Ήταν μόλις 36 ετών στις αρχές Αυγούστου του 1962, όταν βρέθηκε νεκρή από την οικονόμο της στο σπίτι της. Αν και σύντομος ο βίος της Μέριλιν Μονρόε, ήταν κυριολεκτικά «γεμάτος», με την απόσταση ανάμεσα στην απόλυτη ένδεια των πρώτων χρόνων και την απόλυτη αναγνώριση που της εξασφάλισε η δραστηριότητά της ως μοντέλου και κυρίως ως ηθοποιού κατά τη δεκαετία του 1950, να μοιάζει συνάμα πολύ μικρή και πολύ μεγάλη. Τέτοια, πάντως, που έδινε αφορμή σε πολλούς να θυμούνται το παραμύθι με τη Σταχτοπούτα και σε άλλους να τη θεωρούν ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα του μύθου και της λάμψης (πρόσκαιρης και στο φαίνεσθαι, πάντως) του Χόλιγουντ. Η Καθημερινή παρακολουθούσε σχεδόν από την αρχή την πορεία της, όπως προκύπτει από ένα χρονογράφημα που δημοσιεύτηκε στις 20 Ιουλίου 1952. Πυκνά και πολύμορφα ήταν και τα δημοσιεύματα της εφημερίδας αμέσως μετά τον θάνατό της. Κάποια από αυτά δημοσιεύονται στην παρούσα έκδοση. Γραμμένα εν θερμώ, αλλά με πρόθεση να αναδείξουν μια σειρά από πλευρές του «φαινομένου Μέριλιν» και της τραγικής κατάληξής του, τα εν λόγω δίνουν στοιχεία για τη ζωή της, παρουσιάζουν τις αντιδράσεις και τις δηλώσεις μετά τον θάνατό της και προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τα βαθύτερα στοιχεία που καθόρισαν την πορεία της. Σε αυτή την προσπάθεια διατυπώνονται, βέβαια, οι πιο διαφορετικές υποθέσεις: από εκείνες που εστιάζονται στο επιβαρυμένο ψυχικό ιστορικό της έως αυτές που επικεντρώνονται στον τρόπο με τον οποίο η βιομηχανία του θεάματος στο Χόλιγουντ αντιμετώπιζε τους ηθοποιούς.
Πέρα από τα πομπώδη και σεξιστικά κλισέ
Στις 4 Αυγούστου 1962, η Μέριλιν Μονρόε φεύγει από τη ζωή στην ηλικία των 36 ετών, στο κρεβάτι του δωματίου της, στο σπίτι που ζούσε μόνη της και είχε αγοράσει η ίδια με δικά της χρήματα –κάτι σπάνιο για μια γυναίκα της εποχής της– στο προάστιο Μπρένγουντ του Λος Άντζελες. «Το πτώμα της Μαίριλυν Μονρόε ευρίσκεται σήμερον επί της μαρμαρίνης τραπέζης του νεκροτομείου, καθ’ ον χρόνον ο ψυχίατρος και ο ψυχολόγος οι οποίοι κατά την διάρκειαν της ζωής της ηθοποιού είχον εμβαθύνει εις την προσωπικότητά της, προσπαθούν να ανακαλύψουν εάν το σύμβολον αυτό της γοητείας ηυτοκτόνησεν ή εάν ο θάνατος αυτού υπήρξε συμπτωματικός. Εκ του γραφείου του ανακριτού ανεκοινώθη ότι η ηθοποιός του κινηματογράφου Μαίριλυν Μονρόε απεβίωσε την 3.40 π.μ. (τοπική ώρα) της χθες συνεπεία μεγάλης δόσεως υπνωτικού φαρμάκου», αναφέρει το δημοσίευμα «Το δραματικόν τέλος της Μαίριλυν Μονρόε» της Καθημερινής στις 7 Αυγούστου 1962.

Στο δημοσίευμα της Καθημερινής «Ένα ψυχογραφικό πορτραίτο» στις 7 Αυγούστου 1962, γίνεται αναφορά στο «τέλος αυτής της παράδοξης ηρωίδας» – η Μαίριλυν Μονρόε, σύμφωνα με τον συγκεκριμένο συντάκτη, ήταν το είδωλο των εκατομμυρίων που γεννήθηκε με τρομερά ψυχοπαθολογικά στίγματα, η υπηρετριούλα που χλευάσθηκε και έζησε σε μiα κόλαση, η άτυχη καλλονή που αναζητούσε στην ανδρική αγκαλιά μια προστασία ως υποκατάστατο της στοργής των γονιών που δεν γνώρισε ποτέ, η σέξυ κοπέλα που ήθελε να γίνει ηθοποιός και κάτι περισσότερο από μια διανοούμενη σε πείσμα εκείνων που την αποκαλούσαν ειρωνικά «Η Σάρα Μπερνάν με το μπικίνι», η τρομερή γυναίκα με τα νεύρα της, η οποία, όμως, ήταν απλά ένα δυστυχισμένο πλάσμα που ήθελε να κάνει παιδιά και είχε δύο αποβολές. Μπορεί αυτοί οι χαρακτηρισμοί να μας φαίνονται αναχρονιστικοί, αλλά δεν απέχουν πολύ από την εικόνα της Μαίριλυν που αποτύπωσε το 2022 στο κινηματογραφικό πανί η τανία Blonde, μια βιογραφία της Μονρόε με μυθοπλαστικά στοιχεία, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Τζόις Κάρολ Όουτς, που κατέληξε να είναι ηδονοβλεπτική, ψευτοφροϋδική τραγωδία ενός βασανισμένου σέξυ κοριτσιού με daddy issues.

Αρκετές διάσημες προσωπικότητες αναφέρθηκαν στη Μαίριλυν στα δημοσιεύματα με αφορμή τον θάνατό της. Κάποιες από τις δηλώσεις τους είναι αναμενόμενες και αναπαράγουν την παραπάνω αφήγηση, ενώ άλλες είναι περισσότερο οξυδερκείς, εστιάζοντας στην αδηφάγο καταναλωτική κουλτούρα που καλλιεργεί το Χόλιγουντ και αφομοιώνει η κοινωνία μας, η οποία έχει μάθει να λατρεύει λαμπερά είδωλα, αναζητώντας απεγνωσμένα, παράλληλα, τη θαμπάδα και τα ελαττώματά τους. «Η μοναξιά του τέλους της ήταν μία ακόμη απόδειξη ότι δεν μπορεί κανείς να κάμη ανθρώπινα πλάσματα θεούς δίχως να τα σκοτώση», γράφει ο Πήτερ Λιούις στο άρθρο του «Όταν το Χόλλυγουντ διεκδικεί την ψυχήν…» που δημοσίευσε η Καθημερινή στις 9 Αυγούστου 1962, κάτι που ενέχει μια δόση αλήθειας για τον «τοτεμισμό» των σταρ από τη βιομηχανία και την κοινωνία ακόμη και στην εποχή που ζούμε τώρα. Στο άρθρο «Το δραματικόν τέλος της Μαίριλυν Μονρόε» μνημονεύεται η ηθοποιός Γιαν Στέρλινγκ, που εύστοχα δήλωσε σχετικά με τον θάνατο της Μέριλιν ότι «πρόκειται περί λεηλασίας μιας ζωής. Έχω την εντύπωσιν ότι όλοι φέρομεν κάποιαν ευθύνην διότι, εάν είχομεν επιδείξει έναντι αυτής περισσοτέραν κατανόησιν, ίσως να μην ήτο σήμερον νεκρά». Αντιθέτως, στο άρθρο «Ένα ψυχογραφικό πορτραίτο» αναφέρεται η στερεοτυπική δήλωση του καταξιωμένου ηθοποιού σερ Λώρενς Ολίβιε «Η εργασία της την εφόβιζε και, παρά το ότι είχε τάλαντον αναμφισβήτητον, νομίζω ότι εσωτερικά αντιστεκόταν στην άσκηση που χρειάζεται για να γίνη κανείς ηθοποιός. Την εγοήτευε κυρίως ο μυστικισμός της τέχνης και ήταν ευτυχισμένη σαν παιδί όταν την εφωτογράφιζαν». Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ταινία Ο πρίγκιπας και η χορεύτρια, η Μέριλιν, έχοντας κοπιάσει στα μαθήματα ηθοποιίας με τον Λι Στράσμπεργκ στο Actors Studio, καταφέρνει να επισκιάσει με την ερμηνεία της ακόμα και τον θρυλικό συμπρωταγωνιστή της Ολίβιε, παρόλο που εκείνος της είχε δώσει μοναδική οδηγία για τον ρόλο της: «Σταμάτα να σκέφτεσαι και γίνε σέξι».
Έχουν περάσει 61 χρόνια από τον θάνατό της και είναι σχεδόν αδύνατο, ακόμα και τώρα, να πετύχουμε κάποια αναφορά στο όνομα της Μέριλιν χωρίς έναν πομπώδη, σεξιστικά κλισέ και συναισθηματικά φορτισμένο επιθετικό προσδιορισμό για την ίδια, τη ζωή και τον θάνατό της, χωρίς κάποια ψυχαναλυτική προσέγγιση που προσπαθεί να εξηγήσει και να νοηματοδοτήσει την προσωπική και επαγγελματική της πορεία. ∆ιαβάζοντας τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα της Καθημερινής από την περίοδο του θανάτου της, το ύφος και οι αναλύσεις μπορεί να διαφέρουν σε μικρές λεπτομέρειες, αλλά σε όλα υπάρχει μια κοινή αφήγηση στον πυρήνα τους – η Μέριλιν ήταν το θύμα της παιδικής της ηλικίας, των νευρώσεών της, του Χόλιγουντ, των ανδρών, των θαυμαστών. Η Μέριλιν ήταν η αθώα αλλά και σεξουαλική καλλονή, ήταν ταυτόχρονα τελείως γυναίκα αλλά και τελείως παιδί, και, ακόμα πιο χαρακτηριστικά, «ήταν ο πατροπαράδοτος τύπος της εκρηκτικής ξανθής καλλονής, αλλά είχε και τις φιλοδοξίες ενός διανοουμένου. Ήταν μια θεά του κάλλους που μοχθούσε (και τα κατάφερνε) να είναι πάντοτε κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Με τον γάμο της με τον Άρθουρ Μίλλερ, τον θεατρικό συγγραφέα, προσπάθησε να επιτύχη ένα συμβιβασμό ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο αντιφατικές πλευρές της», σύμφωνα με το επικήδειο άρθρο «Μύθος και πραγματικότητα» του Σέσιλ Ουίλσον που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 8 Αυγούστου 1962.
Εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τη Μέριλιν με παρόμοιους όρους και χαρακτηρισμούς, διαιωνίζοντας πατριαρχικά στερεότυπα και δίπολα.

Έχει ενδιαφέρον το ότι αυτά τα στοιχεία της θεωρούνταν ανέκαθεν αντιφατικά και ανάμεσα σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς μεσολαβεί πάντα ο αντιθετικός σύνδεσμος «αλλά» αντί για τον συμπλεκτικό σύνδεσμο «και». Η Μέριλιν δεν μπορούσε να εκληφθεί ποτέ ως μια ολοκληρωμένη ύπαρξη με ποικίλα ταλέντα, που χάραξε τη δική της πορεία βασισμένη σε αυτά στο μέτρο που μπόρεσε, αλλά αντιμετωπίστηκε ως τραγική ηρωίδα ενός διδακτικού παραμυθιού, περιτριγυρισμένη από μάγισσες και κανίβαλους. Στο δημοσίευμα «Μαίριλυν…» της Καθημερινήςστις 8 Αυγούστου 1962, ο δημοσιογράφος τη χαρακτηρίζει αληθινή Σταχτοπούτα, φτωχή και βασανισμένη, που ξαφνικά βρίσκεται στην κορυφή της ευτυχίας και καταλήγει λέγοντας: «Τώρα που το σκότωσαν το ξανθό καλό κορίτσι, το γελαστό, το έξυπνο, με το ταλέντο, το πηγαίο χιούμορ –κανείς δεν ήξερε να σατυρίση τον τύπο Μαίριλυν καλύτερα από την ίδια–, με την απέραντη τρυφερότητα, την ασυγκράτητη σπατάλη, την άσβεστη ανάγκη ν’ αποκτήση κάτι δικό της, ένα παιδί, τώρα που την εξετέλεσαν ο καθένας από λίγο, τώρα όλοι την αγαπούν και όλοι δακρύζουν, και σκύβουν επάνω στο παγωμένο μάρμαρο, όπου η προδομένη Σταχτοπούτα έχει ξαπλώσει ταπεινά, πάλι εγκαταλελειμμένη και πάλι ορφανή». Η Μέριλιν, στα μάτια όλων, ήταν μόνο ένα προϊόν εξωγενών παραγόντων, ένα λαμπερό έρμαιο που στερούνταν ελεύθερης βούλησης.
Αυτή η βουτιά στην Ιστορία είναι πάντα ενδιαφέρουσα, για να ανακαλύπτουμε και να αντιλαμβανόμαστε εις βάθος τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες μέσα από τις οποίες αναδύθηκαν και εξελίχθηκαν οι προσωπικότητες που ξεχώρισαν, αλλά να εντοπίζουμε, παράλληλα και το πού βρισκόμαστε τώρα, πόση απόσταση έχουμε διανύσει και πόση πρόοδο έχουμε σημειώσει ατομικά και συλλογικά. Εν προκειμένω, η απόσταση δεν είναι μεγάλη, καθώς εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τη Μέριλιν και τις διάσημες, επιτυχημένες γυναίκες με παρόμοιους όρους και χαρακτηρισμούς, διαιωνίζοντας πατριαρχικά στερεότυπα και δίπολα. Έχει σημασία, επομένως, να ανοίξουμε τους ορίζοντές μας και να μελετήσουμε περαιτέρω, προκειμένου, 60 χρόνια μετά, να αποδοθεί ρεαλιστικά η πραγματικότητα και η ανθρώπινη διάσταση διασημοτήτων όπως η Μέριλιν. Η Μέριλιν Μονρόε ήταν ένας υπαρκτός, χαρισματικός άνθρωπος, με δυναμικότητα, αυτενέργεια και αυτονομία στη ζωή της, καθώς και με ελαττώματα, όπως όλοι μας. Το μοναδικό πρόβλημά της ήταν ότι ήταν διάσημη γυναίκα που τόλμησε να είναι και οι δύο πλευρές ενός νομίσματος που μας έχουν μάθει ότι είναι διακριτές και μπορούμε να διαλέγουμε μόνο τη μία, σαν όλη η ζωή των γυναικών να είναι ένας κλήρος ανάμεσα στην ομορφιά και την εξυπνάδα, τη λάμψη και το ταλέντο, την οικογένεια και την καριέρα – κορώνα ή γράμματα; Εκείνη, κόντρα σε όλους και σε όλα, επέλεξε να συνεχίζει να περιστρέφεται, χωρίς να προσγειωθεί ποτέ σε μία πλευρά, για όσο άντεξε.
Ελίνα ∆ημητριάδη
Μαίριλυν…
Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, λένε γρήγορα στα παραμύθια, αυτοί που τα διηγούνται ή τα γράφουν, μόλις λάμψη η πρώτη ακτίς ευτυχίας, μόλις οι ήρωες πατήσουν το κατώφλι της χαράς […]
Η Μαίριλυν –ποια άλλη;– μου θύμισε το παραμύθι, η Μαίριλυν που στην ίδια αυτή στήλη, προ δέκα ετών, σχεδόν ακριβώς, στις 20 Ιουλίου 1952, ανεφέρετο για πρώτη φορά: «Η Σταχτοπούτα η αληθινή, η αληθινά φτωχή και βασανισμένη, που ξαφνικά βρίσκεται στην κορυφή της ευτυχίας, είναι και δικό μας απόκτημα. Είναι η Μαίριλυν Μονρόε. Την έχετε κιόλας ακουστά; Όχι;… Περιμένετε λίγο και το όνομα της μικρής ξανθής που έχει ήδη αναστατώσει τις σαράντα οκτώ Ηνωμένες Πολιτείες, θα σας φθάση. Είναι ξαφνικά το πιο φωτεινό νέο αστέρι του κινηματογράφου και έχει τώρα τον κόσμο στα πόδια της. Όλα τής προσφέρονται: δόξα, χρήματα, μέλλον, δικαίωμα σε κάθε ευτυχία. Όλα σήμερα. Γιατί χθες ακόμη η θέση της ήταν στο τελευταίο, το πιο φτωχό, το πιο κρύο σκαλοπάτι της κοινωνίας. Εκεί που κουρνιάζει το εγκαταλελειμμένο παιδί που μεγάλωσε μέσα στο ανήλιο κλίμα της ελεημοσύνης. ∆ώδεκα χρόνια κορίτσι, λιγνό, ξανθό πλάσμα, άρχισε να ξενοδουλεύη, υπηρέτρια, νταντά, βοηθός, γνωρίζοντας δυστυχία και μοναξιά απέραντη. Βάσανα, φτώχεια, ξύλο, ταπεινώσεις… Και ξαφνικά, στροφή της μοίρας… Σταχτοπούτα αυθεντική, γλίστρησε μαγικά μέσα στο παραμύθι. Όλα είναι δικά της. Βέβαια οι σελίδες δεν είναι ακόμη όλες γραμμένες και κανείς δεν μπορεί να κλείσει τώρα μ’ εκείνο το θαυμάσιο “ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”, που τακτοποιεί τόσο εύκολα το μέλλον…».

Εύκολα και σοφά το τακτοποιεί, χωρίς ευθύνη, χωρίς προβλήματα. Έχει δίκηο που σταματά εκεί το παραμύθι. Γιατί, στη ζωή, όλα γυρίζουν πίσω, και τα φίδια και οι μάγισσες και οι εφιάλτες, και τα δαιμόνια αρπάζουν πάλι τα ευγενικά πλάσματα και τα περνάνε πάλι από νέες, ύπουλες, χρυσοντυμένες, μεταμφιεσμένες, αλλά σκληρές δοκιμασίες: «Περάστε, ελάτε, έλα, εσύ, διαλεχτή της μοίρας, έλα και άνοιξε η μεγάλη πόρτα και σε περιμένει ανθισμένος παράδεισος, με κρυστάλλινες πηγές ευτυχίας, έλα και σε περιμένει δόξα, πλούτος, αγάπη, ασφάλεια…». Ενώ έπρεπε να της πούνε, έλα και σε περιμένουν κανίβαλοι πιο άγριοι από αυτούς που ζούνε στα βάθη της Αφρικής, και δράκουλες πιο διψασμένοι απ’ αυτούς που πίνουν το αίμα των μικρών παιδιών, έλα και σε περιμένει η δουλειά πιο σκληρή, αφεντικά πιο άκαρδα, έλα και θα σε περικυκλώσουν συμφεροντολόγοι και εκμεταλλευταί, έλα και θα σε αγκαλιάζουν την μια μέρα όλοι τόσο σφιχτά ώστε θα σε πνίγουν, και θα σε παρατάνε την άλλη και θα παγώνη η ψυχή σου από ερημιά…
Τώρα που το σκότωσαν, το ξανθό καλό κορίτσι, το γελαστό, το έξυπνο, με το ταλέντο, το πηγαίο χιούμορ –κανείς δεν ήξερε να σατυρίση τον τύπο Μαίριλυν καλύτερα από την ίδια– με την απέραντη τρυφερότητα, την ασυγκράτητη σπατάλη, την άσβεστη ανάγκη ν’ αποκτήση κάτι δικό της, ένα παιδί, τώρα που την εξετέλεσαν ο καθένας από λίγο, τώρα όλοι την αγαπούν και όλοι δακρύζουν, και σκύβουν επάνω στο παγωμένο μάρμαρο, όπου η προδομένη Σταχτοπούτα έχει ξαπλώσει ταπεινά, πάλι εγκαταλελειμμένη και πάλι ορφανή.
Η Καθημερινή, 8 Αυγούστου 1962
Το δραματικόν τέλος της Μαίριλυν Μονρόε
Το πτώμα της Μαίριλυν Μονρόε ευρίσκεται σήμερον επί της μαρμαρίνης τραπέζης του νεκροτομείου, καθ’ ον χρόνον ο ψυχίατρος και ο ψυχολόγος οι οποίοι κατά την διάρκειαν της ζωής της ηθοποιού είχον εμβαθύνει εις την προσωπικότητά της, προσπαθούν να ανακαλύψουν εάν το σύμβολον αυτό της γοητείας ηυτοκτόνησεν ή εάν ο θάνατος αυτού υπήρξε συμπτωματικός.
Εκ του γραφείου του ανακριτού ανεκοινώθη ότι η ηθοποιός του κινηματογράφου Μαίριλυν Μονρόε απεβίωσε την 3.40 π.μ. (τοπική ώρα) της χθες συνεπεία μεγάλης δόσεως υπνωτικού φαρμάκου. Εκπρόσωπος του ανακριτού εδήλωσεν ότι ο θάνατος της Μονρόε επήλθεν εις την οικίαν της εις το προάστιον Μπρένγουντ του Λος Άντζελες. Ο ίδιος προσέθεσεν ότι η ηθοποιός ανευρέθη νεκρά υπό της οικονόμου της και ότι εν συνεχεία εκλήθησαν δύο ιατροί, οι οποίοι διεπίστωσαν τον θάνατόν της. […]
Ο αιφνίδιος θάνατος της Μαίριλυν προεκάλεσε ζωηράν συγκίνησιν εις τους κύκλους των ηθοποιών και της βιομηχανίας του κινηματογράφου. Ο ηθοποιός Χένρυ Φόντα εδήλωσεν ότι ο θάνατος της Μαίριλυν αποτελεί απώλειαν διά τον κινηματογράφον και διά το κοινόν. «Αύτη –είπεν– ήτο προικισμένη με μέγα τάλαντον και ανθρωπιστικά αισθήματα». Ο Γιαν Στέρλινγκ εδήλωσε: «Πρόκειται περί λεηλασίας μιας ζωής. Έχω την εντύπωσιν ότι όλοι φέρομεν κάποιαν ευθύνην διότι, εάν είχομεν επιδείξει έναντι αυτής περισσοτέραν κατανόησιν, ίσως να μην ήτο σήμερον νεκρά». Ο Πήτερ Λόουφορντ, γαμβρός επ’ αδελφή του προέδρου Κέννεντυ, εδήλωσεν: «Η Πατ (αδελφή του προέδρου Κέννεντυ) και εγώ ηγαπώμεν πολύ την Μαίριλυν. Επρόκειτο περί στοργικού ατόμου με αυθόρμητα αισθήματα». […]
Η εφημερίς Νιου Γιορκ Τζόρναλ Αμέρικαν ανέγραψεν ότι: «Η ζωή της Μαίρυλιν Μονρόε υπήρξεν ιστορία μιας Σταχτοπούτας του Χόλλυγουντ. Ας ελπίσωμεν ότι εις τον θάνατον θα ανεύρη αύτη την ησυχίαν, η οποία της έλειψε καθ’ όλην την διάρκειαν της ζωής της».
Η Μονρόε προσεπάθησε κατά την διάρκειαν των τελευταίων ετών να μην είναι πλέον «η ξανθή την οποίαν προτιμούν οι άνδρες».
Ο ραδιοσταθμός του Βατικανού, εις σχόλιόν του το οποίον μετέδωσε επί τω θανάτω ενός «ειδώλου της χθες», ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ένα πρόσωπον «δύναται να δηλητηριασθή από το περιβάλλον από το οποίο εκείνος ή εκείνη αρύετο τους χυμούς της φυσικής και πνευματικής ζωής». Επρόκειτο σαφώς περί της Μαίριλυν Μονρόε, παρά το γεγονός ότι δεν ανεφέρθη το όνομά της. Ο ραδιοσταθμός μετέδωσε και τα εξής: «Εδηλητηρίασεν εαυτήν», «αφαίρεσε την ζωήν της», «αυτή ηυτοκτόνησε». […]
Κατά τηλεγραφήματα εκ Ρώμης, ο γνωστός κριτικός του ιταλικού κινηματογράφου Λουίτζι Ρόντι γράφει εις το Ιλ Τέμπο μεταξύ άλλων και τα εξής: «Ποίος την εφόνευσεν; Ας είμεθα τίμιοι. Ημείς την εφονεύσαμεν, ημείς, οι συνήθεις άνθρωποι, το ανώνυμον πλήθος, οι θεαταί των κινηματογράφων, οι αναγνώσται των εικονογραφημένων περιοδικών. Ημείς που παρ’ ολίγον να εφονεύαμεν την Μπριζίτ Μπαρντό, ημείς οι οποίοι προσπαθούμεν να φονεύσωμεν την Ελίζαμπεθ Ταίηλορ, ημείς οι οποίοι αισθανόμεθα την επιτακτικήν ανάγκην να κατασκευάσωμεν αντικαταστάτας διά την καθημερινήν μας κατανάλωσιν εις μίαν εποχήν χωρίς μύθους, χωρίς είδωλα, χωρίς βασιλείς με στέμματα και χωρίς βασιλίσσας με ερμίνας».
Ο θάνατος της ηθοποιού έδωσεν απόψε την ευκαιρίαν εις πολιτικήν εκμετάλλευσιν. Ο ανταποκριτής της Ισβέστια εις Ηνωμ. Πολιτείας, εις ανταπόκρισίν του εκ Νέας Υόρκης, γράφει τα εξής: «Ο θάνατος της διασήμου ηθοποιού επάγεται μίαν άλλην καταδίκην, δυστυχώς, όμως, την φοράν αυτήν ουχί εις την ποινήν του θανάτου. Την καταδίκην του τερατώδους κατασκευάσματος, του τέρατος το οποίον σαρκάζει υπεράνω της τέχνης, του ωραίου, του αληθινού, του φυσικού. Του Χόλλυγουντ. Η Μονρόε προσεπάθησε κατά την διάρκειαν των τελευταίων ετών να προετοιμασθή διά μίαν πραγματικώς καλλιτεχνικήν εργασίαν, να μην είναι πλέον “η ξανθή την οποίαν προτιμούν οι άνδρες”. Αύτη παρηκολούθησεν ακόμη και μαθήματα εις Νέαν Υόρκην κατά το σύστημα Στανισλάβσκυ. Ο θάνατός της όμως είναι αμφίβολος. Η Μαίριλυν Μονρόε είναι το θύμα του Χόλλυγουντ».
Η Καθημερινή, 7 Αυγούστου 1962
Ένα ψυχογραφικό πορτραίτο
Αν η απόλυσίς της από την εταιρία «Τουέντιθ Σέντσουρυ Φοξ» δεν στάθηκε το αίτιο της τόσο απροσδοκήτου αυτοκτονίας της (και αποτελεί τραγικήν ειρωνεία το γεγονός ότι ο Βρεταννός δημοσιογράφος που πριν λίγες εβδομάδες τής είχε πάρει συνέντευξιν, εβεβαίωνεν ότι η Μαίριλυν Μονρόε κατείχετο υπέρ ποτέ άλλοτε από την περίφημον «δίψα της ζωής»), στάθηκεν αναμφισβήτητα η αφορμή της. Ήταν η τελευταία σταγόνα που κάνει το ποτήρι να ξεχειλίση, που μεταβάλλει την ποσότητα σε ποιότητα…

∆ύσκολα μπορούσε να φανταστή κανείς ένα διαφορετικό τέλος αυτής της παράδοξης ηρωίδας, που ο βίος της και η πολιτεία της έχει κάτι που φέρνει εις τον νου την θρυλικήν «Νανά» του Ζολά. Μέσα της έφερνε μια βαρύτατη κληρονομικότητα: Κόρη ενός ∆ανού ονόματι Μάρτενσεν, που τα ίχνη του χάθηκαν, και μιας μητέρας που είναι σήμερα 59 χρονών και που πέρασε από τα χρόνια αυτά τα περισσότερα σε νευρολογικές κλινικές, η Μαίριλυν Μονρόε, η καλλονή, το είδωλο των εκατομμυρίων γεννήθηκε με τρομερά ψυχοπαθολογικά στίγματα, που καλλιεργήθηκαν σιγά σιγά μέσα στο αχάριστο περιβάλλον όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια: Εργάσθηκε σαν υπηρετριούλα, χλευάσθηκε, βρίστηκε και πολύ σύντομα η λέξη «ορφανό» αντηχούσε στ’ αυτιά της σαν βρισιά.
Έζησε μέσα σε μια Κόλαση, ώσπου ν’ ανακαλύψη ότι διέθετε ένα θαυμάσιο κορμί και να κερδήση χρήματα σαν «φωτομοντέλο», σαν κόβερ γκερλ. ∆εκαέξη χρονών παντρεύθηκε κάποιον Ντάφερτυ, που σε λίγο έφυγε για το μέτωπο. Ο πρώτος αυτός γάμος διαλύθηκε σχεδόν από μόνος του…

***
Απ’ αυτήν την ηλικία, οι πράξεις της άτυχης καλλονής είναι πράξεις των κακοζωισμένων εκείνων νευροπαθών, όπου γι’ αυτούς δεν υπάρχει ευτυχία και ικανοποίηση ικανή να τους δώση κάποια ξεκούραση. Η ευτυχία είνε κάτι το αναζητούμενο, κάτι το μηδέποτε εφικτό, κάτι που τοποθετείται πάντα στο μέλλον και αποκτά σχεδόν κατά κανόνα τα χαρακτηριστικά του ιδανικού ετεροφύλου. Η περίπτωση της Μαίριλυν είναι και περίπτωση εκατομμυρίων άλλων κοριτσιών. Στην ανδρικήν αγκαλιά αναζητούν και μια προστασία, ένα υποκατάστατο της στοργής των γονέων που δεν γνώρισαν ποτέ. Αρκετά άπειρες ώστε να εμπιστεύωνται μόνο στη φωνή του ενστίκτου, αφήνονται να παρασυρθούν από μια φανταχτερήν εξωτερικήν εμφάνιση. ∆οκιμάζουν κατόπιν μια απογοήτευση. Αυτή υπήρξε η περίπτωση της Μαίριλυν και του Τζόε Ντι Μάτζιο, ενός πρωταθλητού του «μπαίηζ-μπωλλ» – του δευτέρου συζύγου της. Ο γάμος των δεν διήρκεσεν παρά μόνον εννέα μήνες. «∆εν βρήκα κοντά του την ανθρώπινη ζεστασιά», εδήλωσεν η Μαίριλυν εις τον δικαστή που επελήφθη της υποθέσεως του διαζυγίου. Σε πρόσφατο βιογράφημά της, που εδημοσίευσε κάποια γαλλική εφημερίδα, απεκαλύπτετο ότι ο σύζυγος αυτός δεν ήτο τίποτε άλλο παρά ένας σαδιστής. Είχε φθάσει στο σημείο να την χτυπάη αλύπητα εις το στήθος…
Στο αναμεταξύ, η φήμη της Μαίριλυν (βρισκόμαστε εις τα 1955) εμεγάλωνε. Είχεν αποφασίσει να πάψη να είναι μια «σέξυ» κοπέλλα, ήθελε να γίνη ηθοποιός. Επιμελέστατα φοιτούσεν εις το περίφημον «Άκτορ’ς Στούντιο» της Νέας Υόρκης. Ο πολύς Λη Στράσμπεργκ, ο δάσκαλός της, εγνώρισε το δράμα της, εφρόντιζε να της συμπαραστέκεται ψυχικά. Εκεί εγνώρισε τότε τον άνθρωπο που θα μπορούσε ίσως να την αποσπάση από τη μοίρα της: τον συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ, που έγινε ο τρίτος σύζυγός της. Και πραγματικά, η ίδια ωμολόγησε τελευταίως ότι ήταν ο πιο ευτυχισμένος απ’ όλους τους γάμους της. Ο συγγραφεύς του «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» επέρασε κοντά της τους τελευταίους μικροδιωγμούς του από το Σταίητ Ντηπάρτμεντ, πριν αποκατασταθή πανηγυρικά. Πέρα από την αγάπη του, της προσέφερε τα πνευματικά του φώτα, την μόρφωσή του. Η Μαίριλυν γινόταν κάτι περισσότερο από μια διανοουμένη, εις πείσμα εκείνων που την αποκαλούσαν ειρωνικά «Η Σάρα Μπερνάρ με το μπικίνι».

Από την εποχήν εκείνην χρονολογούνται οι πιο αξιόλογες ταινίες της: «Πρίγκιψ και χορεύτρια» με τον σερ Λώρενς Ολίβιερ και οι «Κακοταιριασμένοι» με τον Κλαρκ Γκαίημπλ. Το σενάριο της τελευταίας αυτής ταινίας το είχε συγγράψει ο Άρθουρ Μίλλερ ειδικά γι’ αυτήν. Ο τίτλος όμως δεν επρόκειτο να τους φέρη διόλου τύχη. Η Μαίριλυν Μονρόε έφερε μέσα της τρομερά κληρονομικά στίγματα. Παλεύοντας ολοένα με τα νεύρα της και κάνοντας τους περί αυτήν να την θεωρούν σαν «τρομερή γυναίκα», ενώ δεν ήταν παρά ένα δυστυχισμένο πλάσμα, επεθύμησε να αποκτήση παιδιά, να κάμη οικογένεια. Στάθηκε όμως άτυχη. ∆ύο φορές έμεινε έγκυος από τον Άρθουρ Μίλλερ. Και τις δύο φορές η εγκυμοσύνη διεκόπη προώρως. Ένας Λουθηρανός θα έλεγε ότι ήταν από τα πλάσματα εκείνα «τα προωρισμένα εις απώλειαν». Τα γεγονότα αυτά εκλόνισαν τον γάμον. Ακολούθησε το διαζύγιο – και το διαζύγιο αυτό αφήκε τόσο τον Άρθουρ όσον και την Μαίριλυν ψυχικά ερείπια. Ο Άρθουρ γρήγορα ξαναπαντρεύθηκε μιαν όχι και τόσον όμορφη διανοούμενην. Υποτίθεται ότι είναι σήμερα ευτυχισμένος…
Πολύς λόγος έγινε ακόμη για ένα ειδύλλιο της Μαίριλυν με τον Γάλλον τραγουδιστήν Υβ Μοντάν. ∆ημοσιεύθηκαν φωτογραφίες τους που άφιναν ελαχίστην αμφιβολίαν. ∆εν είναι γνωστόν αν για τον Υβ η Μαίριλυν ήταν κάτι περισσότερον από μια περαστική ιδιοτροπία. Ωστόσο όμως με κανένα τρόπο δεν θέλησε να θυσιάση προς χάριν της την σίγουρη και ίσως λίγο μονότονη ευτυχία που εξασφάλιζε μένοντας στο πλευρό της συζύγου του, Σιμόνης Σινιορέ…
Ακολούθησε η περιπέτεια της απολύσεώς της, επειδή δεν προσήρχετο τακτικά εις το γύρισμα της ταινίας «Κάτι πρέπει να δώσης». Τα καθέκαστα είναι γνωστά: Της εδόθη μια αποζημίωσις 200.000 δολλαρίων και η εταιρία, που οι υπερβολές της «Κλεοπάτρας» έχουν φαίνεται γονατίσει οικονομικά, την απέλυσε. Και πριν από λίγες εβδομάδες, ο Βρεταννός δημοσιογράφος εύρισκε την Μαίριλυν υπέρ ποτέ αισιόδοξη. Και ίσως να ήταν πραγματικά αισιόδοξη. Αυτό το ακουστικό του τηλεφώνου που βρέθηκε στα χέρια της, ίσως να μη δείχνη παρά το πόσο λίγο πίστεψε και σ’ αυτήν ακόμη την αυτοκτονία (πιθανώτατα άδειασε το φιαλίδιο με το «νεμπουτάλ» επάνω σε κάποια στιγμή υπερδιεγέρσεως) σαν λύση. Μέχρι τέλους θέλησε να ζήση, όπως όλοι όσοι έχουν νεύρα άρρωστα. Μέχρι τέλους θέλησε να πιστέψη στη ζωή, που της είχε φανή τόσο παράλογα κακή.

Πολλοί φίλοι της, διάσημοι και μη, έσπευσαν να εκφράσουν την θλίψη τους για τον χαμό της: Τζωρτζ Άξελροντ, Σούζαν Στράσμπεργκ, Νίκολας Ραίυ, Σοφία Λώρεν, Μαρία Φέλιξ, Σαρλ Μπουαγιέ. Συγκρατούμε όμως τα λόγια δύο: του Ζαν Κοκτώ, του Γάλλου ποιητού, συγγραφέως και ακαδημαϊκού, και του σερ Λώρενς Ολίβιερ. Είπε λοιπόν ο Κοκτώ: «Ο θάνατος αυτός θα είναι ένα τρομερό μάθημα για κείνους που κυριώτερή των έγνοια είναι να “κατασκοπεύουν” και να βασανίζουν τις βεντέττες. ∆εν γνώριζα την Μαίριλυν, αλλά λυπούμαι επειδή είχε πολύ ταλέντο».
Και ο σερ Λώρενς: «Η εργασία της την εφόβιζε και παρά το ότι είχε τάλαντον αναμφισβήτητον, νομίζω ότι εσωτερικά αντιστεκόταν στην άσκηση που χρειάζεται για να γίνη κανείς ηθοποιός. Την εγοήτευε κυρίως ο μυστικισμός της τέχνης και ήταν ευτυχισμένη σαν παιδί, όταν την εφωτογράφιζαν».
Όσον διά τον δεύτερο σύζυγό της, τον Τζόε ντι Μάτζιο, ετηλεγράφησε εις το νεκροταφείο όπου μετέφεραν το σώμα της Μαίριλυν ότι έφθανε με το πρώτο αεροπλάνο. ∆εν χρειαζόταν να είναι κανείς μεγάλος ψυχολόγος για να διακρίνη τις τύψεις που τον κατέτρωγαν, πίσω από την απαθή μάσκα που παρουσίασε στους φωτορεπόρτερς…
Η Καθημερινή, 7 Αυγούστου 1962
Μύθος και πραγματικότητα
Κανείς δεν θα μπορούσε να συνοψίση δραματικώτερα την Ιστορία της Μαίριλυν Μονρόε, εκτός από την ίδια την ηθοποιό, που η τραγωδία της διαβάζεται σαν ένα από τα «σενάρια» του Χόλλυγουντ.
Στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε σχετικά με την σταδιοδρομία της, είπε τα εξής που θα μπορούσαν να ισχύουν για ολόκληρη τη ζωή της: «Θα ήταν μια ανακούφιση αν τελείωνε. Είναι σαν να βρίσκεσαι σ’ έναν αγώνα δρόμου, να φτάνης κάπου κι έπειτα να ξαναρχίζης απ’ αρχής».
Η κοπέλλα που έλεγεν αυτά τα λόγια ήταν αίνιγμα τόσο για τον ίδιο τον εαυτό της, όσο και για τους συναδέλφους της του στούντιο και για το κοινό. Ήταν το σύμβολο του «σεξ» που η ζωή του δεν μπόρεσε να φτάση ποτέ στο ύψος του θρύλου του. Η ίδια, σε μιαν άλλη συνέντευξή της, έβλεπε ως εξής τα πράγματα: «Ποτέ μου δεν το κατάλαβα τελείως αυτό το περίφημο σύμβολο του “σεξ”. Πάντα μου νόμιζα πως τα σύμβολα είνε αυτά τα δύο πράγματα που τα χτυπούν μαζί. (Σ.Σ.: στην αγγλική οι λέξεις “κύμβαλον” και “σύμβολον” έχουν τον αυτόν ήχο.) Αυτό είναι το κακό. Με το να είσαι λοιπόν σύμβολο του σεξ, γίνεσαι αντικείμενο κι αυτό το βρίσκω αποκρουστικό. Αν όμως πρόκειται να γίνω σύμβολο ενός πράγματος, θα εγκατέλειπα ευχαρίστως το σεξ».

Αυτή ήταν η μία πλευρά της Μονρόε. Ο τύπος της ταινίας «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές», η αθώα και σεξουαλική καλλονή. Υπήρχαν όμως και οι άλλες Μονρόε και το πρόβλημα που απασχολούσε αυτό το σύμβολο του σεξ ήταν το ποια απ’ όλες ήταν στην πραγματικότητα. Ήταν ταυτόχρονα τελείως γυναίκα και τελείως παιδί – ένα κοριτσάκι χαμένο, που παράδερνε σ’ ένα κόσμο που είχε το ίδιο κατασκευάσει. Ήταν ο πατροπαράδοτος τύπος της εκρηκτικής ξανθής Καλλονής, αλλά είχε και τις φιλοδοξίες ενός διανοουμένου. Ήταν μια θεά του κάλλους που μοχθούσε (και τα κατάφερνε) να είναι πάντοτε κάτι περισσότερο απ’ αυτό.
***
Με τον γάμο της με τον Άρθουρ Μίλλερ, το θεατρικό συγγραφέα, προσπάθησε να επιτύχη ένα συμβιβασμό ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο αντιφατικές πλευρές της. Παρ’ όλα όσα εγράφησαν για τον γάμο του Πνεύματος με την Καλλονή, ο γάμος της αυτός απέτυχε όπως και ο πρώτος, μ’ έναν αστυφύλακα του Λος Άντζελες, τον Τζαίημς Ντάφερτυ, όπως και ο δεύτερος με τον αστέρα του «μπαίηζ-μπωλλ» Τζόε ντι Μάτζιο.
Στην κορυφή των θριάμβων της αλλά και κατά τις τελευταίες της ημέρες, όταν η ταινία της με τον Ντην Μάρτιν «Κάτι πρέπει να δώσης» εγκαταλείφθηκε με ζημιές 700.000 δολλαρίων, έμεινε η Νόρμα Μπαίηκερ, η κοπέλλα που θυμόταν τη μητέρα της σαν μια «γυναίκα με κόκκινα μαλλιά» που κάπου-κάπου ερχόταν και την έβλεπε.

Πίσω από την αίγλη της «σταρ», με τον τύπο που όλες προσπαθούσαν να μιμηθούν, τον τύπο εκείνο που η φωτογραφία του βρισκόταν σε στρατώνες και σ’ εφηβικά δωμάτια σ’ ολόκληρο τον κόσμο, χτυπούσεν η καρδιά ενός ανεπιθύμητου νόθου που πέρασεν από 12 διαφορετικούς θετούς γονείς πριν κερδήση την ζωή της στο μαγεριό ενός ορφανοτροφείου. Η μνήμη των θλιβερών αυτών ημερών έρριχνε μια σκιά επάνω στη ζωή της. Μπορεί να εξηγήση, ψυχολογικά, αυτήν την έκφραση του ανείπωτου μαρτυρίου που καμμιά φορά διακρινόταν ακόμη και στις πιο εύθυμες φωτογραφίες της. Αυτό συνέβαινε τις ημέρες εκείνες που ήταν πολύ άρρωστη, πολύ αναστατωμένη για ν’ αντιμετωπίση το φακό και έφευγε ξαφνικά για το σπίτι της, αφίνοντας σε απορία και αδιέξοδο ένα ολόκληρο συνεργείο τεχνικών.
Αυτή η Μαίριλυν δεν είχε καμμιά σχέση με την «σέξυ» Μαίριλυν που βλέπαμε πάνω στην οθόνη. Κι όμως ήταν η πραγματική Μαίριλυν.

Από τους συνεργάτες της, ο σερ Λώρενς κρατούσε για τον εαυτό του όλα της τα βάσανα, αλλά καθ’ όλο το διάστημα που συνεργάσθηκαν για τη μοναδική ταινία που γύρισε στην Αγγλία, την ταινία «Πρίγκιψ και χορεύτρια», δεν επέρασε ημέρα δίχως ν’ αναρωτάται αν θα κάμη ή όχι την εμφάνισή της εις το στούντιο, αν θ’ ακολουθούσε τις υποδείξεις του σαν σκηνοθέτου ή τις συμβουλές της Πάολα Στράσμπεργκ, της δασκάλας της στην υποκριτική.
Ο σκηνοθέτης Μπίλλυ Ουάιλντερ, ύστερ’ από τους καυγάδες του μαζή της κατά τα γυρίσματα της ταινίας «Μερικοί το προτιμούν καυτό», έλεγε: «Ποτέ δεν θα γυρίσω άλλη ταινία μαζί της». Κατόπιν όμως είχεν ηρεμήσει κι έλεγε: «Αστεία το έλεγα. Θα χαιρόμουν πολύ αν μου δινόταν η ευκαιρία να εργασθώ και πάλι μαζί της».
Τόση ήταν η αφοπλίζουσα γοητεία αυτού του παγκοσμίου συμβόλου του «σεξ». Κανείς δεν μπορούσε να είναι επί πολύ χολωμένος μαζί της. Ήταν τόσο πολύ ο χειρότερος εχθρός του εαυτού της, αγωνιζόταν τόσο πολύ να βγάλη κάτι απ’ όλην αυτή την πολυδιαφημισμένη σταδιοδρομία της, ώστε η οργή γινόταν μια πατρική συμπάθεια.
Η ποιήτρια Ήντιθ Σίτγουελλ, που κουβέντιαζεν ήρεμα μαζί της, παίρνοντας τσάι, στο Λονδίνο, στην Νέα Υόρκη και στο Χόλλυγουντ, έλεγε προχθές: «Κάθε φορά έμενα με την εντύπωση ενός πλάσματος υποταγμένου, ήσυχου, με πολύ λίγους πραγματικούς φίλους. Μου είπεν ότι ανησυχούσε πολύ και οι στενοχώριες της δεν την άφιναν να κοιμηθή. Ποτέ δεν ήταν εκείνο που την έδειχναν. Ποτέ δεν ήταν εκρηκτική, “σέξυ” – πάντα έμενε μια κυρία. Την τελευταία φορά που την είδα, βρισκόταν μπροστά και ο Άρθουρ Μίλλερ. Μ’ ευχαρίστησε που της έδειχνα τόση φιλία. Του ήταν πολύ αφωσιωμένη και νομίζω πως ο χωρισμός των ήταν μια τραγωδία».

Ο συμπρωταγωνιστής της στην ίδια ταινία, Φράνκι Βων, έλεγε: «Μου έλεγε πως το κοινό θα πλήρωνε πολλά χρήματα να την ιδή και ήθελε να είναι η καλύτερη Μονρόε. Όταν ύστερ’ από έξη μήνες αποχαιρετισθήκαμε, μ’ ευχαρίστησεν επειδή ήμουν μαζί της τόσο υπομονητικός κι έστειλε χαιρετισμούς στη γυναίκα μου και στα παιδιά. Αγαπούσε τρομερά τα παιδιά. Νομίζω πως θλιβόταν πολύ επειδή δεν είχε δικά της».
Σχολίασε με το δικό της, θλιβερό τρόπο το πώς αντιλαμβανόταν τη μοναξιά, όταν είπε, πολύ πρόσφατα, στον Αμερικανό δημοσιογράφο Άλαν Λέβυ ότι είχε αγοράσει τελευταίως ένα μικρό σπίτι μεξικανικού ρυθμού στην Καλιφόρνια. Είχε χύσει πικρά δάκρυα πάνω στο συμβόλαιο: «Ποτέ δεν θα φανταζόμουν πως θα αγόραζα σπίτι μόνη μου, είπε. Πάντα όμως ήμουν μόνη, κι έτσι γιατί να μην το φαντασθώ; Καλύτερα να είναι κανείς δυστυχισμένος μόνος του, παρά μαζί με κάποιον άλλον».
Η επιτυχία, όπως και η ευτυχία, στάθηκε πολύ σκληρή για την Νόρμα Μπαίηκερ από εκείνη την ημέρα που στο Χόλλυγουντ ο Μπεν Λάυον της «Φοξ» άλλαξε το όνομά της σε Μαίριλυν Μονρόε, όνομα που στο εξής θα παραμείνη συνώνυμο μ’ εκείνο του σεξ-αππήλ, που ξεπερνά τη ζωή την ίδια.
Εργάσθηκεν ως επιθεωρήτρια αλεξιπτώτων σ’ ένα εργοστάσιο του Λος Άντζελες και πόζαρε γυμνή για φωτογραφίες ενός ημερολογίου, πριν βρη τον δρόμο της εις τον κινηματογράφο. Τώρα, η αναζήτησις της ασφαλείας, ευτυχίας και φίλων καλών ετελείωσε. Τελευταίως, μιλώντας για την αϋπνία της, έλεγε: «Εξακολουθώ να κοιμάμαι ελαφρά, αλλά τώρα κοιμάμαι καλά. Και θαρρώ πως θα κοιμηθώ ακόμη καλύτερα. Ο ύπνος μου εξαρτάται από το βαθμό του κεφιού μου κι αυτό εξαρτάται από τη ζωή μου».
Του Σέσιλ Ουίλσον, Η Καθημερινή, 8 Αυγούστου 1962
Όταν το Χόλλυγουντ διεκδικεί την ψυχήν…
Η μάχη που η Μαίριλυν Μονρόε έχασε κατά τρόπο τόσο δραματικό –μάχη για την ιδιωτική της ευτυχία και για την αγάπη του κοινού– δεν είναι μία από εκείνες που κερδίζονται συχνά. Στο Χόλλυγουντ μάλιστα δεν την κερδίζει κανείς σχεδόν ποτέ. Η Ίνγκρηδ Μπέργκμαν, η Ώντρεϋ Χέπμωρν και η Λέσλι Καρόν κατώρθωσαν να την κερδήσουν, αλλά μόνον χάρη σε μια γενναία φυγή.
— Έφυγα, μου έλεγε χθες η Λέσλι Καρόν, που κατώρθωσε να κερδήση τη μάχη, αλλά τούτο έγινε επειδή ήξερα πως διέτρεχα μεγάλον κίνδυνο να καταρρεύσω. Η σταθερότης είνε κάτι το πολύ σημαντικό για μια γυναίκα. ∆εν ξέρω κανέναν που να αισθάνεται ασφαλισμένος στο Χόλλυγουντ. Ήμουν τρομερά δυστυχισμένη εκεί. Έφυγα ακριβώς επειδή πιστεύω στην ευτυχία. Αιτία όλου του κακού είνε η σκληρότητα των παραγωγών προς τους καλλιτέχνες. Πρέπει να είναι κανείς πάντοτε κορυφαίος, διαφορετικά είναι χαμένος. Είναι κανείς τόσο καλός, όσο καλή είνε η τελευταία του ταινία. ∆εν σου επιτρέπουν ν’ αλλάξης. Η πόλις είνε μια έρημος. ∆εν υπάρχει κοινωνική, πνευματική ή πολιτική ζωή για να λάβη κανείς μέρος σ’ αυτήν. Είναι σαν να είναι κανείς τελείως αποκλεισμένος – ο έξω κόσμος δεν υπάρχει. ∆εν σου απομένει λοιπόν παρά να ξαπλώσεις πλάι στην πισίνα σου και να αναρωτιέσαι πώς πηγαίνει η τελευταία σου ταινία. Η πλήξη είναι οξύτατη. Εγώ η ίδια δεν ήξερα τι να κάμω μεταξύ των ταινιών μου. Συνέχιζα λοιπόν να εργάζωμαι, ώσπου κατάλαβα πως ήθελα να φύγω με κάθε τρόπο. Είναι αδύνατον να μη χαλάσης. Αν έχης το κάθε τι, τότε το κάθε τι αυτό πρέπει κάθε φορά να είναι το καλύτερο, το μοναδικό. Αν ο γάμος σου περνά από μια δύσκολη φάση, αισθάνεσαι πως τα πάντα είναι ανώφελα και τον διαλύεις. Γι’ αυτό και το διαζύγιο είναι μια λύσις τόσο εύκολη».

Και η Λέσλι Καρόν συνέχισε: «Είναι πολύ δύσκολο να έχης φίλους. Ο καθείς γνωρίζει το τι πληρώνεται ο άλλος και σ’ αυτό επικρατεί ένας τρομερός “σνομπισμός”. Είναι δύσκολο να κοιμηθής όταν πληρώνεσαι τεράστια ποσά και ο κάθε άνθρωπος, επάνω εις “πλατώ”, στοιχίζει μια περιουσία. Φοβάσαι μήπως τυχόν δεν αισθάνεσαι καλά, μήπως τυχόν δεν κοιμάσαι καλά. Η Μαίριλυν, όταν ήταν 30 χρονών, περνούσεν ώρες ολόκληρες μπροστά στον καθρέφτη, κυττάζοντας τον εαυτό της. Στο καμαρίνι της, δοκίμαζεν ώρες ολόκληρες μια σκηνή με την δασκάλα της, την κ. Στράσμπεργκ, και δεν τολμούσε να βγη εις το “πλατώ”. Την ετρόμαζεν ο χρόνος που περνούσε, τα γηρατειά, το ενδεχόμενο μιας αρρώστειας. Και την εποχή που ανησυχούσε για τη σταδιοδρομία της, βρέθηκεν ολομόναχη – ύστερα από τρεις γάμους! Πιστέψτε με, είναι πολύ εύκολο να αισθάνεται κανείς απόγνωση στο Χόλλυγουντ»!
Φυσικά δεν χρειάζεται φιλοσοφία για να ανακαλύψη κανείς τους λόγους για τους οποίους η Μαίριλυν Μονρόε έγινεν η υπ’ αριθμ. 81128 περίπτωσις του «κόρονερ» (Σ.Σ.: είδος ιατροδικαστού). Γιατί όμως η θυσία της να είναι αναπόφευκτη.
Μήπως η επιτυχία αποδιώχνει την κατ’ οίκον σταθερότητα και την γαλήνη της ψυχής; Η Μονρόε, η Μπαρντό, η Ταίηλορ –για να αναφέρουμε μόνον τρεις– διεπίστωσαν ότι δεν είναι δυνατόν να έχη κανείς και τα δύο. Το περίεργο είναι ότι η κοπέλλα που τόσος κόσμος εθαύμαζε κι ελάτρευε, έλεγε κλαίοντας με λυγμούς στον τέως σύζυγό της, τον Άρθουρ Μίλλερ: «Είσαι τόσο υπέροχος. Ενδιαφέρεσαι για το τι θα μου συμβή». ∆εν πίστευε, δεν μπορούσε να πιστέψη πως οποιοσδήποτε ανάμεσα σ’ αυτά τα εκατομμύρια των θαυμαστών, μπορούσε πραγματικά να ενδιαφερθή για το τι συνέβαινε σ’ αυτήν. Και κατά ένα παράδοξο τρόπο, είχε δίκηο.
Σ’ όλη της τη ζωή ήταν ένα πρόσωπο μη πραγματικό. Της έλεγαν πως ήταν σύμβολο. Μια προβολή εκείνου που οι άλλοι άνθρωποι θα την ήθελαν να είναι. Μια κατά κόσμον θεά, καλή για κάμποσα χρόνια, ώσπου να εκτοπισθή από μιαν άλλη θεά. Οι άνθρωποι που την κατεβρόχθιζαν με τα μάτια πάνω στην οθόνη και εδιάβαζαν άπληστα τις ειδήσεις για τις κρίσεις θυμού της, ήταν εξ ίσου έτοιμοι να παρευρεθούν μάρτυρες και της οιασδήποτε συμφοράς της. Ο θάνατός της ήταν η τελευταία πράξις μιας λαϊκής ψυχαγωγίας. Και ήταν δυστυχώς η μόνη απλή και μη επιτηδευμένη χειρονομία με την οποία μπορούσε να βεβαιώση ότι παρ’ όλα ταύτα ήταν ένα ανθρώπινο πλάσμα.

Η Μαίριλυν Μονρόε αναγκάσθηκε να ζήση αυτήν την απίθανη ζωή, με τον συγκινησιακόν οπλισμόν ενός παιδιού που αποζητά έναν πατέρα για να το βάλη στο κρεββάτι και να το περιποιηθή. Εδιάλεξε για συζύγους της τρία πατρικά πρότυπα. Της ήταν αδύνατον να μη τους αφήση (όπως και τους φίλους της), αφού προηγουμένως εδοκίμαζε τη γνησιότητά τους. Τους εδοκίμαζε μέχρι καταστροφής. Η ανάγκη της για ασφάλεια ήταν μεγαλύτερη απ’ εκείνην που θα μπορούσε κανείς ν’ ανθέξη. Το μοναδικό πρόσωπο, το μοναδικό πλάσμα που θα μπορούσε να της χαρίση πραγματική στοργή (όπως επίστευε) την απαρνήθηκεν: ένα παιδί.
Πέθανε, δίχως να μπορή να καταλάβη γιατί, αν όλοι την αγαπούσαν τόσο πολύ, ο καθένας μπορούσε να της δώση τόσο λίγα μόνον, τη στιγμή που χρειαζόταν τόσο πολλά. Οι έξυπνοι και πολιτισμένοι αρχαίοι Έλληνες ωστόσο χρειαζόντουσαν θεούς και θεές. Το ανθρώπινο γένος δεν άλλαξε. Μόνον που οι θεοί και οι θεές δεν ζούνε πια στον Όλυμπο και δεν είναι αθάνατοι και ακατάλυτοι. Είναι καμωμένοι από σάρκα και αίμα.
Η Μαίριλυν Μονρόε, η πρόσκαιρη θεά που ήταν τόσο μόνον καλή όσο κι η τελευταία της ταινία, δεν εγνώρισε ποτέ ποια ήταν σαν άνθρωπος. Η μοναξιά του τέλους της ήταν μία ακόμη απόδειξη ότι δεν μπορεί κανείς να κάμη ανθρώπινα πλάσματα θεούς δίχως να τα σκοτώση.
Του Πήτερ Λιούις, Η Καθημερινή, 9 Αυγούστου 1962

