Η κ. Ελένη Ι. Αρβανιτίδη, έγραφε η Καθημερινή στις 27 Ιανουαρίου 1935, «έχει αναχωρήσει μετά του συζύγου της από τον παρελθόντα Νοέμβριον δι’ ένα μακρυνόν, μέχρις Ινδιών, Κίνας και Ιαπωνίας, ταξίδιον. Απ’ εκεί υπεσχέθη να στείλη εις την εφημερίδα τας εντυπώσεις της. Και εις τας εντυπώσεις αυτάς, αι οποίαι είνε νεανικαί προσπάθειαι και πρωτόλειαι, η “Καθημερινή” δεν ημπόρεσε ν’ αρνηθή την φιλοξενίαν της: Η κ. Αρβανιτίδη είνε κόρη του Διευθυντού της. Θα δημοσιευθούν λοιπόν από καιρού εις καιρόν αι ανταποκρίσεις της ταξιδιώτιδος, η οποία θα ξενισθή από αυτήν την δημοσιότητα πρώτη. Διότι, καθώς γράφει εις μίαν ιδιαιτέραν επιστολήν, και όταν τας έγραφε και όταν τας έστελλε, είχε την “κρυφήν ελπίδα” ότι θα μείνουν αδημοσίευτοι». Τμήμα αυτών των εντυπώσεων της Ελένης Βλάχου –αυτή είναι η Ελένη Αρβανιτίδη– είναι και τα κείμενα που αφορούν το Πεκίνο. Σε αυτά δίνεται μια παραστατική εικόνα της πόλης, της ιστορικής της διαδρομής, των θρησκευτικών και άλλων δοξασιών των κατοίκων, της καθημερινότητάς τους. Η Απαγορευμένη Πόλη, ο Ναός του Ουρανού, τα Θερινά Ανάκτορα παρουσιάζονται με έναν γλαφυρό τρόπο, που ζωντανεύει τόσο την εικόνα τους ως αρχιτεκτονημάτων όσο και τη φιλοσοφία που καθόρισε τη μορφή τους.
Η πόλις των αυτοκρατόρων
Το Πεκίνο είνε τόσο ωραίο –λένε οι ίδιοι οι Κινέζοι– ώστε δίδει μιαν εντελώς εσφαλμένην ιδέα της Κίνας».
Και είνε αλήθεια ότι η παληά μεσαιωνική πόλις των Αυτοκρατόρων με τα παλάτια της, τους ναούς της, την Απηγορευμένην πόλιν με τις κατακίτρινες στέγες, είνε ολόκληρη ένα πραγματικό θαύμα. Μόνο διά να δη κανείς το Πεκίνο αξίζει να κάμη ολόκληρο το ταξίδι.

Από το 1927, όταν έπαυσε πλέον να είνε πρωτεύουσα το Πεκίνο, το οποίον τώρα επισήμως λέγεται Πένπϊυγκ, έχασε ένα μέρος από την παλαιάν του κίνησι. Αν και οι ξένοι πρέσβεις δεν εγκατέλειψαν ακόμη τις πρεσβείες τους, που είνε αληθινά παλάτια, η περίφημη συνοικία των πρεσβειών, η μικρή ευρωπαϊκή πόλις που αγνοούσε το περιβάλλον της και ήτο καθαρά, εύθυμη και πλούσια, είνε τώρα εντελώς νεκρά. Τα ξενοδοχεία δεν έχουν πλέον κόσμο, τα μαγαζιά είνε αδειανά και το Πεκίνο, εγκαταλελειμμένο, με τα απέραντα παλάτια του έρημα, καταρρέει σιγά σιγά.
Το Πεκίνο ολόκληρο χωρίζεται από βαρειά τείχη σε τέσσαρες ξεχωριστές πόλεις. Εις το κέντρον ευρίσκεται η «Απηγορευμένη πόλις», άλλοτε ιερά κατοικία του Υιού του Ουρανού, γύρω της η «Αυτοκρατορική πόλις», όπου κατοικούσαν όλοι οι αυλικοί, οι ανώτεροι μανδαρίνοι. Η μεγαλυτέρα, η «Κινέζικη πόλις», ευρίσκετο εις τον Νότον, ενώ η «Πόλις των Ταρτάρων» περικυκλώνει το Πεκίνο από τα τρία άλλα σημεία. Οι τοίχοι γενικώς παίζουν μεγάλον ρόλον εδώ πέρα. Όπως όλα τα καλά κινέζικα σπίτια είνε κρυμμένα πίσω από ψηλούς τοίχους βαμμένους μαύρους, των οποίων η μονοτονία διακόπτεται μόνον από πελώριες σκαλισμένες κατακόκκινες πόρτες, έτσι και η κάθε ξεχωριστή πόλις, ακόμα και η συνοικία των Πρεσβειών, είνε περικυκλωμένη από ογκώδη τείχη και πολλές φορές από χαράδρες…

Αι διαστάσεις των δε είνε εντελώς κολοσσιαίες: Τα τείχη της πόλεως των Ταρτάρων έχουν 17 μέτρα ύψος, 20 μέτρα φάρδος εις την βάσιν τους και 13 μέτρα φάρδος επάνω. Κτισμένα προ αιώνων, ευρίσκονται ακόμη σε καλή κατάστασι· στους πύργους που υψώνονται κάθε τόσο υπάρχει ένας φύλαξ, και οι βαρειές πόρτες κλείνουν τας πύλας των κάθε βράδυ εις τας 10 μ.μ. διά να τις ανοίξουν πάλι ξημερώματα. Σ’ αυτό το διάστημα, και σήμερα ακόμη, κανείς δεν μπορεί να εξέλθη ή να εισέλθη εις την πόλιν του Πεκίνου.
Ένα πράγμα στο Πεκίνο είνε εντελώς μοναδικό· αυτό είνε η απόλυτος συμμετρία που το κυβερνά. Σ’ όλην αυτήν την πελωρία πόλιν δεν υπάρχει ούτε ένας δρόμος, ούτε ένας τοίχος που να μην ακολουθή ακριβώς ή την γραμμήν Βορρά-Νότου ή την από Ανατολήν προς Δύσιν. Τα παλάτια και οι Ναοί κυττάζουν πάντα προς τον Νότον –από όπου έρχονται τα καλά πνεύματα– και η κάθε παραμικρή οικοδομή είνε κτισμένη κατά τους αρχαίους κανόνας που κυβερνούν τα πέντε κύρια πνεύματα: του αέρος, της «διευθύνσεως», του νερού, του ανέμου και των βουνών.

Άλλως τε εδώ, η έκφρασις δεξιά ή αριστερά δεν υπάρχει· πάντοτε όταν θέλουν να σε οδηγήσουν θα σου πούνε, π.χ., «Πρώτα τραβήξτε προς Δύσιν και μετά από δύο στενά πάρτε τον μεγάλο βορεινό δρόμο» και ακόμη μέσα σε κάμαρες σκοτεινών μουσείων, οι οδηγοί οι τυπωμένοι ομιλούν πάντα για σημεία του ορίζοντος. Είνε αφάνταστον δε, εις ποίον σημείον οι Κινέζοι έχουν κάπως μέσα τους το αίσθημα της διευθύνσεως.
Εδιάβαζα σ’ ένα περιοδικό, κατά τύχην, μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
…Μετά από μια νύκτα σ’ ένα μικρό ξενοδοχείον, ο ένας Κινέζος ταξιδεύοντας ερωτά τον άλλον:
— Κοιμήθηκες καλά; και ο φίλος απαντά:
— Όχι πολύ, εκρύωνα από την δυτική μεριά. Ευρήκα σήμερα το πρωί, ότι η Νοτιοδυτική μεριά της κουβέρτας μου είχε φύγει από την θέσιν της…
…Ένας τυφλός διασχίζει έναν δρόμο που έχει πολλή κίνησι. Κάποιος του φωνάζει: «Στρίψε προς την Ανατολή, θα σε κτυπήση το αυτοκίνητο…» και ο τυφλός στρίβει.
…Και ακόμη εργάται που σκάβουν πηγάδι και ευρίσκονται εις δέκα μέτρα βάθος, όταν ο εργολάβος τούς φωνάξη από απάνω: «Πηγαίνετε στραβά. Σκάψτε μισό μέτρο προς τον Νότον», αμέσως όλοι στρίβουν ασυναισθήτως προς την σωστήν διεύθυνσι…

Έκαμε πολύ κρύο, αλλ’ ο καιρός ήταν έκτακτος. Τυλιγμένοι μέσα σε γούνες και με δυο κουβέρτες γύρω από τα πόδια μας, εξεκινήσαμε με «ρίκσσος» διά να επισκεφθούμε την Απηγορευμένη πόλιν, λίγες ώρες αφού εφθάσαμε εις το Πεκίνο. Οι δρόμοι που περνούσαμε ήσαν πολύ φαρδείς και φαινόντουσαν ακόμη φαρδύτεροι διότι τα σπίτια από κάθε μεριά ήσαν πολύ χαμηλά. Η κίνησις αρκετά μεγάλη, ήταν εντελώς αλλοιώτικη από την κίνησιν της Σαγκάης. Λίγα αυτοκίνητα, πολλά κάρρα τραβηγμένα από μικρά μαντζουριανά άλογα, ρίκσσος, ποδήλατα, και το πρώτο σημείον της ερήμου που δεν είνε μακρυά, καραβάνια από φορτωμένες κοκκινωπές γκαμήλες. Το πλήθος και αυτό εντελώς αλλοιώτικο. Οι άνδρες πιο ψηλοί, πιο ωραίοι, έχουν τις μακρυές μπλούζες των φοδραρισμένες με γούνα. Οι γυναίκες, του λαού, φορούν παντελόνια, μπλούζες φοδραρισμένες με μπαμπάκι, χονδρές σαν παπλώματα, και έχουν πολύ ολιγώτερον αέρα από τις συγχρονισμένες Κινέζες του Νότου. Έχουν τα μαλλιά τους τραβηγμένα πίσω και λαδωμένα, και αγνοούν την «Περμανάντ» που έχει κάμει όλες τις γυναίκες της Σαγκάης κατσαρές σαν αρνάκια. Η γενική εντύπωσις είνε μεγάλη φτώχεια. Σχεδόν κανένα καλό μαγαζί, ασυντήρητοι δρόμοι, πλανόδιοι ζητιάνοι, και μια ψιλή σκόνη που δίνει σε όλα έναν τόνο ομοιόμορφο και μουντό.

Αφού περάσαμε τρία τείχη, ευρεθήκαμε εις την πρώτη αυλή της «πορφυράς πόλεως». Λέγεται έτσι και έχει τους ψηλούς τοίχους που την εχώριζαν από τον έξω κόσμο βαμμένους κατακόκκινους, διότι εθεωρείτο το κέντρον πέριξ του οποίου εστρέφετο η γη, όπως ο Πολικός Αστήρ –που λέγεται κινέζικα ο πορφυρός αστήρ– θεωρείται το κέντρον του ουρανού, και η κατοικία του Αυτοκράτορος των Ουρανών…

Η πόλις αυτή κτισμένη επί δυναστείας των Μινγκ ήταν μέχρι προ ολίγων ετών το κέντρον από το οποίον εκυβερνάτο ολόκληρος η Κίνα, η αληθινή καρδιά της απεράντου Αυτοκρατορίας. Εκεί έφθαναν οι φόροι από όλες τις επαρχίες, εκεί μέσα στους τέσσαρες ερυθρούς τοίχους ευρίσκοντο οι πλέον ανεκτίμητοι θησαυροί, και εκεί εζούσε, ανάμεσα εις την οικογένειά του και στις γυναίκες του, ο Αυτοκράτωρ-Θεός, ο Υιός του Ουρανού τον οποίον κανείς κοινός θνητός δεν είχε ποτέ δη.

Διά τους απ’ έξω το πιο βαθύ μυστήριον την εκάλυπτε και μόνον το 1900, μετά από την αιματηράν επανάστασιν των Μπόξερ, η γηραιά Αυτοκρατορία εδέχθη να ανοίξη τας πύλας της ιεράς πόλεως διά να δεχθή βαρβάρους πρέσβεις.

Στην πρώτη αυτή αυλή, ευρίσκετο, ολομόναχη, θαύμα γραμμής, μία πελωρία αίθουσα, «η Αίθουσα της Θείας Αρμονίας», όπου ο Αυτοκράτωρ εδέχετο τους πρέσβεις. Πίσω της αμέτρητες αίθουσες υποδοχής διαδέχονται η μία την άλλην. Στα πλάγια, χαμένα μέσα στις απέραντες γυμνές αυλές, απλώνονται κιόσκια, σπιτάκια, σειρά διαμερισμάτων και μικρά περιβολάκια εγκαταλελειμμένα, με δύο τρία γέρικα πεύκα ως μόνη πρασινάδα.

Απάνω στον γαλάζιο ουρανό τα κίτρινα κεραμύδια από πορσελλάνη που καλύπτουν τις στέγες της πόλεως αστράπτουν σαν να είνε από αληθινό χρυσό. Καθώς περπατούμε τα βήματά μας ακούγονται ηχηρά μέσα στην απόλυτον ηρεμία. Είνε σαν κοιμησμένη πόλις παραμυθιού, και τα παλάτια της με την αρμονικήν γραμμήν και τις πολύπλοκες λεπτομέρειες ακουμπούν ελαφρά απάνω στις κάτασπρες μαρμάρινες ταράτσες. Και παντού το λαμπρό και πολυτραγουδισμένο φως της Κίνας δίδει στην έρημη πόλι μια απερίγραπτη ομορφιά, ένα μελαγχολικώτατο μεγαλείο…

Πολλές αίθουσες έχουν μετατραπή εις Μουσεία. Εκεί μέσα, ανεκτίμητοι θησαυροί είνε μαζεμμένοι ακατάστατα σαν να υπήρχε κάποιος νοικοκύρης ο οποίος ετοιμάζετο να μετακομίση και συνεκέντρωσε όλα τα μπιμπελό και τις πορσελλάνες σε κάμαρες διά να τα πακεττάρη. Εκεί ανακατεμμένα, ελαφρώς σκουπισμένα, ευρίσκονται αγαλματάκια και κοσμήματα από «Ζαντ» –η πιο αγαπημένη πέτρα των Κινέζων– σε όλους τους χρωματισμούς, πολύτιμες πορσελλάνες, τερατώδη έπιπλα από έβενο «νακρ» και χρυσό, παραβάν των οποίων τα πολύπλοκα σχέδια είνε φταγμένα από φτεράκια μικρών πουλιών, αγάλματα μπρούντζινα, θαυμάσιες παληές «μινιατούρες»… Μια ολόκληρη αίθουσα είνε αφιερωμένη εις τα δώρα που έκαναν οι ξένοι πρέσβεις προς την χήρα-Αυτοκράτειρα και τα οποία είνε ως επί το πλείστον μεγάλα ρολόγια με πολύπλοκους μηχανισμούς, ανθρωπάκια που χορεύουν με αδαμαντοκόλλητα ρούχα, όλα μιας ασχημιάς εντελώς εξαιρετικής. Ο νεαρός Κινέζος οδηγός που δεν μας εγκατέλειψε ούτε λεπτό τις ημέρες που εμείναμε εις το Πεκίνο, έδωσε ένα πουρπουάρ εις τον φύλακα, ο οποίος ενθουσιασμένος τα έβαλε όλα εμπρός. Και για μια στιγμή τα βαλς και τα κρυσταλλένια μενουέττα αντήχησαν ελαφρά και αλλόκοτα μέσα στην μεγάλη αυστηρή κινέζικη αίθουσα.

Είχε βραδυάσει λιγάκι όταν φθάσαμε εις το κέντρον της πόλεως, στο «Ιερό των Ιερών», εκεί που τα κεραμύδια παύουν να είνε κίτρινα και γίνονται από πορσελλάνα μωβ εις ένδειξιν ότι ίδιος ο Αυτοκράτωρ ζει εκεί. Ένα ποταμάκι περνά γύρω από το παλάτι, και κάθε τόσο μια ολοστρόγγυλη σκαλισμένη γέφυρα στολίζει την άδεια αυλή με ένα μαρμάρινο στεφάνι. Όπως σ’ όλες τις σκάλες όπου υπάρχει πιθανότης να περάση ο Αυτοκράτωρ, η κάθε γεφυρίτσα έχει ανάμεσα στα σκαλοπάτια της ένα επικλινές κομμάτι μάρμαρο, απάνω εις το οποίον ένας μεγάλος δράκος με πέντε νύχια (εις την Κίνα μόνον οι Αυτοκρατορικοί δράκοντες έχουν πέντε νύχια· οι άλλοι αρκούνται με τέσσαρα) είνε βαθειά σκαλισμένος.

Εκεί επάνω ο Αυτοκράτωρ ο οποίος δεν έπρεπε ποτέ ν’ ανεβοκατέβη σκάλα –δεν εθεωρείτο αξιοπρεπές– ανέβαινε σιγά-σιγά, ακουμπισμένος απάνω σε δύο μανδαρίνους…
Η Καθημερινή, 19 Απριλίου 1935
O Ναός του Ουρανού
Για να φθάσωμεν εις τον περίφημον «Ναόν του Ουρανού», ο οποίος θεωρείται ως το ωραιότερον δείγμα κινέζικης αρχιτεκτονικής, διασχίσαμε ένα μεγάλο πάρκο γεμάτο με θαυμάσιους κέδρους και κυπαρίσσια.
Ο καιρός ήταν έκτακτος και όμως το πάρκο ήταν τελείως έρημο. Μόνον μερικοί γέροι Κινέζοι που είχαν βγάλει περίπατο τα πουλάκια τους περπατούσαν σιγά μ’ ένα κλουβί από μπαμπού στο χέρι. Τα πουλάκια είνε η μεγάλη αδυναμία των Κινέζων, προπαντός όταν γηράσουν και μόλις λίγο μελαγχολήσουν κλεισμένα μέσα στο σπίτι, τα πηγαίνουν σ’ ένα ωραίο πάρκο για ν’ ακούσουν τα άλλα, τα ελεύθερα, πουλιά να τραγουδούν και να επανακτήσουν την ευθυμία τους…
Τρία κτίρια αποτελούν τον «Ναόν του Ουρανού». Ο μικρός «Ναός της Νηστείας», το «Ιερόν του Ουρανού» –τρεις στρογγυλές μαρμάρινες ταράτσες τοποθετημένες η μία απάνω στην άλλην– και το κύριον κτίριον, «ο Ναός του Ευτυχισμένου Νέου Έτους».

Ο Ναός αυτός, ο ιερώτερος της Κίνας, είνε ένα θαύμα γραμμής και αρμονίας χρωμάτων. Ολοστρόγγυλος, στηριγμένος επάνω σε μια τριπλή βάσι από κάτασπρες ταράτσες, έχει τρεις μεγάλες κωνικές στέγες από πορσελλάνη μπλε σκούρα, και εις την κορυφή της τελευταίας στέγης μια μεγάλη κατάχρυση σφαίρα.
Ακουμπισμένοι στον στρογγυλό τοίχο που τον περιστοιχίζει, γιατί εδώ όλα έχουν σχήμα κύκλου, αφού αντιπροσωπεύουν τον ουρανό, ακούμε σαν όνειρο αυτά που με σιγανή φωνή μάς διηγείται ο οδηγός μας:
— Ο Αυτοκράτωρ μόνον έναν Θεό ελάτρευε… τον Βασιλέα του Ουρανού. Και μόνον γι’ αυτόν έβγαινε από την Απηγορευμένην πόλι, μια φορά τον χρόνο, την παραμονήν του Νέου Έτους. Εκείνη την ημέρα, ο Αυτοκράτωρ με όλους τους αυλικούς διέσχιζε ολόκληρο το Πεκίνο διά να φθάση εις τον Ναόν του Ουρανού… Μια φορά τον χρόνο έβλεπε ο ανώτατος Άρχων την πόλιν του αλλά και αυτήν την φορά νεκρά και έρημη. Διότι από το πρωί εκείνης της ημέρας είχαν κλεισθή όλες οι πόρτες, αμπαρωθή όλα τα παράθυρα και μπλε κουρτίνες είχαν σκεπάσει την πρόσοψιν των σπιτιών. Και η λαμπρή συνοδεία με τα κατάχρυσα φορεία προχωρούσε χωρίς θεατάς εις τους δρόμους τους στρωμένους με τ’ αυτοκρατορικά χρώματα, με κίτρινα και μωβ λουλούδια. Την νύκτα της παραμονής την επερνούσε ο Αυτοκράτωρ προσευχόμενος, μόνος εις τον «Ναόν της Νηστείας». Μία ώρα και 45 λεπτά πριν από την ανατολή του ηλίου, ήρχοντο οι αυλικοί του και τον συνώδευαν εις το ιερό. Το ιερό αυτό είνε έτσι κτισμένο –εξηκολούθησεν ο οδηγός μας– ώστε όταν στέκεται κανείς εις το κέντρον, δεν βλέπει τίποτε άλλο παρά την άσπρη επιφάνεια του μαρμάρου και τον γαλάζιον θόλον του ουρανού. Τίποτε γήινο δεν άγγιζε το βλέμμα του Αυτοκράτορος όταν επροσκυνούσε και προσέφερε θυσίες και προσευχές εις τον μόνον κύριόν του –ένα είδος ιδιωτικού Θεού– τον οποίον μόνον αυτός μέσα σε όλη την Κίνα είχε δικαίωμα να λατρεύη. Η λειτουργία εξακολουθούσε έπειτα εις τον μεγάλον Ναόν, και η κάθε κίνησις, το κάθε βλέμμα που θα έκαμε ο Αυτοκράτωρ, ήτο κανονισμένα από αρχαιοτάτους κανόνας. Η παραμικρή τροποποίησις, λάθος ή αφηρημάδα εθεωρείτο ότι μπορούσε να επιφέρη ανυπολογίστους καταστροφάς. Κανείς λευκός ποτέ δεν έχει παραστή στην πιο ιερά αυτή κινέζικη λειτουργία, ετελείωσε με κάποια υπερηφάνεια ο νεαρός Κινέζος.

σταθμό του Πεκίνου, τον Δεκέμβριο του 1933 (AP PHOTO).
Αν η επίσημος κινέζικη θρησκεία, δηλαδή η συλλογή των ιεροτελεστιών που είχαν σχέσι με τον Αυτοκράτορα, είχαν κάποιο μεγαλείο και φιλοσοφία, η θρησκεία, ή μάλλον αι θρησκείαι που ακολουθεί ο κοσμάκης είνε εντελώς άσχετοι.
Αν και υπάρχουν τρεις κύριες θρησκείες εις την Κίναν, ο Βουδδισμός, ο Κονφουκισμός και ο Ταοϊσμός, αι οποίαι θεωρητικώς μοιράζονται τον πληθυσμό της, το πράγμα εις το οποίον αληθώς πιστεύει ο λαός είνε η δύναμις την οποίαν έχουν οι πεθαμμένοι. Είτε είνε Βουδδισταί είτε όχι, σχεδόν όλες οι λειτουργίες, οι εορτές, οι θυσίες είνε διά να καλοπιάσουν τα πνεύματά τους.

Η βασική διαφορά της δικής τους θεωρίας από την δική μας διά τα μετά θάνατον, είνε ότι ενώ ημείς στέλνωμε τας ψυχάς των νεκρών σ’ ένα καλύτερο, ή σ’ ένα χειρότερο κόσμο –αλλά πάντως μακρυά– αυτοί πιστεύουν ότι δεν εγκαταλείπουν ποτέ τον τόπο εις τον οποίο έζησαν. Πιστεύουν δε επίσης ότι κρατούν και την ανθρωπίνην τους μορφήν, και τας ανθρωπίνας των επιθυμίας. Τα πνεύματα αισθάνονται την ανάγκην της τροφής, κρυώνουν, θέλουν στοργήν, τιμάς και χρήματα… αλλά είνε άφωνες και αόρατες σκιές και δεν ημπορούν να τα ζητήσουν…
Από τους απογόνους τους μόνον περιμένουν βοήθειαν, τροφήν, αγάπην. Δεν ζητούν και πολλά πράγματα: Μερικά καλά λόγια, η μυρωδιά και η κνίσσα των φαγητών και η φλόγα ψεύτικων χαρτονομισμάτων τους φθάνουν. Αλλά αν οι απόγονοι δεν εκτελούν τακτικά αυτά τα απλά καθήκοντα, τότε τα πνεύματα γίνονται «πεινασμένα φαντάσματα» και εκδικούνται παντοιοτρόπως την εγκατάλειψίν των.

Διά να μη γίνουν «πεινασμένα φαντάσματα» οι Κινέζοι θέλουν να έχουν ναούς και η λατρεία αυτή των προγόνων έχει γεννηθή από τον φόβον διά τον θυμόν τους.
Είνε αρκετά δύσκολο δι’ έναν απλούν ταξιδιώτην να καταλάβη πού αρχίζει η μία θρησκεία και πού τελειώνει η άλλη… Αυτό διότι παραδέχεται η μία τους θεούς της άλλης και κάμουν φιλοφρονήσεις μεταξύ των, δίδοντας καλές θέσεις σε ξένους θεούς μέσα στους ναούς των, και προπαντός διότι όταν ένας θεός μιας θρησκείας γίνει πολύ δημοφιλής, τον υιοθετούν αι άλλαι δύο διά να μη χάσουν πελατεία…
Ο αριθμός των θεών που λατρεύονται στην Κίνα είνε αστρονομικός. Υπάρχουν ειδικοί θεοί διά κάθε περίστασιν της ζωής, διά κάθε εκδήλωσιν της φύσεως… υπάρχει θεία κυβέρνησις με υπουργεία, υφυπουργεία και ολόκληρη γραφειοκρατία, υπάρχουν δράκοι, πνεύματα, ημίθεοι και όλοι οι νεκροί.
Όπως οι Κινέζοι ονομάζουν τον πληθυσμόν της Κίνας «αι 100 οικογένειαι», έτσι ομιλούν και περί «100 θεών». Η αναλογία είνε περίπου ίδια.

Από τους πλέον δημοφιλείς θεούς εις τον λαόν είνε ο θεός της Κουζίνας, μια Ταοϊστική ανακάλυψις. Άνω των 60.000.000 εικόνων του πωλούνται κάθε χρόνο το Νέον Έτος και το μικρό ιερό του βρίσκεται και εις την πιο πτωχή κουζίνα.
Η ιστορία αυτού του Θεού είνε χαριτωμένη: Ο «Τσάο-Ουάνγκ», ο οποίος κατοικεί όλο τον χρόνο στην κουζίνα και ο οποίος παρακολουθεί αγρύπνως ό,τι γίνεται στο σπίτι, υποτίθεται ότι λίγες μέρες πριν από το Νέον Έτος φεύγει από το σπίτι και πηγαίνει και μαρτυρεί εις τον Αυτοκράτορα των Ουρανών ό,τι έκανε η οικογένεια εκείνη τον χρόνο.

Πριν φύγη λοιπόν, την κανονισμένη ημέρα, άλλοι αλείφουν τα χείλη του μικρού θεού με ζάχαρι για να πει καλά πράγματα, άλλοι τον μεθούν, άλλοι τον καπνίζουν με όπιον. Πριν τον κάψουν, διά ν’ ανεβή ο καπνός του εις τον ουρανό, του προσφέρουν φαγητά, δώρα, θυμίαμα και όλη η οικογένεια προσκυνά το ομοίωμα του μικρού αλλά παντοδύναμου Τσάο-Ουάνγκ. Τέλος, του βάζουν φωτιά, ρίχνουν άχυρο εις την φωτιά διά να φάη το άλογό του, τσάι γι’ αυτόν και η εορτή τελειώνει.
Τις ημέρες που λείπει, ολόκληρη η οικογένεια αναπνέει… Ο θείος κατάσκοπος έφυγε, του κάνουν μια τελετή, όσο καλή μπορούν, και με την συνείδησίν των εν τάξει, μπορούν να κάμουν ό,τι θέλουν, να τσακωθούν, να κτενίσουν τα μαλλιά τους στην κουζίνα και να σκοτώσουν κατσαρίδες, τις οποίες επειδή είνε, ως φαίνεται, τα άλογα του Τσάο-Ουάνγκ, δεν τολμούν να σκοτώσουν όταν είνε εκεί….
Η Καθημερινή, 28 Απριλίου 1935
Το καλοκαιρινό παλάτι, οι Έλληνες του Πεκίνου
Το καλοκαιρινό παλάτι, μια ολόκληρη μικρή πόλις, δέκα χιλιόμετρα μακρυά από την δυτικήν πόρταν της πόλεως των Τατάρων, εκόστισεν εις την χήραν Αυτοκράτειρα Τσου-Σι, διά να το ξανακτίση, άνω των 50.000 χρυσών δολλαρίων.
Η Αυτοκράτειρα Τσου-Σι, ο τελευταίος δεσπότης της Κίνας, ήταν μια εντελώς εξαιρετική φυσιογνωμία. Χήρα το 1861, εκυβέρνησε αυταρχικά την Κίνα έως τα 1909, και με τα υπέρογκα έξοδά της, την σκληρότητά της και την έχθραν της εναντίον των λευκών, επέσπευσε, αν όχι προκάλεσε, την πτώσιν της Μαντζουριανής Δυναστείας.

Οι δύο Αυτοκράτορες που επισήμως ανήλθαν εις τον θρόνον μετά τον θάνατον του συζύγου της ήσαν παιχνίδια εις τα χέρια της. Επί πενήντα χρόνια, ο Γέρο-Βούδδας, όπως την ωνόμαζε ο λαός, έσπειρε τον τρόμον γύρω της, έστειλε σε βασανιστήρια και σε άδικο θάνατο εκατοντάδας ανθρώπων και δεν εδέχθη ποτέ μια συμβουλή, ποτέ μια παρατήρησι. Η μεγαλυτέρα της δύναμις ήταν μια ανεξήγητος γοητεία που εσκλάβωνε όσους την πλησίαζαν. Ήρεμη, μικροκαμωμένη, με γλυκειά φωνή, δεν υπήρξε άνθρωπος που την εγνώρισε και δεν ωμολόγησε ότι ποτέ αγγελικώτερος χαρακτήρ δεν εζωγραφίσθη σε πρόσωπο γυναικός.
Τα χρήματα που εξωδεύθησαν για το παλάτι αυτό προήρχοντο από μια βαρυτάτη φορολογία που είχε επιβληθεί εις τον λαόν υπό την πρόφασιν ότι θα εχρησίμευαν διά ν’ αποκτήσει η Κίνα στόλον, ώστε να μπορή να υπερασπίζεται έναντι των εχθρών της.
Το μόνο όμως βαπόρι που εκτίσθη από τα χρήματα αυτά είνε το πελώριο μαρμάρινο πλοίο που κάτασπρο στολίζει τα γαλάζια νερά της τεχνητής λίμνης του παλατιού.
Στην πόλι αυτή, τα πάντα είνε τεχνητά. Αν και κτισμένη απάνω σε μια πεδιάδα, απέκτησε όλα τα τοπία της φύσεως. Της έσκαψαν μια απέραντη λίμνη, δημιούργησαν λόφους και κοιλάδες, έφεραν πελώριους βράχους από μακρυνές επαρχίες και έκαμαν σπηλιές και εστόλισαν την κάθε γωνιά της με κιόσκια, άλλα από πορσελάνι, άλλα από ξύλον, άλλα χυτά ολόκληρα από μπρούντζο. Μέσα από εγκαταλελειμμένα περιβόλια, ακολουθώντας ελαφρά την καμπή της λίμνης, η περίφημη ξύλινη γαλαρία οδηγεί από την είσοδο έως το κεντρικό παλάτι. Η γαλαρία αυτή είναι μήκους ενός μιλίου και στο ταβάνι της και τις μικρές κολώνες που την στηρίζουν, είνε ζωγραφισμένα από τους καλυτέρους ζωγράφους της εποχής, όλες οι θεές του καλοκαιρινού παλατιού.

Δεν ξεύρω πώς να περιγράψω κάπως καθαρά τα απέραντα αυτά παλάτια της Κίνας. Αισθάνομαι ότι ενώ εις την πραγματικότητα είνε τόσο αρμονικά, τα παρουσιάζω σαν ένα άμορφο χάος. Αλλ’ από πού ν’ αρχίσει κανείς; Από τις αυλές τις στολισμένες με τους μπρούντζινους δράκοντας και τα ελάφια, τα κόκκινα παλάτια με τις χρωματιστές στέγες, τα θέατρα ή τον θαυμάσιο «Ναό των Νεφελών», που απλώνεται από την βάσι ενός λόφου εις την κορυφήν του, περιτυλίγοντάς τον ολόκληρο με σκάλες, ταράτσες και ιερά…
Το μεσημέρι εφάγαμε κρύο ρύζι, τσάι και αυγά σ’ ένα μικρό ρεστωράν που έχει εγκατασταθή μέσα στο περίφημο μαρμάρινο βαπόρι. Η λίμνη γύρω μας ήταν βαθειά παγωμένη και το κάτασπρο κιγκλίδωμα που την περιτριγυρίζει την έκανε να μοιάζη σαν ένας παμμέγιστος δίσκος από καθρέπτη.
Πιο μακρυά, έξω από το τείχος της καλοκαιρινής πόλεως, σε τρεις ξεχωριστούς λόφους, είνε κτισμένες τρεις θαυμάσιες Παγόδες. Η μία είνε ξύλινη, η άλλη είνε από πορσελάνη πράσινη και χρυσή και λαμποκοπά ολόκληρη, και η τρίτη, η ωραιοτέρα, η «Παγόδα των λησμονημένων θεών», είνε από λευκό μάρμαρο σκαλιστό και ξεπετιέται ολόρθια, με μια άφθαστη χάρι απάνω στον γαλάζιο ουρανό. Για την καλοκαιρινή πόλη με τα πολύπλοκα παλάτια, κανένα φόντο δεν θα μπορούσε να είνε ωραιότερο από τις τρεις αυτές μοναχικές Παγόδες.
Εις το Πεκίνον εγνωρίσαμεν καλά τον πρόξενον της Ελλάδος κ. Σπουργίτην, ο οποίος εργάζεται εκεί προ τριάντα δύο ετών και είνε από τους πρώτους χειρούργους του Πεκίνου. Ένα ωραιότατο κινέζικο σπίτι, αυτοκίνητο και ιδιόκτητα «ρίκσσος» και τις αμέριστες συμπάθειες όλης της ξένης παροικίας. Φοιτήσας στο Παρίσι, λείπει 42 (!) χρόνια από την Ελλάδα, και μιλεί ελληνικά πολύ καλύτερα από πολλούς ρωμηούς που έχουν λείψει εις το εξωτερικό ένα καλοκαίρι.
Χάρις σ’ αυτόν και εις την χαριτωμένην Γαλλίδα γυναίκα του, είχαμε την μεγάλη τύχη να γνωρίσωμε έναν άλλον Έλληνα –προσωπικότης και αυτός του Πεκίνου– ο οποίος είνε από τους πιο εξαιρετικούς τύπους αληθινού ρωμηού που μπορεί κανείς να συναντήση στο εξωτερικό. Ανδριώτης, αφού εταξίδευσε τον κόσμον ολόκληρο, εργάσθηκε σε πετρέλαια στην Ρουμανία, σε βαπόρια και σε ένα σωρό άλλες εργασίες. Είνε από 30 ετών εγκατεστημένος εις την Κίνα, καθολικός ιεραπόστολος έχων βαπτίσει και προσηλυτίσει εις τον χριστιανισμόν άνω των 25.000 Κινέζων.

Ζει ολομόναχος σ’ ένα μικρό χωριό μερικές ώρες μόνον από το Πεκίνο, με τον οποίον όμως δεν θα υπήρχε κανένα μέσον επικοινωνίας αν ο «Περ Λεφακί» –Ανδρέας Λεφάκης– δεν είχε μεγάλη μανία με την ραδιοφωνία. Χάρις σ’ αυτήν και σ’ έναν φίλον του Γάλλον ιερέα, ο οποίος συνεννοείτο τακτικά μαζί του διά του ραδιοφώνου, κατωρθώσαμε και τον ειδοποιήσαμε με χίλια βάσανα ότι δύο περαστικοί Έλληνες ήθελαν πολύ να τον γνωρίσουν.
Ένα πρωί λοιπόν, καθώς εβγαίναμε από το ξενοδοχείον, είδαμε δύο «ρίκσσος» να κατευθύνωνται προς ημάς. Εις το ένα ήτο η κυρία Σπουργίτη και στο άλλο, σκονισμένο και ελεεινό, εκάθητο ένας σεβάσμιος γέρων ντυμένος Κινέζικα, με μια μακρυά λευκή γενειάδα, και με τα πονηρότερα και ευθυμότερα μάτια που έχω ιδεί.
Ο Πάτερ Λεφάκης, διότι ήτο αυτός… τον οποίον οι πολύ γνώριμοί του ονομάζουν και «Κική»… είχε κάμει όλο το δρόμο από το χωριό του με «ρίκσσο» διά να μας συναντήση. Πρέπει να πω όμως ότι διά τους Έλληνας του Πεκίνου είχαμε ένα τίτλο. Είμεθα οι πρώτοι Έλληνες περιηγηταί που έβλεπαν μετά από τόσα χρόνια ξενητειάς…
Εφάγαμε όλοι μαζί το μεσημέρι και μιλήσαμε αποκλειστικώς διά την Ελλάδα. Πατριώτης όπως μπορεί να είνε ένας αληθινός ρωμηός μακρυά τόσα χρόνια από την πατρίδα του, είχε κρατήσει με όλην την μοναχική και σκληρή ζωή που κάμει τόσα χρόνια ένα κέφι μοναδικό.
Κάπου-κάπου μόνο το γέλιο που έχει πάντα στο στόμα έσβυνε για λίγο για να μας ειπή:
— Το μόνο πράγμα που θα ήθελα είναι να ξανάβλεπα την Άνδρο. Καμμιά φορά, όταν αρρωσταίνω και είμαι ολομόναχος στο κινέζικο σπίτι μου, σκέπτομαι ότι μια ματιά μονάχα να μπορούσα να ρίξω στο καταπράσινο χωριό μου, θα γινόμουν αμέσως καλά…
Αλλ’ η μελαγχολία περνά γρήγορα και το χαμόγελο γυρίζει πάλι στο ζωηρό του πρόσωπο.
— Αλλ’ ας τα αφίσωμε αυτά, προσθέτει ο Πάτερ Λεφάκης. Εγώ θέλω, όταν γυρίσετε με το καλό, εκεί κάτω εις τας Αθήνας να μου κάμετε μια χάρι. Ιδού περί τίνος πρόκειται: Τόσα χρόνια εδώ πέρα, μια από τις πιο ευχάριστες απασχολήσεις που είχα ήταν να συλλέγω «σαπέκ» = κινέζικα νομίσματα.
Αυτή η συλλογή τώρα είνε σχεδόν πλήρης και θεωρείται πολύτιμη. Αν και είμαι πτωχός άνθρωπος, την συλλογή αυτή δεν θέλω να την πουλήσω. Είνε το μόνο πράγμα που έχω και θέλω να το χαρίσω σε κανένα Μουσείο που θα την ήθελε και θα ενδιαφέρετο για μια τέτοια συλλογή, ώστε να έχω και εγώ προσφέρει κάτι τι – ό,τι μπορώ εις την Πατρίδα μου.
Η μικρή, αλλά τόσο συμπαθητική παροικία του Πεκίνου μάς ακολούθησε έως το τραίνο –εφύγαμε από το Πεκίνο εκείνο το απόγευμα– και αι υποσχέσεις αντηλλάσσοντο με αστραπιαίαν ταχύτητα. Ο Πάτερ Λεφάκης μού υπεσχέθη να στείλη εις την «Καθημερινήν» μερικά άρθρα για τις συνήθειες των Κινέζων, που γνωρίζει πια τόσο καλά. Εγώ υπεσχέθηκα να φροντίσω διά την συλλογήν του και επίσης να στείλω εις όλους ούζο και τσίρους… Μετά από τριάντα χρόνια, ούτε ο κ. Σπουργίτης ούτε ο Πάτερ Λεφάκης δεν είχαν ακόμη ξεχάσει τους τσίρους…
Η Καθημερινή, 12 Μαΐου 1935

