Μ ετά την εισβολή των Βορειοκορεατών στη Νότια Κορέα, στις 25 Ιουνίου 1950, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συνέστησε στα μέλη του να αποκρούσουν αυτήν την ενέργεια. Πέντε μέρες αργότερα, η κυβέρνηση Πλαστήρα δηλώνει την υποστήριξή της στη Νότια Κορέα και λίγο αργότερα η κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου αποφασίζει την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων. Το Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν (ΕΚΣΕ) αναχώρησε από τον Πειραιά στις 15 Νοεμβρίου 1950 και έφθασε στην Κορέα στις 9 Δεκεμβρίου. Σε λίγες μέρες αποτέλεσε μονάδα του 15ου Αμερικανικού Συντάγματος Πεζικού. Το ΕΚΣΕ μετακινήθηκε σε περιοχή νότια της Σεούλ και πήρε μέρος στη στρατηγική αναδίπλωση των δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών το διάστημα Δεκεμβρίου 1950 – Ιανουαρίου 1951. Το ελληνικό τάγμα έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, χωρίς ποτέ να ηττηθεί ή να υποχωρήσει. Το σμήνος της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας εντάχθηκε στην 21η Μοίρα Μεταφοράς Οπλιτών των ΗΠΑ, εκτελώντας αποστολές μεταφοράς προσωπικού, διακομιδής τραυματιών και ρίψης εφοδίων. Τον Δεκέμβριο του 1950 συμμετείχε στις επιχειρήσεις διάσωσης τραυματισμένων μελών της 1ης Αμερικανικής Μεραρχίας Πεζοναυτών από το πρόχειρα φτιαγμένο αεροδρόμιο Κ-27 κοντά στην πόλη Χουνγκνάμ.
Η Καθημερινή το διάστημα Δεκεμβρίου 1950 – Ιανουαρίου 1951 δημοσιεύει σε συνέχειες κείμενο αξιωματικού της Αεροπορίας, ο οποίος μετείχε στις επιχειρήσεις, για τη δράση του ελληνικού σμήνους κατά την υποχώρηση μετά την εισβολή των Κινέζων στην περιοχή Χανγκαρού.
Προετοιμασία της επικινδύνου αποστολής
ΚΑΠΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗ, Δεκέμβριος.― Ούτε δυο μέρες δεν πέρασαν που αγγίξαμε τα χώματα της Ιαπωνίας και η σειρά μας να πολεμήσωμε έφθασε.Έγερσις σήμερα στις 5 μ.μ. για απογείωση στις 7 π.μ. Θα πάμε να μεταφέρωμε πυρομαχικά στις πρώτες γραμμές του κορεατικού μετώπου, κοντά στα σύνορα της Μαντζουρίας. Θα θυμηθούμε πάλιν την Κοζάνη και το Άργος Ορεστικόν, όταν τότε, τον καιρό του Γράμμου και του Βίτσι, τα επισκεπτόμεθα κάθε μέρα για να μεταφέρωμε, πηγαίνοντας, πυρομαχικά και γυρίζοντας τραυματίας.

Ώρα 6 π.μ., φεύγουμε για το γραφείον επιχειρήσεων με ειδικόν αυτοκίνητον. Τι έκπληξις όμως όταν φθάνωμε! Οι τελευταίες ειδήσεις έχουν ως εξής:
«Το μέτωπο της Κορέας καταρρέει· η μία κατόπιν της άλλης αι συμμαχικαί μεραρχίαι, είτε απωθούνται, είτε περικυκλώνονται από τους Κινέζους που εισέρρευσαν σαν χείμαρρος στην Κορέα».
Επομένως το πρόγραμμα αλλάζει αυτομάτως και ακούγεται η σοβαρή φωνή του διοικητού του σμήνους να λέη προς τους αεροπόρους μας: «Κύριοι, όπως βλέπετε, η ώρα έφθασε. Πολύ σύντομα θα σας ανατεθή η εξύψωσις της Ελλάδος στα μάτια των Ηνωμένων Εθνών. Αντί της αποστολής που επρόκειτο να κάνετε, θα πάτε τώρα να μείνετε για κάμποσες μέρες μέσα στη φωτιά του πολέμου για να βοηθήσετε κι εσείς τους περικυκλωμένους συμμάχους μας Αμερικανούς να βγουν απο τον κλοιό στον οποίο τούς έκλεισαν οι Κινέζοι. Έχουν περικυκλωθή εκεί περί τις δύο μεραρχίες και θα αναλάβετε να φτειάξετε αερογέφυρα διά της οποίας θα διακομίζετε εις τα μετόπισθεν τους τραυματίες τους. Προς τούτο εφρόντισαν οι περικυκλωθέντες και έφτειαξαν ένα διάδρομο που μοιάζει με αεροδρόμιο, το οποίον και θα χρησιμοποιήσετε. Δεν είναι και τόσον ασφαλής η αποστολή σας, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρετε καλύτερα από όλους γιατί σας γνωρίζω όλους πολύ καλά. Σας ζηλεύω, γενναία παλληκάρια της Ελλάδος, για την τύχη σας νάστε οι πρώτοι Έλληνες που πολεμούν στο πλευρό των μεγάλων μας συμμάχων, των Αμερικανών. Σας εύχομαι καλή τύχη και καλήν επάνοδο».

Αμέσως κατόπιν μάς παραλαμβάνει ο αξιωματικός του γραφείου επιχειρήσεων, ο οποίος πηγαίνοντάς μας μπροστά στους χάρτες, μας κάνει την πλήρη ενημέρωση. Από έξω μας περιμένει ο αξιωματικός εφοδιασμού για να μας εφοδιάση με την ειδική στολή για το φοβερό κρύο.
Όλα αυτά γίνονται εν ριπή οφθαλμού και σε λίγο όλοι μας είμεθα έτοιμοι για την απογείωση. Ο καιρός είναι καλός και το ταξίδι προβλέπεται ευχάριστο.

Σε τρεις ώρες εφθάσαμε στο αεροδρόμιον του προορισμού, προσεγειωθήκαμε και πάμε να ανοίξουμε την πόρτα του αεροπλάνου για να βγούμε.
— Μια στιγμή· περιμένετε, ακούμε κάποιον να μας λέη. Είναι ένας Αμερικανός φωτορεπόρτερ που θέλει να απαθανατίση την άφιξιν των πρώτων Ελλήνων μαχητών εις την Κορέαν. Άλλος πιο κει πάλι γυρίζει μια κινηματογραφική ταινία.

Κατεβαίνουμε και τι να ιδούμε: Το σύμπαν ευρίσκεται σε συνεχή κίνησιν. Άνθρωποι, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, γερανοί, καροτσάκια κλπ., όλα σε οργασμό. Για την Νίκη. Ακούραστοι προστάται της ελευθερίας του κόσμου, οι Αμερικανοί εργάζονται σαν σκλάβοι για να μη επικρατήση ο κόκκινος ιμπεριαλισμός.

Η αρτιότης της οργανώσεως των Αμερικανών είναι άνευ προηγουμένου! Όλα και όλοι δουλεύουν στην κανονική τους απασχόλησιν παρ’ όλη την εκστρατεία στην οποία βρίσκονται. Ούτε μισό λεπτό δεν πέρασε και το αυτοκίνητο που θα μας μεταφέρη στους θαλάμους μας βρίσκεται μπροστά μας. Παίρνουμε όλα μας τα πράγματα και πάμε.
Αλλά μας περιμένει άλλη έκπληξις. Δωμάτιον είναι αυτό ή σταύλος; Όλοι μας θα εγκατασταθούμε εδώ όπου η πόρτα θεωρείται πολυτέλεια, οι τοίχοι είναι εντελώς γυμνοί. Ούτε ασβέστης επάνω τους ούτε τίποτα, τα παράθυρα είναι κλεισμένα όχι με τζάμια αλλά με αραιές σανίδες βαλμένες οριζόντια, και από τα γυμνά ξύλα των τοίχων και του ταβανιού σφυρίζει ο άνεμος.
— Βρε παιδιά, η κτιστή εκείνη σόμπα στη γωνία άραγε λειτουργεί ή την χαλάσανε κι αυτήν οι οπισθοχωρούντες Βορειοκορεάτες;
— Μα και να λειτουργή, πού θα βρης ξύλα;
— Θα βρούμε. Εν τέλει θα αρχίσουμε να ξηλώνουμε τους τοίχους, δεν βαστώ άλλο, ξεπάγιασα.
— Αφήστε τα όλα τώρα εδώ όπως είναι, λέει ο επικεφαλής σμηναγός, και πάμε στο Γραφείο Επιχειρήσεων να ιδούμε τι θα κάνουμε αύριον.

Εκεί μας περιμένει ο Αμερικανός αντισμήναρχος καθισμένος σε μια κάσσα αντί για καρέκλα και μας αρχίζει: «Καλώς τους γενναίους πολεμιστάς· είμαι ευτυχής που σας γνωρίζω γιατί ανέκαθεν αγαπούσα τους Έλληνας χωρίς όμως, δυστυχώς, να τους έχω συναντήσει. Ο πόλεμος εδώ είναι σκληρός, όπως τότε στα βουνά της Αλβανίας. Χρειάζεται λοιπόν θάρρος και ηρωισμός, και είμαι βέβαιος ότι όλοι σας τα διαθέτετε όλα αυτά σε αφθονία. Για αυτό αύριο το πρωί θα σας ανατεθή μία από τις δυσκολώτερες αποστολές, η οποία ανατίθεται σε σας μόνο και μόνο γιατί πρέπει οπωσδήποτε να επιτύχη. Περί τα πενήντα μίλλια βορείως από εδώ που βρισκόμαστε είναι περικυκλωμένοι μέσα σε ένα λεκανοπέδιο περί τις δύο μεραρχίες στρατός και πεζοναύται Αμερικανοί. Έχουν πολλές απώλειες, ιδίως εις τραυματίας, για αυτό εφρόντισαν κι έφτειαξαν κάτι σαν διάδρομο προσγειώσεως για να προσγειωθούν αεροπλάνα και να πάρουν τους τραυματίες τους που ανέρχονται σε μερικές χιλιάδες. Το επικίνδυνον της αποστολής αποτελείται: 1ον) Από τον στενό και ανώμαλο χωμάτινο διάδρομο προσγειώσεως και 2ον) Από τα γύρω κινεζικά αντιαεροπορικά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή και ικανότης. Θα εκτελέσετε το δρομολόγιον αυτό όσο το δυνατόν περισσότερες φορές για να μπορέσουμε να πάρουμε όλους τους τραυματίες, ώστε να μπορέση ο στρατός και οι πεζοναύτες να εκτελέσουν το εγχείρημα της διασπάσεως του κλοιού απερίσπαστοι. Για να φθάσετε στο σημείο όπου βρίσκεται ο διάδρομος αυτός, δεν θα έχετε παρά να ακολουθήσετε τη σιδηροδρομική γραμμή που ξεκινά από εδώ και προχωρεί προς βορράν. Δεν υπάρχει πιθανότης να μη βρήτε τον διάδρομο γιατί είναι μια χαρακτηριστική μαύρη λωρίδα μέσα στο απέραντο χιόνι που, όπως βλέπετε, σκεπάζει όλη τη Βόρειο Κορέα. Γεια σας λοιπόν τώρα και καλή σας νύχτα. Να σας δούμε και αύριο το πρωί για να σας ευχηθούμε το “γκουντ λακ” (καλή τύχη)».

Πάμε λοιπόν τώρα όλοι μαζί πίσω για το θάλαμο ή μάλλον το εστιατόριο των αξιωματικών.
Το σκοτάδι είναι, όπως λέμε, πίσσα. Μόνο τα αστέρια του ουρανού διακρίνονται, και κάτι κόκκινα και πράσινα φώτα που αναδεύονται πάνω από αεροδρόμιο είναι τα φώτα των τετρακινητηρίων αεροπλάνων που φέρνουν εδώ τα πυρομαχικά, τα οποία εμείς θα κουβαλάμε αύριο στους περικυκλωθέντας.
Πόσο διαφορετική είναι αλήθεια η ζωή στον πόλεμο; Το εστιατόριον αξιωματικών συνίσταται από δύο σανίδες βαλμένες σε δύο στρίποδα που παριστάνουν το τραπέζι και από άδειες κάσσες πυρομαχικών τριγύρω, που παριστάνουν τις καρέκλες.
Για φωτισμό έχουμε ένα κερί ανά δύο τραπέζια. Προχωρούμε ο ένας πίσω από τον άλλον για να πάρουμε από τον μάγειρα μόνοι μας το φαγητό μας. Πιάτα δεν υπάρχουν, παρά μόνο καραβάνες στις οποίες βάζουμε ανακατεμένα όλα τα φαγητά μαζί. Το κορν-μπηφ, οι ψιλοκομμένες νερόβραστες πατάτες, τα καρόττα, το κονσερβαρισμένο γλυκό κλπ., φτειάχνουν όλα μαζί ένα τέτοιο ανακάτεμα που μόνον λιμασμένοι άνθρωποι σαν κι εμάς μπορούν να καταβροχθίσουν. Έχουμε, βλέπετε, να φάμε από το πρωί.
Αλλά το χειρότερο, δεν υπάρχει ούτε μπουκιά ψωμί να φάμε. Όλα τα καταπίνουμε έτσι σκέτα. Το περιβάλλον το ομορφαίνει μόνο το φουστάνι που μπήκε τώρα μόλις μέσα. Είναι πέντ’-έξη Αμερικανίδες νοσοκόμοι που εθελοντικώς ήλθαν εδώ πάνω να προσφέρουν τις υπηρεσίες των στα λαβωμένα παλληκάρια. Βαστούν τώρα κι αυτές τις καραβάνες τους σαν φαντάροι. Η μια τους δε, επειδή δεν υπάρχει πουθενά αλλού χώρος να καθίση, έρχεται και κάθεται δίπλα μου και με αρχίζει στις ερωτήσεις: Ποιας εθνικότητος είσθε; Πότε ήρθατε; Θα μείνετε για πολύν καιρόν μαζί μας κ.λπ.;
Τίποτα όμως δεν μπορεί εδώ μετά από την τόση κούραση να κινήση το ενδιαφέρον του ανθρώπου παρά μόνον η ανάπαυσις, γι’ αυτό τις καληνυχτίζουμε και πάμε για ύπνο.
Πέφτουμε στο κρεββάτι και, παρ’ όλη τη νύστα, ο ύπνος δεν έρχεται. Το κρύο μάς περονιάζει ώς το κόκκαλο και μας κρατάει όλους άγρυπνους. Τι να κάνωμε; Μια νύχτα είναι και θα περάση…
Δ.Σ.Κ., Η Καθημερινή, 30 Δεκεμβρίου 1950
Η πρώτη επικίνδυνος αποστολή
ΚΑΠΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗ, Δεκέμβριος.― Από τα μαύρα χαράματα ετοιμαζώμεθα για την αποστολή. Το κρύο είναι τρομερό και γι’ αυτό οι μηχανές των αεροπλάνων μας δεν παίρνουν μπρος. Χρειάστηκε να τις θερμάνουμε πρώτα με τους ειδικούς θερμαντήρες που, ευτυχώς, διαθέτει το αεροδρόμιο αυτό.
Όλες μας οι προετοιμασίες τελείωσαν και να μας τώρα καθισμένοι στις θέσεις μας απογειωνόμεθα για την πρώτη αποστολή.
Ο κίνδυνος πάντα θέλγει τους τολμηρούς, αλλά αυτός ο κίνδυνος είναι πολύ… επικίνδυνος! Αισθανόμεθα ένα ρίγος υπερηφανείας καθώς το σκάφος αναρριχάται στην ατμόσφαιρα για να περάση πάνω από τα βουνά που περικλείουν το συμμαχικό στρατό. Πλησιάζουμε στον προορισμό μας. Τα αμερικανικά καταδιωκτικά σφυροκοπούν δεξιά και αριστερά μας όλη γύρω την περιοχή για να σταματήσουν ει δυνατόν κάθε προέλαση του εχθρού. Να δούμε, όμως, θα το κατορθώσουν άραγε; Σαν δύσκολο μού φαίνεται γιατί από τους Κινέζους όσους κι αν σκοτώσης, πάλι θα ξεφυτρώνουν άλλοι για να προχωρήσουν, πατώντας έστω στα πτώματα των άλλων. Έτσι μούλεγε κάποιος φίλος μου Αμερικανός πιλότος καταδιωκτικών. Πολυβολούμε, λέει, επάνω στη μάζα που προχωρεί, κι αυτοί σαν να μη συμβαίνη τίποτα, συνεχίζουν την πορεία χωρίς να παίρνουν καμμιά προφύλαξι, πατώντας μάλιστα επάνω σε αυτούς που από τις σφαίρες μας έπεσαν χάμω είτε σκοτωμένοι, είτε τραυματίαι.

Το μέρος που θα προσγειωθούμε, βρίσκεται τώρα από κάτω μας και κάτω από σύννεφα που το σκεπάζουν. Από πάνω του στριφογυρίζουν αεροπλάνα κι αεροπλάνα. Δεν χωρούν άλλα στο μικρό αυτό αεροδρόμιο και περιμένουν… στην ουρά, όπως όταν μοίραζαν αλεύρι τον καιρό της κατοχής, μέχρι να απογειωθή κανένα και υπάρξη χώρος για το άλλο.
Τρία τέταρτα της ώρας πετάμε εδώ πάνω κι ακόμη νάρθη η σειρά μας. Τόσα πολλά ήσαν τα αμερικανικά Ντακότα, που περίμεναν σειρά για προσγείωση.
Έπρεπε να περάση μια ολόκληρη ώρα και πέντε λεπτά ώσπου νάρθη η σειρά μας για προσγείωση. Κατεβάζουμε τις ρόδες και πάμε. Κατεβαίνουμε κάτω από τα σύννεφα και μας λούζει κρύος
ιδρώς. Σκοτεινά τα πάντα από την ομίχλη και τον καπνό. Η ορατότητα είναι πολύ χαμηλή. Με τα χίλια ζόρια κατορθώνουμε να βρούμε την άκρη του αεροδρομίου και προχωρούμε να ακουμπήσουμε τις ρόδες μας. Ο τρόμος μας φτάνει στο κατακόρυφο όταν φτάνοντας σε ένα μέτρο από τον διάδρομο διαπιστώνουμε ότι μόλις και μετά βίας χωράνε οι ρόδες μας στο πλάτος του. Ότι γίνη ας γίνη! Εμείς θα προσγειωθούμε.

στην πατρίδα τους μέσω ΗΠΑ (AP PHOTO).
Προσγειωνόμαστε. Το αεροπλάνο προχωρεί, φτάνει κοντά στην άλλη άκρη του διαδρόμου κι ακόμα να σταματήση. Και το χειρότερο, το έδαφος είναι παγωμένο και γλυστράει. Σίγουρα θα βγούμε έξω από τον διάδρομο και θα σπάσουμε τα μούτρα μας και το αεροπλάνο σήμερα. Ευτυχώς όμως! Δόξα σοι ο Θεός!
Τα φρένα είναι γερά και κατορθώνουν να ακινητήσουν το σκάφος μπροστά στο χείλος του χαντακιού που βρίσκεται στην άκρη του διαδρόμου. Μωρέ διάδρομος προσγειώσεως είναι αυτός ή δρόμος για τα κάρρα; Τόσο κοντός και στενός διάδρομος προσγειώσεως ποτέ δεν φανταζόμουνα πως μπορούσε να υπάρχη.

Στρίβουμε αριστερά, προχωρούμε λιγάκι και σβήνουμε τις μηχανές. Κατεβαίνουμε κάτω και τι να δούμε! Αυτοκίνητα στη γραμμή γεμάτα Αμερικανούς τραυματίες ξαπλωμένους στα φορεία. Μα γιατί τους βάλανε σε φορτηγά; Δεν έχουν άλλα; Ανοιχτά έτσι όπως είναι παντού τα αυτοκίνητα αυτά, θάχουνε κάνει τους τραυματίες να ξυλιάσουν!
Πλησιάζω έναν τραυματία κι αυτός με χείλη τρεμάμενα από το κρύο μού λέει: «Κάτι να φάω, κύριε, σας παρακαλώ. Έχω δυο μέρες με το στομάχι αδειανό». Από δίπλα πάλι άλλος μού λέει με μια αχνή φωνή: «Λίγο νερό, για τόνομα του Θεού, διψάω τόσο πολύ».

Από το κρύο, την πείνα και την δίψα έχουν αλλάξει όλων οι μορφές. Δεν είναι πλέον σαν τις συνηθισμένες. Τόσο είναι το κρύο εδώ, ώστε η άχνα βγαίνοντας από τη μύτη παγώνει και σχηματίζει σιγά σιγά σταλακτίτες πάγου επάνω στα μουστάκια και τα γένεια των ανδρών που βρίσκονται εδώ.
Το αεροπλάνο το ξεφόρτωσαν από τα πυρομαχικά και η τοποθέτησις μέσα σε αυτό των φορείων με τους τραυματίες αρχίζει. Το υγειονομικό προσωπικό είναι λίγο, για αυτό αναγκαζόμαστε στη μεταφορά να βοηθάμε κι εμείς. Εκεί που κουβαλάμε έναν τραυματία, αυτός γυρίζει το κεφάλι του και με μια τρεμουλιαστή αχνή φωνή μού λέει ψιθυριστά: «Νερό, νερό, νερό!»

Γυρίζω στον κυβερνήτη και τον ρωτάω:
— Βρε Βλάση, μήπως είδες το γιατρό για να τον ρωτήσω αν επιτρέπεται να πιη νερό αυτός ο άνθρωπος;
Δεν προφθάνω να πάρω απάντηση από τον κυβερνήτη, και βλέπω τον τραυματία να αγωνίζεται να ανασηκωθή και να μου λέει ελληνιστί:
— Έλληνες είσθε; Πώς βρεθήκατε εδώ; Κι εγώ Έλληνας είμαι εξ Αμερικής.
Ούτε όνομα ρωτήσαμε τότε, ούτε τίποτα. Έφτανε το ότι ήταν Έλληνας για να σκύψουμε σαν αυτόματα και οι δυο και να τον αγκαλιάσουμε για να τον φιλήσουμε.
Για σκέψου, φίλε μου! Όπου κι αν πας, παντού κάποιον Έλληνα θα συναντήσης για να σου θυμίση ότι: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», κι επομένως πανταχού είναι παρούσα.

— Το νερό, όμως, δεν μου το φέρατε, μου λέει.
— Βρε, να πάρη η ευχή, από τη συγκίνηση το ξέχασα.
Ευτυχώς νάσου και φάνηκε αυτήν τη στιγμή κι ο γιατρός.
— Δεν μου λες, γιατρέ, επιτρέπεται να πιη νερός αυτός ο τραυματίας;
— Και βέβαια επιτρέπεται, μου απαντάει, μόνο που δεν έχουμε να του δώσουμε. Όλοι εδώ λυώνουμε το χιόνι και πίνουμε λίγο νερό, ή καμμιά φορά το τρώμε και άλυωτο από τη δίψα μας.

Μα πού να βρω τώρα νερό; Πάω να βγάλω από τη δεξαμενούλα πούχει το αεροπλάνο για ώρα ανάγκης, αλλά του κάκου· το νερό πάγωσε στην κάνουλα και δεν βγαίνει. Τρυπάω τότε με ένα τσεκούρι τη δεξαμενούλα, κι επί τέλους! άρχισε να τρέχη σιγά-σιγά το νερό και μαζεύοντάς το σε τενεκεδάκια ποτίζω ένα-ένα τους διψασμένους τραυματίες.
Η ώρα περνά καθώς οι τραυματίες συνεχίζουν, άλλος κουτσός, άλλος κουλός, άλλος στραβός, άλλος παραμορφωμένος, να μπαίνουν με τα φορεία στο αεροπλάνο.

«Παρακαλώ, πάρτε όσο το δυνατόν περισσότερους!» μας λέει ο επικεφαλής της κινήσεως αξιωματικός, «γιατί μόνον έτσι θα μπορέσουμε να τους στείλουμε όλους σήμερα. Είναι, βλέπετε, 1.000 τραυματίαι που πρέπει να μεταφερθούν σήμερα διότι αλλοιώς το κρύο της νύχτας θα τους θερίση».
Μας πιάνει λοιπόν κι εμάς το φιλότιμο, κι αντί για 25 πούναι το κανονικό, βάζουμε πόσους νομίζετε; Τριάνταεξη για την ακρίβεια, μαζί με τους καθήμενους, χωριστά το πλήρωμα.
Παρ’ όλο το βάρος και τον μικρό διάδρομο, το αεροπλάνο σαν να καταλαβαίνη την ανάγκη να βάλη τα δυνατά του, ξεκολλάει από το έδαφος εγκαίρως.

Το ίδιο γίνεται συνεχώς μέχρι το βράδυ. Τους πηγαίνουμε τρόφιμα. Πυρομαχικά, βενζίνες κ.λπ. και παίρνουμε τραυματίες, όλο τραυματίες. Αμερικανούς. Τίποτε άλλο. Παρ’ όλον όμως το γεγονός ότι είναι τραυματίαι, εν τούτοις στις μορφές τους είναι ζωγραφισμένη με αδρά χαρακτηριστικά η πεποίθησις ότι το ιδανικό για το οποίο πολεμούν, η ελευθερία του κόσμου, αξίζει τον κόπο όχι μόνον να τραυματισθή κανείς αλλά και να σκοτωθή ακόμα. Ξέρουν γιατί πολεμούν οι άνθρωποι αυτοί, γι’ αυτό και θα νικήσουν.

Ο ήλιος είχε δύσει προ πολλού, το σκοτάδι αρχίζει να απλώνεται παντού, φεγγάρι δεν υπάρχει διόλου στο στερέωμα, κι εμείς βρισκόμαστε ακόμα εδώ στο περικυκλωμένο μέρος. Είναι η τελευταία μας αποστολή για σήμερα και θα φύγουμε μάλστα τελευταίοι απ’ όλους.
Καθώς οι τραυματίαι ανεβαίνουν στο αεροπλάνο, πλησιάζω τον επικεφαλής αξιωματικό, ένα σωστό παλληκάρι στο σώμα και την ψυχή, και του λέω:
— Μετεφέρθησαν όλοι οι τραυματίαι;— Δόξα σοι ο Θεός, μου απαντά, μετεφέρθησαν όλοι. Σκοπεύουμε να εγκαταλείψουμε το αεροδρόμιο κατά τας 10 αύριο το πρωί, γι’ αυτό ελπίζουμε να σας ξαναϊδούμε για να πάρετε τους τραυματίες που θάχουμε απόψε τη νύχτα.
— Καλύτερα να μην έχετε τραυματίες κι ας μην έρθουμε, του λέω.
— Ο Θεός να δώσει νάναι έτσι! Αλλά, δυστυχώς, θάχουμε οπωσδήποτε έστω και λίγους. Αυτό γίνεται κάθε βράδυ.
Δ.Σ.Κ., Η Καθημερινή, 31 Δεκεμβρίου 1950
Διακομιδή νεκρών διά να μη σκυλευθούν από τους Ερυθρούς
ΚΑΠΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗ, Δεκέμβριος.― Παρ’ όλη την γιορτή του Αγίου Νικολάου, που αν ήμασταν στην πατρίδα θάχαμε αργία, ξεκινάμε πάλι πρωί-πρωί για το επικίνδυνο αεροδρόμιο. Τώρα, όμως, δεν είναι μόνον ο κίνδυνος του στενού και κοντού διαδρόμου. Είναι και ο κίνδυνος των Κινέζων πούχουν πλησιάσει σήμερα πολύ κοντά. Αν σε περιλάβουν αυτοί, χάθηκες.
Ώρα 8 το πρωί. Απογειωνόμεθα για την αποστολή αυτή που, όπως φαίνεται, θα είναι η τελευταία μας γιατί πηγαίνουμε εκεί χωρίς να ξέρουμε αν προσγειούμενοι θα μας υποδεχθούν οι Αμερικανοί ή οι Κινέζοι. Οι σύμμαχοι έχουν εγκαταλείψει το αεροδρόμιον, παίρνοντας μαζί τους τον ασύρματο με όλα τα άλλα. Μόνον ένας λοχίας με πέντε-έξη άνδρες έχουν μείνει για να ανεβάσουν τους τραυματίες στο αεροπλάνο. Αυτές ήσαν οι πληροφορίες που πήραμε σήμερα το πρωί από το γραφείον επιχειρήσεων.

Φθάσαμε στον περικυκλωμένο διάδρομο και ετοιμαζόμαστε για προσγείωσι. Από κάτω μας καίγεται ο κόσμος. Οι καπνοί είναι τόσοι πολλοί, που κρύβουν τον διάδρομο.
Προσγειωνόμεθα περίφοβοι ότι θα βρεθούμε εν μέσω των συμμοριτών. Ευτυχώς το αεροδρόμιον το έχουν ακόμα οι Αμερικανοί. Τα πολυβόλα, όμως, του αεροδρομίου βρυχώνται συνεχώς και κρατούν τους Κινέζους μακρυά. Πού και πού σκάζει δίπλα μας και κανένας όλμος. Οι ριπές των Κινέζων άστοχες, περνούν πότε από δίπλα μας και πότε από πάνω μας, όσο αρκεί για να μη μας αφίνουν να περπατάμε όρθιοι. Θάμαστε πολύ τυχεροί αν δεν βρη το αεροπλάνο μας καμμιά ριπή. Σκυφτοί όλοι μας προχωρούμε προς το χαράκωμα, ώσπου να φορτωθή το αεροπλάνο.
— Τι θα μεταφέρουμε σήμερα; ρωτάμε εκεί τον επί κεφαλής των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων.
— Οι τραυματίαι δεν ήρθαν ακόμη, μας απάντησε. Και επειδή αν περιμένετε υπάρχει φόβος να καταστρέψουν το αεροπλάνο, γι’ αυτό θα φορτώσουμε τους νεκρούς που δεν προφθαίνουμε να θάψουμε. Επ’ ουδενί λόγω θα τους αφήσουμε να πέσουν στα χέρια των σκυλιών που θα βρίσκωνται σε λίγο εδώ πέρα. Θα τους σκυλεύσουν.
Τι να κάνουμε; Παρά να επιστρέψουμε άδειοι, ας μεταφέρουμε νεκρούς. Από τη θέσι που βρισκόμαστε, βλέπουμε τα νεκρά σώματα να τα στοιβάζουν στο αεροπλάνον με τάξη, για να χωρέσουν όσο το δυνατόν πιο πολλά. Τους φόρτωσαν. Και τώρα τρέχοντας σκυφτά φτάνουμε στο αεροπλάνο για να πάμε για απογείωσι. Μπαίνουμε μέσα, και η φρίκη που προξενεί το μακάβριο αυτό θέαμα μας κάνει να μη μπορούμε να προχωρήσουμε.

— Κουράγιο, καπετάνιε, κι αυτή θάναι πράγματι η τελευταία μας αποστολή αν δεν προφθάσουμε να απογειωθούμε εγκαίρως.
— Δίκιο έχεις, μου λέει, και κλείνει με τη χούφτα του τα μάτια του για να μη βλέπη.
Με τα μάτια κλειστά από τη φρίκη που προξενούν τα παραμορφωμένα πρόσωπα, προχωρούμε περνώντας υποχρεωτικώς από πάνω τους, για να φθάσουμε μέσα στην καμπίνα του πληρώματος.
Με τα χέρια τρεμάμενα βάζουμε τους κινητήρες σε κίνησι και σπεύδουμε να απογειωθούμε το ταχύτερον.
Μετά την απογείωσι εισπράξαμε έτσι για ενθύμιο από τους Κινέζους δυο σφαίρες στο αριστερό μας φτερό. Ευτυχώς δεν πείραξαν την μηχανή ή τις δεξαμενές της βενζίνης, γιατί τότε θα πηγαίναμε χαμένοι. Θα μας έπιαναν αποτεφρωμένους όλους, μαζί με το φορτίο μας.
Μετά από 25 λεπτά προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιό μας και απομακρυνόμεθα γρήγορα από το αεροπλάνο, πηγαίνοντας προς τον θάλαμο για να συνέλθουμε.
Την κανονισμένη ώρα πηγαίνουμε στο γραφείον επιχειρήσεων για να μάθουμε τα νέα και να πάρουμε οδηγίες.
— Ο διάδρομος εκείνος προσγειώσεως εγκατελείφθη από εμάς και βρίσκεται τώρα στα χέρια των Κινέζων, ακούγεται να λέη η φωνή του αντισμηνάρχου. Τα στρατεύματά μας οπισθοχωρούντα θα διασπάσουν τον κλοιό για νάρθουν εδώ, όπου οι μεν γεροί θα επιβιβασθούν πιθανώς στα καράβια που τους περιμένουν στην παραλία, οι δε τραυματίαι στα αεροπλάνα για να μεταφερθούν στην Ιαπωνία. Οι Κινέζοι, πάντως, έχουν φτάσει τώρα τόσο κοντά μας εδώ, που μπορούμε να θεωρηθούμε κι εμείς περικυκλωμένοι. Μόνο ο δρόμος από τον οποίον θάρθουν εδώ οι περικυκλωθέντες είναι ελεύθερος, και τούτο χάρις εις τους πιλότους των καταδιωκτικών. Όλοι, λοιπόν, τώρα θα είμεθα εν αναμονή εδώ για τους τραυματίας μας που θα μεταφέρουμε στην Ιαπωνία. Όσο πιο γρήγορα διασπάσουν τον κλοιό, τόσο γρήγορα θα γυρίσουμε στην Ιαπωνία και θα τελειώσουν όλων μας τα βάσανα, είπεν ο αξιωματικός του γραφείου επιχειρήσεων.

Η αναμονή μάς σακατεύει όλους. Άλλο ένα βράδυ εδώ, και ακόμα δεν έχει διασπασθή ο κλοιός από τον στρατό. Τι θάχουν τραβήξει αυτοί οι φαντάροι! Και πόσους τραυματίας θάχουν!
Πόση θυσία χάριν της ελευθερίας.
Τα δικά μας βάσανα τελείωσαν επί του παρόντος εδώ, γιατί φεύγουμε με ειδική αποστολή σε λίγο με το αεροπλάνο μας για την βάσι μας στην Ιαπωνία.
Φτάνουμε και τι να ιδούμε! Δεν προφθαίνουμε να κατεβούμε από το αεροπλάνο και μας περιτριγυρίζει ένας όμιλος Αμερικανοί, ανυπόμονοι να μάθουν τα τελευταία νέα από τας επιχειρήσεις, και μερικοί δημοσιογράφοι μάς έχουν τρελάνει στις ερωτήσεις. Δεν είναι και τόσο εύκολο νάρθουν αυτοπροσώπως στο μέτωπο και προσπαθούν να πάρουν από εμάς και την τελευταίαν λεπτομέρειαν.

Στο γραφείο του μας περιμένει γελαστός επί τέλους ο πάντα βλοσυρός διοικητής μας, έτοιμος να μας συγχαρή, λέγοντας: «Τόσο μεγάλη ήταν η εντύπωσις που επροξένησαν τα κατορθώματά σας, ώστε ο διοικητής της βάσεως σας επρότεινεν όλους για παράσημα» και συνεχίζει: «Εγίνατε πρότυπα αυτοθυσίας μέσα στην αεροπορία μας· η Ελλάς ποτέ δεν πεθαίνει εφ’ όσον θάχη τέτοιους ήρωες σαν κι εσάς».
ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 9/12/50.― Επί τέλους! Δόξα σοι ο Θεός! Η εξόρμησις των πολιορκουμένων έγινε σήμερα με μεγάλη επιτυχία και με λίγες απώλειες. Χάρις στην εξαιρετική εργασία της αμερικανικής αεροπορίας διώξεως, η οποία κατερράκωσε τους Κινέζους στο σημείο της εξορμήσεως, άνοιξε τον δρόμο για να περάση ο στρατός σχεδόν ανενόχλητος.
Δ.Σ.Κ. Η Καθημερινή, 3 Ιανουαρίου 1951

