Στα τέλη του 1939, ο συνεργάτης της Καθημερινής χρονικογράφος Δημήτριος Γατόπουλος γράφει μια σειρά άρθρων σχετικά με τον ρόλο του Ιωάννη Καποδίστρια στους Ναπολεόντειους Πολέμους, με την ιδιότητά του ως συμβούλου και αργότερα υπουργού Εξωτερικών του τσάρου Αλέξανδρου Α’. Ξεκινώντας από τη σταδιοδρομία του μετέπειτα κυβερνήτη της Ελλάδας στα Ιόνια Νησιά, ο Γατόπουλος σκιαγραφεί ταυτόχρονα τις εξελίξεις από την πλευρά του Ναπολέοντα, παραθέτοντας παρασκηνιακές πληροφορίες για την οργάνωση των δύο εξορμήσεών του εναντίον της Ρωσίας, καθώς και για τους πολιτικούς ελιγμούς του Βοναπάρτη από το απόγειο της δύναμής του μέχρι την εξορία του στην Αγία Ελένη. Ταυτόχρονα, παρακολουθούμε τον Καποδίστρια να ανέρχεται στην ιεραρχία του ρωσικού διπλωματικού σώματος και να πρωταγωνιστεί στη διευθέτηση καίριων ζητημάτων, όπως αυτό της Πολωνίας στο Συνέδριο της Βιέννης. Μόνιμη παρουσία στη σκέψη του Έλληνα διπλωμάτη –αλλά και στα κείμενα του Γατόπουλου– αποτελούσε ο αγώνας για την ανεξαρτησία των Ιονίων Νήσων, τα συμφέροντα των οποίων προωθούσε αδιάκοπα. Η διήγηση του χρονικογράφου σταματάει στην ανάληψη των υπουργικών καθηκόντων από τον Ιωάννη Καποδίστρια και την έναρξη της προεργασίας για τον απελευθερωτικό Αγώνα του 1821.
Η εκστρατεία στη Ρωσία
Το πρωί της 26ης Ιουνίου 1812 ο Ναπολέων, αφού επερατώθη όλη η προπαρασκευαστική εργασία διά την νέαν εκστρατείαν, διέταξε την διάβασιν του ποταμού Νιέμεν και την προέλασιν των πρώτων τμημάτων της στρατιάς, προς την ρωσσικήν Πολωνίαν.

Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ επληροφορήθη την διάβασιν του Ναπολέοντος κατά την νύκτα της ιδίας ημέρας, ευρισκόμενος εις την Βίλναν, κατά την διάρκειαν μεγαλοπρεπούς χοροεσπερίδος που εδίδετο προς τιμήν του εις τον πύργον Ζακρέσκυ, υπό του στρατηγού Βένιγξεν.
Συνεσκέφθη αμέσως με τους στρατηγούς του. Και απεδέχθη την γνώμην του αρχιστρατήγου Μπάρκλαιϋ ο οποίος διέταξεν υποχώρησιν και πυρπόλησιν των μεγάλων αποθηκών της επιμελητείας που ευρίσκοντο παρά την Βίλναν.

Προ της υποχωρήσεώς του εκ Βίλνας, εξέδωκεν ενθαρρυντικήν προκήρυξιν προς τα ρωσσικά στρατεύματα διά της οποίας ετόνιζεν ότι ο εχθρός πολύ συντόμως θα εδοκίμαζε τας σκληράς συνεπείας της εισβολής του εις την Ρωσσίαν. Και ότι επ’ ουδενί λόγω θα εδέχετο μετ’ αυτού διαπραγματεύσεις, ενόσω και εις μόνον Γάλλος στρατιώτης θα ευρίσκετο επί του ρωσσικού εδάφους.

Ταυτοχρόνως, όμως ο Τσάρος έστειλε προς τον Ναπολέοντα τον υπουργόν της Αστυνομίας Μπαλακώφ και του επρότεινε δι’ αυτού να εγκαταλείψη αμέσως τα ρωσσικά εδάφη εάν ήθελε πράγματι να έλθουν εις συμβιβαστικάς διαπραγματεύσεις. Ο Ναπολέων εδέχθη με δυσφορίαν τον απεσταλμένον του Τσάρου και με πολλήν ψυχρότητα ήκουσε την αυτοκρατορικήν πρότασιν. Έπειτα, είπεν ειρωνικά προς τον Μπαλακώφ ότι, μετά την διάβασιν του ποταμού Νιέμεν, παραδόξως, είδε πολλάς, παραπολλάς εκκλησίας!

Και όμως, κύριε υπουργέ, συνεπλήρωσεν ο Ναπολέων, οι φιλόθρησκοι, σήμερον, είναι τόσον ολίγοι!
Ο Μπαλακώφ εξεπλάγη από την ειρωνικήν έκφρασιν του Ναπολέοντος και απήντησε:
— Με συγχωρείτε, Μεγαλειότατε, αλλ’ υπάρχουν ακόμη εις την Ρωσσίαν πολλοί, πάμπολλοι και πραγματικοί χριστιανοί, όπως και εις την Ισπανίαν!

Αλλ’ ο Ναπολέων εξηκολούθησε τους ειρωνικούς υπαινιγμούς του και κατέληξε:
— Μεγαλειότατε, στον τόπο μας, όπως στον δικό σας, υπάρχει μια παροιμία που λέει ότι όλοι οι δρόμοι πηγαίνουν προς την Μόσχαν! Ο δε Κάρολος ο 12ος τον εξέλεξε διά Πολτάβας! Φαντασθήτε!
Ο Ναπολέων εσιώπησε. Και κατόπιν επέδωκεν εις τον Ρώσσον υπουργόν γράμμα προς τον Τσάρον, διά του οποίου εξέφρασε την λύπην του διότι δεν ημπορούσε να δεχθή την πρότασίν του, αλλά τον διεβεβαίωνεν ακόμη περί του αμεταβλήτου των προσωπικών αισθημάτων του. Φιλόφρονες, δηλαδή, εκδηλώσεις, προ της δραματικής μονομαχίας!
Την άλλην ημέραν ο Ναπολέων εισήλθεν εις την Βίλναν όπου και εγκατέστησε, προσωρινώς, το στρατηγείον του.
Ταυτοχρόνως, οι απεσταλμένοι του εις την Βαρσοβίαν διεκήρυξαν την ανασύστασιν του Πολωνικού Βασιλείου, μεγάλη δε επιτροπή της Εθνοσυνελεύσεως απεστάλη εις την Βίλναν, υπό τον Βιβίσκυ, διά ν’ αναγγείλη το γεγονός εις τον Ναπολέοντα.

Αποτεινόμενος προς τον Αυτοκράτορα ο Βιβίσκυ, εξ ονόματος της Πολωνικής Συνελεύσεως, είπεν ότι οι Πολωνοί ούτε διά της ειρήνης, ούτε διά του πολέμου υπετάγησαν, αλλά μόνον διά της προδοσίας! Δικαιωματικώς, πλέον, ήσαν ελεύθεροι ενώπιον Θεού και ανθρώπων και αποφασισμένοι ν’ αποθάνουν υπερασπίζοντες την ελευθερίαν των.
Ο Ναπολέων, τότε, απήντησεν επιβλητικά:
— Κύριοι αντιπρόσωποι της Πολωνίας! Με προσοχήν ήκουσα τους λόγους σας. Αν ήμην Πολωνός, φυσικά, θα εφρόνουν όπως και σεις. Η προς την Πατρίδα αγάπη είναι αρετή κάθε πολιτισμένου ανθρώπου. Αν εβασίλευα της Πολωνίας κατά τους χρόνους των διαμελισμών της, θα ώπλιζα τον λαόν μου διά να την υπερασπισθώ. Αγαπώ το έθνος σας. Δεκαέξ χρόνια, τώρα, είδα την αξίαν των Πολωνών στρατιωτών παρά το πλευρόν μου, εις την Ιταλίαν και την Ισπανίαν. Επαινώ όσα επράξατε και εγκρίνω τους στοχασμούς σας! Αλλά πρέπει να σας γνωστοποιήσω ότι εγγυήθην εις τον Αυτοκράτορα της Αυστρίας την ακεραιότητα των χωρών του και επομένως δεν μπορώ να παραδεχθώ καμμίαν απόπειραν διαταράξεως της ειρηνικής κατοχής των εδαφών που κατέχει εκ της παλαιάς Πολωνίας. Κατά τ’ άλλα είμεθα σύμφωνοι και εμπνεύσατε το πνεύμα αυτό εις όλους τους συμπατριώτας σας».
Τα τελευταία αυτά λόγια, φυσικά, κατελύπησαν τους επιφανείς Πολωνούς και ανέκοψαν τον αρχικόν αυτών ενθουσιασμόν.

Αναγκαστικώς, όμως, οι απεσταλμένοι ηναγκάσθησαν να παραδεχθούν τας υποδείξεις του κατακτητού που προήρχοντο εκ των υποχρεώσεών του προς τον σύμμαχόν του και πενθερόν του Αυτοκράτορα της Αυστρίας, πατέρα της νέας Αυτοκράτειρας των Γάλλων Μαρίας Λουίζας.
Η προέλασις, έπειτα, της Ναπολεοντείου Στρατιάς προς τα σπλάγχνα της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας εξηκολούθησε, ο δε Τσάρος κατέφυγε διά Μόσχας εις Πετρούπολιν, όπου και περιέπεσεν εις βαθυτάτην μελαγχολίαν.
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα, που παρηκολούθει αδιακόπως την Αυτοκράτειραν Ελισάβετ περιέγραφεν, εις επιστολήν της προς τον Καποδίστριαν, τας φρικτάς ημέρας που επέρασεν η Αυτοκρατορική οικογένεια κατά την εποχήν εκείνην, εις Πετρούπολιν.
Ο Νικόλαος Υψηλάντης γράφει ότι ο Αλέξανδρος Α΄ κλεισμένος εις ένα δωμάτιον «εμυκάτο ως βους», μέχρις ότου ο υπουργός της Παιδείας Γκαλιτσίν τού συνέστησεν εγκαρτέρησιν και παρηγορίαν εκ της αναγνώσεως ρητών της Γραφής.
Η Καθημερινή, 22 Νοεμβρίου 1939
«Ας βαδίσωμεν, λοιπόν, προς την Μόσχαν!»
Κατά την δευτέραν εισβολήν της Ναπολεοντείου Στρατιάς εις την Ρωσσίαν, τα ρωσσικά στρατεύματα εφήρμοσαν πρωτοφανές διά την εποχήν εκείνην σύστημα παθητικής αμύνης.
Σύμφωνα με τας διαταγάς του αρχιστρατήγου Μπάρκλαιϋ, υπεχώρουν συνεχώς και παρέδιδον τα πάντα εις το πυρ. Έτσι ο Ναπολέων ήρχισε να εκπλήσσεται διότι η εκ πεντακοσίων χιλιάδων ανδρών στρατιά του επροχωρούσε διαρκώς χωρίς σοβαράν αντίστασιν εις τας αχανείς ρωσσικάς ερήμους, εις τας οποίας δεν ημπόρεσαν να συντηρηθούν και να κρατηθούν κατά το 1709, ούτε αι είκοσι χιλιάδες του Βασιλέως της Σουηδίας Καρόλου ΙΒ’.

Εσκέπτετο τότε ο μέγας κατακτητής ότι κάθε μεγάλη απόστασις που επερνούσε, τον απεμάκρυνεν ακόμη περισσότερον από τους συμμάχους του και τον εστέρει των αναγκαιοτέρων και απαραιτήτων διά τον στρατόν του τροφίμων και πολεμεφοδίων.

την παράδοση της Μόσχας στον Ναπολέοντα. Ελαιογραφία του Aleksey Danilovich Kivshenko (1880, ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΤΡΕΤΙΑΚΩΦ, Μόσχα).
Όταν έφθασεν εις την Βιτέπσκην, ερρίφθη κουρασμένος εις ένα κάθισμα. Εκάλεσεν αμέσως τον αρχηγόν της Επιμελητείας της στρατιάς του, κόμητα Ντερού:
— Άκουσε, αγαπητέ μου Ντερού, του είπε. Θα μείνω λίγο εδώ για να εξετάσω πού ευρίσκομαι. Εν τω μεταξύ συ, πρέπει να φροντίσης και να μου αναφέρης τίνι τρόπω θα ημπορέσης να μας θρέψης. Διότι δεν επιθυμώ καθόλου να επαναλάβω την μωρίαν του Καρόλου ΙΒ’.

Έπειτα, εστράφη προς τον Μυρά και του είπε:
— Ας ξεκουράσωμε εδώ, για λίγο, τους αετούς μας. Το 1813 θα μας εύρη εις την Μόσχαν και το 1814 εις την Πετρούπολιν. Καθ’ όλα τα φαινόμενα ο πόλεμος θα κρατήση τρία χρόνια!
Εν τω μεταξύ, η υποχώρησις του Μπάρκλαιϋ Τόλλυ εξηκολούθει προς την Μόσχαν και ο Κουτουζώφ διετάχθη να φέρη ενισχύσεις από το ρουμανικόν μέτωπον. Τότε, ακριβώς, ο Καποδίστριας, με το στρατηγείον του Κουτουζώφ επανήλθεν εις το εσωτερικόν της Ρωσσίας. Και έσπευσε να προσφέρη τας υπηρεσίας του, ως πολιτικός σύμβουλος του στρατηγού, εις την κινδυνεύουσαν ρωσσικήν Αυτοκρατορίαν.

Περί της αξιοσημειώτου αυτής δράσεως του Καποδίστρια, κατά την εποχήν εκείνην, ο Αλέξανδρος Στούρτζας διηγήθη τα εξής:
«Οι αυτόπται της φοβεράς εκείνης εποχής εθαύμασαν τους μόχθους του, εις το στρατηγείον, ετίμησαν τους άθλους, επήνεσαν την βαθύνοιαν και εσεβάσθησαν την διαγωγήν του. Παρευρέθη εις όλας τας μάχας, μετείχεν όλων των διαπραγματεύσεων, υπέφερεν όλους τους κινδύνους και όλας τας κακουχίας της εκστρατείας».
Κατά την διάρκειαν της υποχωρήσεως των ρωσσικών στρατευμάτων και της πυρπολήσεως των εν τω μεταξύ πόλεων και συνοικισμών, ο Ναπολέων έφθασεν εις Σμολένσκυ και παρεδόθη εις θλιβεράς σκέψεις. Προ της αβεβαιότητος που ήρχισε να αντιμετωπίζη και ωσάν να προησθάνετο κάτι το απευκταίον, ήρχισε να εκδηλώνη ανησυχίας καθώς και την επιθυμίαν να τελειώση, το ταχύτερον, την περιπετειώδη εκστρατείαν.

Από το άλλο μέρος, όμως, επειδή έβλεπε την συνεχή προέλασιν της στρατιάς και την αισιοδοξίαν μερικών εκ των στρατηγών του, ήθελε να δώση μίαν αποφασιστικήν μάχην με τα εχθρικά στρατεύματα.
— Επροχωρήσαμεν πολύ, έλεγε, προς τον Μυρά και τώρα δεν μας είναι δυνατόν να υποχωρήσωμεν. Η εκπλήρωσις των σκοπών μας πλησιάζει και δεν πρέπει να διστάζωμεν. Η ειρήνη είναι μπροστά μας. Ας βαδίσωμεν, λοιπόν, προς την Μόσχαν!

Ήδη, η Ναπολεόντειος Στρατιά επλησίαζε προς την Μόσχαν, της οποίας είχεν αρχίσει η κατεσπευσμένη υπό των κατοίκων εκκένωσις. Προς στιγμήν ο Κουτουζώφ απεφάσισε να υπερασπίση την πόλιν. Και διέταξε τον Καποδίστριαν να συνεννοηθή με τον στρατιωτικόν διοικητήν της Μόσχας Ροστόπσκιν, διά την έκδοσιν σχετικής ενθαρρυντικής προκηρύξεως προς τον λαόν. Η ιστορική εκείνη προκήρυξις προς τους κατοίκους της Μόσχας, έλεγεν:
«Ο αρχιστράτηγος διεκήρυξεν ότι θα υπερασπισθή την Μόσχαν μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός του. Θα φθάση ακόμη να πολεμήση και εις τας οδούς αυτής διά να την προστατεύση από τον εχθρόν. Κανείς δεν πρέπει να φοβηθή τα κακοποιά στοιχεία. Διότι και αν έκλεισαν τα δικαστήρια έχομεν τα στρατιωτικά μέσα διά να καταδικάσωμεν και τιμωρήσωμεν, όπως χρειάζεται, τους κακούργους!».
Αλλά παρ’ όλα αυτά, η Μόσχα εγκατελείφθη από τον Κουτουζώφ, και την νύκτα της 13ης προς την 14ην Σεπτεμβρίου 1812, ο ρωσσικός στρατός εξεκένωσε την πόλιν και εξηκολούθησε την υποχώρησίν του.
Μετά την αναχώρησιν του ρωσσικού στρατού, οι κάτοικοι της Μόσχας πανικόβλητοι εγκατέλειψαν την πόλιν, της οποίας η πυρπόλησις είχεν αποφασισθή υπό του αρχιστρατήγου Κουτουζώφ.
Την άλλην ημέραν το πρωί ο Ναπολέων έφθασε προ των πυλών της πόλεως. Εις μάτην επερίμενε να σπεύσουν αι ρωσσικαί αρχαί να του δηλώσουν υποταγήν. Εξεπλάγη, έπειτα, όταν έμαθε ότι η ιερά πόλις των Ρώσσων είχε μείνη σχεδόν έρημος. Έσπευσε, λοιπόν, την είσοδόν του και εγκατεστάθη εις το Κρεμλίνον αλλά πάντως με προαισθήματα όχι ευχάριστα. Η διάθεσίς του εφανέρωνεν ότι κάτι του έλεγε μέσα του, πως το ένα πόδι του ευρίσκετο ήδη εις τον κρημνόν και ότι από τα τείχη της Μόσχας θα ήρχιζεν η πτώσις της μεγάλης αυτοκρατορίας του.
Εν τω μεταξύ εισήλθον εις την πόλιν, τμήματα της στρατιάς. Και οι αξιωματικοί και οι στρατιώται ετράπησαν προς τα εγκαταλειφθέντα μέγαρα ζητούντες τροφάς. Τους υπεδέχθησαν κατά διαταγήν των οικοδεσποτών υπηρέται με λαμπράς στολάς χωρίς να γνωρίζουν και αυτοί ότι είχεν αποφασισθή η πυρπόλησις της πόλεως. Αλλ’ αργά την νύκτα, εξερράγησαν πυρκαϊαί εις διάφορα σημεία της Μόσχας. Το πυρ, παρ’ όλας τας προσπαθείας της Αυτοκρατορικής φρουράς και του στρατού, εξηπλώθη με καταπληκτικήν ταχύτητα. Έφθασε μέχρι του σημείου ώστε ο Ναπολέων ν’ αναγκασθή να εγκαταλείψη βιαστικά το Κρεμλίνον και ν’ αποσυρθή με το στρατηγείον του έξω της πόλεως, επί υψώματος, από του οποίου παρηκολούθησε σκυθρωπός το φοβερόν θέαμα της τεραστίας πυρκαϊάς.
Η Καθημερινή, 24 Νοεμβρίου 1939
Το Συνέδριο της Βιέννης
Αλλ’ ενώ το Συνέδριον της Βιέννης επροχωρούσε βραδέως εις τας εργασίας του καθ’ όλον τον χειμώνα του 1814 και τα μεγαλύτερα συμμαχικά ζητήματα παρειλκύοντο και εχρόνιζον λόγω της διαμάχης των διπλωματικών συμβούλων, κεραυνοβόλον άγγελμα μετεδόθη εις τους συμμάχους ηγεμόνας.

Ο παρακαθήμενος μεταξύ των ηγεμόνων και πληρεξουσίων του Συνεδρίου Ταλλεϋράνδος, εσηκώθη έξαφνα κατά την συνεδρίασιν της 11ης Μαρτίου 1815 και ανήγγειλε προς τους συνέδρους:
— Κύριοι, ο Ναπολέων έγινε και πάλιν κυρίαρχος της Γαλλίας!
Και βόμβα εάν έπιπτε δεν θα προεκάλει τόσον καταπληκτικήν εντύπωσιν εις την ιστορικήν εκείνην σύνοδον, όσον η απροσδόκητος εκείνη αναγγελία. […]
Ωστόσο, όταν διεπιστώθη η επάνοδος του Ναπολέοντος από την Έλβαν εις την Γαλλίαν και η θριαμβευτική είσοδός του στο Παρίσι, το Συνέδριον επείσθη ότι αντιμετώπιζε νέαν πανευρωπαϊκή θύελλαν.
Οκτώ Δυνάμεις, τότε, η Μεγάλη Βρεταννία, η Ρωσσία, η Πρωσσία, η Αυστρία, η Γαλλία (διά των βασιλικών πληρεξουσίων της), η Σουηδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία διεκήρυξαν επισήμως (13 Μαρτίου 1815) ότι ο Ναπολέων δεν ήτο παρά μόνον ένας επιδρομεύς άρπαξ, παραβάτης των συνθηκών και ταραξίας της ειρήνης του κόσμου!
Την 23ην Μαρτίου 1815 υπεγράφη εις την Βιέννην η συνθήκη διά της οποίας αι κυριώτεραι Δυνάμεις: η Μεγάλη Βρεταννία, η Ρωσσία, η Αυστρία και η Πρωσσία ανελάμβανον την υποχρέωσιν να μην υπογράψουν ιδιαιτέραν ειρήνην, ούτε να διακόψουν τας εχθροπραξίας, άνευ της κοινής συγκαταθέσεως.
Αλλ’ εν τω μεταξύ, ο Ναπολέων στο Παρίσι, ανεύρεν εις το χαρτοφυλάκιον του Ζωκούρ το κείμενον μυστικής συνθήκης, που είχεν υπογραφή επίσης εις την Βιέννην (3 Ιανουαρίου 1815) μεταξύ Βουρβώνων, Αγγλίας και Αυστρίας και εστρέφετο κατά της Ρωσσίας και της Πρωσσίας!
Την συνθήκην αυτήν απέστειλεν ο Ναπολέων εις την Βιέννην, προς τον Τσάρον Αλέξανδρον Α’ , διά να του αποδείξη ποιον ρόλον έπαιζον, απέναντι της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας, οι σύμμαχοί του!
Ο Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος κατεπλάγη. Εξετίμησε την μεγάλην διορατικότητα και ενημερότητα του Καποδίστρια, ο οποίος, από του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου του 1814, τον είχε πληροφορήση περί των σχετικών συνεννοήσεων διά την υπογραφήν της εν λόγω χωριστής συνθήκης και του είχε επιστήση την προσοχήν επί των τεκταινομένων, τότε, υπό των αντιπροσώπων των ενδιαφερομένων Δυνάμεων.
Οπωσδήποτε προ του κοινού κινδύνου, οι σύμμαχοι, μετά την νέαν εξόρμησιν του Ναπολέοντος, συνεσωματώθησαν και πάλιν και επομένως η προαναφερομένη χωριστή συμφωνία παρηγκωνίσθη και δεν έγινε καθόλου λόγος περί αυτής. […]
Εν τω μεταξύ η Αυτοκράτειρα της Ρωσσίας Ελισάβετ μετέβη προσωρινώς εις την Βάδην, ακολουθουμένη, πάντοτε, υπό της Ρωξάνδρας Στούρτζα. Από την Βάδην, ήρχισε νέα αλληλογραφία μεταξύ του Καποδίστρια και της Ρωξάνδρας Στούρτζα, αλλά μόνον επί ζητημάτων της Φιλομούσου Εταιρίας.
Σημειωτέον ότι ο Μέττερνιχ είχε διαλύσει, εν τω μεταξύ, λόγω υποψιών, το τμήμα της Βιέννης και ως εκ τούτου νέον τμήμα της Φιλομούσου Εταιρίας ιδρύθη εις το Μόναχον. Και αναφορικώς προς αυτό, ο Καποδίστριας έγραψε προς την Στούρτζα:
«Θα επιδιώξω με κάθε τρόπον την πρόοδον του έργου της Ακαδημίας μας, χωρίς να σταματήσω προ ουδενός προσκόμματος […]».
Η Καθημερινή, 30 Νοεμβρίου 1939
Η παράδοση του Ναπολέοντα
Ηνέα πολεμική προσπάθεια του Ναπολέοντος, μετά την απόδρασίν του από την Έλβαν, συνετρίβη εις το Βατερλώ περί τα μέσα Ιουνίου του 1815.
Συντετριμμένος ο Ναπολέων, αφού εις μάτην προσεπάθησε ν’ ανασυντάξη τα ηττηθέντα υπό των συμμάχων στρατεύματά του, έφθασε στο Παρίσι την 21η Ιουνίου 1815 και κατηυθύνθη εις το Παλάτι των Ηλυσίων, όπου έσφιξε το χέρι του πρώτου παρουσιασθέντος εις αυτόν Κολαιγκούρ. Ο Ντρυώ, τότε, που παρηκολούθει τον Ναπολέοντα, είπε, με τα δάκρυα στα μάτια, προς τον Κολαιγκούρ:
— Εχάθησαν τα πάντα, φίλε μου!

Ο δε Ναπολέων που τον ήκουσε, συνεπλήρωσε:
— Εκτός της τιμής!
Επιέσθη, έπειτα, ο Αυτοκράτωρ, υπό της Συνελεύσεως των αντιπροσώπων του λαού, να παραιτηθή υπέρ του υιού του. Και την 22αν Ιουνίου 1815 απηύθηνε προς τον γαλλικόν λαόν, την ακόλουθον ιστορικήν προκήρυξιν:
«Γάλλοι!

Αναλαβών τον πόλεμον προς εξασφάλισιν της εθνικής ανεξαρτησίας εβασίσθην επί της ενώσεως πασών των δυνάμεων των εθνικών εξουσιών και ως εκ τούτου, κατεφρόνησα τας κατ’ εμού διακηρύξεις των συμμάχων. Αλλ’ αι περιστάσεις παρήλλαξαν. Προσέφερον, όθεν εμαυτόν ως θυσίαν εις το μίσος των εχθρών της Γαλλίας, εύχομαι δ’ όπως αποδειχθώσι ούτοι ειλικρινείς εις τας διακηρύξεις των και μόνον κατά του προσώπου μου να καταφέρωνται.
Ο πολιτικός μου βίος ετελείωσε πλέον. Επομένως διακηρύττω τον υιόν μου, επί τω ονόματι “Ναπολέων Β’”, αυτοκράτορα της Γαλλίας.
Παρακαλώ τα νομοθετικά σώματα όπως συγκροτήσουν, άνευ αναβολής, την αντιβασιλείαν διά Νόμου. Συνιστώ εις άπαντας να ενωθούν διά την κοινήν σωτηρίαν και διά την εξασφάλισιν της ανεξαρτησίας του Έθνους.
Ναπολέων».
Η περιπέτεια, έπειτα, του Ναπολέοντος συνεχίζεται μετά την φυγήν του, από το Παρίσι, συνεπεία της κατ’ αυτού εξεγέρσεως. Απεφάσισε μόνος του να παραδοθή εις τους Άγγλους και προς τούτο απηυθύνθη, εις Ροσσεφόρ, προς τον Άγγλον πλοίαρχον Μαίτλανδ και τον παρεκάλεσε να τον μεταφέρη εις την Αγγλίαν. Ο Άγγλος πλοίαρχος εζήτησε, τότε, παρά της κυβερνήσεώς του, σχετικάς οδηγίας, αλλ’ εν αναμονή της απαντήσεως, ο Ναπολέων έγραψε προς τον τότε Αντιβασιλέα της Αγγλίας και μετέπειτα Βασιλέα Γεώργιον Δ’, την ακόλουθον επιστολήν:
«Υψηλότατε,
Εκτεθειμένος εις τα διαιρούντα τον τόπον μου κόμματα και εις την έχθραν των ισχυροτέρων Δυνάμεων της Ευρώπης, ετερμάτισα το πολιτικόν μου στάδιον. Έρχομαι τώρα, ως άλλος Θεμιστοκλής, να ζητήσω την προστασίαν και φιλοξενίαν του βρεταννικού λαού. Τίθεμαι υπό την υπεράσπισιν των νόμων του και επικαλούμαι παρά της σεβαστής Βασιλικής Υψηλότητος, του ισχυροτάτου, σταθερωτάτου και γενναιοτάτου των εχθρών μου!
Ναπολέων».

Μετά παρέλευσιν τριών ημερών ο Μαίτλανδ ανεκοίνωσεν εις τον Ναπολέοντα ότι έλαβε, παρά της κυβερνήσεώς του, απλώς την άδειαν να τον παραλάβη επί του πλοίου του. Έτσι, ο Ναπολέων την 15ην Ιουλίου 1815, επεβιβάσθη του «Βελλεροφόντη» αφού ενηγκαλίσθη και απεχαιρέτησε τον στρατηγόν Μπεκέ που τον συνώδευσε μέχρι της αποβάθρας.
Επειδή ο Μπεκέ εζήτησε να τον συνοδεύση μέχρι του πλοίου, ο Ναπολέων, αρκετά συγκεκινημένος, του είπε:
— Πήγαινε, τώρα, στο καλό, στρατηγέ μου. Δεν θέλω να είπουν ότι ένας Γάλλος με παρέδωκεν εις τους Άγγλους!
Όταν επεβιβάσθη του «Βελλεροφόντη» ο Ναπολέων είπε προς τον πλοίαρχον Μαίτλανδ που τον υπεδέχθη παρά την κλίμακα:
— Έρχομαι εις το πλοίον σας, παραδιδόμενος εις την προστασίαν της Αγγλίας!
Εν τω μεταξύ οι σύμμαχοι εισήλθον στο Παρίσι και τα μεγαλείτερα ζητήματα, μετά την οριστικήν συντριβήν του Ναπολέοντος, ετέθησαν και πάλιν υπό την κρίσιν του νέου συνεδρίου των συμμάχων ηγεμόνων.
Τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρον Α’ ηκολούθει πάλιν ο Καποδίστριας, αλλ’ εκ των ελληνικών ζητημάτων μόνον το ζήτημα των Ιονίων νήσων, που κατείχοντο μέχρι της εποχής εκείνης υπό των στρατευμάτων του Ναπολέοντος, ετέθη επί τάπητος. Ο Καποδίστριας επέμενε συμβουλεύων τον Τσάρον όπως η Επτάνησος ανακηρυχθή εις ανεξάρτητον Πολιτείαν.
Προς στιγμήν, ετέθη, εις το μέσον, η πρότασις του Άγγλου αντιπροσώπου, όπως αι Ιόνιοι νήσοι τεθώσιν υπό την ηνωμένην προστασίαν της Αγγλίας, Ρωσσίας, Αυστρίας, Γαλλίας και Πρωσσίας, διά ν’ αποσοβηθή, έτσι, μονομερής υποδούλωσίς των.
Ηναγκάσθη, τότε, ο Καποδίστριας να προτείνη μόνον την Αγγλικήν προστασίαν. […]
Η Καθημερινή, 2 Δεκεμβρίου 1939
«Η υπόθεσις είναι τελειωμένη»
Κατά την διάρκειαν των μεταξύ των συμμάχων διαπραγματεύσεων στο Παρίσι, ο Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος Α’, εκτιμών τας εξαιρετικάς υπηρεσίας του Καποδίστρια και τας επιτυχίας του κατά την παρακολούθησιν ιδίως των παρασκηνιακών ενεργειών των περιφήμων διπλωματών του συμμαχικού συνεδρίου, του ανεκοίνωσεν ότι, μετά την λήξιν των εργασιών στο Παρίσι, θα τον διώριζεν υπουργόν των Εξωτερικών της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας, ισότιμον προς τον Νέσελρωδ.
Η αυτοκρατορική αυτή πρότασις συνεκίνησε τον επιφανή Κερκυραίον, ο οποίος εις τας αρχάς, αφού εξέφρασε την ευγνωμοσύνην του προς τον Τσάρον διά την εξαιρετικήν προς αυτόν εύνοιάν του, εζήτησε την άδειαν ν’ αρνηθή επειδή αμφέβαλε, καθώς είπε, εάν οι ώμοι του θα ήσαν ικανοί να βαστάσουν ένα τέτοιο βαρύ φορτίον!

Ο Τσάρος εξεπλάγη διά την μετριοφροσύνην του μεγάλου Έλληνος, διότι πρώτην φοράν ευρίσκετο προ διστακτικής απαντήσεως πολιτικού ανδρός εις τον οποίον προσεφέρετο υπουργείον. Εθαύμασε τότε, ακόμη περισσότερον, την διανοητικήν ανωτερότητα του Καποδίστρια όταν τον ήκουσε να εκθέτη και τους άλλους λόγους διά τους οποίους δεν ήθελε να διορισθή υπουργός του πανισχύρου, τότε, Αυτοκράτορος της Ρωσσίας.
— Μεγαλειότατε, είπε, γνωρίζετε, ήδη, ότι οι συμπατριώται μου Επτανήσιοι υποφέρουν και ελπίζουν. Όταν θα με ιδούν, όμως, εις μεγαλυτέραν θέσιν πλησίον της Μεγαλειότητός σας, θα ελπίζουν, φυσικά, ακόμη περισσότερον και θα περιμένουν μεγαλύτερα πράγματα.
— Δεν είχα καμμίαν αμφιβολίαν, απήντησεν ο Αυτοκράτωρ, περί των αισθημάτων σας προς την πατρίδα σας και τους συμπατριώτας σας!
— Σας ευχαριστώ, Μεγαλειότατε, επανέλαβεν ο Καποδίστριας. Αλλά προτιμώ να μη ευρεθώ εις τόσον δύσκολον θέσιν. Θα ήτο, από μέρος μου, αχαριστία εάν παρέβαινον τα καθήκοντά μου ή εάν δεν έδιδον προσοχήν εις τα δίκαια της ιδιαιτέρας πατρίδος μου. Αισθάνομαι όμως τον εαυτόν μου όχι και τόσον ικανόν διά μίαν τοιαύτην θυσίαν. Θα ήτο δι’ εμέ ανάγκη να διατηρήσω τας προσωπικάς σχέσεις μου με τους συμπατριώτας μου, αλλά τούτο ακριβώς θα διεγείρη την δυσπιστίαν της Αγγλίας και των άλλων ενδιαφερομένων Κυβερνήσεων. Επομένως, δεν βλέπω κανένα καλόν υπό τοιαύτας συνθήκας και δεν περιμένω να προκύψη τίποτε το ωφέλιμον διά την υπηρεσίαν της υμετέρας Μεγαλειότητος!

Η προσοχή και η έκπληξις του Τσάρου, τότε, εκινήθησαν ακόμη περισσότερον. Και μετά σύντομον σκέψιν, ο Αλέξανδρος Α’ ανταπήντησε:
— Πολύ μεγαλοποιείτε τα πράγματα! Σέβομαι τα αισθήματά σας, προς την πατρίδα σας και την Ελλάδα και ακριβώς διότι γνωρίζω τα αισθήματά σας αυτά, επιθυμώ να σας κρατήσω πλησίον μου. Τίποτε δικαιότερον δεν είναι από του να έχωσιν οι Έλληνες, εις το πρόσωπόν σας, έναν τόσον καλόν συνήγορον. Σας υπόσοχομαι, λοιπόν, ότι όλαι αι υποθέσεις, τόσον αι ιδιωτικαί όσον και αι δημόσιαι που αφορώσι την Ελλάδα και τους Έλληνας, θ’ ανατίθενται εις υμάς. Περί τούτου έχετε ήδη αποδείξεις, αφού, άλλωστε, εις υμάς αποκλειστικώς, ανέθεσα την διεξαγωγήν των διαπραγματεύσεων διά τας Ιονίους νήσους. Λοιπόν, θάρρος! Ελπίζετε εις τον Θεόν και έχετε υπομονήν!
Έπειτα, όπως γράφει ο ίδιος ο Καποδίστριας, εις την αυτοβιογραφίαν του, ο Αυτοκράτωρ τού έσφιξε το χέρι και του προσέθεσε:
— Η υπόθεσις είναι τελειωμένη. Ώρα σας καλή!
Περί της σπουδαιοτάτης αυτής συνομιλίας του με τον Τσάρον, ευθύς μετά την οριστικήν συντριβήν του Ναπολέοντος, ο Καποδίστριας έκαμε λόγον και εις ένα γράμμα του (10 Οκτωβρίου 1825), προς την Ρωξάνδραν Στούρτζα.
Εις την επιστολήν αυτήν προσέθεσεν ότι εδέχθη, τέλος, την θέσιν του υπουργού της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας, αφού έλαβε και την υπόσχεσιν του Τσάρου ότι κατά το 1816 θα ελάμβανεν εξάμηνον άδειαν διά να μεταβή προς επίσκεψιν των γονέων του εις την Κέρκυραν.
«Ελπίζω –έγραφεν ο Καποδίστριας προς την Ρωξάνδραν– ότι μετά παρέλευσιν μικρού χρονικού διαστήματος θ’ αποπερατώσω την σπουδαίαν δι’ εμέ υπόθεσιν της πατρίδος μου. Θ’ αποκατασταθή, έτσι, ανεξαρτησία εις την Επτάνησον. Αλλ’ υπό ποίους όρους; Άγνωστον ακόμη. Οπωσδήποτε καλό είναι και αυτό, αφού διετηρήθη η εθνικότης μας!»
Εις το ίδιο γράμμα ο Καποδίστριας δεν λησμονεί και την Φιλόμουσον Εταιρίαν, διά την οποίαν εφρόντιζε, ταυτοχρόνως, με ζωηρόν πάντοτε ενδιαφέρον και η Ρωξάνδρα.
Η Καθημερινή, 3 Δεκεμβρίου 1939
«Προτιμώ το κλίμα της Πετρουπόλεως!»
Η απόφασις του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου, κατά την λήξιν των εργασιών του συνεδρίου των Παρισίων (Οκτώβριος 1815), όπως χρησιμοποιήση τον Καποδίστριαν ως υπουργόν των Εξωτερικών της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας, περιήλθεν εις γνώσιν του Μέττερνιχ, ο οποίος εκινήθη αμέσως διά να την ματαιώση. Ο Μέττερνιχ, τότε, εθεώρει τον Καποδίστριαν ως αντιδραστικόν παράγοντα διά την Ιεράν Συμμαχίαν και κατέβαλε κάθε προσπάθειαν διά να εμποδίση την άνοδον του Καποδίστρια εις το υπουργικόν αξίωμα.
Έφθασεν ακόμη, γνωρίζων το επισφαλές της υγείας του μεγάλου Έλληνος, να υποδείξη εις την Αυτοκράτειραν Ελισάβετ ότι ο Καποδίστριας έπρεπε να μείνη εις την Βιέννην διότι θα ήτο ολέθριον δι’ αυτόν το βαρύ κλίμα της Πετρουπόλεως. Προσεφέρθη δε ν’ αναλάβη ο πανίσχυρος καγκελλάριος την εξασφάλισιν περιβλέπτου θέσεως εις τον Κερκυραίον πολιτικόν, εις την Αυλήν του Αυτοκράτορος της Αυστρίας.
Αλλ’ ο Καποδίστριας που είχε λάβη έως τότε ικανά δείγματα της σατανικής πανουργίας του περιφήμου Αυστριακού καγκελλαρίου, ηυχαρίστησε δι’ όλας τας ευγενείς προσφοράς του και διά το ενδιαφέρον του υπέρ της υγείας του και είπε:
— Προτιμώ το κλίμα της Πετρουπόλεως. Το γνωρίζω και με γνωρίζει!
Κατά τας αρχάς του Νοεμβρίου του 1815 υπεγράφη στο Παρίσι η ειδική συνθήκη περί της Επτανήσου που παρεχωρήθη εις την Αγγλίαν, όχι υπό τύπον κατακτήσεως όπως ηξίουν οι Άγγλοι αντιπρόσωποι αλλά «προστασίας της Μ. Βρεταννίας επί της Πολιτείας των Ιονίων νήσων».
Η απόφασις αυτή εθεωρήθη, τότε, ως διπλωματικόν κατόρθωμα του Καποδίστρια, αφού ο Αυτοκράτωρ της Ρωσσίας απέφυγε να υποστηρίξη την πλήρη Αυτοδιοίκησιν της Επτανήσου. Ο Βρεττός έγραψεν ότι, ακριβώς, από της εποχής εκείνης η Αγγλία εθεώρησε τον Καποδίστριαν ως εχθρόν αυτής και ως τυφλόν όργανον της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας!

Οπωσδήποτε, αφού ετελείωσεν η τακτοποίησις όλων των ζητημάτων που εδημιουργήθησαν μετά την οριστικήν συντριβήν του Μ. Ναπολέοντος και την απομόνωσίν του εις την Αγίαν Ελένην, ο Αυτοκράτωρ της Ρωσσίας Αλέξανδρος Α’ επέστρεψε κατά τας αρχάς του χειμώνος του 1815 εις την Πετρούπολιν. Εκεί μετέβη, κατά τας αρχάς του 1816, και ο Ιωάννης Καποδίστριας συνοδευόμενος υπό του Αλεξάνδρου Στούρτζα, αδελφού της Ρωξάνδρας.
Δι’ αυτοκρατορικού ουκαζίου, τότε, ο Καποδίστριας διωρίσθη υπουργός των Εξωτερικών, ισότιμος προς τον περίφημον Νέσελρωδ, μετά του οποίου και συνεργάσθη συνεχώς επί επτά έτη. Ο μεν Κερκυραίος διπλωμάτης ανέλαβε τας υποθέσεις της Ανατολής, ο δε Νέσελρωδ τας υποθέσεις της Δύσεως.
Ολίγας ημέρας μετά την ανάληψιν των υπουργικών καθηκόντων του, ο Καποδίστριας υπέβαλεν εις τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρον Α’ μακροσκελές υπόμνημα, εις το οποίον εξέθεσε τας σκέψεις του επί των πραγμάτων της Ευρώπης εν γένει.
Από της εποχής ακριβώς εκείνης χρονολογείται η προεργασία του Καποδίστρια και των πρωτεργατών της Φιλικής Εταιρίας και η προπαρασκευαστική προσπάθεια διά τον απελευθερωτικόν αγώνα του Εικοσιένα. Διότι, τότε, ο Σκουφάς εγκατέλειψε την Μόσχαν και μετέβη εις Οδησσόν προς συνάντησιν του Ανθίμου Γαζή, μετά του οποίου έθεσε τας βάσεις της δράσεως του υπερόχου εθνικού οργανισμού της Αοράτου Αρχής.
Η Καθημερινή, 4 Δεκεμβρίου 1939

