Τον Ιούνιο του 1943, οπότε η Καθημερινή τελούσε υπό κατοχική λογοκρισία, δημοσιεύεται η βιογραφία της Ζοζεφίν Μπέικερ, θρυλικής χορεύτριας των παρισινών μιούζικ χολ, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Εκτός από την εμβληματική της εμφάνιση στο “Folies Bergère”, όπου χόρευε τον “Danse Sauvage”, φορώντας μόνο ένα περιδέραιο και μία φούστα από μπανάνες, η Μπέικερ ήταν η πρώτη Αφροαμερικανή που εμφανίστηκε σε ταινίες του βωβού κινηματογράφου, ενώ υπήρξε πράκτορας της γαλλικής Αντίστασης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταφέροντας πληροφορίες στους Ελεύθερους Γάλλους υπό τον Ντε Γκωλ, δραστηριότητα για την οποία παρασημοφορήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία.
Έντονη ήταν η συμμετοχή της στο Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα των Έγχρωμων από τη δεκαετία του 1950 αλλά και στη συνέχεια. Μάλιστα, δημοσιοποίησε προσωπικές της εμπειρίες, που αφορούσαν φυλετικές διακρίσεις που βίωσε κυρίως κατά την επιστροφή της στις ΗΠΑ την ίδια δεκαετία· το γνωστότερο περιστατικό ήταν αυτό στο “Stork Club”, το οποίο αναφέρει και η Καθημερινή τον Οκτώβριο του 1951. Η Μπέικερ συμμετείχε και στην Πορεία προς την Ουάσινγκτον, τον Αύγουστο του 1963, εκφωνώντας ομιλία πριν από τον ιστορικό λόγο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: «Έχω ένα όνειρο!».
Η Μπέικερ επισκέφθηκε την Ελλάδα για σειρά παραστάσεων στο «Παλλάς», τον Φεβρουάριο του 1934, γεγονός που απασχόλησε τις κοσμικές και μη στήλες των αθηναϊκών εφημερίδων της εποχής.
Ζοζεφίνα Μπαίκερ – σειρά περιγραφών
Η Ζοζεφίνα ξαναπήγε εις το γραφείο του διευθυντού του βαριετέ.
— Α! όχι, όχι! Της εδήλωσε με απότομο τρόπο. Είσαι πολύ νέα. Δεν μπορώ να σε προσλάβω. Το σώμα σου είναι πολύ κακοφτιαγμένο, το πρόσωπό σου δεν έχει τίποτα το ελκυστικό. Δεν γίνεται τίποτε για την ώρα. Πέρασε άλλη φορά ή, καλλίτερα, μην κάνης τον κόπο να ξαναπεράσης.
Η Ζοζεφίνα όμως ήθελε με κάθε τρόπο να δουλέψη, είχε ανάγκη να ζήση και επιθυμούσε να αφοσιωθή στον χορό.
— Επερίμενα δύο ώρες στον διάδρομο, γιατί δεν είχα την τόλμη να μπω στο γραφείο του διευθυντού. Τέλος, επήρα το θάρρος, έσπρωξα την πόρτα και ύστερα από χίλιες παρακλήσεις τον έπεισα να με προσλάβη και να μου δώση έναν «νούμερο» σε κάποιο θίασο τρίτης τάξεως, που επρόκειτο να κάμη μια μεγάλη περιοδεία και θα έφευγε αμέσως.

Έξη μήνες δεν εκάναμε τίποτε άλλο, παρά γυρίζαμε από την μίαν επαρχιακή πόλι στην άλλη. Οι νέοι ήταν ενθουσιασμένοι με τους χορούς μου, αλλά οι γυναίκες μού έλεγαν κατά πρόσωπο ότι χόρευα σαν μαϊμού. Στις γυναίκες αυτές εγώ απαντούσα πως μου άρεσε να χορεύω σαν μαϊμού και πως θα εξακολουθούσα να χορεύω με τον ίδιο τρόπο, έως την ημέρα που θα πέθαινα. Οι γυναίκες αυτές ήταν κακές, αλλά ο διευθυντής του θιάσου ήταν πολύ χειρότερός τους. Εφρόντιζε να βρίσκη δωμάτια για όλους τους άλλους και άφινε εμένα δίχως στέγη. Επίσης, δεν έβαζε το όνομά μου στο πρόγραμμα.
Τέλος ο θίασος ξαναγύρισε στη Νέα Υόρκη. Ένα βράδυ ο διευθυντής του θεάτρου με είδε να κάνω πρόβες σε μια καινούρια επιθεώρησι. Αφού με εκύτταξε πολύ προσεκτικά με τα μεγάλα του μάτια, ήρθε κοντά μου και μου είπε:
— Ελάτε αύριο να με δήτε.
Η Ζοζεφίνα δεν έλειψε από την συνάντησι.
— Σου δίνω είκοσι δολλάρια την εβδομάδα για να χορέψης εδώ πέρα. Τώρα πήγαινε.

Και ώρισε ένα καμαρίνι, όπου θα μπορούσε να μακιγιάρεται και να αλλάζη κοστούμια. Το καμαρίνι αυτό δεν ήτο παρά ένα μεγάλο δωμάτιο ολόγυμνο. Η Ζοζεφίνα ήτο υποχρεωμένη να κάθεται στο πάτωμα για να μπορεί να χρησιμοποιή τα κουτιά με τις πούδρες και τα κραγιόνια της. Εκεί μέσα έκανε πολύ κρύο. Στην Αμερική κάνει παντού κρύο. Στη ράχι της έσταζαν νερά και, φυσικά, αρρώστησε. Αναγκάσθηκε να μείνη στο κρεββάτι μίαν εβδομάδα, επειδή όμως έπρεπε να ζήση ξαναγύρισε στο θέατρο πριν γίνη εντελώς καλά, αφού προηγουμένως ετηλεφώνησε στην μητέρα της την πρώτη μικρή επιτυχία της. […]
Εις τας 15 Σεπτεμβρίου του 1925, η μαύρη χορεύτρια Ζοζεφίνα Μπαίκερ έφευγε από την Αμερικήν, για να δοκιμάση την τύχην της εις τα θέατρα της Ευρώπης.
Αργά-αργά το υπερωκεάνειον «Μπερεγκάρια» άφινε τον λιμένα της Νέας Υόρκης, για τον ωκεανό. Η θάλασσα ήτο γαληνιαία. Η Ζοζεφίνα είχε ανέβει στην γέφυρα του πλοιάρχου και απελάμβανε το θέαμα.
— Όταν το άγαλμα της Ελευθερίας δεν εφαίνετο διόλου, ένοιωσα τον εαυτό μου εντελώς ελεύθερο. Άρχισα να τραγουδώ ένα γλυκό τραγούδι, πιο γλυκό και από το νανούρισμα των κυμάτων. […]
Την ιδίαν ημέραν, 22 Σεπτεμβρίου, τέσσαρες ώρες μετά την αναχώρησίν της από το Χερβούργον, η Ζοζεφίνα έφθασε στο Παρίσι: μεγάλην ευρωπαϊκήν πόλιν, όπως της είχαν πη οι Αμερικανοί φίλοι της.
Έβρεχε. Για τη Ζοζεφίνα, η βροχή ήταν καλός οιωνός, όταν έπεφτε σε μια πόλι, στην οποίαν έφθανε για πρώτη φορά.

— Ω! τι μικρά σπιτάκια, τι μικροί δρόμοι, τι μικρές πλατείες που έχει το Παρίσι. Δεν θα μπορέσω να χορεύσω σ’ αυτήν την πόλι. Είναι πολύ μικρή για με! Έπειτα, φορώ ένα γελοίο ένδυμα! Τα κορίτσια στην Αμερική φέρουν παπούτσια με χαμηλά τακούνια. Στην Ευρώπη τα σπίτια είναι χαμηλά, αλλά τα τακούνια των γυναικών είναι ψηλά.
Η Ζοζεφίνα ήταν ντυμένη με τρόπο που προκαλούσε τον γέλωτα σε όσους την κύτταζαν, και αρχικώς δεν μπορούσε να το αντιληφθή η ίδια. Αργότερα, όταν οι τουαλέττες της έβγαιναν ώμορφες από τα διάφορα ατελιέ της μόδας, ο κόσμος δεν γελούσε πια, και αυτή η ίδια δεν ήθελε να εγκαταλείψη την ευρωπαϊκή μόδα. Είχε φθάσει μ’ ένα φουστάνι τετραγωνικό, που το συνεκράτει με τιράντες του ιδίου υφάσματος που περνούσαν πάνω από μια μπλούζα άσπρη, καπέλλο με φτερά, και περασμένες μ’ ένα λουρί από τον ώμο μια φωτογραφική μηχανή και διόπτρες.
Η Μπαίκερ εξωμολογήθη τις εντυπώσεις της επί της πρώτης δοκιμής, την οποίαν έκαμεν εις το θέατρον των Ηλυσίων, όπου έδωσε διά πρώτην φοράν παράστασιν εις την Ευρώπην.

«Θα ενθυμούμαι πάντα την πρώτην μου δοκιμήν. Η αίθουσα μπροστά μου μού εφαίνετο σκοτεινή. Μόνον το προσκήνιον εφωτίζετο. Είκοσι άτομα εκάθησαν στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Οι μηχανικοί παρηκολούθουν, οι δύο πυροσβέσται ήσαν κατάπληκτοι. Δεν ήσαν συνηθισμένοι να δέχωνται τους ήχους του τρομπονιού στην κοιλιά! Στο τέλος ο νεώτερος από τους δύο, πίσω από τα παρασκήνια, κύτταζε να μιμηθή τις κινήσεις μου…»
Επί της μαύρης επιθεωρήσεως που επαίχθη στα Ηλύσια, ο ευρωπαϊκός τύπος, και ειδικώτερον ο παρισινός, εθορύβησε τότε μεγάλως. Ελέχθη ότι υπήρχαν θεαταί που την ξανάδαν πέντε και εξ φορές, εν συνεχεία. Υπήρχαν και άλλοι, που εσηκώνοντο στο τέλος της δευτέρας σκηνής, κτυπώντες την θύραν της εξόδου, φωνάζοντες πως επρόκειτο περί σκανδάλου, περί παραφροσύνης, περί λατρείας κατωτέρων θεοτήτων. Και ο καιρός εδικαίωσε τους τελευταίους αυτούς, διότι στο τέλος αι παραστάσεις εδίδοντο προ κενών εδωλίων. Δυστυχισμένη Ζοζεφίνα, πώς δεν δύναται να δίδη κανείς πίστι στο κοινόν! Το θέαμα θα ήρχιζε περί ώραν δέκα και τέταρτον. Η αίθουσα ήτο υπερπλήρης από θεατάς παντός έθνους. Οι μουσικοί της μαύρης ορχήστρας με τα όργανά των, εισήρχοντο σαν κατάδικοι ο εις όπισθεν του άλλου εις την σκοτεινήν αίθουσαν, και κατελάμβαναν τας θέσεις των. Μετ’ ολίγον υψώνετο η αυλαία. Εις την σκηνήν έβλεπε κανείς ένα μεμακρυσμένον λιμένα, μικρές φωτισμένες βάρκες, ένα φεγγάρι στρογγυλό σαν αυγά μάτια, εξωτικά σπιτάκια στην ακτή… και γυναίκες, πολλές γυναίκες με πουκαμισάκι, που εψέλλιζαν ένα ακατανόητο τραγουδάκι. Όλα μαύρα, όλα σκοτάδι, όλα κόλασις…

Σ’ αυτό το σημείον έμπαινε στη σκηνή ένα άτομο, ευκίνητο, που περπατούσε με τα γόνατα, ντυμένο μ’ ένα μαγιώ με τιράντες, που είχε το περίεργο ύφος μεταξύ πυγμάχου και ποδηλατοδρόμου.
Άνδρας ήταν ή γυναίκα; Τα χείλη της ήσαν βαμμένα μαύρα, το δέρμα της είχε χρώμα μπανάνας, τα μαλλιά της ήσαν κοντά και κολλημένα στο κρανίο σαν να τάχε επαλείψει με χαβιάρι… Και η φωνή της; Ήταν στριγγλιστική. Εκινείτο χωρίς ν’ αναπνέη, το σώμα της συνεσπάτο, σαν σώμα φιδιού ή, με περισσοτέραν ακρίβειαν, σαν σαξόφωνον εν κινήσει, και ο ήχος της ορχήστρας εφαίνετο να έβγαινε από τη φωνή και το σώμα της. Εκίνει τα γόνατα, τις αρθρώσεις, έκανε μεγάλους γύρους με το σώμα και, τέλος, έφευγε με μεγάλη ταχύτητα με καμπτόμενα τα γόνατα και με το όπισθεν μέρος του σώματος υψηλότερα της κεφαλής σαν γηραιά καμηλοπάρδαλις.
Είναι φρικτό, αηδιαστικό. Είναι μαύρη; Είναι άσπρη; Έχει τα μαλλιά και το κρανίο ζωγραφισμένα μαύρα; Κανείς δεν τώξερε. Δεν του δίδεται καιρός να το αντιληφθή. Πηγαινοήρχετο στη σκηνή σαν μαύρος κεραυνός. Δεν ήταν γυναίκα, δεν ήταν χορεύτρια: ήταν κάτι το καταπληκτικό και φευγαλέο σαν τη μαύρη της μουσική. Ήταν η Ζοζεφίνα Μπαίκερ!
Πηγαινοήρχετο στη σκηνή σαν μαύρος κεραυνός. Δεν ήταν γυναίκα, δεν ήταν χορεύτρια: ήταν κάτι το καταπληκτικό και φευγαλέο σαν τη μαύρη της μουσική.
Και ιδού το φινάλε του θεάματος: Η σκηνή διεξάγεται εις ένα ντάνσιγκ, όπου χορεύουν ένα άγριον χορόν, εις τον οποίον μετέχουν, η Ζοζεφίνα είναι τελείως γυμνή, μ’ ένα μικρό περιδέραιο από πτερά γαλάζια και κόκκινα γύρω από τη μέση και άλλο τέτοιο στο λαιμό.
Στρόφαλος με πτερά, οι χορεύτριες φωνάζουν, με τας κινήσεις των συνοδευόμενας από ήχους κυμβάλου.

Η Ζοζεφίνα λέγει:
— Εγώ όταν χορεύω αντικαθιστώ τα ρούχα μου με μπανάνες και πτερά.
Η Καθημερινή, 3-4 Ιουνίου 1943
Η μαύρη χορεύτρια που ξετρελαίνει το Παρίσι
Παρίσιοι, Ιούνιος – Ως τις δύο μετά τα μεσάνυχτα μοιάζει με κάθε σικ καμπαρέ της Μονμάρτρης. Μικρό, ολοφώτιστο, ήσυχο. Σαμπάνια και «αμπί» υποχρεωτικά.
Κέντρο κατάλληλο και για πρωτόβγαλτες καθολικού «πανσιονά». Ντεκόρ, ούτε στυλ, ούτε μοντέρνο: απρόσωπο. Στην είσοδο, κοντά στους απαραίτητους γιρούμ, δύο δωρικές στήλες, Φρουροί άκαμπτοι της Αιδούς;…
Φωτισμός, εχθρός άσπονδος κάθε αταξίας και σκοτεινής μυσταγωγίας. Κάθε πολυέλαιος και χίλια κεριά…
Κοινό, συνηθισμένο. Συνέντευξις δημοκρατιών, βασιλείων και αυτοκρατοριών. Οι Γάλλοι διϊσχυρίζονται πως δεν υπάρχει κανείς συμπατριώτης τους εκεί. Οι ξένοι, που ακούν μόνο γαλλικά, κάποτε παραμορφωμένα, είν’ αλήθεια, κάποτε όμως γνήσια, μένουν συλλογισμένοι. Χαρακτηριστικό γνώρισμα: φαλάκρες, άσπρα γένεια, προεξέχουσες κοιλιές, χέρια απεριποίητα, ρυτίδες, πάχη και πολλές κοπέλλες…

Πηγαίνουν, εκεί όπως σε κάθε σικ κέντρο, πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Σουπάρουν ελάχιστοι, ένα μύγδαλο, πέντε φράγκα· ένα μεγάλο μύγδαλο, δέκα· ένα μύγδαλο με το πράσινο τσόφλι του, δέκα-πέντε. Το ίδιο με τις φράουλες: μία φράουλα πέντε φράγκα, μία μεγάλη φράουλα δέκα και μια μεγάλη φράουλα με κοτσάνι, δεκαπέντε φράγκα.
Δε σε βιάζουν να πάρης δεύτερη σαμπάνια. Την παίρνεις μόνος σου γιατί διασκεδάζεις. Και διασκεδάζεις περιμένοντας.
Υπάρχει καλή τζαζ· δεν την ακούει κανείς!
Υπάρχουν δύο καλοί ρώσοι χορευταί· δεν τους προσέχει κανείς. Τι κάνει όλος αυτός ο κόσμος; Περιμένει! Δεν χορεύει, δεν γελά, δεν φωνάζει. Σπάζει μύγδαλα, πίνει σαμπάνια και περιμένει.
Αυτή είνε η πρώτη ζωή του μικρού καμπαρέ.
Ησυχία, προετοιμασία, προσευχή. Και στις δύο μετά τα μεσάνυχτα το δαιμόνιο έρχεται!…
Λιγνή, σβέλτα, μακροπόδαρη, γυαλιστερή σαν μπρούτζινο άγαλμα, αεικίνητη, νεαρώτατη. Μάτια και δόντια που αστράφτουν σαν ατσάλινες λάμες. Μαλλιά λαδωμένα με άγνωστα για μας μυρωδικά.
Ζοζεφίν! Ζοζεφίν! Μπράβοοοο!
Οι τσαρλεστίζοντες την θεωρούν ίνδαλμά τους. Οι σημερινές γυναίκες πρότυπό τους.
Ζοζεφίν! Ζοζεφίν! Ουραααά.

Με πηδήματα ελαφίνας, νάζια, μορφασμούς, γέλια, πλησιάζει όλους τους καλεσμένους. Φορτωμένη με μια πανέρα γεμάτη ανώδυνα πολεμοφόδια, εφοδιάζει κάθε τραπέζι, ρακέτες από χαρτόνι, μπάλλες από βιμπάκι, σερπαντέν. Κάθε φαλάκρα, κάθε ρυτιδωμένη όψι, προκαλεί τις ιδιαίτερες περιποιήσεις της.
Όου! Όου!
Τραβά τα γένεια του ενός, χαϊδεύει την φαλάκρα του άλλου, κοροϊδεύει τον τρίτον. Παίζει με κείνους που μέρες πολλές θα ζήσουν με την θύμισή της. — «Η Ζοζεφίν με χάιδεψε! Η Ζοζεφίν με πρόσεξε!»
Το ήσυχο καμπαρέ δεν αργεί ν’ αλλάξη όψι. Ζει την δεύτερη ζωή του τώρα, θορυβεί, διασκεδάζει. Το μαύρο δαιμόνιο κρατά με μαεστρία τους σπάγγους και τα νευρόσπαστα χοροπηδούν δαιμονισμένα.
Ζοζεφίν! Ζοζεφίν! Μπράβοοοο!
Στην μέση ακριβώς της αιθούσης υπάρχει ένας χώρος ενός τετραγωνικού μέτρου. Εκεί με μανία κανιβάλου αρχιχορευτού, η Ζοζεφίν τινάζει τ’ ακούραστα μέλη της. Βιζαβί της μια γεροντική ύπαρξις με φαλάκρα και προεξέχουσα κοιλιά προσπαθεί να την μιμηθεί.
— Πλου-βιτ – Πλου-βιτ! Ξεκαρδίζεται το δαιμόνιο και κάνει ακόμη πιο εξωφρενικές κινήσεις. Ολόκληρο το καμπαρέ ορθό και με γουρλωμένα μάτια παρακολουθεί. Με τον χορό, το κοντό ως τα γόνατα φουστανάκι της Ζοζεφίν ανεβοκατεβαίνει και μόνο ο αφαλός μένει σκεπασμένος. Μα μεταξύ των δύο ασφαλώς η Ζοζεφίν δεν είναι η πιο άσεμνη!
Το παράξενο αυτό μάθημα διακόπτεται κάθε λίγα λεπτά. Η Ζοζεφίν συγχαίρει τον χορευτή της, τον συνοδεύει στην θέσι του και τρέχει εις αναζήτησιν άλλου.
— Ε, α βο. Μαντεναί!
Όλοι οι γέροι της βραδιάς επιδεικνύουν την ευλυγισία τους, την χάρι και την ωμορφιά τους.
— Μπράβοοο μπράβοοο Μουσιού! ασέ, ασέ.

Το δαιμόνιο συνοδεύει κάθε φορά τους επαίνους και με βραβεία. Όλες οι γλάστρες της σάλας, από τις πιο μικρές, στις πιο μεγάλες, φεύγουν από τις θέσεις τους για να σκιάσουν τους ήρωες. Η Ζοζεφίν επιμένει στην ιδέα της. Μεταφέρει ολομόναχη ολόκληρα δέντρα και τα στείνη εμπρός σε κάθε θύμα.
— Μπράβοοο, μπράβοοοο!
Τους γέρους διαδέχονται οι γυναίκες. Όταν είνε γαλλίδες ή ευρωπαίες προσπαθούν να μιμηθούν το Μαύρο Δαιμόνιο. Όταν είνε Αμερικάνες το Μαύρο Δαιμόνιο προσπαθεί να τις μιμηθή.
Σηκώνουν τις πολύτιμες φούστες τους με τα δύο χέρια και χαμογελώντας παραδίδονται σ’ ένα ιλιγγιώδη ρυθμό. Ο χορός τους δεν είνε πια το γνωστό τσάρλεστον. Στην έμπνευσι και το κέφι της στιγμής, κινούν χέρια, πόδια, κεφάλι, όλο και πιο γρήγορα, όλο και εξωφρενικά.
Μπράβοοο, Μπράβοοο, φωνάζει η Ζοζεφίν και τα θεωρεία.
Οι ώρες περνούν, ο κόσμος διασκεδάζει, η Ζοζεφίν εξαφανίζεται. Η παρουσία της δεν χρειάζεται πια. Το κέφι έφθασε το κατακόρυφο. Ο έρανος για τους αναπήρους του πολέμου βλέπει και χιλιάρικα. Είμεθα, άλλως τε, στην εβδομάδα της καλωσύνης.
Η Καθημερινή, 25 Ιουνίου 1927
Η Ζοζεφίν Μπέικερ στην Αθήνα
Ποιος είπε ότι η Ζοζεφίν Μπαίκερ είνε μαύρη; Ποιος την παρουσίασε σαν ένα αγρίμι το οποίον μετέφερε την ατμόσφαιραν της ζούγκλας εις το παρισινόν μιούζικ-χωλλ; Και –το κυριώτερον– ποιος φωτογράφος ή σκιτσογράφος την ενεφάνισεν όχι ωραίαν;

Χθες το πρωί –εις τον Πειραιά– και χθες το βράδυ –εις την «Μεγάλη Βρεττανία»– είδαμε την Ζοζεφίν. Θέλετε εντυπώσεις; Μια χαριτωμένη γυναίκα, εξαιρετικά μελαγχροινή, τύπος μιγάδος που προσεγγίζει τον ευρωπαϊκόν, έκφρασις εξυπνωτάτη, χρώμα ανοικτής σοκολάτας. Και κάτι άλλο: Εξυπνοτάτη, πολιτισμένη, μορφωμένη και πολύ ευχαριστημένη όταν ομιλή. Όταν ανοίγη το στόμα της δεν σταματά, και εις αυτό φυσικά προσαρμόζεται θαυμάσια προς τας ελληνικάς συνηθείας.
Αυτό είνε το σύνολον των εντυπώσεων. Αλλά καιρός είνε να τας αποδώσωμε με κάποιαν σειράν και τάξιν.
Αληθινή περιπέτεια η αναμονή του «Βασιλέως Καρόλου», με τον οποίον έφθασεν εις τον Πειραιά η εξωτική χορεύτρια. Δεν πρόκειται τόσον περί της αναμονής μιας και ημισείας ώρας όσον διά την γενικήν ακαταστασίαν με την οποίαν ασχολείται άλλη ειδικωτέρα στήλη.
Μόλις το ρουμανικόν ατμόπλοιον προσήγγισε εις την αποβάθραν, πριν πλευρίση ακόμη και πριν επιτραπή η ελευθεροκοινωνία, όλα τα αναμένοντα δημοσιογραφικά και άλλα βλέμματα ανεζήτησαν εις όλα τα ορατά σημεία του «Βασιλέως Καρόλου» την Ζοζεφίν. Πού είναι άρα γε;
Ασφαλώς εκεί. Εις το μέσον ενός ευρυτάτου κύκλου επί του καταστρώματος. Και πράγματι όταν ο κύκλος διασπάται μια κομψή σιλουέττα πλησιάζει την κουπαστήν. Η Ζοζεφίν Μπαίκερ, η περίφημη χορεύτρια, η «μαύρη Αφροδίτη». Φορεί ένα γούνινο μαντώ «τρουά-καρτ» και ένα σκουφάκι πλεκτό. Γύρω από τον λαιμόν ένα μεταξωτό κασκόλ.

Η πρώτη στιγμή περνά αναποφάσιστος. Το κοινόν που έχει συρρεύσει εκεί –το υπολογίζουν εις δύο-τρεις χιλιάδας– την παρατηρεί όπως και αυτή παρατηρεί το κοινόν. Αίφνης, ωσάν το συμπέρασμα να είναι ενθουσιαστικόν, υψώνει το χέρι και χαιρετά ενώ ξεσπά εις ένα χαριτωμένο γέλοιο. Ο χαιρετισμός ανταποδίδεται μ’ ενθουσιασμόν. Χέρια υψώνονται, μανδύλια κινούνται, καπέλλα, ρίπτονται εις τον αέρα. Εκδηλώσεις τας οποίας θα εζήλευε κάθε υποψήφιος δήμαρχος. Εχάθη κατόπιν από τα μάτια μας. […]
Η αποβίβασίς της υπήρξε περιπετειώδης. Όταν το απόγευμα μιλούσαμε εις το κομψόν δωμάτιον της «Μεγάλης Βρεττανίας» δεν ετολμήσαμε να της ζητήσουμε την επ’ αυτού εντύπωσίν της.
Διότι η ξένη καλλιτέχνις αποβιβασθείσα περιεστοιχίσθη από ένα έξαλλον πλήθος. Την παρέσυραν εδώ και εκεί, την επίεσαν, παρ’ ολίγον να την συνθλίψουν και να την τραυματίσουν, και εις το τέλος τής επέτρεψαν μόνον να επιβιβασθή εις το αυτοκίνητον που την επερίμενε, ενώ ταυτοχρόνως αι ανθοδέσμαι αι οποίαι επρόκειτο να προσφερθούν υφίστανται δεινήν κακοποίησιν και οι οπερατέρ που την περιμένουν εκσφενδονίζονται εις την άλλην άκραν της αποβάθρας.
Προς σωτηρίαν της καταστάσεως μετακαλείται ολόκληρον… ναυτικόν άγημα, το οποίον περιβάλλει το αυτοκίνητον ή αναρριχάται επάνω του και διευκολύνει την έξοδόν του μέσα από τα αλλεπάλληλα κύματα του πλήθους που χειροκροτεί και ζητωκραυγάζει. Επί τέλους το αυτοκίνητον διαφεύγει από τον ανθρώπινον κλοιόν και εξαφανίζεται εις την καμπήν της οδού.

Η Μπαίκερ εκοιμάτο ακόμη όταν οι δημοσιογράφοι, συμφώνως προς τα δημοσιευθέντα, εζήτουν να γίνουν δεκτοί εις το ξενοδοχείον της «Μεγάλης Βρεττανίας». Εχρειάσθη μία αρκετά παρατεταμένη αναμονή διά ν’ αφυπνισθή η κυριολεκτικώς «σκοτωμένη» από τους κόπους του ταξιδίου και –προ πάντων– της αφίξεως καλλιτέχνις. Όταν επληροφορήθη την άφιξιν των αντιπροσώπων του Τύπου, παρεκάλεσε να ανέλθουν εις το διαμέρισμά της διά να τους δεχθή αμέσως.
Την ευρήκαμε ντυμένη μεν με ένα απλούστατο μαντηλάκι, αλλά ξαπλωμένην εις το κρεββάτι και σκεπασμένην με το πάπλωμα. Ανασηκώνεται, παρατηρεί εξεταστικώς και κατόπιν με χαριέστατον μορφασμόν επεξηγεί:
— Δεν εγνώριζα ότι με περιμένατε, κύριοι. Εξ άλλου το μεσημέρι εδέχθην δημοσιογράφους…
Όταν της παρέχεται η εξήγησις ότι πρόκειται περί του απογευματινού Τύπου, συμφωνεί. Αλλά δεν μπορεί να καταλάβη κάτι άλλο.
— Ποιος σάς ειδοποίησε;
— Η επιχείρησις που σας εκάλεσε εις την Ελλάδα.
— Η επίσκεψίς σας με ευχαριστεί, αλλά σας δηλώ ότι δεν εγνώριζα τίποτε, ούτε σας επερίμενα. Σας ζητώ συγγνώμην διότι σας δέχομαι έτσι, αλλά πρέπει να γνωρίζετε ότι είμαι κατάκοπος ύστερα από ένα πολύωρο ταξίδι και από άλλες περιπέτειες. Και πάλιν να με συγχωρήτε διά τον τρόπον αυτόν της υποδοχής.

— Είσθε καλύτερα τώρα;
— Ω! Ναι! Ο ήλιός σας, ο ήλιος των Αθηνών με έκαμε καλά, με ωφέλησε, με ανεζωογόνησε. Υπήρξε πραγματικό φάρμακο το οποίον εξουδετέρωσε το κακόν το οποίον μου επροξένησε το υγρόν κλίμα της Κωνσταντινουπόλεως…
Κάποιος ανοίγει την πόρτα και εισέρχεται. Διά μερικά δευτερόλεπτα η πόρτα μένει ανοικτή. Η κ. Μπαίκερ διακόπτει τας ανακοινώσεις της και στρέφεται προς την καμαρίερα:
— Κλείστε, παρακαλώ, την πόρταν.
— Κρυώνετε; ερωτά η δημοσιογραφία.
Η Ζοζεφίν μειδιά και δίδει την απάντησιν.
— Όχι εγώ. Η «Τάμανυ»…
Και μας δείχνει το κατάμαυρο γατάκι της, την μασκώτ της, το οποίον ευρίσκεται κουλουριασμένο επάνω εις το κρεββάτι. Φαίνεται όμως ότι ανησυχεί διά την υγείαν του εξαιρετικά, διότι το παραδίδει εις τα χέρια της υπηρεσίας διά να το μεταφέρη εις άλλο διαμέρισμα. Η μις «Τάμανυ» ενοχλείται προφανώς από την δημοσιογραφίαν.
— Πώς σας εφάνησαν αι Αθήναι;
— Πράγματι όλα εδώ είνε υπέροχα. Ο ήλιος, ο ουρανός και η θάλασσα αποτελούν ένα σύνολον εξαιρετικά υπέροχον. Όλα ωραία.
— Θα μείνετε πολύ;
— Μόνον επτά ημέρας.
— Εκάνατε κανένα περίπατον;
— Μάλιστα. Ένα μικρόν.
Και μια απρόοπτος ερώτησις:
— Μήπως εδοκιμάσατε και πώς σάς εφάνη το ελληνικό κρασί «ρετσινάτο»;
Γουρλώνει τα μάτια της.
— Ρετσινάτο;!!… επαναλαμβάνει. Δεν το ξέρω.
Αι ερωτήσεις υποβάλλονται βροχηδόν, ώστε η Ζοσεφίν ν’ απαντά συνεχώς. Ευτυχώς είνε ομιλητική ώστε να ικανοποιή θαυμάσια την δημοσιογραφικήν περιέργειαν. Ας την αφήσωμεν ν’ απαντά.

— Ο χορός σας έχει καμμίαν σχέσιν με την αρχαίαν ελληνικήν κλασσικήν όρχησιν;
Εξανίσταται, σχεδόν αγανακτεί.
— Κάθε άλλο… Καμμία σχέσις. Ο χορός ο δικός σας είνε ο κλασικός χορός των ρυθμών και των κανονικών κινήσεων. Ο ιδικός μου ο χορός είνε ο φυσικός, μία πραγματική ζωντανή εκδήλωσις, κάτι που προέρχεται από λαούς άλλης νοοτροπίας. Πιθανόν μάλιστα, εφ’ όσον σεις εδώ είσθε άνθρωποι πολιτισμένοι, να μην σας αρέσω, όπως δεν άρεσα αλλού. Μπορώ όμως να σας ειπώ ότι δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου η εντύπωσις και η ικανοποίησις ή όχι του κοινού… Εγώ θέλω να είμαι συνεπής προς την τέχνην μου… Συγγνώμην δύο λεπτά…
Και με αφέλειαν φυσικωτάτην πέρνει το δυναμωτικό της, το οποίον τής προσφέρει η καμαριέρα. Επί τη ευκαιρία προσάγονται τα σκίτσα τα οποία η Μπαίκερ υπογράφει ευχαρίστως, ερωτώσα χαριτωμένα:
— Είμαι εγώ;…
Διευθετεί κατόπιν αναπαυτικώτερα τα μαξιλάρια του κρεββατιού της και πέρνει μίαν παλαιοτέραν φωτογραφίαν της που τής επιδεικνύουν.
— Α! Αυτή την έκαμα όταν ήμουν εικοσιένα ετών. Τώρα είμαι εικοσιεπτά – όπως πράγματι είνε.
— Αυτό, γίνεται η παρατήρησις, δεν πρέπει να το λέτε…
Εξάπτεται:
— Γιατί;… Πρέπει να ξέρετε ότι η τέχνη δεν έχει ηλικίαν. Πάρτε παράδειγμα την Σεσίλ Σορέλ και την Μιστεγκέτ, οι οποίες διατηρούνται ωραιότατα και ενθουσιάζουν τα καλλιτεχνικά γούστα του κοινού. Τελείωσε. Η τέχνη δεν έχει ηλικία…
— Τι γνώμην έχετε περί της τζαζ;
— Ω! Η τζαζ είνε η ζωή, η νεότης, η χαρά, το τραγούδι και ο χορός. Είναι κάτι απαραίτητον εις τον άνθρωπο που θέλει να ζήση και να καταλάβη την ζωή… Εγώ από μικρή εις το σχολείο δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να χορεύω και να κάνω μορφασμούς. Ήμουν κακή μαθήτρια και δεν πήγαινα καλά παρά μόνον στην Ιστορία… Οι δάσκαλοί μου έλεγαν πως θα γίνω μια χαμένη γυναίκα, αλλά εγώ δεν έβαλα μυαλό. Όπως βλέπετε, εξακολούθησα και εξακολουθώ να χορεύω…

Πριν την χαιρετίσωμε, η κ. Μπαίκερ επιμένει ανενδότως να προσφέρη από ένα ποτήρι κρασί. Πράγματι τα ποτήρια υψώνονται εις υγείαν της και αι ευχαί γίνονται δεκταί με χαριτωμένους μορφασμούς από την περίφημη «βεντέτ» του Παρισινού μιούζικ-χωλλ.
— Και πάλι σάς ζητώ συγγνώμην, κύριοι, διότι σας δέχθηκα έτσι… Ελπίζω να με συγχωρήσετε…
Και νομίζοντας πως χαιρετά το κοινόν που χειροκροτεί το τελευταίον της «σκετς», η Ζοζεφίν υψώνει τα χέρια και ξεσπά σε γέλοια:
— Ωρεβουάρ, κύριοι…
Η Καθημερινή, 2 Φεβρουαρίου 1934
Το περιστατικό στο “Stork Club”
Η Ζοζεφίνα Μπαίκερ δεν ημπόρεσε να σερβιρισθή εις την λέσχην Στορκ της Νέας Υόρκης, λόγω του χρώματός της. Η γνωστή μαύρη χορεύτρια είχε μεταβή εις την λέσχην αυτήν ως προσκεκλημένη του Γάλλου αστέρος του ελαφρού τραγουδιού Ροζέ Ρικό και της συζύγου του.
Η Μπαίκερ παρήγγειλε καβούρια, μπιφτέκι και κρασί και επερίμενε μίαν ώραν. «Ένας ένας» είπεν, «ήρχοντο και έλεγαν ότι δεν υπήρχαν καβούρια, δεν υπήρχε κρέας, δεν υπήρχε κρασί. Κατόπιν οι σερβιτόροι έπαυσαν εντελώς να μας πλησιάζουν. Μας απεμόνωσαν εις την σιωπήν».

Τελικώς έφθασεν ένα μπιφτέκι, αλλ’ ο Ρικό ηρνήθη να μείνη περισσότερο και έφυγαν. Η κ. Ρικό επεβεβαίωσε το επεισόδιον και είπεν ότι θα διεμαρτύρετο εις τον Γάλλον πρόξενον.
Όταν ο Ρικό εζήτησε λογαριασμόν, του είπαν ότι αι διασημότητες δεν πληρώνουν. Αυτός όμως επέταξε τα χρήματα επάνω εις το τραπέζι και τους είπεν ότι είχε πληρώσει όταν είχε ξαναέλθει.
«Ήτο μία τρομερά δοκιμασία», είπεν η Ζοζεφίνα Μπαίκερ. «Είναι μία ύβρις προς το χρώμα μου και την φυλήν μας. Είναι ατιμία έναντι των υπολοίπων Αμερικανών. Συνεβουλεύθην τους δικηγόρους μου. Κάτι θα κάμω με αυτήν την υπόθεσιν – όχι διά την Ζοζεφίναν Μπαίκερ, αλλά διά την Αμερικήν».
Η Καθημερινή, 23 Οκτωβρίου 1951
Σύνδεσμος Προστασίας των Εγχρώμων
Τηλεγραφούν εκ Μεξικού ότι η Ζοζεφίνα Μπαίκερ εξελέγη την εσπέραν της Τετάρτης πρόεδρος του νέου συνδέσμου, ο οποίος αποβλέπει εις προάσπισιν των δικαίων των εγχρώμων. Πρόκειται περί παγκοσμίου Συνδέσμου κατά της φυλετικής διακρίσεως, του οποίου η έδρα ευρίσκεται εις Μεξικόν.

Ο Σύνδεσμος αυτός περιλαμβάνει μεταξύ των μελών του πολλάς μεξικανικάς προσωπικότητας και έχει ως σκοπόν την διεξαγωγήν αγώνος διά να εξαλειφθή η διαφορά μεταξύ εγχρώμων και λευκών. Ο Σύνδεσμος επιδιώκει επίσης την πραγματοποίησιν του ιδεώδους της γενικής συναδελφώσεως.
Η Ζοζεφίνα Μπαίκερ εδήλωσεν ότι θα φέρη εις τα εκατομμύρια των εγχρώμων των πέντε ηπείρων του κόσμου, οι οποίοι αναμένουν την ώραν αυτήν από πολλού, μήνυμα απελευθερώσεως, ελπίδος και πίστεως. Ο νέος Σύνδεσμος πρόκειται να ιδρύση γραφεία και να έχη αντιπροσωπείας εις τας Ηνωμένας Πολιτείας, εις την Κεντρικήν και Λατινικήν Αμερικήν, καθώς και εις την Ευρώπην.
Μεταξύ των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής του νέου Συνδέσμου είναι η διάσημος πριγκίπισσα Νίκτε, άμεσος απόγονος των παλαιών βασιλέων των Μέγιας του Γιουκάταν.
Η Καθημερινή, 19 Απριλίου 1952
Εναντίον του φυλετισμού
Η Ζοζεφίνα Μπαίκερ, το λυγερό σοκολατένιο σύμβολον των μιούζικ-χωλ του εύθυμου Παρισιού επί 25 και πλέον έτη, ενεφανίσθη εσχάτως εις την σκηνήν ενός παρισινού θεάτρου χωρίς προβολείς, χωρίς πτερά, χωρίς κοσμήματα.

Επί 2½ ώρας, επάνω εις μίαν παγωμένην σκοτεινήν σκηνήν, εμπρός εις ένα μικρόφωνον, η Ζοζεφίνα εκράτησεν ένα ακροατήριον από 2.500 άτομα –με εισιτήριον ένα σελλίνι– διά να εξηγήση και τονίση «διατί είναι εναντίον του φυλετισμού».
Ήτο μία νέα και πολύ διαφορετική Ζοζεφίνα, που δεν την είχεν ιδή έτσι ποτέ άλλοτε το Παρίσι.
Εφορούσεν ένα κομψό μαύρο φόρεμα, τα μαλλιά της ήσαν κτενισμένα προς τα επάνω εις ένα πολύ σοβαρό «σινιόν» και ωμίλει με πλουσίαν και εντυπωσιακήν φωνήν.
Τα μόνα ίχνη του ευθύμου αυτού συμβόλου του γυμνού παρισιού ήσαν τα κοκκινόχρυσα σκουλαρήκια της, που εγυάλιζαν εις τις άκρες των αυτιών της, και τα μικρά, επιβλητικά χέρια της.
Τα χέρια αυτά εκινούντο όχι υπό τους ήχους ενός ερωτικού τραγουδιού, αλλά της φωνής της, που εξέφραζε θυμόν, σαρκασμόν και οξείαν ειρωνείαν, όπως εις ολόκληρον την τελευταίαν περιοδείαν της Ζοζεφίνας εις την Αμερικήν.

Αυτή και ο λευκός σύζυγός της, ο Γάλλος διευθυντής ορχήστρας Τζο Μπουγέν, είπεν, ηρεύνησαν εις 63 ξενοδοχεία της Νέας Υόρκης διά να εύρουν ένα δωμάτιον. Αλλά και όταν το ευρήκαν, δεν ημπόρεσαν να δειπνήσουν εις την τραπεζαρίαν του ξενοδοχείου.
Όταν εζήτησαν φαγητόν, ένας σερβιτόρος τούς έφερεν ένα δίσκον «χωρίς μαχαιροπήρουνα, χωρίς ποτήρια, χωρίς πετσέτες. Αλλ’ αυτό δεν με ημπόδισε να φάγω. Έφαγα με τα δάκτυλά μου» είπεν η Ζοζεφίνα.
Το παράδοξον ακροατήριόν της –90% λευκοί– την εχειροκρότησεν ως εάν φορούσε τα συνηθισμένα πτερά της στρουθοκαμήλου και τα κοσμήματά της.
Η Ζοζεφίνα είπε πως συνελήφθη εις την Κούβαν ως κομμουνίστρια «λόγω ψευδούς καταγγελίας», πως επροσπάθησε να ιδή τον Νοτιοαφρικανόν πρωθυπουργόν κ. Μαλάν εις Λονδίνον «διά να τον κάμη να λογικευθή» και πως μετέβη εις μίαν συνεδρίασιν της Βουλής, εις Νότιον Αφρικήν. Εκεί διεπίστωσεν ότι «εκείνοι οι λευκοί άνθρωποι, οι οποίοι ηγωνίζοντο διά την ελευθερίαν των Νοτιοαφρικανών μαύρων, ήσαν αξιοθαύμαστοι και κανείς από την φυλήν μας δεν θα έκαμνε περισσότερα».
Η ομιλία δεν ήτο ακριβώς κομμουνιστική. «Με αποκαλούν κομμουνίστριαν –είπεν η Ζοζεφίνα, υπερασπιζομένη τον εαυτόν της με την βαθείαν και πλουσίαν φωνήν της– αλλ’ ο πανικός που επικρατεί εις την Αμερικήν μού υπενθυμίζει τον ταύρον εις την αρέναν: βλέπει παντού κόκκινο».

Το ακροατήριον έμεινε καταγοητευμένον από την ομιλίαν της. Από τα 17 άτομα που εκάθηντο επί της σκηνής, ενώ η Ζοζεφίνα ωμίλει, τα 12 ήσαν λευκά. Η ομιλία εφαίνετο σαφώς αντιαμερικανική.
«Αλλά –είπεν η Ζοζεφίνα και τότε εχειροκροτήθη περισσότερον παρά ποτέ– ο αγών μου δεν αποτελεί προσωπικήν επίθεσιν κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Αγωνίζομαι εναντίον εκείνων των Βορειοαμερικανών που υποστηρίζουν τον φυλετισμόν και θα ηγωνιζόμην διά τον αυτόν λόγον εις οιανδήποτε χώραν, όπου θα συνέβαινεν η ιδία αδικία».
Η Καθημερινή, 3 Ιανουαρίου 1954

