Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα

«Ἡ ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας εἶναι ἔμφυτος ἐν ταῖς καρδίαις τῶν ἀνθρώπων· καὶ ὁσάκις ἡ κοινωνία δὲν παρέχει ἀποχρώσας ὑπὲρ αὐτῆς ἐγγυήσεις, ὁ κοινωνικὸς βίος καταντᾷ ζυγὸς βαρύς»

σπυρίδων-τρικούπης-ενας-λόγιος-στην-563153188 Προσωπογραφία του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Σπυρίδωνος Προσαλέντη (1880, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Προσωπογραφία του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Σπυρίδωνος Προσαλέντη (1880, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Εμπορος, ποιητής, ιστορικός, αλλά και ρήτορας, πολιτικός και διπλωμάτης, ο Σπυρίδων Τρικούπης υπήρξε μια πολύπλευρη και σημαντική προσωπικότητα των χρόνων της Επανάστασης και της πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου. Παρά την αξιοσημείωτη διαδρομή που διήνυσε στην ελληνική πολιτική σκηνή, οι αναφορές της ιστοριογραφίας και κυρίως η κριτική απέναντι στον Τρικούπη μέχρι πρόσφατα περιορίζονταν συνήθως στην πολιτική σχέση που ανέπτυξε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και κυρίως στην κριτική της συγγραφικής του προσπάθειας ως προς την εξιστόρηση της μεγάλης επαναστατικής διαδικασίας, την οποία βίωσε αλλά και επηρέασε με την εμπλοκή του. Μια κατάσταση η οποία, όμως, άρχισε να μεταβάλλεται τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την έκδοση μιας εκτενούς βιογραφίας, που είναι καρπός κόπων της κ. Λύντιας Τρίχα, η οποία στο έργο της, Σπυρίδων. Ο άλλος Τρικούπης, 1788-1873, παρέχει, μεταξύ πληθώρας άλλων στοιχείων, και μια εργογραφία του βιογραφουμένου με φιλοδοξίες πληρότητας, η οποία καθίσταται ασφαλής βάση και εφαλτήριο μελλοντικών ερευνών.

Σπουδές, εμπόριο, περιηγήσεις και περιπλανήσεις

Η πολυεπίπεδη μόρφωση, η σχέση με τον λόρδο North και η κατάδυση στο αρχαίο παρελθόν.

Γόνος προυχοντικής οικογένειας του Μεσολογγίου, στους κόλπους της οποίας η πνευματική καλλιέργεια κατείχε ιδιαίτερα σημαντική θέση, ο Σπυρίδων Τρικούπης έλαβε αρχικά την τυπική μόρφωση των νέων της τάξης του, μαθητεύοντας στη σχολή των Παλαμάδων, η οποία είχε ιδρυθεί το 1760. Εκεί διδάχθηκε γραμματική και συντακτικό, καλλιγραφία και ορθογραφία, εξασκούμενος σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής αλλά και της βυζαντινής γραμματείας. Παράλληλα, εξασκήθηκε στη βυζαντινή μουσική αλλά και στην ποίηση, κάτι το οποίο αποτυπώνεται στην πρώτη του συγγραφική απόπειρα, η οποία αφορούσε τη σύνταξη μιας ακολουθίας «επί τω θαύματι της του παραλυτικού ιάσεως», προς τιμήν του Αγίου Σπυρίδωνα. Επιπλέον, στη σχολή δινόταν ιδιαίτερο βάρος στη διδασκαλία της ρητορικής, μέσα από τη μελέτη κειμένων αρχαίων ρητόρων αλλά και κειμένων της εκκλησιαστικής ρητορικής παράδοσης. Επίσης, στο πλαίσιο των «εγκύκλιων» σπουδών του διδάχθηκε και την ιταλική γλώσσα, η γνώση της οποίας ήταν απαραίτητη για την επαγγελματική σταδιοδρομία την οποία αρχικά ακολούθησε, ασχολούμενος από το 1811 με το εμπόριο σταφίδας στην Πάτρα. Πόλη στην οποία εργαζόταν ήδη από το προηγούμενο έτος, ως γραμματέας στο αγγλικό προξενείο υπό τον Νικόλαο Στράνη, και όπου απέκτησε ιδιαίτερα καλή γνώση της αγγλικής και της γαλλικής γλώσσας.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-1
Επιστολικό δελτάριο με τη μορφή του Σπ. Τρικούπη και συμβολική παράσταση του Αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας (Alamy/Visualhellas.gr).

Η σύνδεση και η στενή σχέση που ανέπτυξε με τον Frederic North, μετέπειτα λόρδο του Guilford, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα προσέφεραν στον Τρικούπη τη δυνατότητα να διευρύνει τους ορίζοντές του, ιδιαίτερα μετά την αποδοχή της πρότασης του Βρετανού ευγενούς να εργαστεί ως προσωπικός του γραμματέας. Στη σωζόμενη αλληλογραφία μεταξύ των δύο ανδρών παρατηρούμε μερικά από τα ενδιαφέροντα του Τρικούπη, τα οποία συνδέονταν φυσικά άμεσα με τα αντίστοιχα του North και στρέφονταν κυρίως στην αρχαιολογία αλλά και στην αναζήτηση και την αντιγραφή χειρόγραφων που αναφέρονταν στη μεσαιωνική ιστορία. Σημείο με ιδιαίτερη σημασία, μια και ήδη από το 1813 παρατηρούμε τον Τρικούπη να αναπτύσσει τις γνώσεις του γι’ αυτή την «αποκρουστική» για τους Έλληνες διαφωτιστές περίοδο, με την οποία ήδη είχε έρθει σε επαφή στα χρόνια της μαθητείας του στην Παλαμαία.

Ανάμεσα στα έτη 1813 και 1816, παράλληλα με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, αφιέρωσε αρκετό χρόνο στην επίσκεψη αρχαίων μνημείων, επιχειρώντας τις δικές του περιηγήσεις στο αρχαίο παρελθόν, με οδηγό τα βιβλία του Στράβωνα, του Παυσανία και του Μελέτιου, αλλά και το τετράτομο έργο του Jean-Jacques Barthélemy, Περιήγησις του Νέου Αναχάρσιδος. Οι επισκέψεις σε χώρους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος εντοπίζονται κυρίως στην Πελοπόννησο, στους ∆ελφούς και στην Αθήνα. Την ίδια εποχή, έγινε μέλος της Φιλομούσου Εταιρείας των Αθηνών, αναλαμβάνοντας ως επίτροπος της Εταιρείας στην πόλη τα χρέη εγγραφής νέων μελών αλλά και της συλλογής των συνδρομών. Το ενδιαφέρον του Τρικούπη για την αρχαιολογία αποτυπώθηκε και στην προσπάθεια μετάφρασης του βιβλίου του John Potter, αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι μεταξύ των ετών 1737 και 1747, Archaiologiae Gracae, or The Antiquities of Greece, με αρκετά ικανοποιητικό τρόπο, όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε στα ίδια τεκμήρια, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει την προσπάθεια του.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-2
Το λιμάνι της Πάτρας. Σχέδιο στο περιοδικό The Illustrated London News (Getty Images/Ideal image).

Από το 1816, έτος κατά το οποίο ανέλαβε τελικά γραμματέας του North, συνόδευσε τον Βρετανό ευγενή σε αρκετά από τα ταξίδια που συνήθιζε να κάνει στην Ευρώπη, διασχίζοντας μεγάλο μέρος της ηπείρου, από την Ιταλία, τη Γαλλία, την Αγγλία και τα διάφορα γερμανικά κράτη μέχρι τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη το 1818, αποκτώντας με τον τρόπο αυτόν παραστάσεις οι οποίες ήταν εκτός του ορίου του δυνατού για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων της εποχής.

Το επόμενο έτος, και πάλι με τη βοήθεια του Guilford, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα αρχαιολογίας και λατινικών στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Φιλοσοφικής Σχολής της Νάπολης. Η επιλογή του συγκεκριμένου ιδρύματος δεν ήταν τυχαία, μια και ήδη από τον προηγούμενο αιώνα είχαν εκκινήσει οι προσπάθειες ανασκαφών στις, κατεστραμμένες από την έκρηξη του Βεζούβιου, πόλεις της περιοχής (Πομπηία, Ερκουλάνουμ), οι οποίες συνεχίζονταν και την περίοδο κατά την οποία διέμεινε στην ιταλική πόλη. Ο Τρικούπης παρέμεινε στην πρωτεύουσα του Βασιλείου των ∆ύο Σικελιών μόλις για ένα εξάμηνο, γεγονός το οποίο μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία, ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές της χερσονήσου, κυρίως στο Λιβόρνο, στη Φλωρεντία και την Πίζα. Παράλληλα, επιχείρησε να εντοπίσει πρόσωπα ικανά να πλαισιώσουν το εκπαιδευτικό προσωπικό της κυοφορούμενης ακόμη Ιονίου Ακαδημίας, χωρίς όμως επιτυχία. Παρ’ όλα αυτά, ήρθε σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες, από τις οποίες η γνωριμία με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο θα πρέπει να σημειωθεί, μια και κατέστη στη συνέχεια καθοριστική.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-3
O Frederic North, 5ος λόρδος του Guilford. Σχέδιο του William Thomas Fry (1817), μετά από χαρακτικό του John Jackson (Alamy/Visualhellas.gr).

Ο αρχικός σχεδιασμός για τη συνέχιση των σπουδών του αφορούσε την εγγραφή του στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, κάτι το οποίο τελικά δεν συνέβη, μια και ο Τρικούπης έκρινε προτιμότερη την παρακολούθηση μαθημάτων στη Γαλλία. Μετά την αποδοχή της πρότασής του από τον Guilford, μετέβη το καλοκαίρι του 1820 στο Παρίσι. Εκεί ακολούθησε φιλολογικές σπουδές, ενώ από την αλληλογραφία του με τον Βρετανό φιλέλληνα αποκαλύπτεται και η θέληση να παρακολουθήσει μαθήματα φυσικής και φιλολογίας στο Athénée Royal de Paris, ίδρυμα μη πανεπιστημιακό, υψηλού όμως επιπέδου. Το ίδρυμα είχε συσταθεί το 1781 και εκεί παραδίδονταν μαθήματα διαφόρων κατευθύνσεων. Στο Athénée συνήθιζαν να δίνουν διαλέξεις σημαντικές επιστημονικές προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Benjamin Constans, ο οποίος το προηγούμενο έτος είχε μιλήσει για τη διάκριση της ιδέας της ελευθερίας στην αρχαιότητα και στους νεότερους χρόνους, η οποία εκδόθηκε με τον τίτλο De la liberté des Anciens comparée à celle des Modernes.

Παράλληλα, στη γαλλική πρωτεύουσα συσχετίστηκε με σημαντικές προσωπικότητες της μετέπειτα περιόδου, στις οποίες περιλαμβάνονταν άτομα που ήταν προσκείμενα στον λόρδο Guilford, ενώ ανέπτυξε σχέσεις και με πρόσωπα που εξελίχθηκαν στη συνέχεια σε στενούς πολιτικούς του συμμάχους, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Γεώργιος Πραΐδης.

Τον Απρίλιο του 1821, άρχισαν να φτάνουν στη γαλλική πρωτεύουσα οι ειδήσεις για την είσοδο των δυνάμεων του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, καθώς και η κατοπινή έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Τα νέα έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από τον Τρικούπη, ο οποίος συνέθεσε και εξέδωσε, με έξοδα του Guilford, ένα «κλέφτικο» ποίημα, τον ∆ήμο, στο τυπογραφείο Firmin-Didot.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-4
Άποψη του Μεσολογγίου από την έκδοση του Otto Magnus von Stackelberg, La Grèce. Vues pittoresques et topographiques (1834, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Τον Φεβρουάριο του 1822 ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής στην επαναστατημένη πλέον Ελλάδα. Έναν μήνα μετά, έφτασε στο Μεσολόγγι, όπου δρούσε ήδη ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, συνεργαζόμενος με τον πατέρα του Σπυρίδωνα, Ιωάννη, χωρίς όμως να ασχοληθεί άμεσα με τα πολιτικά, παραμένοντας το επόμενο έτος για μεγάλα διαστήματα στα Επτάνησα. Από αυτή την περίοδο θα πρέπει να σημειώσουμε, τέλος, τη συνάντησή του με τον ∆ιονύσιο Σολωμό, η οποία κατέστη καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξη του Ζακυνθινού ποιητή.

1824-1827: Επαναστατική κρίση και προσωπική ανέλιξη

Αναπτύσσοντας έντονη πολιτική δραστηριότητα.

Η τριετία η οποία ξεκινά με τη διεξαγωγή της δεύτερης φάσης του εμφυλίου πολέμου και καταλήγει με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια, έχει χαρακτηριστεί ως η περίοδος κρίσης της Επανάστασης. Πέραν των πολλαπλών προκλήσεων στο εσωτερικό, οι επαναστάτες κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την ανάληψη ενεργητικής δράσης από την Πύλη, στην κατεύθυνση κατάπνιξης της Επανάστασης, η οποία σημαδεύτηκε από την εισβολή των αιγυπτιακών δυνάμεων στην Πελοπόννησο και τις ανανεωμένες προσπάθειες των οθωμανικών στρατευμάτων στη Ρούμελη.

Η ίδια περίοδος ήταν για τον Σπυρίδωνα Τρικούπη μια εποχή συνεχούς προσωπικής ανέλιξης. Μετά από μια πρώτη «αναιμική» είσοδο στην ελληνική πολιτική σκηνή, στις αρχές του 1823, τον Απρίλιο του επόμενου έτους είχε αναλάβει την εκφώνηση του επιτάφιου λόγου για τον λόρδο Βύρωνα, κάτι το οποίο του επέτρεψε να εξελιχθεί σύντομα σε μια προσωπικότητα ευρύτερα γνωστή, πέρα από το ελληνικό πλαίσιο. Το γεγονός, όμως, το οποίο θα πρέπει να σημειωθεί ως το κύριο ορόσημο για την απαρχή της ανέλιξής του αφορά τη διοργάνωση και τη διεξαγωγή της Συνέλευσης της ∆υτικής Ελλάδας τον ∆εκέμβριο του 1824. Τότε, ο Τρικούπης είχε αναλάβει το δύσκολο έργο της δικαιολόγησης των πεπραγμένων της διεύθυνσης Μαυροκορδάτου, καθώς και την προετοιμασία της νέας κατάστασης στην περιοχή, μετά την απόφαση του Φαναριώτη πολιτικού να επιστρέψει στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ο Τρικούπης, επιστρέφοντας στο Βουλευτικό, μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της Συνέλευσης, ανέπτυξε άμεσα έντονη πολιτική δραστηριότητα, η οποία προσανατολιζόταν σε τέσσερις κυρίως κατευθύνσεις.

Η πρώτη εγγράφεται στις συνεχιζόμενες προσπάθειες οργάνωσης του επαναστατικού κράτους και αντικατοπτρίζεται στην ενεργό παρουσία του Τρικούπη στις επιτροπές που είχαν αναλάβει τη σύνταξη σχεδίων τα οποία στόχευαν στη σύσταση των βασικών πυλώνων ενός νεωτερικού εθνικού κράτους. Προς αυτή την κατεύθυνση στρεφόταν η συμμετοχή του στη σύνταξη νομοθετικών σχεδίων για την οργάνωση της ∆ικαιοσύνης, των τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων αλλά και τη δημιουργία οργανωμένου συστήματος δημόσιας εκπαίδευσης. Η δεύτερη εντάσσεται στην προσπάθεια εξεύρεσης άμεσης απάντησης στις νέες πολεμικές προκλήσεις, ενώ η τρίτη, στενά συνδεδεμένη με τις προηγούμενες, αφορούσε την εξεύρεση πόρων για τη χρηματοδότηση της προώθησης των μεταρρυθμίσεων αλλά και την αντιμετώπιση των αντιπάλων. Η τέταρτη, τέλος, αφορούσε το ζήτημα της ενότητας του επαναστατημένου έθνους και την αντιμετώπιση των συνεπειών του Εμφυλίου.

Ως προς αυτή την κατεύθυνση, ο Τρικούπης, μετά την άφιξή του στην καθέδρα, διορίστηκε στην επιτροπή η οποία είχε συσταθεί για την οργάνωση της δίκης των ανταρτών. Η πρότασή του για την παροχή του δικαιώματος στους εναγομένους να αντικαταστήσουν ορισμένους από τους δικαστές τους είχε θεωρηθεί ουσιαστικά ως μια προσπάθεια υπεράσπισής τους από κύκλους προσκολλημένους στον Κωλέττη. Οι κατηγορίες ενισχύονταν από τη στάση της ομάδας Μαυροκορδάτου κατά τη διάρκεια της Συνέλευσης της ∆υτικής Ελλάδας, όταν διαχειρίστηκαν με μάλλον διαλλακτικό τρόπο την παρουσία των Λόντου, Ζαΐμη και Νικηταρά στην περιοχή, αλλά και από τη συνεπακόλουθη «δραπέτευσή» τους στα Επτάνησα.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-5
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Λιθογραφία από το λεύκωμα του Karl Krazeisen, Bildnisse ausgezeichneter Griechen und Philhellenen… (1831, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Τον Φεβρουάριο του 1825, αμέσως μετά τη νίκη της ∆ιοίκησης στον Εμφύλιο, οι δυνάμεις του Ιμπραήμ ξεκίνησαν τις επιχειρήσεις τους στην Πελοπόννησο. Η αδυναμία αντιμετώπισης των τακτικών σωμάτων από τις κυβερνητικές δυνάμεις επέφερε, μετά από έντονες διαδικασίες στις οποίες ο Τρικούπης συμμετείχε ενεργά, την παροχή γενικής αμνηστίας στα μέσα Μαΐου. Ο Μεσολογγίτης πολιτικός μάλιστα, με διαταγή της ∆ιοίκησης, ανέλαβε τη μνημόνευση της ημέρας, εκφωνώντας «λόγον κατάλληλον με την υπόθεσιν» στις 19 Μαΐου, ενώ λίγες ημέρες μετά ακολούθησε η εκφώνηση πανηγυρικού λόγου , μετά τη νίκη του ελληνικού στόλου στη ναυμαχία του Κάβο Ντόρο, η οποία ήρθε σε μια εξαιρετικά κρίσιμη καμπή της εξέλιξης του πολέμου. Θα αναφερθούμε στη συνέχεια σε αυτούς τους λόγους. Στο σημείο αυτό πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι, ήδη από το 1825, ο Τρικούπης, κατέχοντας τις απαιτούμενες δεξιότητες και με τη συνέργεια των επίσημων Αρχών, αναλάμβανε να σημειώσει σημαντικές στιγμές της Επανάστασης, γεγονός το οποίο επέτρεψε, στα χρόνια που ακολούθησαν τη λήξη της, να χριστεί, από άτομα με τα οποία σχετίστηκε πολιτικά, ως ο κατεξοχήν «ρήτορας του Αγώνα».

Η αδυναμία άμεσης απάντησης στις νέες προκλήσεις που είχαν εμφανιστεί, η αλλαγή της πορείας του πολέμου και η ανάγκη επικράτησης σε έναν μακρύ πόλεμο φθοράς οδήγησαν στην επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων στο εσωτερικό της επαναστατημένης Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό άρχισε να τίθεται ως άμεση προτεραιότητα η ανάγκη για βαθιές διοικητικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και η σύσταση τακτικών σωμάτων για την αντιμετώπιση των αντίστοιχων εχθρικών, ενώ, τέλος, πολλαπλασιάστηκαν και οι προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης μέσω συμβιβασμού.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τη λήξη της Επανάστασης, χρίστηκε, από άτομα με τα οποία σχετίστηκε πολιτικά, ως ο κατεξοχήν «ρήτορας του Αγώνα».

Παρά τις αρνητικές εξελίξεις στον πόλεμο και τον διχασμό που συνέχιζε να επικρατεί στο εσωτερικό, το κλίμα στην ευρωπαϊκή διπλωματία είχε αλλάξει. Από την εποχή της καταδίκης της «Ιερής Συμμαχίας» είχαν παρέλθει τρία χρόνια ραγδαίων μεταβολών, τις οποίες ξεκίνησε η απόφαση της αγγλικής κυβέρνησης να αναγνωρίσει την Ελλάδα ως εμπόλεμη δύναμη, το 1823. Ταυτόχρονα, η επίγνωση στο εσωτερικό της χώρας για το αυξανόμενο ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής διπλωματίας είχε οδηγήσει στην απαρχή της σταδιακής προσκόλλησης των διαμορφούμενων πολιτικών σχηματισμών σε ξένες δυνάμεις και στην προώθηση, την περίοδο που μας απασχολεί εδώ, δύο διαφορετικών σχεδίων τα οποία είχαν θεωρηθεί ικανά να λύσουν το ζήτημα της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Το πρώτο στόχευε στην εκλογή Ευρωπαίου μονάρχη στον θρόνο της Ελλάδας. Σχέδιο το οποίο υποστηριζόταν την περίοδο εκείνη κυρίως από τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς και τον Ιωάννη Κωλέττη. Τις ημέρες που γίνονταν οι διεργασίες για την αμνήστευση των ανταρτών, ο Τρικούπης είχε εμπλακεί στην υπόθεση και στις 26 Μαΐου διορίστηκε σε επιτροπή η οποία εκαλείτο να μεταβεί στη Γαλλία με σκοπό τη διερεύνηση της υπόθεσης. Οι στοχεύσεις, όμως, γρήγορα μεταβλήθηκαν και ο Μεσολογγίτης πολιτικός, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ανέλαβε σημαντική δράση προς την κατεύθυνση της προώθησης του αιτήματος προστασίας που απηύθυναν οι επαναστάτες στη Μεγάλη Βρετανία. Ο Τρικούπης, αφού μετέφρασε ορισμένα προβληματικά σημεία του κειμένου, έλαβε άδεια από το Βουλευτικό και μετέβη στα Ιόνια, όπου παρέδωσε υπογεγραμμένο ένα αντίγραφο της αίτησης στον Βρετανό αρμοστή.

Την ίδια περίοδο, η προοπτική διεξαγωγής νέας Εθνοσυνέλευσης ήταν ένα ακόμη ζήτημα το οποίο προκαλούσε εντάσεις. Στις αποφάσεις της προηγούμενης συμπεριλαμβανόταν και η πρόβλεψη για τη σύγκληση νέας συνέλευσης, μετά την παρέλευση δύο ετών. Οι εξελίξεις, όμως, στο πολεμικό μέτωπο είχαν οδηγήσει στην αναβολή της, μια και είχε κριθεί ότι η διενέργειά της καθίστατο αδύνατη στις συνθήκες που είχαν επικρατήσει. Με τον τρόπο αυτόν, η ∆ιοίκηση μόλις στα τέλη Σεπτεμβρίου εξέδωσε τη διακήρυξη, με την οποία καλούσε τις επαρχίες για την εκλογή πληρεξουσίων.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-6
Η Μάχη του Αναλάτου, το 1827 στην Αθήνα. Χρωμολιθογραφία του Αλέξανδρου Ησαΐα (1839, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Οι εντάσεις που ανακινούσε το ζήτημα εδράζονταν κατ’ αρχάς στις συνέπειες των αποφάσεων της προηγούμενης. Επιπλέον, στο εσωτερικό των νικητών του εμφυλίου πολέμου είχε αναπτυχθεί ο φόβος ότι οι αμνηστευμένοι αντάρτες θα επιχειρούσαν να κυριαρχήσουν μέσω αυτής, με άγνωστες συνέπειες για τη δική τους θέση στην επαναστατημένη Ελλάδα. Αυτές οι παράμετροι, σε συνδυασμό με τις εγνωσμένες θεσμικές δυσλειτουργίες στις οποίες αποδιδόταν η «παράλυση» της ∆ιοίκησης, αλλά και τις ανάγκες που πρόβαλλε η προσπάθεια εξεύρεσης διπλωματικής λύσης, είχαν αρχίσει να διαμορφώνουν κλίμα ριζικής αναθεώρησης του συντάγματος.

Πτυχές των έντονων πολιτικών ζυμώσεων που συνέβησαν, αποτυπώθηκαν στη συγκυρία της έκδοσης των τεσσάρων εφημερίδων που λειτουργούσαν την περίοδο εκείνη, μέσω των οποίων το εγγράμματο, τουλάχιστον, κοινό μπορούσε να κοινοποιήσει τη γνώμη του πάνω στα διάφορα ζητήματα που το απασχολούσαν. Ο Τρικούπης συμμετείχε στην ευρύτερη συζήτηση που αναπτύχθηκε το δεύτερο εξάμηνο του έτους, αλλά και στην αντιμετώπιση των αντιδράσεων τις οποίες αυτή προκάλεσε. Στις αρχές Μαρτίου του 1826, είχε αναλάβει την υπεράσπιση του Θεόκλητου Φαρμακίδη, συντάκτη της Γενικής Εφημερίδας της Ελλάδος, στο Βουλευτικό, εκφωνώντας λόγο υπέρ της ελευθερίας του Τύπου, την οποία αναβίβασε στο μοναδικό «όπλο» που διέθετε η ελληνική κοινωνία για την αντιμετώπιση των πολλαπλών προκλήσεων και κρίσεων της περιόδου.

Στη Γενική Εφημερίδα, στο φύλλο της 13ης Μαρτίου, εντοπίζουμε μία ακόμη «διατριβή» την οποία υπέγραφε ο Τρικούπης. Σε αυτήν πρότεινε τη ριζική αναδιοργάνωση της κυβέρνησης κάτω από ένα σχέδιο το οποίο, αφού έγινε αντικείμενο δημόσιας κριτικής, έγινε τελικά αποδεκτό μετά την πτώση του Μεσολογγίου και αποτέλεσε, με ορισμένες αλλαγές, το σύστημα διακυβέρνησης του ελληνικού κράτους, υπό το σχήμα της ∆ιοικητικής Επιτροπής, μέλος της οποίας εκλέχθηκε και ο ίδιος. Η περίοδος που ακολούθησε σημαδεύτηκε από την αναζωπύρωση της Επανάστασης στη Ρούμελη, υπό την ηγεσία του Καραϊσκάκη, από την αποτυχία του Ιμπραήμ να την καταβάλει στην Πελοπόννησο, αλλά και την ήττα στη μάχη στον Ανάλατο μετά τον θάνατο του Ρουμελιώτη «αρχιστρατήγου», καθώς και από την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη. Το πολεμικό αδιέξοδο το οποίο είχε επιφέρει η αδυναμία και των δύο πλευρών να καταφέρουν το καθοριστικό πλήγμα στον αντίπαλο, έλυσε τελικά η ευρωπαϊκή επέμβαση, η οποία κορυφώθηκε με τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο και την καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Στις αρχές του 1828, κατέφθασε στο Ναύπλιο ο Καποδίστριας, και ο Τρικούπης έλαβε το δεύτερο τη τάξει αξίωμα του νέου κράτους, αυτό του γενικού γραμματέα της Επικρατείας και στη συνέχεια του γραμματέα επί των Εξωτερικών Υποθέσεων, αποκτώντας σημαντική διπλωματική εμπειρία, η οποία στάθηκε καθοριστική στα χρόνια που ακολούθησαν, όταν κλήθηκε επανειλημμένα να αναλάβει πρεσβευτικές θέσεις.

Μέσω των σημείων στα οποία επιλέξαμε να αναφερθούμε συνοπτικά στην παρούσα ενότητα, επιχειρήθηκε η ανάδειξη των τρόπων με τους οποίους ένα άτομο με τα χαρακτηριστικά του Τρικούπη χρησιμοποίησε όλες τις δεξιότητες που είχε αποκτήσει στα προεπαναστατικά χρόνια, εκμεταλλευόμενος στο έπακρον τις ευκαιρίες που προσέφερε η σύσταση του νέου δημόσιου πεδίου, ώστε να αναδειχθεί σε μια ευρύτερα αναγνωρίσιμη και στιβαρή πολιτική προσωπικότητα, ανταγωνιζόμενος ακόμη και άτομα τα οποία στην προηγούμενη κατάσταση τοποθετούνταν σε πολύ υψηλότερες κοινωνικά θέσεις. Χαρακτηριστική ως προς την ύστερη αυτή παρατήρηση είναι και η σύγκρουσή του με τον παντοδύναμο προύχοντα της Ύδρας Γεώργιο Κουντουριώτη στις αρχές του 1827, πράξη αδιανόητη στην αρχή της περιόδου στην οποία μόλις αναφερθήκαμε.

1843-44: Επανάσταση ή συνετή μεταβολή;

Ο κομβικός ρόλος στην προώθηση των θέσεων του Αγγλικού Κόμματος στην Εθνοσυνέλευση.

Το καλοκαίρι του 1843, οι δημοσιονομικές ανάγκες του ελληνικού κράτους και η περικοπή των κρατικών εξόδων οδήγησαν στην προσωρινή κατάργηση των πρεσβειών που λειτουργούσαν στο εξωτερικό, εκτός από αυτήν της Κωνσταντινούπολης. Ο Τρικούπης, ο οποίος διατελούσε επί διετία πρέσβης του ελληνικού βασιλείου στην αγγλική πρωτεύουσα, μετά την προηγούμενη θητεία του στην ίδια θέση τα έτη 1834-1837, ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής, το οποίο ολοκληρώθηκε το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου.

Η οικονομική δυσπραγία, συνέπεια της αγροτικής κρίσης αλλά και της κάμψης της εμπορικής δραστηριότητας, αποτελούσε μόνο ένα από τα προβλήματα που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία. Στο διάστημα της παρελθούσας δεκαετίας, ο αρχικός ενθουσιασμός που είχε προκαλέσει η άφιξη του Όθωνα είχε χαθεί, εξαιτίας των πολιτικών που είχε ακολουθήσει η Αντιβασιλεία και οι οποίες συνέχιζαν να εφαρμόζονται και μετά την ενηλικίωσή του, απομονώνοντας σταδιακά τον Θρόνο από σχεδόν όλες τις πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες παρά τις υπαρκτές διαφωνίες τους ενώθηκαν κάτω από το σύνθημα του συνταγματισμού, το οποίο και λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα διάφορα αιτήματά τους.

Η διάλυση των άτακτων στρατευμάτων, η οποία είχε γίνει αρχικά δεκτή με ευμένεια, αναδείχθηκε στη συνέχεια σε κύριο πεδίο κριτικής. Ταυτόχρονα, η στελέχωση του κρατικού μηχανισμού από ετερόχθονες και ξένους προκαλούσε, εξίσου, έντονες αντιδράσεις στην ελληνική κοινωνία. Επιπλέον, η διάψευση των αλυτρωτικών βλέψεων κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Αιγύπτου και Πύλης είχε διαμορφώσει το καλοκαίρι του 1843 ένα εκρηκτικό περιβάλλον, το οποίο ενέτεινε το ζήτη­­μα της παροχής συντάγματος, που παρέ­μενε ανοιχτό.

∆ύο χρόνια πριν, η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Μαυροκορδάτο και η μετριοπαθής του προσπάθεια –η οποία αντετίθετο με τις πολιτικές που προέκρινε η αγγλική διπλωματία– για την προετοιμασία των συνθηκών που θα επέτρεπαν μια σταδιακή πορεία προς τον συνταγματισμό, είχε αποτύχει και ο ίδιος είχε οδηγηθεί στην παραίτηση. Η πίεση της Γαλλίας και ιδιαίτερα της Αγγλίας ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα αυξανόταν με τον χρόνο και χαρακτηριστικές ήταν οι συζητήσεις που διεξάγονταν στο αγγλικό κοινοβούλιο τις ημέρες κατά τις οποίες ο Τρικούπης επέστρεφε στην Αθήνα.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-7
Η είσοδος του βασιλιά Όθωνα στην Αθήνα. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Peter von Hess (1839, Νέα Πινακοθήκη, Μόναχο).

Τρεις εβδομάδες μετά την άφιξη του Τρικούπη στην Ελλάδα, ξέσπασαν τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου, τα οποία οδήγησαν στη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης για την ψήφιση του συντάγματος. Η άμεση αποδοχή των όρων των επαναστατών από τον Όθωνα, αλλά κυρίως η επίγνωση από τις πολιτικές δυνάμεις για την επέμβαση των ξένων δυνάμεων σε περίπτωση που κυριαρχούσαν μαξιμαλιστικές θέσεις, είχαν ως αποτέλεσμα την τελική υιοθέτηση μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων, γεγονός το οποίο αποτυπώθηκε στις αποφάσεις στις οποίες κατέληξε η Εθνοσυνέλευση.

Ο Τρικούπης συμμετείχε, ως μέλος του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις διεργασίες για τη διοργάνωση της Εθνοσυνέλευσης αλλά και στις εργασίες της, μετά την εκλογή του ως πληρεξουσίου Μεσολογγίου στις εκλογές του Οκτωβρίου. Ως πρώην πρέσβης της Ελλάδας στην αγγλική Αυλή, ο Τρικούπης είχε άμεση γνώση των ορίων μέσα στα οποία μπορούσε να κινηθεί η Εθνοσυνέλευση και ανέλαβε κομβικό ρόλο στην προώθηση των θέσεων του Αγγλικού Κόμματος στο Σώμα. Κατά τη διάρκεια της Εθνοσυνέλευσης, ο Τρικούπης εκφώνησε πέντε λόγους στους οποίους αποτυπώνεται το «συντηρητικό» πνεύμα στο οποίο μόλις αναφερθήκαμε, τόσο στο επίπεδο των διατυπώσεων όσο κυρίως στο περιεχόμενο των προτάσεων που προέκρινε.

Στον πρώτο λόγο που εκφώνησε στις 7 ∆εκεμβρίου του 1843, ο Τρικούπης ασχολήθηκε με το ζήτημα της απάντησης του Σώματος στον βασιλικό λόγο, με τον οποίο ο Όθων είχε εγκαινιάσει τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης, έναν μήνα νωρίτερα. Εκεί, τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου παρουσιάζονταν όχι ως μια ένοπλη στάση κατά του Θρόνου, όπως και ήταν, αλλά αντίθετα ως μια έκκληση των Ελλήνων για τη μεταβολή προς τον συνταγματισμό, στην οποία ο Όθων είχε απαντήσει θετικά, εκπληρώνοντας «τας ομοθύμους ευχάς του έθνους», γεγονός το οποίο, κατά τον Τρικούπη, γινόταν φανερό στον λόγο με τον οποίο εγκαινίασε τις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης, καλώντας το Σώμα στη «συνομολόγηση συνθήκης», σκοπός της οποίας ήταν η «εξασφάλιση της μονιμότητας και της διάρκειας».

Στο ίδιο πνεύμα, ο Μεσολογγίτης πολιτικός προέτρεπε τους πληρεξούσιους να αναζητήσουν τις μεταρρυθμίσεις εκείνες οι οποίες θα εξασφάλιζαν την ευρύτερη δυνατή συναίνεση καταδικάζοντας το σχέδιο απάντησης του Αθανάσιου Πετσάλη, ο οποίος πρόβαλε την ανάγκη μνείας των γεγονότων που είχαν οδηγήσει στην 3η Σεπτεμβρίου, θεωρώντας ότι μόνο έτσι θα κατοχυρωνόταν «το συνταχθησόμενον πολίτευμα», το οποίο πήγαζε «από κεκτημένον εθνικόν δικαίωμα».

Στον επόμενο λόγο του, ο Τρικούπης, απασχολήθηκε με ένα θέμα μείζονος σημασίας, το οποίο προκαλούσε και θα συνέχιζε να προκαλεί, έντονες αντιδράσεις στην ελληνική κοινωνία, και στα χρόνια που ακολούθησαν, και το οποίο αφορούσε τον διοικητικό διαχωρισμό της ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο. Ο Τρικούπης, ο οποίος διατελούσε γραμματέας επί των Εκκλησιαστικών την περίοδο στην οποία θεσπίστηκε το αυτοκέφαλο, κλήθηκε να απαντήσει στις εντάσεις που προκαλούσε το ζήτημα στην Εθνοσυνέλευση και υπερασπίστηκε τον διαχωρισμό, φέροντας παραδείγματα, προς επίρρωσιν των απόψεών του, τόσο από την ιστορική εμπειρία των ευρωπαϊκών κρατών αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Επιχειρηματολόγησε, τέλος, ενάντια στις απόψεις του Μιχαήλ Σχινά, ο οποίος είχε καταθέσει τροπολογία με την οποία καλούσε στη ρητή διατύπωση στο Σύνταγμα όχι μόνο της δογματικής, αλλά και της, κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνες, ενότητας των δυο εκκλησιών. Ο Τρικούπης είχε απαντήσει λέγοντας ότι οι κανόνες αυτοί ήταν άγνωστοι στους παρευρισκομένους και κατά συνέπεια υπήρχε κίνδυνος να αντιτίθενται σε βασικά σημεία του καταστατικού χάρτη, τον οποίο το σώμα δεν είχε ακόμη καν συντάξει, και πρότεινε την απλή αναγραφή της επικρατούσας θρησκείας στο κείμενο του Συντάγματος.

Οι επόμενοι δύο λόγοι αναφέρονται σε ένα ζήτημα το οποίο προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις και το οποίο οδήγησε, μάλιστα, στην κατάρρευση της κυβέρνησης Μεταξά και στην ανάληψη της εξουσίας από τον Μαυροκορδάτο, τον Μάρτιο του 1844. Το ζήτημα περιστρεφόταν γύρω από τον διαχωρισμό της νομοθετικής εξουσίας σε δύο σώματα και τη σύσταση Γερουσίας. Έναν θεσμό τον οποίο αρκετοί πληρεξούσιοι αντιλαμβάνονταν ως αριστοκρατικό και ξένο ως προς την ελληνική εμπειρία, η ίδρυση του οποίου θεωρούσαν ότι θα ανέτρεπε τις κατακτήσεις της 3ης Σεπτεμβρίου.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-8
H Eπανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όπως την αποδίδει ένας λαϊκός καλλιτέχνης, ίσως ο Ν. Γρηγοριάδης, σε επιχρωματισμένη λιθογραφία (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα – Alamy/Visualhellas.gr).

Στις προκαταρκτικές συνεδριάσεις είχε συμφωνηθεί η σύσταση του σώματος, αλλά η θητεία των μελών της περιοριζόταν στη δεκαετία. Κατά τη διάρκεια, όμως, των συνεδριάσεων ο Τρικούπης έλαβε τον λόγο και επιχειρηματολόγησε αρχικά υπέρ της σύστασης της Γερουσίας, και είχε παρουσιάσει συνοπτικά την κοινοβουλευτική εμπειρία στα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και αυτά που είχαν προκύψει μετά τις επαναστάσεις στην Αμερική. Ο Τρικούπης διαπίστωνε ότι, όσα κράτη λειτουργούσαν υπό μία και μόνη νομοθετική εξουσία, αυτά βρίσκονταν σε συνεχή εσωτερική αναταραχή και βαθμιαία είχαν οδηγηθεί στην ανάρρηση απολυταρχικών καθεστώτων.

Τα παραδείγματα σε αυτή την περίπτωση προέρχονταν από την ιστορική εμπειρία των ευρωπαϊκών κρατών, των νεοϊδρυθέντων στη νότια Αμερική κρατών, και άλλα αντλούνταν από την ελληνική εμπειρία. Πιο συγκεκριμένα, προέρχονταν από την περίοδο της διακυβέρνησης Καποδίστρια, όταν η διάλυση του μόνου νομοθετικού σώματος της Ελλάδας είχε οδηγήσει στην κατάπτωση του Συντάγματος της Τροιζήνας. Παράλληλα, είχε αναφερθεί και στο αλυτρωτικό πνεύμα, το οποίο καλούσε στην κήρυξη πολέμου ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προβάλλοντας την ανάγκη της προηγούμενης οργάνωσης του κράτους πριν από την ανάληψη κάθε προσπάθειας εκπλήρωσης τέτοιων στόχων.

Οι κύριες εντάσεις όμως ξέσπασαν, όπως αναφέραμε, στο ζήτημα της διάρκειας της εκλογής των γερουσιαστών. Ο Τρικούπης επιχειρηματολόγησε υπέρ της ισοβιότητας και της εκλογής των μελών της Γερουσίας από τον βασιλιά, μιας και στο σκεπτικό του η επιλογή των προσώπων θα γινόταν, σε αυτή την περίπτωση, σε επίπεδο επικράτειας σε αντίθεση με τη λύση της λαϊκής εντολής, η οποία αναγκαστικά, τηρουμένων και των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής κοινωνίας, θα περιοριζόταν στον τόπο καταγωγής των υποψηφίων. Παράλληλα, προέβαλε την άποψη ότι η ανεξαρτησία της Γερουσίας, τόσο από την κοινοβουλευτική εξουσία όσο και από τον θρόνο, μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο μέσω του βασιλικού διορισμού, ο οποίος σε συνδυασμό με την ισοβιότητα των γερουσιαστών θα την καθιστούσε ανεξάρτητη και από τις δύο αρχές, μιας και τα μέλη της δεν θα βρίσκονταν υπό τον κίνδυνο παύσης ή απόλυσης και κατά συνέπεια θα είχαν τη δυνατότητα να νομοθετούν με βάση την ευσυνειδησία τους και μόνο.

Στον τελευταίο λόγο που εκφώνησε στην Εθνοσυνέλευση, στις 6 Μαρτίου 1844, ο Τρικούπης είχε απασχοληθεί με τον εκλογικό νόμο και τα απαιτούμενα προσόντα των υποψηφίων. Στο ζήτημα, το οποίο εντάσσεται στην προσπάθεια αποκλεισμού των ετερόχθονων από τα αξιώματα, και το οποίο είχε αρχικά ανακινήσει ο Ρήγας Παλαμίδης, ο Τρικούπης, χρησιμοποιώντας για μία ακόμη φορά παραδείγματα από την εμπειρία άλλων κρατών, επιχειρηματολόγησε για τη χαλάρωση των νόμων εκείνων οι οποίοι ναι μεν ικανοποιούσαν το αδικαίωτο των αγωνιστών, οι οποίοι βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση απέναντι στους μορφωμένους ετερόχθονες, αλλά ενέτειναν άλλα προβλήματα. Αντίθετα, υποστήριξε ότι τα εμπόδια στην πρόοδο του ελληνικού κράτους οφείλονταν ακριβώς στην έλλειψη ατόμων με ικανότητες και μόρφωση, τα οποία μπορούσαν να προσφέρουν στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ανάπτυξή του, και τα οποία θα εξαναγκάζονταν να παραμένουν σε επικράτειες άλλων κρατών, μιας και εκεί θα απολάμβαναν περισσότερα δικαιώματα.

Από το περιεχόμενο των παρεμβάσεων του Τρικούπη στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης διακρίνουμε κατ’ αρχάς τη διαπάλη για την εξουσία στη νέα κατάσταση που έφερνε ο συνταγματισμός. Πράγματι, η τοποθέτησή του στο ζήτημα της ισοβιότητας των γερουσιαστών εντάσσεται στις πολιτικές βλέψεις του αγγλικού κόμματος, σε μια υπόθεση η οποία έχει χρησιμοποιηθεί μάλιστα ως υπόδειγμα της πολιτικής «δεινότητας» του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.

Από το περιεχόμενο των παρεμβάσεων του Τρικούπη στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης διακρίνουμε κατ’ αρχάς τη διαπάλη για την εξουσία στη νέα κατάσταση που έφερνε ο συνταγματισμός.

Παράλληλα, μπορούμε να παρατηρήσουμε και τον φιλελεύθερο χαρακτήρα των πολιτικών που καλούσε να ακολουθηθούν, ιδιαίτερα με τη στάση που κράτησε απέναντι στο ζήτημα των ετεροχθόνων, ενώ τέλος εύκολα γίνεται αντιληπτή η στενή σχέση των επιχειρημάτων του με την αγγλική πολιτική. Σχέση η οποία σε παλαιότερες μελέτες έγινε αντικείμενο έντονης κριτικής και χρησιμοποιήθηκε ως απόδειξη του «ελλείμματος», αν όχι και του «προδοτικού ρόλου» της «ελληνικής αστικής τάξης», τα μέλη της οποίας «έπαιρναν εντολές από τις πρεσβείες». Εάν κρίνουμε, όμως, τα πεπραγμένα στην Εθνοσυνέλευση, σε σχέση με τις προηγούμενες αλλά και μεταγενέστερες δημόσιες τοποθετήσεις του, μπορούμε να παρατηρήσουμε ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία για την πολιτική που ακολούθησε αυτός και το κόμμα στο οποίο άνηκε και κυρίως για την ευρύτερη ιδεολογική του τοποθέτηση.

Η νέα εποχή και ο φόβος του ανοίγματος στη νεωτερικότητα

Η Γερουσία ως παράγοντας εξισορρόπησης των οραμάτων της νέας γενιάς.

Το σημείο το οποίο επιλέξαμε να αναδείξουμε στην προηγούμενη ενότητα αναφερόταν στη μετριοπάθεια των μεταρρυθμίσεων, τις οποίες υποστήριξε ο Τρικούπης στην Εθνοσυνέλευση του 1843-44. Ο συντηρητικός χαρακτήρας που διακρίναμε θεωρούμε ότι αποτελεί κομβικό σημείο της θεωρητικής σκευής του Μεσολογγίτη πολιτικού, ο οποίος δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη περίσταση, αλλά αντίθετα εκτείνεται και προς τα πίσω στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, αλλά και σε εκείνα που ακολούθησαν τη λήξη της.

Λίγα χρόνια μετά την Εθνοσυνέλευση, ο Τρικούπης είχε εκφωνήσει έναν ακόμη λόγο στη μνήμη ενός εκ των κύριων πρωταγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Ενός ανθρώπου, μάλιστα, ο οποίος στάθηκε αντίπαλος της πολιτικής παράταξης στην οποία ήταν ενταγμένος ο Τρικούπης και του οποίου η νοηματοδότηση ως προς το περιεχόμενο της Επανάστασης απείχε αρκετά από το δικό του. Στην προσπάθειά του λοιπόν να πλέξει το εγκώμιο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Τρικούπης είχε βρεθεί αναγκασμένος να αναφερθεί σε μία από τις πολλές περιπτώσεις στις οποίες τα εθνικά συμφέροντα και τα αντίστοιχα του Μανιάτη προύχοντα είχαν έρθει σε σύγκρουση.

Στον λόγο του ανέφερε ότι ναι μεν ο Μαυρομιχάλης, όπως και άλλοι πρωταγωνιστές, είχε εμπλακεί στα «εμφύλια κακά», όμως αυτό συνέβη όχι με δική του ευθύνη και υπαιτιότητα, αλλά ούτε και γιατί διέκρινε έλλειψη πατριωτισμού στο πρόσωπό του. Αντίθετα, οι πράξεις του Μαυρομιχάλη αποδίδονταν στην ίδια τη φύση της Επανάστασης. Οι επαναστάσεις, στη σκέψη του ομιλητή, αποτελούσαν «έκτακτα και νεοφανή» συμβάντα της ιστορίας. Εντάσσονται δηλαδή στην νέα εποχή, εκεί όπου η προηγούμενη εμπειρία αλλά και η ίδια η θέληση των ανθρώπων δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία, μιας και η δυναμική των γεγονότων κρινόταν από μόνη της ικανή να τους παρασύρει. «Οι τρίβοι των [επαναστάσεων] δεν είναι λείαι», ανέφερε χαρακτηριστικά, ενώ οι άνθρωποι οι οποίοι συμμετείχαν σε αυτές «συνήθως σκοντάπτουν, πολλάκις πίπτουν, ενίοτε δε και συντρίβονται».

Τα παραδείγματα των δυσκολιών που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι σύγχρονες κοινωνίες, οι οποίες είχαν εμπλακεί σε επαναστατικά κινήματα, διατρέχουν και αρκετές άλλες δημόσιες τοποθετήσεις του Τρικούπη και αναφέρονται συνήθως στα αποτελέσματα των εμφυλίων, τόσο στην Επανάσταση όσο και στην περίοδο του Καποδίστρια, αλλά και τα οποία συμπληρώνονται από τα παραδείγματα άλλων εθνών.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-9
Βαυαροί αξιωματικοί και Τούρκοι αξιωματούχοι της πρεσβείας πίνουν και συζητούν σε υπαίθριο χώρο νοτιοανατολικά της Ακρόπολης (σημερινή περιοχή Μακρυγιάννη). Υδατογραφία σε χαρτί του Ludwig Köllnberger (1837, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Κατά τη διάρκεια της Εθνοσυνέλευσης, και πιο συγκεκριμένα στον λόγο για την ισοβιότητα των γερουσιαστών, που συναντήσαμε προηγουμένως, ο Τρικούπης είχε σταθεί απέναντι στις φωνές εκείνες οι οποίες, εμπνεόμενες από τον δημοκρατικό χαρακτήρα του βελγικού συντάγματος, καλούσαν στην εφαρμογή του στην Ελλάδα. Ο Τρικούπης είχε αναφερθεί στο γαλλικό παράδειγμα, λέγοντας για το Σύνταγμα της Γαλλίας, το οποίο «αντέγραφε» το αντίστοιχο βελγικό, ότι εκείνο «δεν εἶναι γέννημα πενήντα ἐτῶν ἁπλῶν, εἶναι πενήντα χρόνια τρομερῶν δοκιμασιῶν» και κατέληγε ότι το γαλλικό έθνος «διῆλθε διὰ πυρὸς καὶ αἵματος» για να φτάσει στο σημείο που βρισκόταν τότε, σημειώνοντας με τον τρόπο αυτόν τις περιπέτειες που ακολούθησαν την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης. Περισσότερα στοιχεία, όμως, για τον φόβο της νέας εποχής παρατηρούμε στις αναφορές για τα έθνη εκείνα τα οποία παρουσίαζαν ομοιότητες με την Ελλάδα και τα οποία αφορούν τις νέες επικράτειες που συστήθηκαν στην αμερικανική ήπειρο μετά τις επαναστάσεις κατά της ισπανικής αποικιοκρατικής εξουσίας. Ο Τρικούπης είχε χρησιμοποιήσει τις περιπτώσεις του Περού και του «Βονεζάιρες», ως παραδείγματα προς αποφυγή και παρατηρούσε ότι στα κράτη αυτά, ενώ υπήρχαν όλοι οι παράγοντες που μπορούσαν να οδηγήσουν στο στόχο της κοινωνικής ευδαιμονίας, οι επαναστάσεις είχαν παρεκτραπεί και είχαν οδηγήσει στην επαναφορά απολυταρχικών καθεστώτων. Τη δυσμενή αυτή εξέλιξη, απέδιδε στην απουσία δεύτερου νομοθετικού σώματος, μιας και σε αυτά ἡ «ἴδια Βουλὴ ὑπετάχθη ἑκουσίως […], καὶ ἀντὶ νὰ φανῇ ἀσπὶς τῶν ἐλευθεριῶν τοῦ λαοῦ, ἐκρέμασε τὸ ξίφος ἑνὸς ἀνθρώπου ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ ὅλων τῶν πολιτῶν».

Στην ελληνική περίπτωση, ο φόβος της νέας εποχής συμπληρωνόταν από τις αλυτρωτικές βλέψεις τις οποίες ο ομιλητής θεωρούσε ότι προωθούσε η νέα γενιά. Η γενιά των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι είχαν ήδη εισέλθει τότε στην πολιτική και οι οποίοι και δεν είχαν βιώσει τις συνέπειες της πολεμικής αναμέτρησης. Σημειωτέον, ο Τρικούπης, ήδη από το 1824 και την εποχή στην οποία συμμετείχε στις επιτροπές για τη δημιουργία εκπαιδευτικού συστήματος, προειδοποιούσε για τους κινδύνους μελλοντικής παρεκτροπής της κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα επειδή η νεολαία της είχε «προ οφθαλμών τας πολυειδείς και δεινάς καταχρήσεις ενός πολυχρόνιου και καταστρεπτικού πολέμου» με τις οποίες «συνατρέφεται και συναυξάνεται» και καλούσε στην ψήφιση του νομοσχεδίου, αναβιβάζοντας την παιδεία σε «χαλινό» της «ορμής αυτών των καταστρεπτικών της κοινωνικής ζωής παθών».

Το 1844, η γενιά αυτή συνέχιζε να προκαλεί ανησυχία στον Μεσολογγίτη πολιτικό και η Γερουσία καλείτο να αποτελέσει ανάχωμα στην υιοθέτηση επικίνδυνων αλυτρωτικών πολιτικών. Απέναντι στη «θερμή φαντασία των νέων», τοποθετούσε την «ψυχράν φρόνησιν του γέροντος», μια και τα μέλη της Γερουσίας, άνθρωποι που είχαν ζήσει τις συνέπειες της Επανάστασης, θα εξισορροπούσαν τα οράματα της νέας γενιάς, τα οποία κυριαρχούσαν στη Βουλή. Σώμα το οποίο, επιπλέον, συνήθιζε «αν και πολυάριθμον, [να] κυριεύεται πολλάκις από εν και το αυτό πνεύμα, [να] ορμάται από μιαν και την αυτήν αιτίαν, [να] τείνει εις και τον αυτόν σκοπόν και [να] παρασύρεται».

Κοντολογίς η επανάσταση, στη σκέψη του Μεσολογγίτη πολιτικού, είναι ένα πολιτικό γεγονός, το οποίο ανήκει ξεκάθαρα στη νέα εποχή. Κυρίως, όμως, η επανάσταση είναι ένα επικίνδυνο πολιτικό γεγονός. Παρασύρει τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτή μέσα από την ίδια τη δυναμική που απελευθερώνει και η οποία πολύ συχνά τους οδηγεί στην καταστροφή. Εξέλιξη στην οποία η Ελληνική Επανάσταση, έφτασε αρκετά κοντά, κυρίως μέσα από τις εμφύλιες συγκρούσεις, οι οποίες στο σκεπτικό του Τρικούπη εντάσσονται στην ίδια την φύση των επαναστάσεων.

Αξίζει ίσως να σημειώσουμε και τη λύση που πρότεινε ο Τρικούπης απέναντι στο πρόβλημα που παρατηρούσε στη διαδικασία της κοινωνικής μεταβολής, η οποία διαφαίνεται ευκρινέστερα στον τελευταίο λόγο που εκφώνησε ο Τρικούπης για έναν πρωταγωνιστή της Επανάστασης και ο οποίος αναφερόταν στη μνήμη του Πανούτσου Νοταρά. Εκεί, στην πρακτική που ακολούθησε ο Νοταράς στα ταραγμένα χρόνια της Επανάστασης, ο Τρικούπης είχε εκφέρει τη δική του γνώμη, όπως και σε άλλους παρόμοιους λόγους, για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να εξελιχθεί η πολιτική στην Ελλάδα. «Επεθύμει» ανέφερε «τὰς μεταρρυθμίσεις […] εἰρηνικῶς, διὰ τῆς ἰσχύος τοῦ ὀρθοῦ λόγου, διὰ τοῦ βήματος, δι’ ἀναφορῶν τῶν ἐπαρχιῶν, διὰ τῆς δημοσιογραφίας καὶ τῆς τρανώσεως τῆς ἀληθείας εἰς φωτισμὸν τῆς ἀρχῆς καὶ τῆς Κοινῆς γνώμης· δυστύχημα […] μέγα τοῦ ἔθνους τοῦ ἐθεώρει πᾶσαν μεταρρύθμισιν, […] προαγόμενη διὰ ταραχῶν καὶ δι’ ὅπλων».

Έπεα πτερόεντα ή παραμελημένη ενότητα;

Η Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως και οι Λόγοι.

Πολύπλευρη προσωπικότητα, όπως σημειώσαμε στην αρχή του παρόντος σύντομου σημειώματος, ο Σπυρίδων Τρικούπης σφράγισε με την εξιστόρηση της Επανάστασης την ιστορική ματιά της πορείας προς τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Αυτό συνέβη όχι τόσο για την πραγματολογική ακρίβεια των εξιστορούμενων γεγονότων, αλλά ούτε για την ορθότητα των κρίσεων που χαρακτηρίζουν την προσπάθειά του. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τη δημοσίευση του έργου, εμφανίστηκαν αρκετές κριτικές, λανθασμένες αλλά και ορθές, ακριβώς πάνω σε αυτά τα ζητήματα, τόσο από συγχρόνους όσο και από μεταγενέστερους συγγραφείς.

Η κύρια σημασία της Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως έγκειται, όμως, πέραν των επιμέρους σημείων που την απαρτίζουν, σε δύο στοιχεία που χαρακτηρίζουν συνολικά το έργο. Το πρώτο αφορά τη θεωρητική κατάρτιση του συγγραφέα της και το δεύτερο την ιδεολογική τοποθέτησή του πάνω στα γεγονότα της μεγάλης επαναστατικής διαδικασίας, την οποία βίωσε και επηρέασε με τις παρεμβάσεις του.

Το πρώτο σημείο, η θεωρητική μέριμνα, ήταν αυτή η οποία επέτρεψε στον Τρικούπη να ορθωθεί πάνω και πέρα από τα επιμέρους στοιχεία και να αναζητήσει στο επίπεδο της αφαίρεσης τόσο τις αιτίες που οδήγησαν στην έκρηξη της Επανάστασης όσο την εξέλιξη αλλά και την κατάληξη της. Παράλληλα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η έννοια της προόδου, σημείο το οποίο διατρέχει κάθετα τη συγγραφική του απόπειρα και κυρίως η ανάδειξη των προϋποθέσεων της Ελληνικής Επανάστασης, συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με το σχήμα του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισμού, το οποίο μετά τις εργασίες του Κ. Θ. ∆ημαρά κυριάρχησε και συνεχίζει να καθορίζει κάθε προσπάθεια προσέγγισης της περιόδου.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-10

Το δεύτερο, στενά συνδεδεμένο με το πρώτο, αυτό της ιδεολογικής τοποθέτησης, εξάγεται τόσο από την ίδια την πολιτική πρακτική του Τρικούπη, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής του και κυρίως από την αντιμετώπισή της από τους μεταγενέστερους, οι οποίοι στον υπαρκτό και καθοριστικό, καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας του, προσανατολισμό προς την Ευρώπη και τον φιλελεύθερο συνταγματικό τρόπο οργάνωσης του νέου κράτους, ανακάλυψαν τις ρίζες μεθύστερων εξελίξεων, εμμένοντας στα χαρακτηριστικά εκείνα τα οποία επιβεβαίωναν, όχι άδικα, τις δικές τους ιδεολογικές ανησυχίες, αφήνοντας, όμως, άλλες πτυχές ανεξερεύνητες.

Θα αναφερθούμε σε ένα μόνο σημείο το οποίο συνδέεται, άμεσα, με τα παραπάνω. Έχει αναφερθεί παλαιότερα ότι η Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως είναι ένα έργο γραμμένο «εκ των υστέρων». Ο Τρικούπης έχει θεωρηθεί ότι έγραψε έχοντας επίγνωση των μεταβολών που συνέβησαν στη διάρκεια της εννεαετούς πολεμικής σύγκρουσης και προέβαλε το αποτέλεσμα της στην αρχή της. Η Ἱστορία, όμως, δεν αποτελεί τη μόνη καταγεγραμμένη μαρτυρία του Τρικούπη για τα ιστορούμενα, μιας και είχε αναφερθεί επανειλημμένα στην Επανάσταση, στους διάφορους λόγους που είχε εκφωνήσει, τόσο στη συγχρονία της εξέλιξης των γεγονότων όσο και μετά το πέρας αυτών, διατηρώντας μάλιστα τις απόψεις του σε κρίσιμα σημεία της ευρύτερης ερμηνευτικής που διατρέχει το έργο.

Οι λόγοι, τόσο αυτοί που έχουν χρησιμοποιηθεί στην ιστοριογραφία και οι οποίοι συνήθως αφορούν τους αναδημοσιευμένους από τον ίδιο τον Τρικούπη, στις εκδόσεις που προέβη στα μετεπαναστικά χρόνια, και φυσικά αυτοί που δεν δημοσιεύθηκαν παρά μόνο σε έντυπα της εποχής και σε πρακτικά επίσημων εγγράφων δεν έχουν αντιμετωπιστεί ως μια ενότητα η οποία χρήζει έρευνας. Την εξήγηση της κατάστασης θα πρέπει να αναζητήσουμε κατ’ αρχάς στον χαρακτήρα που τους απέδωσε ο ίδιος ο δημιουργός τους, τον θρησκευτικό δηλαδή. Χαρακτήρας ο οποίος φαίνεται ότι ξενίζει τους ερευνητές, οι οποίοι περιορίζονται στην αναφορά επ’ αυτού, προσπερνώντας τον με αυτόν τον τρόπο και χωρίς να έχει επιχειρηθεί ακόμη μια κριτική μελέτη του σώματος αυτών των τεκμηρίων. 

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο θρησκευτικός χαρακτήρας αφορά ένα μέρος μόνο των ρητορικών εγχειρημάτων του Μεσολογγίτη πολιτικού, των δημοσιευμένων κυρίως στις επανεκδόσεις που προέβη ο Τρικούπης, μετά τη λήξη της Επανάστασης. Οι υπόλοιποι, το μεγαλύτερο μέρος τους, αναφέρονται σε πολιτικές εξελίξεις και δεν περιλαμβάνουν ιδιαίτερες θρησκευτικές συνδηλώσεις. ∆εύτερον, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι θρησκευτικοί λόγοι εντάσσονται σε μια μακρά παράδοση της ορθόδοξης χριστιανικής ρητορικής, και ναι μεν βασίζονται σε διαφορετικούς κώδικες από αυτούς ενός νεωτερικού πολιτικού, αλλά κάτω από μια αποκωδικοποίηση των νοημάτων τους μπορούν να προσφέρουν ενοράσεις, οι οποίες παραμένουν ειδάλλως απρόσιτες.

Η ιστοριογραφία για το 1821 έχει προχωρήσει τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα με τη συγκυρία της επετείου. Παρ’ όλο όμως τον πλούτο των νέων μελετών, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι στιβαρές επιστημονικά έρευνες, οι οποίες αφορούν την οργάνωση και τη μάλλον επιτυχημένη λειτουργία του επαναστατικού κράτους, η προσήλωση της πλειοψηφίας τους παρέμεινε στενά οριοθετημένη στην ένταξη της Επανάστασης στο ευρύτερο ρεύμα των νεωτερικών επαναστάσεων. Όμως, η εστίαση σε αυτή την υπαρκτή και καθοριστική για την εξέλιξη των πραγμάτων κίνηση της Επανάστασης αποκρύπτει άλλες πτυχές της, των οποίων η βαρύτητα απομένει να αποτιμηθεί. Μία από αυτές εντοπίζουμε και στους λόγους του Τρικούπη, στους οποίους αναφερθήκαμε επιδερμικά σε κάθε σχεδόν ενότητα του παρόντος κειμένου, το οποίο θα κλείσουμε με την ανάδειξη ενός μόνο σημείου.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-11
Έλληνας καπετάνιος με τα παλικάρια του πολεμούν. Λιθογραφία από το λεύκωμα του Karl Krazeisen, Bildnisse ausgezeichneter Griechen und Philhellenen… (1831, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να επιστρέψουμε στο 1825 και στους δύο λόγους που είχε εκφωνήσει σε διάστημα λίγων ημερών και οι οποίοι αναφέρονταν στην αμνηστία και στη νίκη στο Κάβο Ντόρο. Στη συλλογιστική που αναπτύσσει, όταν συνδέει και παραλληλίζει την Ελληνική Επανάσταση με την πορεία των Ισραηλιτών προς τη γη της Χαναάν, στις δύο ομιλίες, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο ομιλητής στόχευε σε διαφορετικά ακροατήρια και εξυπηρετούσε δυο διακριτούς αλλά αλληλοσυμπληρούμενους στόχους.

Ο Τρικούπης, κατ’ αρχάς, απευθυνόταν στους Δυτικούς, και η προβολή του χριστιανικού χαρακτήρα της Επανάστασης όντως στόχευε στη νομιμοποίησή της στη δυτική κοινή γνώμη, στην κατεύθυνση δηλαδή της διπλωματικής αναγνώρισης του κινήματος. Το κύριο ποιοτικό στοιχείο που όμως θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι το ότι ο Τρικούπης, ταυτόχρονα, προσανατολιζόταν στη διαχείριση της μεγάλης διανοητικής μετατόπισης που έφερε η εκ των πραγμάτων αποκοπή από τη Μεγάλη Εκκλησία και τέλος, στο πλαίσιο της διαχείρισης αυτής, απευθυνόταν στους ίδιους τους επαναστάτες και, μέσα από γνωστούς και παραδεδομένους τόπους έκφρασης, επιχειρούσε να επεξηγήσει την ίδια τη διαδικασία, και κυρίως να προωθήσει το νόημα το οποίο ο ίδιος απέδιδε σε αυτήν.

Το ύστερο αυτό σημείο αποκαλύπτει και ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο, κατά τη γνώμη μου. Μια πλήρους νοήματος προσπάθεια «μετακένωσης», με την κοραϊκή έννοια, των φιλελεύθερων εθνικών ιδεών στο επαναστατικό υποκείμενο, η οποία φέρει στο προσκήνιο μια ακόμη πτυχή στην αναζήτηση των ιδεολογικών προϋποθέσεων της έκρηξης και κυρίως της επιτυχίας της Επανάστασης. Της επιτυχημένης διανοητικής διαχείρισης, των κοσμογονιαίων μεταβολών που συνέβησαν στις ζωές των ανθρώπων που παρασύρθηκαν από την επαναστατική ορμή, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Σπυρίδων Τρικούπης.

Σπυρίδων Τρικούπης – Ενας λόγιος στην ελληνική πολιτική του 19ου αιώνα-12
Η άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο. Λεπτομέρεια ελαιογραφίας του Peter von Hess, στην οποία διακρίνεται και ο Σπ. Τρικούπης, με μαύρο καπέλο (1835, Νέα Πινακοθήκη, Μόναχο).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT