Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού

«Σπουδαιότατον πράγμα είναι η απόδειξις της ειλικρινείας, της τιμής ή της ενοχής των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν την τιμήν να διευθύνουν την πολιτείαν». (Από αγόρευση στη Βουλή, 14 Ιουνίου 1863)

αλέξανδρος-κουμουνδούρος-ο-πρόδρομ-563180584 Προσωπογραφία του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Σπυρίδωνος Βικάτου (1850, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Προσωπογραφία του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Σπυρίδωνος Βικάτου (1850, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Γόνος επιφανούς οικογένειας της Μάνης, γεννήθηκε το 1815. Ήταν από τους πρώτους φοιτητές που ενεγράφησαν στη Νομική Σχολή μετά την ίδρυσή της, το 1837. Αρχικά άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην Καλαμάτα, γρήγορα όμως άρχισε να αναμειγνύεται στα κοινά και, μάλιστα, το βάπτισμα του πυρός το έλαβε ως εθελοντής αρχηγός στρατιωτικού σώματος στην Επανάσταση της Κρήτης το 1841. Επανήλθε στην υπηρεσία της Θέμιδος, αυτή τη φορά ως αντεισαγγελέας Εφετών στην Καλαμάτα. Από το 1850 θα ασχοληθεί με την ενεργό πολιτική εκλεγόμενος βουλευτής Μεσσηνίας και στην ηλικία των 41 ετών θα εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής. Μεγάλης σημασίας ήταν η πρωτοβουλία που έλαβε τότε για την έκδοση των Αρχείων της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Από το 1856 έως το 1860 διετέλεσε υπουργός Οικονομικών. Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύμπηξη του αντιοθωνικού μετώπου μετά το 1861 και μετά τη μεταπολίτευση ανέλαβε υπουργικά αξιώματα, ενώ σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην κατάρτιση και την ψήφιση του προοδευτικού, για την εποχή, συντάγματος του 1864. Την πρώτη φορά, από τις δέκα συνολικά, που ανέλαβε την πρωθυπουργία ήταν το 1865. Από όλες τις, σχετικά βραχύχρονες, πρωθυπουργικές θητείες, αξιοσημείωτη ήταν αυτή του 1870-1871, όταν δόθηκε οριστική λύση στο ζήτημα της διανομής των εθνικών γαιών σε πλήθος μικροκαλλιεργητές. Γενικότερα, οι πρωθυπουργίες και οι υπουργικές του θητείες χαρακτηρίζονται από σημαντικό θεσμικό εκσυγχρονιστικό έργο σε τομείς όπως ο στρατός, η δημόσια διοίκηση, η καταπολέμηση της ληστείας και οι επενδύσεις σε έργα υποδομής. Στην εξωτερική πολιτική χαρακτηριζόταν από ρεαλισμό και ευτύχησε να δει επί πρωθυπουργίας του την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της Άρτας (1881). Απεβίωσε το 1883, αφήνοντας μνήμη ενός σοβαρού και πετυχημένου πολιτικού.

Εκφραστής των αιτημάτων της Νέας Γενιάς

Προς έναν αργόσυρτο εκσυγχρονισμό.

Η εθνική περιπέτεια της χώρας με τον αποκλεισμό που είχαν επιβάλει οι Αγγλογάλλοι το 1854, λόγω της τολμηρής, πλην αδιέξοδης, πολιτικής του Όθωνος, ουσιαστικά αποτέλεσε το τελευταίο επεισόδιο στη λαϊκή νομιμοποίηση ή έστω στην κοινωνική ανοχή προς το βασιλικό ζεύγος. Ιδιαίτερα προς τα τέλη της δεκαετίας του 1850 εμφανίστηκε ένα κλιμακούμενο αντιδυναστικό ρεύμα, το οποίο προοιωνιζόταν την έξωση του πρώτου βασιλιά του ελληνικού κράτους. Η υφέρπουσα δυσαρέσκεια έθετε ταυτόχρονα και το ζήτημα της διάδοχης κατάστασης για τον ελληνικό θρόνο. Στο ζήτημα αυτό προσπάθησε να δώσει λύση –από νωρίς, πριν καν κινηθούν οι διαδικασίες απομάκρυνσης του Όθωνος– ο Κουμουνδούρος, όταν προσπάθησε να στρέψει την προσοχή προς τον αδελφό της βασίλισσας Αμαλίας, τον πρίγκιπα Πέτρο του Όλντεμπουργκ. Η σκέψη παρέμεινε μετέωρη, όπως και η τύχη του βασιλικού ζεύγους. Ενδιαφέρον, εν προκειμένω, είναι το γεγονός ότι ο Κουμουνδούρος από το 1856 και για τα επόμενα χρόνια υπηρετούσε ως υπουργός των Οικονομικών στις κυβερνήσεις ∆ημητρίου Βούλγαρη και Αθανασίου Μιαούλη, συνεπώς δεν θα μπορούσε να θεωρήσει εαυτόν αδικημένο ή αποκλεισμένο από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Τον προηγούμενο χρόνο είχε ήδη εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής.

Αλλά αξίζει να αναφερθούμε στο διάχυτο κοινωνικοπολιτικό πνεύμα εκείνης της εποχής, για να αντιληφθούμε τη στάση ενός νέου πολιτικού όπως ο Κουμουνδούρος. Κατ’ αρχάς, είχαν σημειωθεί κάποιες κοινωνικού και δημογραφικού χαρακτήρα μεταβολές, όπως η αύξηση του αστικού πληθυσμού. Τα παραδοσιακά αστικά κέντρα διατηρούν τη σημασία τους, ενώ αναπτύσσονται σταδιακά νέα με αξιόλογη εμπορική και ναυτιλιακή κίνηση, απόρροια της εσωτερικής μετανάστευσης και του σταδιακού εκχρηματισμού της οικονομίας. Τα νέα αυτά κέντρα καθίστανται, συν τω χρόνω, χώροι εκκόλαψης νέων ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων, με πρωταγωνιστές μέλη των νεοεμφανιζόμενων αστικών στρωμάτων, τα οποία, είτε από τις θέσεις της ανώτερης διοικητικής υπαλληλίας που τους εξασφάλιζε το ικανοποιητικό εκπαιδευτικό τους επίπεδο είτε με την εμπορομεσολαβητική τους δραστηριότητα, αρχίζουν να αμφισβητούν την παραδοσιακή λογική πάνω στην οποία πραγματοποιήθηκε η θέσμιση του νεοελληνικού οικοδομήματος. Ταυτόχρονα, σημειώθηκε μια αξιόλογη –για τα μέτρα της εποχής– βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, με τη συνακόλουθη μείωση του αναλφαβητισμού. Μάλιστα, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1850, η νεολαία –ιδιαίτερα όσοι είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση– επιδιώκει να μπει δυναμικά στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων, διατυπώνοντας έναν ρηξικέλευθο πολιτικό λόγο και αρθρώνοντας βαθμιαία ένα συγκροτημένο αντιπολιτευτικό ρεύμα. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών θα καταστεί σταδιακά η μήτρα από την οποία θα γεννηθεί αυτό που ονομάστηκε «χρυσή νεολαία». Οι νέοι αυτοί, αποστασιοποιημένοι από την προηγούμενη γενιά, επιχειρούν να οριοθετήσουν με διαφορετικές συντεταγμένες το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, με την έκδοση εφημερίδων, την επεξεργασία αντιμοναρχικών θέσεων και τις συναθροίσεις, όπου προβάλλονται αρχές αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα δυτικοευρωπαϊ­κής προέλευσης. Τα «Σκιαδικά» επεισόδια, που ταράζουν τη ζωή της πρωτεύουσας το 1859, αποτελούσαν σύμπτωμα αυτής της προϊούσας ριζοσπαστικοποίησης. Παράλληλα να υπενθυμίσουμε τη χρόνια πολιτική κρίση που σοβούσε, λόγω της ανεπάρκειας των πολιτικών ηγεσιών και της άρνησης ή αδυναμίας του Όθωνος να συμβάλει στην εμπέδωση ενός γνήσιου κοινοβουλευτικού συστήματος.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-1
Νέον βουλευτήριον Ελλάδος μετά των αντιπροσώπων του, 1874 και 1875. Λαϊκή λιθογραφία. Δεξιά η κυβερνητική παράταξη και αριστερά η αντιπολίτευση. Επάνω στη στήλη με επιγραφή «Αθέμιτος Ένωσις», στο κέντρο, ο Αλ. Κουμουνδούρος (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα).

