Εχοντας κυκλοφορήσει το 1925, Ο Αγών μου, του Αδόλφου Χίτλερ, θεωρείται από τα πλέον αντιπροσωπευτικά κείμενα των ναζιστικών απόψεων και το ιδεολογικό μανιφέστο του εθνικοσοσιαλισμού. Τις ιδέες αυτές παρουσίασε ο ηγέτης του ναζιστικού κόμματος κατά τη δεκαετία του 1930 και σε μια σειρά ομιλίες του –κυρίως στο Ράιχσταγκ–, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στην Καθημερινή και σε όλον τον Τύπο –εγχώριο και διεθνή– της εποχής.
Στις πλέον σημαντικές περιλαμβάνεται το διάγγελμα που απηύθυνε στο Συνέδριο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στη Νυρεμβέργη, τον Φεβρουάριο του 1933. Στον λόγο του στο Ράιχσταγκ, στις 13 Ιουλίου 1934, λίγες μέρες πριν χριστεί ηγέτης του Γ’ Ράιχ, αναφέρεται σε μια «νέα τάξη πραγμάτων», η οποία, σε μεταγενέστερο λόγο του (30/1/1937), προσδιορίζεται ως «επανάσταση των επαναστάσεων» ενάντια στους εκπροσώπους «του πολιτικού και οικονομικού κομμουνισμού».
Έναν μήνα μετά την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (6/10/1939), ο Φύρερ εκφράζει την πρόθεσή του να δημιουργήσει μιαν αποικιακή αυτοκρατορία, μιλώντας για «ζωτικό χώρο» στην Ανατολή. Παράλληλα, επιτίθεται στους Τσώρτσιλ και Ρούσβελτ, υποστηρίζοντας ότι υπεύθυνος για τον πόλεμο είναι ο «εβραιοδημοκρατικός καπιταλισμός» και οι Αγγλοαμερικανοί «υποκινητές» του, και χαρακτηρίζοντας τον πόλεμο ως «αγώνα υπάρξεως ή μη του γερμανικού λαού» και της ιδανικής «σοσιαλιστικής πολιτείας» του!
Ή κομμουνισμός ή εθνικοσοσιαλισμός
Η ιδέα της δημιουργίας ενός τοιούτου κινήματος έξω της πολιτικής, μου εγεννήθη όταν αντελήφθην εις τα πρώτα μετά τον πόλεμον έτη και μετά την υπογραφήν της επονειδίστου διά την Γερμανίαν συνθήκη της ειρήνης ότι η χώρα μου έβαινε προς την οριστικήν καταστροφήν, λόγω της διαιρέσεως του Γερμανικού Λαού, η οποία διαρκώς επεδεινούτο. Ο πολιτικός κόσμος, ο οποίος διά λόγους κομματικής εκμεταλλεύσεως, όχι μόνον δεν αντέδρα κατά της διαιρέσεως αυτής, αλλά και τουναντίον την υπέθαλπε, δεν ηδύνατο να αποκαταστήση την ενότητα του Γερμανικού λαού. Τότε έλαβα την απόφασιν να δημιουργήσω την κίνησιν εκείνην, η οποία, πέραν πάσης διαιρέσεως επαγγέλματος, μορφώσεως, τάξεως, θα ήνωνε πάλιν τον Γερμανικόν Λαόν εις ένα ενιαίον και αδιάσπαστον σύνολον.

Ήμουν μόνος τότε, άγνωστος, άσημος, χωρίς καμμίαν οποθενδήποτε ενίσχυσιν. Και όμως δεν εδίστασα εις την ανάληψιν του μεγάλου αγώνος. Ευθύς εξ αρχής μού κατέστη φανερόν, ότι ο αγών μου αυτός θα εστρέφετο μοιραίως εναντίον του κομμουνισμού, ο οποίος ως της φύσεώς του εσήμαινε την διαιώνισιν της διαιρέσεως μεταξύ του Γερμανικού Λαού, την ανακίνησιν του μίσους μεταξύ των τάξεων. Αλλά δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον ο κομμουνισμός αποτελεί προδοσίαν εναντίον της εργατικής τάξεως, της τάξεως εκείνης, την οποίαν ισχυρίζεται ότι προστατεύει και η οποία μοιραίως θα υποφέρη και θα δυστυχή περισσότερον πάσης άλλης από την γενικήν δυστυχίαν που φέρει η διαίρεσις. Ούτω στηριζόμενος, ακριβώς εις τους εργάτας και τους αγρότας, εκήρυξα έκτοτε τον αμείλικτον πόλεμον εναντίον των θεωρητικών αυτών της καταστροφής και της αρνήσεως, εναντίον των ανθρώπων, οι οποίοι υπονομεύουν όλα τα θεμέλια της κοινωνικής μας ζωής.

Δεκατέσσαρα χρόνια ευθύς από της εποχής της ανατροπής του πρώην καθεστώτος έδρασεν εις την Γερμανίαν ανενόχλητος ο κομμουνισμός και η κοσμοθεωρία του· είτε απροκαλύπτως, είτε με τα διάφορα προσχήματα και τας προφάσεις, με τα οποίας καλύπτουν τας αληθινάς των ιδέας οι παντοειδείς αριστερίζοντες σύμμαχοι και βοηθοί του. 14 χρόνια έδρασεν ο σοσιαλισμός του δρόμου εις την Γερμανίαν, 14 χρόνια, τα οποία ήσαν χρόνια δυστυχίας, ταπεινώσεως, καταστροφής, εγκαταλείψεως κάθε ιδανικού.

