Mε τη συμπλήρωση 60 ετών ζωής της Γκρέτα Γκάρμπο, μιας από τις κορυφαίες σταρ του κινηματογράφου, ο Τζορτζ Χέραλντ δημοσίευσε μια σειρά κειμένων υπό τον γενικό τίτλο «Η Γκρέτα Γκάρμπο χωρίς μυστήριον». Δύσκολη αλλά γλαφυρή η προσπάθειά του, για μια ηθοποιό η οποία περιβάλλεται ακριβώς από μυστήριο, καθώς ο τρόπος κι ο λόγος που εγκατέλειψε την καριέρα της, μόλις στα 36 της χρόνια κι ενώ μεσουρανούσε στο κινηματογραφικό στερέωμα, έγιναν αφορμή για να ειπωθούν και να γραφτούν πολλά. Εξίσου πολλά γράφτηκαν και ειπώθηκαν για την προσωπική ζωή της. Η Γκάρμπο προτάθηκε τέσσερις φορές για Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, χωρίς να το κατακτήσει ποτέ, βραβεύτηκε όμως το 1955 με τιμητικό Όσκαρ για τις ερμηνείες της. Πέντε χρόνια πριν, είχε ανακηρυχθεί από το βιβλίο Γκίνες ως η ομορφότερη γυναίκα που έζησε ποτέ, ενώ είχε χαρακτηριστεί ως η καλύτερη ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου στον εικοστό αιώνα. Τα κείμενα του Χέραλντ –τα οποία συμπληρώνονται με ένα κείμενο για τα παιδικά της χρόνια– περιγράφουν την πορεία της από την πρώτη εμφάνιση σε διαφήμιση του πολυκαταστήματος στο οποίο εργαζόταν έως την κατάκτηση του Χόλιγουντ, την απόσυρση και τις αποτυχημένες προσπάθειες των Τσόρτσιλ και Ωνάση να τη μεταπείσουν.
Τα παιδικά χρόνια της Γκρέτα Γκάρμπο
Η Γκρέτα Γκάρμπο έφθασε το παρελθόν Σάββατον εις την Σουηδίαν. Η μεγάλη ηθοποιός του κινηματογράφου εδήλωσεν ότι σκέπτεται να αναπαυθή επί εξ και πλέον μήνας εις την πατρίδα της, ουδείς όμως γνωρίζει πού πρόκειται να εγκατασταθή. Επειδή ο διευθυντής ορχήστρας Στοκόφσκι την είχε συνοδεύσει επί του ατμοπλοίου, εκυκλοφόρησε και πάλιν η φήμη ότι η ξανθή γόησσα επέστρεψεν εις την Σουηδίαν διά να νυμφευθή. Ερωτηθείσα σχετικώς η Γκρέτα Γκάρμπο απήντησε:
«Κάθε φοράν που τελειώνει το γύρισμα μιας ταινίας μου, αι εφημερίδες επαναλαμβάνουν ότι πρόκειται να νυμφευθώ. Είναι λοιπόν τόσον απαραίτητον να πανδρευθώ»;

Η Γκρέτα Γκάρμπο έχει εις την Σουηδίαν πολλούς συγγενείς. Ένας εξ αυτών είναι και ο θείος της Οσκάρ Γούσταφσον, σωφέρ. Ο κ. Οσκάρ Γούσταφσον παρέσχε εις τους δημοσιογράφους τας κάτωθι ενδιαφερούσας πληροφορίας σχετικώς με τα παιδικά έτη της διασήμου καλλιτέχνιδος.
«Όταν εγεννήθη το πρώτο του παιδί, είπεν ο κ. Γούσταφσον, ο αδελφός μου, ο οποίος την εποχήν εκείνην ειργάζετο εις ένα μεγάλον εργολήπτην του Μαλμόε, μου έγραψε, διότι τότε εγώ ήμουν εις την Βόρειον Σουηδίαν, μίαν εκτενή επιστολήν, εις την οποίαν μεταξύ άλλων μου έλεγε:
“Θα δώσωμεν εις το κοριτσάκι μας το όνομα Μαργαρίτα, όπως έλεγαν την μητέρα μας. Είμαι ευχαριστημένος. Αλλά θα επροτιμούσα ένα αγοράκι. Τα κορίτσια έχουν πολλά έξοδα. Έπειτα, όταν μεγαλώσουν δεν ημπορούν εύκολα να εύρουν καλήν εργασίαν”.

Ξαναδιάβασα προ ολίγου καιρού αυτό το γράμμα, όταν έμαθα από τας εφημερίδας ότι η Γκρέτα κερδίζει τώρα δεκάδες εκατομμυρίων και ενθυμούμαι την όχι μακρυνήν εποχήν που ο αδελφός μου με ερωτούσε αν ήτο δυνατόν να εύρω μίαν επικερδεστέραν εργασίαν διά την Γκρέτα, η οποία ήτο τότε πωλήτρια εις ένα κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων, αρκετά καλόν. Αλλοίμονον! Δεν εγνωρίζαμε κανένα και η καϋμένη η Γκρέτα ηναγκάσθη να μείνη εις το ίδιον εκείνο κατάστημα.

Κάποτε εν τούτοις μία αρκετά πλουσία κυρία, ανεψιά ενός διασήμου τραπεζίτου που έχει αποθάνει προ πολλού, διαμένουσα εις το Μαλμόε, εζήτει μιαν νέαν ως καμαριέραν και μαγείρισσαν.

Έγραψα τότε εις τον αδελφόν μου, ο οποίος μου απήντησεν με μίαν περίεργον επιστολήν την οποίαν κατέχω ακόμη: περίεργον τώρα, διότι τότε ήτο πολύ φυσική…

“Η Γκρέτα έχει τώρα –μου έγραψε– ιδέας τας οποίας δεν καταλαβαίνω. Σε ευχαριστώ πολύ διά την θέσιν που της ευρήκες, αλλά δεν γνωρίζω διατί δεν θέλει να αναλάβη υπηρεσίαν. Μου λέγει ότι ημπορεί να κάμη ό,τι δήποτε άλλο, αλλ’ όχι να γίνη υπηρέτρια. Η φίλη της Μάγδα (μία συνάδελφος τότε της Γκρέτα) της ενέβαλε την ιδέαν να γίνη θεατρίνα. Να ανέλθη εις την σκηνήν από τώρα! Με καλλιτέχνας της σειράς, που δεν ξεύρει κανείς από πού έρχονται… Προτιμά να διακινδυνεύση τα νειάτα της, παρά να ζήση ήσυχα με ένα καλόν μισθόν”. Η επιστολή αυτή φέρει χρονολογίαν 8 Δεκεμβρίου 1922.
Την επομένην έλαβα ένα γράμμα της Γκρέτα, η οποία μου έλεγεν ότι εδέχετο. “Είχα την ιδέα να ακολουθήσω την Μάγδαν –μου έγραφε– (διότι εγνώριζα την μικράν φίλην της, η οποία ήτο κόρη ενός φίλου εμού και του αδελφού μου), αλλά μετενόησα. Θα πάρω την θέσιν που μου ευρήκες”. Το γράμμα αυτό δυστυχώς το έχασα και λυπούμαι πολύ δι’ αυτό, διότι ήτο το τελευταίον που είχα από την Γκρέτα.

Όταν η Γκρέτα ήτο 8 ετών και αι συμμαθήτριαί της την απεκάλουν «δεσποινίδα Γούσταφσον», ησθάνετο μεγάλην υπερηφάνειαν. Το μόνον μέρος όπου της ήρεσε να περνά τας διακοπάς της ήτο κοντά εις την θάλασσαν μαζί με τον πατέρα της. Έκαμνε λουτρά μαζύ μας, της ήρεσε να κολυμβά και προ παντός να διαβάζη. Η ανάμνησις την οποίαν διατηρούμε από την μικράν ανεψιάν μας –διότι δι’ εμάς εξακολουθεί να είναι η μικρά ανεψιά μας– καίτοι δεν την βλέπομεν ποτέ, είναι ενός κοριτσιού που εδιάβαζε πάντα.
Κατά την πρώτην εβδομάδα των διακοπών που επερνούσε μαζύ μας, εδιάβαζεν όλα τα βιβλία που είχαμε αγοράσει κατά το διάστημα του έτους. Άλλωστε, εις ηλικίαν τεσσάρων μόλις ετών η Γκρέτα εγνώριζεν τελείως ανάγνωσιν και εις ηλικίαν εξ ετών έγραφεν αρκετά καλά. Την πρώτην φοράν που ήλθε να περάση μαζύ μας τας διακοπάς της ήτο επτά ετών. Είχε χαρακτήρα πραγματικού μικρού αγρίου. Της είχαμε δώσει ένα μικρό δωμάτιον εις το οποίον εκλείσθη και κατέστρεψε τα πάντα. Ηναγκάσθημεν μετά δύο ημέρας να την στείλωμεν πάλιν εις τον πατέρα της.

Το επόμενον έτος επανήλθεν. Περιττόν να είπω ότι η άφιξίς της μας έκαμεν δυσάρεστον εντύπωσιν. Την επομένην της αφίξεώς της ήρχισαν αι αταξίαι. Αναρριχηθείσα εις ένα φράκτην έπεσεν από αδεξιότητα και ετραυματίσθη υψηλά εις τον μηρόν. Δεν γνωρίζω αν η Γκρέτα Γκάρμπο σήμερον έχη ακόμη την μεγάλην ουλήν του τραύματός της, που υπέστη όταν ήτο ακόμη δεσποινίς Γούσταφσον και ήτο μόλις οκτώ ετών. Πάντως αν η ουλή εξηφανίσθη, θα της μένη ασφαλώς η ανάμνησις…
Έτσι η Γκρέτα έμεινε κατά τας πρώτας οκτώ ημέρας της αφίξεώς της εις το κρεββάτι. Κατόπιν –δεν γνωρίζω αν το ατύχημα αυτό ήτο η αιτία– μετέβαλε χαρακτήρα. Δεν ήτο πλέον η ανυπόφορος μικρά, έγινεν περισσότερον αγαπητή. Εδέχθη να φορή πλέον ποδιά, άφηνε να της κτενίζουν τα μαλλιά και αυτό ήτο ήδη μία σοβαρά πρόοδος. Είχαμε την εντύπωσιν ότι η Γκρέτα μέχρις ηλικίας οκτώ ετών δεν εκτενίσθη ποτέ καλά. Όσον διά την τουαλέτταν της, θα ήτο προτιμώτερον να μη ομιλήσω: Διεδραματίζοντο σοβαραί σκηναί όταν έβλεπε νερό, σαπούνι και πετσέτα.
Πιστεύω ότι αξίζει κάποιος έπαινος, διότι εγώ πρώτος έμαθα την Γκρέτα να κολυμβά όταν ήτο ακόμη 10 ετών. Ενίοτε όμως η Γκρέτα είχε στιγμάς που εφαίνετο πραγματικό παιδί. Ενθυμούμαι ότι την έπαιρνα εις τα γόνατά μου. Ήτο πολύ ισχνή τότε, αλλ’ αυτό δεν την ημπόδιζε να τρώγη διά τέσσαρας. Ήρχετο εις το σπίτι μας μέχρις ότου έγινε 15 ετών. Τότε θα ημπορούσε κανείς να την νομίση ως βωβήν, δεν ωμιλούσε με κανένα. Δύο χρόνια αργότερα ήλθε να με παρακαλέση να της αγοράσω ένα μικρό βάζο που ήθελε. Της το ηγόρασα φυσικά. Έκτοτε δεν την ξαναείδα… παρά μόνον εις τον κινηματογράφον. Ίσως να την ξαναϊδώ όταν επιστρέψη πάλιν εις την πατρίδα μας…»
Η Καθημερινή, 22 Δεκεμβρίου 1937
Η Γκρέτα Γκάρμπο χωρίς μυστήριον
Τον Απρίλιον του 1922 δύο Σουηδέζες ηθοποιοί επήγαν ένα πρωί να διαλέξουν φορέματα εις το τμήμα μόδας ενός μεγάλου καταστήματος της Στοκχόλμης. Συνωδεύοντο από τον σκηνοθέτην των Έρικ Πέτσλερ. Η πωλήτρια –16 ετών, ύψος 1 και 66 μ., μαλλιά ξανθά κομμένα αλά Ζαν ντ’ Αρκ, που επλαισίωναν ένα ενδιαφέρον πρόσωπο– ηρώτησε την μίαν από τας δύο νέας γυναίκας:
— Θα μπορούσατε να μου πήτε τι πρέπει να κάμω για να επιτύχω ένα ρόλο εις ένα φιλμ;
— Το απλούστερο είναι να μιλήσετε γι’ αυτό στον κ. Πέτσλερ.

Η Γκρέτα Γκούσταφσον επροτίμησε να τηλεφωνήση την ίδια εκείνη ημέρα εις τον σκηνοθέτην. Την εκάλεσε να τον επισκεφθή και του απήγγειλε ένα ποίημα που είχε μάθει εις το σχολείον.
— Ήταν τόσον αφύσικη, αλλά και τόσον αξιολάτρευτη που το πρώτο δεν είχε σημασία, έλεγεν αργότερα ο Πέτσλερ.
Της επρότεινε λοιπόν ένα ρόλον εις την νέαν κωμωδίαν του: «Πέτρος ο αλήτης». Η Γκρέτα παρητήθη από τον μισθόν της των 250 φράγκων τον μήνα διά να παρελάση εις μίαν πλαζ με μαύρο μαγιό, όπως προέβλεπε το σενάριο. Η πρώτη αυτή εμφάνισίς της εις τον κινηματογράφον δεν είχε συνέχειαν. Η Γκρέτα ητοιμάζετο να επανέλθη πίσω από ένα πάγκον καταστήματος. Ο Πέτσλερ ωστόσο επίστευεν εις το ταλέντον της. Η Βασιλική Ακαδημία δραματικής τέχνης εχορήγει δώδεκα υποτροφίας ετησίως εις αρχαρίους που έδιδαν υποσχέσεις. Διατί να μην δοκιμάση την τύχην της προς αυτήν την κατεύθυνσιν;

Η Γκρέτα έλαβε μερικά ιδιωτικά μαθήματα και παρουσιάσθη εις τον διαγωνισμόν τον Αύγουστον του 1922, με πενήντα περίπου άλλας υποψηφίας. Μετά δύο ημέρας έλαβε μίαν επιστολήν, η οποία την εκάλει να παρακολουθήση μαθήματα από της 18ης Σεπτεμβρίου. Ήτο η ημέρα της 17ης επετείου των γενεθλίων της.
Η Γκρέτα προήρχετο από μίαν οικογένειαν απλών χωρικών. Ο Καρλ Γκούσταφσον, που απέθανεν εις ηλικίαν 48 ετών, ήτο υπάλληλος του δήμου. Η μητέρα της Άννα ήταν νοικοκυρά. Αι δύο μεγαλύτεραι αδελφαί, Άλμπα και Σβεν, ήσαν υποχρεωμέναι να εργάζωνται μετά τον θάνατον του πατέρα των. Η οικογένεια έζη εις ένα εργατικόν προάστιον της Στοκχόλμης.
Από νεαράς ηλικίας η Γκρέτα έβαλε σκοπόν να ξεφύγη από το περιβάλλον της και δημιουργούσε δι’ αυτήν ένα θαυμαστόν κόσμον. Εις ηλικίαν επτά ετών έκαμε συλλογήν καρτποστάλ των αγαπημένων της πρωταγωνιστριών. 9 ετών επήγαινε ν’ ακούση τας καλλιτέχνιδας να ομιλούν κατά την έξοδόν των από το Θέατρον Μόοσμπάκερ. Επέτυχε μάλιστα, ολίγον αργότερον, να γίνη δεκτή εις τα παρασκήνια διά να βοηθή τους ηθοποιούς να ετοιμασθούν να εισέλθουν εις την σκηνήν.
Κατόπιν απεφάσισε να παίξη η ιδία και ανέλαβε να οργανώση εσπερίδας εις τα σπίτια των συγγενών της και των συμμαθητριών της. Ο ρόλος της προτιμήσεώς της ήτο ο ρόλος μιας νεαράς κόρης που την απήγεν ένας σεΐχης και την έκλειεν εις το χαρέμι του. Συνήθως και τους δύο ρόλους τους έπαιζεν η ιδία.

Ο σκηνοθέτης Μώριτς Στίλλερ είχεν ανάγκην δύο νεαρών μη γνωστών ηθοποιών διά τους πρώτους γυναικείους ρόλους της προσεχούς ταινίας του «Κόστα Μπέρλινγκ». Ήτο Μάρτιος του 1923. Ετηλεφώνησεν εις τον Γκουστάβ Μολάντερ, διευθυντήν της Βασιλικής Ακαδημίας δραματικής τέχνης της Στοκχόλμης, ο οποίος ανέφερε μεταξύ των μαθητών του μίαν κάποιαν δεσποινίδα Γκούσταφσον, εξαιρετικά γοητευτικήν.
Ο Στίλλερ ήτο τότε 40 ετών. Εθεωρείτο ο μεγαλύτερος κινηματογραφιστής της Σουηδίας. Μεταξύ 1911 και 1923 είχε γυρίσει περισσοτέρας των σαράντα ταινίας, μεταξύ των οποίων την κωμωδίαν «Ερωτικόν», που τον κατέστησε διάσημον. Ήτο ένας άνδρας υψηλού αναστήματος, κομψός με γκρίζα μάτια σε ένα μακρύ λυπημένον πρόσωπον. Η Γκρέτα τού παρουσιάσθη με μίαν από τας συντρόφους της, την Μόνα Μάρτενσεν.
— Είσθε πολύ ωραία, αλλά και πολύ σωματώδης, της είπε. Πριν σας εμπιστευθώ ένα ρόλον, πρέπει να χάσετε καμμιά δεκαριά κιλά.
Ο Μώριτς Στίλλερ ήταν ένας μεγάλος ρομαντικός, ο οποίος ανεζήτει από καιρόν την ιδεώδη γυναίκα, μίαν γυναίκα «η οποία δεν έπρεπε να είναι μόνον ωραία, αλλά ευαίσθητος και μυστηριώδης εις μεγάλον βαθμόν». Ωνειρεύετο να την ανακαλύψη και να την κάμη την μεγαλυτέραν βεντέταν του κόσμου. Της είχεν ακόμη εύρει και ένα όνομα. Θα την ωνόμαζε «Γκάρμπο», μίαν λέξιν που υπάρχει εις πολλάς γλώσσας και η οποία σημαίνει «καλή νεράιδα» εις τα νορβηγικά και «χάρις, μεγαλοψυχία» εις τα ισπανικά.
Ο Στίλλερ εσκέφθη ότι είχεν ανακαλύψει επί τέλους εις την Γκρέτα την γυναίκα που ήξιζε να φέρη το όνομα «Γκάρμπο».
Έπειτα από ολίγας ημέρας την προσελάμβανε και της ενεπιστεύετο με αμοιβήν 3.000 κορωνών, τον ρόλον της Ιταλίδος κομίσσης Ελισάβετ Ντόνα, της οποίας η ηρωική αγάπη σώζει τον τυχοδιώκτην Γκόστα Μπέρλινγκ από την καταστροφήν. Ολίγον αργότερα, ο σκηνοθέτης απέκτησεν επί της μαθητρίας του μίαν επιρροήν σχεδόν υπνωτιστικήν. Της έμαθε να ντύνεται, να μακιγιάρεται, την εισήγαγεν εις την υψηλήν κοινωνίαν της Στοκχόλμης, την συνώδευεν εις τα καλύτερα εστιατόρια. Πολύ εφαντάσθησαν ότι υπήρχεν ένας τρυφερός δεσμός μεταξύ των.
Εις την πραγματικότητα δεν ήτο παρά η αφοσίωσις της φιλίας και δεν ημπορούσε να είναι τίποτε άλλο, διά τον απλούν λόγον ότι ο Μώριτς Στίλλερ δεν ησθάνετο παρά μόνον επαγγελματικόν ενδιαφέρον διά τας γυναίκας.
Είναι σημαντικόν γεγονός αυτό και εξηγεί την όλην εξέλιξιν της Γκρέτα Γκάρμπο. Η πρώτη τού «Γκόστα Μπέρλινγκ» εδόθη την 7 Μαρτίου 1924. Η ταινία δεν εσημείωσε μεγάλην επιτυχίαν εις την Στοκχόλμην, αλλά ο Στίλλερ είχεν ετοιμάσει μίαν γερμανικήν έκδοσίν της, την οποίαν επώλησεν αντί 100.000 μάρκων.

Μόνον εις το Βερολίνον η ταινία απέφερεν 700.000 μάρκα. Εμπρός εις μίαν τοιαύτην επιτυχίαν, η γερμανική εταιρία επρότεινεν εις τον Στίλλερ να χρηματοδοτήση το επόμενον φιλμ του. Ένας φίλος του Στίλλερ είχε μόλις προ ολίγου εκδώσει ένα μυθιστόρημα με τον τίτλον «Ο οβελίσκος του Σμόλνα», το οποίον εφαίνετο να προσφέρη εις την Γκρέτα Γκάρμπο ένα ιδεώδη ρόλον. Ήτο η ιστορία μιας νέας την οποίαν είχον φυλακίσει εις ένα χαρέμι της Μικράς Ασίας, από όπου εκείνη δραπετεύει και ευρίσκει εις το τέλος τον μνηστήρα της.
Η ταινία έπρεπε να γυρισθή εις την Τουρκίαν. Ολίγον προ των Χριστουγέννων του 1924, ο Στίλλερ, η Γκρέτα, ο ηθοποιός Λαρς Χάνσον και ένα συνεργείον τεχνικών ανεχώρησαν διά τον Βόσπορον.
Η Γκρέτα έζη όπως εις ένα όνειρον. Εκτός από το ταξίδι της εις ξένην χώραν, το οποίον πάντοτε επεθύμει, επήγαινεν επί τέλους να παίξη αληθινά τον ρόλον της νέας του χαρεμιού. Ένα ρόλον εις τον οποίον ησκείτο από της παιδικής της ηλικίας.
Το όνειρον, αλλοίμονον, ετελείωσεν εξ ίσου απότομα όπως είχεν αρχίσει. Το τουρκικόν τελωνείον είχε κατάσχη τας μηχανάς λήψεως του συνεργείου και δεν τας επέστρεφε παρά μόνον μετά παρέλευσιν δέκα οκτώ ημερών. Εις το διάστημα αυτό η γερμανική εταιρία είχε χρεωκοπήσει.
Διά την Γκρέτα ήτο ένα μάθημα, που δεν ελησμόνησε ποτέ.
Η Καθημερινή, 28 Δεκεμβρίου 1966
Εξώφυλλο εις το «Βάνιτυ Φαίαρ»
Την άνοιξιν του 1925, το Χόλλυγουντ ήρχισεν να αισθάνεται απειλούμενον σοβαρώς από την ευρωπαϊκήν βιομηχανίαν του κινηματογράφου, ευρισκομένην εις μεγάλην άνοδον. Έτσι η αμερικανική πρωτεύουσα του κινηματογράφου επεδίωκε να προσελκύση τον μεγαλύτερον δυνατόν αριθμόν κινηματογραφικών ειδικών και νέων ταλέντων. Ο Λούις Μάγερ είχεν έλθει αυτοπροσώπως διά την αναζήτησίν των εις την Ευρώπην. Αργότερον ανεγνωρίζετο εις αυτόν η τιμή ότι συνεισέφερεν εις την δόξαν της Γκρέτα Γκάρμπο. Σήμερον ημπορεί να λεχθή πώς ακριβώς συνέβησαν τα πράγματα.

Όταν ο Μάγερ έφθασεν εις το Βερολίνον τον Μάρτιον του 1925, ο αντιπρόσωπός του εις την Γερμανίαν τον ειδοποίησεν ότι «ο μεγάλος μαιτρ του σουηδικού κινηματογράφου» Μώριτς Στίλλερ ευρίσκετο εις το ξενοδοχείον Εσπλανάντ.
— Αλήθεια; ηρώτησεν ο Μάγερ, ο οποίος δεν είχεν ακούσει ποτέ να ομιλούν διά τον Στίλλερ. Ημπορώ να ιδώ μίαν από τας ταινίας του;
Προέβαλαν δι’ αυτόν το φιλμ «Γκόστα Μπέρλινγκ». Ο Στίλλερ παρίστατο εις την προβολήν. Ο Αμερικανός εφάνη να έχη εντυπωσιασθή από αυτήν.
— Πρέπει οπωσδήποτε να έλθετε εις το Χόλλυγουντ, κ. Στίλλερ, του είπε. Θα ημπορούσαμεν να σας προσφέρωμεν θαυμασίας δυνατότητας.
— Πιστεύετε; απήντησεν ψυχρά ο Σουηδός. Όπως και να έχη το πράγμα, δεν θα ερχόμουνα χωρίς την Γκάρμπο.
— Ποια είναι η Γκάρμπο;
— Είναι η νέα που παίζει εις την ταινίαν μου. Μια τέτοια καλλονή που δεν συναντά κανείς παρά μίαν φοράν κάθε αιώνα.
— Εις το Χόλλυγουντ έχομεν ένα σωρό κοπέλλες το ίδιο ωραίες.
— Ναι, αλλά όλες είναι βγαλμένες από το ίδιο καλούπι.

Την επαύριον ο Μάγερ προσεκάλεσε τον Στίλλερ και την βεντέτταν του να γευματίσουν μαζί του εις το ξενοδοχείον Άντλον. Ο Στίλλερ έβαλε την Γκάρμπο να καθήση εις τρόπον ώστε ο Αμερικανός να βλέπη το καλύτερον προφίλ της. Εκείνος όμως μόλις την επρόσεξε καθ’ όλην την διάρκειαν του γεύματος.
Ήρχιζε πάντοτε να παρατηρή τις γυναίκες από τα πόδια και είχε διαπιστώσει ότι η νέα Σουηδή
είχε τους αστραγάλους κάπως χονδρούς.
Ενώ εσέρβιραν το ψάρι, ο Μάγερ ηρώτησε τον Στίλλερ πόσα θα ήθελεν ως αμοιβήν του. «1.500 δολλάρια την εβδομάδα», απήντησεν εκείνος, χωρίς την παραμικράν έκφρασιν εις το πρόσωπον. Ο Μάγερ δεν αντέδρασε.
— Και η Γκάρμπο; ηρώτησεν ο Στίλλερ.
Ο Μάγερ επερίμενε τα επιδόρπια διά να απαντήση εις το ερώτημα και να κάμη μίαν πρότασιν.
— Κύριε Στίλλερ, είπε, σας προτείνω συμβόλαιον τριών ετών, με έναρξιν την 1ην Ιουλίου 1925. Πρέπει να θεωρήσω το αίτημά σας εν σχέσει με την μις Γκάρμπο ως τελεσίγραφον;
— Μάλιστα.
— Εν τοιαύτη περιπτώσει θα πρέπει να καθορίσωμεν δι’ αυτήν ένα συμβόλαιον βραχείας διαρκείας: 6 μηνών προς 350 δολλάρια την εβδομάδα.
Ο Στίλλερ εδέχθη. Τον ενδιέφερε κυρίως να ημπορέση να πάρη μαζί του την Γκάρμπο εις την Αμερικήν. Τα συμβόλαια υπεγράφησαν την επομένην. Ο Μάγερ δεν υπωψιάζετο ότι του είχε πέσει ο πρώτος αριθμός.

Η Γκρέτα και ο Στίλλερ εγκατέλειψαν την Ευρώπην εις τα τέλη Ιουνίου. Ο επί του Τύπου σύμβουλος της Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγερ εις την Νέαν Υόρκην είχε δημοσιεύσει μίαν ανακοίνωσιν εις τας εφημερίδας αναγγέλλων την άφιξιν της Σουηδής «Νόρμα Σήρερ», αλλά καμμία εφημερίς δεν έκρινε αναγκαίον να αποστείλη ένα ρεπόρτερ κατά την άφιξιν του πλοίου. Την τελευταίαν στιγμήν επεστρατεύθη ένας φωτογράφος, ο οποίος αντί 25 δολλαρίων εδέχθη να ανέλθη εις το πλοίον. Ο Στίλλερ θα ήθελε να φθάση εις το Χόλλυγουντ χωρίς καθυστέρησιν, αλλά η Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγερ δεν εβιάζετο να ίδη να φθάνουν τους δύο Σουηδούς. (Ας επισκεφθούν λοιπόν την Νέαν Υόρκην με όλην των την άνεσιν!)

Πολλαί εβδομάδες πέρασαν κατ’ αυτόν τον τρόπον. Ο Στίλλερ είχε την εντύπωσιν ότι ήθελαν να τους ταπεινώσουν και τον έπνιγεν η αγανάκτησις. Η Γκρέτα προσεκλήθη μίαν ημέραν να γευματίση με φίλους της από την Στοκχόλμην. Μεταξύ των προσκεκλημένων ευρίσκετο και η Σουηδή καλλιτέχνις του τραγουδιού Μάρθα Χέντμαν, η οποία ετραγουδούσε εις την Μετροπόλιταν. Εκύτταξε επί πολύ την Γκρέτα και της είπε:
— Πρέπει να σας συστήσω τον φωτογράφον Γκέντε.
Γερμανός την καταγωγήν, ο Άρνολντ Γκέντε ήτο την εποχήν εκείνην ο φωτογράφος των βεντεττών. Τα πορτραίτα του εστόλιζαν συχνά τα εξώφυλλα των περιοδικών «Βογκ» και «Βάνιτυ Φαίαρ». Όταν έδειξεν εις την Γκάρμπο μερικάς από τας φωτογραφίας του, εκείνη του είπε: «Θα ήτο θαυμάσιον, εάν μπορούσατε να με φωτογραφήσετε κάποια μέρα».
— Κάποια μέρα; Διατί όχι αμέσως; Θέλω να το κάμω διά να βεβαιωθώ ότι δεν είσθε απλώς ένα όνειρο.

Ο Γκέντε επέτυχε να συλλάβη το μυστηριώδες θέλγητρον της νεαράς Σουηδής, όσον κανείς προηγουμένως. Όταν έδειξε τας φωτογραφίας εις τον αρχισυντάκτην του «Βάνιτυ Φαίαρ», εκείνος του είπε:
— Μια κοπέλλα σαν κι αυτή δεν υπάρχει, δεν είναι δυνατόν, Άρνολντ. Επινοήσατε για άλλη μία φορά δεν ξέρω κι εγώ τι είδους τρυκ.
Το πορτραίτο της Γκάρμπο εδημοσιεύθη εις το εξώφυλλον του τεύχους του Νοεμβρίου, με την λεζάνταν «Ένα νέον άστρον του Βορρά: Γκρέτα Γκάρμπο».

Η Γκρέτα ήτο εις το μπάνιο της, όταν παρουσιάσθη ένας απεσταλμένος και ανήγγειλεν ότι ήτο επιφορτισμένος να οδηγήση αμέσως την μις Γκάρμπο εις την Μέτρο Γκόλντουιν. Η Γκρέτα ετοιμάσθηκε βιαστικά και ηκολούθησε τον εκπρόσωπον της εταιρίας εις το Μπρόντγουαιη.
Την ωδήγησαν εις τον διευθυντήν, όπου την ανέμεναν τέσσαρες κύριοι με έκφρασιν μεγάλης σοβαρότητος εις τα πρόσωπά των. Ο Μώριτς Στίλλερ εστέκετο εις μίαν γωνίαν. Έρριψε εις την Γκρέτα ένα θριαμβευτικόν βλέμμα.

— Μις Γκάρμπο, εδήλωσεν ο κ. Μπόουζ, ο διευθυντής, είμεθα πολύ ευτυχείς που σας αναγγέλλομεν ότι αναχωρείτε αύριον διά το Χόλλυγουντ. Η φωτογραφία του Άρνολντ Γκέντε είχε μεγαλυτέραν δύναμιν επί του Χόλλυγουντ από όλους τους λόγους και τας ικεσίας του Στίλλερ.
Η Καθημερινή, 29 Δεκεμβρίου 1966
Στο Χόλλυγουντ
Τον Απρίλιον του 1926, η Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγερ ενεπιστεύθη εις την Γκρέτα τον πρώτο της ρόλον εις το φιλμ «Ο θηλυκός πειρασμός». Ο φίλος της Μώριτς Στίλλερ ανέλαβε την σκηνοθεσίαν. Την πρώτην ημέραν του γυρίσματος, καθώς εγύριζαν μίαν σκηνήν εις την οποίαν έβλεπε κανείς την Γκάρμπο και τον Μορένο καθισμένους τον έναν πλάι εις τον άλλον επάνω εις ένα καναπέ, ο Στίλλερ διέταξε τον Μορένο να φορέση παπούτσια πολύ μεγαλύτερα από το νούμερό του, διά να φαίνωνται έτσι μικρότερα τα πόδια της Γκάρμπο από τα δικά του. Αυτήν την φοράν ο ηθοποιός επήγε να διαμαρτυρηθή εις την εταιρίαν και ηρνήθη να παίξη εις το εξής με σκηνοθέτην τον Στίλλερ. Ο Στίλλερ δεν εγνώριζεν ότι ο Μορένο είχε νυμφευθή την θυγατέραν ενός εκ των μεγαλυτέρων μετόχων της εταιρίας. Μετ’ ολίγας ημέρας ο Σουηδός υπεχρεώθη να εγκαταλείψη την εργασίαν του ως σκηνοθέτου. Αυτό του εστοίχισε τόσον πολύ, ώστε αρρώστησε.

Το δεύτερον φιλμ της Γκάρμπο είχεν ακόμη μεγαλυτέραν επιτυχίαν από το πρώτον. Ολόκληρη η Αμερική είχε καταληφθή από έκστασιν. Η Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγερ έσπευσε να κτυπήση το σίδερο όσο ακόμη ήταν ζεστό. Η Γκρέτα είδε να της δίδουν τον ρόλον μιας μοιραίας γυναικός εις την ταινίαν «Η σάρκα και ο διάβολος», με υπόθεσιν ληφθείσαν από ένα γερμανικόν μυθιστόρημα του Χέρμαν Σούντερμαν.
Ο πρώτος ανδρικός ρόλος ανετέθη εις τον δημοφιλέστατον από τους Αμερικανούς ηθοποιούς της εποχής, τον Τζων Τζίλμπερτ. Ήτο 29 ετών, με μεγάλα μαύρα μάτια και ακαταμάχητον χαμόγελον. Αι γυναίκες έβλεπαν εις το πρόσωπόν του τον διάδοχον του Ροδόλφου Βαλεντίνο, που μόλις είχεν αποθάνει.

Από την στιγμήν που οι δύο πρωταγωνισταί συνεστήθησαν ο ένας εις τον άλλον, και το γεγονός εγνωστοποιήθη, ήρχισαν να διαδίδωνται παντός είδους ιστορίαι διά λογαριασμόν των. Με την πάροδον του χρόνου, είναι τώρα δυνατό να γνωρίζωμε τι ακριβώς συνέβη εις την πραγματικότητα μεταξύ της Γκάρμπο και του Τζίλμπερτ. Έγινε τότε λόγος περί κεραυνοβόλου έρωτος. Αλλά δεν συνέβαινεν αυτό, τουλάχιστον ως προς την Γκρέτα.
Εκ πρώτης όψεως, ο τρίτος αυτός Αμερικανός δεν διέφερε καθόλου από τους προηγουμένους. Επί πλέον, ήτο κατά τι κοντύτερος από αυτήν (η Γκρέτα είχε ύψος 1,68 μ.) ακόμη και όταν εκείνη φορούσε χαμηλά τακούνια.
Αντιθέτως είναι αληθές ότι ο Τζίλμπερτ είχε τρελλά ερωτευθή την παρτεναίρ του. Διαζευγμένος δύο φοράς έως τότε, είχεν αναριθμήτους ερωτικάς κατακτήσεις, όπως έλεγαν. Δεν είχεν όμως ποτέ κρατήσει εις την αγκαλιάν του μίαν μελαγχολικήν καλλονήν όπως η Γκρέτα. Το σενάριον του έδωσε την ευκαιρίαν να δείξη το μέγα πάθος της φλόγας που τον κατέτρωγε. Η μία σκηνή με τα φιλιά διεδέχετο την άλλην.

«Τίποτε το περίεργον εάν η Γκάρμπο καταλήξη να τον ερωτευθή και αυτή, είπε τότε ο σκηνοθέτης. Συχνά έμεναν ο ένας εις την αγκαλιά του άλλου πολλήν ώραν αφ’ ότου είχα σταματήσει την μηχανήν. Είχαν ξεχάσει όλον τον κόσμον».
Αι ιστορίαι εν σχέσει με τας φλογεράς ερωτικάς σκηνάς της Γκάρμπο διεδόθησαν εις ολόκληρον την Αμερικήν σαν την πυρκαϊάν εις τα ξηρά χόρτα. Το μεγαλύτερον θέμα σκανδαλισμού ήτο το γεγονός ότι η Γκρέτα ετόλμησε να αφήση να φιληθή με ανοικτό στόμα. «Η σάρκα και ο διάβολος» υπήρξε μία ακόμη επιτυχία διά την Γκάρμπο. «Ποτέ δεν είχεν ιδή κανείς εις την σκηνήν μίαν τόσον γοητευτικήν γυναίκα», έγραψεν ο «Κήρυξ-Βήμα Νέας Υόρκης».

Αφού έγινε μεγάλη βεντέττα η Γκάρμπο, φυσικόν ήτο ότι ηθέλησε να πληρώνεται αναλόγως. Εκέρδιζεν 600 δολλάρια την εβδομάδα και εζήτησεν 5.000. Η Μέτρο ηρνήθη. Η Γκρέτα δεν επέρασε πλέον την πόρτα των στούντιο. Η Μέτρο έπαυσε να της καταβάλλη την αμοιβήν της. Ο μικρός αυτός ψυχρός πόλεμος διήρκεσεν επτά μήνας.
Κατά την περίοδον αυτήν, η φιλία της Γκρέτας και του Τζίλμπερτ έλαβε σοβαρωτέραν τροπήν.
Η Γκρέτα περνούσε όλον σχεδόν τον καιρόν της εις το κτήμα που είχεν ο παρτεναίρ της εις τους λόφους πλησίον του Χόλλυγουντ. Κάθε φοράν εν τούτοις που ο Τζίλμπερτ τής εζήτει να τον πανδρευθή, του έδιδε παρελκυστικήν απάντησιν. Μίαν ημέραν αγοράζει ένα γιωτ με την ελπίδα ότι η Γκρέτα θα τον συνώδευε εις τας θαλάσσας του Νότου. Εκείνη μετέφερε τας αποσκευάς της επί του πλοίου, αλλά την στιγμήν που το πλήρωμα ητοιμάζετο να σηκώση την σκάλαν, εκείνη το έβαλε εις τα πόδια.

Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (AP PHOTO/U.S. ARMY SIGNAL CORPS).
Μίαν άλλην φοράν ο Τζίλμπερτ έφθασε σχεδόν εις τον σκοπόν του. Είχεν επιτύχει να πείση την Γκρέτα να τον συνοδεύση εις το ληξιαρχείον της Σάντα Άννα. Ολίγας στιγμάς όμως πριν αρχίση η τελετή, η Γκρέτα εζήτησε συγγνώμην. Ήθελε να τακτοποιήση την τουαλέτταν της. Μετ’ ολίγον ο Τζίλμπερτ έχασε την υπομονήν του. Επήγε να ιδή τι συμβαίνει και ανεκάλυψεν ότι η Γκρέτα το είχε σκάσει από το παράθυρον του ισογείου.
Αυτό ήτο το πεζόν τέλος ενός ειδυλλίου. Ο Τζίλμπερτ έπνιξε την λύπην του εις την συντροφιάν της τραγουδιστρίας Ίνα Κλαιρ. Όσον διά την Γκρέτα, έλαβεν τότε την απόφασιν να παραμείνη άγαμος εις όλην της την ζωήν.
Πολλοί ψυχολόγοι έσκυψαν επάνω εις το αίνιγμα που τους έθετε η Γκρέτα Γκάρμπο. Διότι η ωραία Σουηδή, ενώ είχε γίνει δι’ ολόκληρον τον κόσμον το σύμβολον της θηλυκότητος, δεν εξεπλήρωνε εις την ζωήν ολόκληρον τον ρόλον της ως γυναικός; Το πρόβλημα δεν είναι απλούν. Σήμερον ακόμη, το θέμα αυτό είναι κάτι σαν ταμπού μεταξύ των στενών φίλων της Γκάρμπο. Συνήντησα εν τούτοις μίαν γηραιάν κυρίαν η οποία την γνωρίζει εδώ και σαράντα χρόνια. Ιδού τι μου είπεν όταν της υπέβαλα το λεπτόν ερώτημα:
— Η τύχη της Γκάρμπο ηθέλησε, όταν εκείνη ήτο 17 ετών να γνωρίση έναν άνδρα ο οποίος την κατέκτησεν υπό πάσαν έννοιαν, εκτός του ότι δεν υπήρξε εραστής της. Ήτο καλός άνθρωπος και μεγάλος καλλιτέχνης που του άρεσε να τον βλέπουν με συντροφιάν ωραίων γυναικών. Αλλ’ αυτό δεν ήτο παρά μία πρόσοψις. Από της πλευράς της η Γκρέτα ήτο από την φύσιν της μία κοπέλλα κανονική, ευαίσθητος. Όπως πολλαί γυναίκες, είχε μερικά ανδρικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν έπρεπεν οπωσδήποτε να την εμποδίσουν να πανδρευθή και να είναι ευτυχής με έναν άνδρα.
«Η επιρροή του Μώριτζ Στίλλερ επέδρασεν επάνω της κατά τα αποφασιστικά έτη της αναπτύξεώς της. Ο Στίλλερ την “εδημιούργησε” ακριβώς κατ’ εικόνα του. Εκείνη δεν εζούσε παρά μέσω αυτού και τον εσέβετο. Μήπως δεν είχεν εύρει, χάρις εις αυτόν, την αρτίωσίν της ως καλλιτέχνιδος;».
Η Καθημερινή, 30 Δεκεμβρίου 1966
«Η Γκάρμπο ομιλεί»
Η Γκρέτα δεν ημπορούσε να ανεχθή να την κοιτάζουν την ώρα που «εγύριζε». Εκαιροφυλακτούσε διαρκώς να συλλάβη κανένα ξένον πρόσωπον που θα είχε κατορθώσει να γλιστρήση εις το πλατώ. Όταν εγύριζε ερωτικάς σκηνάς, απαιτούσε να είναι απομονωμένη με παραβάν. Ήτο τόσον επιφυλακτική ακόμη και με τους παρτεναίρ της – η ιδιοτροπία της αυτή ήτο κάτι σαν αρρρώστεια. Ο Μπαζίλ Ράτμπον, που έπαιζε τον ρόλο του συζύγου εις την «Άννα Καρένινα», ενθυμείται ότι δεν του απηύθυνε ποτέ τον λόγον, εκτός της εργασίας των.
Ένα περίεργον επεισόδιον, το οποίον λέγει πολύ περισσότερα από μίαν λεπτομερή ανάλυσιν της συμπεριφοράς της, τοποθετείται περίπου εις αυτήν την εποχήν.

Μίαν ημέραν εζήτησεν από τον Άλντους Χάξλεϋ, τον διάσημον Άγγλον συγγραφέα, να γράψη ένα σενάριο ειδικώς δι’ αυτήν. Ο Χάξλεϋ την επεσκέφθη διά να συζητήση το θέμα. Η Γκρέτα τον εδέχθη με πολλήν ευγένειαν. Ήταν ντυμένη με ανδρικό κοστούμι. Ενωχλημένος κάπως ο Χάξλεϋ ήρχισε να ομιλή αμέσως διά το θέμα της επισκέψεώς του. Τι είδους ιστορίαν θα επρότεινε η μις Γκάρμπο δι’ ένα σενάριο;
— Θα ήθελα πολύ να εγράφατε μια ιστορία διά τον Άγιον Φραγκίσκον της Ασσίζης, του είπε.
Όταν ο συγγραφεύς συνήλθε από την έκπληξίν του, την ηρώτησε:
— Και θα θέλατε σεις η ίδια να παίξετε τον ρόλον του Αγίου Φραγκίσκου;
— Ακριβώς.
Επί μίαν στιγμήν ο Χάξλεϋ έμεινεν άφωνος. Έπειτα δεν ημπόρεσε να μην παρατηρήση.
— Και πώς λοιπόν; Με μίαν ψεύτικη γενειάδα;
Και αφού η ερώτησίς του έμεινε αναπάντητος, εσηκώθη, υπεκλίθη και έφυγε.

Η Γκρέτα Γκάρμπο είχε λαμπράν επιτυχίαν κατά το επικίνδυνον πέρασμα από τον βωβόν εις τον ομιλούντα κινηματογράφον. Η πρώτη της εμφάνισις εις ομιλούσαν ταινίαν έγινε με την «Άννα Κρίστι», την ιστορίαν μιας νεαρής Σουηδής που πανδρεύεται έναν ναύτην.
«Η Γκάρμπο ομιλεί». Η απλή αυτή αγγελία ήτο αρκετή να γεμίση τας κινηματογραφικάς αιθούσας εις όλον τον κόσμον. Εκατομμύρια θεατών επερίμεναν με χτυποκάρδι την σκηνήν εις την ταβέρνα του λιμανιού, όπου η Γκάρμπο ανοίγει το στόμα διά πρώτην φοράν και λέγει με μίαν φωνήν βαθειά και βραχνήν:
— Δώσε μου ένα ουίσκυ και μπύρα σε άλλο ποτήρι.
«Από την στιγμήν που ηκούσθη η φωνή της, εσχολίασεν ένας κριτικός, η Γκάρμπο μας απεκάλυψεν ολόκληρη την έκτασιν του ταλέντου της και του σεξ απήλ της».
Η Γκάρμπο έπαιξεν εν συνεχεία εις την «Σουζάν Λέννοξ» με τον νέον ήρωα της οθόνης, τον Κλαρκ Γκαίημπλ, και έπειτα εις την «Μάτα Χάρι» και εις το περίφημον «Γκραντ Οτέλ» της Βίκυ Μπάουμ, ταινίαν εις την οποίαν έφθασεν εις την κορυφήν της δόξης της.
Κατά το γύρισμα της «Μαρία Βαλέφσκα», το καλοκαίρι του 1937, η Γκρέτα εγνώρισε τον Λεοπόλδον Στοκόφσκι. Ο διάσημος διευθυντής ορχήστρας είχεν έλθει εις το Χόλλυγουντ, αφού διηύθυνεν επί πενταετίαν την φιλαρμονικήν της Φιλαδελφείας. Είχεν αναλάβει υποχρεώσεις διά την μουσικήν κωμωδίαν «Εκατό άνδρες κι ένα κορίτσι», με την οποίαν ανεδείχθη η Ντιάνα Ντάρμπιν.

Ο Στοκόφσκι σχεδόν κατελήφθη από θάμβος όταν του συνέστησαν την Γκάρμπο. Προσκληθείς εις γεύμα εις το σπίτι της, μαζί με έναν κοινόν φίλον, επέρασεν αμέσως εις την επίθεσιν:
— Μις Γκάρμπο, έχει γραφτεί εις τα άστρα.
— Τι λοιπόν;
— Ότι είμεθα πλασμένοι ο ένας για τον άλλον.
— Ω! αλήθεια, δεν ήξερα ότι είσθε και αστρολόγος.
— Κάθε αντίστασις είναι περιττή, εξηκολούθησεν εκείνος, δεν έχομεν το δικαίωμα να αντισταθούμε εις την μοίραν μας.
Τον Φεβρουάριον του 1938, ο Στοκόφσκι ενοικίασεν μίαν έπαυλιν εις το Ραβέλλο, κοντά εις την Νεάπολιν. Απεκαλύφθη συντόμως εις το χωριό ότι είχε μίαν προσκεκλημένην. Μίαν νέα γυναίκα που την έβλεπαν να τριγυρίζει εις την ταράτσαν με μπλε πανταλόνι και μ’ ένα τεράστιο καπέλο στο κεφάλι από κίτρινη ψάθα. Μια πολύ γνωστή σιλουέττα.

Το νέον δι’ ένα ειδύλλιον μεταξύ του Στοκόφσκι και της Γκάρμπο έκαμεν εντύπωσις εις ολόκληρον τον κόσμον. Ήτο η πλέον ρομαντική ιστορία μετά την παραίτησιν από τον θρόνον του δουκός του Ουίνδσωρ. Η «Βίλλα Τσιμπρόνε» κατ’ ουσίαν ήτο πολιορκημένη ημέραν και νύκτα. Οι ένοικοί της επήραν συντόμως τας αποσκευάς των και επήγαν να συνεχίσουν τας διακοπάς των εις το κτήμα της Γκρέτας, εις την Σουηδίαν.
Εις το τέλος Μαρτίου, ο μαέστρος επέστρεψε μόνος εις τας Ηνωμένας Πολιτείας. Καλώς πληροφορημένα πρόσωπα είπαν τότε ότι «μια ολύμπια μορφή όπως η ιδική του, δεν ημπορούσε να δεχθή εις το πλευρό της έναν άλλον θεόν, πολύ περισσότερον μίαν θεάν». Έτσι ετελείωσεν ένα επεισόδιον της ζωής της Γκάρμπο: Άλλη μία ημιτελής συμφωνία.
Πρέπει να περιμένωμεν έως το 1940 διά να συναντήσωμεν και πάλιν έναν άνδρα εις την ζωήν της Γκρέτα Γκάρμπο. Υιός ενός Γερμανού ιατρού, ο Γκαίηλορντ Χάουζερ είχε γίνει διάσημος με τας περί διαίτης θεωρίας του. Η Γκρέτα έγινε μία από τας πλέον ενθουσιώδεις οπαδούς του.

Είναι δύσκολον να λεχθή ποίον εκ των δύο φαρμάκων υπήρξε το πλέον αποτελεσματικό. Το σύστημα διαίτης ή η προσωπική γοητεία εκείνου που το επενόησε. Οπωσδήποτε όμως μία σημαντική αλλαγή εσημειώθη εις την Γκρέτα Γκάρμπο. Ερρίφθη αποτόμως εις την κοσμικήν ζωήν, επήγαινεν εις τους χορούς, εις τις πρεμιέρες.
Η Γκρέτα είχε γίνει μια γυναίκα με εύθυμην διάθεσιν. Η Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγερ επεζήτησε να επωφεληθή όσον ήτο δυνατόν και έβγαλε από τα συρτάρια της μίαν κωμωδίαν με τίτλον «Η γυναίκα με τα δύο πρόσωπα». Η ηρωίς ήτο ένα είδος «πιν απ’ γκερλ» που χορεύει και ξεθεώνεται ντυμένη ελαφρά.
Η πρώτη της «Γυναίκας με τα δύο πρόσωπα» εδόθη την 21 Δεκεμβρίου 1941, τρεις εβδομάδας μετά την ιαπωνικήν επίθεσιν εις το Περλ Χάρμπορ. Η κριτική ομοφώνως απεφάνθη ότι ο ρόλος ήτο ανάξιος της Γκάρμπο. Η ταινία υπήρξε μια οικονομική καταστροφή διά την εταιρίαν.
Τον Ιανουάριον του 1942, η Γκρέτα Γκάρμπο έδωσε εις την δημοσιότητα την κατωτέρω ανακοίνωσιν: «Η μις Γκάρμπο απεφάσισε να διακόψη την κινηματογραφικήν σταδιοδρομίαν της. Δεν θα αναλάβη πλέον άλλας υποχρεώσεις προ του τέλους του πολέμου». Ήτο τότε 36 ετών.
Η Καθημερινή, 31 Δεκεμβρίου 1966
«Φοβάμαι…»
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος μόλις έχει τελειώσει και η Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγερ –η οποία είχε αντιληφθεί ότι η δημοτικότης της Γκάρμπο παρέμεινε σημαντική, παρά τα τρία έτη της αποχής της από τον κινηματογράφον– της επρότεινε ένα συμβόλαιον 250.000 δολλαρίων διά να γυρίση μίαν νέαν κόπιαν της ταινίας «Η σάρκα και ο διάβολος». Η Γκρέτα απέρριψε την πρότασιν. Εξηκολούθη να ζη πολύ μέτρια, παρά την περιουσίαν της, αλλά είχε επί τέλους ξεπεράσει τον φόβον που την κατείχεν από την νεανικήν της ηλικίαν, ότι δεν της έφθαναν τα χρήματα.
Αυτό το ώφειλε κατ’ ουσίαν εις ένα άνδρα που ήρχιζε να παίζη σημαντικόν ρόλον εις την ζωήν της: Τον χρηματιστήν Γκεόργκ Ματτίας Σλέε.

Κατ’ ειρωνίαν της τύχης έγινεν αιτία της νέας αυτής φιλίας ο δρ Γκαίηλορντ Χάουζερ. Είχεν ειπή μίαν ημέραν εις την Γκρέτα:
— Αν θέλετε να διατηρήσετε την νεανικήν σας εμφάνισιν, πρέπει να ντύνεσθε καλύτερα. Γνωρίζω έναν οίκον ραπτικής εις την 5ην Λεωφόρον…
Η μοδίστρα ωνομάζετο Βαλεντίνα και ήτο μία Λευκορωσίς, η οποία έδιδε τον τόνον, την εποχήν εκείνην, εις τον κόσμον της μόδας της Νέας Υόρκης. Είχε πανδρευθή έναν παλαιόν αξιωματικόν του τσάρου, τον Γκεόργκ Σλέε. Ο τελευταίος αυτός έμοιαζε καταπληκτικά της Γκάρμπο. Θα ημπορούσε κανείς να τον εκλάβη ως μεγαλύτερον αδελφόν της.

Ο Σλέε ερωτεύθηκε την ηθοποιόν. Εκείνη εύρισκεν εις τον χρηματιστήν τους τρόπους και την συμπεριφοράν του Μωρίς Στίλλερ.
Το αποτέλεσμα ήτο να δημιουργηθή ένας δεσμός τριγώνου. Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι καλώς πληροφορημένοι περί της υποθέσεως, βεβαιούν ότι ο Σλέε επήγεν εις την γυναίκαν του και της εδήλωσεν:
— Αγαπώ την Γκρέτα Γκάρμπο, αλλά ξέρω ότι δεν θα με πανδρευθή ποτέ. Θα ήταν λοιπόν καλύτερα να εμέναμε μαζί, αφού έχομε συνηθίσει ο ένας τον άλλον.
Η Βαλεντίνα κατέληξε να δεχθή. Αγαπούσε και εκείνη πολύ την Γκρέτα. Από την στιγμήν αυτήν ο Σλέε συνώδευε την Γκρέτα εις όλα τα ταξίδια της εις την Ευρώπην. Έγινεν ο οικονομικός της σύμβουλος και γενικώς ο σύμβουλός της εις όλα. Η Γκρέτα είχε τώρα εγκαταλείψη το Χόλλυγουντ έπειτα από δέκα χρόνια παραμονής της εκεί. Η αποχώρησίς της θα ήτο οριστική; Εδυσκολεύετο διαρκώς περισσότερον να αποφασίση. Και ο καιρός περνούσε χωρίς να λαμβάνεται καμμία απόφασις.

Εις ένα ταξίδι της εις την Γαλλίαν, η Γκρέτα είχε παραστή εις μίαν δεξίωσιν, οργανωθείσαν εις το «Μαξίμ» προς τιμήν του μουσικού Κολ Πόρτερ. Κατά την διάρκειαν της βραδυάς η Έλσα Μάξγουελ που την εφιλοξένει αντελήφθη ότι είχεν εξαφανισθή από δέκα περίπου λεπτών και επήγε εις αναζήτησίν της. Η «θεία Γκρέτα» εκάθητο εμπρός εις τον καθρέπτην και εκύτταζε την εικόνα της, ως να ήτο μια οπτασία. Ήτο τόσον βαθειά βυθισμένη εις αυτήν την ενατένισιν ώστε δεν αντελήφθη την παρουσίαν της Έλσας. Ξαφνικά έπιασε το κεφάλι της με τα δύο χέρια και ανελύθη εις λυγμούς.
Το θέρος του 1958, έγινε μία ακόμη απόπειρα να πεισθή η Γκρέτα να ξαναπάρη τον δρόμον προς τα στούντιο. Εκείνος που έκαμε την προσπάθειαν αυτήν δεν ήτο άλλος από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ. Η Γκρέτα παρεθέριζε εις την έπαυλιν του Σλέε εις το Και ντ’ Αΐλ. Μίαν ημέραν ο πλουσιώτατος Έλλην εφοπλιστής Ωνάσης την προσεκάλεσε να γευματίση εις το γιωτ του. Η Γκρέτα εδέχθη όταν έμαθε ότι θα ήτο και ο Τσώρτσιλ εκεί.
— Διατί δεν παίζετε πια; της είπεν ο Τσώρτσιλ.
— Φοβάμαι, απάντησεν η Γκάρμπο. Είμαι περισσότερον από 50 ετών και τρέμω στην ιδέα ότι θα με συγκρίνουν με τις νέες βεντέττες.
— Ήμουν περισσότερον από 50 ετών, όταν η μοίρα μού έδωσεν την μεγαλυτέραν μου νίκην, είπεν ο Τσώρτσιλ. Δεν είναι κανείς γέρος παρά μόνον όταν παραιτηθή από τα νειάτα. Ο κινηματογράφος είναι τέχνη, δεν είναι διαγωνισμός καλλονής.

Η Γκρέτα εκοκκίνησε και ξαφνικά εφάνη ωσάν να είχε γίνει νεωτέρα κατά είκοσι χρόνια.
Κατά τας ημέρας που ηκολούθησαν, έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ της Γκρέτα και του παραγωγού Σαμ Σπήγκελ, ο οποίος είχε παρευρεθή εις εκείνο το γεύμα. Εγένετο λόγος να δώση η Γκάρμπο την «Έντα Γκάμπλερ» του Ίψεν εις την οθόνην ή να παίξη τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχωφ. Ο Ωνάσης ήτο διατεθειμένος να χρηματοδοτήση την μίαν ή την άλλην ταινίαν. Τελικώς όμως η Γκρέτα αντελήφθη ότι δεν είχε πλέον το αναγκαίον θάρρος.

Από τότε, ωργάνωσε την ζωήν της, ακολουθούσα την καθημερινήν ρουτίναν. Περνά τον μισόν χρόνον εις την Νέαν Υόρκην και τον άλλον μισόν εις την Ευρώπην. Ενώ ευρίσκετο εκεί τον Οκτώβριον του 1965, ο σύντροφός της Γκεόρκ Σλέε απέθανεν αιφνιδίως. Μία καρδιακή κρίσις τον έπληξεν, ενώ έφθανεν εις το Παρίσι. Ήτο τρομερά απώλεια.
Οι φίλοι της Γκρέτα Γκάρμπο λέγουν ότι δεν παραλείπει ευκαιρίαν να ξαναϊδή τας παλαιάς ταινίας της. Εκ του γεγονότος αυτού την παρωμοίασαν με τον Νάρκισσον που εθαύμασε το πρόσωπόν του εις τα ύδατα μιας πηγής. Θα ήτο ίσως δικαιότερον να την συγκρίνουν με ένα μεγάλον ζωγράφον που του αρέσει να ξαναβλέπη τα εκτεθειμένα έργα του. Διότι κατά βάθος αυτός ο απατηλός κόσμος παραμένει η μόνη πραγματικότης δι’ αυτήν. Εις το κάτω-κάτω μόνο εις την εικόνα της προβαλλομένην εις μίαν οθόνην η Γκρέτα Γκάρμπο ευρίσκει την βεβαιότητα ότι εξεπλήρωσε την αποστολήν της εις την ζωήν.
Η Καθημερινή, 3 Ιανουαρίου 1967

