Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας

Λαμαρτινός - Ουγκώ - Δουμάς - Μπαλζάκ

19' 57" χρόνος ανάγνωσης

Επ’ ευκαιρία της εκατονταετηρίδος του ρωμαντισμού –της μεγάλης αυτής πνευματικής επαναστάσεως του 1880, ήτις διήνοιξε νέους ορίζοντας εις την φιλολογίαν και την τέχνην– εξεδόθησαν πλείστα όσα βιβλία εν Γαλλία, όπου δημοσιεύονται διάφοραι άγνωστοι λεπτομέρειαι περί της ζωής των “Μεγάλων ρωμαντικών”, όπως απεκλήθησαν οι κυριώτεροι συγγραφείς και ποιηταί της σχολής ταύτης.

»Η υπερτροφική φαντασία και ο λυρισμός χαρακτηρίζουν όχι μόνο τα φιλολογικά έργα των ρωμαντικών, αλλά και τα καθέκαστα της καθημερινής ζωής. Οι ρωμαντικοί ηρέσκοντο να εμφανίζονται καταπληκτικοί εις τα όμματα των κοινών θνητών, ανεζήτουν το απόλυτον, το παράδοξον και την υπερβολήν όχι μόνον εις τους στίχους των, αλλά και εις αυτήν ακόμη την αμφίεσίν των,και εν γένει εις όλας τας λεπτομερείας της καθημερινής ζωής.

»Μία από τας πλέον ενδιαφερούσας μελέτας είνε η αφορώσα εις τον ιδιωτικόν βίον και τας ιδιοτροπίας των μεγάλων ρωμαντικών, την οποίαν αρχίζωμεν από σήμερον». Με αυτόν τον τρόπο προλόγιζε η Καθημερινή, στις 5 Μαρτίου 1930, τη σειρά κειμένων για τη ζωή των μεγάλων ρομαντικών, που άρχισαν να δημοσιεύονται την ημέρα εκείνη.

Ο Λαμαρτίνος

O Αλφόνσος ντε Λαμαρτίν, ο ποιητής των «Στοχασμών», των «Θρησκευτικών ρεμβασμών» και του «Ζοσελέν», ο κατ’ εξοχήν λυρικός υμνωδός του ρωμαντισμού, εγεννήθη το 1790 εις το Μακόν και τω 1830 ελάμβανε τον τίτλον του ακαδημαϊκού, το 1834, παρ’ όλον τον λυρισμόν του, ανεμιγνύετο ενεργώς εις την πολιτικήν, βουλευτής και υπουργός εις την γαλλικήν Βουλήν, παρέμεινε μέχρι του 1851, οπότε απεχώρησε της πολιτικής διά να αποσυρθή πτωχός και εγκαταλελειμμένος από τους πάντας εις τινα ημιερειπωμένον πύργον παρά το Σαν-Πουάν της Γαλλίας. Αλλ’ ότε εμεσουράνει εις την πλειάδα των Ρωμαντικών, ο Λαμαρτίνος ενεφανίζετο συνήθως έφιππος, καβάλλα εις ένα άσπρο θυμοειδές άλογο, και συνοδευόμενος πάντοτε από εξ άσπρα λαγωνικά σκυλλιά «λεβριέ» προς μεγάλην κατάπληξιν των αγαθών παρισινών. Ήτο μανιώδης φίλιππος, τα άλογά του τα επεδείκνυε με υπερηφάνειαν εις τους επισκέπτας του, αλλά και… κάκιστος ιππεύς.

Όταν έβλεπεν ότι κανείς δεν τον παρετήρει, αφίππευε και εβάδιζε επί ώρας ολοκλήρους σύρων –εν πάση εχεμυθεία– το άλογόν του από τον χαλινόν.

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-1
Ο Αλφόνς ντε Λαμαρτίν σε πίνακα του François Gérard (1831, SHUTTERSTOCK).

Δεν έπρεπε ο ρωμαντικός ημίθεος να φέρεται όπως οι κοινοί θνητοί, και υπεβάλλετο εις πολλάς δοκιμασίας, αντιθέτους προς τον χαρακτήρα του, ο οποίος κατά βάθος ήτο –λέγουν οι βιογράφοι του– «σπιτίσιος», φιλήσυχος και συντηρητικός.

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-2
Εσωτερικές σελίδες της Καθημερινής, τον Μάρτιο του 1930, με σειρά κειμένων για τη ζωή των μεγάλων Γάλλων ρομαντικών συγγραφέων του 19ου αιώνα.

Και όμως διά το πνεύμα της εποχής, και διά την «γαλαρίαν» των θαυμαστών του, ώφειλε, είχε την υποχρέωσιν, να αποκρύπτη επιμελώς την πεζότητα του χαρακτήρος του, και ήτο κατ’ ανάγκην παραδοξώτατα ενδεδυμένος με μίαν πασίγνωστον πρασίνην ρεδιγκότταν, μπότες έως το γόνατο, και γκρίζο καπέλλο. Ύψωνε αγερώχως την υπερήφανον με καστανά μαλλιά και απαστράπτοντας οφθαλμούς ολύμπιον μορφήν του και μετά πάσης προσοχής –διά να μη τον βλέπουν– έβγαζε κρυφά την ταμπακιέρα του διά να πρεζάρη ταμπάκο, ή το μαντήλι του διά μίαν, φευ, πολύ ανθρώπινον ανάγκην ο ατυχής θεός. Αλλ’ ας τον φανταζόμεθα καλλίτερα να περιφέρη νοσταλγικώς εις τους κήπους του Σαν-Πουάν τους ρεμβασμούς του, συνωδευομένους από την ανάμνησιν της λατρευτής μητρός του, που ύμνησεν τόσον, ή να δέχεται τους προσκεκλημένους του εις την θαυμασίως στολισμένην αρχοντικήν τράπεζαν, της οποίας τα πλούσια εδέσματα επέβλεπε… ο ίδιος εις το μαγειρείον διά να περιποιήται τους ξένους του, και τα οποία εκείνος ούτε καν εδοκίμαζε, διότι ήτο χορτοφάγος και υδροπότης.

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-3

Μετά το γεύμα απεσύρετο με τους προσκεκλημμένους του εις την μεγάλην αίθουσαν του πύργου –αφαντάστου πολυτελείας– με πλούσια περσικά χαλιά, τουρκικά ντιβάνια, κινεζικά βάζα, διά να απαγγείλη με την βαθείαν μελαγχολικήν φωνήν του στίχους. Τέλος την δεκάτην εσπερινήν –διότι εκοιμάτο ενωρίς– ανήρχετο με το κηροπήγιον ανά χείρας την μαρμάρινον και μεγαλοπρεπή κλίμακα του πύργου ακολουθούμενος από τον γιγάντιον ίσκιον του, που διεγράφετο φαντασμαγορικός –όπως θα ήθελε τον εαυτόν του– εις τον τοίχον. Το πρωί από το χάραμα ήτο επί ποδός. Τον χειμώνα έγραφε καθισμένος εμπρός εις το τζάκι, και το καλοκαίρι κάτω από την βαθύσκιον δρυν του Σαν-Πουάν, υπό την οποίαν έγραψε το «Ζοσελέν».

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-4

Το χαρτί που έγραφε τους λυρικούς του στίχους, ήτο εκ λεπτής περγαμηνής με τα οικόσημα, και τα αρχικά ψηφία του ονόματός του. Εις το πρώτον φύλλον παρέτασσε όπως-όπως λέξεις, ρίμες και εμπνεύσεις, εγύριζεν το φύλλον και έβαζε εις τάξιν έναν-έναν τους στίχους, και τέλος εις το περιθώριον εσημείωνε με την λεπτήν τρέχουσαν, και κάπως γυναικείου χαρακτήρος γραφήν του, «καλό», «περίφημον», «υπέροχον», βαθμολογών αναλόγως τας εμπνεύσεις του. Είχε επάνω εις το γραφείον του άνθη, ταμπάκον και… κλειδιά. Κλειδιά, διότι διεχειρίζετο το κτήμα του, ή μάλλον εκολακεύετο να το νομίζη. Πάντως εις τα χειρόγραφα των «Θρησκευτικών ρεμβασμών» του παρεμβάλλονται τρεις ολόκληρες σελίδες με λογαριασμούς διαχειρίσεως και πωλήσεως κρασιών, ο ίδιος δε έλεγε φιλαρέσκως προς τους θαυμαστάς του:

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-5

— Λέγουν ότι είμαι μεγάλος ποιητής, ενώ δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας απλούς αμπελουργός. Είνε, όμως, γνωστόν ότι ως αμπελουργός δεν είχε καθόλου την έννοιαν της πραγματικότητος, μολονότι διαρκώς εχρειάζετο χρήματα, εκαλλιέργει τα αμπέλια του, και πάντοτε έπεφτε έξω. Εν τούτοις ήτο πολύ υπερήφανος διά το «πρακτικόν του πνεύμα» ο ποιητής.

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-6
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Jocelyn, έμμετρου μυθιστορήματος του Αλφόνς ντε Λαμαρτίν, που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1836.

Κάποτε αφηρημένος, ανέτρεψε το καλαμάρι επάνω εις το γραφείον του. Διά να προλάβη την συμφοράν, ήρπασε μίαν βαρύτιμον δαντέλλαν και εσκούπισε επιμελώς το μελάνι. «Λέγουν ύστερα ότι δεν είμαι πρακτικός άνθρωπος» ανεφώνησε διά την… καταστροφήν της βαρυτίμου δαντέλλας! Αυτά κι αυτά, τον έφεραν γρήγορα εις την οικονομικήν καταστροφήν.

Το παθητικόν του αμπελουργού-ποιητού ανήλθεν εις το αφάνταστον δι’ εκείνην την εποχήν ποσόν των τριών εκατομμυρίων φράγκων. Η ανάμιξίς του εις την πολιτικήν υπήρξεν κυρίως η αιτία του οικονομικού του ολέθρου. Και αληθώς, πόσον τραγικώς εφωτίσθη η δύσις της ζωής του μεγάλου λυρικού! Μόνος, έρημος εβδομήντα ετών, εγκαταλελειμμένος από τους φίλους του, εσυνήθιζε να παραπονείται πικρά «είμαι σαν τα ζώα –έλεγε– που κρύβονται απ’ όλους σε μια γωνιά για να πεθάνουν!» Και ατενίζων το άσπρο του άλογο, των ενδόξων ημερών, γερασμένο, άρρωστο, που μόλις και μετά βίας εσύρετο διά να βοσκήση ολίγην χλόην, είπε: «Μ’ έφερε ένα πρωί στα Ηλύσσια, υπήρξε ο ένδοξος συμπολεμιστής μου, σήμερα είμεθα πτωχοί και οι δύο μας, τι να γίνη!»

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-7
Στιγμιότυπο από την Επανάσταση του 1848. Ο Λαμαρτίν έφιππος και ο LedruRollin επιστρέφουν 
από το Δημαρχείο του Παρισιού (ALAMY/VISUAL HELLAS.GR

Τέλος, ολίγον προ του θανάτου του, η μνήμη του ποιητού ως να τον συνεπόνεσε εις τα τόσα του βάσανα, εσβέσθη και αυτή, και ο Λαμαρτίνος γέρων, δεν ενεθυμείτο πλέον τίποτε, είχε χάσει το μνημονικόν του τελείως, τόσον ώστε κάποιος γηραιός του φίλος διαβάζων εις αυτόν τον «Ζοσελέν», ο ποιητής κλαίων από συγκίνησιν ηρώτησε:

— Μήπως γνωρίζεις ποιος έγραψε τους ωραίους αυτούς στίχους; Και επί πολλήν ώραν παρετήρει το βιβλίον χωρίς να αναγνωρίζη ότι ήτο ιδικόν του. Το πνεύμα του μεγάλου ρωμαντικού είχε σβήσει πλέον, και ο θάνατος έδωκε εις αυτόν την απολύτρωσιν και την άφθαρτον δόξαν.
Η Καθημερινή, 5 Μαρτίου 1930

Ο Μπαλζάκ

Ο συγγραφεύς της «Ανθρωπινής κωμω­δίας» –κύκλου μυθιστορημάτων όπου με δύναμιν και φαντασίαν περιγράφονται τα ανθρώπινα πάθη, όπως εις την «Ευγενίαν Γκραντέ», εις την «Αναζήτησιν του Απολύτου», εις τα «Χαμένα Όνειρα», εις τον «Καίσαρα Μπιροτό» κτλ.– ήτο η αντίθεσις του Λαμαρτίνου που ενεφανίζετο κομψότατος και εξεζητημένος εις την καθημερινήν του ζωή. Σωματώδης και ατημέλητος ο Ονορέ Μπαλζάκ, έμοιαζε –κατά περιγραφήν του Λαμαρτίνου– «σαν να μην εχωρούσε εις τα ενδύματά του», πάντοτε κάτι, ένα κουμπί, μια ραφή του ανθρωπίνου αυτού ηφαιστείου ετινάζετο εις τον αέρα και ποτέ η ενδυμασία του δεν ήτο εν τάξει, από τον λαιμόν του εκρεμούσε μίαν αλυσσίδα με κλειδιά που εκουδούνιζαν όταν ο γίγας της σαρκός και του πνεύματος ωργίζετο. Την εικόνα αυτήν του Μπαλζάκ που μας δίδει ο Λαμαρτίνος συμπληρώνει ο Θεόφιλος Γκωτιέ. «Τα μάτια του ήσαν σαν δυο φοβεροί μαγνήτες, σαν δυο αστραφτερά μαύρα διαμάντια με απερίγραπτον λάμψιν». Αλλά ο ίδιος ο Μπαλζάκ διαφωνεί με τους προσωπογράφους του. Κάποτε εις τον ηθοποιόν Σανφλερύ, διά τον οποίον έλεγον ότι του μοιάζει, είπε: «Λέγουν, ότι μου μοιάζετε, είμαι πολύ ευχαριστημένος… για λογαριασμό σας».

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-8
Ο Μπαλζάκ σε σατιρικό σκίτσο του Félix Nadar (1850, ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ, ΠΑΡΙΣΙ).

Ο συγγραφεύς της ανθρωπίνης κωμωδίας είχε εντελώς διαφορετικήν αντίληψιν διά την εξωτερικήν του εμφάνισιν. Και αν εθεάτο έξω εις τας διαφόρους συγκεντρώσεις ατημέλητος και αδιαφορών τελείως διά τα ενδύματά του, δεν συνέβαινε το ίδιο όταν απεσύρετο εις το γραφείον του· εκεί, ως φαίνεται, τον παρελάμβανε και αυτόν η ρωμαντική επίδρασις της εποχής του: Ντυμένος με μια κάτασπρη μακρυά ρόμπα λινή το καλοκαίρι και φανελλένια τον χειμώνα, με μετάξινη κατακόκκινη ζώνη, και χρυσοκέντητες με αραβικά γνωμικά παντούφλες έκλεινε και την ημέρα τα παντζούρια του γραφείου του, άναβε διάφορα βαρύτιμα ασημένια κηροπήγια και έγραφε σκυμμένος εις ένα μικρό, που μόλις χωρούσε τον γίγαντα, γραφείον. Εκοιμάτο ενωρίς –από τις οχτώ– ξυπνούσε εις τας δύο το πρωί και έγραφε συνήθως μέχρι της 6ης πρωινής. Του έφερναν τότε δύο αυγά βραστά με ένα φλυτζάνι μαύρο καφφέ, αλλά ο καφφές αυτός ήτο μια μεγάλη υπόθεσις. Έπρεπε να κατασκευασθή από τρεις ξεχωριστές ποιότητες καφφέ, Μόκας, Μαρτινίκας και Μπουρμπόν. Τον εψώνιζε ο ίδιος ιεροτελεστικώς από τρία διαφορετικά καταστήματα, τον έψηνε μόνος του, και όλην την ημέραν κάθε τέταρτον της ώρας, σκυμμένος και γράφοντας αδιάκοπα, κατέβαζε και από ένα φλυτζάνι, ενώ πετούσε πίσω του ένα-ένα και άνω-κάτω τα χειρόγραφα που έντρομος εμάζευε κάθε τόσο ο αγαθός υπηρέτης του ακαταπονήτου γίγαντος. Αλλά εκείνο που κατέπλησσε εις το έπακρον τον αγαθόν υπηρέτην ήτο το γεύμα του κυρίου του, έτρωγε:

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-9
Από την εικονογράφηση του έργου του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ευγενία Γκραντέ, σε έκδοση του 1897 που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ.

Στρείδια μίαν… εκατοντάδα, ένα παπάκι ολόκληρον, κυνήγι πάντοτε, λαγό ή πέρδικες, ψάρι, επίσης δυο μπριζόλες, γλυκίσματα, φρούτα και δυο ή τρεις μπουκάλες γαλλικό κρασί. Φυσικά κατά το γεύμα δεν έβγαζε μιλιά, μόνον όταν κανείς συνδαιτημών έλεγε κανένα αστείον… γαστρονομικής φύσεως ο Μπαλζάκ ενεθουσιάζετο και απεφάσιζε προς στιγμήν να διακόψη το γεύμα του διά να προσθέση και αυτός καμμίαν λέξιν. Η κυρία ντε Ρεμί τον ηγάπησε βαθύτατα παρ’ όλην την λαιμαργίαν του και την ατημέλητον εμφάνισίν του. Την εγνώρισε εις ηλικίαν είκοσι τριών ετών όταν εκείνη επλησίαζε τα πενήντα. Εις την αλληλογραφίαν της τον ονομάζει «Μικρέ μου» και φαίνεται ότι ο Μπαλζάκ ανεζήτησε πλησίον της μάλλον μητρικάς συμβουλάς παρά ερωτικάς συγκινήσεις. 

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-10
Ο Αλέξανδρος Δουμάς αναχωρεί από τη Μασσαλία με το πλοίο «Μοντεχρήστος». Σκίτσο που δημοσιεύτηκε το 1860 στο L’ Illustration, Journal Universel (SHUTTERSTOCK).

Ούτε και την Πολωνίδα κοντέσσαν Χούσκα, την οποίαν και έλαβε ως σύζυγον, ο συγγραφεύς ηγάπησε παραφόρως, το ερωτικόν αυτό αίσθημα διεκόπτετο από καιρού εις καιρόν από θορυβώδεις σκηνάς ζηλοτυπίας και ακατανοήτους θυμούς του ρωμαντικού γίγαντος. Αλλά και εις τας εμπορικάς επιχειρήσεις του –είχε αυτήν την μανίαν– ο συγγραφεύς δεν υπήρξε τυχηρός. Εσκέφθη να ιδρύση μέγα και πρωτοφανές τυπογραφείον διά να αναπληρώση τα κενά του βαλαντίου του, και η πρώτη και τελευταία έκδοσις των τυπογραφείων Μπαλζάκ ευρίσκεται σήμερον εις το ομώνυμον Μουσείον και είνε η… διατριβή ενός φαρμακοποιού ονόματι Κ. Μ. Μουρ που διεφήμιζε χάπια και καταπότια «μακροζωίας και ευτυχίας».

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-11
Ο Αλφόνς ντε Λαμαρτίν σε χαρακτικό που δημοσιεύτηκε στο Meyers Lexicon την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα (SHUTTERSTOCK).

Αλλά ο Μπαλζάκ είχε ανάγκην πολλών χρημάτων και συνελάμβανε διαρκώς αφαντάστους εμπορικάς επιχειρήσεις: την ίδρυσιν ηνωμένων εδωδιμοπωλείων, με την συγγραφέα… Γεωργίαν Σάνδη ως συνέταιρον… την καλλιέργειαν του εξωτικού καρπού Ανανά εις την Γαλλίαν… και άλλα παρόμοια. Πώς ήτο δυνατόν να επιτύχη ποτέ ο διαρκώς αφηρημένος κολοσσός της ανθρωπίνης κωμωδίας, τόσον αφηρημένος ώστε κάποτε με την παράδοξον ποδήρη ρόμπαν και τις χρυσοκέντητες παντούφλες που περιεγράψαμεν διέσχισε τους Παρισίους, διότι είχε λησμονήσει να αλλάξη ενδυμασίαν. Άλλοτε πάλιν αναζητών κάποιον φίλον του εις εν ξενοδοχείον εισέβαλε κατά λάθος εις το μπάνιο όπου ευρέθη προ μιας λουομένης κυρίας την οποίαν και ηρώτησε:
— Μήπως είσθε ο κύριος Ντουρόν;

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-12
Από την εικονογράφηση του Paul Gavarni στο Philosophie de la vie conjugale του Μπαλζάκ (ALAMY/VISUAL HELLAS.GR).

Και αντελήφθη κατόπιν εορτής την γκάφφαν του διά να αποχωρήση ψελλίζων διάφορα ακατάληπτα. Ο Μπαλζάκ όπως και ο Ουγκώ είχε την ματαιότητα της ευγενούς καταγωγής και προσέθεσε χωρίς να δικαιούται εις το όνομά του το μόριον «ντε», αυτονομασθείς «Ονορέ ντε Μπαλζάκ», ενώ ο πατήρ ωνομάζετο απλούστατα Κύριος Βερνάρδος Μπάλσας. Και όπως οι ευγενείς της εποχής, ο «ντε» Μπαλζάκ ώφειλε να έχη πολυτελή άμαξαν την οποίαν και επρομηθεύθη τοποθετήσας επ’ αυτής ένα παχύσαρκον αμαξάν και ένα γκρουμ με γαλάζιαν λιβρέαν εις τα κομβία της οποίας απήστραπτον φανταστικά οικόσημα και εμβλήματα της ευγενούς και ανυπάρκτου κομητείας του μεγάλου συγγραφέως. Αλλά η αδιάκοπος και υπεράνθρωπος εργατικότης του, η διαρκής αναζήτησις χρημάτων διά την μεγαλοπρεπή εμφάνισίν του ως ευγενούς, και η ανησυχία του διά τα διάφορα και υπέρογκα χρέη, κατέβαλλον προώρως τον κολοσσόν του ρωμαντισμού. Εις ηλικίαν πενήντα ετών απέθανε εις την κατοικίαν της οποίας σήμερον ο δρόμος ονομάζεται όπως εκείνος και επέβαλλε εις την αιωνιότητα: οδός Ονορέ ντε Μπαλζάκ!
Η Καθημερινή, 6 Μαρτίου 1930

Ο Δουμάς

Παίζοντας μπιλλιάρδο κατώρθωσε δεκάρα-δεκάρα να εξοικονομήση το εισιτήριό του, και ένα πρωί εξεκινούσε με το λεωφορείο. Βιλλέ-Κοττερέ – Παρίσι, ο νεαρός Αλέξανδρος Δουμάς, αφίνοντας για πάντα το χωριό του, το Βιλλέ-Κοττερέ, όπου διέπρεψε, όπως μας εξιστορούν οι συγχωριανοί του, εις το να στήνη ξώβεργες εις τα πετούμενα, φάκες εις τα τετράποδα και να μην πατάη ποτέ του εις το σχολείον. Όταν οκταετής έχασε τον πατέρα του –τον στρατηγό Δουμά–, ο νεαρός Αλέξανδρος εσχεδίαζε σοβαρά να ανέλθη και αυτός εις τους ουρανούς διά να… «ξεπαστρέψη» με το λάστιχο τον Ύψιστον που του είχε πάρει τον γέρο στρατηγό της Αυτοκρατορικής φρουράς με τα άσπρα γένεια, τη βαθειά φωνή και τις θρυλλικές πολεμικές του ιστορίες της Ναπολεοντείου εποποιίας.

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-13
O Αλέξανδρος Δουμάς φωτογραφημένος από τον Félix Nadar το 1855 (ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, ΧΙΟΥΣΤΟΝ)

«Αλλά», γράφει ο ίδιος ο Δουμάς, «μετέβαλα αποφάσεις διά να μείνω εις το Βιλλέ-Κοττερέ», όπου παρέμεινε λεηλατών τα περβόλια και ξεπαστρέβων τα πετούμενα καθ’ όλην την παιδικήν του ηλικίαν. Μία αναπόλησις των νεανικών αυτού κατορθωμάτων φαίνεται ότι ήσαν και οι εξής στίχοι από το πρώτον του έργον που επαίχθη –με κέρδη διά τον πρωτόβγαλτον συγγραφέα φράγκα έξη– εις το Παρίσι:

Πουλιά, τετράποδα περίτρομα
από εμπρός του φεύγουν ευθύς
όταν προβάλλει με το ντουφέκι
ο τρομερός κυνηγός…

Και ο «τρομερός κυνηγός» εξηκολούθησε να κυνηγά εις το Παρίσι την δόξαν με εργατικότητα αφάνταστον. Καρφωμένος στο γραφείο του, ο σωματώδης και με όρθια μαλλιά στο κεφάλι, γερό σβέρκο, σαρκώδη και αεικίνητα χείλη συγγραφεύς, ντυμένος μια κόκκινη, κατακόκκινη ρόμπα, έγραφε πρωί, μεσημέρι, απόγεμα, βράδυ, μεσάνυχτα, χαράματα, πάντα στην ίδια θέσι, χωρίς να καταλάβη ότι περνούσαν η ώρες, η ημέρα, η νύχτα, κατάκοπος έξαφνα έπεφτε στο κρεβάτι διά να ξυπνήση σαρανταοκτώ ώρες, δυο ημέρες μετά, διερωτώμενος τι συνέβη. Μία από αυτές τις ημέρες τον επεσκέφθη κάποιος φίλος του και τον είδε ολοφυρόμενον απάνω στο γραφείον του, όπου έγραφε τον «Κόμητα της Βραζελώνης».

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-14
Ο Αλέξανδρος Δουμάς στη βιβλιοθήκη του. Σχέδιο Maurice Leloir, χάραξη Jules Huyot, στους Τρεις Σωματοφύλακες, σε έκδοση που κυκλοφόρησε το 1894 στο Παρίσι.

— Δι’ όνομα του Θεού, τι τρέχει, Αλέξανδρε; 

— Έχω μια μεγάλη λύπη, πολύ μεγάλη, αγαπητέ μου φίλε μου… Πέθανε ο Άραμις… τον σκότωσα προ ολίγου.

Και ανελύθη εις λυγμούς διά τον θάνατον του Άραμι – ενός από τους φανταστικούς ήρωας του μυθιστορήματός του ο «Κόμης της Βραζελώνης». Οι ήρωες των μυθιστορημάτων του ήσαν δι’ αυτόν ολοζώντανοι και πολλές φορές εθεάτο περίλυπος ή περιχαρής διά την καλήν ή κακήν των τύχην. Όταν έγραφε δεν εκάπνιζε, ούτε πρεζάρισμα ταμπάκο, διά να εμπνέεται δε από καιρού εις καιρόν έπινε… γαζόζες λεμονάδες την μια απάνω εις την άλλην.

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-15
Φύλλο της εφημερίδας Le Mousquetaire (2/8/1855), την οποία εξέδιδε ο Αλέξανδρος Δουμάς

Αλλά είχε και την μονομανίαν των ρωμαντικών: ήθελε να κατάγεται από ευγενείς προγόνους. Το χαρτί των χειρογράφων του έφερε το στέμμα του μαρκησίου διότι ο προπάππος του, αποδημήσας εις τας Αντίλλας, ήτο Γάλλος ευπατρίδης, ονομαζόμενος κόμης ντε Παγιετερί, αλλά ο πατέρας του Δουμά ήτο ο νόθος υιός του μαρκησίου με κάποιαν ιθαγενή εκ των Αντιλλών, την μητέρα του Αλεξάνδρου Δουμά, το στέμμα του οποίου κατήγετο από τας Αντίλλας!

Εν τούτοις όμως ως ευγενής ευπατρίδης ώφειλε να έχη τον ιδικόν του πύργον και ύψωσε εις το προάστειον του Αγίου Γερμανού ένα ιδιαιτέρως μεγαλοπρεπές φεουδαρχικόν ανάκτορον εις τον οποίον έδωσε το όνομα του ήρωός του και το ωνόμασε «Μόντε-Χρήστο». Όταν δε ο αρχιτέκτων κατά το κτίσιμον εξέφρασε μερικούς φόβους διά το αργιλλώδες και ακατάλληλον έδαφος της περιοχής. 

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-16
Σκίτσο στο οποίο εικονίζονται οι Αλέξανδρος Δουμάς, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Αλφόνς Ντοντέ, Εμίλ Ζολά και Βίκτωρ Ουγκώ (ALAMY/VISUAL HELLAS.GR).

— Αδιάφορον, είπε ο Δουμάς. Θα σκάψετε βαθειά και θα κτίσετε τρία πατώματα υπογείων διά να σταθή ο πύργος.

— Μα θα ξοδεύσετε πολλές εκατοντάδες χιλιάδων, εψέλισσεν ο αρχιτέκτων.

— Αυτό θέλω και εγώ, απήντησεν υπερηφάνως ο πυργοδεσπότης.

Και εν μέσω μιας τεχνητής λίμνης ανηγέρθη εν περίπτερον διά να χρησιμεύση ως γραφείον του. Εις την νησίδα του γραφείου απέφευγε τους ενοχλητικούς επισκέπτας, τους έβλεπε εις την αντιπέραν όχθην και μόνον όταν έκανε κάποιο ιδιαίτερο σινιάλο η υπηρεσία εμπαρκάριζε τους ξένους διά να διασχίσουν την λίμνην και φθάσουν εις το… γραφείον του. Το σινιάλο όμως πολύ συχνά το έδινε διότι ήτο φιλόξενος όχι μόνον διά τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα: ο οικοδεσπότης. Επτά άλογα ενδιαιτώντο σε βασιλικούς σταύλους. Κομψά περίπτερα διεσπαρμένα εις το πάρκο εστέγαζαν: πέντε σκύλους, δύο παπαγάλους, μια γάτα ονόματι Μιζούφ, ένα φασιανό ονόματι Λούκουλλον, αλέκτορα ονόματι Ιούλιον Καίσαρα, ένα γεράκι, τον Ιουγούρθα όπως τον έλεγαν, και πολυαρίθμους πιθήκους. Φευ όμως το γεράκι ο Ιουγούρθας κατέληξε μίαν ημέραν εις την κατσαρόλαν ενός γειτονικού εστιατορίου εις το οποίον ώφειλεν ο κραταιός πυργοδεσπότης χρήματα όχι πολλά, τριάντα χιλιάδες φράγκα. Η αδιάκοπος σπατάλη διά την πολυτελή ιδιοκτησίαν, οι διάφοροι παράσιτοι που εσύχναζον αθρόοι, και εν γένει η ζωή του Δουμά υπερέβη το εισόδημα των 200.000 φράγκων από συγγραφικά δικαιώματα, ποσόν τεράστιον διά την εποχήν. «Είμαι», έλεγε ο Δουμάς, υπονοών την σπατάλην του, «ένα τρύπιο καλάθι με την διαφορά όμως ότι ανοίγουν άλλοι».
Ο υιός του, ο «Δουμάς υιός», άνθρωπος οικονόμος και φρόνιμος, παρεπονείτο διαρκώς διά την εξωφρενικήν ζωήν του «Δουμά πατρός». Όταν δε γέρων κατάκοιτος και πτωχός εψυχορράγει ο Δουμάς πατήρ, εστράφη μία στιγμήν προς τον ολοφυρόμενον υιόν του και ως να επανεύρισκε όλο το κέφι των περασμένων καιρών, είπε: «Λένε, παιδί μου, ότι υπήρξα σπάταλος. Τι λες και συ; Ξεκίνησα από το χωριό μου για το Παρίσι με 40 φράγκα στην τσέπη. Ψάξε στο γραφείο… πόσα είνε;»

— Εξήντα φράγκα.

— Από σαράντα, εξήντα, βλέπεις λοιπόν;

Και εβυθίσθη διά παντός εις την σιωπήν του θανάτου χρεωκοπημένος ο οικοδεσπότης του «Μόντε-Χρήστο», αλλά πάντοτε πλούσιος εις φαντασίαν ρωμαντικός συγγραφέας.
Η Καθημερινή, 8 Μαρτίου 1930

Ο Ουγκώ

Και εάν ο Λαμαρτίνος, ο Μπαλζάκ και ο Δουμάς έζησαν πετώντας με τις χούφτες τα λουδοβίκεια διά να καταντήσουν περί τας δυσμάς του βίου των, σαν ρωμαντικοί που ήσαν νοσταλγοί, απαρηγόρητοι ευτυχισμένων ημερών, δεν ημπορεί να είπη κανείς το ίδιο διά τον αρχηγόν και ποντίφηκα της ρωμαντικής σχολής, τον Βίκτωρα Ουγκώ. Διεχειρίζετο τα μετρητά του σαν μεθοδικός και πολύπειρος οικονομολόγος τραπεζίτης. Όταν λ.χ. επώλησε τους «Αθλίους», το πασίγνωστον μυθιστόρημα, εις τον εκδότην Λακρουά, εζήτησε να πληρωθή τοις μετρητοίς και εις χρυσόν, και κατέφθασε, κύπτων υπό το βάρος πολλών λουδοβικείων, ο εκδότης Λακρουά εις την οικίαν του Βίκτωρος Ουγκώ. «Τα εμέτρησε ένα-ένα ο ποιητής», γράφει ο εκδότης, «και τα εδιπλομαντάλωσε εις την κάσσαν του», την οποίαν κάσσαν άνοιγε καμιά φορά ο ποιητής διά να αγοράση πού και πού κανένα παλαιόν έπιπλον, βαρύτιμον κόσμημα ή καλλιτέχνημα, ανεγνωρισμένης πάντοτε αξίας.

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-17
Η Παναγία των Παρισίων. Η σελίδα τίτλου στο αυθεντικό χειρόγραφο του Ουγκώ, το 1829 (SHUTTERSTOCK).

Είχε όμως και αυτός την ρωμαντικήν μανίαν της επιδιώξεως η οποία εξεσπούσε εις την επίπλωσιν της κατοικίας του.

Το σπίτι του Γκενερσύ «ήταν σαν παραμύθι της Χαλιμάς», γράφουν οι σύγχρονοι, μια μεγάλη μνημειώδης μαρμάρινη σκάλα, διά μέσου σπανίων ανθέων και στρωμένη με βαρύτιμον περσικόν χαλί, οδηγεί εις το μοναχικόν δωμάτιον που επάνω εις την ταράτσαν χρησιμεύει ως γραφείον του Βίκτωρος Ουγκώ. Και τι γραφείον! Φάρος πολυεδρικός κρυστάλλινος, όλοι οι τοίχοι γυάλινοι, διαφανείς! όπου κάθε πρωί –από της πέντε– εγειρόμενος ανήρχετο διά να εργασθή, αφού προηγουμένως έλουζε αφθόνως την στιλπνόμαυρον κόμην του, το τραχύ του υπογένειον, εβούρτσιζε μετά μανίας τους οδόντας του – δόντια εξαιρετικώς λευκά με τα οποία υπερηφανεύετο ότι κατέτρωγε ολόκληρον αρματωμένον αστακόν – περνούσε επάνω του μια ρόμπαν –την πιτζάμαν της εποχής– χρώματος λιλά, φορούσε κάλτσες κόκκινες, ένα σάλλι, μια ζώνη, όλα όμως αυτά εις σύνολον εξαιρετικώς ακατάστατον, διότι καμιά φορά –γράφουν οι βιογράφοι του– το «εσώβρακον εξεπερνούσε την ρόμπαν, οι κόκκινες κάλτσες έπεφταν, και η ζώνη εκρέμονταν». Ούτως ή άλλως ο μέγας ποντίφηξ του ρωμαντισμού εισήρχετο εις πολυεδρικόν κρυστάλλινον δωμάτιον κάθε πρωί διά να παρακολουθή την ανατολήν του ηλίου, ητένιζε τον ήλιον ανατέλλοντα και ο ήλιος τον Ουγκώ. Τι εσκέφθη ο ήλιος; Άγνωστον. Γνωστόν είνε ότι ο ποιητής από τα πυριφλεγή αυτά τετ α τετ απεκόμισε σοβαράν οφθαλμίαν διά την οποίαν υπεχρεώθη να φορή πράσινα γυαλιά εις το κρυστάλλινον δωμάτιον.

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-18
Ο νεαρός Ουγκώ σε λιθογραφία του 1829, έργο του Achille Devéria (ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΕ, ΠΑΡΙΣΙ).

Σκυμμένος εις το γραφείον του, έγραφε με τις φτεροπένες της εποχής, και τον σταθερό με μεγάλα γράμματα γραφικό του χαρακτήρα, επάνω σε μεγάλα –όλα εδώ είνε μεγάλα!– από μεμβράνη χαρτιά «Βάτμαν», τα ρητορικά και εμπνευσμένα ποιήματά του, επειδή δε το νύχι του εις τον λιχανόν ήτο, όπως αναφέρεται, «νύχι αετού» και εξαιρετικώς ανεπτυγμένον, προξενούσε, συρόμενον επί του χειρογράφου, έναν περίεργον και ανησυχητικόν τριγμόν διά τους συγχρόνους του. 

Η καθημερινή απόδοσις του ποιητού ανήρχετο συνήθως εις ογδοήντα στίχους, όταν δεν διέκοπταν τας εμπνεύσεις του τα παιγνίδια των παιδιών, η κόρες του με την τόσον τραγική τύχην –η μια η Λιεπολδίνη επνίγη εις τον ποταμόν, και η Αδελαΐς παρεφρόνησε– και ο Ουγκώ τας εθρήνησε με υπερόχους στροφάς διότι παραφόρως ελάτρευε τα παιδιά και τα εγγόνια του.

Διά να διασκεδάζη την Ζανέτ και τον Ζεό, τα δυο του μικρά εγγόνια, που τον ονόμαζαν «παπαπά!», έπαιζε κρυφτό και περπατώντας με τα τέσσερα έκανε τον μπαμπούλα που στριφογύριζε χωρίς να πέφτη, έφτιανε κουλουράκια, καραβάκια, και τους έλεγε ώρες θαυμαστά παραμύθια τόσο που τα δυο μικρά κοίταζαν με ανοιχτό στόμα το «παπαπά» Ουγκώ.

Για να διασκεδάζη ακόμη περισσότερο τους «μικρούς διαβόλους», όπως τα ονόμαζε με άπειρον τρυφερότητα, εθεάθη ένα πρωί κομίζων εις το σπίτι μια περίφημον γάτα Αγκύρας, η οποία και εβαπτίσθη «Γαβριάς» προς τιμήν του μικρού αλητάκου των «Αθλίων», ύστερα, επειδή οι «μικροί διάβολοι» ήθελαν καλά και σώνει και άλλα… ζώα, άλλο πρωί κατέφθασε με τρία ζωντανά παπάκια διά την στέρνα, κι ένα μαλλιαρό σκύλλο, ο οποίος εβαπτίσθη «Σενά», εις μνήμην κάποιου άλλου πιστού συντρόφου που είχε ακολουθήσει τον Ουγκώ εξόριστον κατά τας ταραχώδεις ημέρας του Δεκεμβρίου, ακριβώς δε διά να ειρωνευθή την τότε Γαλλικήν Σύγκλητον, η οποία προέβη εις την εξορίαν του, είχε ονομάση τον σκύλλον του «Σενά», τουτέστιν Σύγκλητος, και εις το περιλαίμιόν του δε διά την περίπτωσιν της απωλείας του είχε αναγράψει ο ποιητής τους εξής στίχους: «Θα ήθελα πολύ να με ξαναφέρουν σπίτι μου./ Είμαι σκύλ­λος, ανήκω στον Ουγκώ, και ονομάζομαι Σενά».
Αλλά οι διάφοροι συλλέκται χειρογράφων αφάνισαν τον Ουγκώ εις τα έξοδα διά την αγοράν νέων σκύλλων και επαρετήθη της σατύρας του διά την Σύγκλητον: τα περιλαίμια εκλέπτοντο καθημερινώς. 

Το μενού του ποιητού απετελείτο από εν και μόνον φαγητόν, αλλά πολυσύνθετον: Βωδινό, φασολάκια με το λάδι, ζαμπόνι, τυρί, κυνήγι, πατάτες, ντομάτες, μουστάρδα, όλα σε ένα πιάτο, τα ετεμάχιζε με το μαχαίρι και άδειαζε ολόκληρη την αλατιέρα. Κατ’ ουδένα λόγον παρεκάθητο εις γεύμα αν οι συνδαιτημόνες ήσαν δέκα τρεις.

Ο πνευματισμός και τα ιπτάμενα και ομιλούντα τραπεζάκια έθελγον τον Ουγκώ, αλλά πάντοτε εις τα σκοτεινά η φωνή του ομιλούντος πνεύματος έμοιαζε –λέγουν οι σύγχρονοι– με την φωνήν του Βίκτωρος Ουγκώ.

Ιδιοτροπίαι Μεγάλων Ρωμαντικών – Ποντίφηκες της λογοτεχνίας-19
Χαρακτικό του 1881, που απεικονίζει τον Ουγκώ να δέχεται επιτροπή κοριτσιών στο σπίτι του (ALAMY/VISUAL HELLAS.GR)

Είχε και ο ποντίφηξ του ρωμαντισμού την μανίαν της ευγενούς καταγωγής, και κατεσκεύασε μίαν ολόκληρον φανταστικήν οικογένειαν ενδόξων προγόνων αποτελουμένην από ένα ευπατρίδην της φρουράς των Λουδοβίκων ανύπαρκτον, ένα καρδινάλιον, ωσαύτως μίαν Ηγουμένην, παρομοίως ανάλογα προβλήματα και οικόσημα, και αυτενομάσθη υποκόμης Βίκτωρ Ουγκώ!
Η περιφανής όμως οικογένεια των ανυπάρκτων προγόνων του δεν τον έπεισε ν’ ανοίξη και την περίφημον κάσσαν με τα λουδοβίκεια, και παρέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του –εν αντιθέσει προς τους άλλους ρωμαντικούς– πλούσιος εις δόξαν, χρήματα και ημέρας, διότι έφθασε μέχρι βαθυτάτου γήρατος.

Κατά το γεύμα που εδόθη προς εορτασμόν των ενενήντα χρόνων του ως αρχηγού της ρωμαντικής σχολής, ο Ουγκώ προ καιρού ήδη ολιγομίλητος και βαρύκοος, ήνοιξε το στόμα του διά να απαντήση εις τας προπόσεις, κι ένας άρτιος δωδεκασύλλαβος, τον οποίον δεν υπωπτεύετο και ο ίδιος, εξήλθε από τα χείλη του διά να δονήση ακόμη μίαν φοράν αυθορμήτως την ανεξάντλητον και μεγαλόφωνον λύραν του αρχηγού των ρωμαντικών, και είπε:
— Είμαι γέρων, είμαι κούφος και σιωπηλός.
Η Καθημερινή, 9 Μαρτίου 1930

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT