Τον Δεκέμβριο του 1934, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποστέλλει τρεις επιστολές στις βενιζελικές εφημερίδες των Αθηνών, εν είδει απαντήσεως σε άρθρο του Γεωργίου Α. Βλάχου σχετικά με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη Δίκη των Εξ – των έξι στρατιωτικών και πολιτικών προσωπικοτήτων που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική Καταστροφή και παραπέμφθηκαν σε δίκη σε έκτακτο στρατοδικείο.
Ο Βενιζέλος εκθέτει τα λάθη των διαδόχων του κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την αποτυχία τους να διαπραγματευτούν με τις Μεγάλες Δυνάμεις για την εξεύρεση λύσης ευνοϊκής για την Ελλάδα και τον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας. Επίσης, αποκαλύπτει τη μεσολάβησή του από το Παρίσι κατά τη Διάσκεψη του Λονδίνου (1921), εξετάζει την ευθύνη των Εξ και αναλύει τι θα έπρεπε να είχαν κάνει οι κυβερνήσεις που τον διαδέχθηκαν μετά την εκλογική του ήττα την 1η Νοεμβρίου 1920.

Η Καθημερινή δημοσιεύει αυτές τις επιστολές, φροντίζοντας να σημειώσει: «Ο κ. Βενιζέλος αναγνωρίζων ότι ήτο ο αρθρογραφήσας Φιλελεύθερος [σσ. με αυτή την υπογραφή δημοσιεύονταν άρθρα του Ελ. Βενιζέλου στο Ελεύθερο Βήμα] απαντά εις την Καθημερινήν επί του ζητήματος της ευθύνης των Εξ».
Η μετανοεμβριανή ειρήνη
Κύριε Διευθυντά,
Η Καθημερινή είχε γράψει ότι οι Μετανοεμβριανοί κυβερνήται, «κληρονόμοι της πολιτικής του κ. Βενιζέλου, ευρέθησαν, άμα τη εγκαταστάσει των, προ αυτού του τραγικωτάτου διλήμματος, ή ν’ αποσύρουν τους στρατιώτας, που είχε στείλει εις την Μ. Ασίαν ο κ. Βενιζέλος, οπότε οι Τούρκοι θα έσφαζαν όλους τους Χριστιανούς… ή να στείλουν και άλλους, άλλους πολλούς, διά να φέρουν ίσως εις πέρας την τραγικήν, την δύσκολον εκστρατείαν».
Ο Φιλελεύθερος απήντησεν ότι η δικαιολογία αύτη είνε σαθρά και απολύτως αστήρικτος, διατυπώνεται δε με πλήρη έλλειψιν καλής πίστεως. Διότι υπήρχε και τρίτη λύσις, την οποίαν ώφειλαν, την οποίαν είχαν στοιχειώδες καθήκον ν’ ακολουθήσουν.

Αφού εις την Μικρασιατικήν εκστρατείαν ουδέποτε είχαν πιστεύσει, χαρακτηρίζοντες αυτήν ως εκστρατείαν αποικιακήν, είχαν στοιχειώδες καθήκον να τερματίσουν το ταχύτερον, ζητούντες να συνάψουν ειρήνην με τον Κεμάλ, επί τη βάσει της οποίας ηδύναντο να κρατήσουν την Ανατολ. Θράκην μέχρι Τσατάλτζας, εκκενώνοντες την Μ. Ασίαν, και συμφωνούντες ανταλλαγήν των Ελλήνων αυτής κατοίκων, με τους Μουσουλμάνους κατοίκους της Θράκης και της Μακεδονίας. Και ας φαντασθή καθένας, «προσέθετε», ποια θα ήτο η θέσις της Ελλάδος, εάν ο Μικρασιατικός πληθυσμός, με όλα τα κινητά του, εις τα οποία θα περιελαμβάνοντο και τα εμπορεύματα και τα χρηματοκιβώτια και τα κινητά της Σμύρνης, ήρχετο και εγκαθίστατο εις την Ελλάδα, και ιδίως εις την Μακεδονίαν και την Δυτικ. και Ανατ. Θράκην, αντί να φθάσουν, όπως ήλθαν, γυμνοί και εκτετραχηλισμένοι, διά να εγκατασταθούν εντός της Ελλάδος, εστερημένης πλέον της Αν. Θράκης.
Η συνάδελφός σας με πλήρη πάντοτε περιφρόνησιν προς την αντίληψιν των αναγνωστών της, βεβαιώνει ότι οι Μετανοεμβριανοί κυβερνήται «μέχρι της τελευταίας στιγμής ηγωνίσθησαν διά να συνάψουν ειρήνην. Εδώ, εις τους Παρισίους, εις το Λονδίνον, εις την Ρώμην, παρακαλούντες τους ξένους, εκβιάζοντες τους εχθρούς, επιστρατεύοντες την Ελλάδα, διχοτομούντες το νόμισμα… εζήτουν να υπογράψουν μίαν ειρήνην, μίαν οιανδήποτε ειρήνην, η οποία θα επέτρεπε να ζήσουν ελεύθεροι οι εν Μικρασία Χριστιανοί».

Και ως απόδειξιν επικαλείται ότι, την 13 Φεβρουαρίου 1921, η Διάσκεψις του Λονδίνου διετύπωσεν εις τας δύο αντιπροσωπείας, Ελληνικήν και Τουρκικήν, σαφείς προτάσεις ειρήνης, αι οποίαι, όσον αφορά την εν Μικρασία Ελληνικήν κατοχήν, έλεγον ότι:
«Όσον αφορά την Σμύρνην οι Σύμμαχοι προτείνουν δικαίαν συνεννόησιν, τείνουσαν να τερματίση τον πόλεμον. Χώρα, ονομαζομένη Βιλαέτιον Σμύρνης, θα διατελή υπό την κυριαρχίαν των Τούρκων. Ελληνική δύναμις θα διατηρηθή εις το Βιλαέτιον Σμύρνης με αξιωματικούς συμμάχους. Χριστιανός Διοικητής θα διορίζεται από την Κοινωνίαν των Εθνών».
Και προσθέτει η Καθημερινή:
«Ιδού λοιπόν η ειρήνη του κ. Βενιζέλου, ιδού την ετοίμην υπό την προστασίαν της Διασκέψεως του Λονδίνου, προτεινομένην εις τους Τούρκους, υποστηριζομένην υπό της αγγλικής κυβερνήσεως».
Είχε γνωσθή τότε ότι η απάντησις και της Ελλάδος και της Τουρκίας επρόκειτο να δοθή εντός προθεσμίας 25 ημερών, την οποίαν ζήτησεν η Τουρκική αντιπροσωπεία, διά να συνεννοηθή με την Άγκυραν.

Αλλά η Καθημερινή βεβαιώνει ότι «η Ελληνική αντιπροσωπεία είχε δηλώσει εμπιστευτικώς εις τον Λόϋδ Τζωρτζ ότι δεχόμεθα τας προτάσεις της Συνδιασκέψεως υπό τον όρον ότι αύται αποτελούν το έσχατον όριον των υποχωρήσεων ημών».
Και ανακράζει θριαμβευτικώς: «Ιδού λοιπόν ότι υπό την αιγίδα των Άγγλων ευρισκομένη η Ελλάς το 1921, δεν κατώρθωσε να συνάψη ειρήνην και ότι, αντιθέτως, το δίλημμα περί ου εγράψαμεν παρουσιάζετο υπέρποτε σκληρότερον προ αυτής».
Το θράσος της λαϊκής συναδέλφου σας είνε αξιοθαύμαστον!

Από δεξιά: ο πρωθυπουργός Ν. Καλογερόπουλος, ο πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο Λ. Καυταντζόγλου, ο συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης, στρατιωτικός σύμβουλος και υπαρχηγός του Επιτελείου της Στρατιάς Μικράς Ασίας, και ο πλωτάρχης Π. Μπουμπούλης, ναυτικός σύμβουλος (ALAMY / VISUALHELLAS.GR).
Αποκρούων την δικαιολογίαν που προέβαλλεν αύτη διά την συνέχισιν της Μικρασιατικής εκστρατείας υπό των Μετανοεμβριανών κυβερνητών, ο Φιλελεύθερος υπεστήριξεν ότι το δίλημμα του να συνεχισθή η εκστρατεία, ή να αφεθούν να σφαγούν όλοι οι χριστιανοί της Μικρασίας, δεν ήτο πραγματικόν, διότι οι Μετανοεμβριανοί κυβερνήται ηδύνατο και ώφειλον να ακολουθήσουν τρίτην οδόν, την σύναψιν ειρήνης με τον Κεμάλ, επί τη βάσει της οποίας ηδύναντο να κρατήσουν την Αν. Θράκην μέχρι Τσατάλτζας, εκκενώνοντες την Μ. Ασίαν, και συμφωνούντες ανταλλαγήν των πληθυσμών.
Το δίλημμα του να συνεχισθή η εκστρατεία, ή να αφεθούν να σφαγούν όλοι οι χριστιανοί της Μικρασίας, δεν ήτο πραγματικόν, διότι οι Μετανοεμβριανοί κυβερνήται ηδύναντο και ώφειλον να ακολουθήσουν τρίτην οδόν, την σύναψιν ειρήνης με τον Κεμάλ.
Αλλά η λύσις που προετάθη από την Συνδιάσκεψιν του Λονδίνου, αφού ο Λόϋδ Τζωρτζ, εξηκρίβωσεν εμπιστευτικώς από την Ελληνικήν αποστολήν το τελευταίον όριον των υποχωρήσεών της, δεν προέβλεπεν εκκένωσιν της Μ. Ασίας και ανταλλαγήν των πληθυσμών, αλλά τουναντίον παραμονήν Ελληνικού στρατού εις την περιφέρειαν της Σμύρνης με αξιωματικούς συμμάχους και διορισμόν υπό της Κοινωνίας των Εθνών Χριστιανού Γενικού Διοικητού.

Ουσιαστικώς δηλ. την δημιουργίαν μικρού αυτονόμου κράτους, το οποίον προς ικανοποίησιν της Τουρκίας και εκδήλωσιν των κυριαρχικών δικαιωμάτων της θα ωνομάζετο «Βιλαέτιον της Σμύρνης», ενώ ουδένα ουσιαστικόν δεσμόν θα είχε με την Τουρκίαν, αφού ο μεν Κυβερνήτης αυτού θα διωρίζετο υπό της Κ.Τ.Ε., χωρίς ανάμιξιν του Σουλτάνου, ελληνική δε, με συμμάχους αξιωματικούς, θα ήτο η στρατιωτική της δύναμις.
Έπρεπεν, επομένως, να εντρέπεται η συνάδελφός σας, διά να υποστηρίξη ότι από την Συνδιάσκεψιν του Λονδίνου είχεν εξακριβωθή ότι δεν ήτο δυνατή συνομολόγησις ειρήνης με διατήρησιν εκ μέρους μας της Θράκης μέχρι Τσατάλτζας, και εκκένωσιν της Μικράς Ασίας, και αναγκαίον αυτής επακολούθημα την ανταλλαγήν των πληθυσμών.

Διότι οι Μετανοεμβριανοί κυβερνήται ευρέθησαν πραγματικώς ενώπιον ενός διλήμματος, το οποίον όμως ήτο εντελώς διάφορον από εκείνο που επικαλείται η Καθημερινή.
Το πραγματικόν δίλημμα, προ του οποίου ετέθησαν, άμα τη εγκαταστάσει των εις την αρχήν, ήτο τούτο:
Ή να σεβασθούν τας δύο απειλητικάς διακοινώσεις των Δυνάμεων και να μη επαναφέρουν εις τον θρόνον τον έκπτωτον βασιλέα, διά να μη διαρρήξουν τους συμμαχικούς μας δεσμούς με τας δύο Δυτικάς Δυνάμεις, και να επιδιώξουν από κοινού με αυτάς την επιβολήν της συνθήκης των Σεβρών, διά την οποίαν τόσον μεγάλον ενδιαφέρον είχαν αι σύμμαχοί μας Μεγάλαι Δυνάμεις, όπως απέδειξα εις τα άρθρα μου κατά του κ. Μεταξά.

Ή, αφού εθυσίαζαν τα πάντα εις τον πόθον της επαναφοράς του Κωνσταντίνου, να είνε τουλάχιστον λογικοί, και να δεχθούν τας συνεπείας της αποφάσεώς των αυτής. Και αι συνέπειαι ήσαν, ότι η διατήρησις ακεραίας της συνθήκης των Σεβρών δεν ήτο δυνατή και έπρεπε να γίνουν αι αναγκαίαι θυσίαι, διά να σωθή ό,τι ήτο δυνατόν να σωθή. Και η κυριωτάτη θυσία, που επεβάλλετο να στέρξουν, ως αντάλλαγμα της επιμονής των να επαναφέρουν τον έκπτωτον βασιλέα, ήτο η οριστική εγκατάλειψις της Μ. Ασίας, συμφωνουμένης, ως εξήγησα ήδη, της ειρηνικής ανταλλαγής των πληθυσμών.
Οι μετανοεμβριανοί κυβερνήται είχαν καθήκον να ζητήσουν από τον λαόν να συναινέση εις την θυσίαν αυτήν, διά να προλάβουν τας απείρως μεγαλυτέρας συμφοράς εις τας οποίας τυφλοί μόνον δεν έβλεπαν ότι οδηγούμεθα ακολουθούντες αυτοτελειακήν πολιτικήν, και συνεχίζοντες τον πόλεμον με την Τουρκίαν, τελείως απομεμονωμένοι.

Αλλά την θυσίαν αυτήν, η οποία απετέλει το αναγκαίον τίμημα, διά την παρά την απειλητικήν προειδοποίησιν των Δυνάμεων επαναφοράν του Κωνσταντίνου, ηρνούντο να ζητήσουν από τον λαόν, διότι εγνώριζαν ότι τούτο θα εμείωνε την θέσιν και αυτών και του Κωνσταντίνου, εφόσον το έθνος θα εμάνθανε ότι την επαναφοράν του βασιλέως επληρώσαμεν με την θυσίαν της επεκτάσεως της Ελλάδος και επί της Ανατολικής ακτής του Αιγαίου.
Και τούτο έφερε την καταστροφήν, διά την οποίαν η ευθύνη των μετανοεμβριανών κυβερνητών είνε τόσον μεγάλη, ώστε να δικαιολογήται η σκέψις της ανεγέρσεως εκκλησίας επί του τάφου της σκληράς τιμωρίας των, όπως εντός αυτού ημέραν και νύκτα προσεύχεται ο ιερεύς διά να συγχωρηθούν, εις τον άλλον τουλάχιστον κόσμον, τα προς την Ελλάδα αμαρτήματα αυτών, αφού τόσον σκληρώς ετιμωρήθησαν εις την παρούσαν ζωήν.
Ελευθ. Κ. Βενιζέλος, Η Καθημερινή, 7 Δεκεμβρίου 1934
Η μεσολάβηση του Βενιζέλου
Κύριε Διευθυντά,
Η Καθημερινή ζητεί να με παρουσιάση ως αντιφάσκοντα διότι, ενώ την 24 Ιουνίου 1921 συνιστούσα δήθεν την αποδοχήν της αυτονομήσεως της περιφερείας της Σμύρνης, την 15 Φεβρουαρίου, ήτοι 4 και πλέον μήνας ενωρίτερον, του ιδίου έτους 1921, ο στρατηγός Δαγκλής, αγορεύων εις την Βουλήν, όπου η Κυβέρνησις είχε δηλώσει ότι θα επιμείνη εις την ακεραίαν εφαρμογήν της συνθήκης των Σεβρών, εδήλωσε τα εξής:

«Το κόμμα των Φιλελευθέρων δηλοί δι’ εμού ότι είνε αποφασισμένον και θεωρεί υπέρτατον καθήκον του να ενισχύση διά παντός τρόπου την Κυβέρνησιν εις την διεκδίκησιν των εθνικών συμφερόντων και την εξασφάλισιν των διά της συνθήκης των Σεβρών επιδικασθέντων εις την Ελλάδα μερών».
Αλλά τι άλλο ημπορούσε λοιπόν να πράξη κατά την εν Βουλή συζήτησιν της 15 Φεβρουαρίου 1921 ο στρατηγός Δαγκλής, διευθύνων τότε τας εργασίας των Φιλελευθέρων, παρά να δηλώση ότι το Κόμμα, εξ ονόματος του οποίου ωμίλει, θα ενισχύση με όλην του την δύναμιν την κυβέρνησιν, διά να εφαρμόση την εθνικήν πολιτικήν της; Μήπως έπρεπε να μιμηθή το λαϊκόν κόμμα, διά να παρεμβάλη κάθε θεμιτόν και αθέμιτον πρόσκομμα κατ’ αυτής;

Δεν ήτο, άλλως τε, μόνος ο στρατηγός Δαγκλής ο οποίος έδωσε την υπόσχεσιν ταύτην. Κατά τον αυτόν χρόνον, που εγίνετο εις την Ελληνικήν Βουλήν η σχετική συζήτησις, συνεδρίαζεν εις το Λονδίνον η Συνδιάσκεψις, την οποίαν είχαν καλέσει οι σύμμαχοι, πρωτοστατούσης της Αγγλίας, διά να επιτύχουν τον τερματισμόν του πολέμου προς την Τουρκίαν.
Ο κ. Λόϋδ Τζωρτζ με είχε προσκαλέσει ολίγας ημέρας προ της Συνδιασκέψεως εκ Νίσης όπου διέμενα, και μου εζήτησε να μείνω εις Λονδίνον κατά την διάρκειαν των εργασιών της, όπως εργασθώ υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, όχι βέβαια ως επίσημος αντιπρόσωπος της Ελλάδος, αλλά εκ των παρασκηνίων. Όταν ήλθεν η Ελληνική αντιπροσωπεία εις το Λονδίνον, με επεσκέφθη ο Γραμματεύς αυτής κ. Γουναράκης, δεν ενθυμούμαι αν εκ πρωτοβουλίας του ή κατόπιν προσκλήσεώς μου.

Εις τον κ. Γουναράκην ανεκοίνωσα την σύστασιν του κ. Λόϋδ Τζωρτζ, με την παράκλησιν να δηλώση εις τον κ. Καλογερόπουλον ότι είμαι εις την απόλυτον διάθεσίν του, είτε διά να του δώσω πάσαν τυχόν πληροφορίαν, της οποίας θα είχαν ανάγκην, ως προς το ιστορικόν της όλης υποθέσεως, είτε διά να υποστηρίξω εκ των παρασκηνίων τας ενεργείας της Κυβερνήσεως, χωρίς ποτέ να εμφανισθώ δημοσία ως αντιπροσωπεύων την Ελλάδα. Ατυχώς ο κ. Καλογερόπουλος, όπως έμαθα τότε, ενώ επεθύμει ζωηρώς να έλθη εις επαφήν μετ’ εμού, απέφυγε να το πράξη, διότι έφερε το ζήτημα, αν πρέπει να γίνη δεκτή η προσφορά μου ενώπιον της όλης αντιπροσωπείας, κατά πλειοψηφίαν δε απεφασίσθη ότι η προσφορά μου, η γενομένη, όπως είπα ήδη και όπως εγνώριζεν η Ελληνική αντιπροσωπεία εις εκτέλεσιν συστάσεως του Λόϋδ Τζωρτζ, έπρεπε ν’ αποκρουσθή, και μεταξύ των ψηφισάντων διά την απόκρουσίν της ήτο και ο διευθυντής της συναδέλφου σας.
Είμαι εις την απόλυτον διάθεσίν του, είτε διά να του δώσω πάσαν τυχόν πληροφορίαν, της οποίας θα είχαν ανάγκην, ως προς το ιστορικόν της όλης υποθέσεως, είτε διά να υποστηρίξω εκ των παρασκηνίων τας ενεργείας της Κυβερνήσεως.
Ηδυνάμην λοιπόν, κατά την λογικήν της συναδέλφου σας, να κατηγορηθώ και εγώ, ως συνένοχος της επελθούσης καταστροφής, διότι κατά τους πρώτους μήνας μετά την πτώσιν μου εκ της αρχής, συμμορφούμενος με πρόσκλησιν του Άγγλου πρωθυπουργού, προσέφερα τας υπηρεσίας μου εις την Ελληνικήν αντιπροσωπείαν διά την υποστήριξιν της συνθήκης των Σεβρών, καθ’ όλην την έκτασιν του δυνατού. Πρέπει, άλλως τε, να διευκρινίσω ότι ούτε τον Ιούνιον του 1921 έλαβα καμμίαν πρωτοβουλίαν, όπως υποδείξω εις τους εν Αθήναις, τι ώφειλαν να πράξουν. Διότι εγνώριζα ότι από το τυφλόν πάθος των θα ήγοντο εις ενέργειαν αντίθετον προς την σύστασίν μου. Επειδή εν τούτοις εις Παρισίους, όπου διέμενα τότε, έμαθα τον Ιούνιον του 1921 ότι είχε συνέλθει εκεί συμμαχική Συνδιάσκεψις, διά να προτείνη εις την Τουρκίαν και την Ελλάδα την μεσολάβησιν των Δυνάμεων προς συνομολόγησιν ειρήνης, και εγνώριζα ότι η Κυβέρνησις των Αθηνών, ένεκα της διακοπής των διπλωματικών σχέσεων, που επηκολούθησε την επάνοδον εις τον θρόνον του Κωνσταντίνου, δεν ήτο εις θέσιν να έχη ακριβείς πληροφορίας περί των διαθέσεων των Δυνάμεων, έκρινα ότι ώφειλα να επισκεφθώ τον λόρδον Κώρζον, και ζητήσω να μάθω παρ’ αυτού, ποιος ακριβώς ο σκοπός της προτεινομένης μεσολαβήσεως και ποιαι αι σκέψεις της αγγλικής κυβερνήσεως, διά να ενημερώσω επ’ αυτών τούς εν Αθήναις. Καθώς μου ανεκοίνωσεν ο λόρδος Κώρζον, η Αγγλία, προτείνουσα την μεσολάβησιν, είχε σκοπόν να εισηγηθή λύσιν, κατά την οποίαν η Ελλάς θα διετήρει αυτόνομον περιφέρειαν διοικουμένην υπό αρμοστού, διοριζομένου εκ συνεννοήσεως της Κοινωνίας των Εθνών και του Σουλτάνου, και όταν η υπό του αρμοστού τούτου οργανωθησομένη στρατιωτική δύναμις, θα ήτο εις θέσιν να εξασφαλίση την τάξιν, θ’ απεσύρετο ο ελληνικός στρατός. Κατά τον λόρδον Κώρζον, εάν η Τουρκία ηρνείτο την μεσολάβησιν ταύτην, η Αγγλική Κυβέρνησις ήλπιζεν ότι η Αγγλική κοινή γνώμη θα της επέτρεπε να δώση όλην την αναγκαίαν εις την Ελλάδα υποστήριξιν προς επιβολήν επί της Τουρκίας.

Την συνδιάλεξίν μου ταύτην με τον λόρδον Κώρζον ανεκοίνωσα διά του μακαρίτου Ρέπουλη εις τον εν Παρισίοις επιτετραμμένον της Ελλάδος κ. Π. Μεταξάν, με την παράκλησιν να μεταδώση αυτήν εις τας Αθήνας. Αλλά έμεινα σύμφωνος μετά του μακαρίτου Ρέπουλη ότι θα αποφύγη επιμελώς να κάμη καμμίαν εκ μέρους μου σύστασιν εις τους εν Αθήναις, ένεκα του φόβου τον οποίον εξέθεσε προηγουμένως.
Αλλ’ εάν η διά του μακαρίτου Ρέπουλη γενομένη ανακοίνωσις απέφυγεν επιμελώς να συστήση τι έπρεπε να πράξη η Κυβέρνησις των Αθηνών, ήτο φανερόν εξ αυτού τούτου του διαβήματος της ανακοινώσεως, ότι την προτεινομένην υπό του λόρδου Κώρζον λύσιν εθεώρουν ότι έπρεπε να γίνη δεκτή και αν οι εν Αθήναις ήθελαν να την δεχθούν, δεν ημπορούσαν να αμφιβάλουν ότι ερωτώμενος υπ’ αυτών, εάν συνιστώ την αποδοχήν της, θα έσπευδα να απαντήσω καταφατικώς. Ποιος λοιπόν θα πιστεύση ότι την προταθείσαν μεσολάβησιν, η οποία δεν διέφερε σημαντικά από την προταθείσαν υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου τον Φεβρουάριον του ιδίου έτους, και την οποίαν, όπως αναφέρει η Καθημερινή, ο κ. Καλογερόπουλος είχε δηλώσει εμπιστευτικώς εις τον Λόϋδ Τζωρτζ ότι αποδέχεται. Ποιος, ποιος λέγω θα πιστεύση ότι την μεσολάβησιν αυτήν απέκρουσαν οι Μετανοεμβριανοί κυβερνήται, δηλούντες ότι θ’ αφήσουν τους Τούρκους να σφάξουν τους Χριστιανούς; […]

Δεν ισχυρίζομαι καν ότι, δεχόμενοι την μεσολάβησιν, θα εφθάναμεν εις την ειρήνην, διότι είμαι βέβαιος ότι η Κεμαλική Τουρκία, μολονότι πρόθυμος εις κάθε υποχώρησιν, όσον αφορά την Θράκην, θα απέκρουε κάθε περιορισμόν της Τουρκικής κυριαρχίας επί της Σμύρνης ή άλλου τμήματος της Μ. Ασίας. Αλλ’ η εκ μέρους μας αποδοχή της μεσολαβήσεως και η απόκρουσις αυτής εκ μέρους της Τουρκίας παρείχε την μόνην ελπίδα ότι η Αγγλική κοινή γνώμη θα επέτρεπε την ανασύνδεσιν της συμμαχίας με την Κωνσταντινικήν Ελλάδα, διά να επιδιωχθή από κοινού η επιβολή της ειρήνης υπέρ της οποίας τόσον πολύ ενδιεφέρετο και η Αγγλία.
Και η απόκρουσις της μεσολαβήσεως ποια είχεν ελατήρια; Διά να επιχειρηθή η εκστρατεία της Αγκύρας, της οποίας αντικειμενικός σκοπός ήτο, όπως εδήλωσαν εις την Βουλήν οι Μετανοεμβριανοί κυβερνήται, να καταστρέψωμεν το εκεί εναποθηκευμένον πολεμικόν υλικόν. Και μετά τοιαύτην δικαιολογίαν τολμά η συνάδελφός σας να παριστά αυτούς μάρτυρας ευγενούς ιδέας;

Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι διά τοιούτον ευτελή σκοπόν, όπως εκείνος που προέβαλαν εις την Βουλήν, εθυσίασαν οι Μετανοεμβριανοί κυβερνήται πέντε και πλέον φοράς περισσότερον αίμα, παρ’ όσον εχρειάσθη διά να δημιουργηθή η Μείζων Ελλάς της συνθήκης των Σεβρών και της συνθήκης του Νεϊγύ. Αλλά δεν ημπορούν να ισχυρισθούν ότι, φθάνοντες εις την Άγκυραν, θα ηνάγκαζον τον Κεμάλ να δεχθή την συνθήκην των Σεβρών. Διότι θα μετέφερε την πρωτεύουσαν εις την Σεβαστείαν εκατοντάδες χιλιομέτρων ανατολικώτερον της Αγκύρας, όπου και η ηλιθιότης των εν Αθήναις κυβερνητών δεν θα εσκέπτετο να συνεχίση την προέλασιν του Ελληνικού στρατού.
Τι λοιπόν επεδίωκαν με την προέλασιν προς την Άγκυραν, αφού την δικαιολογίαν που προέβαλαν εις την Βουλήν πρέπει να δεχθώμεν ως απλήν πρόφασιν καλύπτουσαν τους αληθείς σκοπούς των;
Είναι προφανές ότι άλλο δεν επεδίωκεν παρά μιαν ψυχολογικήν εντύπωσιν, δημιουργουμένην εκ της καταλήψεως της εχθρικής πρωτευούσης, η οποία εν τούτοις την εποχήν εκείνην ήτο απλούν χωρίον, με την ελπίδα ότι μετά την εντύπωσιν αυτήν αι Δυνάμεις θα ανεγνώριζαν τον Κωνσταντίνον. Και δεν εδίστασαν να βάψουν με το αφθονώτερον και τιμιώτερον ελληνικόν αίμα την βασιλικήν αλουργίδα του Κωνσταντίνου διά να επιτύχουν την διεθνή αναγνώρισίν του, όχι καν διότι ήγοντο από ειλικρινές φιλογερμανικόν αίσθημα, αλλά διότι τούτο εξυπηρέτει τα ταπεινά κομματικά των συμφέροντα.
Ελευθ. Βενιζέλος, Η Καθημερινή, 8 Δεκεμβρίου 1934
Η πανωλεθρία της Μικρασιατικής Εκστρατείας και οι Εξ
Κύριε Διευθυντά,
Αυτός είνε ο λόγος διά τον οποίον ο Φιλελεύθερος εις το άρθρον του έγραψεν ότι αν η Καθημερινή είχεν ολιγωτέραν εμπιστοσύνην εις την ευφυΐα της και περισσοτέραν εις την ορθοφροσύνην των αναγνωστών της, την πρότασιν διά την ανέγερσιν ναού εις μνήμην των Εξ, έπρεπε να δικαιολογήση με το επιχείρημα ότι τα αμαρτήματα αυτών προς την Ελλάδα υπήρξαν τόσον μεγάλα και αι συνέπειαί των τόσον τρομεραί διά το έθνος, ώστε να χρειάζεται να εγερθή εις τον τόπον της σκληράς τιμωρίας που τους επεβλήθη επί της γης, ναός, εντός του οποίου ν’ αναπέμπωνται διηνεκείς ευχαί προς τον Ύψιστον, όπως τους συγχωρηθούν τα αμαρτήματα αυτά εις τον άλλον τουλάχιστον κόσμον.
Ούτε τολμά να υποστηρίξη η συνάδελφός σας ότι και την εκκένωσιν της Μ. Ασίας, και την ανταλλαγήν των πληθυσμών αν προέτειναν οι Μετανοεμβριανοί κυβερνήται, πάλιν δεν θα επετύγχανον ειρήνην με την Κεμαλικήν Τουρκίαν.

Κατά το τελευταίον έτος, το 1922, ήτο βεβαίως αργά διά την τοιαύτην πρότασιν. Διότι ο Κεμάλ, βεβαιωμένος ήδη περί της διπλωματικής και οικονομικής απομονώσεως της Ελλάδος, περί της δυνατότητος αντιθέτως του ελευθέρου ανεφοδιασμού του και εκ Γαλλίας και εξ Ιταλίας, και περί του αδυνάτου νέας επιθέσεως εκ μέρους του Ελληνικού στρατού, έβλεπε τον αγώνα του ασφαλώς θριαμβεύοντα, και δεν ησθάνετο την ανάγκην οιασδήποτε παραχωρήσεως προς επιτυχίαν της ειρήνης. Αλλά, προ της εγκληματικής προελάσεως προς Άγκυραν και της ήττης του Σαγγαρίου, είνε, όχι πιθανόν, αλλά απολύτως βέβαιον κατ’ εμέ ότι ο Κεμάλ, επιτυγχάνων άνευ περαιτέρω αγώνος την ολοσχερή εκκένωσιν της Μ. Ασίας, και την ανταλλαγήν των πληθυσμών, η οποία, σύμφωνα με τους πόθους του, έμελλε να απαλλάξη την Μ. Ασίαν από την παρουσίαν του πολυπληθεστέρου και οικονομικώς ισχυροτέρου αλλογενούς στοιχείου, θα εδέχετο να παραιτηθή της Θράκης μέχρι Τσατάλτζας, όπου ηδύνατο να εγκαταστήση και εκείνος και ημείς απρόσβλητον γραμμήν αμύνης.
Αλλ’ η συνάδελφός σας, και αν τυχόν αμφισβητήση την βεβαιότητα της υπό τοιούτους όρους συνομολογήσεως της ειρήνης, δεν έχει να ωφελήσει την μνήμην των Εξ, ουδέ να μειώση και επ’ ελάχιστον την ευθύνην των. Αφ’ ενός διότι βέβαιον είνε ότι οι μετανοεμβριανοί κυβερνήται, ουδέποτε προέτειναν τοιούτους όρους συνομολογήσεως ειρήνης με τον Κεμάλ. Αφ’ ετέρου διότι, και αν ακόμη έκαναν το καθήκον που είχον να προτείνουν τοιαύτην ειρήνην, και ο Κεμάλ την απέρριπτε, πάλιν η ευθύνη των διά την επελθούσαν καταστροφήν θα ήτο ακεραία. Διότι μετά την επιστολήν που απηύθυνεν ο μακαρίτης Γούναρης την 23ην Φεβρουαρίου 1922 εις τον λόρδον Κώρζον, βεβαιών αυτόν ότι αν δεν μας δοθή η ζητουμένη οικονομικήν συνδρομήν, ο στρατός μας είναι αδύνατον να διατηρηθή εν Μικρά Ασία περισσότερον από ολίγας εβδομάδας, χωρίς να φθάση εις πλήρη καταστροφήν, και την αρνητικήν απάντησιν που εδόθη εις την αγωνιώδη αυτήν επίκλησιν, το πλέον στοιχειώδες καθήκον που του επεβάλλετο ήτο, εφ’ όσον συνομολόγησις μεν ειρήνης δεν ήτο δυνατή, αλλά και η περαιτέρω διατήρησις της Μικρασιατικής εκστρατείας, απέβαινεν αδύνατος, να εγκατελείψη την εκστρατείαν αυτήν, εις την οποίαν ουδέποτε είχε πιστεύσει και της οποίας, διά της επαναφοράς του Κωνσταντίνου, είχεν αφαιρέσει όλας τας προϋποθέσεις της επιτυχίας.
Ηδύναντο δε και τον Φεβρουάριον ακόμη του 1922, οπότε η εξάντλησις του στρατού δεν ήτο πλήρης, να εκκενώσουν την Μικράν Ασίαν διά κανονικής υποχωρήσεως, η οποία θα προεννόη όχι μόνον περί της εγκαίρου απομακρύνσεως των Ελληνικών πληθυσμών και μεταφοράς αυτών και των κινητών περιουσιών των εις Θράκην και Μακεδονίαν, αλλά και περί της αποκομιδής του παντοδαπού πολεμικού υλικού, που αν δεν εγκατελείπαμεν εις Μικράν Ασίαν, δεν θα ευρισκώμεθα σήμερον εις τας μεγάλας δυσκολίας της αναπληρώσεώς του.

Αλλά τοιαύτη απόφασις απήτει θάρρος και φρόνημα ανδρός. Και αυτά ακριβώς έλειπαν από τους μετανοεμβριανούς κυβερνήτας. Και διά τούτο, μολονότι εγνώριζεν ο Δ. Γούναρης και ωμολόγει από του Φεβρουαρίου 1922 την επερχομένην καταστροφήν, την άφησε να επέλθη, προσβλέπων μοιρολατρικώς εις αυτήν, διότι δεν είχε το θάρρος να ομολογήση την χρεωκοπίαν της βασιλικής πολιτικής, ή προβαίνων ο ίδιος εις την εκκένωσιν, ή παραιτούμενος διά να έλθη άλλη κυβέρνησις, όπως εκκαθαρίση την κατάστασιν. Και μόνον κατά τας παραμονάς της καταστροφής εκινήθη σπασμωδικώς, διά να παρασκευάση την επιχείρησιν κατά της Κων/πόλεως, η οποία δεν επραγματοποιήθη μεν, όταν την τελευταίαν στιγμήν επί τέλους στιγμήν αντελήφθησαν ότι αύτη θα μας έφερεν εις πολεμικήν σύγκρουσιν με τρεις μεγάλας Δυνάμεις, Αγγλίαν, Γαλλίαν και Ιταλίαν, αι οποίαι τότε κατείχον την Τουρκικήν πρωτεύουσαν, συνετέλεσεν όμως εις περαιτέρω εξασθένησιν του Μικρασιατικού μετώπου, το οποίον, άλλως τε, και άνευ αυτής, ήτο καταδικασμένον να καταρρεύση.
Αλλ’ η Καθημερινή, αντιλαμβανομένη ότι η προς τον Κώρζον επιστολή του μακαρίτου Γούναρη είνε κατηγορητήριον διά τους Εξ εξ ίσου απροσμάχητον, όσον το τηλεγράφημα του Πασσάρωφ διά τον Βασιλέα Κωνσταντίνον, ισχυρίζεται ότι «της επιστολής αυτής το αυθεντικόν κείμενον εκλάπη μαζί με όλα τα έγγραφα του Δημητρίου Γούναρη κατά της ημέρας της αχρείας (!) Επαναστάσεως». Αλλά δεν αγνοεί η Καθημερινή ότι είναι εύκολον εις τον κ. Μάξιμον να ζητήση από το Αγγλικόν υπουργείον των Εξωτερικών επίσημον αντίγραφον της απολεσθείσης τυχόν επιστολής του λόρδου Κώρζον, διά να δημοσιευθή αύτη και σήμερον ακόμη;
Προς τι όμως γίνεται επίκλησις της επιστολής αυτής; Τι άλλο αποδεικνύεται εξ αυτής; Τι άλλο αποδεικνύεται εξ αυτής, παρά ότι προς επιβολήν της συνθήκης των Σεβρών, καθ’ όσον αφορά τας εδαφικάς προς ημάς παραχωρήσεις, η Αγγλία, ακόμη και μετά την επαναφοράν του Κωνσταντίνου, επόθει και ηύχετο την νίκην μας, διότι εις αυτήν εύρισκε και το ίδιον αυτής συμφέρον. Αλλά ποίαν αξίαν είχαν οι πόθοι αυτοί και αι ευχαί, όταν η επαναφορά ακριβώς του εκπτώτου βασιλέως εστέρει την Αγγλικήν κυβέρνησιν και την δυνατότητα να μας δώση «ούτε ένα σελλίνι, ούτε ένα φυσέκι», όπως τόσον εκφραστικώς έλεγεν ο Άγγλος πρωθυπουργός και προς αντιπροσώπους της κυβερνήσεώς μας, και προς πάντα άλλον επίσημον Έλληνα, όπως τον Πατριάρχην Μελέτιον, με τον οποίον τού εδόθη αφορμή να έλθη εις επαφήν, διότι τοιούτό τι δεν επέτρεπεν η Αγγλική κοινή γνώμη, εφ’ όσον παρέμενεν επί του θρόνου ο Κωνσταντίνος;

Αλλά το απίστευτον είνε ότι η Καθημερινή εξεγείρεται διότι ο Φιλελεύθερος είχε γράψει ότι: Αυτοί (οι Μετανοεμβριανοί κυβερνήται) υπήρξαν ψυχικώς ανίκανοι να λάβουν αποφάσεις, και όταν ακόμη τον Φεβρουάριον του 1922 έβλεπαν το ναυάγιον εις το οποίον εφέροντο, πράγμα το οποίον διείδεν ο μακαρίτης Γούναρης ότε, «ευρισκόμενος εν κινδύνω, απηυθύνθη εγγράφως προς τον λόρδον Κώρζον, αλλά άνευ αποτελέσματος». Και παραθέτουσα το απόσπασμα τούτο της επιστολής του Φιλελευθέρου, προσθέτει με τα μελανώτερα στοιχεία του τυπογραφείου της:
«Άνευ αποτελέσματος; Ψεύδος και τούτο».
Αλλά αρνείται λοιπόν η συνάδελφός σας ότι η απάντησις του λόρδου Κώρζον ηρνείτο την ζητουμένην οικονομικήν συνδρομήν και περιωρίζετο μόνον να εκφράζη ελπίδας ότι ο στρατός μας και άνευ αυτής θα ημπορέση να διατηρηθή;
Ή νομίζει ότι η αίτησις οικονομικής συνδρομής, που διετύπωσεν ο μακαρίτης Γούναρης διά της επιστολής του προς τον λόρδον Κώρζον, δεν έμεινεν άνευ αποτελέσματος, μόνον και μόνον διότι η απάντησις του ευγενούς λόρδου ηρνείτο μεν την ζητουμένην οικονομικήν υποστήριξιν, αλλά προσέθετεν ότι θεωρεί υπερβολικούς τους τόνους του Έλληνος πρωθυπουργού, και ελπίζει ότι και άνευ της ζητηθείσης συνδρομής ο Ελληνικός στρατός θα ημπορή να διατηρηθή;

Όσον τερατώδης και αν φαίνεται η υπόθεσις αυτή, δεν είνε απίθανον ότι αυτό πράγματι πιστεύει η συνάδελφός σας. Διότι είδαμε και αυτό το οικτρόν θεάμα. Το λαϊκόν κόμμα, το οποίον με κατηγόρει ότι εξυπηρετώ Αγγλικά και Γαλλικά συμφέροντα, διότι, συμμαχήσας με τας δύο αυτάς «ευεργέτιδας» Δυνάμεις, κατώρθωσα να πραγματοποιήσω τα υψιπετέστερα εθνικά ιδεώδη, όταν ήλθεν εις την αρχήν μετεβλήθη εις ταπεινώτατον θεράποντα των ισχυρών, έτοιμον να προσαρμοσθή προς κάθε αξίωσιν ή και απλήν σύστασιν εκ μέρους των, και ειδικώτερον εκ μέρους της Αγγλίας, εφ’ όσον δεν έθιγε την παρουσίαν του Κωνσταντίνου επί του θρόνου, διότι με το μικροπολιτικόν των πνεύμα ενόμιζαν ότι ηδύναντο και να ωθήσουν την Αγγλία κατά της Γαλλίας, τιμώντες μέχρι δουλικής φορτικότητος την πρώτην και υβρίζοντες καπηλικώς την δευτέραν. Ότι δε η υπόθεσίς μου αυτή είνε βάσιμος συνάγεται από το δεύτερον άρθρον της συναδέλφου σας, όπου αγωνίζεται αυτή να μας πείση ότι διά της απαντήσεώς του ο λόρδος Κώρζον έλεγεν εις τον Έλληνα πρωθυπουργόν «περιμείνατε», δηλαδή μη εκκενώσετε την Μικράν Ασίαν, ως έλεγεν ούτος ότι θα αναγκασθή να πράξη. Και αφίνεται ούτω να εννοηθή ότι δεν ηδύνατο να πράξη αλλιώς ο μακαρίτης Γούναρης, αφού έβλεπε μεν ότι ο ελληνικός στρατός, μη επικουρούμενος τουλάχιστον οικονομικώς, θα καταρρεύση, εντός ολίγων εβδομάδων, αλλά εξ άλλου ο λόρδος Κώρζον, που του ηρνείτο την ζητουμένην συνδρομήν, του έλεγε ότι υπερβάλλει και του συνίστα να παραμείνη εν Μικρά Ασία, και έπρεπε να παραμείνη διά να μη δυσαρεστήση τον ευγενή λόρδον!
Και αφίνεται ούτω να εννοηθή ότι δεν ηδύνατο να πράξη αλλιώς ο μακαρίτης Γούναρης, αφού έβλεπε μεν ότι ο ελληνικός στρατός, μη επικουρούμενος τουλάχιστον οικονομικώς, θα καταρρεύση, εντός ολίγων εβδομάδων […].
Με τοιαύτην πνευματικήν αναπηρείαν και ψυχικήν ανεπάρκειαν εγίνετο η διαχείρισις των υποθέσεων της Ελλάδος εις μίαν των κρισιμωτέρων περιόδων της τρισχιλιετούς ιστορίας μας.
Πριν κλείσω την παρούσαν συζήτησιν, θα παραθέσω προς απόδειξιν της καλής πίστεως, με την οποίαν διεξάγει αυτήν η συνάδελφός σας, ασχολίαστον της επόμενην περικοπήν του Αʹ άρθρου της:
«Μετά τας εκλογάς της 1ης Νοεμβρίου του 1920, οι κυβερνήται της χώρας ευρέθησαν προ ενός στρατού προχείρως εγκατεστημένου και κατά το πλείστον διαλελυμένου εν Σμύρνη».
Ελευθ. Κ. Βενιζέλος, Η Καθημερινή, 9 Δεκεμβρίου 1934

