«Ο θάνατος της Μαρίκας δεν σφραγίζει μιαν εποχήν, διότι η εποχή της, που είναι η πλουσιωτέρα και γονιμωτέρα εποχή του ελληνικού θεάτρου, γεμάτη ως είναι από την τέχνην της, από το τάλαντόν της, από την προσωπικότητά της, έχει την ωραίαν της συνέχειαν. ∆εν γνωρίζω οριστικωτέραν αθανασίαν δι’ ένα καλλιτέχνην από την επιβίωσιν αυτού που εδημιούργησε. Η Μαρίκα κατώρθωσε να γίνη διά την ιστορίαν της ελληνικής σκηνής ένας σταθμός που θα χρονολογή επί πολλάς ίσως δεκαετίας όλας τας προσπαθείας που θα γίνωνται εις την τέχνην της υποκρίσεως». Με αυτά τα λόγια ξεκινά το άρθρο του ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, αρχισυντάκτης και κριτικός της Καθημερινής αλλά και τότε γενικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, για τον θάνατο της Μαρίκας Κοτοπούλη τον Σεπτέμβριο του 1954. Η Κοτοπούλη αναγνωριζόταν ως μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου και η Καθημερινή τής αφιέρωσε πολλά ρεπορτάζ, κριτικές και συνεντεύξεις. Στο ανά χείρας τεύχος ξεχωρίζουν η αποκλειστική της συνέντευξη στον Χρήστο Καιρόπουλο με την ευκαιρία της επιστροφής της στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1932, καθώς και το ρεπορτάζ του ιδίου από μια πρόβα του Μάκμπεθ το 1939. Επίσης, μία ακόμη αποκλειστική συνέντευξή της στον απεσταλμένο του πρακτορείου Χαβάς σχετικά με την ακτινοβολία του ελληνικού θεάτρου στο εξωτερικό, καθώς και μια εμβληματική κριτική του Αιμίλιου Χουρμούζιου για την παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή που ανέβηκε για την τριακονταετηρίδα του θιάσου Κοτοπούλη. Στην εισαγωγή της έκδοσης φιλοξενείται κείμενο της δημοσιογράφου της Καθημερινής, Μάρως Βασιλειάδου.
Γέννημα-θρέμμα της θεατρικής σκηνής
«∆ύο παραστάσεις την ημέρα και πρόβα το πρωί». Έτσι λέγεται πως απάντησε η Μαρίκα Κοτοπούλη στον δημοσιογράφο που τη ρώτησε κάποτε ποια ήταν η αναψυχή της.
Αν πρέπει να δώσει κανείς έναν και μοναδικό χαρακτηρισμό για τη Μαρίκα Κοτοπούλη, είναι «θεατρίνα». Κι εκείνη δεν θα την πείραζε καθόλου που η λέξη είχε κάποτε αρνητικές συνδηλώσεις. Η Κοτοπούλη υπήρξε χειραφετημένη πριν καν δημιουργηθεί ο όρος, μια γυναίκα που ζούσε τη ζωή της πέρα από στερεότυπα. Αυτή η σπουδαία ηθοποιός του νεοελληνικού θεάτρου ήταν ταυτόχρονα η ίδια πρόσωπο δραματικό και γεμάτο αντιφάσεις. Ο κόσμος του θεάτρου είχε να το λέει για το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της, τη γλώσσα του «λιμανιού» που χρησιμοποιούσε, τον εθισμό στη μορφίνη, τους παθιασμένους έρωτες στα νιάτα της, τα φιλοβασιλικά της φρονήματα και την υποστήριξη στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, που δεν την εμπόδιζε να κρύβει διωκόμενους ηθοποιούς στα καμαρίνια της για να αποφύγουν τη σύλληψη. Ποια ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη, που κάποιοι τη λάτρευαν κι άλλοι τη μισούσαν, και που ο ανταγωνισμός της με την άλλη σπουδαία του ελληνικού θεάτρου και συνομήλική της, την Κυβέλη, δίχαζε το κοινό σε φιλοβασιλικούς και βενιζελικούς;

Η Κοτοπούλη ήταν κυριολεκτικά γέννημα-θρέμμα της σκηνής, αφού λένε ότι οι ωδίνες της μητέρας της ξεκίνησαν ενώ έπαιζε σε παράσταση. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 1887, κόρη της Ελένης και του ∆ημητρίου Κοτοπούλη. Η μητέρα της ήταν ηθοποιός και ο πατέρας της θιασάρχης του ∆ραματικού Θιάσου Πρόοδος μαζί με τον Νικ. Κορδοβίλλη. Εμφανίστηκε στο θέατρο πολύ πριν καταλάβει τον κόσμο, μωρό νεογέννητο στην αγκαλιά της μάνας της, και έπαιξε τον πρώτο της ρόλο όταν ήταν πέντε ετών, υποδυόμενη μια μαθήτρια. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια αλλάζοντας πόλεις –από την Ελλάδα στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη–, αφού ακολουθούσε τον θίασο των γονιών της, και γρήγορα συμμετείχε στις παραστάσεις με επιτυχία. Από την Γκόλφω, τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας και την Τύχη της Μαρούλας ως τον Οθέλλο, η μικρή Μαρίκα μπορούσε να παίξει με δεξιοτεχνία ρόλους μεγαλύτερων γυναικών, κι αυτό τράβηξε την προσοχή του λογοτέχνη και θεατρικού συγγραφέα Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, καθώς και του Θωμά Οικονόμου. Ο δεύτερος, άρτι αφιχθείς στην Ελλάδα από τη Βιέννη με σπουδές ηθοποιού, στην αυγή του 20ού αιώνα ξεκίνησε να διδάσκει στη ∆ραματική Σχολή τού τότε Βασιλικού Θεάτρου και μετά την αποχώρηση του Άγγελου Βλάχου έγινε σκηνοθέτης. Οι δύο άνδρες έγιναν φανατικοί θαυμαστές της, ο δε Οικονόμου σύντροφός της. Το 1902, η 15χρονη Μαρίκα προσελήφθη στο Βασιλικό Θέατρο, ήρθε σε επαφή με κλασικά έργα και αναδείχθηκε σε πρωταγωνίστρια του θιάσου.
Από μια παραξενιά της τύχης, η εξίσου σημαντική πρωταγωνίστρια της εποχής, η Σμυρνιά Κυβέλη Αδριανού ή απλώς Κυβέλη, έγινε δεκτή στη σχολή του Βασιλικού Θεάτρου πριν κλείσει καν τα 15 της χρόνια. Η ζωή και οι πεποιθήσεις των δύο γυναικών τις έφεραν πολλές φορές σε αντιπαράθεση σε μια περιβόητη θεατρική κόντρα –έλεγαν πως η μία κατασκόπευε την άλλη για τα έργα που θα ανέβαζαν οι θίασοί τους και ενίοτε συνέπιπταν–, για να καταλήξουν τρεις δεκαετίες αργότερα σε μια πολυαναμενόμενη σύμπραξη ξεκινώντας με τη Μαρία Στιούαρτ του Σίλερ. Το έργο διέθετε δύο βασιλικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους για τις δύο μεγάλες ερμηνεύτριες: Ελισάβετ η Κοτοπούλη, Μαρία η Κυβέλη.
Η τετραετής θητεία της Κοτοπούλη στο Βασιλικό Θέατρο της προσέφερε εμπειρία και εξαιρετικούς ρόλους, προξενώντας την αντιζηλία συναδέλφων της, μια και ήταν πολύ νέα για πρωταγωνίστρια. Έκανε το ντεμπούτο της ως Πουκ στο Όνειρο θερινής νύχτας του Σαίξπηρ και συνέχισε με κλασικό ρεπερτόριο. Το 1903 συμμετείχε στην ιστορική παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου, στην οποία το αρχαίο δράμα είχε αποδοθεί στη δημοτική γλώσσα, γεγονός που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων καλλιτεχνικών αλλά και κοινωνικών, οι οποίες κατέληξαν σε βίαια επεισόδια (τα λεγόμενα Ορεστειακά).
Όμως το 1906 αποφάσισε να εγκαταλείψει το Βασιλικό Θέατρο μαζί με τον Θωμά Οικονόμου και με νεότερους συναδέλφους της, όπως ο ∆ημήτρης Μυράτ. Μετά από μια σειρά από καλλιτεχνικές επιτυχίες αλλά και εμπορικές αποτυχίες στο ελεύθερο θέατρο, χωρίς να πτοείται και ταξιδεύοντας ώστε να ενημερώνεται για τις νέες θεατρικές τάσεις, το 1911 έγινε θιασάρχης και εγκαταστάθηκε στο Θέατρο Ομονοίας, που μετονομάστηκε σε «Μαρίκα Κοτοπούλη». Ανέβαζε εμπορικά έργα, μπουλβάρ και επιθεωρήσεις, για να εξασφαλίζει την επιβίωση του σχήματός της, αλλά ταυτόχρονα παρουσίαζε Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Ξενόπουλος –οι κριτικοί είπαν ότι η ερμηνεία της ως Στέλλα Βιολάντη στο ομώνυμο δράμα του Ξενόπουλου ήταν σπάνια–, αλλά και μεγάλους δραματουργούς, όπως Ο’ Νηλ και Τσέχοφ.

Την ίδια περίοδο, ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή της, στην προσωπική αυτή τη φορά, είχε ξεκινήσει: ο έρωτας με τον Ίωνα ∆ραγούμη. Ο διανοούμενος και πολιτικός ∆ραγούμης, γόνος μιας από τις πιο εξέχουσες μεγαλοαστικές οικογένειας της Αθήνας και περιπαθής έρωτας της συγγραφέως Πηνελόπης ∆έλτα, που ανήκε στον δικό του κοινωνικό περίγυρο, είδε για πρώτη φορά την Κοτοπούλη στην παράσταση της «Ηλέκτρας» στην Αλεξάνδρεια και θαύμασε το ταλέντο και το ταμπεραμέντο της. Ξανασυναντήθηκαν μερικά χρόνια αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, εκείνη σε περιοδεία με τον θίασο κι αυτός πρώτος γραμματέας της εκεί ελληνικής πρεσβείας. Η σχέση που ξεκίνησε τότε υπήρξε πολύχρονη, πολύκροτη και θυελλώδης, σκανδαλίζοντας την κοινωνία της εποχής. Το ζευγάρι συζούσε από το 1912, αλλά ποτέ δεν παντρεύτηκαν, καθώς αυτό ήταν αδιανόητο για την οικογένεια ∆ραγούμη. Η όξυνση των πολιτικών αντιπαραθέσεων στην Ελλάδα το συγκεκριμένο διάστημα και ο τυφλός φανατισμός που καλλιέργησε ο ∆ιχασμός κατέληξαν σε ένα αδόκητο τέλος: λίγο μετά την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στο Παρίσι και ενώ ο ίδιος έχει χάσει τις εκλογές, παρακρατικοί δολοφόνησαν τον ∆ραγούμη τον Ιούλιο του 1920. Η Κοτοπούλη πληροφορήθηκε το τραγικό συμβάν πολλές ημέρες αργότερα και βυθίστηκε σε μεγάλο πένθος, μια πληγή που η ίδια έλεγε πως ποτέ δεν γιατρεύτηκε.
Η Πολιτεία τίμησε την Κοτοπούλη το 1923 με το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών.
Η Πολιτεία την τίμησε το 1923 με το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών και τελικά, λίγο πριν γίνει σαράντα ετών, παντρεύτηκε τον θεατρικό επιχειρηματία Γεώργιο Χέλμη, με τον οποίο είχε συνεργαστεί τόσο στο Θέατρο Κοτοπούλη στην πλατεία Ομονοίας όσο και στο θέατρο Rex επί της λεωφόρου Πανεπιστημίου. Οι δυο τους μοιράστηκαν όλη την υπόλοιπη ζωή τους και δεν απέκτησαν παιδιά. Στο μεταξύ συνέχισε να παίζει στο θέατρο δοκιμάζοντας συνεργασίες όπως αυτή με τον θεατρικό συγγραφέα Σπύρο Μελά στην «Ελεύθερη Σκηνή», που όμως δεν μακροημέρευσαν. Μετά τη διάλυση αυτού του θιάσου, η Κοτοπούλη μαζί με μια ομάδα ηθοποιών έφυγε για μια μεγάλη περιοδεία στις ΗΠΑ, που διήρκεσε περίπου δύο χρόνια. Επιστρέφοντας στην Αθήνα και θέλοντας να δημιουργήσουν ένα αντίπαλο δέος στο νεοσυσταθέν Εθνικό Θέατρο (1932), συνέστησε με την άλλοτε ανταγωνίστρια Κυβέλη έναν κοινό θίασο, που γνώρισε σημαντική επιτυχία.
Με το Εθνικό Θέατρο η Κοτοπούλη συνεργάστηκε μία και μοναδική φορά, στην «Ορέστεια» του Αισχύλου, ως Κλυταιμνήστρα σε σκηνοθεσία ∆ημήτρη Ροντήρη, το 1949 στην Επίδαυρο. Οι συνάδελφοί της σε εκείνη την παράσταση πήραν την πρωτοβουλία να της προσφέρουν ένα ειδικό χρυσό μετάλλιο με χαραγμένη επάνω τη μορφή της Κλυταιμνήστρας, που της καρφίτσωσε στο πέτο η Μαίρη Αρώνη εκ μέρους όλων των συντελεστών του Εθνικού. Η Κοτοπούλη την ώρα της απονομής ανήγγειλε πως επιθυμούσε το έπαθλο αυτό, που μετονομάστηκε από τότε σε έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη», να είναι επαμειβόμενο και να απονέμεται ανά διετία σε μια νέα πρωταγωνίστρια που, εκείνη την περίοδο, θα είχε διακριθεί για την ερμηνευτική της παρουσία στο σανίδι. Η πρωταγωνίστρια αυτή, μετά τη διετία, θα το παρέδιδε με τη σειρά της στην επόμενη. Ο θεσμός, που για μία εικοσαετία λειτούργησε με συνέπεια, τίμησε μερικές εξαιρετικές ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου, ξεκινώντας το 1951 με την Έλλη Λαμπέτη, το 1953 με τη Μελίνα Μερκούρη, το 1955 με την Άννα Συνοδινού, έως το 1973 που δόθηκε στη Ρένη Πιττακή. Στη μακρά πορεία της στο θέατρο η ηθοποιός προστάτεψε και καθοδήγησε μια ολόκληρη νέα γενιά ηθοποιών, γυναικών και ανδρών, που στελέχωσαν στην πορεία το ελληνικό θέατρο.

Η τελευταία εμφάνιση της Κοτοπούλη στη σκηνή ήταν το 1952 στην Ερμούπολη. Πέθανε το 1954, σε ηλικία 65 ετών. Η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη. Το μνήμα της βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας ενώ η κατοικία της στου Ζωγράφου, ένα διώροφο κτίριο, δείγμα εξοχικής κατοικίας της δεκαετίας του 1920 με καρφωτά παραθυρόφυλλα και ξύλινα μπαλκόνια, αγοράστηκε από τον δήμο και στεγάζει τη ∆ημοτική Πινακοθήκη Ζωγράφου.
Μάρω Βασιλειάδου, δημοσιογράφος της Καθημερινής
Είνε αρκετά σπάνιαι σήμερον αι καλλιτέχνιδες της σκηνής, που ημπορούν να ενσαρκώσουν, χωρίς να καταβάλλουν εντατικήν προσπάθειαν εργασίας και θελήσεως, μιαν μεγάλην τραγικήν ηρωίδα, μιαν «κομμέρ» επιθεωρήσεως, μιαν γυναίκα του συγχρόνου δραματικού ρεπερτορίου και μιαν πλαγόνα της ελαφράς κωμωδίας. Αυταί είνε εν τούτοις αι «μετατοπίσεις» τας οποίας η εξαιρετική ποικιλία των χαρισμάτων της, επιτρέπει εις την κ. Μαρίκαν Κοτοπούλη. […] Η δραματική ζωή των Αθηνών κινείται γύρω από την λεπτοκαμωμένην αυτήν ύπαρξιν […]. Και έχει λίγους μεγάλους ηθοποιούς.
Ανρί-Ρενέ Λενορμάν,Γάλλος δραματουργός
Μία ώρα με την κ. Μαρ. Κοτοπούλη
Η Μαρίκα Κοτοπούλη, ύστερα από μακράν απουσίαν εις τον νέον κόσμον, επέστρεψε στα γνώριμα εδάφη της Αττικής της. Αυτό επληροφορήθη το κοινόν των Αθηνών από μακράς και πολυστήλους περιγραφάς των εφημερίδων, σκίτσα φωτογραφίας και συνεντεύξεις. Η «Καθημερινή» την οποίαν παρελθόν μακράς φιλίας συνδέει με την μεγάλην καλλιτέχνιδα, δεν ενόμισε ότι ώφειλε να προσθέση εις τους κόπους του ταξειδίου και τας επιθέσεις των λοιπών εφημερίδων και την ιδικήν της δημοσιογραφικήν επίθεσιν. Άφησε λοιπόν να κοπάσουν οι δημοσιογραφικοί θόρυβοι των λοιπών συναδέλφων, και τελευταία εξ όλων των εφημερίδων επεσκέφθη χθες διά του υποφαινομένου την κ. Μ. Κοτοπούλη.
Εν τω μέσω της χιονοθυέλλης και του βορρά, το αυτοκίνητον της συγκοινωνίας Αθηνών – συνοικισμού Ζωγράφου, μετέφερε την «Καθημερινήν» προς την μαγευτικήν βίλλαν της καλλιτέχνιδος. Ολίγον προ του τέρματος, εις το βάθος μιας ανηφορικής ατραπού, διακρίνονται τα κόκκινα κεραμύδια της κατοικίας της Μαρίκας. Η δημοσιογραφική περιέργεια ανακόπτεται από το ξύλινον κιγκλίδωμα της εισόδου. ∆εξιά μία ταμπέλλα δεν αφίνει καμμίαν αμφιβολίαν: «Μαρίκα – Γεώργιος Χέλμης». Εις όλας τας δημοσιογραφικάς εκστρατείας –και ήταν αληθής εκστρατεία η χθεσινή, διά μέσου των χιονισμένων πλευρών του Υμηττού– είναι πεπρωμένον να επεμβαίνη η μοίρα διά να παρεμβάλη προσκόμματα εις τον δημοσιογράφον. Εις την προκειμένην περίπτωσιν το πρόσκομμα εκπροσωπείται από κάποιο κουδούνι εξωθύρας το οποίον δεν κτυπά. Η αναμονή εις την είσοδον εν τω μέσω της χιονοθυέλλης, η οποία μαίνεται, δεν είνε καθόλου ευχάριστος. Ευτυχώς, την διακόπτει η άφιξις ενός άλλου επισκέπτου περισσότερον «εντίμ» διά τους εν τη οικία, ο οποίος παραβιάζει την είσοδον εισάγων τον υποφαινόμενον εις τα ενδότερα.

― Θα ήταν δυνατόν η «Καθημερινή» να ευχηθή το «καλώς ωρίσατε» εις την κ. Κοτοπούλη;
― Να σας αναγγείλω…
Και ύστερ’ από λίγο.
― Περάστε…
*
Ταβάνι χαμηλό, αγρεπαύλεως επιπλωμένης με το πιο μοντέρνο γούστο, χαλιά στο πάτωμα, στους τοίχους, στα σκαλοπάτια της εσωτερικής σκάλας η οποία φέρει προς τα επάνω δωμάτια. Εκεί επάνω σ’ ένα μαλακό τούρκικο ντιβάνι, είνε καθισμένη η Μαρίκα, μέσα σ’ ένα απλούστατο μπλε κιμονό. Η υποδοχή της είνε θερμή – η Μαρίκα αγαπά τους δημοσιογράφους, σχεδόν όσον και εκείνοι την αγαπούν.
Η κ. Κοτοπούλη μού σφίγγει το χέρι, της ψιθυρίζω μερικές δικαιολογίες.
― Η «Καθημερινή» σάς εύχεται, αν και αργά, καλώς ήρθατε… και σας παρακαλεί να την συγχωρήσετε που δεν σας το ευχήθηκε πρωτήτερα…
Η καλλιτέχνις γελά.
― Μα έτσι είναι… Η «Καθημερινή» είνε η εφημερίδα μου… Με συνδέουν μαζί της φιλίες ετών αδελφικές… Άλλως τε είνε γνωστόν ότι τους συγγενείς του κανείς τους βλέπει τελευταίους…
Μία σόμπα διαρκούς καύσεως σκορπίζει την θαλπωρήν της στο δωμάτιον. Έξω χιονίζει απελπιστικά, μονότονα, με μίαν εκνευριστικήν επιμονήν.

― Καιρός για συνέντευξι, ε; ερωτά η κ. Κοτοπούλη.
― Όχι δηλαδή ακριβώς για συνέντευξι. Για συνομιλία ίσως ναι… Όσα είχατε να πήτε ύστερα από επίμονες και πολλές φορές αδιάκριτες δημοσιογραφικές ερωτήσεις τα είπατε… Σήμερα θα μιλήσετε χωρίς να ερωτηθήτε με τέτοιον τρόπο…
― Θέλετε μήπως να σας πω για τους «Κάου μπόυ», για τα χρέη προς την Αμερική ή για τον «Λευκό Οίκο»;…
― Θέλω να μου πήτε γιατί δε θα παίξετε στην Αθήνα, αλλά θα φύγετε πάλι για την Αμερική προτού δόσετε τη θαυμασία ευκαιρία στο κοινόν μας να σας ξαναχειροκροτήση;
― Θέλετε να το μάθετε αυτό;… Μα… Να σας πω, είνε πολύ απλή η απάντησις… Στην Ελλάδα ο καλλιτέχνης είνε εντελώς αδύνατο να εκδηλωθή… Την ψυχή του την σκλαβώνουν όλα, τις ανησυχίες του τις υποδουλώνει το κράτος, με μία λέξι, δεν είνε δυνατόν να κάνη τίποτε ανώτερο κανείς σε έναν τόπον στον οποίον η καλλιτεχνία είνε μια πολυτέλεια και φορολογείται σαν τέτοια από τους ιθύνοντας.
― Φταίει μήπως και το κοινόν μας;…
Η κ. Κοτοπούλη αναπηδά αγανακτισμένη.
― Όχι… ∆ιόλου. Σας παρακαλώ να τονίσετε ότι το κοινόν μας δε φταίει σε τίποτα… Κάθε ευγενική προσπάθεια την υποστηρίζει και τον καλλιτέχνη τον αγαπά… Πού χρωστώ την υπόστασί μου, την ανάδειξί μου, τη δόξα μου –αν θέλετε να πήτε– παρά σ’ αυτό το κοινόν της Ελλάδος;
― Τότε, πώς εξηγείτε ότι το κοινόν αυτό δεν υποστηρίζει το θέατρον;
― ∆ιαφωνώ εντελώς σ’ αυτό. Το κοινόν μας ξέρει να εκτιμά πρόσωπα και αξίες… Πάρτε ένα παράδειγμα. Ο Βασίλης ο Αργυρόπουλος, ένα από τα μεγάλα, τα ασύγκριτα φωτεινά ταλέντα του ελληνικού θεάτρου, ως προχθές –προτού αρρωστήση– επραγματοποιούσε εισπράξεις ικανοποιητικώτατες, παίζων και έργα κάπως σοβαρώτερα, σύμφωνα ίσως με τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες, όχι όμως και με τα γούστα της μεγάλης μάζας, του «πυμπλίκ»… Τώρα, βέβαια, αν ρωτήσετε τον Αργυρόπουλο, ασφαλώς δε θα ήταν καθόλου ευχαριστημένος. ∆ιότι επραγματοποιούσε εισπράξεις, όχι όμως για τον εαυτό του, αλλά για τον φορατζή… Κι όχι μόνον αυτός, αλλά όλοι, όλοι…
― Στην Αμερική η φορολογία δεν είνε τόσο καταθλιπτική;…
― Τι λέτε; Ο φόρος δεν είνε περισσότερος σε ποσόν όσο ένα τσιγάρο – σαν αυτό που καπνίζω… Το κράτος υποστηρίζει την τέχνην… ∆εν την θεωρεί πολυτέλεια, σαν μια καινούργια εσάνς του Κοτί ή του Σεραμί, αλλά αναγκαίο παράγοντα για την μόρφωσι του τύπου, για την διαπαιδαγώγησι της νέας γενεάς, σαν ένα διασκεδαστικό ή όχι, πάντως όμως ωφέλιμο όσο κι απαραίτητο σχολικό μάθημα.
― Εσείς πώς επαίξατε στα αμερικανικά θέατρα; Στην αγγλική;
― Όχι… Εγώ ελληνικά, και οι Αμερικανοί συνάδελφοί μου στη γλώσσα τους…
― Ήτανε καλό αυτό;
― Στην αρχή, να σας πω, στις πρόβες, ένοιωθα μια κρυάδα κι είχα ένα σχετικό τρακ… Στην πρεμιέρα όμως, οι δισταγμοί μου απεδείχθησαν αστήρικτοι… Σας δίνω τον λόγο μου, ότι είδα να τρέχουν δάκρυα καθαρά αμερικάνικα, από τα μάτια ανθρώπων που δεν είχαν ιδέα ελληνικών…
Η τέχνη είνε γνωστόν πως δεν έχει γλώσσα… Μία Κοτοπούλη μπορεί να μιλά σε όποια διάλεκτο θέλει όταν παίζη, και να συγκινή αδιακρίτως Ευρωπαίους, Αμερικάνους ή Κινέζους…
― Μα καλά… Μια παράστασί σας δε θα ήταν δυνατό να δοθή οπωσδήποτε;… Όχι ως σειρά τακτικής παραστάσεων… Αλλά σαν μια έκτακτη εμφάνισις – όπως γίνεται με τους ξένους καλλιτέχνας, αφού ήταν πεπρωμένο η Μαρίκα να γίνη για την Αθήνα ξένη…
Η μεγάλη μας τραγωδός γίνεται ρεμβώδης. Από το τζάμι του σαλονιού παρακολουθεί για λίγες στιγμές το στροβίλισμα των νιφάδων και μακρυά, στο βάθος του ορίζοντος. Ύστερα, η φωνή της ακούγεται σιγανή.
― Όχι, αγαπητέ μου… ∆εν θεωρώ αναγκαίο να παίξω εδώ… Πολλές φορές την ημέρα, από αυτό το ανοιχτό μου παράθυρο βλέπω μακρυά –τη βλέπετε και σεις– την Ακρόπολι, και σας βεβαιώνω, κάθε φορά που η ματιά μου πέφτει επάνω στα θαμπά μάρμαρα εκεί μακρυά, αισθάνομαι μίαν απέραντη ντροπή… Ντρέπομαι τον Παρθενώνα, ντρέπομαι τη σκιά του Αισχύλου που φτερουγίζει πάνω από τα συντρίμμια του… Ντρέπομαι που δε μπόρεσα να γίνω άξια να τ’ ατενίσω όλα αυτά…
Πόση μετριοφροσύνη. Και μιλάει η Μαρίκα… Πόσο διαφορετική θα ήταν η γλώσσα, αν εμιλούσε κανένα νεοσσίδιον της τέχνης, εκκωλαπτόμενον στο πεζοδρόμιον της «Αργολίδος»…
― ∆εν είνε μετριοφροσύνη, συνεχίζει η καλλιτέχνις με φωνήν που την ζεσταίνει η αγανάκτησις, σαν να απαντά σε εκείνο που δεν της διετυπώθη. Είνε η αλήθεια. Κι αυτό συμβαίνει όχι γιατί είχα την θέλησι να κάνω και εγώ κάτι σύμφωνα με τας παραδόσεις του χώματος αυτού. Έχω ανησυχίες πολλές, είμαι ίσως ένας τύπος μανιακής, όχι απ’ τις μανιακές που έχουν ανάγκη φρενοκομείου, αλλά από τις μανιακές που διψούν για κάτι… Εγώ διψώ για θέατρο… Και θέατρο δε μπόρεσα να βρω στην Ελλάδα… Το ζήτησα λοιπόν αλλού, μακρυά, εκεί όπου το κράτος είνε φιλότιμο και ξέρει να σέβεται τον προορισμό του…

Η συνομιλία πάει να γίνη κουραστική για τη μεγάλη μας καλλιτέχνιδα. Γι’ αυτό πρέπει να δοθή το «κλου».
― Και… Γιατί, αφού θέλετε θέατρο, δεν εσκεφθήκατε το «Εθνικόν», που αρχίζει σε λίγο τις παραστάσεις του;… Μήπως δεν εζήτησαν τη συμμετοχή σας;…
Η κ. Κοτοπούλη σβύνει το τσιγάρο της με μικρά κατηγανακτισμένα κινήματα.
― Ε, μα όχι φίλε μου… ∆εν είμαι για το Μουσείο…
Η απάντησις της μεγάλης μας τραγωδού ξενίζει κάπως ένα από τα μέλη του «Εθνικού Θεάτρου», το οποίον από το διπλανόν δωμάτιον διακόπτει κάποιαν ενδιαφέρουσαν ανάγνωσιν… Αλλά η κ. Κοτοπούλη δεν φαίνεται να ενοχλήται πολύ…
Η δημοσιογραφική αποστολή έληξε.
― Είνε δυνατόν να έχωμεν μια φωτογραφία σας, κ. Κοτοπούλη;…
― Ευχαρίστως. Ορίστε, πάρτε αυτήν… Είμαι στη «Μάγδα» μαζί με τον μεγάλο Αμερικανό καλλιτέχνη κ. Τζωρτζ Μακ-Ρίντυ… Προσέξτε να χωρίσετε το όνομά του όπως σας το προφέρω, γιατί πολλοί Έλληνες της Αμερικής, με την παροιμιώδη προσπάθεια να εξελληνίζουν τα πάντα, του φώναξαν όταν πρωτόπαιξε μαζί μου: «Γεια σου, Γιωργάκη Μακρίδη…».
Ο υποφαινόμενος σφίγγει ευχαριστών το χέρι της Μαρίκας και εγκαταλείπει με πραγματικήν λύπην την θαλπωρήν της σόμπας και της συζητήσεώς της. Πόση δύναμις και πόση διάθεσις κρύβεται μέσα στη μεγάλη μας, την ασύγκριτη θεατρίνα… Και πόσο ώμορφα είνε τα όνειρά της… Μόνο που τα όνειρα τα καλλιτεχνικά ενός ανθρώπου, σκορπίζονται απ’ τον παγωμένον βορρά ή νιφάδες που στροβιλίζονται μακρυά, προς την κορυφή του Υμηττού…
Του Χρ. Κ. Χαιρόπουλου, Η Καθημερινή, 26 Ιανουαρίου 1932
Πώς βλέπει την Λαίδην Μάκβεθ η κ. Μαρίκα Κοτοπούλη
«Λίθοι, πλίνθοι, ξύλα και κέραμοι» είναι ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηρίση επιεικώς την πρωτοφανή κατάστασιν που επικρατεί επάνω στη σκηνή του θεάτρου «Κοτοπούλη». Λόφοι, βουνά, σύννεφα αναμίξ –όλα από πανί ή από χαρτί– πανοπλίαι, ηρωικαί κραυγαί, κλαγγαί σπαθιών, κράνη… το περιβάλλον μιας δοκιμής του «Μάκβεθ». Η πλατεία κατασκότεινη, τα καθίσματα σκεπασμένα με πανιά, και μόνον επί σκηνής, μέσα σ’ ένα μυστικοπαθέστατον ημίφως, κινούνται Σκώτοι με σπαθιά και… σακκάκια, ∆ανοί με ηρωισμόν και… γραβάτες, και ο Μάκβεθ με γένεια φυσικά μεσαιωνικώτατα, και περιβολήν 1937!

Στα παρασκήνια, πυρετός εργασίας: Οι μηχανικοί «στήνουν» και «ξεστήνουν» σκηνικά, βεστιαρίστες παίρνουν μέτρα για τα κουστούμια, και περιεργότατα άλλα πράγματα συμβαίνουν. Εις μίαν στιγμήν παραδείγματος χάριν, ο επιχειρηματίας του θιάσου και σύζυγος της λαίδης Μάκβεθ εις την πραγματικότητα, κ. Γ. Χέλμης –εις το έργον είναι ο κ. Γ. Παπάς, με την γενειάδα του… – τηλεφωνεί:
― Εμπρός… Ναι… Να μου στείλετε αμέσως τα κέρατα…
Ο αδαής σταυροκοπείται. Κατατοπίζεται όμως αμέσως, όταν πληροφορήται ότι πρόκειται περί των αναγκαίων συμπληρωμάτων των κεφαλών εκείνων που θα υποδυθούν εις το έργον τα πονηρά πνεύματα…
Μέσα εις το καμαρίνι της, η λαίδη Μάκβεθ, στοργικώτατα γονατισμένη μπροστά στον κύριόν της εν τω έργω –ο πραγματικός γράφει ήσυχος δίπλα, εις το γραφείον του…– προσπαθεί να του δοκιμάση, με την συνδρομήν μιας μοδίστρας και ενός βεστιαρίστα, το νέο του κουστούμι, από σκωτσέζικη φανέλλα. Ο Μάκβεθ μένει μεγαλοπρεπέστατα ασυγκίνητος, όπως μένει ασυγκίνητος όταν του δοκιμάζουν ένα φοβερόν κράνος. Στο τέλος, η λαίδη Μάκβεθ, κρατούσα μια χοντρή αλυσίδα, τον ερωτά:
― Τι λες; Χωράς εδώ μέσα;
― Ελπίζω…
Η ελπίς αποδεικνύεται δικαιολογημένη, γιατί ύστερα από μια δοκιμή, η αλυσίδα περιβάλλει ίσα-ίσα τη μέση του μεγαλοπρεπούς Σκώτου.
Εισβάλλει ως βολίς ο κ. Γιαννούλης Σαραντίδης, σκηνοθέτης του θιάσου. Και, μαζύ του σχεδόν, από την άλλη πόρτα, εμφανίζεται ένας φωτορεπόρτερ απογευματινής εφημερίδος.
― Θέλω να σας φωτογραφήσω…

Η λαίδη, ο λόρδος και ο σκηνοθέτης, επάνω σε τρία «εσκαμπώ», φωτογραφίζονται, αγγελικώτατα μειδιώντες προς αλλήλους…
Ο γράφων, ευρίσκει την στιγμήν κατάλληλον διά να εξηγήση επί τέλους τον σκοπόν της επισκέψεώς του:
― Κυρία Μαρίκα… Θα ήταν δυνατόν να σας έβλεπε λίγο και η «Καθημερινή»;…
Η λαίδη Μάκβεθ είναι γυναίκα! Τίποτε άλλο από γυναίκα…
― Είμαι στη διάθεσή της, μόλις τελειώσω την πρόβα του Παπά…
Η συζυγική στοργή λησμονεί επ’ αρκετόν τον αναμένοντα δημοσιογράφον. Εν τέλει, η λαίδη Μάκβεθ σηκώνεται, και κυττάζει ικανοποιημένη τον Μάκβεθ: Εκείνος, με την γενειάδα του πάντοτε, καμαρώνει μέσα στη σκωτσέζικη χλαμίδα του, μεσαιωνικώτατα «του κουτιού»…
― Είμαι στας διαταγάς…
Είναι πλέον καιρός… Η κ. Κοτοπούλη παραδίδεται ανυπεράσπιστος εις την «Καθημερινήν»…

― Πώς αισθάνεσθε τη λαίδη Μάκβεθ;
Η μεγάλη μας καλλιτέχνις απαντά με πραγματική συγκίνηση στη φωνή:
― Η λαίδη Μάκβεθ είναι γυναίκα! Τίποτε άλλο από γυναίκα… Πόθος της, και ζωή της, και όνειρό της, η φιλοδοξία του άντρα της. Αυτόν τον άντρα δεν μπορεί να τον ξεχωρίση απ’ τον ίδιο τον εαυτό της. Είναι τόσο ένα με τον Μάκβεθ, τον θαυμάζει τόσο, που διαθέτει όλη της τη δύναμη για το μεγαλείο το δικό του. ∆εν είναι καθόλου περίεργος τύπος, έξω απ’ την πραγματικότητα κι απ’ τη ζωή, η γυναίκα αυτή. Κάθε γυναίκα, το ίδιο στην εποχή του Σαίκσπηρ όπως και στη δική μας, κλείνει μέσα της μια λαίδη Μάκβεθ. Άμα ξέρη τη δύναμή της, αυξάνει σε αφάνταστο βαθμό τη φιλοδοξία της, που δεν έχει αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά υπάρχει μόνο σαν αναγκαίο συμπλήρωμα της φιλοδοξία του άντρα της. Ο άντρας της είναι ο εαυτός της. Έχει όλη τη γοητεία, όλη τη χάρη της στοργής της, όλη τη συναίσθηση του μεγαλείου της, και βαδίζει σταθερά. Ξέρει τι κάνει: τιμή της, και δόξα της, και φιλοδοξία της, η φιλοδοξία του Μάκβεθ. Γι’ αυτό η λαίδη Μάκβεθ, είναι σύμβολο αιώνιο της γυναίκας – της γυναίκας που ξέρει ν’ αγαπάη…
― Και τον αγαπάτε αυτό το ρόλο;
― Τον λατρεύω… Από όλους τους γυναικείους ρόλους του Σαίκσπηρ, αυτός είν’ ο πιο δυνατός, κι αυτός στέκει σε μένα πιο πολύ… Είναι αιώνιος. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες τελειοποιήσεις κι αν πετύχη η πρόοδος, ο άνθρωπος θα ταξιδεύη ίσως με ρουκέττες στους πλανήτες, αλλά θα γυρίζη στη γη να βρη γυναίκα του πάντα τη λαίδη Μάκβεθ…
Η συζήτησις με τη μεγάλη καλλιτέχνιδα τελείωσε. ∆ηλαδή την τελείωσαν διά της βίας ένας καφετζής που επεμβαίνει με τους καφέδες και τα νερά του, δύο μηχανικοί που κουβαλούν έναν ουρανό, ο Παπάς που ξαναγυρίζει, και η γενειάδα του. Μια φωτογραφία με ιδιόχειρη αφιέρωση της κ. Κοτοπούλη κλείνει την δημοσιογραφικήν επίσκεψιν στο θέατρο της οδού Πανεπιστημίου.
Από την πλατεία τη σκοτεινή, η σκηνή, μισοφωτισμένη πάντα, δίνει την εντύπωση του αχανούς και της ερημίας. Μέσα από όλ’ αυτά τα φοβερά, τα καταπληκτικά, τα αναστατωμένα σκηνικά, το έξαλλον περιβάλλον θα αναπηδήση απόψε μεγαλοπρεπής, ωραία, αξία των μεγάλων καλλιτεχνών που την ετοιμάζουν, η παράστασις του «Μάκβεθ».
Του Χρ. Κ. Χαιρόπουλου, Η Καθημερινή, 17 Νοεμβρίου 1937
Μια συνέντευξις της κ. Κοτοπούλη με τον απεσταλμένον του πρακτορείου Χαβάς
Κατά τας τελευταίας ημέρας, απεσταλμένος του πρακτορείου Χαβάς επεσκέφθη την κ. Μαρίκαν Κοτοπούλη και εζήτησε τας γνώμας της εν σχέσει με το Ελληνικόν Θέατρον.
Την συνέντευξιν αυτήν της μεγάλης τραγωδού μας δημοσιεύομεν ολόκληρον κατωτέρω, λόγω του ιδιαιτέρου ενδιαφέροντός της.
Εις τα διατυπωθέντα υπό του απεσταλμένου του Χαβάς ερωτήματα η κ. Κοτοπούλη εξέθεσε τας απόψεις της ως ακολούθως:
― Ποιες είναι οι πηγές του Ελληνικού Θεάτρου;
― Η ερώτησή σας αφορά περισσότερο έναν ιστορικό του ελληνικού θεάτρου, παρά μιαν ηθοποιό του νεοελληνικού θεάτρου σαν κι εμένα, που παίζω από εφτά χρονώ κοριτσάκι μέχρι σήμερα στην ελληνική σκηνή, χωρίς καμμιά διακοπή. Έτσι, ό,τι κι αν απαντήσω σ’ αυτή την ερώτησή σας, αναγκαστικά θα βγαίνη από τις προσωπικές εντυπώσεις που απεκόμισα ζώντας τις κυριώτερες σελίδες της ζωής του νεοελληνικού θεάτρου και όχι, φυσικά, τις ιστορικές σελίδες των πηγών του Ελληνικού Θεάτρου. Εκείνο που με δίδαξαν τα βιβλία, οι δασκάλοι μου αλλά πειό πολύ απ’ όλα η επαφή μου με τον ελληνικό λαό, με το τραγούδι του και με τους χορούς του, είναι πως μέσα στην απλή καλλιτεχνική ζωή του λαού αυτού κρύβονται όλα τα στοιχεία που εδημιούργησαν εδώ και χιλιάδες χρόνια τη δόξα της Ελληνικής Τραγωδίας. Ακόμα και στις εποχές της πειό βάρβαρης σκλαβιάς που γνώρισε η πατρίδα μου, θα βρούμε την θεατρική μας παράδοση να συνεχίζεται όχι μονάχα μέσα στο Μεσαιωνικό Κρητικό Θέατρο, που έχει να μας δώση ένα αριστούργημα όπως η «Θυσία του Αβραάμ», αλλά και στη θεατρική διάθεση του λαού μας που δεν εδίσταζε στις γιορτές και τα πανηγύρια του να μετατρέπη σε θεατρικά έργα και να παριστάνη επικά τραγούδια όπως ο «Ρωτόκριτος» του Κορνάρου και άλλα.

― Ποιο είναι το αντιπροσωπευτικώτερο στοιχείο της ελληνικής θεατρικής παραδόσεως;
― Χωρίς άλλο το Θέατρο των Σκιών, ο θρυλικός ελληνικός καραγκιόζης. Μέσα στις χαρτονένιες καρικατούρες του Καραγκιόζη σαν ζωγραφική και σαν θεατρική κίνηση μπορεί να βρη κανείς τυποποιημένα όλα τα εθνικά λαϊκά καλλιτεχνικά δεδομένα μας και μαζί μ’ αυτά κάτι από τους κοθόρνους και τη μάσκα της αρχαίας τραγωδίας των προγόνων μας. Εγώ προσωπικά με καμάρι μου λέω πως χρωστώ πολλά και σοφά διδάγματα στον Καραγκιόζη, στον πρώτο αυτόν σκηνοθέτη και πνευματικό δάσκαλο των παιδικών μου χρόνων.
— Τι ρόλο έπαιξαν οι ξένες επιδράσεις στη ζωή του Ελληνικού Θεάτρου;
― Το μεγάλο αγαθό της ελευθερίας της πατρίδας μου έκανε τον ελληνικό λαό να κινητοποιηθή με όλες τις δυνάμεις του για να φτάση τον πολιτισμό της ∆ύσεως. Αυτό είχε, κατά τη γνώμη μου, τα ευχάριστα αλλά και τα δυσάρεστα αποτελέσματά του. Γιατί η επικοινωνία του με τον πολιτισμό της ∆ύσεως ενώ του προσεκόμισε όλα τα ωφελήματα της μηχανικής προόδου του τον έκανε, για μια στιγμή, να διακόψη και να χάση το νήμα της εθνικής καλλιτεχνικής του παράδοσης. Έτσι, ωσότου έρθη ο καιρός να συνειθίσουν τα μάτια του λαού μας στο φως του πνευματικού πολιτισμού της ∆ύσεως κι ωσότου μπορέση να χρησιμοποιήση τα φώτα αυτά για την κατανόηση του ίδιου του δικού του εθνικού καλλιτεχνικού θησαυρού, πέρασε μια περίοδο μικρής πνευματικής σύγχυσης, από την οποίαν περίοδο μόλις τώρα μπορούμε να πούμε πως βγαίνει αναζητώντας εντονώτερα σ’ όλες τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του, γνήσια εθνικά εκφραστικά μέσα.
Οι φίλοι μου Γάλλοι συγγραφείς και καλλιτέχνες είναι όλοι πνευματικά μου αδέρφια. Μαζί τους συζητώ νοερά κάθε δημιουργία μου, κρίνω και επικρίνω κάθε μου προσπάθεια.
― Ποιες είναι οι τάσεις ή τουλάχιστον οι προσπάθειες προσανατολισμού του συγχρόνου ελληνικού θεάτρου;
― Όπως όλες οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του τόπου μας, έτσι και το σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο δεν μπορεί παρά να δρα και να δημιουργή την ιστορία του μέσα στα πλαίσια των όσων σας είπα προηγουμένως. Ζητούμε πάντοτε ν’ ανακαλύψουμε τον βαθύτερο εθνικό καλλιτεχνικό εαυτό μας. Εκείνο τον εαυτό μας που θα μας οδηγήση να προσφέρουμε μια μέρα –ίσως πολύ γρήγορα– στην παγκόσμια τέχνη ένα εθνικό νεοελληνικό θέατρο, ένα θέατρο γνήσιο εγγόνι του αρχαίου ελληνικού θεάτρου.
― Ποιος είναι ο δικός σας ο ρόλος μέσα σ’ αυτές τις τάσεις;
― Εργάζομαι σαν ένας έντιμος στρατιώτης αυτής της ιδέας, που σας ανέπτυξα παραπάνω, μιας ιδέας που γεμίζει ολάκερη την ψυχή μου μ’ ενθουσιασμό, όχι από μια στενή σωβινιστική αντίληψη, αλλά από την βεβαιότητα πως η παγκόσμια τέχνη δεν είναι τίποτε άλλο από ένα υπέροχο μωσαϊκό στο οποίον κάθε έθνος προσκαλείται να προσθέση το δικό του χρώμα. Τη σημασία της συμβολής μου σ’ αυτή τη γενική εθνική καλλιτεχνική προσπάθεια δεν έχω φυσικά το δικαίωμα να κρίνω και να εκτιμήσω εγώ.
― Θα μπορούσατε να μας περιγράψετε με συντομία και χάριν των Γάλλων αναγνωστών, τις διάφορες φάσεις της σταδιοδρομίας σας στο θέατρο, καθώς και τα σχέδιά σας;
― Αγαπώ πολύ τους Γάλλους αναγνώστες για να μην τους κουράσω εξιστορώντας τη σταδιοδρομία μιας θεατρίνας που δεν πιστεύει ακόμα πως έχει φτάσει να εκπληρώση όλα τα καλλιτεχνικά ιδανικά της. Αγώνες, στενοχώριες, νίκες, αποτυχίες, θέατρο, θέατρο και πάλι θέατρο. Να τι αποτελούνε τις εντυπώσεις μου από την εδώ και τριάντα χρόνια καλλιτεχνική επιστράτεψή μου. Όσο για τα σχέδιά μου; Τίποτε περισσότερο ή λιγώτερο πάλι από το θέατρο. Με τη διαφορά πως ένα δείγμα των θεατρικών μου αυτών σχεδίων έχω τη λαχτάρα νάρθω αυτού στο Παρίσι να σας το εκθέσω παίζοντας μιαν αρχαία ελληνική τραγωδία. Και αυτό το παληό μου το όνειρο ελπίζω πως θα το πραγματοποιήσω εφέτος, χάρις στην ιστορική για τον τόπο μας μέριμνα υπέρ του ελληνικού θεάτρου του Προέδρου της ελληνικής κυβερνήσεως κ. Ιωάννη Μεταξά, στον οποίον όλος ο σύγχρονος καλλιτεχνικός κόσμος της Ελλάδος χρεωστεί αληθινήν ευγνωμοσύνην διά τα μέτρα τα οποία λαμβάνει προς ανάπτυξιν –γενικά– της νεοελληνικής τέχνης. Ένα βαθύ αίσθημα φιλίας και πνευματικής συγγένειας με συνδέει με τους Γάλλους. Τους γνωρίζω χρόνια σαν συγγραφείς, σαν ηθοποιούς, σαν ανθρώπους. Έχω παίξει πάνω από 200 έργα Γάλλων συγγραφέων στο θέατρό μου και δεν θα πάψω να προσκαλώ το ελληνικό κοινό να συμμερίζεται την εκτίμησή μου και την αγάπη μου για κάθε καλό πνευματικό προϊόν της αγαπημένης μου Γαλλίας.
― Πώς βλέπετε το μέλλον του ελληνικού θεάτρου; Τι σημασία αποδίδετε στο γαλλικό θέατρο και γενικά στην κουλτούρα του γαλλικού πνεύματος σχετικά με την ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου;
― Όπως σας είπα και πριν το μελλοντικό ελληνικό θέατρο το βλέπω σαν ένα θέατρο κατ’ εξοχήν ελληνικό. Όσο για τη σημασία που δίνω στο γαλλικό θέατρο και τη συμβολή του για την ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου, αυτή είναι αληθινά τεραστία. Το ελληνικό θέατρο, παρ’ όλες τις επιδράσεις που έχει υποστή τελευταία από άλλες σχολές, εξακολουθεί να παραμένη και θα παραμένη πάντα ένας ομοαίματος συγγενής του γαλλικού θεάτρου. Είναι ο καθάριος λογισμός, η ξάστερη σκέψη, η έλλειψη νοσηρής και συννεφιασμένης μυστικοπάθειας που συνδέει τους λαούς μας και, μαζί μ’ αυτούς, τις τέχνες μας. Οι φίλοι μου Γάλλοι συγγραφείς και καλλιτέχνες είναι όλοι πνευματικά μου αδέρφια. Μαζί τους συζητώ νοερά κάθε δημιουργία μου, μαζί τους κρίνω και επικρίνω κάθε θεατρική μου προσπάθεια. Κι όταν κάποτε θα φτάσουμε νάχουμε υψώσει το νεοελληνικό μας θέατρο εκεί που το ονειρευόμαστε, τότες εγώ τουλάχιστον θα μπορώ να φωνάξω μ’ όλη μου την καρδιά ζήτω η Γαλλία, γιατί αυτή, με το δικό της παράδειγμα, μας έκαμε ν’ αγαπήσουμε ακόμα περισσότερο τον τόπο μας και να εγκύψουμε στην μελέτη των ελληνικών εκείνων καλλιτεχνικών αρετών, που θα δώσουν στο θέατρό μας τη γνήσια εθνική του οντότητα σε χρώμα, σε περιεχόμενο και σε έκφραση.
Η Καθημερινή, 4 Σεπτεμβρίου 1939
Σοφοκλέους «Ηλέκτρα» – με την Μαρίκαν Κοτοπούλη
Ποίας άρα γε παλαιάς αρμονίας ο ήχος, ποίου ραψωδού η αρχαία μολπή και ποίος θρήνος σπαρακτικής ελεγείας ηνώθησαν προχθές εις ασύγκριτον θαύμα της φωνής και του στόνου εις την αναστηθείσαν κόρην των Ατρειδών; Και ποίαι εις τον αέρα δονήσεις ασύλληπτοι και ποίοι παλμοί ανεπαίσθητοι επροίκισαν αυτό το ποίημα του λόγου, της κινήσεως και της μιμικής, που προχθές εύρε σχήμα και σάρκα εις μιαν γυναίκα διά να γίνη υπόκρισις, ηθοποιία, θέατρον; ∆ιότι προχθές ήτο θέατρον το θέατρον και η τραγωδία, τραγωδία. Και η Ηλέκτρα, μετά πολλάς δυστυχείς περιπλανήσεις, ανευρέθη γνησία και πάλιν, καρπός μεγαλοφυΐας ακέραιος, εις μιαν απαράμιλλον ερμηνείαν διά την οποίαν ο πλουσιώτερος έπαινος θα ήτο αναξία λόγου προσφορά. Από της στιγμής κατά την οποίαν το τραγικόν εκμαγείον της οδύνης και ο σπαραγμός της συνεσπασμένης κινήσεως εγράφησαν ως όραμα εις το μαύρον βάθος του Ανακτόρου της συμφοράς, μέχρι της ώρας που το δραματικόν μυστήριον τελειούται εξατμιζόμενον εις το ίδιον σκότος, εκυριάρχησεν εις την σκηνήν ο ποιητικός λόγος εις την αρρενωποτέραν του έκφρασιν και εις την γνησιωτέραν του λάμψιν. Ουδ’ επί μιαν στιγμήν ενεφανίσθη εις το προσκήνιον η βάρβαρος παρεμβολή του τεχνητού. Η άπεφθος ποίησις εκρατήθη εκεί όπου της προσήκει, εκεί όπου ετάχθη από τον αρχαίον τραγικόν, ικανή να συναρπάση, ικανή να γεμίση την ψυχήν από τα συναισθήματα της φρίκης και του δέους, αλλά και με την τρυφερωτάτην θωπείαν των ανθέων της στοργής, που φύονται επάνω εις το πυκνόν στρώμα του μίσους και της εκδικήσεως, τρεφόμενα από την ιδίαν πηγήν του αισθήματος. Η απόδοσις της συνθέτου αυτής ψυχολογίας η οποία εγγίζει την βαρβαρότητα όσον ακριβώς χρειάζεται διά να καταστήση την μετάπτωσιν εις τον ευγενέστερον ανθρωπισμόν ευγλωττοτέραν, απαιτεί προσόντα –θα έλεγα ότι απαιτεί περισσοτέραν σκέψιν παρά τάλαντον– πολύμορφα. Ζητεί από την ερμηνεύτριαν αυτοκυριαρχίαν όσην και έκφρασιν. Μου μένει και θα μου μείνη βαθύτατα εντυπωμένη εις την μνήμην η στιγμή κατά την οποίαν αναγγέλλεται από τον γέροντα παιδαγωγόν ο θάνατος του Ορέστου εις την θαυμασίως περιγραφομένην αρματοδρομίαν. Η Μαρίκα εκείνην την στιγμήν απέδωσε τον εσωτερικόν σπαραγμόν, το γκρέμισμα ενός ολοκλήρου κόσμου ελπίδων, εκδικήσεως και μαζί τον αφανισμόν της μυχιαιτέρας στοργής της που ήτο κίνητρον ζωής δι’ αυτήν, με ένα πνιγμένον στόνον που εξεδηλούτο κυρίως εις εκφραστικήν μιμικήν. Ήτο απαράμιλλος η τραγωδός εις το σημείον αυτό – ίσως διότι άλλαι εντυπώσεις επέβαλλαν μοιραίως την σύγκρισιν.

Εγράφησαν κατά καιρούς πολλά διά την δύναμιν της απαγγελίας της Μαρίκας. Προχθές δεν επρόκειτο, κυρίως ειπείν, περί απαγγελίας, μολονότι ο στίχος την καθιστά πολλάκις ανάγκην. Ο τόνος ο οποίος εκράτησε καθ’ όλον το δίωρον της παραστάσεως ήτο βαθύτατα ανθρώπινος – δραματικός εις την εσωτάτην υφήν του και εκ της καθαρώς νατουραλιστικής αυτής ερμηνείας η απόδοσις της τραγωδίας αντί να ζημιωθή –διότι δεν παραγνωρίζω τον μυστικιστικόν χαρακτήρα ολοκλήρου του αρχαίου δράματος– εκέρδισε. Εκέρδισε δε ακριβώς διότι οι αποπειρώμενοι την αναβίωσιν της αττικής τραγωδίας, αδυνατούντες να φθάσουν εις την έννοιαν της μυστηριακής τελετουργίας, εκτρέπουν την όλην ερμηνείαν εις μιαν ανεπιτυχή πλαστικήν η οποία τελικώς αποβαίνει εις βάρος του πυρήνος της τραγικότητος, εν τελευταία δε αναλύσει και του ποιητικού λόγου.
Η κα Κοτοπούλη έδωσε πρώτη το παράδειγμα μιας νεωτεριστικής ερμηνείας, η οποία, χωρίς να απομακρύνεται από το πνεύμα της αρχαίας τραγωδίας, δημιουργεί συναισθήματα σύστοιχα. Και πράγματι, καθοδηγουμένη από την θεμελιακήν σκέψιν της αναγλυφικής αποτυπώσεως του ανθρωπίνου πάθους εις τας περιοχάς του συγχρόνου συναισθηματισμού, απέρριψεν από της πρώτης στιγμής την βαρείαν όσον και τυποποιημένην παράδοσιν της απαγγελίας. Εδημιούργησεν ευθύς αμέσως την αλήθειαν του αισθήματος και εις την περιοχήν αυτήν έκλεισεν ολόκληρον την ερμηνείαν. Η δοθείσα γραμμή ήτο αισθητική ανάγκη να επικρατήση μέχρι τέλους. Εις τον ίδιον τόνον ερρυθμίσθη ο χορός, ο οποίος κατέλιπεν εις την δραματικότητα του κυρίου ρόλου ολόκληρον την άνεσιν ν’ αναπτυχθή, εις την ιδίαν ατμόσφαιραν ανέπνευσαν όλοι οι υποκριταί και το αυτό ψυχικόν κλίμα περιέζωσεν ως πέπλος διαφανής την παράστασιν όλην.
Πριν εισέλθω εις τας λεπτομερείας δεν θα ήθελα να εγκαταλείψω ακόμη την θριαμβεύτριαν της νυκτός. Η ηθοποιία της κας Κοτοπούλη, αυτή μόνη, δημιουργεί προβλήματα ολόκληρα διά τους μελετώντας το αρχαίον δράμα. Πράγματι, χωρίς καν να γίνη αντιληπτόν από τους αιχμαλώτους της τραγικής γοητείας, η παράστασις της «Ηλέκτρας» ήνοιξε τον δρόμον εις μιαν ουσιαστικωτέραν αφομοίωσιν της αισθητικής ακτινοβολίας του κλασσικού δράματος. Αν επετρέπετο η έκφρασις, θα έλεγα ότι η νέα αυτή ερμηνεία, περισσότερον δυναμική παρά στατική, εισχωρεί έως αυτό το βαθύτερον νόημα και το καθιστά προσιτώτερον εις την σύγχρονον συναισθηματικότητα. Επεχειρήθη προχθές μια σύζευξις του αρχαίου μύθου με την δημοτικήν παράδοσιν, η οποία απέβη καθ’ ολοκληρίαν υπέρ του πρώτου. Το μοιρολόι της Ηλέκτρας εμπρός εις την λήκυθον με την τέφραν του Ορέστου δεν ήτο ψυχρά ελεγεία ούτε τραγικός στόμφος. Ήτο ένα γνήσιον λαϊκόν μοιρολόγημα που ανεστάτωσεν αμέσως τα πλέον εσώτερα ανθρώπινα συναισθήματα και επροίκισε την σκηνήν με όλην την πυκνότητα της δραματικής αληθείας. Οι θεαταί, οι οποίοι είχον μεταφερθή ψυχικώς εις την σκηνήν, δεν ήσαν πλέον ψυχροί κριταί της εντάσεως της συγκινήσεως. Μετείχον εις το πάθος που συνεκλόνιζε και μετελάμβανον των αχράντων του πόνου. Και η Μαρίκα ήτο αληθινά υπέροχος. Η φωνή της κυματίζουσα εις όλην την πλουσιωτάτην κλίμακα των φθόγγων, συλλαμβάνουσα και απηχούσα τας λεπτοτέρας αποχρώσεις του θρηνητικού μέλους, σύρουσα δεσμίαν την κοινήν συγκίνησιν εις μιαν τυραννικήν μετάληψιν της πεμπτουσίας του τραγικού, αυτή και μόνη απετέλει αυτοδύναμον γεγονός που παράπλευρα με την όλην ηθοποιίαν απήρτιζε το ιδανικώτερον αισθητικόν σύμπλεγμα.
(Και –το σημειώνω διά τους αγνοούντας– η Μαρίκα έπαιξε προχθές πυρέσσουσα και με τον λάρυγγα βραχνόν…).

*
Από εδώ, τώρα, αρχίζει η κριτική αφού η Μαρίκα απέδειξε προχθές ότι ημπορούν ακόμη να υπάρξουν και εις την εποχήν μας πραγματοποιήσεις τόσον ανώτεραι του τελείου, ώστε ο έλεγχος να καταντά ακατανόητος ασχολία. Και εν πρώτοις ο χορός. Ο κ. Κάρολος Κουν είναι από τους ολίγους σκηνοθέτας που κατενόησαν οποίος ρόλος εμπίπτει εις τον χορόν της σοφόκλειου τραγωδίας. (Όπως ο κ. ∆. Ροντήρης αντελήφθη εις τους «Πέρσας» –και ας υπάρχουν οι διαφωνούντες– την ακριβή συμβολήν του χορού εις την αισχύλειον τραγωδίαν πραγματοποιήσας τότε μιαν αληθινά αξιόλογον δημιουργίαν, η οποία θα μείνη εις τα ιστορικά των προσπαθειών της αναβιώσεως του αττικού θεάτρου). Εκίνησε τας 12 κόρας του Άργους κατά τρόπον ο οποίος, ενώ απηχεί τα συναισθήματα της ηρωίδος, άφηνεν εν τούτοις ελευθέραν την σκηνήν διά να την γεμίζη η βαρεία ατμόσφαιρα του τραγικού. Η ομαδική κίνησίς του ίσως να απήτει μεγαλυτέραν συμφωνίαν προς την κρατήσασαν άποψιν της νατουραλιστικής ερμηνείας και να παρίστατο ανάγκη να εγκαταλείψη ακόμη περισσότερον την σχηματικότητα της ερρύθμου κινήσεως. Αλλ’ αντιλαμβάνομαι πλήρως τους δισταγμούς οι οποίοι εκράτησαν εν προκειμένω. Το κοινόν διαπαιδαγωγηθέν με την γερμανικήν αντίληψιν εις τα του χορού, θα ευρίσκετο ενώπιον τολμηροτήτων απαραδέκτων. Εν τούτοις το αισθητικόν αποτέλεσμα παρήχθη ως το ηθέλησαν οι αναβιβάσαντες την «Ηλέκτραν». Προτιμώ μυριάκις τον χορόν της δευτέρας αυτής «Ηλέκτρας», ο οποίος υπήρξεν απλώς διά την ηρωίδα της τραγωδίας αισθηματικόν κάτοπτρον.
Η φωνή της, κυματίζουσα εις όλην την πλουσιωτάτην κλίμακα των φθόγγων, απετέλει αυτοδύναμον γεγονός.
Εις την ιδίαν διάθεσιν οφείλεται η αποφυγή της ομαδικής εκφωνήσεως των χορικών παρ’ ότι γενικώς αναγνωρίζεται σήμερον ως η ιστορικώς ορθοτέρα. Αλλ’ αφ’ ής τεθή ως αρχή η ανάγκη του συγχρονισμού της τραγωδίας – και προς Θεού! Ας μη παρεξηγηθή ο «συγχρονισμός» αυτός διότι ημπορεί να οδηγήση εις τας φοβερωτέρας στρεβλώσεις – θα προκύψη ως μοιραία ανάγκη η επιζήτησις των προσφορωτέρων μέσων διά την δημιουργίαν των αντιστοίχων συναισθημάτων που εσκόπει να δημιουργήση η παράστασις του αρχαίου δράματος. Εις τον ίδιον κύκλον των σκέψεων θα πρέπει αναζητηθή η εξήγησις των αμφιέσεων αι οποίαι καίτοι πόρρω απέχουν από του να εμφανίζουν Μυκηναίας κόρας –το διασωζόμενον εις το Βατικανόν μωσαϊκόν θα ημπορούσε να γίνη εν προκειμένω διδακτικόν διά μελλοντικάς πραγματοποιήσεις– κατορθώνουν εν τούτοις να προσαρμόζωνται με την όλην ατμόσφαιραν της προχθεσινής παραστάσεως.

Το σκηνικόν του κ. Εγγονοπούλου, ούτε αυτό, δεν απετέλει αντίθεσιν. Εζημιούτο όμως από το σχετικώς μικρόν βάθος της σκηνής. Έλειπεν η αναγκαία προοπτική, τα δεξιά και αριστερά της σκηνής κτίσματα έκλειαν την είσοδον του Ανακτόρου των Ατρειδών ασφυκτικά, ενώ το σχετικώς χαμηλόν ύψος της κυρίας πύλης εμείωνε την αναγκαίαν επιβλητικότητα. Τα χρώματα ζωηρά και κτυπητά ήσαν ίσως περισσότερα και του περισσού. Είδομεν ακόμη και αρχιτεκτονικήν εις κράμα ρυθμών εις την πρόσοψιν του Ανακτόρου, η οποία ηνώχλει όπως ηνώχλει και ο χαμηλός ουρανός, αλλ’ όλας αυτάς τας ελλείψεις κατεκάλυψεν η μελετημένη κατανομή του φωτισμού, η οποία έδωσε πράγματι ελληνικόν κλίμα εις την τραγωδίαν και όχι σκοτεινήν κρύπτην του ∆αρείου εις τα Σούσα. Σκέπτομαι ότι εάν η παράστασις της «Ηλέκτρας» διέθετε το βάθος της σκηνής του «Βασιλικού» και περισσοτέραν επιμέλειαν εις το αρχιτεκτονικόν μέρος θα ήτο και ως οπτικόν πλαίσιον εκ των αρτιωτέρων.
*
Οι επικουρήσαντες την προσπαθείαν ηθοποιοί ενεφάνισαν αξιοσήμαντον σύνολον. Και η κα Ρίτα Μυράτ είχεν αναμφισβήτητον επιτυχίαν ως Χρυσόθεμις και ο νέος κ. Μυράτ ως Ορέστης δεν υπελείφθη· είναι ο καλύτερος Ορέστης εξ όσων είδα – ενώ ο κ. Γιαννίδης εις τον ρόλον του Παιδαγωγού ήτο εντυπωτικός και εξαίρετος. Η ωραία φωνή του με τους βαρείς κραδασμούς της είχε κατορθώσει να δώση μιαν αφήγησιν της αρματοδρομίας ανυπέρβλητον. Η πλαστικότης εξ άλλου της ποιητικής μεταφράσεως του κ. Απ. Μελαχροινού επετύγχανε να εναρμονίζη τον λόγον με την μουσικήν υπόκρουσιν με αποτελέσματα αξιόλογα. Θα ήτο δυνατόν εν τούτοις εις ωρισμένα σημεία η ιδιωματική δημοτική, η οποία εις το γραπτόν κείμενον δεν ξενίζει, να δώση εις το θέατρον την θέσιν της εις συντηρητικώτερους τύπους. ∆εν αποτελεί ποτέ υποχώρησιν ό,τι εναρμονίζεται ανετώτερον με την κυριαρχούσαν γλωσσικήν αισθητικήν.
Θα προσέθετα δύο λέξεις διά την μουσικήν υπόκρουσιν του κ. Ευαγγελάτου, μολονότι η επί του θέματος ειδικότης μου περιορίζεται εις γνώσεις εντελώς στοιχειώδεις. Αμύητος, λοιπόν, εγώ θα σημειώσω μόνον ότι από την υπόκρουσιν αυτήν έλειπεν η ανωτέρα πνευματικότης την οποίαν ενεφάνισεν η μουσική συνοδεία του κ. Μητροπούλου εις την «Ηλέκτραν» του «Βασιλικού». Είχε κανείς την εντύπωσιν ότι ο κ. Ευαγγελάτος ειργάσθη ευσυνειδήτως αλλά με έμπνευσιν η οποία δεν ηκολούθει την ολκήν του σκληρού πάθους της τραγωδίας. Αλλ’ είπον: αυτά διαφεύγουν τον έλεγχον των αμυήτων…
Του Αιμ. Χουρμούζιου, Η Καθημερινή, 5 Νοεμβρίου 1939

