ημητρίου Ταβουλάρη, διευθυντή σκηνής και τεχνικό θεάτρου. Αναφέρει αναλυτικά τις μαρτυρίες τους, δίνοντας μια πολύ ρεαλιστική εικόνα του υποτιθέμενου ειδυλλίου.
Σύμφωνα με την εκδοχή του Φρέντυ Γερμανού, οι δύο νέοι γνωρίζονται το 1862 στο Λονδίνο, όπου ο Τρικούπης εργάζεται στην ελληνική πρεσβεία και ο ∆ηλιγιάννης έχει αποσταλεί, μετά την έξωση του Όθωνα, για να διερευνήσει ποιον θα επιλέξουν οι ∆υνάμεις για μελλοντικό βασιλιά της Ελλάδας. Ο δεσμός του Θεόδωρου με τη Σοφία ανθίζει, φτάνει μάλιστα μέχρι του σημείου να μιλήσουν στον Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος δεν φέρει σθεναρή αντίσταση. Με την επιστροφή του ∆ηλιγιάννη στην Αθήνα, οι δύο ερωτευμένοι ανταλλάσσουν φλογερές επιστολές. Σιγά σιγά όμως τα αισθήματα του ∆ηλιγιάννη βρίσκονται αντιμέτωπα με τον πολιτικό ρεαλισμό: ποτέ στη μοραΐτικη οικογένειά του και στο περιβάλλον του δεν θα δέχονταν νύφη από τη Ρούμελη, και μάλιστα από τη συγκεκριμένη οικογένεια. Αρχίζουν προξενιά με κατάλληλες οικογένειες, απειλούν ότι θα καταστρέψει την καριέρα του. Σταδιακά δεν μιλά πια για γάμο στα γράμματά του και η Σοφία κλείνεται στον εαυτό της. ∆εν θα δεχτεί ποτέ ξανά τον ∆ηλιγιάννη, όσες φορές προσπαθεί να την επισκεφθεί μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα. Η απάντηση που σταθερά λαμβάνει είναι: «Η δις Τρικούπη απουσιάζει».
Γεγονός είναι ότι, από τη δεκαετία του 1870, οι δύο πλευρές βρίσκονται πλέον αντίπαλες. Η Σοφία Τρικούπη δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά και ο ∆ηλιγιάννης παρέμεινε φανατικός εργένης. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, σε ηλικία 45 ετών «είχεν έλθη εις διαπραγματεύσεις γάμου», είχε μάλιστα οριστεί και η ημερομηνία. «Η σχεδόν αρραβωνιστική του ∆ηλιγιάννη ήτο η δεσποινίς Π…, η οποία μετά τινα έτη ενυμφεύθη τον κ. Ρ… Σήμερον αύτη δεν ζη όπως χύση δάκρυα επί του νεκρού, τον οποίον η τύχη έφερέ ποτε, ώστε παρ’ ολίγον να καταστή σύζυγός της. Είδε όμως τον ∆ηλιγιάννην πολλάκις ανελθόντα υπουργόν και Πρωθυπουργόν. Έκτοτε ο ∆ηλιγιάννης, καίτοι πολλάκις του επροτάθησαν πολύφερναι νύμφαι, ουδέποτε εδέχθη ουδέ ν’ ακούση καν περί γάμου διότι απεφάσισε να αφιερώση ολόκληρον τον βίον του εις την πατρίδα και όχι εις την οικογένειαν».
Η δολοφονία
Κίνητρο το κλείσιμο μιας χαρτοπαικτικής λέσχης.
Βρισκόμαστε στον Μάιο του 1905. Ο ∆ηλιγιάννης είναι πρωθυπουργός από τον προηγούμενο ∆εκέμβριο (αν και μεσολάβησαν εκλογές τον Φεβρουάριο, όταν εξασφάλισε την πλειοψηφία 142 βουλευτών επί 212). Κρατάει επίσης το Υπουργείο των Εσωτερικών. Αν και 81 ετών πλέον, παραμένει ακμαίος, ακαταπόνητος και ιδιαίτερα δημοφιλής. Είναι ο αγαπημένος του λαού Γέρος του Μοριά, τιμητικός τίτλος που μόνο για τον συνονόματό του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη είχε ποτέ χρησιμοποιηθεί.
Τα θέματα που απασχολούν τη χώρα είναι μεταξύ άλλων το κρητικό ζήτημα, η απεργία των τηλεγραφικών υπαλλήλων και, όπως πάντα, η οικονομία. Τον Μάρτιο είχε ξεσπάσει η επανάσταση στο Θέρισο με αρχηγό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, δικηγόρο στα Χανιά και πολιτικό της αυτόνομης Κρήτης. Στον τομέα της οικονομίας, ακολουθείται μια γενικότερη συντηρητική πολιτική λιτότητας. Σε αυτό το πλαίσιο και σε μια προσπάθεια προστασίας της ελληνικής οικογένειας, η αστυνομία, με εντολή του υπουργείου Εσωτερικών, εφαρμόζει αυστηρά τις προβλεπόμενες νομοθετικές διατάξεις σχετικά με τις χαρτοπαικτικές λέσχες· οι περισσότερες αναγκάζονται να κλείσουν.
Την τελευταία μέρα της ζωής του, τη ∆ευτέρα 30 Μαΐου το πρωί, ο πρωθυπουργός είχε επισκεφτεί τον βασιλέα, ο οποίος είχε κατέβει στην Αθήνα από το Τατόι, και είχε συνεργασία μαζί του, ενώ είχε παρευρεθεί και συμμετάσχει στη συνεδρίαση στη Βουλή.
Νωρίς το απόγευμα της Τρίτης, τελευταίας μέρας του Μαΐου, ο πρωθυπουργός ∆ηλιγιάννης ετοιμάζεται να μεταβεί από το σπίτι του στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου με την άμαξά του, με τον πιστό του ακόλουθο Γιάννη Πάνο, στο Μέγαρο της Βουλής στη Σταδίου. Εκεί βρισκόταν άλλωστε και την προηγούμενη μέρα, λαμβάνοντας τον λόγο στις συζητήσεις επί οικονομικών θεμάτων (βλ. Νέον Άστυ, 510). Έχει ανάψει η συζήτηση για το Σταφιδικό.
Ο Κ. Μωραΐτης, στην ιστορική μελέτη του «Η Ζωή και η ∆ολοφονία του πρωθυπουργού Θεόδωρου ∆ηλιγιάννη» (2012), περιγράφει με λεπτομέρεια τις συνθήκες έξω από το κοινοβούλιο. Στον περίβολο του Μεγάρου, στη σκιά του κήπου, βρίσκονται στρατιώτες της φρουράς της Βουλής υπό τις διαταγές του ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού Γιαννικώστα, άνδρες του Πυροσβεστικού Λόχου, καθώς και νοσοκόμοι έξω από τον παρακείμενο οικίσκο που στέγαζε τον σταθμό πρώτων βοηθειών. Τα τραπέζια του καφενείου στη βορειοδυτική πλευρά, προς τη σημερινή οδό Ανθίμου Γαζή, είναι γεμάτα. Κόσμος αρχίζει να προσέρχεται στη Βουλή ενόψει της προγραμματισμένης συνεδρίασης, βουλευτές, υπάλληλοι, δημοσιογράφοι αλλά και πολίτες που έρχονται είτε για να ζητήσουν κάτι από τους πολιτευτές τους είτε για να παρακολουθήσουν τις αγορεύσεις.

Γύρω στις πέντε φτάνει η άμαξα του πρωθυπουργού και εισέρχεται από την καγκελόπορτα στον περίβολο του βουλευτηρίου. Ο ∆ηλιγιάννης κατεβαίνει και τότε τον πλησιάζει ένας πολίτης. Ο πάντα ευγενής ∆ηλιγιάννης τον χαιρετά, θεωρώντας ότι πρόκειται για θαυμαστή ή κάποιον που κάτι θα του ζητούσε, όπως συχνά συνέβαινε. Καθώς πάει να ανέβει τη μαρμάρινη σκάλα της Βουλής, στο δεύτερο ή τρίτο σκαλοπάτι, ο άγνωστος του καταφέρνει ισχυρό πλήγμα με μαχαίρι στην κοιλιακή χώρα. Ο Πάνος, αν και αιφνιδιάστηκε, αφόπλισε τον δράστη και τον κυνήγησε, χωρίς επιτυχία.
Αρχικά, ούτε ο ίδιος ο τραυματίας αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί. Πολύ γρήγορα όμως κλονίζεται και σχεδόν καταρρέει. Οι συγκλονισμένοι παριστάμενοι, ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου, βουλευτές, ο γραμματέας του Υπουργείου ∆ημοσίας Εκπαιδεύσεως και ένας λοχίας του Πυροβολικού, σπεύδουν να τον στηρίξουν· εκείνος ευχαριστεί λέγοντας ότι δεν είναι τίποτα. Περπάτησε με δυσκολία υποβασταζόμενος έως τον σταθμό πρώτων βοηθειών, ενώ ξαφνικά τα ρούχα του βάφτηκαν στο αίμα. Η κραυγή «Εσκότωσαν τον ∆ηλιγιάννη» πετά από στόμα σε στόμα, ενώ ειδοποιούνται οι δικοί του. Πρώτος φτάνει ο ανιψιός του, Θεόδωρος Φαρμακόπουλος, βουλευτής Ναυπλίου, ο οποίος θα παραμείνει έως το τέλος, και κατόπιν ο επίσης ανιψιός του Επαμεινώνδας Νικ. ∆ηλιγιάννης, βουλευτής Γορτυνίας.
Στον σταθμό, ο ∆ηλιγιάννης δέχεται τις φροντίδες των νοσοκόμων και δύο γιατρών (ο ένας ήταν βουλευτής), οι οποίοι αντιλαμβάνονται αμέσως τη σοβαρότητα της κατάστασής του. Όσο ο πρόεδρος της Βουλής, Αλέξανδρος Ρώμας, και ο υπουργός Εξωτερικών, Αλέξανδρος Σκουζές, αναζητούν στα γύρω φαρμακεία αιθέρα και ενέσεις καμφοράς και καφεΐνης, ειδοποιούνται οι καλύτεροι γιατροί και χειρουργοί των Αθηνών.
Σύντομα καταφτάνουν ο Μαρίνος Γερουλάνος, διευθυντής του Ευαγγελισμού, οι καθηγητές της Χειρουργικής του πανεπιστημίου, Γεράσιμος Φωκάς και Νικόλαος Αλιβιζάτος (γνωστός ως ιδρυτής της Πολυκλινικής Αθηνών), ο Κωνσταντίνος Λούρος, γιατρός της βασιλικής οικογένειας, και άλλοι εξέχοντες επιστήμονες. Προς στιγμήν επικρατεί διχογνωμία αν η επέμβαση πρέπει να γίνει επιτόπου ή να μεταφερθεί ο τραυματίας στον Ευαγγελισμό ή το Πολιτικό Νοσοκομείο Ελπίς (στην οδό Ακαδημίας, όπου σήμερα το Πνευματικό Κέντρο του ∆ήμου Αθηναίων), όμως η ανάγκη επιβάλλει την άμεση δράση. Μετά από κάμποση ώρα, αφού συγκεντρώνονται τα απαραίτητα, την επέμβαση διενεργούν χωρίς νάρκωση οι γιατροί Γερουλάνος, Φωκάς και Αλιβιζάτος. Όμως η αιμορραγία είναι ακατάσχετη, ο τραυματίας δυσφορεί όλο και περισσότερο, κατόπιν χάνει τις αισθήσεις του και στις 18.50 ξεψυχά «εν μέσω των γυμνών τοίχων ενός ξυλίνου θεραπευτηρίου», όπως σημειώνει η εφημερίδα Νέον Άστυ.
Ο πρωθυπουργός δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Το σώμα του σαβανώνεται πρόχειρα και τυλίγεται με τη σημαία του Βουλευτηρίου. Έπειτα μεταφέρεται σε φορείο με την πρωθυπουργική άμαξα στην κατοικία του. Το συνοδεύουν οι ανιψιοί του, πλήθος υπουργών και βουλευτών, καθώς διακόπηκε απότομα η συνεδρίαση της Βουλής, ο πρόεδρος της Βουλής, ο φρούραρχος, ο διευθυντής της Αστυνομίας. Ο κόσμος στέκεται βουβός και τα καταστήματα κλείνουν. Όπως περιγράφει η Πρωία, τα παράθυρα και τα μπαλκόνια των οικιών της οδού Σταδίου πλημμύρισαν κόσμο. Σύσσωμη η Βουλή, με τον πρόεδρό της επικεφαλής, το υπουργικό συμβούλιο και μια λαοθάλασσα συνοδεύουν τον νεκρό. Και είναι τέτοιο το πλήθος, που η κυκλοφορία διακόπτεται, οι άμαξες και τα τραμ σταματούν.
Στο σπίτι, ο νεκρός τοποθετείται στον κοιτώνα του. Συγγενείς αρχίζουν να καταφτάνουν. Ο αρχηγός της αντιπολίτευσης, Γεώργιος Θεοτόκης, με τη συνοδεία βουλευτών του, καθώς και ο αυλάρχης του βασιλιά, Μιχαήλ Παπαρρηγόπουλος, προσέρχονται και υποβάλουν τα συλλυπητήριά τους στην οικογένεια. Το επόμενο πρωί, από τις 6, πλήθη συρρέουν στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου. «Την 7ην π.μ. ηνοίχθησαν αι θύραι της οικίας και όλον εκείνο το πλήθος με δάκρυα εις τους οφθαλμούς και την αράν κατά του δολοφόνου εις τα χείλη ήρξατο ανερχόμενον και πλημμυρούν τους διαδρόμους του τετιμημένου οίκου ∆ηλιγιάννη, όστις πάντοτε έμενεν ανοικτός διά τον Λαόν […]». Ο βασιλιάς επισκέπτεται την οικία ∆ηλιγιάννη το πρωί και συλλυπείται τη Σοφία, χήρα Νικολάου ∆ηλιγιάννη, αδελφού του πρωθυπουργού. Το προσκύνημα συνεχίστηκε μέχρι τη νύχτα.

Στη Βουλή διεξάγεται έκτακτη συνεδρίαση, αποφασίζεται η διακοπή των εργασιών της έως την κηδεία και εκδίδεται ψήφισμα.
Μοναδικά εκφράζει το λαϊκό αίσθημα την επαύριο της δολοφονίας ο Γεώργιος Σουρής καταθέτοντας, στο φύλλο της εφημερίδας του της 4ης Ιουνίου, «κι ένα του Ρωμηού στεφάνι/στο νεκρό του Ντεληγιάννη»:
Την ασημένια κορυφή λαός την στεφανώνει,
λαός, που τον τριγύριζε φωνάζοντας κορδόνι […]
λαός, που τον καμάρωνε γονατιστός μπροστά του
κι αθάνατα τα νόμιζε τ’ άσπρα γεράματά του.
Σαν όνειρο του φαίνεται τον γέρο του πως χάνει,
Πως μνήμα ανοίγει σήμερα του γέρου Ντεληγιάννη,
Κι ακούς να λεν: χίλιες φορές ανάθεμα στο χέρι
Που πήγε για το γέρο του κι ακόνισε μαχαίρι.
Το απόγευμα της Πέμπτης 2 Ιουνίου ο νεκρός μεταφέρεται στη Βουλή, για να εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα. Η Αίθουσα Συνεδριάσεων είχε διακοσμηθεί πένθιμα, όπως και ολόκληρο το κτίριο. Υπεύθυνοι για τον στολισμό, οι βουλευτές Θ. Λιμπρίτης και Π. Σάκκης, ο έφορος της βιβλιοθήκης της Βουλής Ιωάννης Λάππας και ο διευθυντής της Βουλής Ν. Κοτσιλόπουλος. Όλα τα έδρανα των βουλευτών έχουν γεμίσει στεφάνια· οι εφημερίδες περιγράφουν ένα «άνθινο αμφιθέατρο». Στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, η θέση-έδρανο του ∆ηλιγιάννη, στο οποίο παραμένει το μελανοδοχείο του, καλύπτεται με μαύρο ύφασμα. Ο λαός συρρέει ολόκληρη την Παρασκευή και τις πρωινές ώρες του Σαββάτου για να αποχαιρετίσει τον ηγέτη του. Η μεγαλειώδης κηδεία έγινε το Σάββατο 4 Ιουνίου δημοσία δαπάνη.
Ο δολοφόνος συλλαμβάνεται και φυλακίζεται την ίδια μέρα της δολοφονίας. Ονομάζεται Αντώνιος Κωστογερακάρης από τη Λάγια Λακωνίας, κοντά στο Γύθειο. Οι ανακρίσεις και η δίκη, που συγκέντρωσε το μεγάλο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, απέδειξαν ότι ο ίδιος εργαζόταν ως κράχτης και μπράβος σε μια χαρτοπαικτική λέσχη και με το κλείσιμό τους έχασε τα προς το ζήν. Ως ηθικός αυτουργός κατηγορήθηκε ο ιδιοκτήτης της λέσχης, Γεώργιος Μητσέας, που εχθρευόταν τον ∆ηλιγιάννη. Ο Κωστογερακάρης εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού στο Παλαμήδι τον Ιούνιο του 1906, ενώ ο Μητσέας καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια φυλάκισης.
Βιβλιογραφία
[Ανώνυμος], Ιστορία του Θεοδώρου Π. Δηλιγιάννη [ολόκληρος ο πολιτικός βίος, η ιστορία και η βιογραφία του δολοφονηθέντος πρωθυπουργού της Ελλάδος] και η ιστορία των Δεληγιανναίων εξ επισήμων πηγών, εν Αθήναις [χ.χρ.], εκδ. υπό Γεωργίου Στεφάνου.
Χατζηγιαννάκογλου Γ., Ο πολιτικός βίος του κ. Θ. Π. Δηλ ιγιάννη, Αθήνα 1902.
Λιάτα Ε. Δ., Αρχεία οικογένειας Δεληγιάννη – Γενικό Ευρετήριο, εκδ. Εταιρείας Φίλων του Λαού, Αθήνα 1992.
Hering G., Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992.
Τρίχα Λ., Χαρίλαος Τρικούπης. Ο πολιτικός του «Τις πταίει;» και του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», Πόλις, Αθήνα 2016.