Από την άλλη μεριά, το ανεκπλήρωτο των εθνικών επιθυμιών, ειδικά με την περιπέτεια του 1854, φόρτιζε επικίνδυνα την εσωτερική πολιτική σκηνή. Ο εθνικός στόχος, χωρίς να τεθεί ποτέ με ρεαλιστικούς όρους, βάσει μιας σχεδιασμένης τακτικής, γινόταν αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης.

Κι αν οι κομματικές ηγεσίες αλληθώριζαν προς τις αλύτρωτες πατρίδες,

έχοντας κατά νου την «καρδιοβόρον» κάλπη, τις δημοκοπικές κορώνες των υποψήφιων βουλευτών εζήλωσε και ο ίδιος ο Όθων, ο οποίος εκινείτο μεταξύ αφέλειας και επικίνδυνου για τα εθνικά ζητήματα ρομαντισμού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα όποια κέρδη για το βασιλικό γόητρο από την αξιοπρεπή στάση του 1854-1856 γρήγορα «εξατμίστηκαν» και έγιναν βρόχος το 1859. Σε όλα αυτά μπορούμε να προσθέσουμε και άλλα δευτερεύοντα πλην φθοροποιά για το κύρος του Παλατιού αίτια, που είχαν κι αυτά όμως τη σημασία τους στη δεδομένη συγκυρία, όπως η ατεκνία του βασιλικού ζεύγους, ένα ζήτημα που τροφοδοτούσε την κοινή γνώμη με πλήθος φημών, ενίοτε κακόβουλων και κακεντρεχών, ή γενικότερα το ζήτημα της διαδοχής, το οποίο συνδεόταν με το ορθόδοξο θρησκευτικό δόγμα, κάτι που δεν ήθελαν καν να συζητήσουν τα μέλη της βαυαρικής δυναστείας.

Ο Κουμουνδούρος θα καταστεί, λοιπόν, ο γνησιότερος εκφραστής της λεγόμενης Νέας Γενιάς, αυτής δηλαδή που δεν είχε ζήσει την Επανάσταση, τους εμφυλίους, την Αντιβασιλεία, και τα τρία ξενικά κόμματα –Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό– δεν μπορούσαν να εκφράσουν πλέον τους οραματισμούς της. Ήδη από το 1856, όταν και εισήλθε ο Μεσσήνιος στη μαχόμενη πολιτική ως υπουργός των Οικονομικών, είχε εκφράσει ένα σύνολο θέσεων που συμπύκνωναν τα νέα αιτήματα, ένα είδος μανιφέστου, στο οποίο θα στηρίξει σε γενικές γραμμές την πολιτική του τις επόμενες δεκαετίες. Πρώτα πρώτα, η Ελλάδα ως αγροτική χώρα όφειλε να λύσει ριζικά το ζήτημα της έγγειας ιδιοκτησίας, με τη διανομή των εθνικών γαιών και τη δημιουργία μικροϊδιοκτητών γης.

Επιπλέον, η κατάσταση της χώρας από πλευράς έργων υποδομής, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβαινε την ίδια στιγμή στην Ευρώπη, παρουσίαζε τρομακτική υστέρηση, συνεπώς θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στις δημόσιες επενδύσεις για έργα οδοποιίας, ύδρευσης, αποξηράνσεων ελών και, γενικότερα, έργων που θα τροφοδοτούσαν την αναγκαία αναπτυξιακή προοπτική. Ακόμη, η περαιτέρω ανάπτυξη του δυναμικού τομέα της εμπορικής ναυτιλίας, η οποία παραδοσιακά από την προεπαναστατική περίοδο ήδη αποτελούσε πηγή πλουτισμού και συσσώρευσης κεφαλαίων για τον δραστήριο εφοπλιστικό κόσμο, καθώς και το εμπόριο θα μπορούσαν να γίνουν οι πυλώνες για την ανάταξη της μόνιμα υποτονικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, πρότεινε τον μεγαλύτερο δυνατό περιορισμό ορισμένων κοινωνικών παθογενειών, όπως η ενοικίαση των φόρων, μια πρακτική που είχε καταστεί εφιάλτης στους κοινωνικά αδύνατους.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-2
Το λιμάνι του Πειραιά. Ξυλογραφία του 1871, από το All round the world: An illustrated record of Voyages, Travels, and Adventures in all parts of the Globe (Alamy/Visualhellas.gr).

Για την εφαρμογή αυτών των μέτρων θα έπρεπε να δημιουργηθεί το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, κύριο γνώρισμα του οποίου θα ήταν η συγκρότηση ενός κράτους δικαίου. Ακόμη, ο εκσυγχρονισμός του αστικού κώδικα, ο περιορισμός της ευνοιοκρατίας στον δημόσιο τομέα, ο οποίος γινόταν λάφυρο για το εκάστοτε κόμμα που αναδεικνυόταν νικητής από τις κάλπες, και η εμπέδωση της ασφάλειας και της τάξης σε μια χώρα όπου οι ληστρικές συμμορίες λυμαίνονταν σχεδόν ανενόχλητες την ύπαιθρο ή και τις κωμοπόλεις, συνιστούσαν το αναγκαίο πλαίσιο για τη χάραξη μιας ανοδικής πορείας του ελληνικού κράτους και της άμβλυνσης του χάσματος με την αναπτυγμένη Ευρώπη. Τέλος, και αυτό ήταν που προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στις προγραμματικές του θέσεις, θεώρησε ότι η μόνιμη επιβολή της οικονομικής λιτότητας, με τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών, δεν αποτελούσε μονόδρομο, αντιθέτως μια επεκτατική τρόπον τινά πολιτική, η οποία θα κινητοποιούσε την ιδιωτική πρωτοβουλία, θα γίνονταν επενδύσεις και θα εισέρρεαν χρήματα στα μονίμως άδεια κρατικά ταμεία.

Οι ιδέες που κόμιζε ο Κουμουνδούρος και κάποιοι νέοι αστέρες, που άρχισαν τότε να αναδύονται στον μονίμως θολό πολιτικό ορίζοντα της χώρας –με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Επαμεινώνδα ∆εληγιώργη–, θα τεθούν σαν σπορά, χωρίς να σημαίνει ότι θα καρπίσουν εύκολα σε μια άνυδρη κομματική γη, όπου τα κατεστημένα συμφέροντα και η προαστικού χαρακτήρα, προυχοντική ολιγαρχία διατηρούσαν τα ηνία της χώρας. Οι αντιδράσεις δεν θα λείψουν, ωστόσο ήταν φανερό ότι επωαζόταν μια νέα γενιά πολιτικών, οι οποίοι θα σηματοδοτήσουν έναν, έστω και αργόσυρτο, εκσυγχρονισμό, παράλληλα με τις αντιδράσεις εκείνων που εξέφραζαν τον παλαιό πολιτικό κόσμο, όπως για παράδειγμα ο ∆ημήτριος Βούλγαρης.

Μεταπολίτευση και εμφύλιος

Οι περιπέτειες της περιόδου της Μεσοβασιλείας.

Το ζήτημα στο οποίο περιδινίστηκε η χώρα επί έναν αιώνα ήταν η υλοποίηση της αλυτρωτικής πολιτικής, που συνοψίστηκε από το 1844, διά στόματος Κωλέττη, με τον όρο Μεγάλη Ιδέα. Εν προκειμένω, είχαν διαμορφωθεί δύο τάσεις: εκείνη που υποστήριζε την άμεση στρατιωτική δράση για την ενσωμάτωση εδαφών και εκείνη που θεωρούσε ότι θα έπρεπε να προηγηθεί η αναγκαία εσωτερική ανάπτυξη, με την οποία θα εξασφαλιζόταν και ικανός στρατός, άποψη που είχε υποστηρίξει με συνέπεια ο Μαυροκορδάτος και βρήκε άμεσο υποστηρικτή της τον Κουμουνδούρο. Έτσι, όταν το 1860 η Βουλή απέρριψε την πρόταση του Κουμουνδούρου, ως υπουργού των Οικονομικών, για αγορές όπλων αξίας 100.000 δραχμών, αλλά αντιθέτως προέκρινε πίστωση για πολεμικές αγορές ύψους ενός εκατομμυρίου, ο θιγείς υπουργός προτίμησε την παραίτηση, τερματίζοντας μια τετραετή θητεία στο συγκεκριμένο υπουργείο.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-3
Ελληνική εξέγερση στις 17 Φεβρουαρίου 1862 κατά του Όθωνα. Σχέδιο του 19ου αιώνα (Alamy/Visualhellas.gr).

Αλλά αυτή ήταν μια μάλλον εφήμερη κρίση, διότι υπελάνθανε μια άλλη, σαφώς μεγαλύτερη, η πολιτειακή. Η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος της οθωνικής μοναρχίας θα ξεκινήσει από το Ναύπλιο, την πόλη όπου εκδηλώθηκε ένοπλη επανάσταση τον Φεβρουάριο του 1862. Η επίταση των κυβερνητικών κατασταλτικών μέτρων φανέρωνε την εξάντληση των δυνατοτήτων της κεντρικής εξουσίας να αποσπά την αναγκαία νομιμοποίηση ή έστω την ανοχή, κυρίως των αστικοποιημένων στρωμάτων της κοινωνίας. Οι παραπομπές σε δίκη ή οι εκτοπίσεις όσων κατηγορούνταν για αντικαθεστωτική συμπεριφορά είχαν ως αποτέλεσμα το κλίμα δυσαρέσκειας να διαχυθεί από την Αθήνα στις επαρχιακές πόλεις, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα θέση είχε το Ναύπλιο. Οι συζητήσεις και οι επαφές μεταξύ στρατιωτικών πύκνωναν και εκείνοι που υπηρετούσαν στην πόλη ξεκίνησαν τον αντικαθεστωτικό τους αγώνα την 1η Φεβρουαρίου 1862. Οι επαναστάτες επικαλέστηκαν την ανάγκη προάσπισης του συντάγματος και των ελευθεριών του λαού, με αναφορές στην Επανάσταση του ’21 αλλά και στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου. Οι σκληρές μάχες μεταξύ των επαναστατών και των καθεστωτικών δυνάμεων διήρκεσαν έως τις 8 Απριλίου, οπότε και έληξαν με νίκη των δεύτερων. Το Στέμμα κέρδισε μεν μία μάχη, ο πόλεμος όμως συνεχιζόταν και το καθεστώς δεν θα άντεχε στην επόμενη δοκιμασία. ∆ιότι το αντιδυναστικό κλίμα όχι μόνο δεν κόπασε τους επόμενους μήνες, αλλά μάλλον διογκώθηκε.

Το βασιλικό ζεύγος περιόδευε στην Πελοπόννησο, προκειμένου να αναβαπτισθεί στη λαϊκή στήριξη, όπως νόμιζε, πλην όμως κάτι τέτοιο φαινόταν πλέον μάταιο. Να σημειωθεί ότι ο Όθων είχε ως πάγια τακτική την κατά καιρούς χορήγηση αμνηστίας ή την επίδοση τιμητικών παρασήμων σε δημόσια πρόσωπα, προκειμένου να αποκτήσει κοινωνικά και πολιτικά ερείσματα. Για παράδειγμα, τα Χριστούγεννα του 1859 κάλεσε το υπουργικό συμβούλιο στο παλάτι, οπότε παρασημοφόρησε με τον αργυρό σταυρό τον Κουμουνδούρο. Σπασμωδικές κινήσεις μιας ηγεσίας η οποία αντιλαμβανόταν πως εξαντλούνταν τα περιθώρια της κοινωνικής ανοχής.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-4
Προσωπογραφία του Δημητρίου Βούλγαρη. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Σπυρίδωνος Προσαλέντη (1878, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Πράγματι, στην πρωτεύουσα οι αντιδυναστικοί κύκλοι κήρυξαν νέα επανάσταση στις 11 Οκτωβρίου. Την προηγούμενη νύχτα, ο ταγματάρχης ∆ημήτριος Παπαδιαμαντόπουλος είχε καλέσει στο αρχηγείο των επαναστατών τον ∆εληγιώργη να τον ενημερώσει για τις προθέσεις τους, ενώ μετά από λίγο έφτασε ο Κουμουνδούρος και άλλοι πολιτικοί, οπότε συμφωνήθηκε να σχηματιστεί μεταβατική κυβέρνηση. Στο μεταξύ, πολίτες και στρατιωτικοί συγκεντρώθηκαν μπροστά στο στρατόπεδο του Πυροβολικού, διαδηλώνοντας τα αντιοθωνικά τους αισθήματα. Με Ψήφισμα διακηρυσσόταν η έκπτωση του Όθωνος και ο σχηματισμός προσωρινής κυβέρνησης υπό τους ∆ημήτριο Βούλγαρη, Κωνσταντίνο Κανάρη και Μπενιζέλο Ρούφο. Η νέα κυβέρνηση, με τον Κουμουνδούρο να αναλαμβάνει το υπουργείο ∆ικαιοσύνης, ορκίστηκε στο Πανεπιστήμιο, όπου είχε συρρεύσει πλήθος αθηναϊκού λαού, μια επιλογή που υπογράμμιζε τον λαϊκό χαρακτήρα της επανάστασης.

Στις εκλογές που ακολούθησαν, ο Κουμουνδούρος εξελέγη βουλευτής Μεσσηνίας, λαμβάνοντας το 100% των ψήφων. Σύντομα, όμως, η χώρα πέρασε από τη δίνη οξειών πολιτικών συγκρούσεων, οι οποίες πήραν διαστάσεις εμφυλίου. Αιτία ήταν το ετερόκλητο των αντιοθωνικών δυνάμεων αλλά και η φιλαρχία ορισμένων πολιτικών. Μέσα στην Εθνοσυνέλευση είχαν κάνει διακριτή την παρουσία τους δύο κύριες πολιτικές παρατάξεις, οι Ορεινοί, με ηγέτη τον ∆ημήτριο Γρίβα, και οι Πεδινοί, με τον Βούλγαρη. Είναι παρακινδυνευμένο να αποδώσουμε χαρακτηρισμούς περί προοδευτικότητας ή συντηρητικότητας, ωστόσο η παράταξη του Βούλγαρη εξελίχθηκε σε ένα φαύλο πολιτικό μόρφωμα, που περισσότερο δηλητηρίασε με τη στάση του το πολιτικό πεδίο. Ο Κουμουνδούρος, μην μπορώντας να συνεργαστεί με τον επικεφαλής της κυβέρνησης συνασπισμού, αλαζονικό Βούλγαρη, παραιτήθηκε από υπουργός ∆ικαιοσύνης, όπως και άλλα στελέχη, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Κωνσταντίνου Κανάρη. Αλλά η κυβερνητική κρίση που ξέσπασε τον Φεβρουάριο του 1863 μεταφέρθηκε στους δρόμους και στις πλατείες της πρωτεύουσας, όπου στρατιωτικά τμήματα τέθηκαν αντιμέτωπα, υποστηρίζοντας τη μία ή την άλλη παράταξη. Η αποφασιστική παρέμβαση της Εθνοσυνέλευσης με την έκκληση της πενταμελούς Επιτροπής, υπό τον Κουμουνδούρο, έθεσε τέρμα στην κρίση με τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Αλλά και αυτή, υπό τον Ζηνόβιο Βάλβη, δεν θα μακροημερεύσει, αφού η προσπάθεια σε μυστική συνεδρίαση της Βουλής να δοθούν αυξήσεις στον μισθό των βουλευτών προσέκρουσε στη δυναμική αντίδραση του πενόμενου τότε αθηναϊκού λαού, ο οποίος ξέσπασε σε επιθέσεις εναντίον των σπιτιών των πολιτικών εκείνων που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι, μεταξύ αυτών και του Κουμουνδούρου. Στη νέα κυβέρνηση υπό τον ∆ιομήδη Κυριακό, ο Μεσσήνιος πολιτικός θα αναλάβει ξανά το υπουργείο Οικονομικών.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-5
Προσωπογραφία του Δημητρίου Καλλιφρονά. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Δ. Βογιατζή (1897, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ωστόσο, το μεταπολιτευτικό πολιτικό καθεστώς θα γνωρίσει νέα κρίση τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Για να κατανοηθούν η ρευστότητα και η σαθρότητα των θεσμών την περίοδο της Μεσοβασιλείας, όπως ονομάστηκε το διάστημα από τον Οκτώβριο του 1862 έως την άφιξη του Γεωργίου το 1863, αρκεί να εξετάσουμε την κατάσταση που επικρατούσε στον στρατό. Αθρόες προαγωγές αξιωματικών, αλλεπάλληλες μεταθέσεις και καταστρατήγηση της ιεραρχίας και κάθε έννοιας αξιοκρατίας προκάλεσαν μια άνευ προηγουμένου αναστάτωση. Την ίδια στιγμή, το ληστρικό φαινόμενο γνώριζε νέα έξαρση, με τα αρμόδια θεσμικά όργανα ανίκανα να επιτελέσουν την αποστολή τους, έρμαια των παραταξιακών προτιμήσεων, όπως αποδεικνύει το επεισόδιο που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1863. Ο νέος υπουργός των Στρατιωτικών, Κορωναίος, είχε διατάξει τη Χωροφυλακή να σπεύσει να συλλάβει τον διαβόητο ληστή Κυριάκο, ο οποίος είχε κηρύξει πόλεμο στον υπουργό Καλλιφρονά, επειδή ο τελευταίος προσπαθούσε με συντονισμένα μέτρα να περιστείλει τη δράση των ληστρικών συμμοριών. Ο Κυριάκος, οπαδός των Πεδινών, αποφυλακισμένος τη νύχτα της επανάστασης της 10ης Οκτωβρίου 1862, είχε φτάσει μέχρι τις παρυφές της πρωτεύουσας και εγκλωβίστηκε στη Μονή Πετράκη. Προς γενική έκπληξη, όμως, οι Αθηναίοι που είχαν σπεύσει στο σημείο για να παρακολουθήσουν την προδιαγεγραμμένη σύλληψη της συμμορίας, είδαν τους άνδρες της Χωροφυλακής να αδρανούν επιδεικτικά, ενώ παρόμοια στάση τήρησαν και οι άνδρες του 6ου Συντάγματος Πεζικού υπό τον Πέτρο Λεωτσάκο, γνωστό φίλο των Πεδινών. Ο Λεωτσάκος συνελήφθη λόγω της αδράνειας που επέδειξε εν ώρα υπηρεσίας, αλλά οι ένοπλες μονάδες των Πεδινών απάντησαν με τη σύλληψη των υπουργών Οικονομικών Κουμουνδούρου και Εκκλησιαστικών και Παιδείας Καλλιφρονά, τους οποίους οδήγησαν αιχμαλώτους στο στρατόπεδο του 6ου Τάγματος, απαιτώντας την απελευθέρωση του Λεωτσάκου. Και αφού απελευθερώθηκαν οι εκατέρωθεν συλληφθέντες, ξεκίνησε ένας πολυαίμακτος εμφύλιος στο κέντρο της πρωτεύουσας, γνωστός στην Ιστορία ως Ιουνιανά. Ο Κουμουνδούρος, σύμφωνα με όσα βίωσε ως κρατούμενος, κατήγγειλε τις στενές σχέσεις των δεσμωτών ανθυπασπιστών με τον Κυριάκο, ο οποίος εκινείτο με άνεση εντός του στρατοπέδου. Η κρίση θα τερματιστεί με την παρέμβαση των ξένων πρεσβευτών, θα αφιχθεί ο νέος βασιλιάς και εντός του 1864 η Ελλάδα θα αποκτήσει νέο σύνταγμα, δημοκρατικό και φιλελεύθερο. Στις διαδικασίες ψήφισης του νέου Καταστατικού Χάρτη της χώρας ο Κουμουνδούρος θα παίξει σημαντικό ρόλο, με δεδομένες τις απόψεις που είχε ήδη διατυπώσει σχετικά με τη διάκριση των εξουσιών, τον προσδιορισμό των βασιλικών εξουσιών και τον τρόπο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας.

Απογοητεύσεις και επιτυχίες

Η εξωτερική πολιτική του (1860-1882).

Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, κατά τη μακρά πολιτική του θητεία, εκλήθη να χειριστεί καίρια θέματα εξωτερικής πολιτικής: από την αποτυχημένη Κρητική Επανάσταση του 1866-68 μέχρι την πανηγυρική προσάρτηση της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου στον εθνικό κορμό, το 1881. Ο ίδιος, ένθερμος θιασώτης της Μεγάλης Ιδέας, προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ του εθνικού αισθήματος και της κοινής γνώμης στην Αθήνα, του ρεαλισμού που απαιτούσε η κατάσταση, εν μέσω των αλληλοσυγκρουομένων και εναλλασσόμενων συμφερόντων των Μεγάλων ∆υνάμεων. Καθ’ όλα τα 32 χρόνια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, που τον έφεραν πολλές φορές στα υπουργικά εδώλια και επανειλημμένως στην κορυφή της πολιτικής εξουσίας, ο Κουμουνδούρος σε όλες του τις αποφάσεις είχε να αντιμετωπίσει την αρνητική, κατά κανόνα, στάση τόσο των προστάτιδων ∆υνάμεων –Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας– όσο, συχνά, και των λοιπών – Αυστρίας, Πρωσίας και Ιταλίας. Πέραν της γενικής τοποθέτησης κατά του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της διατήρησης δηλαδή του status quo –με κύριο υποστηρικτή την Αγγλία και βασικό αντίπαλο τη Ρωσία–, οι Μεγάλες ∆υνάμεις υπέβλεπαν η μία την άλλη, με συνέπεια μια εγγενή αοριστία στα ευρωπαϊκά πράγματα. Το μέλλον της Κωνσταντινούπολης, που εποφθαλμιούσε η Αγία Πετρούπολη, αποτελούσε ένα καίριο διακύβευμα για την Αθήνα, εφ’ όσον σε αυτήν εστιαζόταν το ελληνικό όραμα. Η τύχη, πάλι, του σλαβικού πληθυσμού της Τουρκίας, σε συνάρτηση με το πολυπληθές ομοεθνές στοιχείο της Αυστρο-Ουγγαρίας, καθόριζε άλλες παραμέτρους πολιτικής. Έναντι αυτής της ρευστότητας στο διεθνές προσκήνιο, κύριο γνώρισμα στην Ελλάδα αποτελούσε η μόνιμη οικονομική δυσπραγία, η ανυπαρξία αξιόμαχου στρατού και, κυρίως, η πολιτική αστάθεια, με βραχύβιες κυβερνήσεις και αδυναμία χάραξης συνεπούς και διαρκούς εξωτερικής πολιτικής.

Ο Κουμουνδούρος διεπνέετο από τα νεανικά του χρόνια από τη Μεγάλη Ιδέα. Από την αρχή της πολιτικής του θητείας είχε να αντιμετωπίσει το αίτημα για Ένωση της Κρήτης, το οποίο αναζωπυρούτο ανά διαστήματα, και αργότερα τον ρωσογενή πανσλαβιστικό αναθεωρητισμό. Και όλα αυτά υπό τις εξάρσεις της κοινής γνώμης, η οποία διαμορφωνόταν από λαϊκίστικα συνθήματα και «εθνικές» εταιρείες με ανεξέλεγκτες καταβολές.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-6
Γελοιογραφία που σατιρίζει τον αυτοχθονισμό. Το κήρυγμα της ενότητας και της Μεγάλης Ιδέας προκαλείται από την αντίδραση εναντίον του αυτοχθονισμού (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα).

Είχε ευνοήσει από νωρίς το κρητικό όραμα για Ένωση. Παρά ταύτα, βλέποντας μακριά, ο Κουμουνδούρος είχε συμβουλεύσει το 1865 και το 1866 να μην ξεκινήσει η επανάσταση. Έκρινε ότι η στιγμή δεν ήταν πρόσφορη, διότι απομόνωνε το Κρητικό από το ευρύτερο Ανατολικό ζήτημα. Αργότερα, δημιούργησε την Κεντρική Επιτροπή για την Κρήτη. Ας σημειωθεί ότι ο βασιλεύς Γεώργιος είχε ασπασθεί τη Μεγάλη Ιδέα. Πίστευε, όμως, για μεγάλο διάστημα ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη δεν ευνοούσαν την πραγμάτωσή της. Στήριξε, εντούτοις, έμπρακτα την Κρητική Επανάσταση.

Ο Κουμουνδούρος, όντας στην αντιπολίτευση, το 1866 προώθησε το οθωνικό σχέδιο συμμαχίας με τη Σερβία και άλλες βαλκανικές εθνότητες, με στόχο τον συντονισμό πολεμικής εμπλοκής με την Τουρκία. Λίγο αργότερα, κατά την πρωθυπουργία του, η συνεννόηση αυτή κατέληξε στη Συμφωνία του Φεσλάου, τον Αύγουστο του 1867. Ο Μεσσήνιος πολιτικός εθεωρείτο ότι ανήκε στη φιλορωσική πολιτική μερίδα. Και είναι γεγονός ότι η Πετρούπολη προσήλκυε συχνά τα βλέμματά του. Έναντι της συμπάθειας αυτής του πρωθυπουργού, ο βασιλεύς δεν θέλησε ποτέ να δεσμευθεί προς οιαδήποτε Μεγάλη ∆ύναμη και, παρά τους οικογενειακούς δεσμούς του, ούτε προς τη Ρωσία, όπως ο ίδιος άλλωστε προέβαλλε. Σε τελευταία ανάλυση, οι συγκυρίες και οι ισορροπίες μεταξύ των ∆υνάμεων σε σχέση με τα ελληνικά δίκαια ήταν αυτές που καθόριζαν την πολιτική των δύο ανδρών.

Την πρώτη δοκιμασία στην εξωτερική πολιτική ο Κουμουνδούρος την εβίωσε με την άνοδό του στην εξουσία τον ∆εκέμβριο του 1866, σχηματίζοντας το Μεγάλο Υπουργείο. Τότε, η επανάσταση της Κρήτης βρισκόταν στον κολοφώνα της. Κινήθηκε σύντονα με την ενθάρρυνση και τις ενέργειες του βασιλέως, προωθώντας και εξοπλιστικά προγράμματα για τις ένοπλες δυνάμεις. Στη δυναμική του πολιτική είχε τη συμπαράσταση του υπουργού των Εξωτερικών Χαρ. Τρικούπη, νέου στην πολιτική, δραστήριου και ενθουσιώδους. Επίσης προετοίμαζε κινήματα στις όμορες επαρχίες, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, με αποτέλεσμα οι διμερείς σχέσεις με την Τουρκία να διολισθαίνουν προς τη σύγκρουση. Όμως, μετά την προσωρινή στήριξη της ενώσεως της Κρήτης με την Ελλάδα εκ μέρους ορισμένων ∆υνάμεων, αυτές, με τη μόνιμα αρνητική στάση της Βρετανίας, απέσυραν τη στήριξή τους, αποτρέποντας την αίσια λήξη της επαναστάσεως. Εξάλλου, η πολιτική δράσεως που προωθούσε ο πρωθυπουργός προσέκοψε στη συντηρητική στάση του Γεωργίου, που έκρινε την Ελλάδα απροετοίμαστη για πολεμικές περιπέτειες και υπήρξε επικριτικός σε ορισμένες πτυχές τής υπό διαπραγμάτευση συνθήκης με τη Σερβία. Εν τέλει, η πολιτική του Κουμουνδούρου κατέστη αδιέξοδη. Τον ∆εκέμβριο, παρά τη μεγάλη πλειοψηφία που έχαιρε στη Βουλή, αναγκάστηκε να παραιτηθεί, αρνούμενος να δεχτεί το συνταγματικό αίτημα του βασιλέως να αντικαταστήσει δύο φιλοπόλεμα στελέχη της κυβερνήσεως.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-7
Χαρακτικό που απεικονίζει την επίθεση των Τούρκων εναντίον της Μονής του Αρκαδίου στην Κρήτη το 1867 (Alamy/Visualhellas.gr).

Πρέπει να λεχθεί, πάντως, ότι όλη αυτή την περίοδο υπέβοσκε ένα πνεύμα ελλείψεως εμπιστοσύνης μεταξύ του βασιλέως και του ευρύτερου πολιτικού κόσμου. ∆ιότι ο βασιλεύς έβλεπε, γνωρίζοντας τις θέσεις των ∆υνάμεων και τις πρακτικές αδυναμίες της χώρας, ότι τα πράγματα οδηγούντο προς την καταστροφή. Ο Γεώργιος, διαπνεόμενος από γνήσια αισθήματα για τη νέα του πατρίδα, ήθελε να διαμορφώσει την Ελλάδα σε υπόδειγμα κράτους της Ανατολής. Χρειάστηκαν λεπτοί πολιτικοί χειρισμοί του βασιλέως μετά το 1867, και εναλλαγή τεσσάρων κυβερνήσεων, ώστε να επανέλθουν οι σχέσεις με την Τουρκία σε ομαλή τροχιά και να γίνει αποδεκτή η ετυμηγορία της Ευρώπης τον Ιανουάριο 1869 συναφώς με την Κρήτη. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, στην αντιπολίτευση, ο Κουμουνδούρος συνέχιζε να πλειοδοτεί υπέρ μιας δυναμικής στάσεως, έναντι της κατ’ ανάγκην φιλειρηνικής πολιτικής των κυβερνήσεων που τον διεδέχθησαν.

Κατά την περίοδο ενδοσκοπήσεως που ακολούθησε, ο Κουμουνδούρος, πρωθυπουργός την περίοδο 1870-71, συνέχισε την προσπάθεια οικονομικής ανορθώσεως της Ελλάδος, παρατείνοντας τη φιλειρηνική πολιτική έναντι της Τουρκίας. Κατά τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο (1870-71), παρά την ουδετερότητα που τηρούσε η Ελλάς, διακριτικά υπεστήριξε τη Γαλλία, επιτρέποντας σιωπηρά τη μετάβαση στο μέτωπο εθελοντών, ακόμα και στρατιωτικών, παρά τις διαμαρτυρίες του Πρώσου πρεσβευτού.

Η πολιτική δράσεως που προωθούσε ο Κουμουνδούρος προσέκοψε στη συντηρητική στάση του Γεωργίου, που έκρινε την Ελλάδα απροετοίμαστη για πολεμικές περιπέτειες.

Η επάνοδος στην εξουσία του Κου­μουνδούρου το 1875 ουσιαστικά τον οδήγησε στην πιο κρίσιμη περίοδο της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Εκλήθη να χειρισθεί σχεδόν συνεχώς μέχρι το 1881, διαγκωνιζόμενος με τον Επαμ. ∆εληγιώργη και τον Χαρ. Τρικούπη, τα πλέον ουσιαστικά εθνικά ζητήματα· αρχικά, την έξαρση του σλαβισμού των Βαλκανίων και την εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων, τον σερβο-τουρκικό πόλεμο. Στη φάση αυτή ακολούθησε μια πολιτική «σώφρονος» ουδετερότητος, αποφεύγοντας πολεμική σύμπραξη με τη Σερβία, που αυτή επεδίωκε στη συνέχεια, δε, την καλειδοσκοπική διαδικασία προσαρτήσεως των νέων επαρχιών που της επεκυρώθησαν από τις ∆υνάμεις.

Κατά την περίοδο αυτή, γεμάτη επικίνδυνες ανακατατάξεις στον βαλκανικό χώρο, η Ελλάς ευρίσκετο σε διπλωματική απομόνωση. Η κυβέρνηση εκαλείτο, εντούτοις, να λάβει δραστικές αποφάσεις ώστε, με την αναγκαία ευελιξία, να εξουδετερώσει τον ρωσο-βουλγαρικό επεκτατισμό· έπρεπε να καταστήσει σαφείς τις επιλογές της, υπερακοντίζοντας τις όποιες αντιφατικές προτροπές των ∆υνάμεων. Στη φάση αυτή, μετά από δισταγμούς που εύλογα δημιουργούντο από την αβέβαιη εξέλιξη του ρωσο-τουρκικού πολέμου (1877-78) και την ελλιπή στρατιωτική προετοιμασία, οι Γεώργιος και Κουμουνδούρος, τον Ιανουάριο του 1878, απεφάσισαν την παρέμβαση στις εχθροπραξίες, με πρόσχημα κινήματα που ξέσπαγαν στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο. Η απόφαση ήταν παρακεκινδυνευμένη, αλλά η μόνη εθνικώς σωστή. Ελήφθη την τελευταία στιγμή. Ο βασιλεύς Γεώργιος, απογοητευμένος από τη στάση ορισμένων ∆υνάμεων (και από τη Βρετανία, που εκινείτο πρωτίστως για να πετύχει την παραχώρηση της Κύπρου) και ανήσυχος, στήριζε την ανένδοτη στάση του Κουμουνδούρου και προέβαινε σε διαβήματα στις ∆υνάμεις. Ο ίδιος, δε, απεφάσισε την εισβολή στο τουρκικό έδαφος.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-8
Λαϊκή απεικόνιση της Ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα).

Ο στρατός διέβη τα σύνορα (21.1.1878), μία ημέρα μετά την υπογραφή στην Αδριανούπολη εκεχειρίας που δεν ήταν ακόμη γνωστή. Ανεκλήθη τρεις ημέρες αργότερα. Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που ακολούθησε (19.2.1878) απέδιδε στη Βουλγαρία μεγάλο τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου –και τμήματα του ελληνισμού– ανεγνώριζε, δε, την ανεξαρτησία της Σερβίας, της Ρουμανίας και του Μαυροβουνίου στα νέα τους, διευρυμένα, σύνορα. Η Ελλάς δεν ελάμβανε τίποτε. Μόνον υποσχέσεις διοικητικών μεταρρυθμίσεων στις όμορες επαρχίες. Παρά ταύτα, η βραχεία αυτή παρέμβαση έδωσε στην Ελλάδα τίτλους να διεκδικήσει την ικανοποίηση των αιτημάτων της. Το Συνέδριο του Βερολίνου που ακολούθησε (1.6-1.7.1878), με το Πρωτόκολλο ΙΓ΄ της ομώνυμης συνθήκης, ενώ ανέτρεψε την προοπτική δημιουργίας της μεγάλης Βουλγαρίας, δεν εδικαίωσε πλήρως την Ελλάδα.

Παρά, δε, την τυπική, απλώς, παρέμβαση του υπουργού Εξωτερικών, Θεόδωρου ∆εληγιάννη, ο οποίος εκλήθη να εκφράσει τα αιτήματα της Ελλάδος, το Συνέδριο απεδέχθη, ως «ευχή», την προσάρτηση στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Η παραχώρηση εξηρτάτο από την καλή προαίρεση της Τουρκίας. Πέραν των όσων ορίσθηκαν για την ηπειρωτική Ελλάδα, οι ∆υνάμεις απεφάσισαν εσωτερικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις για την Κρήτη, τη Μακεδονία και τη Θράκη.

Ο Κουμουνδούρος ήταν αυτός που επωμίσθηκε την όλη διαπραγμάτευση με την Πύλη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς διαδικασίας, η κυβέρνηση, για να πιέσει τις ∆υνάμεις, συνέχιζε τους εξοπλισμούς. Οι συνομιλίες καρκινοβατούσαν. Η επίμονη αρνητικότητα του σουλτάνου ανάγκασε τις ∆υνάμεις να παρέμβουν επανειλημμένως. Χωρίς αποτέλεσμα. Η βραχεία πρωθυπουργία του Χ. Τρικούπη το 1880, παρά την απόρριψη κάθε σκέψεως συμβιβασμού, δεν συνέβαλε στην εξεύρεση λύσεως.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-9
Η υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Ξυλογραφία του 1878 (Photo by: Sepia Times/Universal Images Group via Getty Images/Ideal Image).

Οι ∆υνάμεις, κουρασμένες από τις συνεχείς παλινωδίες, ανέλαβαν να ρυθμίσουν οι ίδιες την εκκρεμότητα. Έτσι, η άμεση εμπλοκή των πρέσβεών τους σε διαπραγμάτευση με την Πύλη (Φεβρουάριος-Ιούλιος 1881) κατέληξε στην οριστική χάραξη της νέας μεθορίου, περιορισμένης όμως σε σχέση με τις αποφάσεις του 1878. Η Ελλάς, απογοητευμένη, απειλούσε και πάλι με πόλεμο. Η κοινή γνώμη στην Αθήνα έβραζε. Η αντιπολίτευση επίσης. Ο Γεώργιος διακινδύνευε τον θρόνο του.

Ο Κουμουνδούρος βρισκόταν σε δεινή θέση. Οι απειλές και η αδιαλλαξία του δεν απέδιδαν. Βασιλεύς και πρωθυπουργός αναγκάστηκαν, εν τέλει, να συμφιλιωθούν με τις εξελίξεις και τα τελεσίγραφα των ∆υνάμεων. Ο πρωθυπουργός, με την ευθυκρισία που τον χαρακτήριζε και τη συμπαράσταση του Γεωργίου, έλαβε την μόνη απόφαση που θα δικαίωνε την Ελλάδα, υπό τις τότε συνθήκες, και θα απήλασε την Ελλάδα από άλλες περιπέτειες: δέχθηκε την ετυμηγορία των έξη ∆υνάμεων. Η Ελλάς θα ελάμβανε ειρηνικά ένα μεγάλο τμήμα των εδαφών της Μεγάλης Ιδέας, ολόκληρη σχεδόν τη Θεσσαλία και ένα τμήμα της Ηπείρου, στην περιοχή της Άρτας. Η Ευρώπη δεσμεύτηκε για την άμεση εκτέλεση της συμφωνίας. Και όντως, εντός του 1881 –πλην μιας μικρής αμφισβητουμένης περιοχής– η Ελλάς κατέλαβε ειρηνικά τις επαρχίες που της παραχωρήθηκαν.

Ο επίλογος είναι ότι ο Κουμουνδούρος υπέστη δριμεία επίθεση από την τρικουπική αντιπολίτευση για την ενδοτικότητά του. Με κλονισμένη ήδη την υγεία του, παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τον Μάρτιο 1882, υπέκυψε, όμως, απογοητευμένος, τον Φεβρουάριο 1883.

Η διανομή των εθνικών γαιών

Από το όραμα στην υλοποίηση.

Οι αγροτικές εκτάσεις, οι οποίες περιήλθαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821 και ονομάστηκαν εθνικές γαίες, διανεμήθηκαν έως έναν βαθμό μετά το 1833 σταδιακά σε ακτήμονες. Η διανομή θα μπορούσε να συμβάλει στην αποκατάσταση σημαντικού μέρους του αγροτικού πληθυσμού, συνεπώς και αγωνιστών της Επανάστασης, και ταυτόχρονα στη λειτουργική ενσωμάτωσή τους στο αρτισύστατο κράτος. Με τη δημιουργία μικρών αγροτικών ιδιοκτησιών, οικογενειακού χαρακτήρα, αποκλειόταν η ανάπτυξη της έγγειας μεγαλοϊδιοκτησίας και περιοριζόταν η ισχύς των τοπικών, προκαπιταλιστικού χαρακτήρα, αρχόντων να αντλήσουν υπερπροϊόν. Κατά την πρώτη τεσσαρακονταετία (1833-1871) διανεμήθηκαν περίπου 600.000 στρέμματα, σημαντικό ποσοστό, πλην όμως δεν έλυνε το ζήτημα, αφού χιλιάδες ακόμη αγρότες παρέμεναν χωρίς καλλιεργήσιμη γη.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-10
Χαρακτικό του 1860 που απεικονίζει τον θερισμό (Alamy/Visualhellas.gr).

Η μόνιμη υπανάπτυξη του κράτους είχε αρχίσει να προκαλεί συζητήσεις και αναζητήθηκαν διέξοδοι. Η ολοκλήρωση του ζητήματος της διανομής των εθνικών γαιών άρχισε να προβάλλεται ως επιτακτική ανάγκη από τη δεκαετία του 1860. ∆ιότι όχι μόνο θα προέκυπτε κοινωνική μέριμνα για τους άκληρους και πενόμενους αγρότες αλλά και θα βελτιώνονταν τα δημόσια έσοδα από την αναμενόμενη αύξηση της παραγωγικότητας. Παράλληλα, το άρθρο 102 του Συντάγματος του 1864 προέβλεπε ότι με ιδιαίτερους νόμους θα λαμβανόταν μέριμνα, το συντομότερο δυνατό, για τη διανομή των εθνικών γαιών που παρέμεναν αναπαλλοτρίωτες. Επιπλέον, να συνυπολογιστεί ότι ήδη από την πρώτη του εμφάνιση στην κεντρική πολιτική σκηνή ο Κουμουνδούρος είχε προτάξει στο πρόγραμμά του μια φιλοαγροτική πολιτική με την ολοκλήρωση του προγράμματος της διανομής των εθνικών γαιών. Πάντως, στη δεύτερη κυβέρνηση που σχημάτισε ο Μεσσήνιος, τον ∆εκέμβριο του 1866, προτίμησε να αυξήσει τη φορολογία στους αγρότες ούτως ώστε με τα έσοδα να κατασκευαστούν τα απαραίτητα έργα υποδομής, με το σκεπτικό ότι έτσι μακροπρόθεσμα ωφελούνταν οι μικροκαλλιεργητές. Μια πολιτική, ωστόσο, που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τους αγρότες, αφού το μισό των φορολογικών εσόδων ή τα δύο τρίτα των άμεσων φόρων προέρχονταν από εκείνους.

Στη δεύτερη κυβέρνησή του προτίμησε να αυξήσει τη φορολογία στους αγρότες, ούτως ώστε με τα έσοδα να κατασκευαστούν τα απαραίτητα έργα υποδομής.

Σε μια περίοδο που χαρακτηριζόταν από μεγάλη κυβερνητική αστάθεια και τα υπουργικά σχήματα ήταν αλλεπάλληλα, ο Κουμουνδούρος σχημάτισε την τέταρτη κατά σειρά κυβέρνηση στις 3 ∆εκεμβρίου του 1870, διαδεχόμενος τον ∆εληγιώργη. Υπουργός Οικονομικών ανέλαβε ο Σωτήριος Σωτηρόπουλος, με προηγούμενες θητείες στον ίδιο θώκο. Η βασική προγραμματική θέση του Κουμουνδούρου αυτή τη φορά ήταν η κατά προτεραιότητα επίλυση των εσωτερικών προβλημάτων, συνεπώς η αποχή από εξωτερικές τριβές και η «οικονομική ισορροπία», χωρίς επιβολή νέων φόρων και σύναψη δανείων. Με τον νόμο ΥΛΑ΄ της 25ης Μαρτίου του 1871 «Περί διανομής και διαθέσεως της εθνικής γης» δόθηκε οριστική λύση στο ζήτημα των εθνικών γαιών με τη διανομή όσων εκτάσεων δεν είχαν ακόμη διανεμηθεί. Η έκταση των υπό διανομή εδαφών έφτασε περίπου τα 2.650.000 στρέμματα και το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν 357.257 νέοι κλήροι, με συνολική αγοραία αξία 90 εκατομμυρίων δραχμών. Το άρθρο 1 του νόμου όριζε ότι δικαιούχοι ήταν όλοι οι Έλληνες πολίτες, έγγαμοι, που εξασφάλιζαν τα προς το ζην από την εργασία που ασκούσαν, καθώς επίσης οι χήρες γυναίκες και τα ορφανά παιδιά. Στην ουσία αποκλείονταν όσοι είχαν ήδη ευεργετηθεί το προηγούμενο διάστημα, ενώ με το 3ο άρθρο ορίζονταν ως εθνικές γαίες οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις των διαλυμένων μοναστηριών και επισκοπών. Οριζόταν ότι οι διανεμόμενες εκκλησιαστικές και εθνικές γαίες διακρίνονταν σε «δύο κλάσεις», τις ξηρικές και τις ποτιστικές. Για τις πρώτες ως ανώτατο όριο διαθέσεως ορίζονταν τα 80 στρέμματα και για τις δεύτερες τα 40. Οι νέοι ιδιοκτήτες θα κατέβαλλαν το αντίτιμο του παραχωρηθέντος τεμαχίου σε 26 ετήσιες δόσεις με επιτόκιο 2%, ενώ για τους οπωρώνες και τα ελαιόδεντρα σε 18 ετήσιες δόσεις και επιτόκιο 8%.

Η διανομή ολοκληρώθηκε το 1911 και, αν ληφθεί υπόψη ότι τη δεκαετία του 1870 οι αγροτικές οικογένειες μόλις ξεπερνούσαν τις 250.000, γίνεται αντιληπτό ότι, εν αντιθέσει με άλλα ευρωπαϊκά και βαλκανικά κράτη, στην Ελλάδα κύριο γνώρισμα πλέον της πρωτογενούς παραγωγής ήταν η μικρή και μεσαία ιδιοκτησία οικογενειακού χαρακτήρα. Σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, η διανομή των εθνικών γαιών άμβλυνε τις κοινωνικές εντάσεις, μολονότι οι έμποροι μπορούσαν να ασκούν πιέσεις στους μικροϊδιοκτήτες, καθορίζοντας χαμηλές τιμές στο παραγόμενο προϊόν. Αυτό ευνόησε, βέβαια, την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων μεταξύ αγροτών και τοπικών πολιτευτών, οι οποίοι ανέλαβαν ένα είδος διαμεσολάβησης προς την εκάστοτε πολιτική εξουσία, με αντάλλαγμα την εκλογική υποστήριξη. Εν προκειμένω, αναφερόμαστε στην Παλαιά Ελλάδα, δεδομένου ότι στα θεσσαλικά τσιφλίκια μετά την ενσωμάτωση του 1881 θα δημιουργηθεί ένα άλλο καθεστώς εκμετάλλευσης των κολίγων.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-11
Προσωπογραφία του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Ξυλογραφία που δημοσιεύθηκε στο The Illustrated London News τον Μάιο του 1881.

Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούσαν τα πλέον προσοδοφόρα εδάφη, οι φυτείες κυρίως των αμπελώνων και του καπνού. Τα προϊόντα από τις φυτείες προορίζονταν για εξαγωγή σταφίδας, ενός προϊόντος το οποίο συν τω χρόνω κατέστη το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της χώρας στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Η στροφή των καλλιεργητών σε προσοδοφόρες καλλιέργειες που ανέπτυσσαν τις εξαγωγές είχε ένα θετικό και ένα αρνητικό αποτέλεσμα: αφενός την εισροή ξένου συναλλάγματος, που έδινε μια ανάσα στις μόνιμες δυσλειτουργίες του δημοσιονομικού μηχανισμού, αφετέρου όμως επέτεινε το επισιτιστικό πρόβλημα, αφού παραμελήθηκε η παραγωγή δημητριακών. Η γενναία μεταρρύθμιση του 1871 προχώρησε αργά, λόγω της ελλείψεως ξεκάθαρων τίτλων ιδιοκτησίας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν καταβαλλόταν η προβλεπόμενη δόση από τους νέους ιδιοκτήτες. Στην προκειμένη περίπτωση, το κράτος φάνηκε ελαστικό, δεδομένου ότι η ψηφοθηρική σκοπιμότητα επέβαλλε από τους εκάστοτε πολιτευομένους την επιεική στάση.

Πολιτικές αντιλήψεις και δημόσια έργα

Η οριοθέτηση της βασιλικής εξουσίας και η κατασκευή υποδομών.

Ο Κουμουνδούρος αναμφίβολα κατατάσσεται στη χορεία των πολιτικών ανδρών του 19ου αιώνα, οι οποίοι διακρίθηκαν για το κοινοβουλευτικό τους ήθος και τη δημοκρατική ευαισθησία σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των θεσμών. Κατ’ αρχάς ήταν αυτός που μερίμνησε για την επίλυση του ζητήματος της λειτουργικής ένταξης των Επτανησίων πληρεξουσίων στο εθνικό κοινοβούλιο, μετά την ενσωμάτωση των Ιονίων νησιών στο ελληνικό κράτος το 1864. Και ήταν ο ίδιος που συμβούλευσε τον Γεώργιο να αποστείλει τελεσίγραφο στην εθνική αντιπροσωπεία, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία ψήφισης του νέου Συντάγματος, δεδομένου ότι η παρατηρούμενη κωλυσιεργία αναπαρήγαγε τις εμφυλιοπολεμικές συνθήκες που ακολούθησαν την έξωση του Όθωνος. Ο Κουμουνδούρος, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το Σύνταγμα, επέμεινε ιδιαίτερα σε ζητήματα που άπτονταν των βασιλικών εξουσιών, τη σαφή οριοθέτηση των οποίων υποστήριξε με εκτενή επιχειρηματολογία. Επέμεινε, επίσης, στη σαφή διάκριση των εξουσιών και στους όρους άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας, προκειμένου να μειωθούν, κατά το δυνατόν, οι συχνές αντιδημοκρατικές υπερβάσεις της που είχαν παρατηρηθεί την προηγούμενη εικοσαετία.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-12
Φωτογραφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, του 1877 (Ρωσικό Κρατικό Αρχείο Κινηματογράφου και Φωτογραφίας, Κρασνογκόρσκ/Photo by Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images/Ideal Image).

Το 1865 θα βιώσει ως πρωθυπουργός τις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, όταν θα υποχρεωθεί δύο φορές να παραιτηθεί, την πρώτη στις 20 Οκτωβρίου και τη δεύτερη στις 13 Νοεμβρίου, μετά από μόλις έξι ημέρες θητεία. Τέτοιου είδους πολιτικά φαινόμενα δεν ήταν σπάνια εκείνη την εποχή. Κάθε άλλο. Αλλά στάθηκαν η αιτία για τον Κουμουνδούρο ώστε να υποδείξει στον Γεώργιο ότι κύριο κριτήριο της βιωσιμότητας ενός κυβερνητικού σχήματος πρέπει να είναι η ετυμηγορία της εθνικής αντιπροσωπείας και όχι η εύνοια του παλατιού. Ήταν ο πρώτος υπαινιγμός μιας θεμελιώδους δημοκρατικής Αρχής που καθιερώθηκε δέκα χρόνια, της ∆εδηλωμένης. Αλλά και λίγο πριν ο Τρικούπης δημοσιεύσει το περίφημο άρθρο «Τις πταίει;», ο Κουμουνδούρος είχε υποδείξει εγγράφως στον Γεώργιο την ανάγκη να σταματήσουν οι βασιλικές αυθαιρεσίες, με τον διορισμό αυλικών κυβερνήσεων, οι οποίες δεν έχαιραν της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου. Συγκεκριμένα, όταν του προτάθηκε να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, δήλωσε ότι θα αποδεχόταν την πρόταση, υπό τον όρο ότι ο Γεώργιος θα δεσμευόταν να αποδεχτεί τις αρχές του Υπομνήματος που του υπέβαλε. Πρώτη και κύρια αρχή η πιστή τήρηση του συντάγματος, χωρίς αναίτιες διαλύσεις της βουλής, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε βραχύβια κυβερνητικά σχήματα, χωρίς πρόγραμμα και έργο. Απαιτούσε αδιάβλητες εκλογικές διαδικασίες, κάτι το οποίο μόνον αυτονόητο δεν ήταν μετά το 1844 και συνεχιζόταν και μετά τη μεταπολίτευση.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-13
Ερμούπολη, Σύρος. Χαρακτικό του 19ου αιώνα από το βιβλίο του Charles Louis Lortet Travel to Syria 1875-1878. Αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Le Tour du Monde το 1880 (Alamy/Visualhellas.gr).

Επιπλέον, η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία να είχε ελευθερία κινήσεων για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, ενώ βασικοί και νόμιμοι σύμβουλοι του παλατιού θα έπρεπε να ήταν οι υπουργοί. Ο διορισμός των διοικητικών οργάνων, ιδιαίτερα στην εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής, θα έπρεπε να είναι αρμοδιότητα της κυβέρνησης και όχι του βασιλιά. Από τις θέσεις αυτές συνάγεται πως ο Κουμουνδούρος επεδίωξε την αποδυνάμωση της βασιλικής εξουσίας και την οριοθέτησή της στο πλαίσιο μιας βασιλευομένης δημοκρατίας, όπως εξάλλου όριζε το νέο σύνταγμα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι πρότεινε την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, με τη δημιουργία της ευρείας περιφέρειας ούτως ώστε να περιοριστούν, μερικώς έστω, οι τοπικού χαρακτήρα πιέσεις προς τους βουλευτές και οι συνακόλουθες πελατειακές σχέσεις που διέτρεχαν ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό της χώρας, φαλκίδευαν τη λαϊκή κυριαρχία και προωθούσαν την ευνοιοκρατία σε όλο το φάσμα του δημοσίου. Τέλος, ήταν ο πρώτος πολιτικός ο οποίος πρότεινε ως επιτακτικό μέτρο την αποκέντρωση των κρατικών λειτουργιών, δεδομένου ότι όχι μόνον επιβαρυνόταν η κεντρική εξουσία και παρακωλυόταν η λειτουργία του κοινοβουλευτικού έργου, αλλά διαμορφωνόταν και ένα γραφειοκρατικό πλέγμα, δυσκίνητο, αναποτελεσματικό, που επώαζε κάθε είδους αθέμιτες συναλλαγές. Οι εξηγήσεις που έδωσε ο Κουμουνδούρος στην κατ’ ιδίαν συνάντηση δεν έπεισαν τον άνακτα και η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δόθηκε στον Βούλγαρη.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-14
Χαρακτικό του 1870 που απεικονίζει την Αθήνα (Alamy/Visualhellas.gr).

Μια βασική πτυχή της εσωτερικής πολιτικής του Κουμουνδούρου ήταν και η κατασκευή των απαραίτητων έργων υποδομής, μολονότι, και αυτό είναι δίκαιο, ο συγκεκριμένος τομέας αποδίδεται σαν πολιτικό παράσημο στον Τρικούπη. Αλλά δεν θα πρέπει να αγνοηθούν και οι προσπάθειες του Κουμουνδούρου προς την ίδια κατεύθυνση, αν και δεν είχαν το εύρος των τρικουπικών έργων. Συγκεκριμένα, στο πρόγραμμά του έθεσε ως βασική ανάγκη τη δημιουργία έργων υποδομής. Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι μετά την ανεξαρτησία του το ελληνικό κράτος εστερείτο στοιχειωδών έργων και υποδομών, μια κατάσταση που καθήλωνε την οικονομία σε κατάσταση μόνιμης καχεξίας και υπανάπτυξης. Το πρόβλημα ήταν δυσεπίλυτο, αφού όχι μόνον απουσίαζαν οι αναγκαίοι πόροι αλλά και το νεότευκτο κράτος είχε ξεκινήσει την πορεία του με δυσβάστακτο δημοσιονομικό φορτίο, λόγω των εξωτερικών δανείων. Ο Κουμουνδούρος επεδίωξε την ανάπτυξη του οδικού δικτύου, ως βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου. Το 1865 κατέθεσε σχετικό νομοσχέδιο για την κατασκευή εθνικών οδικών αξόνων, αλλά δεν μπόρεσε να το υλοποιήσει, αφού η κυβέρνησή του έπεσε. Το 1867, όταν η κυβέρνηση παρέμεινε για έναν χρόνο, παρουσιάστηκε εκτεταμένο έργο στον συγκεκριμένο τομέα. Στις 20 Απριλίου δημιουργήθηκε ειδικό ταμείο για την ανάπτυξη των χερσαίων μεταφορών. Τον ίδιο χρόνο αποφασίστηκε η δημιουργία του πρώτου σιδηροδρομικού άξονα στη γραμμή Αθηνών-Πειραιώς, έργο που ολοκληρώθηκε το 1869. Τέλος, η αποξήρανση της Κωπαΐδας ολοκληρώθηκε το 1931, αλλά η ιδέα στηρίχθηκε σε νόμο που ψηφίστηκε τον Ιανουάριο του ίδιου έτους.

Αλέξανδρος Κουμουνδούρος – Ο πρόδρομος του εκσυγχρονισμού-15
Πορτρέτο του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου που δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό του στο περιοδικό Έσπερος, τον Μάρτιο του 1883 (Βιβλιοθήκη της Βουλής).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT