Ο Παναΐτ Ιστράτι, ο «Γκόρκι των Βαλκανίων», όπως τον χαρακτήρισε ο Ρομέν Ρολάν, γεννήθηκε στη Βραΐλα και ήταν γιος ενός Έλληνα καπνέμπορου και της πλύστρας Ζωίτσας Ιστράτι. Έζησε δύσκολα, κάνοντας διάφορες εργασίες, αλλά και γράφοντας. Ασπάστηκε τις κομμουνιστικές ιδέες, όμως ένα ταξίδι που έκανε το 1927 στη Σοβιετική Ένωση, με αφορμή τις επετειακές εκδηλώσεις για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης και της εγκαθίδρυσης του κομμουνιστικού καθεστώτος, καθώς και η παραμονή του στη χώρα που τότε είχε στο τιμόνι της τον Ιωσήφ Στάλιν, ήταν η αφετηρία για ριζική μεταστροφή απόψεων.
Οι μαρτυρίες του από τη δεκαεξάμηνη παραμονή του στη Σοβιετική Ένωση και η εξήγηση αυτής της μεταστροφής περιέχονται στο βιβλίο του Προς την άλλη φλόγα. Ο πρώτος τόμος του βιβλίου κυκλοφόρησε στο Παρίσι, στα τέλη του 1929, και, όπως σημείωνε η Καθημερινή, «περιέχει πράγματι αποκαλυπτικωτάτας πληροφορίας περί της κρατούσης σήμερον αφορήτου καταστάσεως εις την χώραν της “Δικτατορίας του Προλεταριάτου”». Και συνέχιζε: «Χάριν των διαφωτιστικών αυτών αποκαλύψεων, αι οποίαι προσλαμβάνουν μεγαλυτέραν αξίαν εκ του γεγονότος ότι προέρχονται από φανατικόν κομμουνιστήν, η “Καθημερινή” αρχίζει την δημοσίευσιν του βιβλίου του Ιστράτι, μολονότι τόση απόστασις τη χωρίζει από τας κοινωνικάς θεωρίας του».
Μία θορυβώδης αποσκίρτησις
Νικημένοι είναι όλοι οι άνθρωποι οι οποίοι περί τας δυσμάς του βίου των ευρίσκονται εις αισθηματικήν ασυμφωνίαν με τους καλλιτέρους εκ των ομοίων των. Είμαι ένας από τους νικημένους αυτούς. Και επειδή υπάρχουν χίλιοι τρόποι να ευρίσκεται κανείς εις αισθηματικήν ασυμφωνίαν με τους ομοίους του, διευκρινίζω ότι εδώ πρόκειται περί του θλιβερού εκείνου χωρισμού που ρίχνει έναν άνθρωπον έξω από τα πλαίσια μιας τάξεως, έπειτα από μιαν ολόκληρον ζωήν κοινών αγώνων και πόθων, και ο οποίος εν τούτοις παραμένει πιστός εις την ανάγκην η οποία πάντοτε τον παρώρμησε, να αγωνισθή υπέρ της δικαιοσύνης.

πρώτο πλάνο στους επισήμους, οι Λεβ Κάμενεφ και Λέων Τρότσκι. Ο Ιστράτι βρέθηκε στη Μόσχα σε μια αντίστοιχη παρέλαση το 1927 (AP PHOTO).
Διότι η ανάγκη της Δικαιοσύνης είνε αίσθημα και όχι θεωρία. Εκτός ολίγων εξαιρέσεων –εξαιρέσεων αι οποίαι κάποτε είνε αξιοθαύμαστοι αλλά δεν ημπορούν να μεταβάλλουν το δράμα–όσοι καταλήγουν εις την επανάστασιν διά της θεωρίας φεύγουν και πάλιν με την θεωρίαν, καθώς ακριβώς εκείνοι που έρχονται παρωθούμενοι από την κοιλίαν των ή τας προσωπικάς των φιλοδοξίας, φεύγουν πάντοτε από τον ίδιον δρόμον. Το αίσθημα τουναντίον είνε η δύναμις που αγκαλιάζει όλην την ζωήν και την διασκορπίζει εις όλους τους ανέμους. Είνε άραγε ανάγκη να καθορίσω καλλίτερον;

Προ εικοσιπέντε ετών, εις ένα προάστειον της Βραΐλας, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν μου είχα ακούσει να ομιλούν περί δικαιοσύνης. Η πόλις μου συνεκλονίζετο τότε από τεραστίας λαϊκάς εξεγέρσεις: το παληό λιμάνι μας εγνώριζε διά πρώτην φοράν τους μηχανοκινήτους γερανούς οι οποίοι ηπείλουν με πείναν 6.000 εκφορτωτάς δημητριακών. Μαζί με τας οικογενείας και τους συγγενείς των απετέλουν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της πόλεως.

— Δικαιοσύνη! Εφώναζαν 40.000 στήθη.
— Πρόοδος! Απεκρίθη ο αστυνομικός διευθυντής τον οποίον περιέζωναν τρεις στοίχοι στρατιωτών.
Δεν ήμην εκφορτωτής λιμένος. Κανείς από τους δικούς μου δεν ήτο. Η μητέρα μου εκέρδιζε το ψωμί της καθαρίζουσα τας ακαθαρσίας εκείνων που είχαν αγοράση τους γερανούς! Εν τούτοις η απάντησις του Διευθυντού της Αστυνομίας με επλήγωσε δι’ όλην την υπόλοιπον ζωήν μου. Και ιδού διατί είχα πάει να ακούσω τον σοσιαλιστήν ρήτορα ο οποίος ωμίλει περί Δικαιοσύνης. Όταν οι εκφορτωταί εφώναζαν «Θα πετάξουμε τους γερανούς στον Δούναβιν!» εκείνος τους είπε:
— Όχι! Πρώτον διότι θα σας εμποδίσουν υπό την απειλήν των όπλων και δεύτερον διότι άλλοι γερανοί θα αντικαταστήσουν εκείνους που θα καταστρέψετε. Αυτό απαιτεί η σύγχρονος τεχνική. Αλλά αυτήν την τεχνικήν η οποία σας πλήττει σήμερον, πρέπει μίαν ημέραν να την καταστήσετε ιδιοκτησίαν ιδικήν σας και να την χρησιμοποιήσετε διά συμφέρον όλων των εργαζομένων. Αυτό είναι το ορθόν και το δίκαιον.

— Έστω! Απήντησε το πλήθος. Ας αφήσωμεν τα πράγματα να τραβήξουν τον δρόμον των.
Ήταν μία μακρά αναμονή η οποία διαρκεί ακόμη τόσον εις την Ρουμανίαν όπως και εις τον επίλοιπον κόσμον. Γι’ αυτό πρέπει να ζήση κανείς και να αγωνίζεται. Διά να ζήση ημπορεί να έχη πλείστα μέσα, αλλά διά να αγωνίζεται εν και μόνον μέσον έχει: να κτυπά τον εχθρόν. Και ο εχθρός μου ήτο, είνε και θα μείνη ο εχθρός της τάξεώς μου, εκείνος ο οποίος εγκαθιστά γερανούς προς ίδιον όφελος, ο οποίος ρίπτει μίαν τάξιν εις την πείναν και την απόγνωσιν και κατόπιν, όταν η τελευταία αύτη φωνάζει Δικαιοσύνη, την πυροβολεί.

Μέχρι των σαράντα μου χρόνων ήμην ακόμη μεταξύ εκείνων που τους στραγγίζουν το αίμα και τους πυροβολούν. Εάν σήμερα δεν μου πίνουν πλέον το αίμα, πάντοτε θα είμαι υπό την απειλήν των σφαιρών των. Διότι, παρ’ ό,τι και αν ήθελε συμβή, μετά την σοβαράν αυτήν φιλονεικίαν που ανοίγω με την τάξιν μου, ένα γεγονός θα παραμείνη βέβαιον. Θα βάλλω ακαταπαύστως εις το στήθος ή εις την πλάτην εκείνων που στραγγίζουν το αίμα των ανθρώπων και κατόπιν τους σκοτώνουν. Και την ημέραν που θα ευρεθώ, όπως ήδη μου συνέβη πολλάκις –καθισμένος εις το τραπέζι ενός από τους εκμεταλλευτάς αυτούς– ας γνωρίζη ότι δεν θα είμαι κοντά του παρά διά να μάθω καλύτερα πώς να τον κτυπήσω!
Εάν αποσκιρτήσω από την γραμμήν αυτήν της ζωής μου, οι φίλοι μου ας με σκοτώσουν σαν σκυλί, χωρίς καν να με δικάσουν. Και τώρα ας είδωμεν μέχρι ποίου βαθμού είμαι ένας νικημένος, μέχρι ποίου βαθμού αποχωρίζομαι από τους δικούς μου, χωρίς να παύσω ποτέ από του να αγωνίζωμαι κατά των εχθρών της ελευθερίας του ανθρώπου.

Ε! λοιπόν αποχωρίζομαι από τους φίλους μου μπολσεβίκους ακριβώς δι’ εκείνο που αποτελεί την μόνην υπερηφάνειαν της σημερινής Ρωσσίας: «την οικοδόμησιν του σοσιαλισμού». Είνε θλιβερόν διά την παλαιάν μας φιλίαν, αλλά έτσι είνε! Δεν συζητώ την «οικοδόμησιν» αυτήν και παραδέχομαι ακόμη ότι δεν ημπορεί να είνε σοσιαλιστική, ενώ δεν πρόκειται παρά μόνον διά «προτύπους» επιχειρήσεις αι οποίαι λειτουργούν κακώς και θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν κακώς, εφ’ όσον διευθύνονται υπό ανικάνων κομμουνιστών. Εάν είμεθα μόνον ανίκανοι θα ημπορούσε κανείς να μας το συγχωρήση. Εάν μου επρότειναν να γίνω υπουργός θα απήντων αμέσως ότι δεν βλέπω πώς θα ημπορούσα να φανώ χρήσιμος, αλλά εάν μου έλεγαν να διευθύνω ένα συνεργείον σουβατζήδων θα τα κατάφερνα περίφημα. Θα ήμην επίσης χρήσιμος παντού και πάντοτε, αρκεί να μου έδειχναν τον εσωτερικόν μηχανισμόν της μηχανής που διηύθυνα.

Διότι η εργατική τάξις δεν πταίει όταν αγνοεί εκείνο που δεν της έδειξαν ποτέ. Και οι «ηγέται» της είνε άξιοι διά την αγχόνην όταν καταστρέφουν το μέλλον της αναγκάζοντές την να προχωρήση εις την καλλιέργειαν του αγρού με τα βώδια πίσω και το άροτρον εμπρός.
Η Καθημερινή, 3 Δεκεμβρίου 1929
Τι είδεν επί 16 μήνας εις την Σοβιετικήν Ρωσσίαν
Eχω την ατυχίαν να είμαι ο νόθος ο οποίος συνδυάζει την συνείδησιν του καλοπίστου ανθρώπου της εξελικτικής προόδου με την δίψαν προς την δικαιοσύνην της μάζης εκείνης εις την οποία ανήκω. Η θέσις αυτή με φέρει εις αντίθεσιν με όλον τον κόσμον αλλά κυρίως με μίαν κατηγορίαν ανθρώπων οι οποίοι ευσυνειδήτως ή ασυνειδήτως εμπαίζουν τους πάντας, ευρύνουν το χάσμα το οποίον χωρίζει τους ανθρώπους και θεωρούν εαυτούς ικανούς να πραγματοποιήσουν, διά των ιδίων δυνάμεων, τας διεκδικήσεις της εργατικής τάξεως την οποίαν θέλουν να μονοπωλήσουν.

Σοβιετικής Ένωσης, σε συνεδρίαση του Ανώτατου Σοβιέτ, τον Μάρτιο του 1931 (AP PHOTO).
Το είδος αυτό εκπροσωπείται από τον λεγόμενον επαναστάτην «μαχητήν» ο οποίος είνε δύσκολον να ανακαλυφθή μέσα εις τα μεγάλα μαζικά κινήματα διότι καταλαμβάνει όλας τας διαβαθμίσεις που υπάρχουν μεταξύ του αποστόλου ιδεολόγου και του κοινού απατεώνος. Είνε ο ουρανόπεμπτος οργανωτής. Εις την εποχήν κατά την οποίαν αι συνειδήσεις διατηρούν επιφυλάξεις, και απομονούνται εκουσίως από την μάζαν που απαιτή πάση θυσία δικαιοσύνην, ο «μαχητής» αυτός ανταποκρίνεται εις μίαν κοινωνικήν ανάγκην όπως ακριβώς ο νεκροθάπτης εμφανίζεται πάντοτε εις τας μεγάλας επιδημίας της πανώλους!
Δεν περιμένει παρακλήσεις! Δεν έχει συναγωνιστάς! Κανείς δεν ημπορεί να του αντιτείνη. Εξ άλλου είνε αρκετά αναιδής. Διότι εκεί όπου η μεγάλη επαναστατική μορφή φοβείται ότι θα αποτύχη, αυτός δεν φοβείται τίποτε. Όλα γι’ αυτόν οδηγούν εις την επιτυχίαν, ακόμη και η ήττα από την οποίαν φροντίζει να αντλή πάντοτε όλα τα πλεονεκτήματα προς ατομικόν του όφελος.

στις 2 Φεβρουαρίου 1921 (AP PHOTO).
Το είδος αυτό το γνωρίζω από εικοσιπέντε τώρα χρόνια! Σήμερα τα χαρακτηριστικά του μου είνε γνώριμα. Διακρίνονται εις δύο ιδιαιτέρας κατηγορίας: τους «μετριοπαθείς» και τους «φανατικούς». Οι πρώτοι εστάθησαν το δεξί χέρι της σοσιαλδημοκρατίας. Οι δεύτεροι εύρον καταφύγιον εις τον κομμουνισμόν.
Η προπολεμική σοσιαλδημοκρατία δεν υφίσταται πλέον και ο «μαχητής» της κατεβαραθρώθη μαζί της. Η επιθυμία κάθε καλού σοσιαλδημοκράτου εξεπληρώθη: εισήλθον όλοι σχεδόν εις το κοινοβούλιον, τον παράδεισον αυτής της πατρίδος, η οποία ανταμείβει διά τας προσφερθείσας υπηρεσίας.

ΕΣΣΔ (AP PHOTO).
Ημείς οι συνδικαλισταί, μαθητευόμενοι ακόμη μπολσεβίκοι τότε, απεστρεφόμεθα την εκλεκτήν αυτήν τάξιν η οποία έδιδε διαταγάς εν ονόματι της εργατικής τάξεως, κατείχε το βήμα του κοινοβουλίου και της εφημερίδος και με το ψευδομαρξιστικόν ευαγγέλιον ανά χείρας μάς αφώριζε και μας εκτυπούσε. Ο μαχητής της τότε εποχής έπαιζε ακριβώς τον ίδιον τυραννικόν ρόλον όπως και ο κομμουνιστής-αγωνιστής σήμερον. Αυτός μόνος εννοούσε να αντιπροσωπεύη την «επαναστατικήν συνείδησιν», τους πόθους και την «ιδεολογίαν» του προλεταριάτου. Ημείς δεν είμεθα παρά «προδόται» ή κάτι ανάλογον.
Αλλά αυτά αποτελούν προϊστορίαν.
Ας περάσωμεν τώρα εις την σημερινήν πραγματικότητα.
Θα διαπιστώσωμεν ευθύς αμέσως ότι είνε ακόμη τραγικωτέρα. Περισσότερον από κάθε άλλην φοράν η «ταξική συνείδησις» έγινε το μονοπώλιο ωρισμένων ανθρώπων. Ο κομμουνιστής-αγωνιστής μετεβλήθη σήμερον εις αγωνιστήν εις την Σοβιετικήν Ρωσσίαν, επήρε κομμουνιστικήν ιδέαν, την έκαμε κτήμα του και εν ονόματι αυτής ασχημονεί, εξυπηρετεί τα προσωπικά του συμφέροντα και τυρανεί τον Ρωσσικόν λαόν χειρότερα από τον Τσάρον.

Ο «μαχητής-γραφειοκράτης», ο οποίος εκεί επάνω αποκαλείται «υπεύθυνος μαχητής», είνε ο κύριος του βήματος και του τύπου. Μόνος αυτός έχει το δικαίωμα να ομιλή. Μόνος αυτός ημπορεί να γράφη. Κατασκευάζη μόνος του μίαν τεχνητήν πλειοψηφίαν και έχει παντού την πρωτοκαθεδρίαν με την ιδίαν ευκολίαν που διορίζει μίαν συντακτικήν επιτροπήν και μίαν λογοκρισίαν.
Εν τούτοις, έχων συνείδησιν της δυσαρεσκείας η οποία σοβεί, μονοπωλεί την αντίδρασιν και κατασκευάζει εξ ιδίας αντιπάλους. Ιδού δε διατί εγεννήθησαν και ανεπτύχθησαν τα δύο αυτά εξοιδήματα του σοβιετικού τύπου: η σαμοκρίτικα (αυτοκριτική) και το «κοντρόλ-μας» (έλεγχος της μάζης).
Φάρσα αηδής. Και τουλάχιστον εάν ήτο μόνον αηδής! Αλλά είνε εξίσου απατηλή και ενίοτε αιμοβόρος. Διότι αφ’ ενός μεν ξεύρει να προκαλή εντύπωσιν αποκαλύπτουσα καταχρήσεις και υπερβολάς, αφ’ ετέρου δε καταδικάζει εις θάνατον τους ατυχείς εργάτας οι οποίοι επίστευσαν εις την αποτελεσματικότηταν της εξυγιάνσεως.

Πώς όμως θα ησκείτο εις τα όμματα του λαού η αυτοκριτική και ο αυτοέλεγχος; Εδημιουργήθησαν λοιπόν οι «ραμπκόρ» (εργάται ανταποκριταί) οι οποίοι ειργάζοντο επί τη βάσει προκαθωρισμένων υποδείξεων. Αντιληφθέντες και οι ίδιοι ότι το κακόν δεν ήτο εις τα πόδια, αλλά εις την κεφαλήν, περιωρίσθησαν να καταγγέλλουν μόνον τους αποδιοπομπαίους τράγους, οι οποίοι προεγράφοντο από τους ανωτέρους των, και οι οποίοι ήσαν προωρισμένοι προς εξόντωσιν.
Κατά τα ακατάπαυστα ταξείδιά μου ανά την Σοβιετικήν Ένωσιν συνήντησα πολλάκις «ραμπκόρους». Μεταξύ αυτών συνήντησα και ανθρώπους που μου ωμίλησαν με πραγματικόν ενθουσιασμόν. Αλλά οι τελευταίοι αυτοί έπεφταν από γκάφα σε γκάφα και η ζωή των κατέστη δύσκολος. Οι περισσότεροι όμως είνε αληθινή μυρμηκιά η οποία κινείται κάτω από τα πόδια σας. Από έναν από αυτούς έμαθα μιαν χαρακτηριστικήν ιστορίαν κατά την άφιξίν μου εις το Σοχούμ του Καυκάσου, τον Νοέμβριον του 1928.
Κάποιος «ραμπκόρ», προαλειφόμενος διά την διασημότητα και γνωρίζων με ποία μέσα επιτυγχάνουν οι συνάδελφοί του εις την δύσκολον αυτήν καρριέραν, επλήρωσε κάποιον μεθυσμένον και του υπέδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσε να του κάμη εις την πλάτην μια μικρή πληγή με ένα εγχειρίδιον. Αυτό συνέβαινε μιαν νύκτα σκοτεινήν και χωρίς μάρτυρας, αλλά το χτύπημα ηστόχησε ή μάλλον επέτυχε υπέρ το δέον. Την επομένην ευρήκαν τον δυστυχή ανταποκριτήν ημιθανή και πλέοντα εις το αίμα. Η Γκεπεού συνεκινήθη. Ανεζήτησε τον εγκληματίαν κουλάκον («κουλάκ» σημαίνει πλούσιον χωρικόν) ή τον εκδικητικόν εργοστασιάρχην. Αλλά στα χέρια της έπεσεν ο ατυχής αλήτης ο οποίος δεν εδίστασε να αποκαλύψη την όλην σκηνοθεσίαν.
— Αλλά ολίγον έλειψε να τον σκοτώσης!
— Γελάστηκα! Ήμην μεθυσμένος!
Εννοείται ότι η υπόθεσις απεσιωπήθη.

Η Σοβιετική Ένωσις είνε η ολιγώτερον αστική χώρα του κόσμου, αλλά τείνει προς τον αστισμόν, κατά το παράδειγμα όλων των εθνών, τα οποία εξέρχονται σιγά σιγά από την πατριαρχικήν ζωήν των. Διά τούτο πιστεύω ότι ήτο ατύχημα η μεγαλειτέρα προσπάθεια εξ όσων έγιναν ποτέ προς θεμελίωσιν του σοσιαλισμού να έχη αρχίση από την Ρωσίαν. Ο Ρώσσος, ο Ουκρανός, ο Γεωργιανός, ο Τατάρος, ο Αρμένιος είνε άνθρωποι φυσιολάτραι, πλήρεις αγάπης και στοργής διά τον ιδικόν των ουρανόν, την ιδικήν των γλώσσαν, την ιδικήν των γην. Πώς θέλετε να βγάλετε τους λαούς αυτούς από τας καλύβας των και να τους εγκλείσετε από την μίαν ημέραν εις την άλλην, μέσα εις τους αμερικανικούς ουρανοξύστας, όπου το αηδόνι δεν κελαϊδεί και όπου ο άνθρωπος είνε ένα μηχανικόν κτήνος ικανόν μόνον να ζη διά να σκοτώνη την ζωήν του!
Δέον ακόμη να σημειωθή ότι οι κομμουνισταί είνε μόλις δύο εκατομμύρια, παραγεμισμένοι με δόγματα και θεωρίες, διά τους οποίους τα αισθήματα και η αγάπη δεν είνε παρά αστική αδυναμία. Εν τούτοις απομένουν 150 εκατομμύρια, μια ολόκληρος ανθρωπότης, η οποία ζη και θέλει να ζήση, καλλιεργούσα ό,τι πλέον αιώνιον και συγκινητικόν υπάρχει μέσα μας.

Πρέπει να την εμποδίσωμεν από του να ζήση;
Τουναντίον! Θα μου ειπούν υπενθυμίζοντές μου το Σοβιετικόν Σύνταγμα. Οι λαοί αυτοί έχουν το δικαίωμα να διαθέτουν εαυτούς όπως θέλουν.
Απαντώ: ναι! Διαθέτουν εαυτούς κατά τον ίδιον τρόπον με τα κορίτσια της μεσαιωνικής εποχής που ήσαν ελεύθερα να βήξουν ελευθέρως αλλά που ενεκλείοντο αμέσως εις μοναστήριον μόλις εξεδήλωναν άρνησιν να πανδρευθούν τον άνδραν τον οποίον εξέλεγαν οι γονείς των.
Μια βραδυά είχα μακράν συνομιλίαν με κάποιαν έξυπνην ελληνίδα χωρικήν (δεν θέλω να την κατονομάσω διά να μη γίνω αίτιος να αποσταλή εις την Σιβηρίαν). Η γυναίκα αυτή μού έδωσεν την καλλιτέραν εικόναν του τρόπου με τον οποίον μια μητέρα εις την Σοβιετικήν Ρωσσίαν ημπορεί να διαθέτει τα παιδιά της.

— Δεν είμεθα κομμουνισταί, μου έλεγε, γιατί καλά καλά δεν ξεύρομεν τι σημαίνει αυτό. Στο χωριό μας οι κομμουνισταί είνε «σπιούνοι». Η πολιτική τούς ενδιαφέρει και τίποτε άλλο! Δυστυχία σ’ όποιον δεν έχει την ίδια γνώμη μ’ αυτούς. Αλλά είμεθα από την αρχή μαζύ με τους μπολσεβίκους. Ο άνδρας μου πολέμησε στον εμφύλιον πόλεμον, έλαβε μέρος στο πρώτο σοβιέτ και πέθανε από τα τραύματά του. Εγώ δεν είμαι παρά μία φτωχή μάνα που θέλει να αναθρέψη τα παιδιά της –ένα αγόρι και μια κόρη– όσο ημπορεί πιο τίμια. Κανείς εδώ δεν είνε εχθρός του καθεστώτος ούτε οπαδός του. Κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήση γι’ αυτό. Κι ωστόσο μας αποστερούν κι αυτό το ψωμί. Γιατί; Διότι λέγω στα παιδιά μου ότι δεν πρέπει να εγγραφούν εις την Κομμουνιστικήν Νεολαίαν και με ακούνε. Οι «Κομσομόλ» (οι νέοι κομμουνισταί) περνούν τραγουδώντας και φτύνουν στα τζάμια του πατρικού σπιτιού, υβρίζουν τους γέρους και μαλλώνουν μεταξύ των πιο πολύ και από τους μεγάλους! Αυτό άραγε σημαίνει κομμουνιστής;
Η Καθημερινή, 4 Δεκεμβρίου 1929
Η Ρωσσία έφθασεν εις ηθικόν εξευτελισμόν
Σήμερα γνωρίζω ένα πράγμα: ότι μια μεγάλη πλειοψηφία ανθρώπων της τάξεώς μου κατέκτησε την εξουσίαν, μόλις όμως επεκάθησεν εις αυτήν, ήρχισε να την καταβροχθίζη απλήστως. Με το στόμα διαρκώς γεμάτο προσπαθεί να απομακρύνη από το τραπέζι της και να αφίνη να πεθαίνουν της πείνας όλα τα «αδελφάκια» που δεν έχουν διόλου την ιδίαν γνώμην μαζί της.
Ας μη νομισθή ότι διαμαρτύρομαι κατά της μεγάλης πλειοψηφίας της μάζης. Αυτή, η δυστυχής, πάντοτε επεινούσε και εάν εζήτησε ποτέ να βελτιώση τας συνθήκας της ζωής της είναι συγχωρητέα. Αλλά πώς να συγχωρήση κανείς εκείνους που βγαίνουν από τους κόλπους της, που καυχώνται ότι αποτελούν την πρωτοπορίαν της, όταν εν ονόματι του πλέον ευτελούς και του πλέον αηδούς ατομικού συμφέροντος καταπνίγουν τας φωνάς της διαμαρτυρίας, καταπιέζουν, κλέβουν, εκβιάζουν και σκοτώνουν εν σιγή;!

Και είνε μήπως αυτή ηθική χρεωκοπία μιας επαναστάσεως;
[…] την εποχήν εκείνην που εχαρακτήριζαν ως μεταβατικήν οι επίσημοι είχον το δικαίωμα να διαπράττουν σφάλματα. Έκτοτε δεν διαπράττουν απλώς «σφάλματα». Εγκατέστησαν ενσυνειδήτως την αδικίαν εις την χώραν των. Διέφθειραν άπειρα κοινωνικά στρώματα –ιδιαιτέρως δε τα πτωχά– διά να σχηματίσουν πλειοψηφίας και διά να κυβερνούν. Η διαφθορά αυτή φθάνει μέχρι σημείου απανθρωπίας. Εάν θέλετε να τρώγετε, έστω ανεπαρκώς, πρέπει να είσθε με το διοικούν κόμμα, πρέπει ακόμη να καταγγέλλετε τον σύντροφον, ο οποίος αρνείται να παραδεχθή ως ορθήν την γραμμήν που ακολουθεί η Κυβέρνησις.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον η Ρωσσία έφθασεν εις ηθικόν εξευτελισμόν που δεν εγνώρισε μέχρι σήμερον ο κόσμος: να δημιουργηθούν δηλαδή δύο αντίπαλα κόμματα μέσα εις τα σπλάγχνα της αυτής τάξεως, εκ των οποίων το μεν ένα να διαφθείρεται διότι τρώγει και υλακτεί, το δε άλλο να εκφυλίζεται διότι πεινά και σφίγγει τα δόντια. Αλλά και το μέλλον πλέον κατεπνίγη, διότι αι τάξεις των νέων κομμουνιστών, των «Κομσομόλ», έχουν διαφθαρή.
Όταν κάποτε εδικάζετο εις το Λένινγκραδ ολόκληρος η επιτροπή των κομμουνιστικών νεολαιών –κατηγορούμενοι δι΄ απάτας, αρπαγάς, καταχρήσεις, και δι’ εγκλήματα κοινού ποινικού δικαίου– κάποιος δικαστής ηρώτησεν ένα μάρτυρα:
— Διατί, λοιπόν, εστρατολογούσατε τέτοια κοινωνικά αποβράσματα;
— Διότι από τα μέλη απητείτο μόνον να ευρίσκωνται με την πολιτικήν την ακολουθουμένην από το κυβερνών κόμμα! υπήρξεν η απάντησις.
Με τα μέλη αυτά εσχημάτιζον την «πειθαρχημένην» πλειοψηφίαν, την «πρωτοπορείαν του προλεταριάτου!»
Με την ιδικήν των βοήθειαν και εν ονόματι του καταδυναστευομένου προλεταριάτου, εγέμισαν τας φυλακάς και την Σιβηρίαν από εργάτας τους οποίους αποκαλούν «προδότας» και οι οποίοι είνε οι μόνοι αληθείς επαναστάται μέσα εις την πρωτότυπον αυτήν σοβιετικήν συμμορίαν, η οποία δέχεται σήμερον εις τους κόλπους του ανωτάτου κοινοβουλίου της τον σύντροφον Μάξιμ Γκόρκι.

Από της εποχής που ανεχώρησα από την Ρωσσίαν και μέχρι της δημοσιεύσεως των γραμμών αυτών, έχουν περάση εννέα μήνες. Θα ημπορούσα να δημοσιεύσω το βιβλίον αυτό εξ εβδομάδας μετά την επιστροφήν μου εις το Παρίσι. Δεν το έκαμα. Διετήρουν μερικάς ελπίδας και ιδίως την ελπίδα ότι θα ήκουα να βροντήση η μεγάλη φωνή του Μάξιμ Γκόρκυ.
Εις την Μόσχαν, μέσα στο σπίτι του, κατά τας ώρας που επεράσαμεν μαζύ, δεν ηθέλησε να μιλήση.
Το ειλικρινές του πρόσωπο με τα λαμπερά του μάτι, που ημπορούν να είνε ό,τι θελήσουν, έμεινε
κλεισμένον. Και συνεζητούσαμεν διά πράγματα εντελώς τετριμμένα. Αλλ’ εκείνο που δεν είχε καμμίαν υποχρέωσιν να κάμη προς εμέ ο Γκόρκυ, το χρεωστεί εις ολόκληρον τον κόσμον που τον εκτιμά και τον θαυμάζει. Το χρεωστεί κυρίως εις εκείνους τους οποίους συνθλίβουν όλαι αι πλειοψηφίαι: εις τους αλήτας του οι οποίοι είνε πάντοτε οι νικημένοι – αν όχι εις την εργατικήν τάξην η οποία παράγει και συντηρεί τους τυράννους της.
Έχω άδικον λοιπόν να θεωρώ τον Μάξιμ Γκόρκυ –τον άνθρωπον που δεν ωμίλησε– συνένοχον;
Θα ημπορούσεν ίσως κανείς να με ερωτήση, μετά την «στροφήν» μου αυτήν –όπως θα χαρακτηρίσουν μερικοί τας ειλικρινείς εξομολογήσεις μου, αν και η «Λιττερατούρναγια Γκαζέττα» της Μόσχας τας εχαρακτήρισεν ήδη ως «διπροσωπίαν»–: «Δεν εγνωρίζατε διόλου τα πράγματα αυτά προτού πάτε εις την Σοβιετικήν Ρωσσίαν ή έπειτα από ολίγων εβδομάδων παραμονήν;»
Θα απήντων: όχι! Δεν υπάρχει ούτε εν δέκατον του διεθνούς κομμουνιστικού προλεταριάτου που γνωρίζει τι συμβαίνει ακριβώς εις την Ρωσσίαν, διότι άλλως το Κομμουνιστικόν Κόμμα θα διελύετο αυθωρεί και θα εσχηματίζετο εν άλλο μπολσεβικικόν κόμμα επί νέων εντίμων βάσεων, το οποίον θα φρόντιζε να μη δώση εις τους αρχηγούς του απεριόριστον εξουσίαν.
Πώς θα ηθέλατε, εξ άλλου, να ξεύρη ο απλοϊκός εργάτης, ο οποίος δεν διαβάζει τίποτε άλλο από την εφημερίδα και τα βιβλία που του σερβίρουν, όταν εγώ, συνδεόμενος διά προσωπικής φιλίας με τον Ρακόβσκι (τον τέως προεσβευτήν της Ρωσσίας εις το Παρίσι) και διαβάζοντας σχεδόν τα πάντα, δεν ήξευρα το παραμικρόν;

Ίσως μόνο η αντιπολίτευσις της σημερινής διοικούσης φάρας και ο αρχηγός της Τρότσκυ, θα ημπορούσαν να διαφωτίσουν, εν τινι μέτρω, τους εργάτας των ξένων χωρών, αλλά τους περισσοτέρους τους φυλάκισαν ή τους εξώρισαν και τους άλλους τους διέφθειραν. Όσον αφορά δε τον Τρότσκυ τον ίδιον, ποτέ δεν εφανταζόμην ότι θα τον εξηνάγκαζαν να καταφύγη εις την Σταμπούλ και θα του εκολλούσαν το επίθετον του «αντεπαναστάτου».
Ωμίλησα περί αντιπολιτεύσεως. Δεν θέλω να νομισθή ότι οι ανήκοντες εις αυτήν διαφέρουν πολύ από τους πιστούς της Κυβερνήσεως. Εις πολλά σημεία είνε οι ίδιοι. Περισσότερον όμως όλων ανειλικρινή θεωρώ τον Ρακόβσκι, τον οποίον ηρώτησα προ της αναχωρήσεώς μου: «Τι είνε σήμερον η Ρωσσία;» και μου έδωσεν την εξής διπλωματικωτάτην απάντησιν:
— Εάν κυττάξεις μόνον εις την επιφάνειαν, δεν θα έμενες ικανοποιημένος. Αλλά εάν ξεύρης να ιδής, θα αγαπήσης την επανάστασίν μας.
Ως εάν η επανάστασις ήτο δυνατόν να συγχισθή με την ανθρώπινην ασχημίαν. Θα επροτίμων να μου είπουν ειλικρινώς οποία πράγματι ήτο, εκείνο δηλαδή που εγώ δεν ημπορούσα να διακρίνω καθαρά με τα μάτια μου. Αλλά οι Μπολσεβίκοι είνε σιωπηλοί σαν τάφοι και όταν ακόμη είνε φίλοι σας και παληοί σας σύντροφοι.
Ο Ρακόβσκι δεν αποτελεί εξαίρεσιν. Ποτέ δεν κατώρθωσα να του αποσπάσω έστω και την μικροτέραν ομολογίαν. Εις την Γαλλίαν τού εσυγχωρούσα την σιωπήν αυτήν. Ήτο πρεσβευτής. Αλλά καθ’ όλον το ταξείδιόν μας (διότι μαζύ εταξειδεύσαμεν εις την Ρωσσίαν διά τας εορτάς της δεκαετηρίδος της Ρωσικής Επαναστάσεως), εκράτησε την ιδίαν σιγήν. Μίαν στιγμήν, όταν ακριβώς εισηρχόμεθα εις την Γερμανίαν, του έκαμα μίαν ερώτησιν, εις την οποίαν μία ειλικρινής απάντησις θα ήρκει διά να μου αποκαλύψη την πραγματικήν στάσιν της αντιπολιτεύσεως και την τύχην που την ανέμενε. Τον ηρώτησα, λοιπόν:
— Μήπως η Γαλλία σε διώχνει ή μήπως οι δικοί σου σε εξαναγκάζουν εις παραίτησιν; (Ήτο η εποχή που αντικατεστάθη από τον Ντογκαλέφσκι).
Αντί πάσης άλλης απαντήσεως έβγαλε το ρολόι του και είπε:
— Θα ήμεθα εις την Φρανκφούρτην κατά τας ένδεκα το βράδυ. Πεινάς πολύ;
Δηλαδή με άλλα λόγια:
«Κράτησε τη γλώσσα σου!»
Και εν τούτοις πολλές φορές μού έδωκε δείγματα σταθεράς αγάπης και φιλίας.

Εις το διπλωματικόν του διαμέρισμα, διακρίνω μίαν ημέραν τον αγκώνα του σακκακιού του τριμμένον από την πολυκαιρίαν, με κατέλαβε ένα είδος εκπλήξεως και θαυμασμού μαζύ, που με έκαμε να τον ερωτήσω.
— Αλήθεια, Κρίστιαν, ξεύρω ότι μπολσεβίκοι καθώς εσύ δεν έχουν ποτέ αδήλους πόρους, αλλ’ ο μισθός σου είνε τόσο μικρός ώστε να φοράς ένα τέτοιο σακκάκι;
Προσεπάθησε να δικαιολογηθή.
— Μη λες ανοησίες! Άφησε το σακκάκι μου ήσυχο!
Αλήθεια δεν μπορούσα να καταλάβω πώς η Σοβιετική Ρωσία μπόρεσε να παραπετάξη έναν διπλωμάτην καθώς ο Ρακόβσκι.
Το εκατάλαβα όμως μετά εν έτος όταν έμαθα ότι ο πρεσβευτής της χθες επωλούσε διά της γυναικός του τα ολίγα έπιπλα του πτωχικού σπιτιού των εις την Μόσχαν διά να εξοικονομήσουν το ψωμί των.
Η Καθημερινή, 5 Δεκεμβρίου 1929
Το κατρακύλισμα της πίστεως
Eσυνέχισα τας περιοδείας μου ανά την Σοβιετικήν Ένωσιν. Δι’ εμέ όμως ήρχισε το κατρακύλισμα της πίστεως. Η υπερκαυκασία, κράτος της αυθαιρεσίας, δίδει την χείραν εις τον Καύκασον, χώραν της κομμουνιστικής διαφθοράς, και αι δύο μαζύ συμπληρούν τον γενικόν κανόνα της εκ των άνω τυραννίας, ο οποίος βασιλεύει εις την Σοβιετικήν Ένωσιν. Ουδέ ίχνος δυνάμεως ή πρωτοβουλίας προερχομένης εκ των κάτω. Καταπίεσις μόνο και καταδυνάστευσις εκ των άνω. Τα τοπικά και περιφερειακά σοβιέτ είνε οργανέτα της κυβερνήσεως της Μόσχας. Ο κυριαρχών τόνος της ασκουμένης πολιτικής είνε η κατάπνιξις κάθε πνευματικής ανεξαρτησίας και πραγματικής κριτικής. Χρησιμοποίησις οιουδήποτε στοιχείου το οποίον προθυμοποιείται να ψηφίζει τους κυβερνώντες και υποδούλωσις των συνδικάτων.

Τα συνδικάτα κυρίως μαζί με τας «Γιακτ» (συνεργατικάς στεγάσεις) ασκούν μίαν τρομοκρατίαν διά την οποίαν ούτε η περίφημος Τσαρική Οχράνα θα ημπορούσε να κατηγορηθή. Διότι η Οχράνα ήτο τουλάχιστον μία αστυνομία της οποίας όμως τα μέλη δεν απετέλουν καμμίαν φατρίαν. Αλλά ο επίσημος κομμουνισμός αποτελεί πλέον φατρίαν.
Εξ άλλου η Οχράνα δεν είχε το μαύρο της χέρι βυθισμένο στην κοιλία του ανθρώπου. Δεν επετίθετο παρά μόνον κατά του δικαιώματος του ελευθέρως σκέπτεσθαι· εάν ο κόσμος δεν εσκέπτετο καθώς ο Τσάρος εκινδύνευε να χάση μίαν ημέραν την ελευθερίαν του ή την ζωήν του ή και τα δύο συνάμα. Αυτό ήτο και το ήξευραν όλοι αρκετά καλά. Μέχρι της ημέρας όμως εκείνης ο άνθρωπος ημπορούσε να κερδίζη το ψωμί του. Προ ή μετά το κάτεργον ο εργάτης παρά τον «μαυροπίνακα» εις τον οποίον ήτο σημειωμένος παρέμενεν εργάτης ικανός να μισθωθή και να στεγασθή.

Σήμερα δεν είνε πλέον εάν δεν σκέπτεται όπως το «Πολιτμπυρώ» (Πολιτικόν Γραφείον του Κομμ. Κόμματος)· το σκληρό χέρι του Κόμματος και της «Γιακτ» τα κρατούν όλα· ψωμί και στέγην. Με την ελαχίστην υποψίαν η θέσις σου εις το εργοστάσιον και εις το σπίτι σου κινδυνεύουν. Διωγμένον από το συνδικάτον και από την δουλειάν σου, κανείς απολύτως δεν σε προσλαμβάνει. Είσαι καταδικασμένος στην πιο μαύρην δυστυχίαν, εις την πείναν ή την αυτοκτονίαν. Τέλος εάν τύχη να είσαι «κακό κεφάλι» που τολμάς να κάνης θόρυβον, ένα πρωί σε απάγουν κρυφά και κανείς από τους συναδέλφους σου δεν ξεύρει πια τι έχεις απογίνη!

Και δεν αισθάνονται καμμίαν ενοχήν κάμνοντες αυτό. Εις την αρχήν στηρίζονται εις μίαν ασθενή κυβερνητικήν μειοψηφίαν η οποία προσλαμβάνει αμέσως δύναμιν από την μάζαν που προστρέχει διά να εξασφαλίση το ψωμί της, και διά να μη εκδιωχθή από το σπίτι της. Η γραφειοκρατία ευρίσκει τότε το πεδίον ελεύθερον και καταφεύγει εις όλα τα γνωστά της μέσα διά να εξασφαλίση την ατομικήν της άνεσιν. Πλαστογραφεί έγγραφα, λεηλατεί τα ταμεία του κράτους, βιάζει την γυναίκα που της αρέσει, περικόπτει από τους μισθούς των εργατών όσα θελήση, μεθά και πολλές φορές γκρεμοτσακίζεται. […]

Μεταξύ των καθημερινών σκανδάλων που σημειούνται κατά τρόπον εξευτελιστικόν διά την αξιοπρέπειαν της Επαναστάσεως, το τρομερόν απόστημα του Σμολένσκ, όπου επιτροπή του σοβιέτ, επιτροπή του συνδικάτου, αξιωματικοί Γκεπεού, δικαστικαί αρχαί και σύνταξις της εφημερίδος συνεπήχθησαν εις ένα σώμα διά την εκμετάλλευσιν και τρομοκράτησιν μιας πόλεως και την απομύζησιν των κοινοτικών εσόδων επί ολόκληρον έτος, θα αφήση ασφαλώς εποχήν εις τα χρονικά της κομμουνιστικής διαφθοράς και ασυνειδησίας εις την χώραν του προλεταριάτου.
Η Καθημερινή, 8 Δεκεμβρίου 1929

