Tον Οκτώβριο του 1961, ο λογοτέχνης, κριτικός και δοκιμιογράφος Ανδρέας Καραντώνης ταξιδεύει στην Αμερική και μέσα από τα κείμενά του, που δημοσιεύονται από τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου έως την άνοιξη του 1962, παρουσιάζει στους αναγνώστες της Καθημερινής τον Νέο Κόσμο. «Τώρα που το θαυμάσιο αυτό ταξίδι τέλειωσε, συλλογίζομαι πως η μοίρα της Αμερικής είναι να την ανακαλύπτουμε διαρκώς και να μην παίρνει τέλος η ανακάλυψη. […] Τα πράγματα του κόσμου τούτου, ακόμα και πιο παληά, έχουν μία αιώνια νεότητα για όσους μπορούν να τα δουν μ’ ένα νέο αίσθημα ή μάτι. Όλα προσφέρονται για μια αδιάκοπη ανακάλυψη. Και προ παντός η Αμερική, χώρα που ζη από τις ανακαλύψεις και που τη χαρακτηρίζει μία ακαταμάχητη ορμή και ροπή προς το καινούργιο», γράφει στο εισαγωγικό του άρθρο. Από την ολοζώντανη Νέα Υόρκη και το ελληνικότατο Σικάγο μέχρι την ήρεμη Ουάσιγκτον και το απρόσμενα μοντέρνο Μιλγουόκι, ο Καραντώνης περιγράφει τα όσα είδε και έζησε στην Αμερική, με τη ματιά και τη «σαστισμάρα» ενός «καθυστερημένου νεοσύλλεκτου επισκέπτη».
Πρώτη γεύση του Νέου Κόσμου
Nα μιλήσω για την Αμερική; Τι το καινούργιο θα μπορούσε να προσθέση γι’ αυτή την εκπληκτική και πολύμορφη χώρα που λέγεται Νέος Κόσμος, ένας καθυστερημένος νεοσύλλεκτος επισκέπτης της, σαν κι εμένα, που είχε την τύχη να τη γνωρίση χάρη στο πρόγραμμα «Πνευματικών Ανταλλαγών»; Ένας γοργός διαβάτης μέσα από τις πολιτείες της, τους τόπους της, τα τοπία της, τον εκτυφλωτικό της πλούτο και τον σεμνό της μα βαθύτατο πολιτισμό, που μονάχα δυο μήνες την έζησε όπως ζη κανείς στον ύπνο του ένα πολύχρωμο θέαμα και όραμα του Σινεράμα; Αφίνω τους αναρίθμητους ξένους που γράψανε αμέτρητα βιβλία για του «Βάσιγκτων τη Γη», και περιορίζομαι στους δικούς μας που μεταπολεμικά τη γνώρισαν. Είναι αρκετοί για να με κάνουν να «χάσω κάθε ελπίδα»: Μελάς, Βενέζης, Θεοτοκάς, Καραγάτσης, Άγγελος Δόξας, Άγγελος Προκοπίου, Μαρία Ράλλη, Δημαράς, Μιχελής, Πέτρος Χάρης, Ψαθάς, Ρουμάνης και τόσοι άλλοι που μας έδωσαν βιβλία, γενικές εντυπώσεις, μονογραφίες, για όσα είδαν κι έζησαν εκεί.

Ωστόσο, μία σκέψη πιο ώριμη, με κάνει να τολμώ. Τώρα που το θαυμάσιο αυτό ταξίδι τέλειωσε, συλλογίζομαι πως η μοίρα της Αμερικής είναι να την ανακαλύπτουμε διαρκώς και να μην παίρνει τέλος η ανακάλυψη. Ίσως ακόμα να μην έχη ούτε αρχή αυτή η ανακάλυψη, αφού στα επίσημα ιστορικά της αναφέρεται πως πολύ πριν από τον Κολόμβο, στα 1000 μ.Χ., Νορβηγοί, κάτω από τον Λάιφ Έρικσον, πρωτοπάτησαν τα χώματά της κάπου σε μία ακτή της Νέας Αγγλίας. Τα πράγματα του κόσμου τούτου, ακόμα και πιο παληά, έχουν μία αιώνια νεότητα για όσους μπορούν να τα δουν μ’ ένα νέο αίσθημα ή μάτι. Όλα προσφέρονται για μια αδιάκοπη ανακάλυψη. Και προ παντός η Αμερική, χώρα που ζη από τις ανακαλύψεις και που τη χαρακτηρίζει μία ακαταμάχητη ορμή και ροπή προς το καινούργιο. Έτσι κι εγώ, στις 9 του περασμένου Οκτώβρη, κατά τα μεσάνυχτα, ανακάλυψα την Αμερική. Ήταν η ώρα που ένα αεριωθούμενο της TWA προσγειώνονταν απαλά σ’ ένα απέραντο και νεοφτιαγμένο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης. Είχα γνωρίσει κι άλλα μεγάλα αεροδρόμια του Μονάχου, της Φρανκφούρτης, του Βερολίνου, του Αννοβέρου, της Ρώμης, του Ορλύ, μα το αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης είχε κάτι το πιο δυνατό, το πιο βροντερό, το πιο φωτεινό, το πιο πολύχρωμο, το πιο «μεγαλειώδες». Είχα κιόλας την πρώτη αίσθηση της τεράστιας διαφοράς των «διαστάσεων» που χωρίζει την Αμερική από την Ευρώπη. Πρωτοπατούσα στη γη της χώρας που το κάθε τι, κάθε στιγμή, τείνει να ξεπεράση τα όριά του και να μεταμορφωθή – να γίνη κάτι άλλο και μαζί κάτι πιο μεγάλο.

Όμως, αυτή την «πρώτη αίσθηση», που αληθινά συναρπάζει τους αμύητους, την είχε προλογίσει κατάλληλα κάτι άλλο: το εναέριο πέρασμα του Ατλαντικού. Το πέρασμα αυτό γίνεται μέσα σε επτά περίπου ώρες. Επτά ώρες μέσα στο ανέκφραστο διάστημα, πάνω από τον απέραντο ωκεανό που κάνουν μία βδομάδα να τον διασχίσουν τα σύγχρονα πλοία, επτά ώρες να φτεροκοπάς ασάλευτος μέσα από σύγνεφα, ομίχλες και χώρους χρωματισμένους μαγικά από ένα ωκεάνιο ηλιόγερμα, κόκκινο και γαλάζιο μαζί, ένα ηλιόγερμα που μ’ έκανε να βλέπω σε πέρατα ουρανίων οριζόντων ολόχρυσους πυλώνες και δέσμες από τεράστιες αρχαγγελικές ρομφαίες, είναι μία κατάλληλη ψυχολογική και αισθητική προεισαγωγή στην απεραντοσύνη και στα καταπληκτικά μεγέθη που παρουσιάζει το κάθε τι στην Αμερική.

Ήξερα πως πετούσαμε με ταχύτητα εξακοσίων μιλίων την ώρα, μα οι ώρες περνούσαν και τίποτε δεν άλλαζε στο οπτικό πεδίο που απλώνονταν πέρα από το στρογγυλό παραθυράκι δίπλα από τη θέση μου. Νόμιζα πως οι ορίζοντες έφευγαν προς τα πίσω όσο εμείς τρέχαμε προς αυτούς, πότε-πότε φανταζόμουν πως θα μείνω για πάντα αιωρούμενος σκλάβος του ακατοίκητου χώρου, μα ήξερα κιόλας πως πίσω από κείνη την κατακόκκινη λουρίδα του ουρανού, σε απόσταση απροσδιόριστη μα αντικειμενικά βέβαιη, απλώνεται η γη της Αμερικής, ο πολυθρύλητος και φανταχτερός Νέος Κόσμος. Ανακαλούσα στη μνήμη μου όσα ήξερα γι’ αυτόν, όσα είχα διαβάσει πρόσφατα ή παλαιότερα, τα σχετικά βιβλία και τις εντυπώσεις των δικών μας και των ξένων.
Του κάκου, όλα ξέφευγαν από τη μνήμη μου και γινόνταν ένα τίποτα, ένα κάτι σαν κι αυτή τη νερουλή ύλη των συννέφων που μας ζώναν. Τα μάτια μου είχαν γίνει ένας άπληστος μα παρθένος φωτογραφικός φακός, η ψυχή μου ήταν μια προσμονή και το κεφάλι μου είχε αδειάσει από κάθε προηγούμενη παράσταση. Κι η νύχτα άρχισε να γιομίζη, στην αρχή αχνά, ύστερα πιο πυκνά, τον απέραντο χώρο που μέσα του το σκάφος μας ήταν ένα κινούμενο στίγμα, μία άγνοια μέσα στην αδιαφορία του χάους.


Η νύχτα δεν μάς άφινε να δούμε την αληθινή μορφή αυτών των πόλεων – μόνο τα φώτα τους τις διέγραψαν με λαμπερά σχήματα μέσα στο σκοτάδι. Εδώ μάντευες μια λεωφόρο, εκεί μια πλατεία, παρακάτω μια διώρυγα, πιο πέρα μια εναέρια γέφυρα, το λιμάνι, τη θάλασσα, τα μεγάλα μνημεία. Αλλού η πόλη πυκνώνονταν και στρογγύλευε προς το κέντρο, αλλού ξεπετούσε μακρότατα πύρινα πλοκάμια προς τον κάμπο που κι αυτός φωτιζόταν κατά διαστήματα από άλλες πιο μικρές πολιτείες και χωριά – αν υπάρχουν πια χωριά σ’ αυτή, την τόσο ενοποιημένη από τον τεχνικό πολιτισμό, χώρα. Μα ήταν πια η Αμερική μάς πρωτόδειχνε τον πλούτο της και τη δύναμή της, τη ζωντάνια της και την υγεία της, με τον φωτισμό των δύο μεγάλων της πόλεων που προλογίζουν τη Νέα Υόρκη, και που αργά ή γρήγορα θα αποτελέσουν μαζί της, –από την Ουάσιγκτων ως τη Βοστώνη–, μια ενιαία Κοσμόπολη σαράντα εκατομμυρίων κατοίκων, καθώς προβλέπουν οι ειδικοί.

Τυφλωμένος απ’ αυτό το όραμα, που από τη βραδυά εκείνη το ξανάζησα πολλές φορές, στον Άγιο Φραγκίσκο, στη Νέα Ορλεάνη, στην Ατλάντα, στην Ουάσιγκτων, δεν πρόλαβα να δω με τον ίδιο τρόπο τη Νέα Υόρκη. Είχαμε κιόλας προσγειωθή, ενώ αμέτρητα άλλα αεροπλάνα, ποιο έφευγε και ποιο ερχόταν, μέσα από τους απέραντους ειδικούς «διαδρόμους» του αεροδρομίου. Το αεροπλάνο και το αυτοκίνητο, δεν είναι «γεγονότα» στην Αμερική, όπως είναι εδώ. Είναι συνυφασμένα με την πιο αδιάφορη στιγμή μα και την πιο άμεση ανάγκη της καθημερινής ζωής. Το αίσθημα του χάους και της απεραντοσύνης έσφιξε πιο δυνατά την ψυχή μου παρά όσο το ένοιωθα λίγο πριν, ψηλά, στο Διάστημα. Οι τεράστιες αίθουσες του αεροδρομίου φωτισμένες και διακοσμημένες σα για να δίνονται μαζικές γιορτές, τα πλήθη που έτρεχαν προς λογής κατευθύνσεις, οι κυλιόμενες σκάλες από όροφο σε όροφο, τα άφθονα τουριστικά είδη που γυάλιζαν σε βιτρίνες, οι καφετέριες, τα εστιατόρια του αεροδρομίου, οι μαύροι αχθοφόροι με τις ειδικές στολές, αποκορύφωσαν τη ζάλη μου, τη σαστισμάρα μου.

Αυτό που εμένα μού φαίνονταν αναρχούμενο, αδιέξοδο και σκληρά φωταγωγημένο χάος, ήταν στην πραγματικότητα κάτι το απλά και θαυμαστά μαζί, ωργανωμένο – ήταν ένα σύγχρονο, αλλά αμερικανικό, δηλαδή «απειρομέγεθες» αεροδρόμιο. «Και τώρα, τι θα γίνουμε, πώς θα βγούμε από δω μέσα, πού θα πάμε», πήγα να συλλογιστώ, όταν άκουσα να φωνάζουν τ’ όνομά μου.
Με περίμενε σε «προσδιωρισμένο σημείο», ο διερμηνέας και συνοδός που μου είχε ορίσει το Σταίητ Ντηπάρτμεντ, όπως γίνεται με όλους τους καλεσμένους, αν τύχη και το θελήσουν. Ήταν Ελληνοαμερικανός, ο κ. Πάνος Ανάγνος, εξαίρετος κύριος, υπάλληλος κυβερνητικός στην Ουάσιγκτων. Από τη στιγμή εκείνη, το χάος έγινε τάξη, και το άγχος μου, γαλήνη. Δεν είχα πια τίποτα να σκεφτώ για τις λεπτομέρειες και τις λογής διαδικασίες του ταξιδιού μου που θα κρατούσε δύο μήνες. Έτσι, σε λίγο, ούτε κι εγώ ξέρω πώς, βρέθηκα σ’ ένα άλλο αεροπλάνο, για την Ουάσιγκτων.

Σε τρία τέταρτα, άλλη αποβίβαση σε αεροδρόμιο, το μεγάλο κίτρινο ταξί που σε πάει στην πόλη, το φτάσιμο στο ξενοδοχείο, τόσο επιθυμημένο ύστερ’ από τόση ένταση ψυχική, έστω κι αν το ταξίδι από την Ελλάδα στην Αμερική, δεν ξεπερνά τις δεκατρείς ώρες.
Τρέχουμε στους πλατειούς δρόμους της Ουάσιγκτων, μα είναι νύχτα, λευκοί όγκοι φωταγωγημένων κτιρίων περνάν γοργά μπρος από τα κουρασμένα μου μάτια, ο συνοδός μου μού τα αναφέρει, μνημεία και κτίσματα, που μόνο από τα ονόματά τους και τις φωτογραφίες τους ήξερα, είναι πια τώρα πραγματικότητες – κι είναι τόσο παράξενη, τόσο ψυχολογικά απροσδιόριστη η στιγμή που ένας διάσημος τίτλος γίνεται μπροστά σου, πράγμα, παίρνει την ουσιαστική και την αληθινή του μορφή.

Προσωπικά, αγαπώ πάρα πολύ αυτή την τόσο σύντομη μεταβατική κατάσταση που μεσολαβεί ως ότου αποκρυσταλλώσουμε μέσα μας την αντικειμενική μορφή μιας πόλης. Όταν πραγματοποιηθή αυτή η αποκρυστάλλωση, μεγάλη ποσότητα από τη μαγεία της άγνοιας ή της πρώτης ψευδαισθητικής εντύπωσης, διαρρέει ή μεταμορφώνεται σε διάψευση ή σε απογοήτευση. Μα το καλό των συντόμων ταξιδιών είναι πως δεν σ’ αφίνουν να καταλάβης ως την πλήρη αποκρυστάλλωση πως είναι μια μεγάλη, ή μια μικρή, πολλές φορές, πόλη. Ως ότου αρχίζει αυτή η πόλη να γίνεται χάρτης μέσα στο νου σου, φεύγεις – και τότε, αγαπάς ξανά και ξαναζής μυθικά, κι ό,τι ακόμα δεν σου είχε πολυαρέσει. Κι ό,τι δεν πρόλαβες ούτε καν να δης, γίνεται μέσα σου κέντρισμα και όρεξη για επιστροφή, δηλαδή ποίηση.

Γιατί η ποίηση, σαν κατάφαση, δεν είναι παρά ένα αδιάκοπο ταλάντεμα της ψυχής μας, ένας ηδονικός προσανατολισμός της προς εκείνο που έφυγε και προς εκείνο που μέλλεται νάρθη. «Ωραιοτάτη μού φαίνεται η Ουάσιγκτων», λέω στον Πάνο Ανάγνο, «μα γιατί είναι τόσο έρημη, σαν ακατοίκητη, αν και η ώρα είναι μόλις εννηά;». «Γιατί είναι πόλη δημοσίων υπαλλήλων», μού απαντά επιγραμματικά. Μ’ αυτή την πρώτη αίσθηση του Νέου Κόσμου, φτάνουμε στο ξενοδοχείο «Μπράϋτων», αλλά δεν τελειώνει εδώ αυτή η «πρώτη αίσθηση». Θα συνεχιστή ως το τέλος του ταξιδιού…
Η Καθημερινή, 31 Δεκεμβρίου 1961
Πέρασμα από το Σικάγο
Oι μεγάλες κρυστάλλινες κι αυτόματες πόρτες του «Νιου Σέρατον» ανοιγοκλείνουν ακατάπαυστα. Πλήθη καλοντυμένων ανθρώπων μπαινοβγαίνουν. Οι κυλιόμενες σκάλες τους δείχνουν σαν αγάλματα που τα μετακινούν από πάτωμα σε πάτωμα. Οι μαύροι γκρουμ με τα κόκκινα γελέκα, τα χρυσά κουμπιά και τα στραταρχικά πηλήκια δεν προφταίνουν να κουβαλούν αποσκευές. Οι απέραντες αίθουσες αναμονής, τα «λόμπυ», οι διάδρομοι, τα σαλόνια, τα μπαρ, δίνουν την εντύπωση πλατφόρμας μεγάλων σιδηροδρομικών σταθμών σε ώρες πυρετικής κίνησης. Μήπως συμβαίνει τίποτε το ασυνήθιστο; Τίποτε δε συμβαίνει. Απλούστατα, είναι αργία: σήμερα Σάββατο, αύριο Κυριακή. Δύο ημέρες φυγής από την κοπιαστική και αδιάκοπη καθημερινή δουλειά. Άλλοι βυθίζουνται στη μακαριότητα και τη ζεστασιά του άνετου και καλοβαλμένου σπιτιού τους, με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, που ουσιαστικά μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις τα βλέπουν. Άλλοι –οι περισσότεροι– ξεχύνουνται με τ’ αυτοκίνητά τους και πάνε να βρουν την ανανέωση και την ξεκούραση «σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη», εκατοσταριές μίλια μακρυά από την πόλη που κάθουνται. Πόσο αληθινός, πόσο «εν ενεργεία» παραμένει ο κλασσικός στίχος του Μαλλαρμέ, «να φεύγεις, να φεύγεις εκεί πέρα· νοιώθω πόσο μεθυσμένα είναι τα πουλιά».

Τώρα, τα πουλιά αυτά έχουν τροχούς. Μα όταν μπορεί κανείς να αλλάζει θέση μέσα στον χώρο και μάλιστα με τόση γρηγοράδα, τι σημασία αν τούτο γίνεται με ρόδες ή με φτερά; Κι όσοι δε φεύγουν με τον πρώτο ή με τον δεύτερο τρόπο, αλλάζουν ατμόσφαιρα ζώντας δύο μέρες την κοσμοπολιτική και σαν αφηρημένη –και για τούτο ξεκούραστη– ζωή των μεγάλων ξενοδοχείων. Γιατί δεν υπάρχει μόνο η αφηρημένη τέχνη, έχουμε και την αφηρημένη ζωή.

Στα μεγάλα ξενοδοχεία, συνυπάρχεις με αναρίθμητα άλλα πλάσματα, που είτε τα βλέπεις για ένα δευτερόλεπτο, είτε για περισσότερο, είτε τα ξανασυναντάς, δεν είναι τίποτε άλλο παρά «πρόσωπα» κλεισμένα σ’ ένα ύφος αδιάφορο και αφηρημένο. Τίποτε δε σε δεσμεύει μ’ αυτά. Γλιστράς ανάμεσά τους με τις δικές σου έγνοιες που κι αυτές σιγά-σιγά ξεφυλλίζουνται, μαδούν και γίνεσαι κι εσύ μια αφηρημένη παράσταση μαζί με τις άλλες.

Μεταφυσική ψυχολογία, θα πείτε. Μπορεί. Μα υπάρχει και η φυσική, η κοινωνική. Είναι αυτή που μας παρουσιάζει τα μεγάλα ξενοδοχεία της Αμερικής να λειτουργούν σα σπουδαία κοινωνικά κέντρα, με διάφορες αποστολές. Το καταλαβαίνει κανείς αυτό άμα σκεφθεί από πόσες σφαίρες ενοτήτων θαυμαστά οργανωμένες αποτελείται η αμερικανική πολιτεία, η αμερικανική κοινωνία και ζωή. Ενότητες φυλετικές, θρησκευτικές, επιστημονικές, επαγγελματικές, ιδεολογικές και λογής άλλες, που έχουν πλούσια προγράμματα εργασίας, τάζουν σκοπούς υψηλούς που τους πραγματοποιούν και που χρησιμοποιούν χιλιάδες μέλη. Το πνεύμα της αμερικανικής ελευθερίας επιτρέπει σ’ αυτές τις ενότητες τις συλλογικές να δρουν όπως θέλουν. Φυσικά, κάθε μία απ’ αυτές τις ενότητες, έχει τα γραφεία της.

Μα οι πιο επίσημες εκδηλώσεις τους –συνέδρια, πανηγυρισμοί, συνεστιάσεις, υποδοχές προσωπικοτήτων και τα λοιπά– γίνουνται στα μεγάλα ξενοδοχεία και προ παντός τα Σαββατοκύριακα. Γι’ αυτό παρατηρεί κανείς αυτή την πολυάνθρωπη λαμπρότητα, αυτή την γιορτερή τύρβη που όμως ποτέ δε γίνεται οχλαγωγία, που παραμένει πάντα μέσα στα αυστηρά όρια μιας συλλογικής και ατομικής μαζί ευγένειας. Α, πόσο ανακουφιστική είναι αυτή η ευγένεια των Αμερικανών. Πόσα ψυχολογικά προβλήματα λύνει, πόσο απαλαίνει τη συλλογική ζωή, πόσο αερίζει τον πυκνό χώρο της μάζας.
Εδώ στο μεγάλο ξενοδοχείο «Νιου Σέρατον», όπως και σε όλα τα παρόμοια, μια λογική, μια οικονομία των πραγμάτων τα καταφέρνει έτσι ώστε το άτομο να μη χάνεται μέσα στη μάζα. Ο καθένας έχει την οντότητά του, την αξιοπρέπειά του. Μήτε την αποσύρει, τρομαγμένος μπροστά στο μέγα πλήθος, μήτε την επιδεικνύει.
Αναρίθμητοι μαυροντυμένοι κύριοι κυκλοφορούν αδιάκοπα στα σαλόνια, στα «λόμπυ», με τα ασανσέρ. Πάρα πολλοί απ’ αυτούς έχουν καρφιτσωμένη στο πέτο τους μια κάρτα, κάτι σαν επισκεπτήριο. Εκεί είναι γραμμένο το όνομά τους ή ο σύλλογος στον οποίο ανήκουν και που σήμερα συνεδριάζει ή γιορτάζει σε μια από τις μεγάλες αίθουσες του ξενοδοχείου. Μονάχα έτσι μπορούν να αναγνωριστούν ή να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να ξεχωρίσουν οι «ομοειδείς». Διαφορετικά, είσαι χαμένος. Τι μπορεί να είναι όλοι αυτοί οι μαυροντυμένοι κύριοι με τις «ετικέττες» στο πέτο τους και μ’ αυτή τη συναρπαστική απλότητα στο ύφος τους;
Μπορεί να είναι κοινά μέλη μιας άλφα οργάνωσης φιλανθρωπικής ή θρησκευτικής. Μα μπορεί κι ανάμεσα σ’ αυτούς να κυκλοφορούν σπουδαίοι σοφοί, επιστήμονες, καλλιτέχνες, συγγραφείς, Αμερικανοί, Ευρωπαίοι ή από διάφορα μέρη του κόσμου. Πόσο όμοιος φαίνεται ο άνθρωπος μέσα στο πλήθος. Τότε, οι διαφορές χάνουνται και οι κοινές ομοιότητες συμμαχούν για να αναδείξουν σ’ έναν κοινό τύπο το απρόσωπο άτομο. Η ιδιοφυΐα και ο κοινός νους, εδώ, αποκτούν το ίδιο πρόσωπο. Σ’ άλλες περιοχές και σ’ άλλες ώρες θα δείξουν τις διαφορές τους. Μα στην κοινωνική τους εκδήλωση έχουν πάρει αυτό το αβίαστο δημοκρατικό ύφος της φυσιολογικής ισότητας που κάνει τους ανθρώπους να είναι όμοιοι μπροστά στη μοίρα και μέσα στην άμεση ζωή.
Σε λαούς, όπως ο ελληνικός, που ο ατομικισμός τους συχνά ξεπερνάει τα φυσιολογικά όρια και γίνεται μια αναίδεια ή μια υβριστική αυθαιρεσία, χρειάζουνται τέτοια μαθήματα, τέτοια παραδείγματα αβίαστης δημοκρατικής συναλλαγής των διαφόρων Εγώ. Και τέτοια μαθήματα θα πάρει κανείς πολλά στην Αμερική.
Μια παράξενα γραφική και λυρική νότα δίνουν σ’ αυτά τα ξενοδοχεία, τα Σαββατοκύριακα, οι «γηραιές κυρίες», προ παντός οι πλούσιες. Άλλες μένουν μόνιμα σ’ αυτά, κρατώντας ολόκληρα διαμερίσματα, άλλες πάνε για τα Σαββατοκύριακα μόνο. Οι πιο πολλές απ’ αυτές είναι χήρες. Οι άντρες τους έχουν ξεκάνει από καιρό, κι αυτές χαίρουνται τη ζωή τους μέσα σε μια αβίαστη προσπάθεια νεανικότητας. Θα μπορούσες να τις πεις και τρελλές, αν τις κρίνεις από το εξωτερικό τους. Βυθίζουν τα κεφάλια τους σε λουλουδιασμένα καπέλλα. Βάφουνται σα να πρόκειται να πάνε ραντεβού ή να παίξουν στον κινηματογράφο. Ντύνουνται με φορέματα παρδαλά, πολύχρωμα, που σκεπάζουν με χαρά και με νειότη, με κρασί και με άνοιξη, σώματα μαραγκιασμένα, ξεζουμισμένα, τρισιασμένα, σαν τα μαχαιρωμένα από τον χρόνο κορμιά που κάθε τόσο τα θρηνεί η ποίηση του Καβάφη.

Χάνουνται μέσα σε κύματα από ασημόχρωμα γουναρικά. Κρατούν νεανικά ομπρελλίνα – κι όλες σχεδόν φορούν στραβοπατημένα και άκομψα παπούτσια. Ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω γιατί. Όσο κομψές και φροντισμένες είναι οι νέες Αμερικανίδες, τόσο άγουστες και ατημέλητα πλούσιες δείχνουνται οι ηλικιωμένες. Κι όσο σεμνές, σοβαρές και συγκρατημένες είναι οι πρώτες, τόσο εκρηκτικές και θορυβώδεις, τόσο τρελλούτσικες και τιτιβιστικές είναι οι δεύτερες. Συναντιούνται στα «λόμπυ», αγκαλιάζουνται, ξεσπάν σε μεγαλόκραχτα επιφωνήματα, χειρονομούν, γελάν, κανονίζουν το πρόγραμμά τους και γενικά δίνουν την εντύπωση πως η ζωή τώρα αρχίζει γι’ αυτές, πως γερατειά δεν υπάρχουν. Σ’ αυτή τη χώρα την τόσο δυναμική είναι πολύ δύσκολο ν’ ανακαλύψει κανείς τα γερατειά. Τα πάντα προσφέρουνται για την ανανέωση. Και πρώτ’ απ’ όλα οι γηραιές κυρίες των μεγάλων ξενοδοχείων με τα λουλουδιασμένα καπελλίνα.
Μια πτυχή του Σικάγου που μας ενδιαφέρει ξεχωριστά εμάς τους Έλληνες: ο ελληνισμός του. Είναι η τέταρτη, σε πληθυσμό, ελληνική πόλη στον κόσμο. Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Σικάγο. Εκατόν τριάντα χιλιάδες Έλληνες ζουν εδώ και δημιουργούν δίνοντας ξεχωριστό τόνο μεσογειακό σ’ αυτή την τόσο θερμή και πολυτάραχη πόλη που κάποτε τη δυνάστευε ο ιταλικός γκαγκστερισμός. Σ’ αυτή την επίδοση, ευτυχώς δε σημείωσαν διάθεση συμμετοχής οι Έλληνες. Αντίθετα, μείναν προσηλωμένοι στους νόμους της αμερικανικής συμπολιτείας και στην οδυσσειακή τους νοσταλγία για την πατρίδα τους – για την Ελλάδα. Την έζησα αυτή τη νοσταλγία και με συνεπήρε κι εμένα όσο ποτέ, το βράδυ της περασμένης 28ης Οκτωβρίου.
Ο ελληνισμός του Σικάγου με επί κεφαλής τον κύριο πρόξενο γιόρτασε την ημέρα του Όχι σε μια από τις αίθουσες του ξενοδοχείου Χίλτον (άλλο μεγαθήριο κτιριακό) με τρόπο που ασφαλώς δεν γιορτάζεται ούτε στην Ελλάδα. Ελληνικές σημαίες και ευζωνικές στολές διακοσμούσαν την αίθουσα. Πλάκες μετάδιναν τα κλασσικά πολεμικά τραγούδια της Βέμπο που εδώ και είκοσι δυο χρόνια τα τραγουδούσαμε κι εμείς φαντάροι κάτω από τις κόκκινες οξιές της Πίνδου. Οι πανηγυρικοί λόγοι είχαν τη θέρμη των πατριωτικών ποιημάτων του Βαλαωρίτη. Ο κύριος πρόξενος, εύγλωττος ομιλητής και βαθύτατα Έλληνας, άγγιξε με την απλή ομιλία του το ουσιαστικό νόημα εκείνου του αγώνα.

Μέσα σ’ αυτή την αίθουσα εκείνο το βράδυ, ξέχασα για κάμποσες ώρες όλη την Αμερική. Κι όταν σε λίγο, κάμποσοι Έλληνες βρεθήκαμε γύρω από ένα κοινό γιορταστικό τραπέζι, ήταν για μένα μια αληθινή αποκάλυψη το πάθος και η νοσταλγία των συμπατριωτών μας για τούτον τον φτωχό μας τόπο. Κάθε πρόοδός μας τούς γεμίζει ενθουσιασμό και περηφάνια. Ξέρουν πως είμαστε ακόμα πολύ πίσω, πως πολλά περιμένουμε από τη δική τους βοήθεια, όμως ξέρουν και να είναι ευγνώμονες για όσα χρωστούν στον τόπο μας. Κι εκείνο που το θεωρούν σαν το πιο πολύτιμο, είναι το ότι χρωστάν στον πόλεμο του σαράντα, την ηθική τους αποκατάσταση και την κοινωνική τους απελευθέρωση μέσα στην αμερικανική συμπολιτεία.
Το θέμα αυτό είναι πλατύ και δε θα το θίξουμε εδώ παρά στα πεταχτά. Όπως όμως όλοι τονίζουν, πριν από το σαράντα, δεν τολμούσαν να πουν πως ήταν Έλληνες – όλοι τους περιφρονούσαν, τους θεωρούσαν μια ράτσα υποδεέστερη, κατάλληλη μόνο για να προμηθεύει στην Αμερική γκαρσόνια και εστιάτορες. Άλλαζαν τα ονόματά τους, κρύβαν την προέλευσή τους. Τα παιδιά τους, στα σχολεία που πήγαιναν, ντρέπονταν να λένε πως είναι ελληνόπουλα.
Μα από την ημέρα του Όχι, όλα άλλαξαν. Η λέξη Ελλάδα, βγήκε από την αφάνεια και την περιφρόνηση και πήρε μία απόλυτη και σταθερή αξία.

Σε μία μεγάλη χώρα σαν την Αμερική, το να σε προστατεύουν οι νόμοι, να έχεις όλα τα δικαιώματα που έχουν όλοι οι άλλοι, είναι βέβαια μια απόδειξη της δημοκρατίας. Μα όταν λείπει η ηθική, η ανθρώπινη ατμόσφαιρα της δημοκρατίας, η κοινωνική ισονομία χάνει το μεγαλύτερο μέρος της σημασίας της και της ανθρώπινης βαρύτητάς της.
Οι Αμερικανοί, αγαπούν, λατρεύουν, θεοποιούν το άθλημα, την ανδρική παρουσία και παρρησία. Χάρη σ’ αυτήν γίναν αυτό που είναι σήμερα. Όταν είδαν την Ελλάδα να προβαίνει στον ζοφερό στίβο σαν αρχαίος ολυμπιονίκης, ανακάλυψαν κι αναγνώρισαν σαν ισότιμο ηθικά μ’ αυτούς και τον ελληνισμό που ζει στην απέραντη χώρα τους. Γιατί οι Αμερικανοί είναι καλόπιστοι όσο δεν είναι ίσως κανένας άλλος λαός στον κόσμο. Όταν σου απλώνουν το χέρι τους, πρέπει να πιστέψεις πως το κάνουν με όλη τους την καρδιά. Αν δεν το νοιώσεις αυτό, δεν θα καταλάβης τίποτε από την Αμερική.
Αυτά κι άλλα παρόμοια μου λέγαν εκείνο το βράδυ οι Έλληνες του Σικάγου. Μα το είχα ήδη πιστοποιήσει κι ο ίδιος.
Η Καθημερινή, 18 Μαρτίου 1962
Ακόμα στο Σικάγο
Mονάχα σα φύγει κανείς από μια τεράστια πόλη σαν το Σικάγο, μαθαίνει τι δεν είδε, ή μάλλον καταλαβαίνει με λύπη βαθειά πόσα λίγα είδε. Κι η πίκρα του μεγαλώνει σα σκέφτεται πως στο εξής μόνο μέσα στη μνήμη του θα ξαναβρίσκεται σ’ αυτή την πόλη, ή θα του τη θυμίζουν φωτογραφίες, στιγμιότυπα του κινηματογράφου ή περιγραφές άλλων. Το Σικάγο, όπως και όλες οι μεγάλες πόλεις της Αμερικής, αφίνει μια αίσθηση άσβηστη ύλης και πλούτου, δύναμης και οργανωτικότητας. Αν κάθε μεγαλούπολη είναι γνωστή στον πολύ κόσμο για κάτι το μοναδικό που έχει –και τι δηλαδή που δεν το έχει μια άλλη πόλη– το Σικάγο είναι πασίγνωστο, θρυλικό, για τα Σφαγεία του. Η Ιστορία του έχει συνδεθεί μ’ αυτά τα Σφαγεία, που είναι μια σύνθεση από «χασάπικα» κι από τεράστια εργοστάσια κονσερβοποιίας του κρέατος. Αυτά τα Σφαγεία, τρέχαν κατά χιλιάδες να δουν οι ξένοι, να παρακολουθήσουν δηλαδή το γνωστό μύθο πως βάζεις το γουρούνι από τη μία μεριά της μηχανής κι από την άλλη αμέσως βγαίνει λουκάνικο. Ο τουρισμός του Σικάγου για το μέγα πλήθος, ακόμα και για τους λεγόμενους «διαλεχτούς» –δεν πρέπει να πολυπιστεύουμε σ’ αυτό το είδος, είναι αρκετά ρευστό– οι ταυρομαχίες του, οι αρένες του, ήταν τα Σφαγεία του. Τώρα πια δεν είναι. Απαγορεύτηκε, εδώ και δύο χρόνια καθώς έμαθα, η ομαδική σφαγή των εκατομμυρίων τετραπόδων που το κρέας τους τρέφει τον βασιλιά των όντων. Η σφαγή τους γίνεται αλλού, σε διάφορα αλλά μεμονωμένα σημεία. Κι έτσι, αφού πια τα ζώα δεν σφάζουνται θεαματικά, τι να τα κάνουμε, τι μας ενδιαφέρουν τα εργοστάσια που κάνουν τις κονσέρβες; Ως τη σφαγή έχει ενδιαφέρον το θέμα. Από κει και πέρα…

Έτσι, δεν είδα κι εγώ ούτε από μακρυά αυτά τα θρυλικά Σφαγεία. Είναι πια κλειστά. Μα κι αν ήταν ανοιχτά, δεν ξέρω κι αν θα πήγαινα, μολονότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις έχει κανείς την ψυχολογία του υπνοβάτη. Άξαφνα βρίσκεσαι κάπου, πολλές φορές χωρίς να το ξέρεις από πριν, κι ίσως και χωρίς να το θέλεις. Σε πηγαίνουν άνθρωποι, φίλοι που θέλουν να σου δείξουν τα αξιοπερίεργα, σε πηγαίνει μηχανικά το ίδιο το πρόγραμμα. Μα ποτέ δε βρίσκεσαι ζημιωμένος απ’ αυτή την τουριστική υπνοβασία. Τα μάτια σου γεμίζουν απροσδόκητες εικόνες, οράματα, μορφές, τοπία, μνημεία, αγνώστους ανθρώπους, περιπτώσεις, περιστατικά, που πια δε θα λιποταχτήσουν ποτέ από τη μνήμη σου και το συλλογισμό σου. Δεν είδα λοιπόν τα Σφαγεία. Μα χάρη στον εξαίρετο φίλο και διαλεχτό Έλληνα του Σικάγου κύριο Πανόπουλο, άνθρωπο διαβασμένο που ξέρει καταλεπτώς τα πάντα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, είδα κάτι που ίσως να μην το έχουν βρει οι περισσότεροι Έλληνες που ταξιδεύουν για να γνωρίσουν την Αμερική. Είδα την ελληνική εκκλησία της πόλης Μιλγουώκι. Χτισμένη κι αυτή στις όχθες της Μίσιγκαν, απέχει κάπου εκατόν εξήντα χιλιόμετρα από το Σικάγο. «Πρέπει να δεις αυτή την εκκλησιά», μου είπε από βραδύς ο κύριος Πανόπουλος. «Αύριο που είναι και Κυριακή, θάχει και λειτουργία. Θάρθω να σας πάρω με το αυτοκίνητό μου. Γιατί εδώ που τα λέμε, μητ’ εγώ την έχω δει, μήτε ο φίλος μου ο Άργκος, που θα τον πάρουμε μαζί μας». Δε ρώτησα λεπτομέρειες μήτε και τον λόγο για τον οποίο θα πηγαίναμε τόσο μακρυά για να δούμε μια ελληνική εκκλησιά. Μήπως το Σικάγο δεν έχει τόσες; Ύστερα, μέσα μου, λογάριαζα πιο πολύ το ταξίδι ως εκεί, θα έβλεπα ακόμη ένα κομμάτι από τη γη της Αμερικής.

Πρωί-πρωί, ξεκινήσαμε για τη Μιλγουώκι. Έβρεχε πάλι, και το Σικάγο κοιμόταν βαθιά μέσα στην Κυριακή του. Τρέχοντας μέσα από δρόμους άδειους που τα δέντρα τους γέρνουν προς τη γη τα βρεγμένα μαλλιά τους. Παίρνουμε το δρόμο της λίμνης και διασχίζουμε όλη αυτή την πλευρά που, προς τ’ αριστερά, φεύγουν, πάλι μέσα από δενδροστοιχίες και πάρκα, τα μεγαλόπρεπα κοκκινωπά οικοδομήματα και τα μέγαρα της πιο αριστοκρατικής συνοικίας του Σικάγου. Η απέραντη λίμνη, δεξιά μας, η Μίσιγκαν, δε φαίνεται. Είναι κρυμμένη μέσα στη βροχή και την ομίχλη. Τα πάντα σα να κυματίζουν απέραντα και αργά μέσα σε μια γκρίζα αοριστία. Όσο μεγάλη κι αν είναι μία πόλη, έρχεται στιγμή και βγαίνεις απ’ αυτήν, όταν μάλιστα το αυτοκίνητο τρέχει με εκατόν τριάντα χιλιόμετρα. Βγαίνεις, μα δεν προφταίνεις να νοιώσεις πως είσαι στην εξοχή, στον κάμπο, και να πάλι πυκνά προάστια, μικρές πόλεις που συνεχίζουν αλυσιδωτά η μία την άλλη στο μάκρος των ατέλειωτων λεωφόρων. Φτάσαμε τέλος και στη Μιλγουώκι (νόμιζα πως θάταν καμμιά απ’ αυτές τις πόλεις των δέκα-είκοσι χιλιάδων ψυχών μα είχε επτακόσιες χιλιάδες) κι ύστερα από ψαξίματα, περνώντας από ίσιους δρόμους με ομοιόμορφα σπίτια-βίλλες, αντικρύσαμε από μακρυά την ελληνική εκκλησία. Μια μεγάλη πλατωσιά μπροστά μας πνιγμένη στο γρασίδι κι ελαφρότατα ανηφορική, σαν υποψία μόνο γηλόφου. Και στο κέντρο της ένα κτίσμα μοντέρνο, που αν δεν ήξερα πως είναι εκκλησία, θα το έλεγα για θέατρο ή μουσείο ή για ωδείο ή κάτι παρόμοιο. Κυκλικό το σχήμα, τελειώνει σ’ έναν ανοιχτοπράσινο θόλο που πιάνει όλη σχεδόν την οροφή και που μόνος αυτός δίνει την υποψία της εκκλησίας. Τίποτε άλλο από το εξωτερικό. Το σύνολο, αληθινό θαύμα αρμονίας, μοιάζει με ροτόντα. Λοιπόν, αυτόν τον ναό της ελληνικής ορθοδοξίας, τον έχτισε ένας από τους πιο μεγάλους μοντέρνους αρχιτέκτονες της Αμερικής, ο Ράιτ, που πέθανε εδώ και δυο χρόνια. Χτίστηκε με χρήματα και δωρεές κι άλλους συνδυασμούς οικονομικούς των Ελλήνων της Μιλγουώκι που ξεπερνάν τις επτά χιλιάδες. Λογαριάζεται σαν ένα από τα πιο λαμπρά δείγματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής που και στον Νέο Κόσμο μα και στην Ευρώπη (Γερμανία, Γαλλία) φαίνεται πως πάει να βάλει τέρμα στους ρυθμούς της παραδοσιακής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, κρατώντας απ’ αυτήν τα βασικά μοτίβα μόνο των γνωστών ρυθμών της – γοτθικός, βυζαντινός, και τα λοιπά. Άμα την πρόσεξα περισσότερο, είδα πως τούτη η εκκλησιά της Μιλγουώκι, μοιάζει με μακρινή, πολύ μακρινή και σχεδόν μισοξεχασμένη ανάμνηση της ορθόδοξης βυζαντινής αρχιτεκτονικής: την ανάμνηση του σταυροθόλωτου ναού.
Το πρώτο συναίσθημα από την επαφή με την εκκλησιά αυτή, είναι μια πάρα πολύ φυσική αντίσταση που νοιώθει κάθε ορθόδοξος –κι ας μην είναι πολύ πιστός της εκκλησιάς ή των τελετουργικών τύπων– προς κάθε τι που πάει ν’ αλλάξει τα καθιερωμένα. Τα καθιερωμένα από την ίδια την ιστορία και την παρουσία και τη διάκριση από τις άλλες, της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας. Μα σιγά-σιγά, η αντίδραση αυτή, χωρίς να σβήνει ολότελα –γιατί συνδέεται μ’ ένα γενικώτερο πρόβλημα, άλυτο– υποχωρεί μπροστά στην αισθητική χαρά που σου δίνει ένα αρχιτεκτονικό κατόρθωμα της μοντέρνας προσαρμοστικής φαντασίας. Αυτή η αρχιτεκτονική –είδα κι αλλού δείγματά της– κέντρο της, ακόμα και μέσα στην εκκλησιά, δεν έχει τον Θεό αλλά τον άνθρωπο. Αυτόν κυττάζει πώς θα «περιθάλψει». Γι’ αυτό, προσαρμόζει με διπλωματία αισθητική, κάθε τι το δογματικά απαρασάλευτο, προς τις ανάγκες και τις συνήθειες του συγχρόνου ανθρώπου. Θέλετε να προσευχηθείτε, να τελέσετε τη λατρεία σας προς τον όποιο Θεό σας; Κάνετέ τα όλ’ αυτά, αλλά με άνεση, ξεκούραστα, σε μιαν ατμόσφαιρα με γούστο, που να σας θυμίζει κάπως πώς είσαστε μέσα στην εκκλησιά σας, αλλά και να διασκεδάζετε λίγο. Αυτό είναι το μήνυμα της εκκλησιάς του Μιλγουώκι.
Η Καθημερινή, 28 Μαρτίου 1962

