Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος των Ντοκουμέντων στις Δίκες της Χούντας αναδημοσιεύουμε από φύλλα της Καθημερινής, που κυκλοφόρησαν τον Αύγουστο του 1975, αποσπάσματα από την κατάθεση του πρόεδρου του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος υποστήριξε, μεταξύ άλλων, πως το πραξικόπημα σχεδιάστηκε, εκτελέστηκε και καθοδηγήθηκε από το εξωτερικό, ότι οι κινηματίες ήταν όργανα της CIA και η περιπέτεια στην οποία ενέπλεξαν με τις αποφάσεις τους την Κύπρο ήταν απολύτως συνειδητή απόφαση.
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος, παιδαγωγός, φιλόσοφος και σημαίνων μεταρρυθμιστής της ελληνικής παιδείας στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, βουλευτής Επικρατείας της Ένωσης Κέντρου, καταθέτει στο δικαστήριο για την «πνευματική γενοκτονία» που υπέστη ο χώρος της εκπαίδευσης από την επιδρομή του δικτατορικού καθεστώτος, ενώ ο διαπρεπής νομικός Νίκος Κωνσταντόπουλος, μετέπειτα πρόεδρος του Συνασπισμού, εξιστορεί τις εμπειρίες του από τη μακρά παραμονή του στα κρατητήρια του ΕΑΤ/ΕΣΑ.
Ξεχωριστή θέση στη Δίκη της Χούντας κατέχει και η καταγραφείσα συγκλονιστική μαρτυρία του Αλέξανδρου Παναγούλη –που είχε εκλεγεί βουλευτής με την Ένωση Κέντρου, στις 17 Νοεμβρίου 1974– εννέα μήνες πριν από τον θάνατό του σε τροχαίο ατύχημα στην Αθήνα (1 Μαΐου 1976).
Ανδρέας Παπανδρέου: «Οι πραξικοπηματίες έπαιρναν εντολές από το εξωτερικό»
Aνδρέας Παπανδρέου: Η προσωπική μου περιπέτεια είναι μάλλον απλή. Με συνέλαβαν βιαίως στο σπίτι μου στο Ψυχικό. Τα πρόσωπα αυτά ήταν άγνωστα σε μένα. Ήταν ένοπλοι, με μαύρα ή πράσινα σκουφιά. Διέρρηξαν το σπίτι μου, έδειραν και βασάνισαν τον αξιωματικό ασφαλείας μου. Είχα κρυφθή στην ταράτσα του σπιτιού μου. Κρατούσα όπλο και ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω την κατάσταση. Όμως ένα «τόμιγκαν» ενόπλου ακούμπησε στο κεφάλι του γιου μου και μια φωνή τον ρώτησε: «Πού είναι ο πατέρας σου;…» Ο γιος μου αρνήθηκε να απαντήση.

Τότε εμφανίσθηκα, πέταξα το πιστόλι και μου έδωσαν εντολή να πηδήξω από εκεί που βρισκόμουν. Ήταν 4 μέτρα ύψος. Πήδηξα και τραυματίσθηκα. Με μετέφεραν στο Κ.Ε.Τ. Εκεί συνάντησα και άλλους διακεκριμένους πολιτικούς και μη, που είχαν συλληφθή επίσης. Ο Γιάννης Αλευράς, ο στρατηγός Ιορδανίδης, ο Παν. Παπαληγούρας, ο Γεώρ. Ράλλης και αργότερα ο Κ. Ράλλης. Σε άλλο θάλαμο κρατούσαν τον Γεώργιο Παπανδρέου και άλλους. […]
Μας μετέφεραν εν συνεχεία στο ξενοδοχείο «Πικέρμι» την νύχτα της 21ης Απριλίου. Παρέμεινα 20 μέρες με τον κ. Αλευρά. Στις 10 Μαΐου με μετέφεραν στις φυλακές «Αβέρωφ» και με απεμόνωσαν για 8 μήνες. Μαζί με άλλους αμνηστεύθηκα στις 24 Δεκεμβρίου 1967. Αναχώρησα στο εξωτερικό στις 16 Ιανουαρίου 1968. Αυτή είναι η προσωπική μου εμπειρία από τα γεγονότα.

Πρόεδρος: Ποια πρόσωπα προκάλεσαν αυτή την εμπειρία σας; Αυτοί που σας συνέλαβαν;
Α. Παπ.: Αυτοί είναι σαφές ότι εκτελούσαν διαταγές μιας συμμορίας στρατιωτικής, η οποία με πραξικόπημα, με την βία και το ψεύδος, κατέλαβαν την εξουσία σ’ αυτόν τον τόπο. Θέλω να προσθέσω ότι και οι κατηγορούμενοι ήσαν όργανα του ΝΑΤΟ και της ΣΙΑ των Η.Π.Α. […]

Πρ.: Τι γνωρίζετε για την προσωπικότητα των κατηγορουμένων, λαμβάνοντες ως αφετηρία ότι έπαιρναν εντολές από έξω; Τι έκαναν οι ίδιοι εν συνεχεία;
Α. Παπ.: Γνωρίζω ότι οι άνθρωποι αυτοί έγιναν φορείς μιας ειδεχθούς και βαναύσου δικτατορίας, που δεν κατέλυσε μόνο τους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά ωδήγησε σε εθνική μειοδοσία και ειδικά στο Κυπριακό. Και το Κυπριακό δεν είναι άσχετο με την 21η Απριλίου.
Πρ.: Εδώ δικάζουμε την 21η Απριλίου. Είναι υπεύθυνοι ή από ανικανότητα κατέληξαν στο Κυπριακό;
Α. Παπ.: Δεν είναι θέμα ανικανότητας, αλλά συνειδητής αποφάσεως. Έχω μαγνητοφωνημένο έναν διάλογο που έγινε δημοσία τον Δεκέμβριο του 1968 στις Η.Π.Α. μεταξύ εμού και του τότε υφυπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. κ. Τζωρτζ Μπωλλ. Ο κ. Μπωλλ απέδωσε την ανατροπή της Δημοκρατίας στην Ελλάδα στην κακή, κατά τις Η.Π.Α., πολιτική της κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου στο Κυπριακό. Τους ενδιέφερε βασικά η επίλυση του Κυπριακού με βάση την διχοτόμηση και ενσωμάτωση της νήσου στο αμυντικό σύστημα του Πενταγώνου και του ΝΑΤΟ. Το έργο αυτό ανέλαβαν να το εφαρμόσουν οι συνταγματάρχες. Πρώτο βήμα γι’ αυτό ήταν να αποσύρουν τα ελληνικά στρατεύματα από την Κύπρο, τον Σεπτέμβριο του 1967. Τα επόμενα βήματα έγιναν πολύ αργότερα και ήταν: δύο απόπειρες κατά της ζωής του αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Τα γεγονότα του Ιουλίου 1974 είναι πρόσφατα και γνωστά. Στόχοι τους ήταν: 1. Η διχοτόμηση της Κύπρου. 2. Η ενίσχυση των Ισραηλινών στον πόλεμο των 6 ημερών. 3. Η αναχαίτιση της πολιτικής δυνάμεως της Ενώσεως Κέντρου και ιδιαίτερα της κεντροαριστεράς της πτέρυγος, της οποίας, όπως έλεγαν, ηγούμην εγώ.

Θέλω να πω κάτι ακόμη, που δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά το γνωρίζω: Τρεις μήνες προ του πραξικοπήματος το σχέδιο «Προμηθεύς» διαμορφώθηκε εκ νέου στην Ουάσιγκτον από αρμοδίους του Πενταγώνου, σε επίπεδο συνταγματαρχών. Τουλάχιστον από το 1958 οι κατηγορούμενοι προετοίμαζαν δίκτυο τέτοιας μορφής. Το κρίσιμο είναι ποια ώρα επελέγη για να δράσουν. Και αν δεν το είχαν κάνει οι συνταγματάρχες θα το έκανε ο τέως βασιλεύς. Και θα έπρεπε, κ. Πρόεδρε, να υπάρχη εδώ ένα ιδιαίτερο εδώλιο και για τον τέως βασιλέα.
Πρ.: Αυτός εκρίθη με άλλον τρόπο. Έχετε πληροφορίες ότι έκαναν προετοιμασίες από το 1958;
Α. Παπ.: Επ’ αυτού θα σας πη πολλά ο βουλευτής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ. Χαραλαμπόπουλος, τον οποίον πλησίασε το 1958 ο Γ. Παπαδόπουλος και προσπάθησε να τον μυήση σε μια κίνηση, η οποία, αν θυμάμαι καλά, λεγόταν ΙΕΝΑ. Ήταν ένα δίκτυο, που υπήρχε εντός του ευρυτέρου δικτύου του ΙΔΕΑ, ο οποίος ήταν η ομπρέλλα. Μέσα σ’ αυτόν αναπτύσσονταν οι συνωμοσίες των νεωτέρων αξιωματικών.

Κατά τη γνώμη μου, οι κατηγορούμενοι εξετέλεσαν αποστολή. Κατά τη διάρκεια της εκτελέσεως της αποστολής αυτής, νόμισαν ότι έγιναν κύριοι της καταστάσεως. Και αποδείχθηκε πόσο «αλήθεια» ήταν αυτό. Όταν οι αφέντες τους αποφάσισαν να τους ρίξουν, τους έριξαν αμέσως. Αυτό είναι ένα μάθημα για τις ένοπλες δυνάμεις. Μια μόνο πηγή εξουσίας μπορούν να υπηρετούν: Τον Ελληνικό Λαό. Τα ίδια δίκτυα ανέτρεψαν τους κατηγορουμένους όταν ήρθε η ώρα, όταν: – Εσπίλωσαν την στολή του αξιωματικού με την προδοσία της Κύπρου. – Καταβαράθρωσαν την οικονομία. – Ταύτισαν το όνομα του Έλληνος αξιωματικού με βασανισμούς, στην παγκόσμια κοινή γνώμη. – Μείωσαν το Έθνος. Μετά από αυτά που ανέφερα λοιπόν, έληξε η αποστολή των κατηγορουμένων. Τότε η σκυτάλη παραδόθηκε στον πολιτικό κόσμο της χώρας. Ναι. Παρά την αντίσταση την γενναία του Ελληνικού Λαού, παρά το ηρωϊκό Πολυτεχνείο, δεν ήταν αυτά τα γεγονότα που ωδήγησαν στην ανατροπή της χούντας. Η χούντα δεν ανετράπη. Παρέδωσε την σκυτάλη, κατόπιν εντολής, κάτω από την σκιά της μεγάλης εθνικής προδοσίας της Κύπρου.

Πρ.: Προηγούμενα γεγονότα ανακρούσεως αυτής καθ’ εαυτής της δικτατορίας υπήρξαν;
Α. Παπ.: Αν δεν είχαν την βεβαιότητα ότι σύσσωμος αυτός ο λαός ανθίσταται στην δικτατορία, γιατί δεν ήραν τον στρατιωτικό νόμο; Γιατί γέμιζαν τις φυλακές με αγωνιστές της αντιστάσεως; Γιατί βασάνιζαν επιδεικτικά για να σπάσουν το φρόνημα του λαού; Γιατί δεν πήγαιναν σε πολιτικοποίηση, αν πραγματικά είχαν λαϊκή βάση και λαϊκή υποστήριξη; Γιατί απομονώθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο; Γιατί προφυλάσσονταν κατά τρόπο που είχε δημιουργήσει και κωμικές εντυπώσεις στο εξωτερικό; Γιατί είχαν τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και φρουρές επί φρουρών; Από ποίον προφυλάσσονταν κύριε πρόεδρε; Από τον Ελληνικό Λαό, που φοβόνταν και έτρεμαν. […]

Μια άλλη πικρή αλήθεια είναι ότι μετά τον εμφύλιο πόλεμο, δημιουργήθηκε ένα είδος αποικιακού καθεστώτος στην Ελλάδα, με μια τάση –αν μου επιτρέπεται η έκφραση– μαυραγορίτικης αναρρίχησης σε αξιώματα. Κάτι το οποίο ευνοούν οι αφέντες του τόπου μας. Υπήρξε μια τεράστια διάβρωση της ηγεσίας, τουλάχιστον σε σύγκριση με ένα παρελθόν που εγώ λόγω ηλικίας αμυδρά θυμάμαι. Υπήρξε μια ηγεσία που έμαθε ότι με το να υπηρετή την εξουσία προωθεί τα δικά της στενά ιδιοτελή συμφέροντα. Αν πραγματικά στις Ένοπλες Δυνάμεις εκείνοι που αντιστάθηκαν, είχαν αντισταθή από την πρώτη στιγμή, δεν θα είχε περάσει η δικτατορία. […]
Πρ.: Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι επικρατούσε μια τέτοια κατάσταση στον τόπο, ώστε αναγκάσθηκαν να επέμβουν για να γαληνεύσουν την κατάσταση.
Α. Παπ.: Κύριος στόχος τους ήταν να αποφευχθή η εκλογική νίκη της Ενώσεως Κέντρου, που προβλεπόταν στις εκλογές του Μαίου 1967, και η δική μου επικράτηση ως κεντροαριστεράς μέσα στους κόλπους του κόμματος. Αυτός ήταν ο μέγας κίνδυνος γι’ αυτούς, κύριε πρόεδρε. Ο κίνδυνος δεν προερχόταν από τα άλλα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων και των κομμάτων της παραδοσιακής αριστεράς, δηλαδή της ΕΔΑ. Επεδίδετο στην κίνηση την οποία εγώ εξέφραζα ότι εισήγαγε καινά δαιμόνια. Ποια ήταν αυτά; Οι πολιτικές μου θέσεις ήταν πολύ απλές: Εθνική Ανεξαρτησία. Την εποχή εκείνη στα πλαίσια της «Ε.Κ.» δεν λέγαμε ότι θα φύγουμε από το ΝΑΤΟ. Κακό αυτό, λάθος, αλλά δεν το λέγαμε.

Το τρίπτυχο ήταν: «Η Ελλάδα στους Έλληνες. Ο Στρατός στο Έθνος. Ο Λαός κυρίαρχος». Αν αυτά ήταν ανατρεπτικά της εννόμου τάξεως, αποδέχομαι πλήρως την κατηγορία.
Πρ.: Ποίος ήταν ο αριθμός των αξιωματικών που εκινήθησαν; Ήταν σημαντικός; Δηλαδή, εξεπροσώπει το σύνολον των Ενόπλων Δυνάμεων;

Α. Παπ.: Μια ευθεία απάντηση είναι ότι εκπροσωπούσε ένα ελάχιστο τμήμα του Στρατού. Δεν γνωρίζω αν το δίκτυό τους ξεπερνούσε τους 200 με 250 ανθρώπους. Ήσαν οι γραφειοκράτες της ΚΥΠ και των μυστικών υπηρεσιών. Το πραξικόπημα βγήκε από την ΚΥΠ. Με τους μηχανισμούς που διέθεταν, κατώρθωσαν πράγματι να αστυνομεύσουν το στράτευμα και, μέσω αυτού, να αστυνομεύσουν τον Ελληνικό Λαό. Επειδή διετέλεσα υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως και μια ωρισμένη περίοδο είχα την ευθύνη για την ΚΥΠ, μπορώ να διαβεβαιώσω τους κυρίους δικαστάς ότι η Ελληνική ΚΥΠ διευθύνετο τότε από την αντίστοιχη αμερικανική υπηρεσία, και εχρηματοδοτείτο αμέσως και ευθέως. […]
Η Καθημερινή, 6 Αυγούστου 1975
Ευάγγελος Παπανούτσος: «Είναι υπεύθυνοι για την πνευματική γενοκτονία»
Ευάγγελος Παπανούτσος: Είναι γενική η πεποίθησίς μου, ότι τίποτε ουσιαστικόν δεν εδικαιολογούσε την κατάλυσιν του Πολιτεύματος και την επιβολήν ενός καθεστώτος βίας σαν εκείνου που εγνωρίσαμεν κατά την επταετία, παρά μόνον υπήρχεν η σαφής πρόθεσις εκείνων, που κινήθηκαν να ματαιώσουν τις εκλογές, διότι ήξεραν από πριν ποιο θα ήτο το αποτέλεσμα, διά να επιβληθούν στην εξουσίαν, διά την οποίαν προπαρασκευάζοντο.

Δεν υπάρχει μόνον ο Στρατός που φέρει τα όπλα. Υπάρχουν και αυτοί, οι 50-60 χιλιάδες εκπαιδευτικοί, που είναι σ’ όλη την Ελλάδα μοιρασμένοι, έως το πιο μικρό χωριό και που έχουν ένα όπλο αρκετά ισχυρό στα χέρια τους, το πραγματικό όπλο, με το οποίον διαμορφώνουν μίαν γενεάν. Επειδή είναι ενδεχόμενο, επειδή έτσι έχει ακουσθή, να ισχυρισθούν οι κατηγορούμενοι ότι από πόνο πατριωτικό έκαμαν ό,τι έκαμαν και ότι θα υπάρξη ένα ελαφρυντικό επιτέλους, ότι «εμείς από πάθος, από όνειρο να δούμε μία καλύτερη Ελλάδα κινηθήκαμε», επιτρέψατέ μου να σας πω ότι η επιδρομή αυτή στον χώρο της Παιδείας την 21 Απριλίου και ξαναγύρισε την εκπαίδευσή μας δεκαετίες πίσω. […]

Εδιώκοντο λόγου χάριν εκπαιδευτικοί επειδή ωμιλούσαν την «Παπανούτσειον γλώσσαν» ή την «Παπανούτσειον μεταρρύθμισιν», μολονότι εγώ ήμουν ένας απλός συνεργάτης, ένας απλός άνθρωπος της δουλειάς αυτής. Έφθανε και μόνο η καταγγελία αυτή για να διατυπωθή ακόμα και γραπτή κλήσις σε απολογία ανωτάτων εκπαιδευτικών στελεχών, για να ριχτούν αμέσως στον δρόμο και να χάσουν το ψωμί τους οι οικογένειές τους και να ακρωτηριασθή έτσι το εκπαιδευτικό σώμα. Και τούτο διότι στη θέση αυτών προωθήθησαν ανυπόληπτα πρόσωπα, και μάλιστα τόσον ανυπόληπτα πρόσωπα ήσαν αυτά ώστε αυτοί οι οποίοι επήραν αυτές τις θέσεις να μην είναι δυνατόν να μπουν στις τάξεις των εκπαιδευτικών για να τους επιθεωρήσουν, επειδή δεν ήσαν ανεκτοί και έφθαναν στο σημείο να τους ικετεύουν για να μπουν στις τάξεις τους.

Κύριε Πρόεδρε, εντός τριών ημερών μέσα στο υπουργείο Παιδείας ένας ταγματάρχης, ο οποίος καθώς πληροφορούμαι είναι κατηγορούμενος εις την άλλη δίκη – ένας γεν. γραμματεύς του υπουργείου Παιδείας που από επιμελητής του Πολυτεχνείου έγινε γεν. γραμματεύς και μετά έγινε και τακτικός καθηγητής, αλλά αργότερα απολύθηκε διότι διωρίσθηκε ανωμάλως, και ένας δικαστικός, έριξαν στο δρόμο δεκάδες καθηγητών του Πανεπιστημίου. Μεταξύ αυτών δε ήσαν διαπρεπέστατοι άνθρωποι οι οποίοι όταν έφυγαν στο εξωτερικόν ετίμησαν το ελληνικόν όνομα. […]

Δεν ξανάγινε ποτέ αυτό που έγινε τα πρώτα και τα ύστερα χρόνια της περιόδου αυτής της θεομηνίας, να διορθώνωνται δηλαδή οι κατάλογοι επιτυχίας των υποψηφίων φοιτητών. Τα αποτελέσματα τα έβγαζε ο ηλεκτρονικός εγκέφαλος και έπειτα έβλεπε κανείς με το χέρι να σβήνωνται ονόματα και να μπαίνουν στην θέσιν των άλλα ονόματα. Η βιασύνη των ήτο τέτοια ώστε έφθαναν τέτοιοι κατάλογοι εις τας συντάξεις των εφημερίδων της εποχής –είμαι αυτόπτης μάρτυς κ. πρόεδρε– με την δικαιολογίαν ότι δεν είναι εθνικόφρων όχι ο νέος, αλλά ο πατέρας του, ο θείος του, ο πρώτος εξάδελφός του.

Είναι ένα καθεστώς καταπληκτικόν όταν νέος πληρώνη τας αμαρτίας των συγγενών του και του κόβεται ο δρόμος προς την σπουδήν. Είναι ισοδύναμο με μια γενοκτονία πνευματική.
Η Καθημερινή, 9 Αυγούστου 1975
Νίκος Κωνσταντόπουλος: «Στο ΕΑΤ/ΕΣΑ λειτουργούσε μια κρεατομηχανή ανθρώπινης ύλης»
Νίκος Κωνσταντόπουλος: Είναι γενική η πεποίθησίς μου, ότι τίποτε ουσιαστικόν δεν εδικαιολογούσε την κατάλυσιν του Πολιτεύματος και την επιβολήν ενός καθεστώτος βίας σαν εκείνου που εγνωρίσαμεν κατά την επταετία, παρά μόνον υπήρχεν η σαφής πρόθεσις εκείνων, που κινήθηκαν να ματαιώσουν τις εκλογές, διότι ήξεραν από πριν ποιο θα ήτο το αποτέλεσμα, διά να επιβληθούν στην εξουσίαν, διά την οποίαν προπαρασκευάζοντο.
Σημειωτέον ότι ο αστυνόμος που με συνέλαβε με ήξερε πολύ καλά, από την συνδικαλιστική μου δράση κατά την διάρκεια του 1961-65 στο Πανεπιστήμιο. Στην Γεν. Ασφάλεια που ωδηγήθην, με περίμεναν ο Μάλλιος, ο Μπάμπαλης και ο Λάμπρου, οι οποίοι μου εδήλωσαν αδυναμία να επιληφθούν της υποθέσεώς μου. Προσπάθησαν να μου περιγράψουν με τα πιο μελανά χρώματα το τι επρόκειτο να ακολουθήση στον ΕΑΤ/ΕΣΑ όπου θα ωδηγούμην, και θυμάμαι το βλέμμα τους. Ήταν βλέμμα αρπακτικού που χάνει μέσα από τα δόντια του το θήραμά του. […]

Στο ΕΑΤ/ΕΣΑ με παρέδωσαν τις βραδυνές ώρες της 3ης Σεπτεμβρίου. Σε λίγο ήλθε ο ταγματάρχης Χατζηζήσης. Ο Χατζηζήσης με ανέκρινε για τη συμμετοχή μου στη Δημοκρατική Άμυνα. Όταν εγώ του είπα ότι δεν ξέρω τίποτε και δεν έχω καμμία σχέση με την οργάνωση, εκείνος γέλασε σαρδώνια και ειρωνικά μού είπε: «Πήγαινε τώρα σ’ ένα κελλί για να σκεφθής και θα τα ξαναπούμε».Κάθε μισή ώρα ο Χατζηζήσης ερχόταν στο κελλί να παρακολουθή τις αντιδράσεις μου. Στις 4.30 το πρωί της 4ης Σεπτεμβρίου με ωδήγησαν πάλι μπροστά στον Χατζηζήση. Με απειλούσε ότι θα συνελάμβανε την τότε μνηστή μου και νυν σύζυγό μου. Καθυστέρησα όσο μπορούσα, προσποιούμενος ότι κάτι θα τους αποκαλύψω, επειδή ήξερα ότι η μνηστή μου θα έφευγε εκτός Αθηνών. Όταν αρνήθηκα να απαντήσω, με έβρισε με τα πιο χυδαία λόγια. Με έστειλε στο κελλί και αργότερα με ξανάβγαλαν έξω, για να μου δείξουν τα πράγματα της μνηστής μου, που την είχαν κατεβάσει από το αυτοκίνητο την ώρα που έφευγε. Ήξεραν την οικογενειακή μου κατάσταση. Ο πατέρας μου επρόκειτο να πάη στο εξωτερικό για λόγους υγείας, αλλά οι γενναίοι αυτοί δεν του έδωσαν διαβατήριο, με αποτέλεσμα να πεθάνη.

Μου ζήτησαν να καταθέσω ό,τι ξέρω, αλλά εγώ αρνήθηκα. Τότε ο Θεοφιλογιαννάκος έξαλλος, με αφρούς στο στόμα, με κτυπούσε με κλωτσιές και γροθιές σ’ όλο το σώμα και στο πρόσωπο, ενώ ο Χατζηζήσης με κτυπούσε από πίσω με χάρακα. Οι φράσεις που εκστομίζανε ήταν ακατονόμαστες. Μου έλεγαν ακόμη: «Θα δης τι έχουμε να κάνουμε στην άλλη», εννοώντας τη μνηστή μου, «την μάνα σου και στον πατέρα σου».
Συνέχισαν να με κτυπούν κάπου 2 ώρες. Οι αντιδράσεις τους ήταν τυπικώς σχιζοειδών τύπων. Ο Θεοφιλογιαννάκος αλλοιωνόταν τόσο, που σου έδινε την εντύπωση ότι ήταν ένας τρίτος. Αναρωτιόμουν δηλαδή αν ήσαν δύο αυτοί που με κτυπούσαν ή τρεις.
Μετά ο Γεωργακόπουλος με ωδήγησε στο «θάλαμο μηδέν». Με παρέδωσαν στους στρατονόμους. Ήταν ένα γραφείο με μια αρχειοθήκη και μια σβηστή σόμπα. Ένας στρατονόμος μου έδεσε σφικτά τα κορδόνια των παπουτσιών και μου έδωσε εντολή να περπατώ σε κανονικό ρυθμό γύρω γύρω στο δωμάτιο. Άρχισα το βράδυ της 4ης Σεπτεμβρίου, χωρίς νερό και με ξυλοδαρμό κάθε δύο ώρες, στο έλεος των ανθρωποειδών της ΕΣΑ.
Οι διαταγές που είχαν οι εσατζήδες ήταν: Όχι νερό, όχι ύπνο, όχι φαγητό, όχι χαλάρωση του ρυθμού βαδίσματος. Αργότερα μου έφεραν μια κόλλα χαρτί για να γράψω. Πάντως οφείλω να προσθέσω το εξής: Είναι παρήγορο ότι στο στόμα του λύκου βρέθηκαν παιδιά που έδειξαν λεβεντιά και περηφάνεια και κράτησαν το φρόνημά τους ακέραιο. Την ίδια νύκτα, στις 4 Σπετεμβρίου, με κτύπησαν 2 φορές. Δίπλα έδερναν άλλους, ενώ ήξερα ότι ήταν εκεί και η μνηστή μου.
Στο ΕΑΤ/ΕΣΑ με παρέδωσαν τις βραδυνές ώρες της 3ης Σεπτεμβρίου. Σε λίγο ήλθε ο ταγματάρχης Χατζηζήσης, ο οποίος με ανέκρινε για τη συμμετοχή μου στη Δημοκρατική Άμυνα.
Στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου συνεχίστηκε η ίδια κατάσταση. Στις 7 μια κρούστα αίμα σχηματίσθηκε στη γλώσσα μου. Στις 7 Σεπτεμβρίου τα λιποθυμικά συμπτώματα έγιναν έντονα. Έπαθα και μια κρίση ταχυκαρδίας. Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι δεν έδιναν άδεια εξόδου στους εσατζήδες για να τους εξαγριώνουν περισσότερο, όταν μάλιστα εκείνες τις ημέρες γίνονταν οι Πανευρωπαϊκοί Αγώνες. Λιποθύμησα δύο φορές. Με συνέφεραν με ξυλοδαρμό. Ζήτησα γιατρό. Έφεραν έναν με άσπρη μπλούζα. Προφανώς ήταν από το γειτονικό νοσοκομείο. Του είπαν ότι ήμουν τιμωρημένος στρατιώτης. Τον έπιασα από την μπλούζα και του φώναξα πως ήμουν πολιτικός κρατούμενος. Συνέστησε ανάπαυλα. Για να κορέσω την δίψα μου πήγα να πιω νερό από την τουαλέττα. Με αντελήφθησαν, με σάπισαν στο ξύλο και μου έβαλαν το πρόσωπο στη λεκάνη. Από τότε με πήγαιναν μια φορά το 24ωρο στην τουαλέττα, όπου ικανοποιούσα τις σωματικές μου ανάγκες όρθιος και μπροστά τους. […]

Τίποτε δεν ήταν τυχαίο στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Είχαν συγκεκριμένο σχέδιο, σύστημα. Η εκπαίδευση ήταν καθημερινή. Ο Θεοφιλογιαννάκος έλεγε: «Είμαστε επιστήμονες ανακριτές, τίποτε δεν μας ξεφεύγει. Ξέρουμε τι κάνουμε. Πιάνουμε εκείνους που πρέπει. Αν πιάναμε όλους τους αντίθετους, θα γέμιζαν όλα τα νησιά». Όσο για τους Εσατζήδες, ακολουθούνταν τρεις διαδικασίες:
α) Η διαδικασία της αποκτηνώσεώς τους,
β) η διαδικασία της εξουθενώσεως του αντιπάλου και
γ) η διαδικασία της παντοδυναμίας τους. Τους έλεγαν δηλαδή ότι ήσαν παντοδύναμοι και κανείς δεν θα τους ήλεγχε για ό,τι κι αν έκαναν. Είναι τρομερό το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν την φοβερή ευχέρεια να κατεργάζωνται ανθρώπινη ύλη. Αργότερα, θέλησα να εξηγήσω κάπως την συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων, αλλά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι στον Θεοφιλογιαννάκο ταιριάζει ο χαρακτηρισμός του λύκου και στον Χατζηζήση ο χαρακτηρισμός της ύαινας. Μόνο κριτήρια ζωώδους συμπεριφοράς ισχύουν γι’ αυτούς. […]
Η Καθημερινή, 17 Αυγούστου 1975
Αλέξανδρος Παναγούλης: «Με έκαιγε με τσιγάρο ο Θεοφιλογιαννάκος»
Αλέξανδρος Παναγούλης: Κύριε πρόεδρε, με συνέλαβαν στις 13 Αυγούστου του 1968. Έμεινα στις φυλακές (στα κρατητήρια της στρατιωτικής αστυνομίας, στο κέντρο εκπαιδεύσεως στρατιωτικής αστυνομίας) μέχρι τις 21 Αυγούστου 1973.
Πρόεδρος: Και γιατί σας συνέλαβαν;
Αλ. Παν.: Με συνέλαβαν τις πρωϊνές ώρες της 13ης Αυγούστου 1968, δύο ώρες μετά την απόπειρα εναντίον του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Από τα πρώτα πρόσωπα που συνάντησα μετά την σύλληψή μου, ήταν ο ταγματάρχης Θεοφιλογιαννάκος Θεόδωρος. […]

Πρ.: Πού σας συνέλαβαν;
Αλ. Παν.: Στην παραλιακή οδό, στο σημείο που έγινε η απόπειρα εναντίον του Παπαδόπουλου. Από εκείνη την στιγμή και μέχρι την στιγμή που βγήκα από τις φυλακές, μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να συναντήσω τον κατηγορούμενο Θεοφιλογιαννάκο. Από την πρώτη στιγμή, και παρουσία των Λαδά, Τζεβελέκου και άλλων ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών, άρχισε, με τα χέρια μου δεμένα πίσω, να μου κάνη εγκαύματα με το τσιγάρο του, να μου τραβά τα μαλλιά και να μου χτυπά το κεφάλι, ορυόμενος και βρίζοντας. Στην συνέχεια προχωρήσαμε για να φτάσουμε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Εκεί έφεραν ένα φωτογράφο να μου βγάλη μια φωτογραφία και τον αντισυνταγματάρχη Δαβαρούκα, ο οποίος με εξήτασε επί πέντε λεπτά. Μετά από αυτή την διακοπή και συνεχώς μέχρι την στιγμή που έγινε η δίκη μου στο Έκτακτο Στρατοδικείο, βρισκόμουν συνεχώς χωρίς καμμιά διακοπή, καθημερινά, βασανιζόμενος. Τα όσα κατέθεσα χειροδέσμιος, βρώμικος, συρόμενος από τους δεσμοφύλακές μου μέχρι το εδώλιο του κατηγορουμένου, το 1968, θέλω να τα πω εδώ. Είναι τρεις σειρές, που πέρασαν στα επίσημα πρακτικά της δίκης εκείνης. Είπα τότε: Η ανάκρισις ήρχισε κλιμακουμένη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, του φάλαγγος μέχρι των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Από τότε τα κατήγγειλα αυτά. Δεν περίμενα να πέση η κλίκα των επιόρκων για να βρεθώ ενώπιον του δικαστηρίου σας να τα καταθέσω αυτά. […]

Το 1968 στο Έκτακτο Στρατοδικείο δεν ζήτησα να μου κάνουν ιατροδικαστική έκθεση. Ζήτησα όμως να δουν τα σημάδια από τα βασανιστήρια που υπήρχαν πάνω στο κορμί μου. Υπάρχουν ακόμη και μπορείτε να τα δήτε. Υπάρχει σημάδι στο δεξιό μέρος του στήθους μου. Μου το προξένησε ο κατηγορούμενος Θεοφιλογιαννάκος με χαρτοκόπτη, την πρώτη μέρα της δίκης και μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Παπαδοπούλου, ο οποίος ήρθε και παρουσία των κατηγορουμένων Θεοφιλογιαννάκου και Χατζηζήση, με το πιστόλι στο χέρι, με απειλούσε ότι θα μου τινάξη τα μυαλά στον αέρα. Παρουσία αυτών των δύο με συνάντησε και ο διοικητής της Ε.Σ.Α. αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Ιωαννίδης.
Ο Θεοφιλογιαννάκος, ο ίδιος προσωπικά, με χτύπησε κατ’ επανάληψη με ένα καλώδιο σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη τα σημάδια στους ώμους μου. Ο ίδιος ο Θεοφιλογιαννάκος υπήρξε μάρτυρας όταν ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης μου είχαν περάσει σιδηρά βελόνα μέσα στην ουρήθρα μου. Κύριε Πρόεδρε, τα εγκαύματα από τα τσιγάρα και τα άλλα βασανιστήρια διήρκεσαν επί τρεις μήνες. Μέχρι τις 15 ή 20 Οκτωβρίου, που ήταν η τελευταία μέρα των βασανισμών μου.

Εκείνη την μέρα είχε έρθει ο κατηγορούμενος Θεοφιλογιαννάκος συνοδευόμενος από τον υποδιοικητή τότε του ΕΑΤ/ΕΣΑ Θεόκριτο Παπαγεωργίου –όλων τα ονόματα άρχιζαν από το «θεός»– και μου ζήτησαν να υπογράψω μια απολογία. Αρνήθηκα. Συνέχισαν λέγοντάς μου να υπογράφω τα όσα είχαν καταθέσει άλλοι συνυπεύθυνοι. Αρνήθηκα και έφυγαν. Στην δίκη μου προσκόμισαν στο δικαστήριο πλαστό έγγραφο. Το έγγραφο δεν φέρει την υπογραφή μου. Υπάρχει στα επίσημα πρακτικά της δίκης αυτό. Το 1968 εμήνυσα τους Θεοφιλογιαννάκο και Χατζηζήση για πλαστογραφία και πέραν αυτού και για υπεξαίρεση εγγράφων από τη δικογραφία. Διότι τι συνέβη; Επίσημο κυβερνητικό ανακοινωθέν του τότε γεν. γραμματέως Τύπου και Πληροφοριών Βυρ. Σταματόπουλου, έλεγε ότι ο κατηγορούμενος Παναγούλης όχι μόνον δεν πιέζεται, αλλά με το ίδιο του το χέρι συνέταξε πολυσέλιδη δήλωση. Η δήλωσή του υπάρχει καταχωρημένη στις εφημερίδες της εποχής εκείνης. Η ιδιόχειρη απολογία μου, που μετέδιδαν με όλα τα μέσα σ’ όλο τον κόσμο ότι υπάρχει, δεν βρέθηκε στην δικογραφία. Ο κατηγορούμενος Χατζηζήσης υπέγραφε ως γραμματεύς τα έγγραφα στο ανακριτικό τμήμα της ΕΣΑ. […]
Είχα μεταφερθή σε κωματώδη κατάσταση στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Ήμουν καταματωμένος. Ήταν την ημέρα που έγραφαν οι εφημερίδες ότι τα τανκς μπήκαν στην Τσεχοσλοβακία. Ήρθε αφρίζοντας και κρατώντας μια εφημερίδα ο τότε ταγματάρχης Θεοφιλογιαννάκος, μου την έδειξε και μου είπε: «…Αλήτη, προδότη, να τι κάνατε…». Εγώ έφταιγα που μπήκαν τα τανκς στην Τσεχοσλοβακία. […]

Ο Θεοφιλογιαννάκος προσπαθούσε να μου αποφράξη τα αναπνευστικά μου όργανα, μέχρι που κάποια στιγμή του δάγκωσα το χέρι. Από τότε έβαζε μαξιλαράκι για να μου σταματά την αναπνοή και να με σκάση. Ερχόταν πάνω στις στρατιωτικές φυλακές, στο Μπογιάτι, και με έβριζε. Οι άνθρωποι της Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών, επανελάμβαναν από το πρωί μέχρι το βράδυ βλασφημίες των Θείων. […]
Την άλλη μέρα με επεσκέφθη ο Δημ. Ιωαννίδης μαζί με άλλον αξιωματικό του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Μου είπε: «…Όπως σου το είχα υποσχεθή, θα τουφεκισθής. Μπράβο σου». Και έφυγε. Αυτό συνέβη στις 18 Νοεμβρίου. Στις 19 Νοεμβρίου με πήγαν σε ένα άλλο κελλί, στο υπόγειο του διοικητηρίου. Με μετέφεραν για λίγο στο προηγούμενο κελλί μου. Όταν γίνονταν τα βασανιστήρια, οι μηχανές μαρσάριζαν για να πνίγωνται οι φωνές των βασανιζομένων.

Στις 20 Νοεμβρίου με μετέφεραν με την τορπιλλάκατο Π25, συνοδεία των ταγματαρχών Μισαηλίδη και Ματάτση και του αξιωματικού Πληροφοριών του Πολεμικού Ναυτικού Νικολόπουλου, από τον Ναύσταθμο στην Αίγινα. Με έκλεισαν σ’ ένα κελλί, σε απομόνωση, στο πίσω μέρος των φυλακών. Μέχρι τις απογευματινές ώρες μού ζητούσαν να υπογράψω αίτηση χάριτος. Αρνήθηκα. Την επομένη μέρα ξημέρωσε περιμένοντας την εκτέλεση.
Ο Θεοφιλογιαννάκος προσπαθούσε να μου αποφράξη τα αναπνευστικά μου όργανα, μέχρι που κάποια στιγμή του δάγκωσα το χέρι. Από τότε έβαζε μαξιλαράκι για να μου σταματά την αναπνοή και να με σκάση.
Μετά, κατά τις 9 το πρωί, με επεσκέφθησαν και μου είπαν ότι επειδή ήταν 21 Νοεμβρίου, τα Εισόδια της Θεοτόκου, η εκτέλεσή μου θα γινόταν την επομένη. Με πίεζαν ψυχολογικά για να υπογράψω μια αίτηση χάριτος. Δεν την υπέγραψα.

Στις 22 το απόγευμα, όμως, με επιβίβασαν πάλι σε ένα αυτοκίνητο και με μετέφεραν στην τορπιλλάκατο με τα στοιχεία Π21 και με ωδήγησαν στον Ναύσταθμο. Από εκεί με μετέφεραν στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και με έκλεισαν σε ένα δωμάτιο. Πάντα με χειροπέδες. Τα σημάδια υπάρχουν στα χέρια μου, τα οποία πυορροούσαν. Μέσα στο κελί μου ήταν δύο υπαξιωματικοί της στρατιωτικής αστυνομίας και από έξω ένας ή δύο φρουροί. Χειροδέσμιος συνεχώς βρισκόμουν και ο στρατονόμος μού είπε: «…Οι εφημερίδες έγραψαν ότι σε εξετέλεσαν. Θα τα πης όλα». […]
Απέδρασα στις 5 Ιουνίου 1972 από τις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου. Με συνέλαβαν μετά 5 μέρες. Ωδηγήθηκα στα κρατητήρια της χωροφυλακής Νέας Ιωνίας. Εκεί μετά 5 το πολύ μέρες με μετέφεραν στο ΚΕΣΑ. Έμεινα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί. Μέχρι τον Ιούλιο. Έφυγα δυο μέρες μετά την αποβίβαση των αστροναυτών στη Σελήνη.
Τότε με επεσκέφθη ο αντισυνταγματάρχης της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Δασκαλάκης για να μου πάρη κατάθεση. Κατήγγειλα όσα μπορούσα να καταγγείλω, και μπορούσα να τα καταγγείλω όλα.

Από εκεί με μετέφεραν στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου. Έμεινα συνεχώς επί 43 μέρες νηστικός, κάνοντας απεργία πείνας. Διότι ο διοικητής των φυλακών έλεγε ότι είχε εντολή από την προϊσταμένη του αρχή να μου δίνει μισό τσιγάρο το μεσημέρι και μισό το βράδυ, να μη μου δίνουν κανένα έντυπο, να μη στέλνω και να μη λαμβάνω επιστολές, να μη βλέπω τον δικηγόρο μου, να μη έχω επισκεπτήριο. Αυτό συνέβαινε και προ της αποδράσεώς μου.
Τελικά, όταν κατώρθωσα, με την βοήθεια ενός δεσμοφύλακα, να στείλω έξω ένα μήνυμα πριν πέσω σε κωματώδη κατάσταση, ήρθαν και μου έφεραν μια εφημερίδα, μου άφησαν τσιγάρα και μου είπαν ότι τα υπόλοιπα θα τακτοποιηθούν εν καιρώ. Μέσα στο κελλί έκανα τις σωματικές μου ανάγκες και γι’ αυτό μου έβαλαν ένα παραβάν. Ήταν ένα κομμάτι πανί. Πίσω απ’ αυτό το κομμάτι το πανί, έσκαψα μια τρύπα στον τοίχο και συνελήφθην την στιγμή που είχε ανοίξη η έξοδος αυτή για να αποδράσω. […].
Η Καθημερινή, 21 Αυγούστου 1975

