Tον Οκτώβριο του 1956, Ούγγροι φοιτητές οργανώνουν μια πορεία προς το κοινοβούλιο, σκοπεύοντας να παραδώσουν τα αιτήματά τους στην κυβέρνηση Γκέρο και ζητώντας δημοκρατικές ελευθερίες. Η απάντηση στους διαδηλωτές, οι οποίοι έτυχαν ευρύτερης λαϊκής υποστήριξης και –σε μια κίνηση συμβολική– γκρέμισαν το κολοσσιαίο άγαλμα του Στάλιν, ήταν βίαιη καταστολή.
Ακολούθησαν, από τη μια, η επάνοδος του τέως πρωθυπουργού Ίμρε Νάγκι, ο οποίος είχε κινηθεί με πνεύμα φιλελευθεροποίησης, αλλά είχε καθαιρεθεί πριν έναν χρόνο, και, από την άλλη, η ενίσχυση με νέα άρματα των ήδη υπαρχόντων σοβιετικών στρατευμάτων στη χώρα, κατόπιν έκκλησης της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ. Η λαϊκή αντίδραση κορυφώνεται μέχρι τις 28 Οκτωβρίου και τελικώς οι εξεγερθέντες, με την υποστήριξη του ουγγρικού στρατού, αναγκάζουν σε υποχώρηση τα σοβιετικά τεθωρακισμένα. Ο Νάγκι ζητά την αποχώρηση των Σοβιετικών, η οποία και έγινε στις 31 Οκτωβρίου. Στις 4 Νοεμβρίου, ωστόσο, οι Σοβιετικοί εισβάλλουν εκ νέου και καταπνίγουν την επανάσταση.
Μερικές ημέρες αργότερα, η Καθημερινή δημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα για την Ελλάδα πέντε άρθρα του Αμερικανού δημοσιογράφου Μπάρετ Μακ Γκαρν, στα οποία μεταφέρει την εμπειρία του ως ανταποκριτή στη Βουδαπέστη.
Απίστευτος απανθρωπία
Eίναι αδύνατον να σχηματίση κανείς μίαν ιδέαν για την απίστευτον απανθρωπίαν, με την οποίαν οι Ρώσοι κατέστειλαν το κίνημα ανεξαρτησίας εντός της Ουγγαρίας, εάν δεν την είδεν εκ του πλησίον.
Αι δέλτοι της ιστορίας ολίγας αναγράφουν φρικαλεωτέρας σελίδας ιμπεριαλισμού. Ό,τι συνέβη είναι τοσούτον μάλλον απίστευτον, καθ’ όσον συνέβη ύστερα από τόσων ετών μαζικήν προπαγάνδαν, περιγράφουσαν τους ευρωπαϊκούς δορυφόρους της Ρωσίας ως ευτυχή και «ισότιμα σοσιαλιστικά κράτη», αδελφωμένα εις μίαν στρατιωτικήν συμμαχίαν υπερασπιζομένην εαυτήν εναντίον των απειλών της Δ. Ευρώπης και των Ην. Πολιτειών.

Όταν, την περασμένην εβδομάδα, ήλθεν η στιγμή της αληθείας, οι Ρώσοι ανήγειραν ένα χαλύβδινον τείχος πέριξ της Ουγγαρίας, απέκοψαν τας συγκοινωνίας, έθεσαν ουσιαστικώς υπό κράτησιν τους εκατόν ξένους ανταποκριτάς, που ευρίσκοντο εις την χώραν, και κατόπιν έστησαν ένα παραπέτασμα διά να εξαπατήσουν τον έξω κόσμον, περί του τι συνέβαινε.
Διά κάποιον λόγον, πολύ γνωστόν εις τους διαμορφωτάς της σοβιετικής πολιτικής, οι Δυτικοί ανταποκριταί απηλευθερώθησαν αιφνιδίως το παρελθόν Σαββατοκύριακον, ίσως εκ σεβασμού προς την παγκόσμιον κοινήν γνώμην.
Τώρα η αλήθεια δύναται ν’ αποκαλυφθή. Η Σοβ. Ένωσις συμπεριεφέρθη με αφάνταστον σκληρότητα, πλήττουσα μίαν ανυπεράσπιστον πόλιν με το πυροβολικόν επί τέσσαρας ημέρας, εμποδίζουσα τας προσπαθείας προς αποστολήν ιατρικής βοηθείας και προς περίθαλψιν των γυναικοπαίδων και αναδιοργανούσα τον μηχανισμόν του τρόμου, ο οποίος κατέτρυχε τους Ούγγρους επί μίαν δεκαετίαν και τώρα φαίνεται πιθανόν ότι θα τους βασανίση και πάλιν.

Ως και αυτοί οι θεμελιώδεις κανόνες διεξαγωγής του πολέμου παρεβιάσθησαν, καθώς οι Ρώσοι έκαμναν τους «συντρόφους» των να πέσουν και πάλιν εις τα γόνατα, στάσιν, εις την οποίαν η Ουγγαρία ευρίσκεται από του τέλους του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Δυτικοί ανταποκριταί ανέφεραν ότι είδαν νοσοκομειακά αυτοκίνητα του ερυθρού στρατού φορτωμένα με Ρώσους στρατιώτας σώους και αβλαβείς κατά τον πρώτον γύρον της επαναστάσεως, όταν οι Ούγγροι πατριώται επεκράτησαν προς στιγμήν και εν συνεχεία ότι είδαν σοβιετικά στρατιωτικά αυτοκίνητα και τανκς χρησιμοποιούντα την λευκήν σημαίαν της ανακωχής και της παραδόσεως, με τον σκοπόν όπως προωθηθούν εις στρατηγικάς θέσεις κατά την έναρξιν του δευτέρου και τελευταίου γύρου.
Ένας Δυτικός ανταποκριτής ανέφερεν:
«Όταν τα σοβιετικά τανκς εγκατέλειψαν την Βουδαπέστην, προ δύο εβδομάδων, τα ηκολούθησα. Δεν επήγαν μακράν. Κατηυθύνθησαν προς το αεροδρόμιον της Βουδαπέστης. Ύψωσαν λευκάς σημαίας. Η ουγγρική αεροπορία είδε τας σημαίας, επίστευσεν εις την χειρονομίαν και αφήκε τα τανκς να περάσουν.

»Όταν έφθασαν εις το άκρον του αεροδρομίου, οι Ρώσοι κατεβίβασαν τας σημαίας και κατόπιν παρέταξαν τα τανκς και τα πυροβόλα, ως να ήθελαν να είπουν εις τους Ούγγρους: “Και εάν δεν σας αρέση αυτό – τι ημπορείτε να κάμετε;”».
Όταν ήρχισεν ο δεύτερος γύρος, οι Ρώσοι είχαν περικυκλώσει όλα τα ουγγρικά αεροδρόμια. Η ουγγρική αεροπορία, πιστή εις την πατρίδα της και έτοιμος να πολεμήση κατά των Ρώσων «συμμάχων», ετέθη αυτομάτως εκτός δράσεως από της πρώτης στιγμής. […]
Περί τα χίλια ρωσικά τανκς κατέλαβον θέσεις πέριξ της Βουδαπέστης. Καθ’ όλην δε την χώραν υπήρχαν 1.100 τανκς των 30 τόννων με βαρέα πυροβόλα των 122 χιλιοστών, 3.300 τανκς των 20 τόννων με πυροβόλα των 100 χιλιοστών και 1.100 των 15-25 τόννων με όπλα των 85 χιλιοστών.
Επί πλέον οι Ρώσοι είχαν όλα τα αναγκαία εφόδια διά την εξασφάλισιν της «νίκης».
Εάν επενέβαινεν η Δύσις, οι Ρώσοι κάθε άλλο παρά ανέτοιμοι ήσαν. Παντός είδους όπλα, εκτός των ατομικών –τοιαύτα όπλα δεν απεκαλύφθησαν– ήσαν πρόχειρα διά το έργον, διά την εκ νέου καθυπόταξιν του ατιθάσου δορυφόρου.
Ενώπιον όλων αυτών των δυνάμεων, οι Ούγγροι δεν εκάμφθησαν. Και οι Ρώσοι ουδέποτε εδίστασαν. Οπουδήποτε συνήντησαν αντίστασιν –εις τους κινηματογράφους, εις τους σιδηροδρομικούς σταθμούς– οι Ρώσοι την έπνιξαν εις το αίμα.

Επί τέσσαρας ημέρας τα τηλέφωνα της αμερικανικής και άλλων πρεσβειών εδέχοντο παθητικάς εκκλήσεις των υπερασπιστών της ελευθερίας, οι οποίοι ερωτούσαν πότε θα φθάση η βοήθεια των Ηνωμ. Εθνών και προειδοποιούσαν: «Δεν ημπορούμεν ν’ ανθέξωμεν πλέον των δύο ωρών». «Παιδιά δέκα ετών χειρίζονται τα πυροβόλα» και «Δεν δυνάμεθα να ανθέξωμεν άλλο».
Τέσσαρες ημέραι με ακατάπαυστο «κανονίδι», πολυβολισμούς και τουφεκιές και τέλος η αντίστασις εκάμφθη. Έβλεπε κανείς πολίτας της Βουδαπέστης να παγώνουν από τον τρόμον των, όταν οι Ρώσοι που εφρουρούσαν εις τας γωνίας τούς εφώναζαν να σταθούν. Η γλώσσα δεν αποτελούσε εμπόδιον.
Οι Ρώσοι στρατιώται άπλωναν το χέρι και το εκατέβαζαν βαρύ, επάνω εις τον ώμον των ατυχών Ούγγρων. Ολίγον αργότερον, σοβιετικαί περίπολοι, εξ 11 ανδρών εκάστη, ήρχισαν εκκαθαριστικάς επιχειρήσεις εις τα διάφορα κτίρια. Ενώ ανήρχοντο την κλίμακα, έξω από την οικοδομήν ελάμβανε θέσιν ένα τανκ, έτοιμον να ανοίξη πυρ και να εισβάλη εις το κτίριον εις την παραμικράν ένδειξιν αντιστάσεως. Και όμως εκατοντάδες κτίρια της ουγγρικής πρωτευούσης κατηδαφίσθησαν και υπέστησαν ζημίας, χωρίς να υπάρξη ουδέ υπόνοια αντιστάσεως! […]




Η εξέγερσις, εξήγησε μια ομάς αξιωματικών εις Δυτικούς δημοσιογράφους, έξω από την ρωσικήν στρατιωτικήν διοίκησιν, ήτο έργον μιας ομάδος φασιστών και πρακτόρων των πρώην μεγάλων γαιοκτημόνων και εργοστασιαρχών.
Άλλοι Ρώσοι πάλιν ανέμεναν ότι θα εύρισκαν δυνάμεις του αμερικανικού στρατού να τους αναμένουν εις τας οδούς της Βουδαπέστης. Όταν ωρισμένοι εκ των δημοσιογράφων ανεκρίθησαν εις το σοβιετικόν στρατηγείον προτού τους δοθή η άδεια να εγκαταλείψουν την χώραν, μεταξύ των ερωτημάτων που τους ετέθησαν, ήσαν και τα ακόλουθα:
«Πόσα κερδίζετε;». «Πόσα εκέρδιζεν ο πατέρας σας;». «Είσθε κομμουνιστής;». «Τι φρονείτε δι’ όσα συνέβησαν εδώ;».
Εις κάποιον δε δημοσιογράφον ελέχθη και τούτο: «Έχομεν πληροφορίας από ένα Ούγγρον, ότι διεπράξατε κατασκοπείαν εις βάρος του σοβιετικού στρατού. Ειπήτε μας εν λεπτομερεία με ποίον ήλθατε εις επαφήν και τότε θα σας επιτρέψωμεν να φύγετε».
Η σκέψις ότι ο λαός της Ουγγαρίας εξηγέρθη επειδή δέκα έτη κομμουνισμού τού είχαν γίνει ανυπόφορα και ότι οι Δυτικοί δημοσιογράφοι είχαν έλθει διά να εκθέσουν την αλήθειαν γύρω από την επανάστασιν, δίχως καμμίαν άλλην πρόθεσιν, δεν ημπορούσε να περάση από τον νουν των σοβιετικών ανακριτών.
Η Καθημερινή, 18 Νοεμβρίου 1956
«Ρώσοι, διατί δεν επιστρέφετε εις την χώραν σας;»
Οι εν Ουγγαρία ξένοι διπλωμάται έχουν πεισθή από μηνών ήδη ότι ύστερα από μίαν δεκαετίαν κομμουνιστικού καθεστώτος, επιβληθέντος υπό των Σοβιέτ, δεν έχουν απομείνει εις την Ουγγαρίαν παρά ελάχιστοι κομμουνισταί. Σημαντικόν δε ποσοστόν τούτων αποτελείται από απλούς καιροσκόπους.
Αι ενδείξεις ήσαν πολλαί. Οι Αμερικανοί διπλωματικοί υπάλληλοι είχαν παρατηρήσει εις τας διαφόρους δεξιώσεις ότι οι Ούγγροι επίσημοι τους επεφύλασσαν όλως ιδιαιτέρας περιποιήσεις, «σερβίροντες» πρώτους αυτούς και κατόπιν τους Κινέζους κομμουνιστάς, τους Τσέχους και αυτούς τους Ρώσους. Οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί διά τους Αμερικανούς είχαν αρχίσει να χαλαρούνται αισθητώς. Εξ άλλου, και οι αστεϊσμοί του λαού ήσαν πολύ ενδεικτικοί. Ένας τοιούτος αστεϊσμός ανεφέρετο εις το ερώτημα: «Ποια είναι η ωραιοτέρα πόλις του κόσμου;», «Η Βενετία», έλεγεν ο ένας. «Το Ρίον Ιανέιρον», έλεγεν ένας άλλος. «Όχι, το Νίκελσντορφ!», ήτο η απάντησις.

Το Νίκελσντορφ είναι ένα αυστριακόν συνοριακόν φυλάκιον, που ατενίζει προς τον μη κομμουνιστικόν κόσμον και εις το οποίον καταφεύγουν οι φυγάδες εξ Ουγγαρίας.
Διά τους Ούγγρους το σχόλιον περί του κάλλους του Νίκελσντορφ ενέχει ιδιαιτέραν δηκτικότητα. Το χωρίον αυτό δεν είναι μία κηπούπολις. Είναι μία συλλογή μικρών σπιτιών, ποιμνίων χοίρων, χηνών και λάσπης. Αλλά τουλάχιστον τώρα είναι ελεύθερον και αυτό είναι ό,τι έχει την μεγαλυτέραν σπουδαιότητα διά τους Ούγγρους.
Οι ξένοι διπλωμάται ήσαν προητοιμασμένοι διά το αντικομμουνιστικόν μένος, το οποίον απεκάλυψεν ο ουγγρικός λαός κατά την βραχύβιον επανάστασίν του, αλλ’ ουδείς προέβλεπε την εκπληκτικήν του τόλμην.

Αι χιλιάδες των ρωσικών τανκς ενίκησαν, αλλά όχι δίχως απωλείας. Εις αμφοτέρους τους γύρους του αγώνος, πτώματα Ρώσων έκειντο εις τους δρόμους της Βουδαπέστης. Καθ’ όλην την Ουγγαρίαν βλέπετε τώρα φρεσκοβαμμένας επιγραφάς: «Ρώσοι, γυρίστε στην χώρα σας». Ωρισμέναι μάλιστα είχαν γραφή εις ελαχίστην απόστασιν από τα σοβιετικά οχυρά. Ενώπιον των προσπαθειών των κομμουνιστών όπως κηλιδώσουν την Δυτικήν Ευρώπην, μετά τον πόλεμον, με το σύνθημα: «Αμερικανοί, γυρίστε στην πατρίδα σας», η αυθόρμητος αυτή χρήσις της φράσεως εναντίον των Ρώσων εις τον δορυφόρον τούτον καθίσταται μια πολύ δεικτική ειρωνεία.

Οι Ούγγροι δεν περιορίζουν την εκδήλωσιν των αντισοβιετικών αισθημάτων των εις την εγγραφήν αναλόγων συνθημάτων εις τους τοίχους εν καιρώ νυκτός. Εκδηλώνουν ταύτα και εις δημοσίας συζητήσεις. Όταν οι Ρώσοι απηγόρευσαν προσωρινώς εις τους Δυτικούς δημοσιογράφους να εγκαταλείψουν την Ουγγαρίαν, ένας έμπορος της Βουδαπέστης τούς εχαιρέτησεν ως εξής: «Είμαι ευτυχής που σας ξαναβλέπω, αλλά και πάλιν δεν είμαι ευτυχής, διότι δεν είμαι βέβαιος εάν θα κατορθώσετε να βγάλετε έξω από την χώραν μου αυτά που έχετε στις τσέπες σας».
Ο έμπορος εννοούσε τα στοιχεία, τα οποία είχαμεν συλλέξει περί των ρωσικών ωμοτήτων.
Ωρισμένοι δεν διστάζουν να προκαλέσουν τους Ρώσους κατά πρόσωπον. Έτσι ένας Ούγγρος επλησίασεν ένα Ρώσον φρουρόν και τον ηρώτησε:
— Γιατί δεν πάτε στην πατρίδα σας;
— Μας πυροβολούν και εμείς αντιπυροβολούμε, απήντησεν ο Ρώσος.
— Και εσύ τι λες για τον εαυτό σου; Είσαι βέβαιος ότι δεν είσαι από εκείνους που επυροβόλησαν πρώτοι εναντίον μας;
Το επεισόδιον δεν είχε συνέχειαν.
Ένας δημοσιογράφος ανέφερεν ετέραν συνομιλίαν:
— Είμαστε εδώ για να πολεμήσουμε τον φασισμό, είπεν ένας Ρώσος οδηγός τανκ.
— Αλλά εμείς είμαστε ηνωμένοι μέχρι του τελευταίου πολίτου, του απήντησεν ένας Ούγγρος. Ακόμη και οι κομμουνισταί είναι μαζί μας.
Ο Ρώσος ερούφηξε σιωπηλός το τσιγάρο του.

Τα συνθήματα και αι προφορικαί διενέξεις αντιπροσωπεύουν τας μικροτέρας απελευθερωτικάς προσπαθείας του ουγγρικού λαού. Ο αγών του ίσως να μην είχε ποτέ ελπίδας επιτυχίας, αλλά ήτο υφασμένος με πάθος και ηρωισμόν. Κατά τας πέντε ημέρας της νικηφόρου εξεγέρσεως, όταν οι αγωνισταί της ελευθερίας είχαν υπό τον έλεγχόν των την ουγγρικήν πρωτεύουσαν και κατά την τελευταίαν νύκτα της ελευθερίας όταν η κυκλοφορία των λεωφορείων επανελήφθη ομαλή –με την ελπίδα ότι με την αποκατάστασιν της ομαλότητος, ύστερα από την μηνιαίαν περίπου γενικήν απεργίαν οι Ρώσοι θα έχαναν το επιχείρημα της «αποκαταστάσεως της τάξεως»– το θάρρος των Ούγγρων εχαρακτηρίζετο από τον τόνον της ηρεμίας. Ηκολούθησεν η σοβιετική απάντησις – ένας κανονιοβολισμός που εξύπνησε τον λαόν της Βουδαπέστης την αυγήν της προπαρελθούσης Κυριακής. Έκτοτε το θάρρος του ουγγρικού λαού κατέστη ωμότερον. Ένας δημοσιογράφος συνήντησε δύο νεαρούς, σχεδόν παιδιά, κρατούντας απηρχαιωμένα τυφέκια. «Εβγήκαμε, είπαν για να πολεμήσουμε τους Ρώσους».

Μετ’ ολίγας ημέρας, άλλος δημοσιογράφος συνήντησεν ένα νέον, ο οποίος ήτο ο τελευταίος επιζών από μίαν εξαμελή ομάδα. «Εσκεπτόμην ότι θα άντεχα, είπε, ελεεινολογών τον εαυτόν του, αλλά δεν είχα υπολογίσει επί των νεύρων μου».
Τα νεύρα άλλων νέων αντέσχον έως τον θάνατον. Επί μίαν ή δύο ημέρας οι Ούγγροι πατριώται εκράτησαν ολόκληρον την λεωφόρον Λένιν, χρησιμοποιούντες οδοφράγματα. Το εργοστάσιον αυτοκινήτων «Σέπελ» εκράτησεν επί ημέρας. Το εργοστάσιον Γαντς κατέρρεε βραδέως μέχρις ότου απέμειναν μόνον τα 40 εκατοστά όρθια. Ρομαντικά τελεσίγραφα εξεπέμποντο προς τους Ρώσους: «Εγκαταλείψατε την χώραν μας, άλλως ο αγών θα συνεχισθή μέχρις εσχάτων». Αλλά διά τους φοιτητάς, εκ μέρους των οποίων προήρχοντο τα τελεσίγραφα αυτά, το τέλος ήλθε πάρα πολύ ταχέως.
Η Καθημερινή, 21 Νοεμβρίου 1956
Οι Ούγγροι ζητούν βοήθειαν από τους ειδικούς
Ενας νεαρός Ούγγρος, επισκεφθείς μίαν Δυτικήν πρεσβείαν αφήκεν επιστολήν προερχομένην από ομάδα φοιτητών, οι οποίοι είχαν οργανωθή εκ του προχείρου εις στρατιωτικόν σχηματισμόν.
«Είμεθα αποκεκομμένοι, έλεγεν η επιστολή. Ο κόσμος δεν δύναται να παρίσταται απαθής μάρτυς της θανασίμου αγωνίας μας. Εάν δύνασθε να μας βοηθήσετε, κάμετέ το μέχρι της 1ης μ.μ. Θα επιστρέψωμεν την ώραν αυτήν δι’ απάντησιν. Άλλως θα βαδίσωμεν προς τον βέβαιον θάνατον». Όταν ο απεσταλμένος της ομάδος έλαβε την απάντησιν ότι και αυτών των Δυτικών δημοσιογράφων είχαν αποκοπή τα μέσα επικοινωνίας, υπεχώρησε σιωπηλός.

«Ο σοβιετικός στρατός επιτίθεται με τανκς, όλμους και πυροβολικόν, έλεγεν η έκκλησις ετέρας ομάδος Ούγγρων πατριωτών. Ημείς, δυστυχώς, δεν έχομεν παρά όπλα της χειρός. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου δι’ ημάς το να λάβωμεν αντιαρματικά πυροβόλα. Έχομεν ανάγκην φλογοβόλων και αντιαρματικών όπλων. Ζητούμεν από τον ελεύθερον κόσμον να μας βοηθήση με τα όπλα αυτά και υποσχόμεθα ότι, εφ’ όσον θα υπάρχη έστω και ένας Ρώσος επί του εδάφους της Ουγγαρίας, ημείς δεν θα διακόψωμεν τον αγώνα».
Ουδείς αμφέβαλλε περί της κρισιμότητος της θέσεως των μαχητών αυτών, αλλά και πάλιν δεν ήτο δυνατόν να γίνη τίποτε.
Η απόδοσις τοιαύτης σπουδαιότητος εις τον ρόλον της Αμερικής και άλλων Δυτικών χωρών ενεθαρρύνθη από τους ηγέτας της εξεγέρσεως, κατά τας ολίγας ημέρας κατά τας οποίας οι Ρώσοι εφαίνοντο υποχωρούντες. Ο πρωθυπουργός Ίμρε Νάγκυ έδωσε το παράδειγμα, ζητήσας από τα Ηνωμένα Έθνη και ιδίως από τους Τέσσαρας Μεγάλους –Ηνωμένας Πολιτείας, Μ. Βρεταννίαν, Γαλλίαν και διά λόγους διπλωματικής αβρότητος από τα Σοβιέτ– όπως «διασφαλίσουν» την μόλις ανακηρυχθείσαν ανεξαρτησίαν και ουδετερότητα της Ουγγαρίας.

Η πλημμελώς οργανωθείσα «Εθνική Επαναστατική Επιτροπή», η οποία ηγέρθη διά να ομιλήση εξ ονόματος του ουγγρικού λαού κατά την βραχείαν περίοδον της εξεγέρσεως, έδωσεν ακόμη οξύτερον τόνον εις την έκκλησιν. Εζήτησεν από τα Ηνωμένα Έθνη υλικήν βοήθειαν και «εν περιπτώσει ανάγκης και στρατιωτικήν βοήθειαν», προς προστασίαν της νεωστί κατακτηθείσης ελευθερίας της Ουγγαρίας και ηξίωσεν όπως οι Ρώσοι εγκαταλείψουν την Ουγγαρίαν «υπό λευκήν σημαίαν» και όπως «η Ουγγαρία τεθή υπό την προστασίαν του Συμβουλίου Ασφαλείας εναντίον πάσης μορφής επιθέσεως».
Η επιτροπή παρέλειψε να είπη εάν είχε λάβει την άδειαν του Συμβουλίου Ασφαλείας διά την ενέργειάν της.
Όταν οι Δυτικοί δημοσιογράφοι έφθασαν ομαδικώς, φέροντες σημαίας των χωρών των ως σύμβολον ουδετερότητος, επευφημούντο από τα αυστριακά σύνορα μέχρι της Βουδαπέστης ως απελευθερωταί. Όταν οι πλείστοι των δημοσιογράφων επεχείρησαν να εγκαταλείψουν την χώραν μετά την εκ νέου επιβολήν των σοβιετικών ελέγχων, αντίκρυσαν παντού βλέμματα δυσαρεσκείας καθώς εκινούντο προς την Δύσιν.

— Διατί η Αμερική και η Αγγλία μάς εγκατέλειψαν εις την τύχην μας μάς ηρώτησεν ένας Ούγγρος ορμών προς το παράθυρον του αυτοκινήτου μας.
Αλλά η αναχώρησίς μας δεν επραγματοποιήθη. Οι Ρώσοι δεν ήσαν ακόμη έτοιμοι να μας αφήσουν να φύγωμεν και μας εγύρισαν εις την Βουδαπέστην. Καθ’ οδόν ο λαός μάς επευφήμησε ζωηρότατα.
— Είναι ολοφάνερον ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν μας είδαν προ ολίγου να φεύγωμεν και πιστεύουν ότι είμεθα μια αποστολή των Ηνωμένων Εθνών, παρετήρησε θλιβερώς ένας δημοσιογράφος.
Ηκολούθησαν αι εκκλήσεις προς τας Δυτικάς πρεσβείας:
— Επί πόσον χρόνον θα εξακολουθήσετε να ανέχεσθε την προσβολήν αυτήν; ηρώτησε μια φωνή εις το τέλος του τετραημέρου σοβιετικού κανονιοβολισμού.
Η προφανής απάντησις ότι αι Ηνωμέναι Πολιτείαι και η Δύσις δεν επεθύμουν να ανάψουν την θρυαλλίδα ενός νέου παγκοσμίου πολέμου ήτο δύσκολον να δοθή εις ένα λαόν πεπεισμένον ότι ήδη είχεν εμπλακή εις την πρώτην μάχην του πολέμου αυτού προς υπεράσπισιν των κοινών αξιών και ιδεωδών της Δύσεως.
— Η Ουγγαρία δίδει το αίμα της και όλος ο κόσμος θα πέση υπό την σοβιετικήν απειλήν, εάν δεν της παρασχεθή βοήθεια, διεμαρτυρήθη ένας Ούγγρος.
— Είσθε πράγματι Αμερικανοί; ηρώτησε κάποιος την τετάρτην ημέραν των ρωσικών κανονιοβολισμών, καθώς εβαδίζαμεν εγώ και ένας φίλος μου εις τους δρόμους. Ο Ούγγρος είδε την αστερόεσσαν που έφερεν ως περιβραχιόνιον ο φίλος μου. Οι Ούγγροι, προσέθεσε, καθώς συνεκεντρούτο ολόκληρον πλήθος γύρω μας, θα πολεμήσουν μέχρις εσχάτων.
Ήτο καταφανής η χαρά που κατέλαβε το πλήθος που είχε σχηματίσει μακράν ουράν έξω από ένα κατάστημα τροφίμων.
Πολλοί τούτων δεν είχαν σαφή ιδέαν περί του τι επεθύμουν από τας Ηνωμένας Πολιτείας, αλλά μερικοί εξεκαθάρισαν το ζήτημα: όπλα, πολεμεφόδια και τρόφιμα· υποστήριξιν ενός τελεσιγράφου των μεγάλων δυνάμεων προς τους Ρώσους όπως εκκενώσουν την Ουγγαρίαν και, εν εσχάτη ανάγκη, όπλα.

Ενώ το ρωσικόν πυροβολικόν εξηκολούθει να σκορπίζη τον θάνατον, ένας Ούγγρος ετηλεφώνησεν εις την αμερικανικήν πρεσβείαν διά να εκφράση τα συγχαρητήριά του προς τον πρόεδρον Αϊζενχάουερ διά την επανεκλογήν του. Ούτος δεν υπέβαλε κανένα αίτημα. Η χειρονομία του ήτο απλώς μία εκδήλωσις φιλίας, εις μία στιγμήν όπου αυτοί ούτοι οι Ούγγροι εδιψούσαν διά φίλους.
— Η ελπίς μας είναι ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ, ανέκραξε κάποιος εις τον δρόμον. Ένας γηραιός
Ούγγρος ώρμησεν επί ενός αυτοκινήτου του Ερυθρού Σταυρού, την πρώτην ημέραν της ανακαταλήψεως της πρωτευούσης υπό των Ρώσων, διά να ζητήση ένα περίστροφον. Εξήγησεν ότι το ήθελε διά «να τινάξη τα μυαλά του».
— Είναι μόλις τρεις ημέραι που εβγήκα από τας φυλακάς, ύστερα από οκταετή παραμονήν. Δεν ημπορώ να υποφέρω αυτήν την ζωήν, είπεν.
Η αμερικανική πρεσβεία δεν διέθετεν όπλα δι’ αυτοκτονίας, ή δι’ επαναστάσεις και έτσι η απάντησις ήτο αρνητική.
— Πήτε του να δείρη ένα Ρώσον αξιωματικόν, εάν θέλη να διαπράξη αυτοκτονίαν, εσχολίασε κάποιος.
— Πληροφορήσατε τον κόσμον ότι μισούμεν τους Ρώσους, αλλά δεν είμεθα φασίσται, εφώναξε κάποιος προς ομάδα Δυτικών δημοσιογράφων.
Η Καθημερινή, 22 Νοεμβρίου 1956

(AP Photo).
Εφονεύθη η φήμη των Ην. Εθνών
Οσκελετός ενός αστέρος ύψους 15 ποδών ίσταται επί του πυραμιδοειδούς διακοσμητικού πυργίσκου του κολοσσιαίου εκ 30 ορόφων κτιρίου των κυβερνητικών γραφείων εν Βουδαπέστη.
Αυτό είναι ό,τι απέμεινεν από ένα ερυθρόν αστέρα, ο οποίος επεδεικνύετο έως τώρα ως σύμβολον της κυριαρχίας του σοβιετικού κομμουνισμού εντός της Ουγγαρίας. Ένας εργάτης ειργάσθη σκληρά διά να ξηλώση τον αστέρα αυτόν κατά την πέμπτην και τελευταίαν ημέραν της απελευθερώσεως της Ουγγαρίας από τα ρωσικά τανκς. Την επομένην κατέφθασαν ισχυραί ρωσικαί ενισχύσεις εις την πρωτεύουσαν και η απομάκρυνσις του ερυθρού αστέρος δεν κατωρθώθη να ολοκληρωθή.

Και τώρα ο σκελετός του συμβολίζει την κατάπτωσιν τόσον της ρωσικής επιρροής εν Ουγγαρία, όσον και του Δυτικού γοήτρου. Η παρούσα μεταβατική φάσις πιθανώτατα δεν θα διαρκέση επί μακρόν. Ο αστήρ θα στηθή και πάλιν εις την θέσιν του και η σοβιετική εξουσία θα στερεωθή εκ νέου, εκτός εάν τα Ηνωμένα Έθνη αποδυθούν εις θετικωτέραν δράσιν.
— Ό,τι εφονεύθη εδώ ήτο η φήμη του ΟΗΕ, είπε με σπαραγμόν ένας Ούγγρος αντικομμουνιστής ηγέτης.
— Είχαμε μιας εβδομάδος ελπίδας, αλλά τώρα βλέπομεν ότι αύται ήσαν μάταιαι, προσέθεσε μία γυναίκα.
Η βραχεία γεύσις της ελευθερίας ήτο διά τους Ούγγρους τόσον γλυκεία, ώστε αι προγενέστεραι συνθήκαι διαβιώσεως δεν είναι πλέον ανεκταί εις αυτούς, προσέθεσεν η γυναίκα, και ο σύζυγός της συγκατένευσεν.

— Αυτός ο μονότονος και πληκτικός τρόπος ζωής θα ήτο ίσως ανεκτός, εάν ήτο μόνον τούτο, είπεν ο σύζυγος, ομιλών περί της διαβιώσεως των Ούγγρων κατά την δεκαετίαν του κομμουνισμού. Αλλά εκείνο που είναι ανυπόφορον είναι ο συνδυασμός πλήξεως και τρομοκρατίας.
Το ζεύγος ολίγα πράγματα είπε διά τα σχέδιά του, αλλά χιλιάδες ζεύγη ωσάν αυτό έχουν ήδη αποδράσει εις την Αυστρίαν, προτιμήσαντα την δυστυχίαν και αβεβαιότητα της προσφυγικής ζωής εις την Δύσιν.
Η αποκατάστασις της σοβιετικής επιρροής και του κομμουνιστικού μηχανισμού επί της αδαμάστου Ουγγαρίας έχει ήδη προχωρήσει αρκετά. Αλλά τα αποτελέσματα εξακολουθούν να είναι αβέβαια. Ουγγρικαί εθνικαί σημαίαι ανεπετάσθησαν την παρελθούσαν εβδομάδα ακόμη και από τας υψικαμίνους των ουγγρικών εργοστασίων, πράγμα που αποδεικνύει περιτράνως ότι ακόμη και αυτοί οι εργάται βιομηχανίας –η πλέον έμπιστος στρατιά του κομμουνισμού– εστράφησαν σχεδόν ομοφώνως από κοινού με το σύνολον του έθνους εναντίον των Σοβιέτ. Ήδη διαγράφεται σαφώς η τακτική των «νικητών». Ούτοι ειδοποιούν τους επαναστάτας ότι «γενικώς» είναι δικαιολογημένοι, που εξηγέρθησαν εναντίον των σκληρών βιοτικών συνθηκών εν Ουγγαρία. Η αποχώρησις των 200.000 Ρώσων στρατιωτών εξ Ουγγαρίας θα αποτελέση τουλάχιστον αντικείμενον συνομιλιών.

Εν τω μεταξύ, κατά την φράσιν του πρωθυπουργού Γιάνος Κάντορ, οι «γκάγκστερς» θα αφοπλισθούν και οι «εγκληματίαι θα επιστρέψουν εις τας φυλακάς των».
Πόσοι από τους επαναστάτας θα κριθούν ως «γκάγκστερς» εις το τέλος και πόσοι Ούγγροι ιερείς, πολιτικοί και άλλοι προσφάτως αποφυλακισθέντες χάρις εις μίαν ευρείαν αμνηστίαν θα εγκλεισθούν και πάλιν εις τας φυλακάς, ο χρόνος μόνον θα το δείξη. Ένα ζήτημα που απασχολεί την σκέψιν των ενταύθα Δυτικών διπλωματών είναι εάν η μοίρα των Λιθουανών, με τας μαζικάς εκτοπίσεις, αναμένει και τους Ούγγρους.
Επί του παρόντος αι υποσχέσεις των κομμουνιστών είναι ατέρμονες: «Ειρηνική συνεργασία με όλα τα έθνη, ασχέτως κοινωνικού συστήματος», αποκατάστασις της μικράς ιδιωτικής επιχειρήσεως, «δημοκρατία» εις τα εργοστάσια, επαναφορά της παλαιάς ουγγρικής στρατιωτικής στολής (αντί της παρούσης σοβιετικής).

Άλλαι υποσχέσεις είναι η αντιπροσώπευσις των μη κομμουνιστικών πολιτικών ιδεών εις την Κυβέρνησιν, αλλά υπό τον όρον ότι πάσα πολιτική οργάνωσις θα είναι πιστή εις το καθεστώς· αμνήστευσις των επαναστατών, εξαιρουμένων των «εγκληματιών», τερματισμός της κομμουνιστικής γραφειοκρατίας της προσφάτου περιόδου.
Ελάχιστος λόγος γίνεται περί αληθώς ελευθέρων εκλογών, μιας από τας πρώτας αξιώσεις των φοιτητών, στρατιωτών, εργατών, αγροτών και ακόμη και παιδιών που επολέμησαν εναντίον των σοβιετικών τανκς με γυμνάς τας χείρας και με αυτοσχεδίους βόμβας. Ήδη μία άλλη βασική αξίωσις των επαναστατών συνήντησεν ωμήν άρνησιν ότι τα σοβιετικά στρατεύματα θα απεχώρουν αμέσως δίχως συζήτησιν.

Εν τω μεταξύ, τα σχόλια εις τας οδούς μαρτυρούν την πικρίαν του ουγγρικού λαού εναντίον της Δύσεως και ιδίως των Ηνωμ. Πολιτειών, ως παγκοσμίως ανεγνωρισμένου ηγέτου της Δύσεως. Εχρειάζετο κάτι περισσότερον από απλάς ψήφους εις τον ΟΗΕ, παρετήρησε κάποιος.
Μια θλιβερά κληρονομία απογοητεύσεως από την Δύσιν θα είναι ίσως ένας από τους πικρούς καρπούς της ατυχούς επαναστάσεως της Ουγγαρίας.
Η Καθημερινή, 25 Νοεμβρίου 1956

