1927. Μεσοπόλεμος, αλλά και χρόνια πολιτικών διεργασιών στον τόσο ταραγμένο και ευαίσθητο χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου, για την αποκατάσταση κλίματος ειρήνης και αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας. Τη χρονιά αυτή, μια ομάδα Ελλήνων δημοσιογράφων θα βρεθεί στη Βουλγαρία και θα περιηγηθεί επί εννέα ημέρες στη χώρα, με τη συνοδεία Βούλγαρων συναδέλφων τους.
Ανάμεσά τους και ο Στάμος Μπράνιας, ο οποίος μετέφερε την εμπειρία του στις στήλες της Καθημερινής, υπογράφοντας ως ΜΠΡΑΝ, ψευδώνυμο με το οποίο αρθρογραφούσε σε όλες τις εφημερίδες με τις οποίες συνεργάστηκε.
Τα τέσσερα κείμενά του έχουν τον γενικό τίτλο «Βούλγαροι και Βουλγαρία» και τον επίσης ενδεικτικό υπέρτιτλο «Οι γείτονές μας». Εξαιρετικός χρονικογράφος ο ΜΠΡΑΝ, στα γλαφυρά και αριστοτεχνικά γραμμένα κείμενά του –που πάντως σε ορισμένα ζητήματα (π.χ. ρόλος και θέση της γυναίκας) απηχούν το πνεύμα και τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής– αναδεικνύει με ιδιαίτερο θαυμασμό τα πλεονεκτήματα της εύφορης βουλγαρικής γης, την εργατικότητα, την πειθαρχία και τη νηφαλιότητα των κατοίκων της χώρας, τη συμβολή των δασκάλων και των ιερέων στη δημιουργία δεκάδων αγροτικών συνεταιρισμών, την ξένη προς τον φόβο σχέση δασκάλων-μαθητών και την –παρά τις κομματικές διαφορές– κοινή στάση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Κυψέλη με ευαρίθμους κηφήνας
Tην Βουλγαρίαν την είδαμεν όπως οι αγωνισταί του Μαραθωνίου δρόμου βλέπουν, κατά την εξ Αμπελοκήπων ταχείαν διάβασίν των, την έπαυλη Θων – ως όγκον. Η ταχύτης αν δεν εξαφανίζη τελείως την αλήθειαν, συγχέει, όμως, διαστρέφει και σκιάζει την λεπτομέρειαν. Η πραγματική μορφή των πραγμάτων είναι το άθροισμα των λεπτομερειών και συμβαίνει συχνότατα η πηγή της αληθείας να ευρίσκεται υπό τας δευτερευούσας και τριτευούσας λεπτομερείας. Οι ευγενέστατοι και μέχρις υπερβολής περιποιητικοί Βούλγαροι συνάδελφοι μας έδεσαν πίσω από ένα γοργότατον πρόγραμμα, το οποίον μας έσυρε πότε με ταχύτητα σαράντα χιλιομέτρων, πότε με πενήντα και πότε μ’ εξήντα και ογδόντα.

Από τον σιδηρόδρομον στο αυτοκίνητο και από το αυτοκίνητο εις τον σιδηρόδρομον. Και όταν δεν υπήρχε ούτε το ένα ούτε το άλλο, ηλαυνόμεθα από το πρωτόκολλον της καλής συμπεριφοράς. Θα ήταν αγενές να κάμουμε τον κ. Τσαγκώφ ή τον κ. Λιάπτσιφ να μας περιμένη. Κ’ ετρέχαμε.
Σβίλενγκρατ – Φιλιππούπολις – Σόφια – Βάρνα – Τίρνοβο, στα βόρεια πρόβουνα του Αίμου – Ρουστούκ στην δεξιάν όχθην του Δουνάβεως, με παρεκκλίσεις στο Κάρλοβο, στο Μπάνικ, στο τσιμεντουργείον Μπατανόφσκι, στ’ ανθρακωρυχεία του Πέρνικ, στο Γκάρμποβο, στο Ευξεινογκράδ, στο Μοναστήρι του Αγίου Κωνσταντίνου, στην Θρεχοβίτσα, στην αριστεράν όχθην του Δουνάβεως, στα Ρουμανικά σύνορα, στο Αλβανοχώρι, σε εργοστάσιον και φέρμες, σε δάση, και σε ιαματικάς πηγάς – εις ημέρας περίπου εννέα.

Είδαμε ό,τι βλέπουν τα καραβάνια των ατυχών βασιλέων του σιδήρου, του τενεκέ, και της κονσέρβας, που τους αρπάζει το αυτοκίνητον από την αποβάθραν του Πειραιώς και τους ανεβάζει στην Ακρόπολιν, τους κατεβάζει στο Θησείον, τους περνά από το Πανεπιστήμιον και την Ακαδημίαν, διά να τους ξεφορτώση σε κάποιο ξενοδοχείον, όπου θα πάρουν το τσάι τους, και τους ξαναφορτώνει διά να τους μεταφέρη στο υπερωκεάνειον.

Είδαμε την Βουλγαρίαν τρέχοντες και ακούοντες τας πληροφορίας των ξεναγών μας. Αλλά μία χώρα δεν μελετάται με τους τροχούς των σιδηροδρόμων και των αυτοκινήτων και με τας πληροφορίας των ενδιαφερομένων.

Ο μισούμενος ήδη παρά των Βουλγάρων μεγαλεπήβολος Βασιλεύς Φερδινάνδος όταν εισήρχετο εις δημόσιον κήπον είχε την συνήθειαν να κρατή υψωμένην την ράβδον του, διότι, έλεγε, εφοβείτο να την στηρίξη στο έδαφος διά να μη ριζωθή και αναδώση φύλλα. Και δεν είχε άδικον. Γαυριά η βουλγαρική γη από γονιμότητα. Στο γοργόν πέρασμά μας δεν βλέπομεν ούτε μίαν σπιθαμήν ακαλλιέργητον. Μαύρον και λιπαρόν το χώμα, τινάζει προς τον ελαφρώς νεφούμενον ουρανόν την πλουσιωτάτην, αδράν και εύρωστον βλάστησιν, ενώ νερά κελαρύζουν στα ποτιστικά αυλάκια και κροταλίζουν οι καταρράκται.

Η Βουλγαρία έχει έναν καλόν φίλον: Την φύσιν, η οποία της παρέχει ό,τι χρειάζεται μια χώρα διά να ζη ευτυχής, να προκόψη και να χαρή την ειρηνικήν ζωήν: Την λιπαράν γην, την αφθονίαν των υδάτων, τον μαύρον και τον λευκόν άνθρακα και το ψυχρόν κλίμα, που αναπτύσσει την ενεργητικότητα των κατοίκων της. Σειρά ατελεύτητος βοϊδοματών βαρυφορτωμένων από χόρτον και γεννήματα, ογκώδη κοπάδια καματερών, ποίμνια προβάτων, μας αναγκάζουν κάθε λίγο να ανακόπτωμεν την ταχύτητα των αυτοκινήτων μας και τότε βλέπομεν ένθεν κ’ ένθεν των αμαξιτών οδών εδώ το βενζινάροτρον, εκεί την βωλοκόπον, όλα τα εργαλεία, που ηυδόκησεν η φύσις ν’ αποκαλύψη στον άνθρωπον διά την εκμετάλλευσιν του πλούτου της γης και την αξιοπρεπή ύπαρξίν του, ν’ ανακρούουν τον σεμνόν ύμνον της εργασίας.

Και οι γυναίκες, είτε κάθονται στα κατώφλια των αγροτικών οικίσκων, είτε επιστρέφουν από το χωράφι, είτε οδηγούν την αγέλην των βοών, γνέθουν την ρόκα, στρίβουν την κλωστήν, γυρίζουν την ανέμην. Και στα μαγαζάκια, που συναντούμε, ένα δύο μόνον γεροντάκια αναπαύουν την κούρασιν των μακρών κόπων των. Ούτε ένα νέον, ούτε ένα ώριμον άνδρα δεν είδαμεν αργούντα. Οι Βούλγαροι εργάζονται.

Το άθροισμα των εντυπώσεων που μας επέτρεψε η γοργή διαδρομή μας να συλλάβωμεν, περιέχει τας τέσσαρας μεγάλας δυνάμεις αι οποίαι οδηγούν ασφαλώς τους λαούς εις την επιτυχίαν. Οι Βούλγαροι είνε εργατικοί, πειθαρχικοί, νηφάλιοι και εχέμυθοι. Ποτέ ένας ξένος δεν θα μάθη από τον Βούλγαρον, είτε άνθρωπος του λαού είνε, είτε βιομήχανος, είτε διανοούμενος, είτε πολιτευόμενος, εκείνο που θέλει να μάθη. Πειθαρχούν, σιωπούν και εργάζονται. Κυψέλη με ευαρίθμους κηφήνας.
Όταν απεσπάσθημεν από το άρμα του προγράμματος κ’ επαύσαμεν να τρέχωμεν, όταν ευρέθημεν καθήμενοι στο Σβίλενγκρατ στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, είχα την ευκαιρίαν να ιδώ, έξω από μίαν φράχτην από παλιούρια, δύο κοκόρους. Εστέκοντο αντιμέτωποι, με τα ράμφη προτεταμένα και τα λειριά τους υψωμένα. Αλλ’ όταν εθεάθη η χωρική με την φούχταν της γεμάτην από αραβόσιτον, οι δύο κοκόροι κατέβασαν τα κεφάλια τους κ’ έσπευσαν μαζί να ικανοποιήσουν τας απαιτήσεις του στομάχου των.

Και όταν έφαγαν καλά κ’ εχόρτασαν, οι δύο κοκόροι άρχισαν να περιδιαβάζουν ειρηνικοί, και αμέριμνοι να ραμφίζουν παιγνιδιστά την χλοεράν γην.
Η Καθημερινή, 21 Σεπτεμβρίου 1927
Η Βουλγαρίς
Aνοίξατε οιονδήποτε γαλλικόν φιγουρίνι – να η Βουλγαρίς της αστικής και ανωτέρας τάξεως. Αλλά και οι δρόμοι και τα κέντρα των Αθηνών θα σας πληροφορήσουν θετικώτερα και ζωηρότερα. Κουρεμένες και κοντοφούστανες όλες, αδιάφορον αν τα κράσπεδα της λεπτής φούστας λήχουν γόνατα ελέφαντος ή πελαργού. Η μόδα και η πανώλης, όταν ενσκήψουν εις έναν τόπον, δεν κάμνουν διακρίσεις. Η μόνη διαφορά που μας επέτρεψεν η μία ημέρα, κατά την οποίαν μας άφησεν ελευθέρους η φιλοξενία των καλών Βουλγάρων συναδέλφων, ν’ αντιληφθώμεν, είναι ότι η Βουλγαρίς συμμορφούται με τας επιταγάς της μόδας, χρησιμοποιούσα εγχώρια μέσα. Μου είνε αδύνατον να παραδεχθώ ότι μία εύγραμμος γυναικεία κνήμη σκέπτεται σωβινιστικώς.

Η γυναίκα, κάθε γυναίκα, όταν πρόκειται να ντυθή δεν κάμνει ούτε εθνικήν ούτε οικονομικήν πολιτικήν. Το πρόγραμμά της είναι ήδη προδιαγεγραμμένον από το ένστικτον του φύλου της. Ο Φροϋντισμός επί του προκειμένου μένει ακατάβλητος. Και όμως μεταξύ είκοσι Βουλγαρίδων μόνον μίαν θα ιδήτε με την κάλτσαν αψόγως τιζαρισμένην. Οι άλλες δέκα εννέα περιφέρουν τας σαγήνας των κάτω άκρων μέσα σε ξεχειλωμένες και ζαρωμένες κάλτσες. Το κράτος, φορολογήσαν αγρίως τα είδη πολυτελείας και ιδίως τα έξωθεν εισαγόμενα, έσυρεν από το αυτί την Βουλγαρίδα εις τα εγχώρια πλεκτήρια, υφαντουργεία και μεταξουργεία, και η γυναίκα υπετάχθη. Και κατά τούτο η Βουλγαρίς διαφέρει από την Ελληνίδα: Ότι υπετάχθη πραγματικώς. Ούτε λαθρεμπορεύεται ούτε μετέρχεται μέσα ανήθικα διά την απόκτησιν τεζάτης και στιλπνής κάλτσας και κινεζικής μετάξης.

Αλλά πριν η γυναίκα αρχίση να ικανοποιή τα ένστικτά της με τα μέσα της εγχωρίου παραγωγής, εστράφη προς τα εγχώρια υφαντουργεία ο άνδρας. Σπάνιοι είνε οι άνδρες που ντύνονται με αγγλικά υφάσματα και από τον ευρύτατον κύκλον των Βουλγάρων συναδέλφων, με τους οποίους εζήσαμε εννέα αλησμονήτους ημέρας, δεν είδαμεν ούτε ένα φέροντα κοστούμι από ξένον ύφασμα. Πρέπει να το ξαναπούμε. Ο άνδρας διαπλάττει την γυναίκα κατ’ εικόνα και ομοίωσιν. Είναι αισθηματική η Βουλγαρίς; Η φυσιογνωμία της, το βλέμμα της, η κίνησίς της, ό,τι κατωρθώσαμε να ιδούμε τρέχοντες επί οκτώ ημέρας και αναπαυθέντες μίαν, αφήνουν κρεμασμένον εις την θέσιν του το ερωτηματικόν. Να πιστεύσωμεν την αφήγησιν; Ακούστε τι μου διηγήθη στην ακροθαλασσιά του Δεδεαγάτς νεαρός Βούλγαρος συνάδελφος.

Τρία κοριτσόπουλα 14-16 ετών είχαν τρωθή βαθύτατα διά τον ίδιον νέον, ο οποίος, φυσικά, αγαπούσε και τις τρεις. Δύσκολα κανείς αρνείται μια τέτοια προσφορά. Τον αγαπούσαν και οι τρεις και τις αγαπούσε και τις τρεις. Έπρεπε, φυσικά, να γίνη καυγάς μεταξύ των τριών θηλυκών, αλλ’ αντί τούτου έγινε συνέλευσις των τεσσάρων ερωτευμένων, κατά την οποίαν συνεζητήθη ποία από τις τρεις θ’ αποκτήση τελειωτικώς τον νέον. Καμμιά δεν εδέχθη να πάρη οπίσω την καρδίαν της, αλλά και ο νέος δεν εδέχετο να επιστρέψη τας δύο και να κρατήση την μίαν.

Τι έπρεπε λοιπόν να γίνη; Αδιέξοδον. Εκλήθη αμέσως το περίστροφον και έλυσε το πρόβλημα. Ο νέος εφύτευσε από μίαν σφαίραν και εις τας τέσσαρας καρδίας. Εσκότωσε τα τρία κοριτσόπουλα κ’ έπειτα ηυτοκτόνησε. Αλλά το ερωτηματικόν μένει ακλόνητον εις την θέσιν του. Τρία κοριτσόπουλα ηλικίας 16 ετών δεν είνε εις θέσιν να μας δώσουν την θετικήν πληροφορίαν.

Αλλά ούτε και η Βιβλιοθήκη της Φιλιππουπόλεως με τους 160.000 τόμους της και με τους 250 –κατά τον χειμώνα– ημερησίως αναγνώστας της, εκ των οποίων το ένα τέταρτον είνε γυναίκες. Η Βουλγαρίς διαβάζει πολύ Σέϊκσπηρ και Ντοστογέφσκυ. Δεν περιφρονεί την εγχώριον φιλολογίαν και το νέον ρομάντσο δεν την αφήνει ασυγκίνητη. Οι προτιμήσεις μας εις τούτο εκείνο το βιβλίον μάς αποκαλύπτουν.

Αλλά δεν συμβαίνει το ίδιον και διά την γυναίκα, εις την οποία και τα βιβλία τής τα προσφέρει μαζί με τη φούστα της η μόδα. Οι ενδιαφερόμενοι ας μας συγχωρήσουν, διότι δεν κατόρθωσα να τους φέρω εκ Βουλγαρίας μίαν τόσο σημαντικήν πληροφορίαν.

Η Βιέννη κοντά, η Βουδαπέστη κοντά και τα ταχύπλοα ποταμόπλοια του Δουνάβεως ή τα τραίνα αναχωρούν καθ’ εκάστην. Ο χορός δεν πληρώνη φόρον. Ντάσινγκ, λοιπόν, και στη Φιλιππούπολι και στη Σόφια και στη Βάρνα, όπου υπό τους ήχους των τζαζ-μπαντ ταρναρίζεται η πλούσια βαλκανική σαρξ. Τανγκό, φωξ-τρωτ, τσάρλεστον. Εις τα δύο ντάσινγκ της Σόφιας, στην Παριζιάνα και τον Φαραώ, η Βουλγαρία της αστικής τάξεως χορεύει και καπνίζει μέχρι του μεσονυκτίου, οπότε αποχωρεί διά να αφήση ελεύθερο το έδαφος εις τα πτηνά του μεσονυκτίου τα οποία, φυσικά, έρχονται έξωθεν. Χορεύει, καπνίζει και πίνει ντόπιο κρασί με σελτς ή σιρόπι με σελτς. Τα σπουδαία ευρωπαϊκά ποτά είνε σχεδόν άγνωστα. Το γουίσκυ δυσεύρετον. Αλλά και η πάστα δεν παίζει εις την Βουλγαρίαν τον ρόλον που παίζει εις την ελληνικήν ζωήν.

Εις την Βάρναν η οποία εξελίσσεται εις ευρωπαϊκήν λουτρόπολιν και εις ολίγον Κοννάϊλαντ υπάρχουν πολλά ντάσινγκ, είδος Ντοκατερού, όπου αι συρρέουσαι εκεί Βουλγαρίδες χορεύουν τσάρλεστον με όλους τους οπωσδήποτε γνωστούς των. Το τσαντάκι πλήρες. Το άρωμα σπάνιον. Ο Κοτύ δεν έχει διόλου πελατείαν. Εκεί όπου η κοιλάς των ρόδων δίδει εργασίαν εις δώδεκα μεγάλα αποσταλακτήρια και το ροδέλαιον είνε ένα από τα κυριώτερα προϊόντα της Βουλγαρίας, η Βουλγαρία αφήνει στο πέρασμά της το παρθένον άρωμα του υφάσματος. Το χειλάκι το κόκκινο.

Η σπουδαία διαφορά μεταξύ Ελληνίδος και Βουλγαρίδος της αστικής τάξεως έγκειται εις την κάλτσαν. Η βουλγαρική γυναικεία κάλτσα είνε πάντοτε ζαρωμένη και ξεχειλωμένη.
Η Καθημερινή, 22 Σεπτεμβρίου 1927
Δάσκαλοι και ιερείς
Tον δάσκαλο δεν τον είδαμε. Τόσο το καλλίτερον, διότι, ασφαλώς, θα μας επλήγωνε με το πικρόν και άγριον βλέμμα του. Ο Βούλγαρος δάσκαλος είναι σωβινιστής. Αγαπά με φανατισμόν την πατρίδα του και αι προσπάθειαί του δεν περιορίζονται εις την γραμματικήν και το συντακτικόν. Συνεργάζεται με το κράτος διά την ηθικήν και υλικήν ανόρθωσιν της Βουλγαρίας. Βούλγαροι δάσκαλοι υπονομεύοντες την ιδέαν της πατρίδος, την ιδέαν της οικογενείας και σπείροντες ιδέας αναρχικάς, δεν υπάρχουν. Δεν μπορεί να υπάρχουν, διότι το Κράτος εκεί δεν κρατεί μόνον την ανώδυνον γραφίδα και δεν δέχεται αντιρρήσεις.
Τον δάσκαλο δεν τον είδαμε, αλλά συναντήσαμε τα έργα του. Ποτέ άλλοτε η Σόφια δεν παρουσιάζει τόσον χαρμόσυνον όψιν όσον την 15ην Σεπτεμβρίου, ημέραν ενάρξεως όλων των σχολείων. Κοπάδια από παιδιά και από κορίτσια διέσχιζαν τους δρόμους και τους εγέμιζαν με χαρωπά λαλήματα. Και ήσαν όλα φαιδρά και είχαν λαμπρόν το πρόσωπον και έσπευδαν με βήμα ταχύ. Το σχολείο με τον δάσκαλο δεν είνε, εκεί, πηγή τρόμου και ανησυχιών διά την παιδικήν ψυχήν. Το πρώτον και σημαντικώτατον έργον των Βουλγάρων διδασκάλων.
Δεν έκαμαν το σχολείον εφιάλτην και οι Βούλγαροι ασφαλώς δεν βλέπουν εις τα όνειρά των την δασκαλικήν βέργαν, τον χάρακα, την βλοσυράν μορφήν του δασκάλου με την ύβριν στο στόμα και δεν ανατινάζονται περίτρομοι από το κρεβάτι των διότι ονειρεύονται ότι πρόκειται να δώσουν εξετάσεις.

Και καθώς περνούσαμε, τρέχοντες με τ’ αυτοκίνητα μέσ’ από τα βουλγαρικά χωριουδάκια, τα χωριατόπουλα, παιδιά και κορίτσια, έτρεχαν στις φράχτες των περιβολιών και στα πλάγια των δρόμων κ’ ετίναζαν χαιρετιστικά τα χέρια και μας κατευώδωναν με χαμόγελα και με φαιδρούς αλαλαγμούς: — «Στο καλό! Στο καλό!… Στο καλό!»
Οι ταξιδεύοντες με τους ελληνικούς σιδηροδρόμους είνε εις θέσιν να εκτιμήσουν το φαινόμενον και να κάμουν τας συγκρίσεις των, πολύ δε περισσότερον ο υποφαινόμενος, ο οποίος, επιστρέφων εκ Βουλγαρίας και σπεύδων με την ταχείαν εκ Θεσσαλονίκης αμαξοστοιχίαν προς τας Αθήνας, εδέχθη, ολίγον μετά τον σταθμόν Μενιδίου, την πενταδάκτυλον ύβριν από δύο ελληνόπαιδας, προφανώς μαθητάς.
Εάν είνε κάτι σήμερον η Βουλγαρία, και είνε, ασφαλώς, κάτι, τούτο το χρεωστεί κατά μέγα μέρος εις τους δασκάλους της και εις τους ιερείς της.
Ο διευθυντής της Κεντρικής Συνεταιρικής Τραπέζης, ο οποίος μας εδέχθη εις την μεγάλην αίθουσαν του συμβουλίου, διά να μας αποκαλύψη τα θαύματα των συνεταιρισμών, άρχισε ως εξής να μας ομιλή:
«Η πρώτη διαδήλωσις του συνεταιριστικού πνεύματος εγένετο διά των γεωργικών συνεταιρισμών, διά την σύμπηξιν των οποίων επρωτοστάτησαν οι ιερείς και οι διδάσκαλοι…» Παντού ο χωρικός είνε καχύποπτος και δύσπιστος. Δεν πιστεύει εις άλλο μέσον ασφαλείας των καρπών των κόπων του, παρά στο σελάχι του ή στην πάννινη σακούλα, την οποίαν κρύβει κατάσαρκα.
Οι Βούλγαροι δάσκαλοι μαζύ με τους ιερείς κατώρθωσαν να φονεύσουν την δυσπιστίαν των χωρικών, να τους λύσουν τα πουγγιά, να τους ανοίξουν τα μάτια και να τους εμπνεύσουν την ιδέαν του συνεταιρισμού. Εάν πήτε εις ένα έλληνα χωρικό ότι αναλαμβάνετε να του ασφαλίσετε τα πρόβατα από τον ψόφον, ή τα καλαμπόκια του από το χαλάζι, να του πληρώσετε, δηλαδή, την αξίαν της τυχόν καταστραφησομένης περιουσίας του, και του ζητήσητε εκατό δραχμάς για ασφάλιστρα, θα σας εκλάβη για λωποδύτην.

IMAGES).
Έτσι εσκέπτετο και ο Βούλγαρος χωρικός πριν αναλάβουν οι δάσκαλοι και οι ιερείς να του εξηγήσουν την αξίαν των συνεταιρισμών και του εμπνεύσουν την πίστιν προς τας λαϊκάς Τραπέζας.
Εάν σήμερον υπάρχουν εις την Βουλγαρίαν 1.320 γεωργικοί συνεταιρισμοί, με μέλη 195 χιλιάδες και εξαρτώμενοι από την γεωργικήν τράπεζαν, η οποία, όπως και η Κουπερατίβα Μπάνκα, είνε αυτόνομος οργανισμός, εάν υπάρχουν 138 λαϊκαί Τράπεζαι, αριθμούσαι 83.650 μετόχους, εάν κατά το τρέχον έτος έχουν ασφαλισθή εις το ιδιαίτερον τμήμα ασφαλείας της Κουπερατίβα Μπάνκα πενήντα οκτώ χιλιάδες γεωργικών συνεταιρισμών κατά πάσης τυχόν βλάβης της παραγωγής των διά το ποσόν των οκτακοσίων εκατομμυρίων λεβίων, και εάν περί τα 560 χωρία έχουν ασφαλίσει 47 χιλιάδας ζώα, τούτο οφείλεται εις τους δασκάλους και τους ιερείς. Εις αυτούς δε οφείλεται κατά μέγα μέρος και η πύκνωσις του στρατού της εργασίας.
Την γεωργικήν της ακμήν και την βιομηχανικήν την χρεωστεί η Βουλγαρία κατά μέγα μέρος εις το επικρατούν πνεύμα του συνεταιρισμού, η αφύπνισις του οποίου οφείλεται πάλιν εις τους διδασκάλους και τους ιερείς, οι οποίοι, υπέρ παν άλλο, είναι Βούλγαροι.
Η Καθημερινή, 23 Σεπτεμβρίου 1927
Οι δημοσιογράφοι
Oταν, μετά εννεαήμερον ανά την Βουλγαρίαν τρεχάλαν, εμείναμε μόνοι στο βαγόνι μας, το οποίον εκυλίετο διά τα βουλγαροελληνικά σύνορα, κ’ εθελήσαμε να ξεχωρίσουμεν και να κατανάξωμεν την σαλάταν των εντυπώσεών μας, ευρήκαμε κυριαρχούσαν εντός μας την μορφήν του Προέδρου του Συνδέσμου των Σοφιανών δημοσιογράφων και τέως βουλευτού του σοσιαλιστικού κόμματος, την μορφήν του Κ. Καζάσσωφ.
Παρθενικώς σεμνός, ολιγόλογος, ανεπίδεικτος, με τα μάτια του γεμάτα από την βαρείαν μελαγχολίαν του Σλαύου, την οποίαν έκαμνε βαρυτέραν το σφηνάτο πυρρύτριχον γένι του. Δεν ωμιλούσε παρά μόνον διά ν’ απαντήση σε κάποιαν ερώτησίν μας, και πριν απαντήση η μελαγχολική μορφή του εφωτίζετο από την σεμνήν ανταύγειαν μακρινού μειδιάματος. Αι απαντήσεις του λακωνικώτατοι, η φωνή του λεπτή και μεταλλόηχος.

Το μέγα γεύμα που εδόθη προς τιμήν μας εις την ευρυτάτην αίθουσαν του «Ιμπεριάλ», πλούσιον εις εδέσματα, εις άνθη και εις προσωπικότητας, δεν υπάρχει πλέον εις την μνήμην μου παρά μόνον ως σκιά – εις το γεύμα αυτό ωμίλησεν ο Καζάσσωφ.
Η σκληρά και τραχεία βουλγαρική γλώσσα έγινε εις το στόμα του συναδέλφου μουσικόν ανάκρουσμα. Ρήτωρ που ξέρει να εμφυχώνη την φράσιν και να κρατή ακίνητα τα χέρια διά να τα σηκώνη μόνον όταν πρόκειται να συντρίψη ή να πλάση. Το μέγα γεύμα του «Ιμπεριάλ» το κατέφαγε και το εξηφάνισεν από την μνήμην μου ο Καζάσσωφ και έμεινε μόνο αυτός. Τελευταία βραδιά στη Σόφια. Άλλο γεύμα οι Βούλγαροι συνάδελφοι. Το αποχαιρετιστήριον, εις το εστιατόριον όπου συχνάζουν μόνον λόγιοι καλλιτέχναι, δικηγόροι και εν γένει άνθρωποι των γραμμάτων. Αυτό πια δεν ήτο επίσημον, δι’ ο και απεφάσισε ν’ ανοίξη το στόμα του και ο υποφαινόμενος, όχι ως δημοσιογράφος, αλλ’ ως άνθρωπος, και ν’ απευθύνη προς τους Βουλγάρους και προς τους Έλληνας τον απροσποίητον λόγον, τον ασκίαστον λόγον.
Τους είπεν ότι όταν οι διανοούμενοι κατευθύνουν την δύναμίν των εις το να εκριζώσουν την εχθρότητα των λαών, να φονεύσουν το μίσος, να ειρηνεύσουν την ψυχήν των, να τους εμπνεύσουν το υπέρτατον Πιστεύω της Αγάπης, τότε θα συρρεύσουν όλα τα επίπεδα της συνεννοήσεως και τότε θα πραγματοποιηθή η ειλικρινής συνεννόησις.
Και όταν ο Βούλγαρος συνάδελφος κ. Τσογιάνωφ μετέφρασε, κατά το δυνατόν, τους λόγους μου, είδα το πρόσωπο του Καζάσσωφ να καταλάμπεται ως εαρινή αττική ημέρα. Γιατί να μην είναι όλοι οι Βούλγαροι, και οι νότιοι και οι βόρειοι, ένας Καζάσσωφ; Να έχουν την υγιά σκέψιν και την ψυχήν ενός Καζάσσωφ και τα όνειρα ενός Καζάσσωφ;
Τους δημοσιογράφους με τους οποίους εντρέχαμε μαζί ανά την Βουλγαρίαν και δεν εχωριζόμεθα παρά κατά τας ώρας του ύπνου, μπορούμε να ειπούμε ότι τους είδαμε. Οι εφημερίδες εκεί, εξαιρουμένης της «Ούτρο», ανήκουν όλες εις κόμματα από τα οποία και συντηρούνται και, φυσικά, οι δημοσιογράφοι ανήκουν και αυτοί εις κόμματα, τα οποία, ως γνωστόν, χωρίζουν τρομεραί αντιθέσεις.

Αντίθετοι ως προς τα πολιτικά φρονήματα και την εσωτερικήν εν γένει πολιτικήν, εμφανίζονται συνηνωμένοι, ως ένας Βούλγαρος όταν πρόκειται να επιδείξουν την Βουλγαρίαν των ή να εξυπηρετήσουν τα βουλγαρικά συμφέροντα έναντι των ξένων.
Επί εννέα ημέρας μαζί των, και όμως δεν κατωρθώσαμεν να διακρίνωμεν τους οπαδούς του Σταπολίσκυ από τους οπαδούς του Τσαγκώφ. Αγροτικοί, δημοκρατικοί, σοσιαλισταί, μοναρχικοί, ό,τι και αν ήσαν, απέναντί μας ήσαν μόνο Βούλγαροι, των οποίων κάθε λόγος ήτο κ’ ένας ύμνος προς την εργατικήν, την βιομηχανικήν και αναγεννώμενην Βουλγαρίαν. Δεν ηκούσαμεν ούτε τον ελάχιστον επικριτικόν λόγον διά την σημερινήν κυβέρνησιν, ούτε διά την προκάτοχον αυτής, ήτις ανετράπη, καθ’ ον τρόπον ανετράπη.
Η πέννα του Βουλγάρου δημοσιογράφου, του οιασδήποτε πολιτικής μερίδος δημοσιογράφου, όταν πρόκειται να θίξη οιονδήποτε εξωτερικόν ζήτημα, ή απλώς να γράψη είδησιν εξωτερικήν, πρέπει να περάση πρώτα από το υπουργείον των Εξωτερικών διά να λάβη οδηγίας. Την στήλην των εξωτερικών ζητημάτων όλων των εφημερίδων την γράφει η Κυβέρνησις, η οποία, από οποιοδήποτε κόμμα και αν κατέχεται, ξέρει τι ζητεί και τι επιδιώκει με την εξωτερικήν πολιτικήν της, και τι επιδιώκει με την ιδίαν πίστιν και αυστηρότητα.
Και οι Βούλγαροι δημοσιογράφοι, είτε ακουσίως είτε εκουσίως, όπερ πιθανώτερον, πειθαρχούν τυφλώς εις το υπουργείον των Εξωτερικών. Η απειθαρχία, επί του προκειμένου, θεωρείται ως εθνική προδοσία. Κι ένας προδότης δεν θα εύρισκε πουθενά την συγγνώμην εις την Βουλγαρίαν.
Οι Βούλγαροι δημοσιογράφοι ως επαγγελματίαι είναι εθνικοί εργάται. Η Βουλγαρία υπέρ όλα. Ως άτομα; Διά τον υποφαινόμενον αρκεί η συμπεριφορά τών εν ενεργεία δημοσιογράφων της Φιλιππουπόλεως προς τον εν αποστρατεία γηραιόν συνάδελφόν των, τον κ. Πούλιεφ.
Συμπεριφορά καλών και τιμίων τέκνων προς καλόν πατέρα. Καθώς ανεβαίνουμε τους αποτόμους και ολισθηρούς πρόποδας του βουνού, όπου κροταλίζει ο καταρράκτης του Κάρλοβου, όλη η προσοχή των συνοδευόντων ημάς συναδέλφων ήτο εστραμμένη προς τον γερο-Πούλιεφ. Ακμαιότατος σωματικώς και πνευματικώς, αλλ’ η προσοχή των νέων τον περιφρουρούσε. Μην πάθει τίποτε ο Πούλιεφ. Επήγαιναν πίσω του διά να τον στηρίξουν εάν παραστή ανάγκη, έτρεχαν να τον βοηθήσουν διά να φορέση το επανωφόρι του και δεν έπαιρναν θέσι στ’ αυτοκίνητα εάν δεν εκάθητο πρώτα ο Πούλιεφ.
Ευτυχώς που κανείς από μας δεν θα φθάση στην ηλικίαν του Βουλγάρου συναδέλφου.
Η Καθημερινή, 25 Σεπτεμβρίου 1927