Από εξωτερικής απόψεως οι ξένοι μάς αφήρεσαν τα εδάφη μας, τον στόλον μας, την αεροπλοΐαν μας, τας αποικίας μας, μας επέβαλον υποχρεώσεις αφορήτους, μας εστέρησαν αυτής ταύτης της ικανότητος, όπως ζήσωμεν. Η ταπείνωσίς μας ήτο πλήρης. Ήλθεν η εποχή, όπου εντρεπόμεθα ημείς οι Γερμανοί διά το παρόν μας.

Από εσωτερικής απόψεως η καταστροφή ήτο ακόμη πληρεστέρα. Ο διοικητικός και οικονομικός μας οργανισμός διελύθη. Ο πολιτικός κόσμος κατέπεσε και διεφθάρη. Η εθνική μας οικονομία κατεστράφη. Τα κρατικά οικονομικά περιήλθον εις απερίγραπτον κατάστασιν. Αφάνταστος σπατάλη επεκράτησεν. Αι καταχρήσεις ήσαν αμέτρητοι. Ασυνείδητοι τραπεζίται και οικονομολόγοι έπαιζαν αναίσχυντα με τα δισεκατομμύρια του Γερμανικού Λαού. Η μεγάλη ληστεία του πληθωρισμού και των επακολουθησάντων οικονομικών λαθών εκλόνισεν εκ βάθρων τα οικονομικά του Γερμανικού Λαού. Η παράφρων φορολογική πολιτική συνεπλήρωσε την καταστροφήν. Τράπεζαι, εμπορικοί οίκοι, βιομηχανικά ιδρύματα εχρεωκόπουν το ένα μετά το άλλο. Και η καταστροφή αυτή έπληττεν αμέσως την εργατικήν τάξιν υπέρ της οποίας εκόπτοντο οι κήρυκες του σοσιαλισμού. Η ανεργία εδημιουργείτο και ηύξανε συνεχώς μέχρις ότου έφθασεν ο αριθμός των ανέργων εις τα 8 εκατομμύρια!

Άλλο, το μεγαλύτερόν των έγκλημα, υπήρξεν, ότι διέφθειραν την γερμανικήν νεολαίαν, ότι την εστέρησαν του αισθήματος της τιμής και της υπερηφανείας, την έκαμαν να χάση τον σεβασμόν προς το έθνος της και την ιστορίαν του, την κατέστησαν ηθικώς και πνευματικώς ανάπηρον. […].

Η κατάστασις όμως αυτή δεν ημπορούσε να παραταθή. Και απεφάσισα ούτω, υπερνικών όλους τους δισταγμούς μου, να εισέλθω την 30ή Ιανουαρίου εις την Κυβέρνησιν του Εθνικού Συνασπισμού, με τον σκοπόν να αρχίσω τον αγώνα διά την εκ βάθρων αναδιοργάνωσιν και ανόρθωσιν της Γερμανίας. Δώδεκα κύρια σημεία αποτελούν το πρόγραμμά μας:

• Δεν θα ψευσθώμεν προς τον γερμανικόν Λαόν και δεν θα του δώσωμεν απατηλάς υποσχέσεις. Το έργον της ανορθώσεως της Γερμανίας είνε έργον μακρόν και δυσχερές, δυνάμενον να στηριχθή μόνον εις την αποκατάστασιν της πεποιθήσεως του γερμανικού Λαού προς την ιδίαν αυτού θέλησιν και δύναμιν.
• Η ελευθερία, η τιμία ζωή και η ευτυχία, δεν θα μας χαρισθούν από τον ουρανόν. Θα προέλθουν μόνον από την εργασίαν, που θα κάμωμεν με τα ίδια τα χέρια μας.
• Καμμίαν ξένην βοήθειαν δεν πρέπει να περιμένωμεν. Μόνοι μας θα εργασθώμεν, μόνοι μας θα ανοικοδομήσωμεν.
• Την ζωήν μας, ατομικήν, οικογενειακήν, κοινωνικήν, πολιτικήν, δεν θα την στηρίξωμεν επί των ωχρών θεωριών, που εξεπήδησαν από ανισόρροπα ξενικά μυαλά, αλλά επί των παλαιών νόμων, που ερρύθμιζαν την ζωήν των προγόνων μας, των νόμων, που μας διδάσκει η ιστορία μας. Οι νόμοι της ζωής είνε πάντοτε οι ίδιοι, αιώνιοι, αμετάβλητοι.
• Αι δύο μεγάλαι βάσεις της προσπαθείας μας είνε ο γερμανικός Λαός και η γερμανική γη.
• Σκοπός και τέρμα του αγώνος μας η διατήρησις του Λαού αυτού και της γης αυτής. Δεν ζώμεν διά φανταστικά διεθνή προγράμματα και διεθνιστικάς ιδεολογίας. Η ειρήνη του κόσμου, η παγία, δύναται να στηριχθή μόνον επί ισχυρών λαών, αποφασισμένων να διατηρήσουν την ειρήνην εις τον οίκον των. Ο παγκόσμιος πολιτισμός δύναται να προέλθη μόνον από τον υπερήφανον πολιτισμόν των διαφόρων εθνών. Η παγκόσμιος οικονομική τάξις δύναται να αποκατασταθή μόνον όταν κάθε κράτος στηρίξη την ιδικήν του οικονομία.
• Ποτέ δεν θα εγκαταλείψωμε τον αγώνα, ποτέ δεν θα δεχθώμεν και την ελαχίστην συνθηκολόγησιν. Ένας από τους δύο θα εκλείψη: ο μαρξισμός ή εμείς.
• Η συμφιλίωσις των τάξεων του γερμανικού Λαού. Ο αγρότης είνε η αιωνία πηγή της γερμανικής δυνάμεως. Ο εργάτης είνε το κύριον στήριγμά της. Αλλά τον εργάτην αυτόν τον κατέστησαν οι κήρυκες του μαρξισμού ξένον και εχθρόν μέσα εις το γερμανικόν σύνολον. Ημείς θα του ανοίξωμεν διάπλατα τας πύλας διά να εισέλθη πάλιν με όλας του τας τιμάς και όλα τα δικαιώματα εις την γερμανικήν κοινότητα.
• Θα αποκαταστήσωμεν την δημιουργικήν δύναμιν του ατόμου. Ό,τι είνε μεγάλο, ό,τι είνε σπουδαίον εις τον κόσμον όλον, προήλθε μόνον από την δύναμιν της ατομικής προσωπικότητος.
• Θα αποκαταστήσωμεν την καθαρότητα εις την οικογενειακήν και την δημόσιαν ζωήν της Γερμανίας. Καταντήσαμεν να εντρεπώμεθα σήμερον διά την ηθικήν μας ζωήν. Αυτό το καθεστώς θα τελειώση. Η γερμανική τιμή θα αποκατασταθή με όλα τα δικαιώματά της.
• Θα επαναδώσωμεν εις τον Γερμανικόν Λαόν την πίστιν προς τον Θεόν, την Πατρίδα, την Οικογένειαν.
• Θα στηρίξωμεν πάλιν επί υγιών βάσεων την εκπαίδευσιν των παιδιών μας. Θα τους δώσωμεν πάλιν τα μεγάλα ιδανικά, που τους έκλεψεν η σοσιαλιστική ανατροφή. Θα τους μάθωμεν πόσον μεγάλη και υπερήφανος είνε η γερμανική ιστορία. Θα τα αναθρέψωμεν με τον σεβασμόν προς το παρελθόν και τας θυσίας του. Θα τα πείσωμεν, ότι τα δύο εκατομμύρια των νεκρών μας του πολέμου, δεν είναι ανάξια σεβασμού και θαυμασμού, διότι η θυσία των δεν ημπόδισε την ήτταν της Γερμανίας. Η ήττα αυτή, με τας συνθήκας που επήλθεν, είνε το μεγαλείτερον γερμανικόν κατόρθωμα. Και οι φονευθέντες δι’ αυτήν θα γίνουν τα πρότυπα της νεολαίας μας.
Θα αποκαταστήσωμεν την καθαρότητα εις την οικογενειακήν και την δημόσιαν ζωήν της Γερμανίας. Καταντήσαμεν να εντρεπώμεθα σήμερον διά την ηθικήν μας ζωήν. Αυτό το καθεστώς θα τελειώση.
Αυτό είναι το πρόγραμμά μας. Όταν το κατηρτίσαμεν διά πρώτην φοράν, είμεθα 7 εν όλω. Εγίναμεν τώρα 14 εκατομμύρια και ανελάβομεν υπευθύνως να κυβερνήσωμεν την Γερμανίαν. Εξορκίζω τον γερμανικόν Λαόν να μας αφήση να τον κυβερνήσωμεν επί 4 έτη. Έπειτα θα φύγω, θα χαθώ, δεν θα με ιδή πλέον κανείς. Εις τας εκλογάς της 5ης Μαρτίου θα αποφανθή ο γερμανικός Λαός. Είμαι βέβαιος, ότι θα μας δώση δίκαιον. Και το επιθυμώ, διότι θα δυνηθή ούτω το μέγα έργον να στηριχθή επί του γερμανικού Λαού. Αλλ’ εάν τυχόν παραπλανηθή, εάν χάση την ευθυκρισίαν του, δεν θα διστάσωμεν να βαδίσωμεν τον δρόμον, που χρειάζεται διά να μη καταστραφή η Γερμανία.
Η Καθημερινή, 12 Φεβρουαρίου 1933
Πώς παρέλαβε την εξουσίαν
Την 30ήν Ιανουαρίου δεν εσχηματίσθη απλώς μία νέα κυβέρνησις, αλλά μία νέα εποχή εξεκαθάρισε την παλαιάν νοσηράν τοιαύτην. Δεν επετελέσαμεν μίαν επανάστασιν ως αναρχικοί στερούμενοι οιουδήποτε σχεδίου, αλλ’ ως εκτελεσταί της θελήσεως του έθνους όπως εκκαθαρίσωμων το καθεστώς, το οποίον εδημιούργησε μία επανάστασις. […] Τα αποτελέσματα ενός και ημίσεος έτους διακυβερνήσεώς μας πρόκεινται σαφή και αναμφισβήτητα ενώπιόν μας. […].

Όταν κατηυθύνθην προς την Βιλχελστράσσε ως καγκελλάριος, το κύρος του Ράιχ είχε καταστή ανάξιον φάσμα, το δε πνεύμα της επαναστάσεως επλανάτο εις όλας τας γερμανικάς πόλεις και επαρχίας. Εντός ολίγων μηνών εξωντώσαμεν το πνεύμα της ανυποταξίας και της επαναστάσεως. Το γερμανικόν Ράιχ δεν αποτελεί πλέον σήμερον μίαν γραφειοκρατικήν ιδέαν αλλά μίαν πολιτικήν οντότητα και, κατ’ ακολουθίαν, μίαν πραγματικότητα. Ακριβώς όπως εις το εσωτερικόν του Ράιχ κατωχυρώσαμεν την ενότητα και εξησφαλίσαμεν το μέλλον του λαού μας, ούτω ακριβώς υπεστηρίξαμεν τα δίκαια του λαού μας εις το εξωτερικόν. Δεν είχον παρέλθει εξ μήνες αφ’ ης αναλάβομεν την εξουσίαν και η εξάρθρωσίς μας, ήτις προήλθεν εκ των κομματικών διαμαχών, εξέλιπε. Δεν έχω ανάγκην να ομιλήσω περί εκείνων, τα οποία πας Γερμανός αισθάνεται και γνωρίζει. Και αυτή ακόμη η σκέψις της επανόδου εις το σύστημα των πολιτικών κομμάτων αποτελεί κάτι το γελοίον και ανυπόστατον.

Κατά τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνας το τι επετελέσαμεν εις το οικονομικόν επίπεδον δύναται να διαπιστωθή εκ του αναμφισβητήτου γεγονότος ότι τέσσαρα και ήμισυ εκατομμύρια ανέργων επανήλθον εις το έργον της χρησίμου παραγωγής. Αντιμετωπίσαμεν πλείστα όσα προβλήματα, τα οποία ουδείς προ ημών είχε κατορθώσει να λύση. […] Οι οικονομικοί φραγμοί, οίτινες ανηγέρθησαν ως ανυπέρβλητα εμπόδια εις τας ξένας αγοράς, διά πολιτικούς λόγους, και οι οποίοι κατέστησαν το εμπορικόν μας ισοζύγιον παθητικόν, χάρις εις το πνεύμα και τη δραστηριότητά μας θα καταστή δυνατόν να υπερνικηθούν. Η Γερμανία θα εύρη τον δρόμον να καταστή αυτάρκης εις πρώτας ύλας εφ’ όσον βεβαίως δεν θα δυνηθώμεν να τας παράγωμεν ή να τας εφεύρωμεν. Αι προσπάθειαί μας βεβαίως θ’ αποβούν μάταιαι αν ο γερμανικός λαός δεν μας παράσχη πλήρη την εμπιστοσύνην του καθώς και την νομιμόφρονα συνεργασίαν του. Οι λόγοι του εθνικοσοσιαλισμού εύρον βαθείαν απήχησιν μεταξύ του λαού μας. Εκατομμύρια πολιτών λατρεύουν το νέον τούτο κράτος, θυσιάζονται, εργάζονται και εγκωμιάζουν αυτό.

Εις την γενικήν και ομόφωνον αυτήν θέλησιν του γερμανικού λαού, εις αυτήν την συσπείρωσιν των ηθικών αξιών του λαού μας παραμένει αντιμέτωπος μία ολιγάριθμος ομάς αποτελούσα άρνησιν και μη δυναμένη να μετάσχη εις το έργον της γερμανικής ανορθώσεως και αναγεννήσεως. Πρόκειται περί της ομάδος των διεθνών δηλητηριαστών της κοινής γνώμης, οίτινες ως απόστολοι του πολιτικού και οικονομικού κομμουνισμού, εργάζονται συστηματικώς διά την συντριβήν του έθνους και του λαού. Βλέπομεν γύρω μας τα σημεία της δράσεως των διεθνών αυτών συνωμοτών. Ενιαχού της ηπειρωτικής Ευρώπης πλανώνται αι φλόγες της επαναστάσεως, την οποίαν ούτοι απεργάζονται. Οδομαχίαι, οδοφράγματα, τρομοκρατία και ανατρεπτική προπαγάνδα συγκλονίζουν σήμερον όλας σχεδόν τας χώρας του κόσμου. Εις την Γερμανίαν οι ολίγοι απομείναντες εγκληματίαι παράφρονες συνεχίζουν την καταστρεπτικήν των δράσιν. Ο θρίαμβός των εις μίαν χώραν ως η Γερμανία δεν σημαίνει τίποτε ολιγώτερον και τίποτε περισσότερον ειμή την εξόντωσιν και των λοιπών κρατών.

(AP PHOTO).
Υπάρχει και μία ομάς δυσηρηστημένων, ήτις αποτελείται εκ των πολιτικών εκείνων ηγετών, οίτινες είδον το μέλλον των συντριβόμενον εκ της 30ής Ιανουαρίου χωρίς να δύνανται να δεχθούν το ανεπανόρθωτον τούτο γεγονός. Βεβαίως το εθνικοσοσιαλιστικόν κράτος δεν δύναται να απειληθή σοβαρώς εκ μέρους των. Υπάρχει και μία τρίτη ομάς αποτελούμενη εκ των καταστρεπτικών εκείνων στοιχείων και εκ των επαναστατών, οι οποίοι εξερρίζωσαν κατά το 1919 αυτό τούτο το κράτος, εκ των επαναστατών εκείνων, οι οποίοι ορκίζονται εις την επανάστασιν […].

Επεδιώξαμεν να δημιουργήσωμεν εις το Τρίτον Ράιχ μίαν νέαν τάξιν πραγμάτων, εις την οποίαν πας Γερμανός θα ηδύνατο να εύρη την αγάπην και τον σεβασμόν. Οι επαναστάται της τρίτης αυτής ομάδος αποτελούν τους παθολογικούς εχθρούς του νέου καθεστώτος.
Η Καθημερινή, 14 Ιουλίου 1934
Η επανάστασις των επαναστάσεων
Οταν περιεφερόμην εις την Γερμανίαν ως απλούς ρήτωρ, με ηρώτων συχνά διατί μάς χρειάζεται ολόκληρος επανάστασις και αναστάτωσις, διά να επιτύχωμεν τους σκοπούς μας. Απήντων τότε και απαντώ ακόμη εντονώτερον σήμερον, ότι η διαφθορά και η κατάπτωσις η προκαλέσασα την δυστυχίαν του Γερμανικού λαού δεν ηδύνατο να καταπολεμηθή δι’ απλών κυβερνητικών μεταβολών, αίτινες είχον χάσει πλέον την σημασίαν των, ούτε διά ξενικών πολιτειακών συστημάτων, τα οποία ήσαν αυτή αύτη η αιτία της κακής καταστάσεως. Έτι πλέον, δεν ηδύνατο να επιτευχθή μία ριζική και επαναστατική αναμόρφωσις της γερμανικής ζωής διά των φορέων της διαφθοράς και της καταστροφής, παρά μόνον διά νέας κινήσεως. Η επανάστασίς μας όμως απετέλεσε και επανάστασιν των επαναστάσεων. Επί χιλιετίας όλας, είχε ριζωθή η πεποίθησις ότι η επανάστασις συνδέεται αρρήκτως με την ανατροπήν, την καταστροφήν και την σφαγήν. Η ιδική μας συνετελέσθη σχεδόν τελείως αναίμακτος. Δεν επέφερεν ούτε μίαν υλικήν ζημίαν εις την Γερμανίαν, δεν έσπασεν ούτε ένα τζάμι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είμεθα αρκετά άνδρες ώστε να μη ημπορούμεν να αντιμετωπίσωμεν το αίμα. Και εγώ και οι συνεργάται μου, υπήρξαμεν στρατιώται του μετώπου, εξοικειωθέντες με το αίμα και αποφασισμένοι να το χύσωμεν, εάν εχρειάζετο. Η αποστολή μας όμως δεν υπήρξε να αφαιρέσωμεν την ζωήν αλλά να δημιουργήσωμεν νέαν ζωήν. Μόνον εκεί όπου ο μπολσεβικισμός ενόμισεν, ότι θα ηδύνατο διά της βίας να παρεμποδίση την επιτυχία του έργου μας, απηντήσαμε και ημείς αστραπιαίως διά της βίας. Τους άλλους εχθρούς και αντιπάλους, οσονδήποτε και αν εφαίνοντο επικίνδυνοι, τους εθέσαμεν απλώς υπό φρούρησιν, βοηθήσαντες αυτούς μόνον να εργασθούν διά πρώτην φοράν εις την ζωήν των και να κάμουν χρήσιμον έργον. […]
Και εγώ και οι συνεργάται μου, υπήρξαμεν στρατιώται του μετώπου, εξοικειωθέντες με το αίμα και αποφασισμένοι να το χύσωμεν, εάν εχρειάζετο.
Εκείνο το οποίον γνωρίζω, είναι ότι, εάν η επανάστασίς μου εγίνετο κατά τα Δημοκρατικά πρότυπα, όπως περίπου συντελείται σήμερον η κομμουνιστική επανάστασις εις την Ισπανίαν, οι έντιμοι αυτοί κύριοι (σ.σ. Άγγλοι που του απηύθυναν διαμαρτυρία για την κράτηση σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ένα «εκ των απεχθεστέρων εγκληματικών της μπολσεβικικής διαφθοράς») δεν θα είχον πλέον την ευκαιρίαν να διαμαρτυρηθούν διά την πραγματικήν φρούρησιν των αντιπάλων μας, οίτινες θα ευρίσκοντο προ πολλού εις τον άλλον κόσμον. […].

Υπάρχει τάχα σοσιαλισμός υψηλότερος και ωραιότερος και δημοκρατικόν πολίτευμα αληθέστερον και ωραιότερον από τον Εθνικοσοσιαλισμόν; Το Πολίτευμά μας επιτρέπει εις τα εκατομμύρια εκατομμυρίων των νεαρών Γερμανών όπως εις έκαστος εξ αυτών εύρη την οδόν την οποίαν πρέπει ν’ ακολουθήση εν τη ζωή. Και εάν η Θεία Πρόνοια το θέλη και η ικανότης του τον βοηθή, ουδείς εμποδίζει τον οιονδήποτε αφανή νεαρόν Γερμανόν να φθάση συν τω χρόνω εις την κορυφήν της κρατικής ιεραρχίας. […] Σκοπός της εθνικοσοσιαλιστικής επαναστάσεως δεν ήτο να εκθρονίση μίαν προνομιούχον τάξιν αλλά να επιβάλη ισότητα δικαιωμάτων όλων των τάξεων καταργούσα τας ανισότητας του παρελθόντος. Από όλους εκείνους, οι οποίοι τόσον συχνά και με τόσην προθυμίαν χαρακτηρίζουν τα φιλελεύθερα πολιτεύματα ως προερχόμενα από του λαού και διακηρύττουν ότι αυτή ακριβώς είναι η διαφορά των από τας δικτατορίας, από όλους αυτούς κανείς δεν έχει περισσότερον από εμέ το δικαίωμα να ομιλή εξ ονόματος του λαού. […].

[…] Θέλω ο λαός μου να έχη εργασίαν και άρτον, και τούτο όχι διά της παραχωρήσεως λ.χ. πιστώσεων τινών αλλά διά της εποικοδομήσεως οικονομίας στερεώς θεμελιωμένης, με την οποίαν θα δυνηθώμεν να φθάσωμεν εις το ν’ ανταλλάξωμεν εμπορεύματα με τον υπόλοιπον κόσμον ή να πραγματοποιήσωμεν δίκτυον γοργοτέρας κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εν τω οργανισμώ της ιδίας ημών οικονομίας. Δεδομένου ότι η πολιτική κατάστασις είναι τόσον ασαφής, δέον ν’ αναλάβω να πράξω το παν διά να ασφαλίσω την ύπαρξιν του γερμανικού λαού ακόμη και εις την περίπτωσιν καθ’ ην άλλοι θα εγίνοντο έρμαιον του μπολσεβικικού μιάσματος. Επεχείρησα τόσον συχνά να συμβάλω εις την επίτευξιν ευρωπαϊκής συνεννοήσεως, επανέλαβον τοσάκις ότι επιθυμούμεν εγκάρδιον και ειλικρινή συνεννόησιν και την επιθυμεί ολόκληρος ο γερμανικός λαός άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως όπως την επιθυμώ και εγώ ο ίδιος. Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι εφ’ ενός σημείου φαίνεται να υπάρχη διαφορά αντιλήψεων ουσιωδεστάτη μεταξύ της γνώμης του Άγγλου υπουργού των Εξωτερικών και της ιδικής μας.
Δεδομένου ότι η πολιτική κατάστασις είναι τόσον ασαφής, δέον ν’ αναλάβω να πράξω το παν διά να ασφαλίσω την ύπαρξιν του γερμανικού λαού.
Ο κ. Ήντεν υπογραμμίζει ότι η βρεταννική κυβέρνησις δεν επιθυμεί κατ’ ουδένα τρόπον να ευρεθή η Ευρώπη διηρημένη εις δύο στρατόπεδα. Νομίζω ότι προ ενός ακόμη μηνός ουδείς υπήρχεν εν Ευρώπη όστις να επιθυμή παρόμοιον πράγμα. Σήμερον όμως η ευχή αυτή ισοδυναμεί με καθαράν ουτοπίαν διότι σήμερον η Ευρώπη είναι πράγματι διηρημένη (το κείμενον λέγει: σχισμένη) εις δύο. Είναι λυπηρόν το ότι η βρεταννική κυβέρνησις δεν εσκέφθη ενωρίτερον ότι δεν πρέπει να διαιρεθή η Ευρώπη εις δύο στρατόπεδα διότι εν τοιαύτη περιπτώσει ουδέποτε θα υπεγράφετο συνθήκη οία η των Βερσαλλιών. Πράγματι η συνθήκη αυτή καθιέρωσε το πρώτον σχίσμα, διήρεσε δηλαδή την Ευρώπην εις νικητάς και ηττημένους. Το δεύτερον σχίσμα επήλθεν άμα τη προκηρύξει των αρχών του μπολσεβικισμού όστις δεν εννοεί να περιορισθή εις ένα λαόν αλλ’ εννοεί να εξαναγκάση διά της βίας όλους τους λαούς να τον αποδεχθούν. Δεν εζήτησεν ο εθνικοσοσιαλισμός να έλθη εις επαφήν με τον μπολσεβικισμόν εν Ρωσσία, αλλ’ ο διεθνής ιουδαϊκός μπολσεβικισμός της Μόσχας προσεπάθησε να εισδύση εις την Γερμανίαν και εξακολουθεί τας αποπείρας αυτού του είδους. Δεν είναι νοητόν το να σπεύσουν οι Γερμανοί να βοηθήσουν τον μπολσεβικισμόν αν ήθελε παραστή ανάγκη, όπως είναι φυσικόν το ότι θ’ αποκρούσωμεν οιανδήποτε βοήθειαν, την οποίαν ο μπολσεβικισμός θα εφαντάζετο ότι θα ήτο δυνατόν να μας παράσχη. Φοβούμαι ότι πας λαός όστις θα εδέχετο την μπολσεβικικήν βοήθειαν θα εύρισκε συντόμως την απώλειάν του. Ο υπουργός των εξωτερικών της Αγγλίας κ. Ήντεν είπεν ότι εκείνο που έχει αξίαν είναι αι πράξεις, όχι οι λόγοι. Ας μου επιτραπή επί του προκειμένου να παρατηρήσω ότι εκείνο που μέχρι σήμερον χαρακτηρίζει την Κ.Τ.Ε. είναι οι απειροπληθείς λόγοι, εξαιρουμένης μιας μόνης περιπτώσεως, εις την οποίαν όμως καλόν θα ήτο να περιωρίζετο πάλιν η Κ.Τ.Ε. εις τους λόγους και ν’ αποφύγη την δράσιν. […].

Oι ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται προς δικαιολογίαν της αποσπάσεως των αποικιών της Γερμανίας είναι αστήρικτοι. Πράγματι, είναι αστήρικτον το ότι οι ιθαγενείς των αποικιών μας δεν ήθελον πλέον να μείνουν υπό την κηδεμονίαν της Γερμανίας. Ποίος τους ηρώτησεν εν πρώτοις αν ήθελαν την κηδεμονίαν άλλων λαών και δεύτερον ποίος τους ηρώτησε ποίων ευρωπαϊκών λαών την κηδεμονίαν προτιμούν; Είναι επίσης αστήρικτον το ότι αι αποικίαι μας δεν είχον την προσήκουσα διοίκησιν. Η Γερμανία είχεν αποκτήσει τας αποικίας αυτάς από ικανών δεκαετηρίδων. Τας είχεν αναπτύξει με μεγάλας θυσίας, είχον αρχίσει να γίνωνται παραγωγικαί και να ανθούν, και τα αποτελέσματά των θα ήσαν σήμερον εντελώς διάφορα από τα του 1915. Αλλ’ ακριβώς διότι είχομεν αναπτύξει τόσον καλά τας αποικίας μας, εθεώρησαν άλλοι καλόν να μας τας αποσπάσουν διά της βίας.
Εν πάση περιπτώσει γεγονός είναι ότι ουδέποτε η Γερμανία επεξίωξεν αποικίας διά στρατιωτικούς σκοπούς. Η Γερμανία θέλει να έχη αποικίας μόνον δι’ οικονομικούς σκοπούς.
Όσον αφορά τον άλλον πάλιν ισχυρισμόν ότι αι αποικίαι αυταί δεν θα είχον καμμίαν ουσιαστικήν αξίαν δι’ ημάς, έχομεν ν’ απαντήσωμεν ότι εν τοιαύτη περιπτώσει δεν έχουν καμμίαν ουσιαστικήν αξίαν και διά τους άλλους. Αλλά τότε διατί μας τας αφήρεσαν; Εν πάση περιπτώσει γεγονός είναι ότι ουδέποτε η Γερμανία επεξίωξεν αποικίας διά στρατιωτικούς σκοπούς. Η Γερμανία θέλει να έχη αποικίας μόνον δι’ οικονομικούς σκοπούς. Ο γερμανικός λαός απέκτησεν εις το παρελθόν αποικιακόν Κράτος χωρίς να θίξη τα δικαιώματα οιουδήποτε άλλου λαού και χωρίς να παραβιάση οιανδήποτε συνθήκην. Απέκτησεν αποικίας χωρίς να προκαλέση διά την απόκτησίν των πόλεμον.
Η Καθημερινή, 31 Ιανουαρίου 1937
Οι όροι του Χίτλερ για την ευρωπαϊκή ειρήνη
Eίπον ήδη εις τον εν Ντάντσιγκ λόγον μου, ότι η Ρωσσία είναι ωργανωμένη επί καθεστώτος διαφόρου του ιδικού μας. Εν τούτοις εν πράγμα είναι βέβαιον. Αφ’ ης στιγμής δύο κράτη αναλάβουν αμοιβαίον σεβασμόν των δύο διαφόρων καθεστώτων των και των αρχών επί των οποίων στηρίζονται τα καθεστώτα ταύτα, παύει αμέσως πας λόγος εχθρότητος του ενός κράτους προς το έτερον. Προ ενός μηνός ήδη εδήλωσα ενώπιον του Ράιχσταγκ, ότι η σύναψις του γερμανορρωσσικού συμφώνου μη επιθέσεως, σημαίνει μεταστροφήν της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας, το έκτοτε δε συναφθέν νέον σύμφωνον φιλίας, θα εξασφαλίση εις τα δύο κράτη όχι μόνον την ειρήνην, αλλά και διαρκή μελλοντικήν συνεργασίαν. […] Και καθ’ ην στιγμήν η Γερμανία αγωνίζεται διά να εξασφαλίση ζωτικόν χώρον, αριθμούντα περί τας 100 χιλιάδας τετραγωνικά χιλιόμετρα, αναιδείς τινές δημοσιογράφοι κρατών κατεχόντων περί τα 40 εκατομμύρια τετραγωνικών χιλιομέτρων, δηλούν ότι ο εν τω αγώνι τούτω σκοπός της Γερμανίας είναι η κυριαρχία του κόσμου. […] Η απόφασις της Γερμανίας, εν τούτοις, παραμένει ακλόνητος επί ενός μόνον σημείου. Θέλομεν να αποκαταστήσωμεν και προς Ανατολάς του Ράιχ μόνιμον ειρηνικήν κατάστασιν, και ακριβώς επί του σημείου αυτού τα συμφέροντα και οι πόθοι της Γερμανίας είναι απολύτως οι ίδιοι με τα συμφέροντα και τους πόθους της Σοβιετικής Ρωσσίας. […].

Αλλά το πλέον σημαντικόν έργον είναι η νέα τάξις των εθνογραφικών συνθηκών, ήτοι η μεταφύτευσις των εθνικοτήτων κατά τρόπον ώστε εις το τέλος της εξελίξεως, αι γραμμαί αι καθορίζουσαι τα σύνορά των να είναι καλλίτεραι των σημερινών. Δεν πρόκειται επομένως περί προβλήματος αφορώντος μόνον την σημερινήν κατάστασιν, αλλά περί έργου πολύ μεγαλυτέρας εκτάσεως, διότι ολόκληρος η ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη είναι κατεσπαρμέναι από μικράς ομάδας γερμανικών μειονοτήτων και αυταί αι ομάδες είναι ακριβώς ο λόγος και η αιτία των διαρκών μεταξύ κρατών επεισοδίων. Εις την εποχήν αυτήν του δόγματος του εθνισμού και του φυλετισμού, θα ήτο ουτοπία να πιστεύη τις, ότι είναι δυνατόν να αφομοιωθούν τα μέλη ενός λαού, ανώτερου πολιτισμού. […] Το γερμανικόν Ράιχ δεν θα δεχθή ποτέ, όπως το υπό σχηματισμόν πολωνικόν κράτος δυνηθή να καταστή στοιχείον ταραχών διά το Ράιχ ή και αφορμή επεισοδίων μεταξύ του Ράιχ και της Σοβιετικής Ενώσεως. […]

Κατά το Καταστατικόν της Κοινωνίας των Εθνών πάσα αναθεώρησις των διατάξεων της συνθήκης των Βερσαλλιών θα έδει να υποβληθή εις τον διάσημον αυτόν οργανισμόν. Τα ενδιαφέροντα όμως κράτη θα δυνηθούν να αμυνθούν και εάν ακόμη η Κοινωνία των Εθνών είναι ανίκανος να εννοήση τα ζωτικά των συμφέροντα. Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι φαινόμενον αναπτυχθέν εν Γερμανία διά να εμποδίση την Κοινωνίαν των Εθνών να πραγματοποιήση τας υπέρ της αναθεωρήσεως προσπαθείας της, αλλ’ είναι κίνημα προκληθέν εκ του γεγονότος ότι επί δεκαπενταετίαν παρημποδίζετο η αναθεώρησις διατάξεων πιεζουσών τα ανθρώπινα και εθνικά δίκαια ενός μεγάλου λαού.

Εγώ προσωπικώς απαγορεύω εις ένα ξένον πολιτικόν άνδρα να δηλώνη ότι παρέβην τον λόγον μου, διότι επραγματοποίησα την αναθεώρησιν αυτήν. […] Εάν 46 εκατομμύρια Άγγλων οικειοποιούνται το δικαίωμα να κυριαρχούν 40 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων δεν είναι δυνατόν να θεωρηθή άδικον το ότι 80 εκατομμύρια Γερμανών αξιούν το δικαίωμα να ζουν επί 800 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, διά να καλλιεργούν τους αγρούς των και να ασκούν τα επαγγέλματά των, ούτε το ότι αξιούν ακόμη να τοις επιστραφούν αι αποικιακαί κτήσεις, αι οποίαι ήσαν ιδιοκτησίαι των και τας οποίας δεν έκλεψαν από κανένα, ούτε κατέκτησαν διά πολέμου, αλλά απέκτησαν δι’ εντίμων μέσων, δι’ αγοράς, ανταλλαγής ή συμβάσεως. […]

Η επί της διεθνούς ζωής βαρύνουσα σήμερον έλλειψις ασφαλείας δεν προέρχεται από τας γερμανικάς διεκδικήσεις, αλλά από τας συκοφαντίας, τας διαδοθείσας υπό των αυτοκαλούμενων δημοκρατιών. Είναι ευτύχημα διά την ανθρωπότητα ότι ηδυνήθην ειρηνικώς να θέσω τέρμα εις τας καταφώρους αδυνατότητας της συνθήκης των Βερσαλλιών. […] Και η τελευταία δε αναθεώρησις της συνθήκης θα ήτο δυνατόν επίσης να επιτευχθή δι’ ειρηνικής λύσεως, εάν δεν υπήρχεν η αντίδρασις εκείνων οι οποίοι δεν επιθυμούν να ίδουν την Κεντρικήν Ευρώπην αναδιωργανωμένην ειρηνικώς και καθισταμένην χώραν, δυναμένην να παράσχη άρτον και εργασίαν εις όλους τους κατοίκους της. […]
Η επί της διεθνούς ζωής βαρύνουσα σήμερον έλλειψις ασφαλείας δεν προέρχεται από τας γερμανικάς διεκδικήσεις, αλλά από τας συκοφαντίας, τας διαδοθείσας υπό των αυτοκαλούμενων δημοκρατιών.
Προ της ανόδου μου εις την εξουσίαν η Κεντρική Ευρώπη, ήτοι όχι μόνον η Γερμανία, αλλά και τα γειτονικά αυτής κράτη, επλήττοντο υπό καταστρεπτικής ανεργίας. Το επίπεδον της ζωής είχε καταπέσει και είχεν ως συνέπειαν την αθλιότητα και την πενίαν. Ουδείς των ξένων πολιτικών ανδρών, οι οποίοι σήμερον μας κατακρίνουν, δύναται να αμφισβητήση ότι κατωρθώσαμεν να εξαφανίσωμεν τας συνθήκας αυτάς της παρακμής, όχι μόνον εις το παλαιόν έδαφος του Ράιχ, αλλά και εις τας ανακτηθείσας επαρχίας. Η πείρα επομένως απέδειξε ότι η περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης δεν είναι δυνατόν να ζήση ή μη μόνον εάν είναι ηνωμένη και ότι εκείνος, όστις την χωρίζει, διαπράττει έγκλημα εναντίον εκατομμυρίων ανθρώπων. […]

Ποίοι είναι οι αντικειμενικοί σκοποί της γερμανικής Κυβερνήσεως ως προς τα εδάφη, τα κείμενα προς Δυσμάς της γραμμής διαχαράξεως και αναγνωρισθέντα ως σφαίρα γερμανικής επιρροής; Ιδού αυτοί: Πρώτον: Δημιουργία συνόρων του Ράιχ, ανταποκρινομένων εις τα ιστορικά, εθνογραφικά και οικονομικά δεδομένα. Δεύτερον: Διακανονισμός του ζητήματος των εθνικοτήτων, δηλαδή επίλυσις όλων των ζητημάτων των μειονοτήτων, όχι μόνον εις το έδαφος αυτό, αλλά και εις όλα τα λοιπά εδάφη, όπου υπάρχουν μειονότητες. Τρίτον: Προσπάθεια να διακανονισθή το εβραϊκόν πρόβλημα. Τέταρτον: Αναδιοργάνωσις της οικονομικής ζωής και των συγκοινωνιών προς όφελος όλων των κατοίκων της σφαίρας της επιρροής του Ράιχ. Πέμπτον: Εγγύησις ασφαλείας του εδάφους αυτού και έκτον: Καθορισμός των ορίων του πολωνικού κράτους, το οποίον και ως προς την σύνθεσίν του και ως προς την διακυβέρνησίν του, πρέπει να παρέχη την εγγύησιν ότι δεν θέλει καταστή ούτε νέα εστία πυρκαϊάς εις βάρος της Γερμανίας, ούτε κέντρον μηχανορραφιών εναντίον της Γερμανίας και της Σοβιετικής Ρωσσίας. […]

Πρέπει να αποκατασταθή όχι μόνον η πεποίθησις, αλλά και το αίσθημα της ευρωπαϊκής ασφαλείας. Διά να γίνη αυτό πρέπει. Πρώτον: Να μη υπάρξη πλέον αμφιβολία ως προς την εξωτερικήν πολιτικήν των ευρωπαϊκών κρατών. Ως προς την Γερμανίαν, η γερμανική Κυβέρνησις είναι ετοίμη να καθορίση σαφώς τους σκοπούς της εξωτερικής πολιτικής της. […] Ζητεί μόνον η Γερμανία τας αποικίας της, αι οποίαι τής είναι απαραίτητοι. Το αίτημα όμως αυτό δεν έχει τελεσιγραφικόν χαρακτήρα και δεν βασίζεται επί της δυνάμεως της Γερμανίας, αλλά μόνον επί της πολιτικής δικαιοσύνης και της οικονομικής λογικής.
Η Καθημερινή, 7 Οκτωβρίου 1939

