Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή

«Γοργοπόδαρος και ανδρείος σαν τον Αχιλλέα. Με ηρωική γενναιότητα ορμάει πρώτος στη μάχη με το μαχαίρι στα δόντια, το σπαθί στο ένα χέρι και την πιστόλα στο άλλο. Δίνει το παράδειγμα στους κινδύνους, γι’ αυτό οι στρατιώτες πειθαρχούν στις διαταγές του». (Ludwig von Bollmann για τον Οδυσσέα Ανδρούτσο)

οδυσσέας-ανδρούτσος-από-τη-δόξα-στη-563161615 Οδυσσέας Ανδρούτσος, γενικός αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Σχέδιο εκ του φυσικού. Εκδ. A. Friedel. Λιθ. Bouvier, Λονδίνο 1825 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Οδυσσέας Ανδρούτσος, γενικός αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Σχέδιο εκ του φυσικού. Εκδ. A. Friedel. Λιθ. Bouvier, Λονδίνο 1825 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Γιος του κλέφτη Ανδρούτσου Βερούση, γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1788-9. Το 1803 βρέθηκε στην Αυλή του Αλή πασά. Ευφυής, γενναίος, με σπάνια σωματικά προσόντα, διακρίθηκε από νωρίς για τις στρατηγικές και διοικητικές του ικανότητες. Ισχυρή προσωπικότητα, διαμόρφωσε τη νοοτροπία του με τον ιδιαίτερο τρόπο σκέψης και δράσης που διδάχθηκε στην Αυλή του πασά των Ιωαννίνων. Ο Αλή, εκτιμώντας τις ικανότητές του, το 1816 τού ανέθεσε το αρματολίκι της Λιβαδειάς, στρατηγικό πέρασμα στον δρόμο προς τον Μοριά και την Εύβοια. Πριν φύγει από τα Ιωάννινα, αρραβωνιάστηκε την Ελένη Καρέλη από τους Καλαρρύτες. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, συμμετέχοντας ενεργά στην προετοιμασία της Επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα. Με τη δράση του συνέβαλε στην εδραίωση του Αγώνα. Η κομβική νίκη του στο Χάνι της Γραβιάς (Μάιος 1821) του εξασφάλισε τον τίτλο του αρχιστρατήγου της Ανατολικής Στερεάς. Η άνοδος της δημοτικότητάς του αποτέλεσε εμπόδιο στα σχέδια του κύκλου των Φαναριωτών Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και Θεόδωρου Νέγρη για τον πολιτικό έλεγχο της περιοχής. Το 1823, ο Ανδρούτσος πρότεινε, χωρίς αποτέλεσμα, στον Κολοκοτρώνη την εξόντωση των πολιτικών τους αντιπάλων. Στη διάρκεια των εμφυλίων στοχοποιήθηκε και απομονώθηκε από την κυβέρνηση. Το 1825 φυλακίστηκε στην Ακρόπολη από το πρωτοπαλίκαρό του Ιωάννη Γκούρα, που είχε προσεταιριστεί τον Ιωάννη Κωλέττη. Τον Ιούνιο του 1825 δολοφονήθηκε στο κελί του. Υπήρξε το τελευταίο θύμα των εμφύλιων συγκρούσεων.

«Χάριν ενός αρχαίου λίθου»

Τα αρχαιοδιφικά ενδιαφέροντα ενός οπλαρχηγού.

O Οδυσσεύς δεν ήτο αδιάφορος προς τα λείψανα της αρχαιότητος, ηδύνατο να μεταβή και εις τους μάλλον αποκέντρους τόπους και εις τας υψηλοτέρας κορυφάς των ορέων, χάριν ενός αρχαίου λίθου και μόνον», γράφει σε άρθρο του στην εφημερίδα Νέα Ελλάς (25.9.1880) ο Αντώνιος Γεωργαντάς, αγωνιστής που διετέλεσε γραμματικός του Ανδρούτσου. 

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-1
Οδυσσέας Ανδρούτσος, αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία. Σχέδιο εκ του φυσικού. Εκδ. Α. Friedel, Λονδίνο-Παρίσι 1829 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Σύμφωνα με τον Γεωργαντά, το 1819, όταν ο Ανδρούτσος πληροφορήθηκε την ύπαρξη αρχαιοτήτων στο χωριό Κάπραινα ή Καπούρνα στη Χαιρώνεια, εκεί που άλλοτε είχε λάβει χώρα η περίφημη μάχη (338 π.Χ.) ανάμεσα στον στρατό της Μακεδονίας του Φιλίππου Β΄ και σε εκείνον των Αθηναίων, των Θηβαίων και των συμμάχων τους, επισκέφθηκε την περιοχή. Είχε προηγηθεί το 1818 ο Άγγλος περιηγητής George Taylor, ο οποίος εντόπισε τυχαία θραύσμα από το Πολυάνδριο των Θηβαίων και προχώρησε σε μερική αποχωμάτωση, αποκαλύπτοντας τμήμα της μαρμάρινης κεφαλής του Λέοντα. 

Κινούμενος είτε από την περιέργεια και τον θαυμασμό του για τις αρχαιότητες, είτε από περισσότερο ιδιοτελείς σκοπούς, ο Ανδρούτσος αποφάσισε να διενεργήσει «ανασκαφή» στην περιοχή, αναζητώντας τα όπλα των ανδρών του Ιερού Λόχου των Θηβαίων. Μαζί με τον φίλο του ∆ρόσο Μανσόλα και μερικούς κατοίκους του γειτονικού χωριού, ξεκίνησε τις ανασκαφικές εργασίες. Τότε εντόπισε κάποια τμήματα του κατακερματισμένου σώματος του αρχαίου Λέοντα που κοσμούσε το μνημείο των πεσόντων. Την ίδια περίοδο θα φτάσουν στον σουλτάνο πληροφορίες για την ανακάλυψη ενός μαρμάρινου λέοντα στη Βοιωτία, στην κοιλιά του οποίου υπήρχε η φήμη ότι εντοπίστηκε αρχαίος θησαυρός. Αν και οι πληροφορίες διαψεύστηκαν, ο σουλτάνος ζήτησε τη μεταφορά του Λέοντα στην Κωνσταντινούπολη. Τελικά η επιχείρηση εγκαταλείφθηκε, πιθανότατα εξαιτίας του μεγέθους του μνημείου.

Το Λιοντάρι ωστόσο προσέλκυσε το ενδιαφέρον και του Αλή πασά, που επέμεινε στη μεταφορά του κολοσσιαίου γλυπτού μέσω του λιμανιού της Αντίκυρας στην Πρέβεζα και από εκεί στα Ιωάννινα. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Ανδρούτσο να εγκαταλείψει τα όποια σχέδιά του για τη συνέχιση των ανασκαφικών εργασιών του στο πεδίο.

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-2
Ο Λέων της Χαιρώνειας. Υδατογραφία του James Skene (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Το λιοντάρι της Χαιρώνειας προσέλκυσε σταδιακά σημαντικό αριθμό Ευρωπαίων θαυμαστών της αρχαιότητας. Λίγο πριν από την έναρξη της Επανάστασης, την περιοχή επισκέφθηκε, συνοδευόμενος από τον γιο του Αλή, Βελή πασά, ο Γάλλος περιηγητής και ζωγράφος Louis Dupré, ο οποίος αποτύπωσε για πρώτη φορά τα μέλη του Λέοντα στο φόντο της σύνθεσης με τίτλο Τάταρος και θραύσματα του λιονταριού της Χαιρώνειας. Στη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και αργότερα, το μνημείο θα επισκεφθούν και άλλοι περιηγητές και διπλωμάτες, όπως ο Γάλλος François Pouqueville (1826), o Βρετανός James Skene (1838), οι οποίοι επίσης περιέγραψαν ή σχεδίασαν τα θραύσματα του Λέοντα. Το 1842 στην περιοχή βρέθηκε ο Σκωτσέζος William Mure, ο οποίος στο έργο του Journal of a Tour in Greece and the Ionian Islands επανέρχεται στη σχέση του Ανδρούτσου με τον Λέοντα και μεταφέρει τις παρακάτω πληροφορίες, σημειώνοντας ωστόσο ότι δεν μπόρεσε να διασταυρώσει την αυθεντικότητά τους: «Στα χωριά τριγύρω λένε την ιστορία πως ο περίφημος καπετάν Οδυσσέας παρατήρησε να βγαίνει από το χώμα ένα κομμάτι μάρμαρο το οποίο, όταν το χτυπούσε κανείς, ανέδιδε έναν υπόκωφο ήχο. Υποθέτοντας, όπως άλλωστε προστάζει και η λαϊκή παράδοση, πως στο εσωτερικό του Λέοντα μπορούσε να είναι κρυμμένος θησαυρός, έσκαψε και έκανε κομμάτια το Λιοντάρι, που έως τότε ήταν ακέραιο, ή καθώς λέγεται το τίναξε στον αέρα με μπαρούτι». Σχετικές αναφορές δημοσιεύονται από πλήθος ερευνητών και περιηγητών και, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Φαίαξ στο άρθρο του «Βοιωτικαί εντυπώσεις. Χαιρώνεια» στην εφημερίδα Εστία (30.11.1894): «Γενικώς πιστεύεται και εις όλα τα οδοιπορικά της Ελλάδος αναγράφεται δυστυχώς ότι τον Λέοντα της Χαιρώνειας, ακέραιον μέχρι της εποχής εκείνης, έθραυσεν ανατινάξας διά πυρίτιδος ο στρατηγός Οδυσσεύς Ανδρούτζος, πιστεύων ότι θα ανεύρη εν τοις κόλποις αυτού θησαυρόν». 

Η διάδοση αυτής της ιστορίας, που ουσιαστικά αποδίδει σε πράξη του Ανδρούτσου τον διαμελισμό του μνημείου, οδήγησε τον Αντώνιο Γεωργαντά να δημοσιεύσει στην εφημερίδα Νέα Ελλάς στις 25.9.1880 το άρθρο του με τίτλο «Συμβολή εις τα κατά τον Λέοντα της Χαιρώνειας». Εκεί καταγράφει τη δική του άποψη για τα γεγονότα, αναφερόμενος στο ενδιαφέρον του Ανδρούτσου για τις αρχαιότητες, στη συνήθειά του να τις αναζητά, στις ανασκαφικές εργασίες του οπλαρχηγού στο πεδίο που είχε βρεθεί το μνημείο αλλά και στην τελική του απόφαση να το εγκαταλείψει ανέπαφο, καταλήγοντας ότι «αυτή είνε η καθαρά αλήθεια περί της πρώτης ανακαλύψεως του εν Χαιρώνεια Λέοντος, παν δ’ άλλο ανακριβές». 

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-3
Τάταρος με χαρακτηριστική ενδυμασία. Στο βάθος διακρίνονται θραύσματα από τον Λέοντα της Χαιρώνειας. Λιθογραφία του Louis Dupré (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Στο ίδιο κλίμα, ενδιαφέρον προκαλεί και η αναφορά του Άγγλου Edward Trelawny, φίλου του λόρδου Μπάιρον, ο οποίος είχε προσεταιριστεί τον Ανδρούτσο και παρέμεινε μαζί του μέχρι τη σύλληψή του. Σε μια συνέντευξη που έδωσε, το 1860, στον εκδότη της ελληνόφωνης εφημερίδας Βρετανικός Αστήρ του Λονδίνου, Στέφανο Ξένο, με αφορμή ερώτηση για το μέρος όπου ο Ανδρούτσος είχε κρύψει τον περίφημο θησαυρό του (τον οποίο οι περισσότεροι αναζητούσαν στη σπηλιά στον Παρνασσό όπου ζούσε ο οπλαρχηγός), ανέφερε: «[…] αν πάω στη Θήβα μπορώ να βρω […] μια τεχνητή σπηλιά γεμάτη αγάλματα και πολλά έργα τέχνης, τα οποία συγκεντρώσαμε από πολλά μέρη της Βοιωτίας και του Παρνασσού και τα κρύψαμε εκεί, εγώ ο Οδυσσέας και δύο πρωτοπαλίκαρά του, για να τα γλιτώσουμε από την καταστροφή. ∆εν νομίζω αυτά να έχουν ακόμη ανακαλυφθεί!». Η αναφορά αυτή αποδίδει στον Ανδρούτσο μια συνειδητή προσπάθεια διάσωσης των αρχαιοτήτων, σε αντίθεση με όσα επί χρόνια είχαν επικρατήσει για εκείνον.

Η μάχη στο Χάνι της Γραβιάς

Ο θρίαμβος της στρατιωτικής ιδιοφυΐας του Ανδρούτσου.

«Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν / το μικρόν τούτο χάνι».
(Γεώργιος Ζαλοκώστας)

Μετά τη μάχη της Αλαμάνας (23 Απριλίου 1821) και τον θάνατο του Αθανάσιου ∆ιάκου, οι δυνάμεις του Πανουργιά και του Γιάννη ∆υοβουνιώτη συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της Γραβιάς με στόχο την προστασία της διόδου προς τα Σάλωνα (Άμφισσα). Παράλληλα, οι Ομέρ Βρυώνης και Κιοσσέ Μεχμέτ προσπαθούσαν να προσεταιριστούν τους Έλληνες οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας. Ιδιαίτερα ο Ομέρ Βρυώνης έστρεψε τις προσπάθειές του προς τον παλιό του φίλο Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον οποίο γνώριζε από την Αυλή του Αλή πασά. Του έγραψε, λοιπόν, μια επιστολή αναγγέλλοντάς του τον θάνατο του ∆ιάκου και, επιχειρώντας να πετύχει τη συνεργασία του, του υποσχέθηκε το αρματολίκι όλης της Ανατολικής Ελλάδας. Τέλος, ως τόπο συνάντησής τους όριζε τη Γραβιά.

Στις 3 Μαΐου 1821 ο Ανδρούτσος, μαζί με τον Σουλιώτη Χρήστο Κοσμά ή Κασμά, έφτασε στη Γραβιά, για να συναντήσει όχι τον Ομέρ Βρυώνη, αλλά τους Πανουργιά και ∆υοβουνιώτη. Έστειλε επίσης επιστολή προς τον οπλαρχηγό Βασίλειο Μπούσγο, ο οποίος ηγούνταν μιας σημαντικής ομάδας ανδρών στην περιοχή της Λιβαδειάς, και τον καλούσε να ενισχύσει την άμυνα στη Γραβιά. Ακολούθησαν συζητήσεις μεταξύ των οπλαρχηγών. Σύμφωνα με τον Κομνά Τράκα, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό του Ανδρούτσου στο Χάνι, το Συμβούλιο έλαβε χώρα στις 6 Μαΐου. Στη μαρτυρία του που διασώζεται στο Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων της ΙΕΕΕ γράφει: «Ο Οδυσσεύς ανέλαβε κοινή γνώμη την αρχηγίαν και την διεύθυνσιν της όλης μάχης, ως υποληπτόμενος παρά πάντων, όχι μόνο διά την στρατηγικήν του ικανότητα και γενναιοψυχίαν του, αλλά και διά τον έκτακτον αυτού νουν. Εκρίθη εν πρώτοις αναγκαίον η κατάληψις του κατά την είσοδον κειμένου και εκ πλίνθων κτισθέντος χαμογείου Χανίου (ξενοδοχείου) της Γραβιάς και ουδείς ετόλμα να οχυρωθή εν αυτώ», καθώς δεν διέθεταν ούτε αρκετά πολεμοφόδια ούτε αρκετές προμήθειες. Τελικά συμφώνησαν πως εκεί θα οχυρωθεί ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του, ενώ οι Πανουργιάς, ∆υοβουνιώτης και Κοσμάς με περίπου 1.500 άνδρες αποφασίστηκε να καταλάβουν προς αντιπερισπασμό τα στενά της οδού προς τα Σάλωνα.

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-4
Μάχη εις της Γραβιάς το Χάνι. Παναγιώτης ή Δημήτριος Ζωγράφος καθ’ υπόδειξιν Ιωάννη Μακρυγιάννη. Υδατογραφία (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Στις 7 Μαΐου, 8.000 Τούρκοι υπό τον Ομέρ Βρυώνη πέρασαν από τις Θερμοπύλες και το πρωί της επομένης, όταν τα εχθρικά στρατεύματα έκαναν την εμφάνισή τους στη Γραβιά, οι οπλαρχηγοί κατέλαβαν τις θέσεις τους. Αριστερά προς το Χλωμό οι Πανουργιάς και ∆υοβουνιώτης και δεξιά προς το Σύντσικα ο Κοσμάς. Ο Ανδρούτσος κλείστηκε στο πλινθόκτιστο χάνι με εκατό και πλέον αγωνιστές· αναφέρεται μάλιστα πως πριν μπει κάλεσε τους συμπολεμιστές του να πιαστούν στον χορό, τραγουδώντας το δημοτικό τραγούδι Κάτω στου Βάλτου τα χωριά. Για το περιστατικό αυτό ο Κομνάς Τράκας γράφει: «Ο δε Οδυσσεύς μετά των ατρομήτων οπλαρχηγών Γκούρα, Κομνά Τράκα, Καπλάνη και Παπανδρέα, απεφάσισαν και πιάσαντες χορόν εις ον επιάσθησαν και άλλοι Έλληνες έως 120 περίπου ο εις κατόπι του άλλου και σύρας ο Οδυσσεύς τον χορόν καθό πρώτος έφερεν αυτόν εντός του Χανίου […] ένθα και εκλείσθησαν». Ακολούθως, προχώρησαν στην οχύρωση των θυρών, στη διάνοιξη πολεμιστρών αλλά και στην οχύρωση της μάντρας στο Χάνι.

Παράλληλα, τα οθωμανικά στρατεύματα πέρασαν το ποτάμι της Γραβιάς (Χαϊνίτσα) και πλησίασαν τις ελληνικές θέσεις. Ακολούθως, διαιρέθηκαν σε τρία τμήματα, ένα περικύκλωσε το Χάνι, ενώ τα άλλα δύο επιτέθηκαν στις δυνάμεις των Πανουργιά, ∆υοβουνιώτη και του Κοσμά, που είχαν στρατοπεδεύει στις κλιτύς του Παρνασσού και της Γκιώνας, καταφέρνοντας μάλιστα να τις απωθήσουν. Στη συνέχεια στράφηκαν με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις τους προς το Χάνι, θεωρώντας πως γρήγορα θα το εκπορθούσαν. Μετά την καθιερωμένη προσευχή, ένας έφιππος δερβίσης εμφανίστηκε μπροστά στο Χάνι, ως αγγελιαφόρος και πιθανόν για να προτείνει όρους συνθηκολόγησης στους αντιπάλους. Ακολούθησε ένας σύντομος διάλογος με τον Ανδρούτσο και έπεσε νεκρός. Αυτό θεωρήθηκε ιεροσυλία και όπως γράφει ο Κομνάς Τράκας: «Οι Τούρκοι εμμανείς γενόμενοι διά την εις το πρόσωπον του ∆ερβίση προσβολήν της πίστεώς των υπέκαυσαν τον θρησκευτικόν φανατισμόν αυτών οι ∆ιοικούντες αυτούς Πασσάδες και λοιποί ανώτεροι Μπέιδες και Μπιμπασήδες και μανιωδώς εποίουν τας εφόδους των κατά των πολιορκουμένων· οι εν τω Χανίω οχυρωθέντες Έλληνες ατρομήτως μαχόμενοι διά του ακαθέκτου πυρός διέλυον τας κατ’ αυτών εφόδους».

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-5
Οδυσσέας Ανδρούτσος. Ελαιογραφία σε μουσαμά (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Τη συνέχεια διασώζει στη μαρτυρία του, η οποία απόκειται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ο Ιωάννης Π. Φαρμάκης, ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη: «Επολεμήσαμεν λοιπόν εις αυτήν την συμμαχίαν ώρας 17, είμεθα οι Έλληνες εις τον αριθμόν 111, το σώμα των εχθρών ήτον χιλιάδες 7, ώρμησαν εναντίον μας ώστε οπού δεν εδυνήθησαν διά να εμβούν μέσα, λοιπόν εφονεύσαμεν εκ των εχθρών 140 και επληγώσαμεν 170, εκ των ημετέρων εφονεύθησαν μόνον δύο χωρίς να πληγωθεί ουδείς, αλλά εις τας επτά ώρας της νυκτός ωρμήσαμεν εις την μέσην του ιππικού των εχθρών με τας ρομφαίας εις τας χείρας και ούτως εξήλθομεν εις το χάνιον». 

Η νίκη στη μάχη της Γραβιάς αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη νίκη του Αγώνα στη Ρούμελη. Η επικράτηση ενός μικρού αριθμού Ελλήνων απέναντι στα οθωμανικά στρατεύματα που υπέστησαν σημαντικές απώλειες πήρε μυθικές διαστάσεις. Παράλληλα, οι αντίπαλοι αναγκάστηκαν να παραμείνουν στην περιοχή προς αναδιοργάνωση των δυνάμεών τους, στερώντας τις δυνάμεις στην Πελοπόννησο από σημαντικές ενισχύσεις, με αποτέλεσμα τη διευκόλυνση της εδραίωσης της Επανάστασης. Επιπλέον, ενίσχυσε το ηθικό των Ρουμελιωτών αγωνιστών, το οποίο είχε πληγεί με τη μάχη της Αλαμάνας, και εξάπλωσε τη φήμη του Ανδρούτσου. Σύμφωνα με την Ιωάννα ∆ιαμαντούρου, στη μάχη στο Χάνι της Γραβιάς θριάμβευσε η στρατηγική ιδιοφυΐα του Ανδρούτσου, ο οποίος έκτοτε κατέλαβε δικαιωματικά τη θέση του αρχηγού των όπλων της Βοιωτίας και επηρέασε καταλυτικά την τύχη της Επανάστασης στην Ανατολική Στερεά τα αμέσως επόμενα έτη.

Η «Μαύρη Τρύπα»

Γιατί ο Ανδρούτσος δημιούργησε ένα άντρο στη δυσπρόσιτη σπηλιά του Παρνασσού.

«Εις τα σπήλαια πηγαίνουν οι αρκούδες και μένουν και ουχί το λιοντάρι, ο υιός του Ανδρούτσου».
(Γ. Καραϊσκάκης)

Ο Ανδρούτσος από τα μέσα περίπου του 1823, αναζητώντας ένα ασφαλές σημείο εγκατάστασης, οχυρώθηκε σε μια δυσπρόσιτη σπηλιά στον Παρνασσό, που έμεινε γνωστή ως «Μαύρη Τρύπα». Η σπηλιά αυτή συνδέθηκε έκτοτε με μύθους και ιστορίες που σχετίζονταν κυρίως με την ύπαρξη αμύθητων θησαυρών του Ρουμελιώτη οπλαρχηγού. Πώς, όμως, οδηγήθηκε ο Ανδρούτσος στην ιδέα δημιουργίας ενός άντρου εκεί;  

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-6
Ο Παρνασσός με τη σπηλιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Υδατογραφία του James Skene (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Τον Νοέμβριο του 1822, οικογένειες από την Ελάτεια, προσπαθώντας να προφυλαχθούν από τη σφοδρή χιονόπτωση αλλά και τον κίνδυνο επιθέσεων των οθωμανικών στρατευμάτων υπό τον Κιοσσέ Μεχμέτ Ρεσίτ πασά, κατέφυγαν σε μια σπηλιά. Επρόκειτο για μια σπηλιά που βρισκόταν σε έναν κάθετο βράχο στους πρόποδες του Παρνασσού κοντά στη Βελίτσα (Τιθορέα), σε υψόμετρο περίπου 100 μ. Οι οικογένειες αυτές, περίπου δύο χιλιάδες άνθρωποι τον αριθμό, παρέμειναν εκεί μέχρι την άνοιξη του 1823 με τα ιερά σκεύη και όσα από τα υπάρχοντά τους είχαν πάρει μαζί τους.

Μαθαίνοντας ο Ανδρούτσος την ύπαρξη αυτής της σπηλιάς, ανέβηκε να τη δει. Αμέσως αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν σε νευραλγική θέση, καθώς από το σημείο αυτό μπορούσε κανείς να διακρίνει οποιαδήποτε κίνηση στρατευμάτων, τόσο από τα βόρεια όσο και από τα ανατολικά. Παρατήρησε ταυτόχρονα ότι διέθετε διάφορα φυσικά χωρίσματα, κατάλληλα για την αποθήκευση τροφίμων και πολεμοφοδίων. Έτσι αποφάσισε να εγκαταστήσει εκεί το καταφύγιό του. Έδωσε αμέσως εντολή στα παλικάρια του να την καθαρίσουν, προχώρησε στις απαραίτητες τεχνικές παρεμβάσεις, κατασκευάζοντας διάφορες αποθήκες, και έπειτα κουβάλησε εκεί δημητριακά, καρπούς, πολεμοφόδια, γεμίζοντας όλα τα «κελάρια». Κατασκεύασε επίσης από τη μία άκρη του στομίου της σπηλιάς έως την άλλη έναν ασβεστότοιχο και στη μέση έχτισε μια πόρτα, από όπου έμπαιναν όσοι κατάφερναν να ανέβουν την απόκρημνη πλαγιά. ∆εξιά και αριστερά αυτής της πόρτας τοποθετήθηκαν αργότερα δύο ορειχάλκινα κανόνια, που έφερε μαζί του ο Άγγλος Edward Trelawny από το Μεσολόγγι και τα οποία είχε φέρει μαζί του ο λόρδος Μπάιρον.

Πάνω από την πόρτα της εισόδου ο Ανδρούτσος έφτιαξε ένα θολωτό δωμάτιο, στο οποίο κοιμόταν εκείνος όταν βρισκόταν στη σπηλιά, ενώ σε ξεχωριστά δωμάτια διέμεναν η σύζυγός του Ελένη Καρέλη με την υπηρέτριά της και η μητέρα του Ακριβή με την αδελφή του Ταρσίτσα. Υπήρχαν επίσης δωμάτια για τους φύλακες, που αποτελούσαν τη φρουρά της σπηλιάς και έμεναν μόνιμα εκεί. Είχε επίσης μετατρέψει έναν χώρο σε παρεκκλήσι, καλύπτοντας τους τοίχους με χρωματιστά υφάσματα, εικόνες και ιερά λείψανα αγίων που είχαν διασωθεί από τις συλημένες εκκλησίες της ευρύτερης περιοχής. Στο εκκλησάκι αυτό, όπου ιερουργούσε ο παπα-Αναστάσης από την Αταλάντη, βαφτίστηκε ο γιος του Ανδρούτσου, Λεωνίδας, και παντρεύτηκε ο Trelawny την αδελφή του οπλαρχηγού, Ταρσίτσα. Επιπλέον κατασκεύασε μια μηχανή με τροχαλία, προκειμένου να διευκολύνει τη μεταφορά κάθε είδους προμήθειας στη σπηλιά. Τέλος, η σπηλιά διέθετε επίσης μια μεγάλη στέρνα που γέμιζε από βρόχινο νερό και κάλυπτε όλες τις ανάγκες των κατοίκων της.

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-7
Ο Edward Trelawny (Alamy/Visualhellas.gr).

Η σπηλιά ήταν προσβάσιμη μόνο με σκάλες. Σύμφωνα με τον Trelawny, η πρώτη είχε μήκος περίπου πενήντα πόδια και ήταν στερεωμένη στον βράχο με σφήνες, η δεύτερη στηριζόταν σε έναν βράχο και διασταυρωνόταν με την πρώτη, ενώ υπήρχε και μια τρίτη που έβγαζε σε μια καταπακτή που οδηγούσε στο δωμάτιο των φρουρών. Χωρίς τις σκάλες η σπηλιά γινόταν απροσπέλαστη, ένα φυσικό απόρθητο φρούριο. 

Ακριβώς αυτό οδήγησε τον Trelawny, όταν οι εμφύλιες διαμάχες ήταν πια σε πλήρη εξέλιξη, να συμβουλέψει τον Ανδρούτσο να απομονωθεί στο οχυρό του και να περιμένει να αλλάξουν προς όφελός του οι επικρατούσες συνθήκες. Ο Ανδρούτσος απάντησε όμως ότι «το λεύτερο ελάφι το φοβούνται πιότερο απ’ το λιοντάρι το φυλακισμένο στη σπηλιά του» και έφυγε, αφήνοντας τον Trelawny να προσέχει το λημέρι και την οικογένειά του. 

Τα αποτελέσματα της απόφασης αυτής οδήγησαν τελικά στη σύλληψη και τη δολοφονία του, τον Ιούνιο του 1825. Μετά τη σύλληψη του Ανδρούτσου, στη σπηλιά παρέμενε η οικογένεια του οπλαρχηγού, υπό την προστασία του Trelawny και των ανδρών του. Η κυβέρνηση θέλησε να καταλάβει τη σπηλιά, θέτοντας σε εφαρμογή ένα σχέδιο που είχε καταστρώσει μερικούς μήνες νωρίτερα ο Σκωτσέζος Thomas Fenton, ο οποίος μετά τον θάνατο του Μπάιρον και την επίσκεψη του Trelawny στο Μεσολόγγι, τον ακολούθησε και εντάχθηκε στο δυναμικό της σπηλιάς. O Trelawny εκτίμησε τις ικανότητές του και, καθώς τον εμπιστευόταν τυφλά, τον χρησιμοποίησε σε διάφορες σημαντικές αποστολές. Στα τέλη Μαΐου ο Fenton έφερε μαζί του στη σπηλιά έναν άλλο Άγγλο, τον Whitcombe. Το γεγονός αυτό δεν προκάλεσε κάποια εντύπωση στον Trelawny, ο οποίος μάλιστα αναφέρει ότι χαιρόταν ιδιαίτερα όταν έβλεπε συμπατριώτες του. Μερικές μέρες αργότερα ο Fenton κάλεσε τον Trelawny να κάνει τον κριτή σε έναν αγώνα σκοποβολής ανάμεσα στους Fenton και Whitcombe. Κατά τη διάρκεια των πυροβολισμών, όμως, ο Trelawny τραυματίστηκε στην ωμοπλάτη. Ο Fenton υποστήριξε ότι ήταν ατύχημα, αλλά ο Ούγγρος φύλακας της σπηλιάς Cameron τον κατηγόρησε για προδοσία και τον πυροβόλησε, σκοτώνοντάς τον. O Whitcombe συνελήφθη, βασανίστηκε, αλλά αφέθηκε ελεύθερος λίγες μέρες αργότερα, τερματίζοντας άδοξα μια πρώτη προσπάθεια να παροπλιστεί ο Trelawny και να καταληφθεί εκ των έσω το άντρο.  

Ο Ανδρούτσος απάντησε ότι το λεύτερο ελάφι το φοβούνται πιότερο απ’ το λιοντάρι το φυλακισμένο στη σπηλιά του. Και έφυγε, αφήνοντας τον Trelawny να προσέχει το λημέρι και την οικογένειά του.

Τελικά, η σπηλιά πέρασε στα χέρια της κυβέρνησης στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1825, όταν ο Trelawny αποφάσισε να αποχωρήσει από την επαναστατημένη Ελλάδα. Άγνωστο πώς, κατάφερε να φτάσει στην Αταλάντη αγγλικό πολεμικό πλοίο, από το πλήρωμα του οποίου εστάλη ικανό απόσπασμα για να παραλάβει τον Trelawny και την οικογένεια του Ανδρούτσου και να τους μεταφέρει στην Κεφαλονιά. 

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-8
Ο ανδρείος Ανδρ. Οδυσσεύς. Ελαιογραφία του Κοζή Δεσύλλα (περ. 1870, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα).

Στο εσωτερικό της σπηλιάς δεν βρέθηκε κανένας θησαυρός παρά μόνο τροφές και πολεμοφόδια. Η σύζυγος του Ανδρούτσου, Ελένη, σε αναφορά της προς τον Όθωνα το 1837 έγραφε: «Τα δε χρήματα […] παρέχωσεν εις τα σπλάγχνα της γης χωρίς να έχω την παραμικράν ιδέαν του μέρους». Χρόνια αργότερα, το 1860, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Στέφανο Ξένο, εκδότη της ελληνόφωνης εφημερίδας Βρετανικός Αστήρ του Λονδίνου, ο Trelawny απάντησε στην ερώτηση του Ξένου αν ο Ανδρούτσος είχε κρύψει τα πλούτη του στη σπηλιά, ως εξής: «Και βέβαια όχι! Πού να τα έκρυβε μέσα στο άντρο; Το άντρο είναι βράχος, παντού σκληρός σαν γρανίτης […]. ∆εν μπορούσε να σκάψει και να κρύψει τον θησαυρό. Ο Οδυσσέας είχε περίπου δεκαπέντε χιλιάδες λίρες, σε διπλάσια φλουριά Αυστρίας […]. Μια μέρα μού είπε: “Τρελώνη, θέλω να κρύψω αυτά τα χρήματα, γιατί μόνο γι’ αυτά με κυνηγούν […]”. Πήγαμε στη Θήβα και εκεί τα θάψαμε μαζί. Σκάψαμε το έδαφος, ανοίξαμε μια τρύπα, μέχρι τρία πόδια βάθος. Τα χρήματα τα είχαμε βάλει μέσα σε κάτι τενεκέδες για μπαρούτι, από εκείνους που μας έφερναν από την Ευρώπη, τους καλύψαμε με ένα στρώμα χώμα, έπειτα με πέτρες που τις κοπανήσαμε αρκετά, και μετά ρίξαμε ξανά χώμα». Στην ερώτηση αν θα μπορούσε να βρει το μέρος όπου έθαψαν τα χρήματα μετά από τόσα χρόνια απάντησε πως αμφιβάλλει, καθώς το σημείο που είχε επιλέξει ο Ανδρούτσος ήταν εκτός πόλης, ήταν βράδυ και τα όποια σημάδια είχαν αφήσει εκεί, ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός είχε φροντίσει μερικές μέρες μετά να τα εξαφανίσει.

Στο στόχαστρο της κυβέρνησης

«Όπου και να σταθώ, δε συναντώ παρά δολοφόνους».

Ο Ανδρούτσος τον Μάιο του 1821, με τη στρατηγικής σημασίας νίκη που πέτυχε στο Χάνι της Γραβιάς, εξάπλωσε τη φήμη του σε όλες τις επαναστατημένες περιοχές. Οι στρατιωτικές του ικανότητες όμως δεν θα είναι αρκετές για να αποτρέψουν εκείνους που ενοχλούνταν από την αυξανόμενη επιρροή του από το να επιβουλεύονται τον αφανισμό του. 

Ο Κωνσταντίνος Σάθας αναφέρει ότι η πρώτη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του οργανώθηκε από τους προύχοντες της Λιβαδειάς, λίγο μετά τη μάχη της Γραβιάς. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην Αγία Μαρίνα, τον Απρίλιο του 1822, ο Ανδρούτσος θα βρεθεί απομονωμένος, χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά, να αντιμετωπίζει τις εχθρικές δυνάμεις και τελικά επιλέγει να εγκαταλείψει την περιοχή. Η ∆ιοίκηση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος (Άρειος Πάγος), που είχε μεταφέρει την έδρα της στη Λιθάδα της Εύβοιας, κάλεσε τον Ανδρούτσο σε μια υποτιθέμενη σύσκεψη στο καράβι του Χατζη-Αντώνη Βισβίζη, με στόχο τη συνωμοτική εξόντωσή του. ∆ιέταξαν λοιπόν τον αρχηγό της φρουράς Γιωργή Ζορμπά και τον καπετάν Βισβίζη, τη στιγμή που ο Ανδρούτσος θα ανέβαινε στο καράβι, να τον δολοφονήσουν. Ο Βισβίζης όμως, μόλις αντίκρισε τον Ανδρούτσο, αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαταγή. Ακολούθησε μια δεύτερη απόπειρα εναντίον του, λίγες μέρες αργότερα, όταν οι Αλέξιος Νούτσος και Χρήστος Παλάσκας, πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος αντίστοιχα, ανέλαβαν να συλλάβουν, ή ακόμα και να σκοτώσουν αν αντιστεκόταν, τον Ανδρούτσο. Το σχέδιό τους αποκαλύφθηκε και τελικά θανατώθηκαν στις 25 Μαΐου 1822. 

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-9
Οι Έλληνες, με πρωταγωνιστές τους οπλαρχηγούς Οδυσσέα Ανδρούτσο και Ιωάννη Γκούρα, ανακόπτουν την προέλαση των οθωμανικών δυνάμεων στη νικηφόρα μάχη στα Βασιλικά, τον Σεπτέμβριο του 1821. Λιθογραφία του Peter von Hess (1852, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Νέες απόπειρες εναντίον του Ανδρούτσου σημειώθηκαν το καλοκαίρι του 1824, όταν εκείνος βρισκόταν στο Ναύπλιο. Μία από αυτές σημειώθηκε στο σπίτι του Νικηταρά. Τον Ανδρούτσο πυροβόλησε ο φρούραρχος του Ιτς Καλέ (Ακροναυπλία), Μήτρος Τριανταφυλλίνας, αλλά δεν βρήκε στόχο. Λέγεται μάλιστα ότι ο Νικηταράς πήρε τη σφαίρα και την πήγε στην κυβέρνηση, διηγήθηκε το συμβάν και ο Ιωάννης Κωλέττης τού απάντησε: «Νικήτα, δεν είναι δική σου δουλειά και πήγαινε στο σπίτι σου». Τον Σεπτέμβριο του 1824, σε επιστολή του προς τον Βρετανό αξιωματικό και απεσταλμένο της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, Leicester Stanhope, ο Ανδρούτσος έγραφε: «∆ι’ εμέ δε είκοσιν ή τριάκοντα άνθρωποι, πληρωμένοι από τους αισχρούς κυβερνήτας μας φυλάττουσι να εύρουν ευκαιρίαν να με δολοφονήσουν. […] Σας λέγω, δε, ότι προς ασφάλειαν της ζωής μας ως τελευταίον καταφύγιον, δεν έχουμε άλλο μέσον παρά να προσπέσωμεν εις το έλεος των Τούρκων».

Όντως ο Ανδρούτσος θα έρθει σε επαφή με τον Ομέρ πασά της Εύβοιας. Ο Trelawny, μαθαίνοντας ότι ο Οδυσσέας αλληλογραφούσε με τους Οθωμανούς, αποφάσισε να πάει στη Λιβαδειά να τον συναντήσει. Εκεί, ο Ανδρούτσος τού είπε ότι είχε κάνει τρίμηνη ανακωχή με τον Ομέρ πασά, λέγοντας ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος και ότι το έκανε έχοντας σκοπό να αναγκάσει την κυβέρνηση, που τον είχε απομονώσει, να συνεννοηθεί μαζί του. Στην πραγματικότητα όμως έδωσε αφορμή στην κυβέρνηση να προχωρήσουν στη φυσική εξόντωσή του, κατηγορώντας τον για προδοσία. 

Τη στρατιωτική επιχείρηση για τη σύλληψη του Ανδρούτσου ανέλαβε ο Ιωάννης Γκούρας, πρώην πρωτοπαλίκαρό του, ο οποίος πλέον είχε προσεταιριστεί τον Ιωάννη Κωλέττη. Ο Ανδρούτσος παραδόθηκε και μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου αρχικά είχε αφεθεί να κυκλοφορεί ελεύθερος. Τελικά, κρίθηκε επικίνδυνος για τη διασάλευση της τάξης και φυλακίστηκε στον Γουλά ή Κουλά, τον φράγκικο πύργο ύψους 26 μέτρων στην Ακρόπολη, δυτικά του ναού της Απτέρου Νίκης.

Ωστόσο, η σύλληψή του είχε προκαλέσει αντιδράσεις μεταξύ των οπλαρχηγών, που διαμαρτύρονταν και ζητούσαν να δικαστεί. Κάτω από αυτή την πίεση, η κυβέρνηση αποφάσισε να διατάξει τη μεταφορά του στο Ναύπλιο. Αλλά ο Τριανταφυλλίνας, ο Γκούρας και ο Κωλέττης διαφωνούσαν και αδιαφόρησαν. Τελικά συμφώνησαν να τον εξοντώσουν. Ο Γκούρας έστειλε γράμμα στον Ιωάννη Μαμούρη, επίσης πρώην συμπολεμιστή του στη μάχη στο Χάνι της Γραβιάς, στο οποίο του έγραφε συνωμοτικά: «Να φροντίσης να πουλήσης το λάδι, διότι εάν μείνη απούλητον η τιμή του θα ελαττωθή μεγάλως και θα χαθή». Με τη φράση αυτή έδινε την εντολή της δολοφονίας του Ανδρούτσου. Τη νύχτα μεταξύ 4ης και 5ης Ιουνίου 1825, ο Μαμούρης μαζί με τους Παπακώστα, Τζαμάλα, Τριανταφυλλίνα, Μπαλαούλια και Θεοχάρη πήγαν στον φράγκικο πύργο, έδιωξαν τον φρουρό Κώστα Καλατζή από τη Λιβαδειά και εισήλθαν στο κελί του Ανδρούτσου. Ο Καλατζής, ο οποίος προαισθάνθηκε ότι κάτι κακό θα συμβεί, δεν έφυγε. Έμεινε έξω από τον πύργο, παραφύλαξε και άκουσε τα όσα ακολούθησαν.

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-10
Ιωάννης Γκούρας. Λιθογραφία από λεύκωμα του Giovanni Boggi (1816, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Μόλις μπήκαν στο κελί, ο Ανδρούτσος σηκώθηκε, άρχισε να τους βρίζει λέγοντας «Ωρέ, ξέρω καλά ποιος σας έστειλε σας εδώ και για τι ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. ∆ε μ’ λύνετε το ’να μου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυτές εδώ τις σαποκοιλιές δεν τις συνερίζομαι, μα συ, μωρέ Γιάννη (εννοώντας τον Μαμούρη), γιατί;».

Παρά την αντίσταση που επέδειξε ο Ανδρούτσος, τελικά λιποθύμησε και τότε τον έπνιξαν. Η Εφημερίς Αθηνών δημοσίευσε την είδηση του θανάτου του Ανδρούτσου την ίδια μέρα στο τέλος του 68ου φύλλου της, γράφοντας: 
«Σήμερον ετελείωσε τον δρόμον της ζωής του ο Οδυσσεύς Αντρίτζου».

Ο Μαμούρης και οι σύντροφοί του, για να καλύψουν το έγκλημά τους, σκηνοθέτησαν την απόδρασή του. Έλυσαν τις αλυσίδες και τις μπάλες, ανέβασαν το άψυχο σώμα του Ανδρούτσου στον Πύργο και το έδεσαν με ένα σχοινί, το οποίο είχαν φροντίσει να φθείρουν τόσο όσο χρειαζόταν για να μοιάζει ότι κόπηκε, επειδή δεν άντεξε το βάρος του Ανδρούτσου, όταν προσπάθησε να το σκάσει. Ακολούθως πέταξαν το πτώμα κάτω από τον Πύργο δημιουργώντας την εντύπωση ότι σκοτώθηκε από πτώση. Κάλεσαν επίσης έναν γιατρό για νεκροψία, αλλά, καθώς η έκθεσή του δεν τους ικανοποιούσε, κάλεσαν τον Ιταλό γιατρό Βιτάλι, ο οποίος συνέταξε μια ιατρική έκθεση σύμφωνη με τις επιθυμίες τους. Σε αυτήν ο Βιτάλι αναφέρει: «Εισερχόμενος διά της τελευταίας πύλης της Ακροπόλεως, είδα το πτώμα του Οδυσσέως Ανδρούτσου και εξετάσας αυτό γυμνόν από κεφαλής μέχρι ποδών, παρετήρησα εις την εξωτερικήν επιφάνειαν πλατύ τραύμα κατά τον δεξιόν κρόταφον και επιπλεγμένον κάταγμα του αυτού κροταφικού οστού· ακόμη δε μελανόν τραύμα μετά ρήξεως και εκχυμώσεως του δέρματος εις το πρόσθιον μέρος του μετωπικού οστού. Το δεξιόν βραχιόνιον οστούν συντετριμμένον και αι δεξιαί νόθοι πλευραί τεθραυσμέναι. Προς τα κάτω μέρη παρετήρησα εις την άρθρωσιν του δεξιού μηρού μετά της κνήμης εξωτερικόν ρακώδες τραύμα, διά του οποίου εξετοπίσθη η επιγονατίς, και κάταγμα του οστού της κνήμης. Το ύψος του πύργου, από τον οποίον κατεκρημνίσθη ο Οδυσσεύς, είναι 108 ποδών. Τα δε θραύσματα του κροταφικού οστού, επί του οποίου το κάταγμα, προβαλόντα τον εγκέφαλον, επέφεραν αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον της πατρίδος». Όπως πολύ χαρακτηριστικά γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης, «η ιατροδικαστική έκθεση που συνέταξε ο Ιταλός Βιτάλης πιθανώς είναι η μοναδική στον κόσμο έκθεση όπου, εκτός του θανάτου, πιστοποιείται και το ποιόν του θανόντος». 

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-11
Τα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών, με τον φράγκικο πύργο (δεξιά). Υδατογραφία του James Skene (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ένας από τους άνδρες του Μαμούρη, ο Θεοχάρης με καταγωγή από το Λιδωρίκι, μετά από καιρό έδειξε στον άλλοτε γραμματικό του Οδυσσέα, Αντώνιο Γεωργαντά, το δαχτυλίδι-σφραγίδα του Ανδρούτσου το οποίο είχε αφαιρέσει από το νεκρό σώμα του. Το δαχτυλίδι αυτό, άγνωστο πώς, βρέθηκε αργότερα στην κατοχή της οικογένειας του Φιλοποίμενος Φίνου, που καταγόταν από την Τιθορέα. Εκείνος ήταν μάλιστα που το δώρισε τον Ιανουάριο του 1955 στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.  

Σύμφωνα με την αναφορά του Γενικού Γραμματέα των Αθηνών, ∆ημητρίου Βύα, προς τον υπουργό Εσωτερικών την ίδια μέρα, στις 5 Ιουνίου, ο έπαρχος Αθηνών έδωσε άδεια να ταφεί ο Ανδρούτσος στον Άγιο ∆ημήτριο δυτικά της Ακρόπολης παρουσία ιερέων, καθώς όπως αναφέρει «ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας», γεγονός που αναιρεί με τη μαρτυρία του χρόνια μετά ο Καλατζής, ο οποίος θα πει ότι η κηδεία του έγινε «πολύ καταφρονεμένη και χειροτέρα από του τελευταίου καταδίκου· τον έθαψαν σαν σκυλί».

Η αποκατάσταση

Μια διήγηση που δημοσιεύθηκε με μεγάλη καθυστέρηση άλλαξε τα δεδομένα.

«Ούτως η πατρίς απέτισε και μίαν οφειλήν της αποδούσα τα νόμιμα μετά θάνατον εις εν ονομαστόν τέκνον της».
(εφημ. Αυγή, 21/2/1865)

Ανήμερα των Χριστουγέννων του 1898, στην εφημερίδα Καιροί, συντάκτης υπό το ψευδώνυμο «Λέβαδος» στο άρθρο του με τίτλο «Ιστορικόν Ανέκδοτον. Ο θάνατος του Οδυσσέως» γράφει: «Θα ήμην δε άθλιος και ανελεύθερος εάν μαθών την αλήθειαν παρ’ αυτόπτου, δυναμένου δε και θέλοντος να είπη ταύτην γυμνήν, εσιώπων έως τέλους». 

Επρόκειτο για τον δικηγόρο Σπυρίδωνα Φόρτη, ο οποίος είχε αποφασίσει να δημοσιεύσει όσα είχε ακούσει την τρίτη μέρα των Χριστουγέννων του 1863, όταν τον επισκέφθηκε στο σπίτι του ο ταγματάρχης της Φάλαγγας, «ο γενναίος εκείνος του ιερού αγώνος στρατιώτης Κωνσταντίνος Καλατζής». Ο Καλατζής δεν ήθελε αρχικά να μιλήσει λέγοντας: «Τι τα θέλεις αυτά τώρα, παιδί μου, αυτά πέρασαν πλέον· ας όψονται οι αίτιοι». Μετά όμως την πίεση του Φόρτη άρχισε να διηγείται όσα ο ίδιος είδε και άκουσε εκείνο το βράδυ: «Την νύκτα εκείνην οπού εχάθη, εγώ ήμουν σκοπός εις την πόρτα της Κούλιας, η οποία ήτο κλειδωμένη […] ήσαν περασμένα τα μεσάνυχτα, όταν βλέπω τέσσαρας άνδρας να έρχωνται προς την φυλακήν. […] ήσαν γνωστοί μου ο Τ., ο Γ. και ο Μ. και ένας στρατιώτης Σαλωνίτης, του οποίου δεν ενθυμούμαι τώρα το όνομα. Άμα επλησίασαν αμέσως έγινεν «αλλαγή» […] εγώ δε διετάχθην αμέσως να υπάγω να κοιμηθώ. Αμέσως απεμακρύνθην εις το σκότος. Αλλ’ υποπτευθείς απαίσια διά τον στρατηγόν κρυφά κατεσκόπευον τας κινήσεις των […] ήκουσα τον κρότον των κλείθρων της φυλακής. Την ήνοιξαν και εισήλθον εις τον Πύργον οι τρεις, ο δε σκοπός έστεκεν εις την μισανοιχτήν πόρταν της φυλακής. Άμα εισήλθον αυτοί μέσα, ηκούσθη ο κρότος των αλυσίδων των δεσμών του στρατηγού, όστις βεβαίως με την απροσδόκητον ταύτην επίσκεψιν θα εσηκώθη. […] Εις ταύτα αμέσως, ως εννόησα εκ της ταραχής η οποία ηκολούθησεν, επετέθησαν κατά του δεσμίου. Ήκουσα το βόγγημα, τους αναστεναγμούς και μούγκρισμα του λεονταργιού εκείνου και η καρδιά μου εραγίζετο. Και μετά τούτα σιωπή τελεία… Μετ’ ολίγον είδον τους τέσσαρας να βαδίζωσιν προς το τείχος της Ακροπόλεως. […] Εκεί ηκούετο κτύπος όμοιος μ’ εκείνον που γίνεται όταν εμπήγουν στήλον εις την γην. Κατόπιν τους είδα πάλιν να γυρίζουν εις την Κούλιαν, αφ’ όπου επήραν βαρύ τι πράγμα και το επήγαν, μαζί μετά δυσκολίας εις το μέρος όπου ήκουον τον κρότον. Εκεί κάτι έκαμνον ανακατευόμενοι, και μετ’ ολίγον πάλιν ήκουσα κτύπον πέτρας, η οποία κτυπά επί άλλης πέτρας. Αμέσως δε μετά τούτο εκείνοι μεν έγιναν άφαντοι, εγώ δε σιγά επήγα εις το κατάλυμά μου». 

Συνεχίζοντας τη διήγησή του, ανέφερε ότι το πρωί διαδόθηκε η είδηση ότι το προηγούμενο βράδυ ο Ανδρούτσος επιχείρησε να δραπετεύσει και κατά την προσπάθειά του αυτή σκοτώθηκε. Ακολουθώντας το πλήθος, πήγε και εκείνος στο σημείο του θανάτου. Εκεί που το προηγούμενο βράδυ άκουγε τους κτύπους υπήρχε ένα παλούκι από το οποίο ήταν δεμένο ένα κομμάτι σχοινί. Ένα ακόμα κομμάτι σχοινί ήταν δεμένο από τη μέση του Ανδρούτσου. Εκείνος έφερε εμφανή σημάδια κακοποίησης: «Το στόμα του ήτο καταματωμένον· το επάνω και το κάτω χείλος του ήταν κομμένα σαν δαχτυλίδι στρογγυλά, σαν να τα χτύπησε κανείς και τα ’κοψε με το στόμα ντουφεκιού ή μπιστόλας. Ο λαιμός του είχε μαυρίλας και σημάδια από νύχια». 

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-12
Το μνημείο στο Χάνι της Γραβιάς (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο – Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ).

Αν και η διήγηση του Καλατζή δημοσιεύτηκε με καθυστέρηση 35 ετών, φαίνεται ότι είχε ήδη μαθευτεί. Γεγονός που οδήγησε στην αποκατάσταση του ονόματος του Ανδρούτσου.

Ο Γεώργιος Α΄ διέταξε τη μετακομιδή των λειψάνων του Ανδρούτσου και τον ενταφιασμό τους με τιμές αντιστρατήγου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Στις 20 Φεβρουαρίου 1865 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εθνοφύλαξ η παρακάτω ανακοίνωση της Ελένης Ανδρούτσου: «Μετά τεσσαρακονταετές διάστημα χρόνου, καθ’ ο ο Ύψιστος αφήκε την χάριν του, όπως η επιζώσα υποφαινομένη χήρα του αοιδίμου στρατηγού Οδυσσέως Ανδρούτσου αποδώση την θρησκευτικήν τελευτήν εις τα οστά αυτού, ταφέντος εν σιωπή ένεκα του επιγενομένου αυτώ σκληρού θανάτου εν τινι γωνία της Ακροπόλεως των Αθηνών, η υποφαινομένη παρακαλώ πάντας τους ευρισκομένους ενταύθα συναγωνιστάς αυτού και τους λοιπούς κατοίκους των Αθηνών, όσοι ευαρεστούνται, να παρευρεθώσι εις την κήδευσιν των οστών του μακαρίτου γενησομένην εις το πρώτον κοιμητήριον, και την νεκρώσιμον θρησκευτικήν ακολουθίαν, γενησομένην εν τω ναώ της μητροπόλεως την 21 τρ. μ., ημέραν Κυριακήν και ώραν 10 προ μεσημβρίας».

Στις 21 Φεβρουαρίου του 1865 τελέστηκε πάνδημο μνημόσυνο στην τότε μητρόπολη των Αθηνών, ενώ τα οστά του Ανδρούτσου μεταφέρθηκαν «μετά της προσηκούσης πομπής και στρατιωτικής παρατάξεως» στο Α΄ Νεκροταφείο, όπου ετάφησαν παρουσία της εθνοφυλακής, του στρατού και πλήθους κόσμου. Επιπλέον, κατόπιν εισήγησης των Επαμεινώνδα ∆εληγιώργη και ∆ημήτριου Καλλιφρονά, δόθηκε στη χήρα του σύνταξη ύψους 200 δραχμών τον μήνα. 

Μερικά χρόνια αργότερα, το 1872, η Επιτροπή των Εκδουλεύσεων κατέταξε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, σεβόμενη το λαϊκό αίσθημα, στην εξαίρετο τάξη των μεγάλων ανδρών της Παλιγγενεσίας, αναγνωρίζοντας ότι αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τους εχθρούς του εξαιτίας των διώξεων και της απομόνωσης που υπέστη από τους πολιτικούς του αντιπάλους, απορρίπτοντας τον χαρακτηρισμό «προδοσία» για τη συμπεριφορά του.  

Στις 29 Μαΐου του 1888 τελέστηκαν με μεγαλοπρέπεια από τον Γεώργιο Α΄ τα αποκαλυπτήρια μνημείου αφιερωμένου στη μάχη της Γραβιάς. Για την ανέγερση του μνημείου διενεργήθηκε έρανος, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα χρήματα. Το μνημείο είχε σχήμα κόλουρης πυραμίδας, στην κορυφή της οποίας ήταν τοποθετημένη προτομή του Οδυσσέα Ανδρούτσου, έργο του γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου. Στην τελετή εκφώνησε πανηγυρικό λόγο ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, ενώ ο Αχιλλέας Παράσχος εκφώνησε απόσπασμα του ποιήματος «Οδυσσέας Ανδρούτσος».

Το 1922, η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε την αναστήλωση ή τον εντοιχισμό πλακών αλλά και την ανέγερση μνημείων σε χώρους που συνδέονται με γεγονότα ή πρόσωπα από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, προχώρησε στην τοποθέτηση αναμνηστικής πλάκας στο Βαθύ, πρωτεύουσα της Ιθάκης, στην οικία που γεννήθηκε και βαφτίστηκε από τη σύζυγο του Λάμπρου Κατσώνη, Μαρουδιά, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Το έργο πραγματοποιήθηκε από τις τοπικές Αρχές σε συνεργασία με το Χαράλαμπο Π. Καραβία, αντεπιστέλλοντα εταίρο της ΙΕΕΕ. 

Τέλος, τον Ιούλιο του 1967, πραγματοποιήθηκαν στην Πρέβεζα τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, έργου του γλύπτη Νικόλα (Παυλόπουλου). Στη βάση του αγάλματος είχαν τοποθετηθεί την προηγουμένη των αποκαλυπτηρίων τα οστά του Οδυσσέα και της συζύγου του Ελένης, όπου βρίσκονται μέχρι και σήμερα. 

Κλείνοντας αξίζει να γίνει μια αναφορά στον γιο τους Λεωνίδα, ο οποίος πέθανε από χολέρα το 1836, σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, στο Μόναχο της Βαυαρίας, όπου βρισκόταν υπό την προστασία του Λουδοβίκου Α΄. Στον τάφο, ο οποίος υπάρχει ακόμα και σήμερα στο παλιό Νότιο Νεκροταφείο του Μονάχου, υπάρχει επιτύμβια στήλη έργο του Leo von Klenze, στην οποία είναι χαραγμένο σε ελληνικά και γερμανικά επίγραμμα του φιλέλληνα Friedrich Thiersch: 
«Ειμί θάλος πολυανθές, υπ’ ανδρών βλαστέν αρίστων,
οίτινες αντ’ αρετής έργ’ οδυνηρά πάθον.
Τον δε πάππον ελών νηλεώς εφόνευσε ο τύραννος,
ου βία αλλά δόλω, φάρμακα λυγρά διδούς.
Τον δ’ ου γεννητήρα, τον εν πολέμοις αδάμαστον,
εχθροδαποί πύργον κρήμνισαν εκ μεγάλου. 
Μήτηρ δε, η Παρνασσού ενί σπηλαίοις μ’ έτικτεν,
ενθάδε δωδεκάτη κλαύσεν αποφθίμενον».

Οδυσσέας Ανδρούτσος – Από τη δόξα στην καταστροφή-13
Ανδριάντας του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην κεντρική πλατεία της Πρέβεζας, έργο του γλύπτη Νικολάου Παυλόπουλου, που είναι γνωστός ως «Νικόλας» (Shutterstock).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT