30 Ιουλίου του 1920, σταθμός Λυών στο Παρίσι, δύο ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Λίγο πριν ο Ελ. Βενιζέλος επιβιβαστεί στο «Οριάν Εξπρές» για να επιστρέψει στην Ελλάδα, δύο απότακτοι στρατιωτικοί, ο Γεώργιος Κυριάκης και ο Απόστολος Τσερέπης, επιχειρούν να τον δολοφονήσουν. Από τους δέκα πυροβολισμούς τους, ο Βενιζέλος τραυματίζεται ελαφρώς στο χέρι του. Η επιστροφή του στην Ελλάδα αναβάλλεται λόγω της ανάγκης για νοσηλεία του σε κλινική του Παρισιού. Τα νέα για την απόπειρα της δολοφονίας, που αρκετοί μετέδωσαν ως επιτυχή, προκαλούν γενικευμένες ταραχές στην Αθήνα μεταξύ βενιζελικών και βασιλοφρόνων. Καταστρέφονται γραφεία αντιπολιτευόμενων εφημερίδων, μεταξύ των οποίων και της Καθημερινής, ενώ συλλαμβάνονται οι εκδότες και οι διευθυντές τους. Ο εκδότης της Καθημερινής Γ. Α. Βλάχος είναι ένας από αυτούς – τελικά ελευθερώνεται στις 25 Αυγούστου. Οι ταραχές κορυφώνονται με τη σύλληψη και εκτέλεση του εξέχοντος αντιβενιζελικού πολιτικού Ίωνα Δραγούμη. Στο ανά χείρας τεύχος περιλαμβάνονται οι αναγγελίες της απόπειρας κατά του Βενιζέλου και η περιγραφή των γεγονότων της 31ης Ιουλίου 1920, καθώς και η ανάκριση των Κυριάκη και Τσερέπη από τον Γάλλο αστυνομικό Ευγένιο Λεφέβρ μετά τη σύλληψή τους από την παρισινή αστυνομία. Ο Τσερέπης ομολογεί ότι ήθελε να δολοφονήσει τον Βενιζέλο «διά πολιτικόν σκοπόν, διότι φρονώ ότι ο κ. Βενιζέλος παρεβίασε τας ελευθερίας». Ο Κυριάκης, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι η πράξη του «είχεν ως σκοπόν να δώσω την ελευθερίαν εις την Ελλάδα».
Η απόπειρα
Aφ’ ης ημέρας η βία των ολίγων έθραυσε την γραφίδα, διά της οποίας, μόνης εξεδηλούτο εις τον κοινοβουλευτικώς ληθαργούντα τόπον μας η γνώμη των πολλών, εσημειώθησαν και κατεγράφησαν εις την ιστορίαν της Ελλάδος αλλεπάλληλα γεγονότα, θλιβερώς ατυχή, αξιοθρηνήτως οικτρά.
Ανασυνδέοντες ήδη την σήμερον προς το πρόσφατον παρελθόν και ανασκοπούντες τα σημειωθέντα εν τω μεταξύ γεγονότα, φερόμεθα μέχρι του γεγονότος εκείνου, το οποίον απετέλεσεν αφετηρίαν των λοιπών: φερόμεθα προς την εναντίον του κ. Βενιζέλου απόπειραν. Διαμαρτυρόμεθα μετ’ αγανακτήσεως και αποδοκιμάζομεν την πράξιν ταύτην.
Και είνε τόσω ζωηροτέρα η αγανάκτησις, την οποίαν ερμηνεύει η διαμαρτυρία μας, όσω η κατά του κ. Βενιζέλου απόπειρα θα ήτο δυνατόν να φανή εκτρέπουσα, κατά πρωτοβουλίαν, προερχομένην εκ του αντιπολιτευομένου κόσμου, τον εναντίον του βενιζελισμού αγώνα προς το επίπεδον των βιαίων προσπαθειών, εν ω εν τη πραγματικότητι ο αντιπολιτευόμενος κόσμος, επεζήτησε πάντοτε ν’ αγωνισθή επί του εκλογικού επιπέδου, απολύτως βέβαιος περί της νίκης του.

Την εποπτείαν διά την διεξαγωγήν του αγώνος τούτου, σήμερον, μετά τα ακολουθήσαντα την απόπειραν των Παρισίων έκτροπα, απεδείχθη παρά ποτέ αναρμοδία όπως ασκήση η εν τοις πράγμασι Κυβέρνησις. Αλλά τα της διεξαγωγής του εκλογικού αγώνος αποτελούν θέμα άσχετον προς την απόπειραν των Παρισίων, δεδομένου μάλιστα ότι κατά την αντίληψιν παντός ορθοφρονούντος και εν η ακόμη περιπτώσει αι εκλογαί ήθελον διεξαχθή κατά τρόπον περιάγοντα εις το έσχατον της απογνώσεως τον εκλογέα λαόν, ακόμη και τότε επ’ ουδενί λόγω θα εδικαιολογείτο πράξις, ήτις, καίτοι ειδικευομένη ως «πολιτικόν έγκλημα» είνε και μένει έγκλημα δολοφονίας.
Ο Ελληνικός λαός ουδέποτε ωνειρεύθη ν’ ανακτήση διά δολοφονιών τας απολεσθείσας πολιτικάς ελευθερίας του και οι αποπειραθέντες την δολοφονίαν των Παρισίων τον ελληνικόν λαόν κυρίως και τον αγώνα του προ παντός έτειναν να βλάψουν, εις ημέρας μάλιστα, καθ’ ας, η λύσις των εξωτερικών ζητημάτων αφήρει τας αιτίας και τα προσχήματα διά την περαιτέρω αναβολήν της λύσεως του εσωτερικού ζητήματος. Διά τούτο είνε διπλή η αγανάκτησις και διπλή η οργή, μεθ’ ης αποδοκιμάζομεν την οικτράν απόπειραν των Παρισίων, δυνάμενοι να εγγυηθώμεν ότι ερμηνεύομεν εν τούτω την γνώμην ολοκλήρου του αντιπολιτευομένου Ελληνικού κόσμου.
Κύριο άρθρο, Η Καθημερινή, 13 Αυγούστου 1920
Τα γεγονότα της 31ης Ιουλίου
Την αναγγελίαν της εναντίον του κ. Βενιζέλου δολοφονικής αποπείρας ηκολούθησαν την 31 Ιουλίου σκηναί, αποτελούσαι στίγμα διά τον νεοελληνικόν πολιτισμόν: Αι σκηναί του φόνου του Ιωάννου Δραγούμη, της καταστροφής και διαρπαγής των γραφείων των αντιπολιτευομένων εφημερίδων, ως και θεάτρων και καταστημάτων και ιδιωτικών κατοικιών. Αι ευθύναι του κρατούντος βενιζελισμού διά τα άγρια ταύτα γεγονότα είνε κολοσσιαίαι και πολλαπλαί, ποινικαί, πολιτικαί και ιστορικαί.
Και είναι ευθύναι βαρύνουσαι πάντας εκείνους όσοι διέπραξαν όσα διεπράχθησαν κατά την ημέραν της 31ης Ιουλίου, αλλά και πάντας όσοι ώφειλον να προλάβουν τα διαπραχθέντα και δεν τα προέλαβον και πάντας ακόμη όσοι αποτελούν την κεφαλήν του βενιζελικού οργανισμού, ούτινος μέλη ήσαν οι ήρωες των οικτρών γεγονότων.
Είναι βαρύταται αι ευθύναι και είνε αδικαιολόγητοι οι υπεύθυνοι διά τα γενόμενα. Διότι ποία πράγματι να προταχθή δικαιολογία των τελεσθέντων; Θα διατυπωθή μήπως ο ισχυρισμός ότι τα γεγονότα διέπραξεν ο λαός; Αλλ’ όσοι είχον οφθαλμούς διά να βλέπουν αντελήφθησαν κατά την 31ην Ιουλίου ότι αντί λαού, πεντηκοντάς προσώπων ειργάσθη τα έργα της αναρχίας και της καταστροφής.
Θα διατυπωθή μήπως ο ισχυρισμός ότι δεν είχε τον καιρόν η Κυβέρνησις να προλάβη τα γεγονότα, αλλ’ είνε γνωστόν ότι το άγγελμα της αποπείρας έφθασεν ενταύθα προ ή περί την μεσημβρίαν, ενώ τα γεγονότα συνετελέσθησαν πολλάς ώρας βραδύτερον, μεσολαβήσαντος όλου του χρόνου, όστις θα ήρκει διά να ληφθούν οιαδήποτε προληπτικά μέτρα.

στην Αθήνα).
Θα διατυπωθή μήπως ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχεν η αναγκαιούσα δύναμις όπως τα γεγονότα προληφθούν; Αλλά δεν επρόκειτο σήμερον περί μιας Κυβερνήσεως Λάμπρου, απεστερημένης πάσης ενόπλου δυνάμεως χάρη εις τα σημειώματα του στρατηγού Κομπού και ευρεθείσης ενώπιον ακρατήτου λαϊκής θυέλλης· επρόκειτο περί Κυβερνήσεως, ήτις διέθετεν όλα τα μέσα της στρατιωτικής επιβολής, ήτις προ ουδεμιάς ευρέθη υπερτέρας λαϊκής πιέσεως και ήτις πάντοτε, οσάκις επρόκειτο πράγματι ν’ αντιτάξη εις την λαϊκήν θέλησιν τα εις χείρας της μέσα, ηδυνήθη να τ’ αντιτάξη επιτυχώς, αποπνίγουσα πάσαν κίνησιν και πάσαν εκδήλωσιν.
Είνε βαρύταται αι ευθύναι των αρχόντων του βενιζελισμού διά τας σημειωθείσας αθλιότητας, διά τους φόνους και τας καταστροφάς των ιδιωτικών περιουσιών και την διατάραξιν της τάξεως και την κατάπνιξιν της φωνής του αντιπολιτευομένου.
Αλλ’ είνε ειδικώς βαρείαι αι ευθύναι διότι διεπράχθησαν όσα διεπράχθησαν, καθ’ ην στιγμήν οι εκ των ξένων εχθροί της Ελλάδος προσπαθούν θορυβούντες να παραστήσουν αυτήν ανίκανον όπως διοικήση τας παραχωρουμένας και παραχωρηθησομένας εις αυτήν χώρας.
Και είνε ειδικώς επίσης βαρείαι αι ευθύναι διότι όσα διεπράχθησαν την 31ην Ιουλίου αποτελούν πράξεις δυναμένας να επιτείνουν το μεταξύ των δύο μερίδων του Ελληνικού λαού, της μείζονος και του ελάσσονος, ρήγμα και να καταστήσουν χρονίαν μίαν θλιβεράν κατάστασιν, υπενθυμίζουσαν την κατάστασιν του χρονίου σπαραγμού, ήτις από εικοσιπενταετίας εξαντλεί την Πορτογαλλίαν, ήτις από τριακονταπενταετίας σπαράσσει το Μεξικόν, ήτις ήγαγεν άλλοτε την Πολωνίαν μέχρι διαμελισμού.
Η Ελλάς δεν αποτελεί από τινος εύρυθμον κρατικόν οργανισμόν. Αν απετέλει, οι αποτελούντες την υπεύθυνον Κυβέρνησιν, θα έπρεπε να παραιτηθούν και να παραπεμφθούν εις δίκην ενώπιον ειδικών και ποινικών δικαστηρίων.
Η Καθημερινή, 13 Αυγούστου 1920
Η ανάκριση των επίδοξων δολοφόνων
Είνε γνωστόν ότι ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Πολίτης διεβίβασε προς τον ενταύθα εισαγγελέα των Εφετών τον φάκελλον των ανακρίσεων των διεξαχθεισών εν Παρισίοις διά την κατά του κ. Βενιζέλου απόπειραν δολοφονίας υπό των κ.κ. Α. Τσερέπη και Γ. Κυριάκη.
Εκ του φακέλλου τούτου των ανακρίσεων παραλαμβάνομεν τα κάτωθι μέρη:
Ευθύς μετά την σύλληψιν των αποπειραθέντων την δολοφονίαν επελήφθη προανακρίσεων ο αρμόδιος αστυνομικός Ευγένιος Λεφέβρ, όστις και συνέταξε την κάτωθι έκθεσιν:
Ερώτησις. Πώς ονομάζεσθε, ποίον το επάγγελμά σας, πού εγεννήθητε και πού κατοικείτε;
Απάντησις. Ονομάζομαι Κυριάκης Γεώργιος, ετών 23, του Ευλαμπίου και της Ελένης Δημοπούλου, άγαμος, αξιωματικός του Ελληνικού στρατού, εν διαθεσιμότητι, κατοικών εν Παρισίοις.

Ερώτησις. Πώς ζήτε;
Απάντησις. Έχω προσωπικήν περιουσίαν.
Ερώτησις. Έχετε δοσοληψίας με την Δικαιοσύνην;
Απάντησις. Εφυλακίσθην διά πολιτικόν αδίκημα τον Φεβρουάριον του 1917. Δεν κατεδικάσθην, ετέθην εις διαθεσιμότητα. Έμεινα εις Αθήνας επιδοθείς εις φιλολογικάς και στρατιωτικάς μελέτας.
Ερώτησις. Την 8 1/4 μ.μ. επεριμένατε τον κ. Βενιζέλον κατά την αναχώρησίν του εκ Παρισίων, ευρίσκεσθε εις την θύραν εξόδου των ταξειδιωτών των μεγάλων γραμμών; Καθ’ ην στιγμήν εφάνη ο κ. Βενιζέλος, επυροβολήσατε επανειλημμένως κατ’ αυτού διά περιστρόφου;
Απάντησις. Είναι ακριβές. Μετέβην εκεί με την στερράν απόφασιν να πυροβολήσω κατά του κ. Βενιζέλου. Επυροβόλησα κατ’ αυτού επανειλημμένως χωρίς να δυνηθώ να σκοπεύσω. Δεν γνωρίζω εάν τον εκτύπησα.

Ερώτησις. Ηθέλατε να φονεύσετε τον κ. Βενιζέλον;
Απάντησις. Δεν ήθελα να τον φονεύσω. Η πράξις μου είχεν ως σκοπόν να δώσω την ελευθερίαν εις την Ελλάδα.
Ερώτησις. Με τον σκοπόν αυτόν ανεχωρήσατε εξ Αθηνών;
Απάντησις. Όχι· ήλθον προ 2 1/2 μηνών εις Παρισίους διά να καταταχθώ εις την Γαλλικήν αεροπλοΐαν, αλλά δεν το κατώρθωσα. Σήμερον μόλις μοι ήλθεν η ιδέα να φονεύσω τον κ. Βενιζέλον, όταν έμαθον ότι αναχωρεί απόψε δι’ Ελλάδα.
Ερώτησις. Έχετε συνενόχους;
Απάντησις. Μάλιστα, ήμην μετά του Τσερέπη, όστις όμως αγνοώ αν επυροβόλησε και ποσάκις.
Απόστολος Τσερέπης, γεννηθείς την 31ην Δεκεμβρίου 1889 εν Αθήναις, υιός του Γεωργίου και της Θεώνης, έγγαμος, πατήρ ενός τέκνου, υποπλοίαρχος του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, ήδη ανταποκριτής της «Εφημερίδος του Χρηματιστηρίου» Αθηνών, κατοικών εν Παρισίοις, ζων εκ της δημοσιογραφίας.

Εις ερώτησιν του ανακριτού, απαντά:
― Επυροβόλησα πεντάκις διά περιστρόφου. Είδον τον κ. Βενιζέλον να πίπτη και έρριψα το ρεβόλβερ μου.
Ερώτησις. Προς ποίον σκοπόν ενεργήσατε ούτως;
Απάντησις. Διά πολιτικόν σκοπόν, διότι φρονώ ότι ο κ. Βενιζέλος παρεβίασε τας ελευθερίας.
Ερώτησις. Έχετε συνένοχον;
Απάντησις. Μάλιστα, τον Γεώργιον Κυριάκην, μεθ’ ου συναπεφασίσαμεν την πράξιν ταύτην σήμερον.

διαμόρφωση των συνόρων μετά τη Συνθήκη των Σεβρών
Μετά την ενώπιον του κ. Λεφέβρ κατάθεσίν του ταύτην ο κ. Κυριάκης προέβη εις την κάτωθι συμπληρωματικήν προς τον αστυνομικόν ανακριτήν κ. Γουλιέλμον Μαρσέλ:
«Ομολογώ ότι επυροβόλησα σήμερον την 8 και 1/2 της εσπέρας εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν της Λυών πεντάκις διά περιστρόφου κατά του κ. Βενιζέλου. Εν τη πράξει ταύτη, την οποίαν εξετέλεσα εγώ, είχον βοηθόν συμπατριώτην τινά ονόματι Κυριάκην. Ενηργήσαμεν διά σκοπόν πολιτικόν, φρονούντες ότι ο κ. Βενιζέλος κατήργησε τας ελληνικάς ελευθερίας προς μόνον τον σκοπόν να διατηρή την εξουσίαν και να πλουτίζη τους πολιτικούς του φίλους.
«Παρεκινήθην εις την πράξιν ταύτην υπό χιλιάδων Ελλήνων, ανδρών, γυναικών, παιδίων, γερόντων, οι οποίοι είχον την ιδέαν ότι η χειρ, η οποία θα εφόνευε τον άνθρωπον τούτον, θα ήτο χειρ αγία!

(Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
«Αυτών λοιπόν αι θελήσεις με ώθησαν και μόνον αυτών όργανον υπήρξα. Εγεννήθην εν Αθήναις, εκ γονέων Ελλήνων. Ο πατήρ μου ήτο γυμνασιάρχης, το οποίον αντιστοιχεί εν Γαλλία προς τον τίτλον του πρυτάνεως του Πανεπιστημίου. Τας σπουδάς μου διήνυσα εν Αθήναις υπό την οδηγίαν του πατρός μου.
«Εν ηλικία 14 ετών και ημίσεος εισήλθον εις την εν Αθήναις Ναυτικήν Σχολήν των Δοκίμων, κατ’ Οκτώβριον του 1904, εξ ης μετά τέσσαρα έτη εξήλθον με τον βαθμόν σημαιοφόρου τω 1908. Κατά το 1909 έλαβον μέρος εις την επανάστασιν, ήτις εστρέφετο εναντίον του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου. Το κίνημα τούτο καθαρώς εθνικόν προυκλήθη εκ του γεγονότος ότι ο λαός είχε την ιδέαν ότι ο Βασιλεύς Γεώργιος είχε συνομολογήσει συνθήκην μετά της Αγγλίας, εμποδίζουσαν την Ελλάδα να μεγαλώση εις βάρος της Τουρκίας. Κατά την εποχήν εκείνην οι Τούρκοι διηνήργουν μποϋκοτάζ κατά των Ελλήνων εν Μακεδονία και ο Τούρκος στρατηγός Σεφκέτ πασάς διεκήρυττεν ότι ήθελε να εισέλθη εις Αθήνας επί κεφαλής του στρατού του.

την απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου και τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη.
«Οι αξιωματικοί, κατά την εποχήν εκείνην, είχον σχηματίσει Σύνδεσμον, σκοπόν έχοντα ν’ αποσείση τον ζυγόν των Τούρκων, ίνα απαλλαγώσι της πιέσεως της Δυνάμεως ταύτης. Η όλως ειρηνική αυτή επανάστασις υπεχρέωσε την Ελληνικήν Κυβέρνησιν να αυξήση το ναυτικόν της και να ενισχύση τον στρατόν της».
(Εν συνεχεία ο κ. Τσερέπης αφηγείται τα της υπηρεσίας του εν τω ναυτικώ, την υπό του ναυάρχου Τώφφνελ προαγωγήν του, την κατά τους Βαλκανικούς πολέμους δράσιν του και ακολούθως αφηγείται τα του Βορειοηπειρωτικού αγώνος.)
«Κατά την εποχήν εκείνην, συνεχίζει ο κ. Τσερέπης, Έλληνες αξιωματικοί είχον παραιτηθή, όπως μεταβώσιν εις Ήπειρον και πολεμήσουν κατά των Τούρκων. Διωρίσθην μετ’ άλλων αξιωματικών, όπως παρεμποδίσω τους αξιωματικούς τούτους. Ελάβομεν την διαταγήν να βυθίσωμεν το εμπορικόν πλοίον, του οποίου οι εν λόγω αξιωματικοί επέβαινον, αλλά τούτο δεν έγεινεν. Αι διαταγαί αύται προήρχοντο από τον Πρόεδρον κ. Βενιζέλον. Ήδη είχον σχηματίση την ιδέαν ότι κατά την διάσκεψιν του Λονδίνου ο κ. Βενιζέλος δεν είχε υπερασπίση επαρκώς τα δίκαια της Ελλάδος. Νυν δε είχον διαταχθή να βυθίσω το πλοίον των Ελλήνων αξιωματικών, οίτινες από πατριωτισμόν μετέβαινον να πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων· κατελήφθην, επομένως, υπό μίσους εναντίον του πολιτικού τούτου ανδρός.

«Ο κ. Βενιζέλος επροτίμα να επαινήται υπό ξένων δημοσιογράφων, ιδίως δε Άγγλων, παρά να υπερασπίζεται τα δίκαια της Πατρίδος του».
Ακολούθως αφηγείται τα κατά το 1914, οπότε η Τουρκία, ηττημένη, είχεν αποκτήση την ναυτικήν υπεροπλίαν ένεκα της απρονοησίας του κ. Βενιζέλου, μεθ’ ο εισέρχεται εις την περίοδον του 1915 έως 1919.
«Κατά τα έτη ταύτα, καταθέτει ο κ. Τσερέπης, ο κ. Βενιζέλος συκοφαντών πάντας τους συμπατριώτας διά να φανή ως άνθρωπος της Αντάντ, είχε τον “ίλιγγον της συκοφαντίας”.
«Ο κ. Βενιζέλος υπήρξεν ο αίτιος της εκρήξεως του εμφυλίου πολέμου εις την χώραν μας.
«Απεχώρησεν ένα πατέρα από τον υιόν του. Παρέτεινε το δικαίωμα της Βουλής, πράγμα το οποίον είνε αντισυνταγματικόν και καθόλου ειπείν, απέβη δικτάτωρ και καταπιεστής του λαού.
«Κατά Μάρτιον του 1919, ενώ ευρισκόμην εις Αθήνας είδον δικαζόμενον ένα συντάκτην εφημερίδος, όστις κατεδικάσθη διά πολιτικά αδικήματα. Καθ’ ην στιγμήν ο Γεν. Εισαγγελεύς είχεν είπη “ο άνθρωπος αυτός είνε προδότης”, μία φωνή γυναικεία απήντησεν· “ο υιός μου δεν είνε προδότης”. Ενόησα τας ταλαιπωρίας της γυναικός αυτής και εφαντάσθην πόσαι γυναίκες μητέρες ή αδελφαί θα υπέφερον βεβαίως κατά τον αυτόν τρόπον.
«Από της ημέρας ταύτης το αίσθημα της εκδικήσεως ήρχισε να αυξάνη εις το πνεύμα μου.
«Κατά τας ημέρας ταύτας η μετά της Τουρκίας συνθήκη υπεγράφη. Κατά την γνώμην μου η συνθήκη αύτη στερεί την Ελλάδα των δικαίων της, διότι παραχωρεί την Ρόδον εις την Ιταλίαν. Η παραχώρησις αύτη γενομένη έστω και προς φίλον λαόν επανέφερεν εις την μνήμην μου το παλαιόν γεγονός του Μαρτίου του 1914· και τότε είπον: «Πρέπει να τελειώνωμεν πλέον και να δείξωμεν εις τον Ελληνικόν λαόν ότι εις άνθρωπος θα ημπορέση να τον εκδικήση».

«Εγνώριζα τον Κυριάκην.
«Συνεφωνήσαμεν να φονεύσωμεν τον κ. Βενιζέλον.
«Σήμερον το πρωί έδωκα 400 φράγκα εις τον Κυριάκην διά να αγοράση δύο περίστροφα. Κατά τας 11 ο Κυριάκης, τον οποίον συνήντησα εις τινα σταθμόν του Μητροπολιτικού σιδηροδρόμου, μοι ενεχείρισε το εν περίστροφον.
«Απεχωρίσθημεν και έδωκα εντολήν εις τον Κυριάκην να επιβλέπη το ξενοδοχείον “Μωρίς” όπου διέμενεν ο κ. Βενιζέλος.
«Το βράδυ εις τας 7 ευρισκόμην εις το “Καφφέ ντε-λα-παι” και είχον δώση ραντεβού εις κάποιον συμπολίτην μου δημοσιογράφον, μεθ’ ου θα συνεγευμάτιζον. Εις το κατάστημα εκείνο συνήντησα τον κ. Γαλιάτσαν, ο οποίος μοι έκαμε λόγον περί μιας υποθέσεως αδαμάντων. Όταν του είπον ότι ανέμενον τον συνάδελφόν μου δημοσιογράφον και εν άλλο πρόσωπον, επίσης δημοσιογράφον, μου είπε:
“Δεν θα τον ιδήτε διότι μετέβη να παραστή εις την αναχώρησιν του κ. Βενιζέλου απόψε εις τον σταθμόν της Λυών”.
«Μου ήλθεν η ιδέα να υπάγω να επανεύρω αμέσως τον Κυριάκην διά να τον καταστήσω ενήμερον του γεγονότος τούτου. Τον συνήντησα εις την οδόν Ροαγιάλ προς την οδόν Καμπών. Επειδή ο κ. Γαλιάτσας με ηκολούθει, του παρουσίασα τον Κυριάκην υπό το όνομα Γιαννόπουλος, προσθέτων ότι ήτο λυσσαλέος βενιζελικός και ότι και αυτός επίσης θα εθεώρει ευτύχημα εάν παρίστατο εις την αναχώρησιν του πρωθυπουργού. Εκαλέσαμεν εν όχημα με το οποίον μετέβημεν και οι τρεις εις τον σταθμόν της Λυών. Ηδυνήθημεν να εισέλθωμεν μετά της μεγαλειτέρας ευκολίας.
«Είπομεν εις τον Γαλιάτσαν ότι είμεθα κουρασμένοι και τον αφήσαμεν διά να υπάγωμεν να καθήσωμεν επί ενός εδράνου, όπερ ήτο τοποθετημένον όχι μακράν της οδού, ένθα εστάθμευε το διά τον Πρόεδρον προωρισμένον τραίνον. Είδομεν τους πράκτορας του Υπουργείου των Εξωτερικών και τους Έλληνας υπηκόους, οίτινες επίσης ανέμενον τον Πρόεδρον.

«Προσεποιήθημεν ότι εκοιμώμεθα ίνα μη μας ανησυχήση τις.
«Ο κ. Βενιζέλος αφίκετο συνοδευόμενος υπό του κ. Ρωμάνου και δύο ή τριών άλλων προσώπων. Καθ’ ην στιγμήν επλησίασεν εις απόστασιν 5 ή 6 μέτρων από του μέρους όπου ημείς ευρισκόμεθα, ο Κυριάκης έρριψε την πρώτην σφαίραν.
«Ο κ. Βενιζέλος έτρεξεν ακολουθούμενος υπ’ εμού. Έρριψα κατ’ αυτού 5 βολάς. Τον είδον πίπτοντα και την στιγμήν εκείνην εις πολίτης με συνέλαβε».
Την 13ην Αυγούστου (ν. η.) ενώπιον του ιδίου αστυνομικού ανακριτού κ. Μαρσάλ, ο Κυριάκης κληθείς απήντησεν ως εξής:
«Ηγόρασα τα δύο περίστροφα από εν οπλοπωλείον του Καρτιέ Λατέν, του οποίου δεν δύναμαι να δώσω την ακριβή διεύθυνσιν. Γνωρίζω ότι επυροβόλησα κατά του κ. Βενιζέλου, αλλά δεν ημπορώ να είπω εάν επυροβόλησα κατά του κ. Βενιζέλου, αλλά δεν ημπορώ να είπω εάν επυροβόλησα μίαν ή περισσοτέρας φοράς. Δεν θέλω να προβώ εις άλλην δήλωσιν ενώπιόν σας, επιφυλασσόμενος να πράξω τούτο επ’ ακροατηρίου. Έπραξα το καθήκον μου και η συνείδησίς μου ουδαμώς με ελέγχει».
Εν συμπληρωματική καταθέσει ο κ. Κυριάκης είπε:
«Οφείλω ευθύς εν αρχή να δηλώσω ότι δεν έχω καμμίαν αφορμήν εχθρότητος κατά του Πρωθυπουργού Βενιζέλου, καθώς άλλως τε και εναντίον ουδενός άλλου, διότι η καρδία μου ουδέποτε εγνώρισε το μίσος, τουναντίον μάλιστα γνωρίζει μόνον την αγάπην του πλησίον, οίαν εδίδαξεν αυτήν ο Χριστός. Προβάς εις απόπειραν εναντίον του Προέδρου, θεωρώ ότι υπήκουσα εις εν καθήκον και μόνον εις τούτο.

«Ο μόνος σκοπός του βίου μου είνε να θυσιάζωμαι διά το καλόν της ανθρωπότητος».
Ερ. ― Ως πρώην αξιωματικός του Ελληνικού στρατού, δεν εδώκατε όρκον πίστεως εις τον Βασιλέα Κωνσταντίνον;
Απ. ― Όχι, διότι ότε εξήλθον της Στρατιωτικής Σχολής, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος είχε φύγει εξ Ελλάδος. Ως αξιωματικός έδωκα τον όρκον πίστεως εις τον Βασιλέα Αλέξανδρον.
Ερ. ― Ποίος από τους δύο σας, ο Τσερέπης ή σεις, έσχε την πρωτοβουλίαν του εγκλήματος;
Απ. ― Κατά την ιδίαν ημέραν, κατά την οποίαν έγινεν η απόπειρα, μοι είχε κάμει λόγον ο Τσερέπης περί της εκτελέσεώς της.
Ερ. ― Πού και πώς εγνωρίσατε τον Τσερέπην;
Απ. ― Ευρισκόμενος εις Παρισίους από του τέλους του παρελθόντος Μαΐου. Είχον γνωρίσει άλλοτε τον Τσερέπην εις την Ελλάδα, αλλ’ έκτοτε είχον χάσει τα ίχνη του. Τυχαίως τον επανεύρον. Τον είδον πολλάκις, αλλ’ ουδέποτε προ της 1ης Αυγούστου (ν.η. δηλ. 19 Ιουλίου) δεν εγένετο μεταξύ μας λόγος περί αποπείρας κατά του κ. Βενιζέλου.
Ερ. ― Εγνωρίζετε ότι ο κ. Βενιζέλος ήτο εις Παρισίους;
Απ. ― Δεν είχον επαρκείς πληροφορίας, ώστε να γνωρίζω αν ο Πρόεδρος ήτο πραγματικώς εις Παρισίους κατά τας προηγηθείσας της αποπείρας ημέρας.
Ερ. ― Είχατε άλλους συνενόχους εκτός του Τσερέπη;
Απ. ― Όχι, άλλως τε δεν έχω γνωριμίας εις Παρισίους.
Ερ. ― Γνωρίζετε ότι εξυφάνθη εν Ελλάδι συνωμοσία εναντίον του κ. Βενιζέλου;
Απ. ― Όχι· δεν απησχολήθην ποτέ περί αυτού και δεν έλαβον ούτε οδηγίαν τινά, ούτε έμπνευσιν, προερχομένην εξ Ελλάδος.
Ερ. ― Πότε απεφασίσθη η εκτέλεσις της αποπείρας;
Απ. ― Ο Τσερέπης και εγώ διείδομεν το δυνατόν της εκτελέσως αυτής μόνον κατά την ημέραν της 30 Ιουλίου. Ο Τσερέπης μοι ανέθηκε να μεταβώ προς αγοράν των πιστολίων· μοι έδωκε 100 φρ. διά την αγοράν του ιδικού του πιστολίου· εγώ δε είχον αρκετά χρήματα διά να πληρώσω ο ίδιος το ιδικόν μου. Την πρωίαν περί την 10ην ώραν μετέβην εις το οπλοπωλείον, όπου ηγόρασα δύο περίστροφα και δύο κυτία φυσιγγίων. Εδήλωσα ψευδές όνομα και ψευδή διεύθυνσιν.
Μετά τούτο μετέβην προς συνάντησιν του Τσερέπη εις μέρος το οποίον μου είχεν ορίσει ο Τσερέπης, αλλά το οποίον δεν γνωρίζω πού είνε· τότε μοι συνέστησε να υπάγω να επιβλέψω το πλησίον του ξενοδοχείου Μωρίς, όπου υπεθέτομεν ότι είχε καταλύσει ο κ. Βενιζέλος. Έμεινα πλησίον του ξενοδοχείου κατά το μεγαλείτερον μέρος του απογεύματος εκείνου. Ήλθεν εκεί και ο Τσερέπης, εις τον οποίον κατέστησα γνωστόν ότι έβλεπον μεγάλην κίνησιν επίπλων, εξηκολούθησα δε να παραμονεύω εις τα πέριξ του ξενοδοχείου Μωρίς. Την 7ην εσπερινήν ήλθεν εκεί ο Τσερέπης επ’ αυτοκινήτου και με παρέλαβε· συνωδεύετο δε υπό του κ. Γαλιάτζα, εις τον οποίον με παρουσίασεν υπό το όνομα Βανακόπουλος, ως οπαδόν του κ. Βενιζέλου. Το αυτοκίνητον μας μετέφερεν εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν της Λυών.

Ο Τσερέπης και εγώ απεχωρίσθημεν από τον κ. Γαλιάτσαν, τότε δε μόνον, κατά την στιγμήν εκείνην, ελήφθη διά κοινής μεταξύ μας συμφωνίας η οριστική απόφασις να φονεύσωμεν τον κ. Βενιζέλον.
Εκαθήσαμεν επί τινος θρανίου εν τη αιθούση του σταθμού, διά της οποίας έμελλεν, ως υπεθέτομεν, ο κ. Πρόεδρος να διευθυνθή προς το τραίνον του.
Επεριμείναμεν ημίσειαν ώραν, έως ότου ο Πρόεδρος έφθασεν. Επυροβόλησα πρώτος κατ’ αυτού δις διά του περιστρόφου. Δεν γνωρίζω πλέον τι έγινε κατόπιν, διότι διετέλουν εν μεγάλη συγκινήσει.
Ήκουσα κατόπιν τον κρότον των πυροβολισμών, των ριφθέντων υπό του Τσερέπη.
Ερ. ― Ότε συνελήφθητε, δεν εδώκατε ως όνομά σας το όνομα Αργυρόπουλος;
Απ. ― Όχι, δεν ήθελα ποσώς να αποκρύψω την ταυτότητά μου και το πιστοποιητικόν ταυτότητος.
Ερ. ― Δεν επήγατε εις την Ελληνικήν πρεσβείαν κατά το απόγευμα;
Απ. ― Όχι. Ουδέποτε μετέβην εις την Ελληνικήν πρεσβείαν.
Ερ. ― Κατά ποίαν στιγμήν εδώκατε εις τον Τσερέπην το περίστροφον το οποίον εχρησιμοποίησε;
Απ. ― Το έδωκα αμέσως αφού ηγόρασα τα όπλα, κατά την συνάντησιν την οποία μου είχεν ορίσει.
Εις το σημείον τούτο εισάγεται εις κατ’ αντιπαράστασιν εξέτασιν ο κ. Τσερέπης όστις, παραιτούμενος της παρουσίας συνηγόρου, δηλοί:
Αι δηλώσεις του Κυριάκη, όσον αφορά την προπαρασκευήν και την εκτέλεσιν της αποπείρας, είνε ακριβείς καθ’ όλα τα σημεία. Επιμένω και εγώ επίσης επί του γεγονότος τούτου, ότι δηλαδή η ιδέα της δολοφονίας του Βενιζέλου δεν έλαβεν αρχήν εκτελέσως παρά την πρωίαν της 12 Αυγούστου. Η τύχη ηθέλησεν, ώστε την πρωίαν εκείνην να συναντηθώ μετά του Κυριάκη εις το καφενείον της «Ειρήνης».

1920 υπέστη ήττα και εγκατέλειψε τη χώρα.
Δεν εγνώριζον τότε, ότι ο Πρόεδρος επρόκειτο ν’ αναχωρήση την εσπέραν εκ του σταθμού της Λυών, μάλιστα δε δεν ήμην βέβαιος ότι ευρίσκετο εις Παρισίους και δεν εγνώριζα την συνήθη διαμονήν του, επειδή ποτέ δεν εζήτησα να συλλέξω τοιαύτας πληροφορίας· ανέθηκα εις τον Κυριάκην να αγοράση περίστροφα επί προβλέψει ενδεχομένης αποπείρας. Το πεπρωμένον ηθέλησεν, ώστε ακριβώς κατά την ημέραν εκείνην πολλοί να μοι κάμωσι λόγον περί του κ. Βενιζέλου και της αναχωρήσεώς του κατ’ εκείνην την εσπέραν διά του σιδηροδρομικού σταθμού Λυών, ούτω δε ήχθην εις την απόφασιν να προβώ εις την απόπειραν κατ’ εκείνην την εσπέραν.
Ερ. ― Αλλ’ είχετε αναθέσει εις τον Κυριάκην να εξακριβώση εάν ο Πρόεδρος ευρίσκετο εις το ξενοδοχείον Μωρίς;
Απ. ― Πράγματι, και τα πιστόλια μας τα είχομεν ήδη τότε αγοράσει, αλλ’ είχον δώση οδηγίας εις τον Κυριάκην να βεβαιωθή μόνον, αν ο Πρόεδρος ευρίσκετο εις το ξενοδοχείον Μωρίς· αλλά να μη επιχειρήση τι κατ’ αυτού. Και εγώ ακόμη δεν εγέμισα το πιστόλι μου, παρά την 7 και 1/2 εσπερινήν εις το «Μέγα Ξενοδοχείον», εις στιγμήν κατά την οποίαν δεν εγνώριζον ακόμη εάν θα μετέβαινον εις τον σταθμόν της Λυών και προ πάντων εάν θα μου ήτο δυνατόν να εισέλθω εις τον σταθμόν.
Ερ. ― Αλλ’ είχατε μάθει παρά του κ. Φωκά ότι ο Πρόεδρος ανεχώρει την εσπέραν εκείνην εις τας 8 και 1/2.
Απ. ― Ναι. Εγνώριζον, ότι ο Πρόεδρος εάν ανεχώρει την ημέραν εκείνην, έμελλε βεβαίως να πάρη το τραίνον της 8 και 1/2 μ.μ., διότι ημέρας τινάς πρότερον είχον μάθει ότι και οι δύο συμπατριώται μας είχον πάρει το ίδιον τραίνον διά να επανέλθουν εις Ελλάδα.
Εν συμπεράσματι η απόφασίς μας να φονεύσωμεν τον Πρόεδρον ελήφθη μόνον την ιδίαν εκείνην εσπέραν εις τας 7 και 1/2, ότε έλαβον την ευκαιρίαν να μάθω, ότι θα ηδυνάμεθα ο Κυριάκης και εγώ να εισχωρήσωμεν εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν.
Την 26ην Αυγούστου (ν.η.) ο κ. Τσερέπης ωδηγήθη ενώπιον του διεξαγαγόντος τας τακτικάς ανακρίσεις ανακριτού κ. Μπουτινύ, εις ον συνώψισε την απολογίαν του. Εν τω γραφείω τούτου, εις το Πρωτοδικείον Σηκουάνα συνετάχθη το κατωτέρω «πρακτικόν ανακρίσεως και κατ’ αντιπαράστασιν εξετάσεως»:
Τσερέπης: Ως ανέπτυξα, ότε ανεκρίθην υπό του Διευθυντού της Αστυνομίας, κατά την εσπέραν της συλλήψεώς μου, λόγοι καθαρώς πολιτικής φύσεως με ώθησαν να προβώ εις απόπειραν κατά του κ. Βενιζέλου. Ουδεμίαν αφορμήν προσωπικής μνησικακίας έχω κατ’ αυτού, ουδέποτε δ’ ούτος επροξένησε κακόν τι εις τινα των της οικογενείας μου. Έσχον την ευκαιρίαν να τον πλησιάσω άπαξ μόνον κατά τον Φεβρουάριον του 1915, δύο ημέρας πριν υποβάλη την παραίτησίν του. Μετέβαινον να τω παραστήσω το συμφέρον το οποίον είχομεν, να μη λάβη χώραν επίδειξις, σχεδιαζομένη εν Μυτιλήνη διότι θα ηδύνατο να προξενήση τον θάνατον πολλών χιλιάδων Ελλήνων της Μ. Ασίας.
Η μετά του Προέδρου συνομιλία μου υπήρξεν εκ των μάλλον φιλοφρόνων, απεδέχθη δ’ ούτος τας σκέψεις τας οποίας τω υπέβαλον ως τελείως ευστόχους.

Ως αξιωματικός του Ναυτικού είχον δώσει όρκον εις τον συνταγματικόν Βασιλέα και ότε μετά την αναχώρησιν του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου, και την εις τον Θρόνον ανάρρησιν του Βασιλέως Αλεξάνδρου, έμαθον ότι νέος όρκος πίστεως εζητείτο από τους αξιωματικούς της ξηράς, εγνωστοποίησα εις τους υπαξιωματικούς και άνδρας του πληρώματος του πλοίου εις το οποίον υπηρέτουν, ότι ήσαν ελεύθεροι να δώσουν συμφώνως προς την συνείδησίν των, τον νέον όρκον πίστεως, ο οποίος θα εζητείτο παρ’ αυτών, ότι ως προς τούτο δεν είχον ουδεμίαν να τοις δώσω αλλ’ ότι όσον αφεώρα εμέ, εφρόνουν ότι καθήκον μου ήτο να μη δώσω τον νέον τούτον όρκον, διότι ο νέος Βασιλεύς, εν ονόματι του οποίου θα εζητείτο ούτος, δεν ήτο Βασιλεύς συνταγματικός. Πράγματι δε δεν είχε τεθή επί του Θρόνου παρά υπό τον τίτλον προσωρινότητος και έμελλε να υποβληθή υπό την έγκρισιν του Ελληνικού λαού εντός του βραχυτέρου χρονικού διαστήματος. (Προκήρυξις του κ. Ζοννάρ Υπάτου Αρμοστού των Δυνάμεων της Αντάντ παρά τω Ελληνικώ λαώ).
Τ’ ανωτέρω συνέβαινον τρεις ημέρας μετά την μεταφοράν της Βενιζελικής Κυβερνήσεως εν Αθήναις 17/30 Ιουνίου κατά την ιδίαν δε ημέραν ετέθην εις
διαθεσιμότητα. Ουδαμώς όμως το μέτρον τούτο το κατ’ εμού ληφθέν, συνετέλεσε να συλλάβω μίσος κατά του κ. Βενιζέλου, αλλ’ απεναντίας μάλιστα ησθάνθην ευχαρίστσιν ότι μοι απεδόθη η ελευθερία μου.

υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Διακρίνονται (από αριστερά), μεταξύ άλλων, ο Ελ. Βενιζέλος,
ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ο Θ. Σοφούλης, ο ναύαρχος Π. Κουντουριώτης, ο αντιστράτηγος Λ. Παρασκευόπουλος, ο Κ. Ρακτιβάν και οι συμμαχικές αντιπροσωπείες (Μουσείο Ιστορικής Μνήμης Ελευθερίου Βενιζέλου, Αθήνα).
Μόλις κατά το 1919 η ιδέα του εγκλήματος ήρχισε να αναπτύσσεται εις την ψυχήν μου συνεπεία μιας δίκης ενός Έλληνος δημοσιογράφου κλπ (διηγείται εδώ, όσο κατέθηκε και ανωτέρω).
Διακατεχόμενος λοιπόν υπό της ιδέας της εκδικήσεως, απήλθον εξ Ελλάδος και ήλθον να εγκατασταθώ εις Παρισίους. Μόνον ολίγας ημέρας προ της αποπείρας τα σχέδιά μου έλαβον οριστικωτέραν μορφήν. (Διηγείται κατόπιν τα της συναντήσεώς του μετά του Κυριάκη, εις τον οποίον λέγει ότι ανέθηκε να αγοράση τα πιστόλια και να μεταβή, όπως εποπτεύη έξωθεν του ξενοδοχείου «Μωρίς», ως κατέθηκε και ανωτέρω και ότι αφού έμαθον ότι επρόκειτο να φύγη ο Βενιζέλος εκείνην την εσπέραν μετέβη εφ’ αμάξης μετά του Κυριάκη εις τον σταθμόν).
Αναλαμβάνω, εξακολουθεί, πάσαν την ευθύνην της πρωτοβουλίας της αποπείρας και λυπούμαι τώρα ότι παρέσυρα τον Κυριάκην εις αυτήν την υπόθεσιν, διότι ούτος είνε ασθενής και η διαμονή του εις την φυλακήν είνε δι’ αυτόν τελείως ολέθρια.
Ερ. Δεν έχετε άλλους συνενόχους πλήν του Κυριάκη;
Απ. Όχι, δεν έχω κανένα συνένοχον, ούτε εις την Γαλλίαν, ούτε εις την Ελλάδα, ούτε εις άλλην τινά χώραν, διότι, εάν ως λέγεται συνωμοσία εξυφάνθη κατά της ζωής του Βενιζέλου, δεν είμεθα ούτε ο Κυριάκης ούτε εγώ τα όργανα της συνωμοσίας ταύτης.
Επαναλαμβάνω ότι ενήργησα όλως αυτοβούλως χωρίς να αντλήσω έμπνευσιν οιανδήποτε ούτε εν Ελλάδι, ούτε αλλαχού.

Ερ. Ποίος είνε ο βαθμός σας εν τω Ελληνικώ Ναυτικώ;
Απ. Ήμην υποπλοίαρχος. Κατ’ αρχάς είχον τεθή εις διαθεσιμότητα, αλλά κατόπιν απετάχθην κατά το 1917, διά λόγους αποκλειστικώς πολιτικής φύσεως.
Ερ. Τι εκάματε μετά την ανάκλησίν σας;
Απ. ― Εξωρίσθην και κατόπιν επροεφυλακίσθην. Ο αδελφός μου μοι είχεν αποστείλη διά του φακέλλου της διπλωματικής αλληλογραφίας κρυπτογραφικήν αλληλογραφίαν, την οποίαν δεν ενόμισα ότι ώφειλον ν’ αποκαλύψω, διότι η αλληλογραφία αύτη εξέθετεν, ως τουλάχιστον ενόμιζα, μίαν γυναίκα. Μετά 8μηνον φυλάκισιν απηλευθερώθην (Ιούνιος 1918). Έμεινα εις εξορίαν μέχρι του Δεκεμβρίου του 1918.
Ερ. ― Ποίος ήτο ο σκοπός του παρόντος ταξειδίου σας εις Παρισίους;
Απ. ― Εσκόπευον να διαμείνω εις Παρισίους και Λονδίνον δι’ εμπορικάς εργασίας και να ασχολούμαι συγχρόνως και δω εις την δημοσιογραφίαν.
Ερ. ― Ποίοι ήσαν οι πόροι σας;
Απ. ― Ανεχώρησα εξ Αθηνών μετά 2 και 1/2 χιλιάδων φράγκων περίπου. Ο διευθυντής της εφημερίδος την οποίαν αντιπροσωπεύω, μοι έστειλε 1500 φράγκα και ο αδελφός μου 1000.
Ερ. ― Δεν είχατε αρχίση διαπραγματεύσεις διά να αγοράσετε εν γιωτ εις την Νίκαιαν;
Απ ― Ναι, αλλ’ όχι διά λογαριασμόν μου, ήτο παραγγελία την οποίαν μοι ανέθηκεν ο κ. Γεώργιος Βάσσος, απόστρατος συνταγματάρχης, διαμένων εν Αθήναις.
Ερ. ― Ποίος είνε κάποιος Ανδριτσάκης;
Απ. ― Είνε υπάλληλος του υπουργείου της Συγκοινωνίας εν Αθήναις, τον οποίον είχον γνωρίσει εις τα Χανιά. Δεν ήλθε ποτέ εις Παρισίους. Δεν πρέπει να συγχέεται ο Ανδριτσάκης ούτος με τινά άλλον ομώνυμον, τον οποίον δεν γνωρίζω προσωπικώς και όστις είνε προσκεκολλημένος εις την υπηρεσίαν της Βασιλικής Οικογενείας.
Ερ. ― Δεν έχετε σχέσεις με κάποιον Μουτσάκην;
Απ. ― Όχι.
Ερ. ― Δεν είχατε σχέσεις μετά της κυρίας Πάτσιτς, θυγατρός του ναυάρχου Ζώτου;
Απ. ― Υπήρξα ο εν εξορία σύντροφος του ναυάρχου Ζώτου. Ότε έμαθεν ότι ηρχόμην εις Παρισίους, μοι ανέθηκε να μεταδώσω τα κατ’ αυτόν εις την θυγατέρα του, κυρίαν Πάτσιτς.
Ερ. ― Δεν εγνωρίσατε κάποιον Κριεζήν;
Απ. ― Είναι πρώην αξιωματικός του Ελληνικού Ναυτικού, τον οποίον δεν γνωρίζω προσωπικώς. Τον είδον άπαξ εν Παρισίοις, ουδέν δε γνωρίζω περί των ενταύθα ασχολιών του.
Ερ. ― Ποίας φύσεως ήσαν αι μετά του Γεωργίοτ Βάσσου σχέσεις σας εν Αθήναις;
Απ. ― Εγνώρισα τον Βάσσον εν Αθήναις, όπως εγνώρισα και πολλά πρόσωπα, χωρίς να έχω σχέσεις στενής φιλίας μετ’ αυτού. Ότε έμαθεν ότι επρόκειτο να έλθω εις Παρισίους και διά να διέλθω από τας Κάννας, με παρεκάλεσε να υπάγω εις ένα λιμένα και να ζητήσω να του εύρω εν γιωτ διασκεδάσεως, προς τούτο δεν απετάθην προς τον κ. Καμένον, του οποίου το όνομα μοι έδωκεν ο εν Μασσαλία πρόξενος της Ελλάδος.
Ο αδελφός τού Γεωργίου Βάσσου, ονόματι Κωνσταντίνος, μοι ανέθηκε και αυτός να τω προμηθεύσω
5 χιλ. τόννους σακχάρεως. Εκ Λονδίνου τού ετηλεγράφησα τας τιμάς και τας πληροφορίας, τας σχετικάς προς τας προσφοράς.
Ερ. ― Ο Γ. Βάσσος δεν είναι στρατιωτικός Κωνσταντινικός;
Απ. ― Γνωρίζω ότι είναι Κωνσταντινικός, αλλ’ ίσως περισσότερον αντιβενιζελικός. Και εγώ δε είμαι μάλλον Ελληνόφρων παρά Κωνσταντινιστής.
Η Καθημερινή, 18 Οκτωβρίου 1920

