Το 1938, η Μαρλέν Ντίτριχ ήταν ήδη ένα μεγάλο όνομα του Χόλιγουντ. Μερικά μόνο χρόνια πριν, είχαν προηγηθεί ερμηνείες της σε θρυλικές ταινίες, όπως Γαλάζιος Άγγελος (1930), Μαρόκο (1930), Σαγκάη Εξπρές (1932) και Ιππότης χωρίς πανοπλία (1937), εδραιώνοντάς την ως μία από τις πιο διάσημες –και πιο ακριβοπληρωμένες– ηθοποιούς του κλασικού κινηματογράφου. Έτσι, τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου η Καθημερινή φιλοξενεί σε συνέχειες ένα ρεπορτάζ του σεναριογράφου και συγγραφέα Paul Bringuier, ο οποίος πέρασε τέσσερις ημέρες μαζί με την Ντίτριχ στο «Σάντα Φε Εξπρές» και συζήτησε μαζί της εφ’ όλης της ύλης. Όπως περιγράφει ο Bringuier, όταν την κοιτά μια γυναίκα που εμφανώς τη ζηλεύει, θα πει: «Η δυστυχισμένη η γυναίκα. Μισεί την τύχη μου. Υπάρχουν μέρες κατά τις οποίες και εγώ μισώ τη μοίρα μου. Μου φαίνεται πως ποτέ δεν θέλησα να γίνω αυτή που είμαι». Και θα ξεκινήσει να μιλάει για τη ζωή της. Από τα δύσκολα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο μετά τον θάνατο του πατέρα της και το όνειρό της να γίνει σταρ του κινηματογράφου, που μέχρι ένα διάστημα πίστευε ότι δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, μέχρι τα πρώτα της βήματα στον κινηματογράφο, στον Γαλάζιο Άγγελο του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, και τη ζωή της ως femme fatale της μεγάλης οθόνης. Ο σημερινός αναγνώστης μπορεί να απολαύσει τη γλαφυρή αφήγηση του Bringuier και να μεταφερθεί σε μια εποχή όπου οι αστέρες του σινεμά πολιορκούνταν στα «βαγκόν-ρεστοράν» των τρένων που ένωναν τη Νέα Υόρκη με την Καλιφόρνια και όπου ένας επισκέπτης του Χόλιγουντ μπορούσε να πετύχει τον Γκάρι Κούπερ να διαβάζει την εφημερίδα του. Στην εισαγωγή της ανά χείρας έκδοσης, ο κριτικός κινηματογράφου της Καθημερινής, Αιμίλιος Χαρμπής, αποτιμά, από τη δική του σκοπιά, τη Μαρλέν Ντίτριχ και το έργο της, οριοθετώντας τη θέση του στην ιστορία της χρυσής εποχής του κινηματογράφου – και όχι μόνο.
Μια ζωή βγαλμένη από παραμύθια
Το 1960, η 59χρονη Μαρλέν Ντίτριχ, έπειτα από δεκαετίες μακριά από την πατρίδα της, προσγειώνεται στη ∆υτική Γερμανία για μια σειρά από ζωντανές εμφανίσεις. Οι αντιδράσεις του κοινού είναι ανάμεικτες. Μέσα στα τεράστια πλήθη που συρρέουν για να τη δουν, υπάρχουν και πολλοί που την αποδοκιμάζουν, φωνάζοντας χαρακτηριστικά: «Marlene go home» (Μαρλέν, πήγαινε σπίτι). ∆εν ήταν λίγοι οι συμπατριώτες της που θεωρούσαν τη στάση της στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προδοτική. Αντιθέτως, πολύ πιο θερμή ήταν η υποδοχή στην Ανατολική Γερμανία, αλλά και δύο χρόνια αργότερα στο Ισραήλ, όπου μάλιστα έγινε η πρώτη καλλιτέχνιδα που τραγούδησε στη γερμανική γλώσσα, σπάζοντας ένα άτυπο μεταπολεμικό ταμπού. Τα γιουχαΐσματα στο Βερολίνο ωστόσο ηχούσαν ακόμα στα αυτιά της, με την Ντίτριχ να αποφασίζει ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ εκεί. Τις πεποιθήσεις της δεν τις διαπραγματευόταν. Όταν άλλωστε της απονεμήθηκε το Μετάλλιο της Ελευθερίας το 1947 για τις υπηρεσίες που προσέφερε στον αγώνα κατά του ναζισμού, είχε δηλώσει πως αυτό ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής της.
Μιας ζωής βγαλμένης από λαμπερά, ταυτόχρονα όμως και σκληρά παραμύθια. Γεννημένη στο Βερολίνο το 1901, η Μαρλέν Ντίτριχ έζησε επί της ουσίας ολόκληρο τον ταραγμένο 20ό αιώνα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μεγάλωσε σε μια χώρα η οποία βρισκόταν σε διαρκή πολεμικό συναγερμό και ενηλικιώθηκε τη στιγμή που εκείνη, παραζαλισμένη από την ήττα, έψαχνε νέο βηματισμό και παραμυθία, μεταξύ άλλων, και στα τολμηρά σόου των καμπαρέ και του vaudeville. Από αυτή τη σκηνή ξεκίνησε και η νεαρή Μαρλέν, για να ακολουθήσει το πραγματικό θέατρο σε Βερολίνο και Βιέννη. Ταυτόχρονα έκανε ταινίες, κυρίως μικρούς ρόλους στο σινεμά του βωβού, όπου γνώρισε και τον σύζυγό της, Ρούντολφ Σίμπερ. Οι δυο τους έμειναν παντρεμένοι ως τον θάνατο του δεύτερου, το 1976, παρά τις ατελείωτες –και πασίγνωστες– ερωτικές περιπέτειες της Ντίτριχ.

Μία από αυτές ήταν με τον σπουδαίο Αυστριακό σκηνοθέτη Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, ο οποίος την «ανακάλυψε» και της έδωσε τον πρώτο μεγάλο ρόλο της καριέρας της στον θρυλικό σήμερα Γαλάζιο Άγγελο του 1930. Εκεί, απέναντι στον ερωτοχτυπημένο μεσήλικα καθηγητή του Εμίλ Γιάνινγκς, η Μαρλέν υποδύεται τη Λόλα Λόλα, μια εκθαμβωτική τραγουδίστρια του καμπαρέ που τον σαγηνεύει από την πρώτη στιγμή που την αντικρίζει. Το κοινό σαγηνεύεται επίσης από την καινούργια femme fatale με τη βαθιά φωνή, το αρμονικό πρόσωπο και τα υπέροχα πόδια με τις καλτσοδέτες. Αυτό ήταν. Οι υπεύθυνοι της Paramount, η οποία είχε τα δικαιώματα διανομής της ταινίας στην Αμερική, ξετρελαίνονται και με την παρότρυνση του Στέρνμπεργκ φέρνουν την Ντίτριχ στο Χόλιγουντ, σχεδιάζοντας να την πλασάρουν ως «απάντηση» στη γοητεία της έτερης Ευρωπαίας, Γκρέτα Γκάρμπο, η οποία ανήκε στο δυναμικό της ανταγωνίστριας MGM.
Σχεδόν ολόκληρη η δεκαετία του 1930 κυλάει μέσα σε μια χολιγουντιανή παραζάλη, καθώς οι δυο τους κάνουν μαζί άλλες έξι ταινίες, με τον επηρεασμένο από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό Στέρνμπεργκ να χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά τις αντιθέσεις φωτός-σκιάς προκειμένου να αναδείξει τα μοναδικά χαρακτηριστικά της μούσας του. Στο πλευρό της, στις δικές του και σε άλλες ταινίες, η τελευταία έχει για συμπρωταγωνιστές μεγάλα ονόματα όπως ο Γκάρι Κούπερ, ο Κάρι Γκραντ, ο Τζέιμς Στιούαρτ και ο Τζον Γουέιν, οι περισσότεροι από τους οποίους θα γίνουν και εραστές της. Χρόνια αργότερα, πάντως, εκείνη θα παραδεχθεί πως ο κινηματογράφος δεν της προσέφερε καμία πραγματική ευχαρίστηση, παρά μόνο πολλά χρήματα – στο Destry Rides Again του 1939 η αμοιβή της έφτασε τις 450 χιλιάδες δολάρια, ποσό τεράστιο για την εποχή, το οποίο ωστόσο η Ντίτριχ διέθεσε εξ ολοκλήρου για τη φροντίδα και την αποκατάσταση των προσφύγων από τη ναζιστική Γερμανία.

∆εν μένει όμως εκεί. Από τη στιγμή που οι ΗΠΑ μπαίνουν στον πόλεμο, εκείνη κάνει διαρκώς περιοδείες στα διάφορα μέτωπα, από τον Ειρηνικό μέχρι την Ευρώπη, εμψυχώνοντας με τις παραστάσεις της τους στρατιώτες, κάνοντας ακόμα και «πονηρά» αστειάκια μαζί τους, για τα οποία επικρίθηκε από τον συντηρητικό αμερικανικό Τύπο. Εκείνος που την αποθέωσε, αντιθέτως, ήταν ο σπουδαίος σκηνοθέτης Μπίλι Γουάιλντερ, ο οποίος δήλωσε χαρακτηριστικά πως τελικά η Ντίτριχ πέρασε περισσότερο χρόνο στο μέτωπο από τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Παρά τη μακροχρόνια σύνδεσή της με την Αμερική, της οποίας πήρε και την υπηκοότητα το 1939, η Ντίτριχ παρέμεινε χαρακτηριστικά Ευρωπαία στις αντιλήψεις. Όταν κάποτε ρωτήθηκε από δημοσιογράφο για το πώς προτιμά να χαλαρώνει, απάντησε μάλλον αποστομωτικά: «∆εν νομίζω ότι το κάνω. Βλέπεις, στη δική μας γλώσσα, στα γερμανικά ή στα γαλλικά, δεν υπάρχει λέξη με αυτή την έννοια της χαλάρωσης. Αυτό είναι αμερικανική εφεύρεση. Εμείς δεν έχουμε την αντίληψη που έχει ο Αμερικανός, “πήγε επτά το απόγευμα και πρέπει να πιω κάτι και να χαλαρώσω”. Αυτό δεν είναι απαραίτητο στην Ευρώπη. Πίνουμε γιατί απλώς μας αρέσει να πίνουμε».
Η ατρόμητη Μαρλέν του πολέμου υπήρξε αντισυμβατική και μπροστά από την εποχή της σε πολλούς τομείς. Το 1933 συνελήφθη σε σταθμό του τρένου στο Παρίσι για παραβίαση του νόμου που απαγόρευε στις γυναίκες να φορούν παντελόνια. Γενικώς η ανδρόγυνη αμφίεση υπήρξε σήμα κατατεθέν της Ντίτριχ, ιδιαίτερα στα χρόνια μετά τον πόλεμο, οπότε η ίδια καθιερώθηκε (και) ως σύμβολο της μόδας. Στις παραστάσεις της μάλιστα, στο πρώτο μέρος φορούσε το θρυλικό «γυμνό φόρεμα» που έδινε την ψευδαίσθηση της διαφάνειας, ενώ στο δεύτερο άλλαζε σε ανδρικό κοστούμι με γραβάτα και ημίψηλο καπέλο, τραγουδώντας, μεταξύ άλλων, και κομμάτια συνδεδεμένα αποκλειστικά με άνδρες ερμηνευτές. Παράλληλα, μαζί με τον ιδιοφυή νέο τότε συνθέτη και παραγωγό Μπερτ Μπακαρά, δημιούργησαν ένα καινούργιο ζωντανό σόου που ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο καλλιτέχνης και κριτικός Πίτερ Μπογκντάνοβιτς έγραψε σχετικά: «Είτε πρόκειται για μια ανάλαφρη παλιά μελωδία σαν το I Can’t Give You Anything But Love, Baby, είτε για ένα γλυκερό γερμανικό ερωτικό τραγούδι σαν το Das Lied ist Aus, εκείνη του χαρίζει έναν αριστοκρατικό αέρα, δίχως ποτέ να νιώθεις ότι σε πατρονάρει… Στα χέρια της το Where Have All The Flowers Gone δεν είναι άλλος ένας αντιπολεμικός ύμνος, αλλά μια τραγικής υφής κατηγορία ενάντια σε όλους μας».

Η ατρόμητη Μαρλέν του πολέμου υπήρξε αντισυμβατική και μπροστά από την εποχή της σε πολλούς τομείς.
Και η Ντίτριχ όμως είχε τους δικούς της ήρωες: τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον οποίο επαινούσε ως την «πιο θετική ζωογόνο δύναμη που έχω συναντήσει»· τη «δύναμη της φύσης» Άννα Μανιάνι· τον Ροκ Χάντσον, «έναν από τους πιο ευαίσθητους, ευγενείς άνδρες στο Χόλιγουντ», και φυσικά τον Όρσον Ουέλς, με τον οποίο έκανε το Touch of Evil, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «Κάθε φορά που μιλάω μαζί του, νιώθω σαν ένα δέντρο που ποτίζεται». Από τη ζωή της συνολικά πέρασαν τόσοι σημαντικοί άνδρες και γυναίκες του 20ού αιώνα, ώστε αυτή να μοιάζει με πανόραμα μιας ολόκληρης εποχής: o συγγραφέας Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, οι χολιγουντιανοί ηθοποιοί Ντάγκλας Φέρμπανκς, Έρολ Φλιν, Τζον Γουέιν, Κερκ Ντάγκλας, Γιουλ Μπρίνερ κ.ά., ο θεατρικός συγγραφέας Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, ο Τζον και ο Τζόζεφ Κένεντι, αλλά και ο Φρανκ Σινάτρα. Επιπλέον ήταν στενή φίλη της Εντίθ Πιαφ, ενώ το όνομά της έχει συνδεθεί ερωτικά και με άλλες γυναικείες διασημότητες.
Ακόμα και μετά την πλήρη απόσυρσή της από τα φώτα της δημοσιότητας στα τέλη της δεκαετίας του 1979 και μέχρι τον θάνατό της το 1992, συνέχισε να διατηρεί επαφή, τηλεφωνική και δι’ αλληλογραφίας, με πολύ σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Ρόναλντ Ρίγκαν, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Φρανσουά Μιτεράν. Ο αστικός μύθος λέει πως ο λογαριασμός του τηλεφώνου αυτή την περίοδο ήταν περίπου 3 χιλιάδες δολάρια τον μήνα… Την παλιά της υπόσχεση την «έσπασε» μόνο στη διαθήκη της, όπου φρόντισε ώστε να επιστρέψει στο Βερολίνο για να ταφεί κοντά στο μέρος όπου γεννήθηκε, δίπλα στη μητέρα της.
Αιμίλιος Χαρμπής, κριτικός κινηματογράφου της Καθημερινής
«Η Μαρλέν Ντίτριχ δεν είναι μια συνηθισμένη γυναίκα· η ικανότητά της να σαγηνεύει τους συναδέλφους μας που μονίμως ασκούν κριτική είναι ξεχωριστή… Οι συνεχείς της έπαινοι θεωρούνται ως μία από τις αξιοθαύμαστες αρετές της – από τους άλλους, όχι από μένα.
Δεν έχει ποτέ σταματήσει να ανακηρύσσει ότι της έμαθα τα πάντα. Ανάμεσα στα πολλά
πράγματα που δεν τη δίδαξα ήταν το να φλυαρεί για μένα».
Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ (1894-1969)
Με τη Μάρλεν Ντίτριχ εις το «Σάντα Φε Εξπρές»
Φεβρουάριος 1938. – ∆έκα ακριβώς το βράδυ εις τον σταθμόν Γκραν Σέντραλ της Νέας Υόρκης. Βρέχει. Το καπέλο μου μούσκεμμα στάζει επάνω εις το τεράστιον πακέτο των εφημερίδων και περιοδικών, που κρατώ εις την μασχάλην μου. Παρακολουθώ μηχανικώς τον μαύρον αχθοφόρον, που προχωρεί εις τα ατελείωτα χωλλ, κατεβαίνει τις σιδερένιες σκάλες, πηγαίνει να τρυπήση τα εισιτήριά μου εις μηχανές αυτόματες. Ένα κουδούνι ηχεί κάθε τόσο.
Τέλος, δίπλα εις μίαν υπόγειον αποβάθραν, ιδού το τραίνο, εις το οποίον θα κατοικήσωμεν τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. Μεγάλα σιδερένια βαγόνια, κοκκινωπά, μαυρισμένα από τη σκόνη και τον καπνό.

Εμπρός εις μίαν άμαξαν περιμένει ομάς φωτογράφων, κινηματογραφιστών και νέων με πανωφόρι σπορ, υποδήματα με διπλές σόλες, καπέλλο παραμορφωμένο από το νερό, με τον γύρο κατεβασμένο ως τα μάτια και οι οποίοι μασσούν τσούιν γκομ και φαίνονται έξαλλοι. Είναι ρεπόρτερ και η Μάρλεν αργεί να εμφανισθή.
Εις ολίγων βημάτων απόστασιν από αυτούς μία γυναίκα μόνη, τους κυττάζει. Ακουμβά επάνω εις μίαν κολώναν από μαντέμι. Είναι νέα, αρκετά ώμορφη. Αλλά το πρόσωπόν της προδίδει μια κούρασι, που μου κάνει εντύπωσι. Και προ πάντων έχει, διά τους δημοσιογράφους, τους φωτογράφους εκείνους ένα φοβερό βλέμμα φθόνου, επιτιμήσεως, σχεδόν μίσους. Σφίγγει γύρω εις το σώμα της, νευρικά, το επανωφόρι της από χονδρό κόκκινο ύφασμα. Ανασκιρτά όταν το κουδούνι ξαναρχίζει. Εις τα πόδια της υπάρχουν δύο βαλίτζαι. Υπάρχουν κολλημένες επάνω ετικέττες βεβαίως πολλών ετών, όπου διαβάζει κανείς: «Χόλλυγουντ, Καλιφ…» και ετικέττες καινούργιες, τας οποίας προ ολίγου εκόλλησεν ο υπάλληλος των αποσκευών: «Χόλλυγουντ, Καλιφορνία».
Σπρωξίματα, θόρυβος. Να η Μάρλεν. Ένα καπέλλο από πράσινο καστόρι κρύβει το ένα της μάτι. Έχει τα χέρια μέσα εις τις τσέπες του σκωτσέζικου επανωφοριού της. Τέσσαρες μαύροι από τους οποίους τρέχει άφθονο το νερό της βροχής, γελώντες κατά τρόπον που αποκαλύπτεται όλη η λευκότης των δοντιών των, τρέχουν γύρω της κρατώντας βαλίτζες-ντουλάπια από πετσί λευκό.
Οι ρεπόρτερ την περικυκλώνουν, της υποβάλλουν ερωτήσεις με την σκαιάν εκείνην οικειότητα των Αμερικανών προς τους ηθοποιούς. Αισθάνονται κατά τρόπον σαφέστατον ότι κάνουν και ξεκάνουν αστέρας, ότι τους ανήκουν.

– Γεια σου, Μάρλεν! Καλό ταξίδι; Πώς είν’ ο κόσμος στην Ευρώπη; Έχουν πάντα μπαρμπέτες και μουστάκια σιδερωμένα;
Όλοι γελούν κτυπώντας ο ένας τον ώμον του άλλου. Βοηθοί φωτογράφοι έχουν αναρριχηθή εις τους ώμους των συντρόφων των και εξάγουν δάδας που κροτούν, απλώνουν έναν λευκό καπνό, μια δυνατή λάμψι.
– Γεια σου, Μάρλεν. Αλήθεια δεν θέλεις να εργασθής πειά στο Χόλλυγουντ;
Κατώρθωσε κάπως να απαλλαγή από την πολιορκίαν, ανέβηκε στο πρώτο σκαλί του βαγονιού, έχει γυρίσει το πρόσωπό της προς αυτούς. Είναι κουρασμένη. Εις το λευκό της πρόσωπο δεν φαίνεται να ζη παρά το κόκκινο στόμα της. Ξέρει ότι πρέπει να χαμογελάση, ότι πρέπει ν’ απαντήση.
– Γεια σας, παιδιά! Βεβαιότατα θα εξακολουθήσω να εργάζωμαι εις το Χόλλυγουντ. Αλλ’ αν μ’ εβαρεθήκατε, τότε θα πάω να γυρίζω ταινίες στην Ευρώπη.
Ανεβαίνει, προχωρούσα στα πίσω, ένα ακόμη σκαλί, χαμογελά. Ακούγεται το ανοιγόκλεισμα των φωτογραφικών μηχανών.
– Όσο για τους άνδρας εκεί κάτω, εξύρισαν όλοι τις μπαρμπέτες των για να μ’ αρέσουν.
Όλοι σπάζουν στα γέλια. Με μια κίνησι ρίχνουν τα καπέλλα των πίσω εις τον σβέρκον των, αποκαλύπτουν πρόσωπα γεμάτα χαρά.
– Άκου, Μάρλεν! Μια ώμορφη φωτογραφία. Έλα, έλα!
Η Μάρλεν γέρνει, παίρνει από τον λαιμό τον μαύρον ελεγκτήν του τραίνου, κάμνει ένα μορφασμόν τρυφερότητος. Οι λάμπες με το μαγνήσιον εκρήγνυνται βουβά, πολλοί φωτογράφοι τρέχουν ήδη στις σκάλες, πηγαίνουν στα γραφεία των εφημερίδων, που θα κάμουν ειδικάς εκδόσεις. Εγλυτώσαμε και την φοράν αυτήν! Τους χαιρετά με κίνησιν του χεριού της, ανεβαίνει εις το βαγόνι. Ενστικτωδώς γυρίζω το κεφάλι μου προς την γυναίκα με το κόκκινο επανωφόρι. Είναι πάντα μόνη, ακουμπισμένη εις την κολώνα. Το πρόσωπόν της είναι πελιδνόν από την απελπισίαν.
Το τραίνο τρέμει και καπνίζει. Οι υπάλληλοι ωρύονται. Ένα ζευγάρι εμφανίζεται εις την αποβάθραν – εκείνος χονδρός, ασθμαίνων, η γυναίκα στεγνή, με γκρίζα μαλλιά. Είναι και οι δύο ασκεπείς, χωρίς επανωφόρι, χωρίς αποσκευάς, ο άνδρας με σμόκιν και άσπρο γιλέκο, μ’ ένα ψεύτικο γαρύφαλλο εις την κομβιοδόχην του, η γυναίκα με μεταξωτή τουαλέττα με ουράν, χρώματος δαμάσκηνου. Το τραίνο σύρεται αργά, οι δύο των χειρονομούν ζωηρώς. Υπάλληλοι του τραίνου τούς αρπάζουν, τους μεταφέρουν εις ένα βαγόνι. Οι ρεπόρτερ μορφάζουν, φωτογραφίζουν την απρόοπτον εκείνην σκηνήν.

Το «Εξπρές Σάντα-Φε» ανεχώρησε διά να διασχίση την αμερικανικήν ήπειρον, εις απόστασιν πέντε χιλιάδων χιλιομέτρων προς τον Ειρηνικόν, προς την Καλιφορνίαν.
***
Η Μάρλεν κάθεται επάνω εις το στενό κρεββάτι της καμπίνας της, ανάμεσα εις τα πακέτα της, τας αποσκευάς της. Έχει αφαιρέσει μονάχα το καπέλλο της, ρίχνει πίσω με το χέρι την ωραίαν ξανθήν πλεξίδα της που είχε πέσει εις το μάγουλό της. Άφησε να πέσουν οι βραχίονές της, το θάρρος της. Το πρόσωπό της είναι μαραμένo από κούρασι.
– Ξέρετε, είναι τρομερό. Όταν φεύγη κανείς για έξη μήνες, γίνεται πάλιν ξένος γι’ αυτούς. ∆εν είναι κακοί, αλλά δεν συγχωρούν τίποτε. Πρέπει κάθε μέρα να κατακτά κανείς ξανά την δόξαν, κάθε ώρα να κατάγη μια νέαν νίκην. Εις την Νέαν Υόρκην, το ένοιωσα καλά αυτό. Με κατηγορούν για την ταινία που εγύρισα εις την Αγγλίαν. Πώς θα με υποδεχθούν εις το Χόλλυγουντ; Εγώ η Ντίτριχ, η μεγάλη Ντίτριχ, έχω την εντύπωσιν ότι πρέπει να τα ξαναρχίσω όλα, να τους κατακτήσω πάλιν. Και είμαι τόσο κουρασμένη…
Ακούμπησε στο κρεββάτι της χωρίς ν’ αφαιρέση το επανωφόρι της. ∆εν είπα τίποτε. Προσπαθεί να μου χαμογελάση, έπειτα γυρίζει το κεφάλι της προς το άλλο μέρος. Βλέπω τα μακρυά και ισχνά χέρια της να χαλαρώνουν, να ξαναπέφτουν εις τα σκεπάσματα, αναπαυμένα. Κοιμάται. Βγαίνω αθορύβως. […]
***
– Καλημέρα, λέγει η Μάρλεν. Περάστε.
Βρίσκεται ακόμη εις το κρεββάτι της. Φορεί μια πράσινη με πίκες πιζάμα από μετάξι. Είναι η πρώτη φορά που την βλέπω χωρίς μακιγιάζ. Το αντιλαμβάνεται και αμέσως, ενστικτωδώς, τρίβει με τα χέρια το πρόσωπό της για να το κάμη να κοκκινίση. Τα μαλλιά της σε ακαταστασία πέφτουν στο μέτωπο και στις παρειές της. Έτσι όπως είναι, χωρίς πούδρες και ρουζ, έχει ύφος σχεδόν παιδικό.
Ο ελεγκτής, παλαιός Σενεγαλέζος φαντάρος, μας φέρνει το πρόγευμα. Γελά διαρκώς. Η παρουσία μου την ενθουσιάζει.
Εγώ, η μεγάλη Ντίτριχ, έχω την εντύπωσιν ότι πρέπει να τα ξαναρχίσω όλα, να τους κατακτήσω πάλιν.
– Κοιμήθηκα ευχάριστα, μου λέγει.
Έχω την εντύπωσι ότι λέγει ψέμματα. Οι κύκλοι γύρω από τα μάτια της, η νευρικότης της είναι ενδεικτικά αϋπνίας. Θέλει να φαίνεται ήρεμη. Αλλ’ αυτή η επιστροφή στο Χόλλυγουντ, αυτή η νέα μάχη που θα δώση την ανησυχεί. Θέλω να της εμπνεύσω δύναμι, θέλω να την κάμω να ξαναποκτήση την υπερηφάνειά της.
– Η δυστυχισμένη η γυναίκα – ψιθυρίζει όμως εκείνη. Μισεί την τύχη μου. Υπάρχουν μέρες κατά τις οποίες και εγώ μισώ την μοίρα μου. Μου φαίνεται πως ποτέ δεν θέλησα να γίνω αυτή που είμαι.
»Οι πρώτες μου αναμνήσεις δεν είναι καθόλου εύθυμες. ∆εν εγνώρισα ποτέ την Κυριακή, τις κούκλες, τα λουλούδια, τα λευκά φορέματα, όλα όσα αποτελούν την ευτυχία των μικρών κοριτσιών. Κατοικούσαμε στην Βαϊμάρη, στην Πρωσσία. Ο πατέρας μου ήτο υπολοχαγός των γρεναδιέρων και το όνομά μου τότε ήτο Μαγδαληνή φον Λος. Το σπίτι μας έβλεπε στην κεντρική λεωφόρο. Όταν ακούαμε την στρατιωτική μουσική, η μητέρα μου μ’ έβγαζε στο παράθυρο κι έβλεπα τον πατέρα μου με την κάσκα του και τα λευκά του γάντια επί κεφαλής του λόχου του.
»Μια μέρα βγήκαμε πάλι στο παράθυρο να τον δούμε. ∆εν φορούσε όμως πια την κάσκα και τα λευκά του γάντια. Έφερε στολή εκστρατείας. Έπειτα ήλθε στο σπίτι, με έσφιξε στην αγκαλιά του. Η μητέρα μου έκλαιε.
»Από την ημέρα εκείνη μείναμε μόνες. Ατελείωτες μέρες περνούσαν μέσα στην αγωνία. Είχαμε κλείσει το σαλόνι. Ζούσαμε σ’ ένα δωμάτιο. Η μητέρα ήτο διαρκώς πολύ θλιμμένη και γι’ αυτό δεν τολμούσα να παίξω.
»Ένα πρωί μάς έφεραν κάποιο τηλεγράφημα. Η μητέρα μου μόλις το διάβασε, άρχισε να κλαίη. Μία ώρα αργότερα μπαίναμε στο τραίνο. Μία ημέρα και μία νύκτα περάσαμε σε τραίνα γεμάτα στρατιώτες και τραυματίες. Κατόπιν ένα αυτοκίνητο μας έφερε διά μέσου μιας χιονισμένης πεδιάδας σ’ ένα χωριό του οποίου τα περισσότερα σπίτια είχαν τιναχθή στον αέρα και τα δένδρα ήσαν πεσμένα κάτω. Τέλος μας εισήγαγαν μέσα σ’ ένα παράπηγμα όπου άκουε κανείς φωνές πόνου και την βαρειά μυρωδιά του αιθέρος. Επάνω σ’ ένα κρεββάτι βρήκαμε νεκρό τον πατέρα μου. Την προηγουμένη μια οβίδα τού είχε καταστρέψει το πόδι. Τον αφήκαν να πεθάνη εκεί χωρίς ιατρικήν βοήθειαν.
»Η μητέρα έκλαυσε τότε όσον ποτέ. ∆εν ήμουν πιο πολύ από δέκα ετών. Είχα αρπαχθή από τα φορέματά της και έκλαια μαζί της».
Το τραίνο ομοιάζει με τραίνο κινηματογραφικού φιλμ. Θα ήρκει λίγη καλή θέλησις για να ανακαλύψη κανείς μια ατμόσφαιρα πάθους, κάποια δόση φαντασίας διά να έχετε εμπρός σας ένα δράμα…
Στο γειτονικό μου διαμέρισμα η μεγάλη ηθοποιός θα πρέπει να τελειώση τον καλλωπισμό της. Όλος ο άλλος κόσμος του τραίνου δεν σκέπτεται παρά μόνον αυτήν. Καθένας είναι συνδεδεμένος μαζύ της με τους δεσμούς του θαυμασμού. Η σκέψις ότι ζούμε κλεισμένοι για τέσσαρες ημέρες μέσα σ’ αυτούς τους κλωβούς μαζύ με την Ντίτριχ έχει συνταράξει όλους όσους η τύχη έφερε σ’ αυτή την αμαξοστοιχία. Ο θερμαστής της ατμομηχανής, καθώς ρίπτει κάρβουνο στη μηχανή του, τραγουδά κάποιο από τα πλέον γνωστά της τραγούδια. Ο κομμωτής καθώς ξυρίζει κάποιον πελάτη του του αφηγείται διάφορα ανέκδοτα από την ζωήν του αστέρος. Ο μαιτρ-ντ’ οτέλ ετοποθέτησεν επάνω στο τραπέζι της λουλούδια, που τα αγόρασε βιαστικά σε ένα σταθμόν. Ο ελεγκτής –παλαιός, όπως είπα, Σενεγαλέζος στρατιώτης– περιφέρεται στον διάδρομο ως τιμητική φρουρά. Και ο κ. και η κυρία Γουίλκοξ, επαρχιώται από την Αριζόνα, περιμένουν διαρκώς στο μπαρ και στο εστιατόριο με τα βραδυνά τους κοστούμια να δουν τη Μάρλεν.

Εκείνη καθισμένη μονάχη σε μια γωνιά του διαμερίσματός της σκέπτεται ασφαλώς ότι δεν αξίζει να απασχολήται τόσο πολύς κόσμος με το πρόσωπόν της.
***
Φθάνουμε στο Σικάγο. Παράξενος ανοιξιάτικος καιρός μάς υποδέχεται. Όλες οι μιντινέττες του Σικάγου βγαίνουν χαρούμενες από τα μαγαζιά και βαδίζουν με ζωηρό βήμα στηριζόμενες στο μπράτσο ενός νεαρού παιδιού που γελά διαρκώς.
Κανείς δεν γνωρίζει αυτήν την λεπτή κυρία με το χαρούμενο χαμόγελο που κατεβαίνει να περπατήση λίγο. ∆εν την έχουν αναγνωρίσει.
– Είναι πολύς καιρός –μου λέγει– που είχα να ιδώ την σημερινή ελευθερία. Είναι η πρώτη φορά ίσως που αισθάνομαι τον εαυτόν μου ξένο και άγνωστο μέσα σε μια μεγάλη πόλι. Είναι μεγάλη ευτυχία.
»Σκεφθήτε ότι στο Χόλλυγουντ και στις άλλες αμερικανικές πόλεις δεν μπορώ να κάμω ούτε ένα βήμα χωρίς να με παρακολουθή η ενοχλητική περιέργεια του κόσμου. Εις την Ευρώπη μού συμβαίνουν χειρότερα. Εφέτος στο Σάλτσμπουργκ το ξενοδοχείο στο οποίον έμεινα επολιορκήθη. Στη Βενετία με κυνηγούσεν ο κόσμος και με τραβούσαν από το παλτό για να δώσω αυτόγραφα. Ένα απόγευμα κατώρθωσα να ξεφύγω και να μπω στην έκθεσι του Τιντορέττο. Η είσοδος εστοίχιζε δέκα λιρέττες και οι θαυμασταί μου εστάθησαν έξω από την πόρτα. ∆εν υπήρχαν σχεδόν καθόλου επισκέπται και οι αίθουσες του παλαιού ανακτόρου ήσαν αδειανές. Εκάθισα τρεις σχεδόν ώρες σε μια γωνιά και απήλαυσα την μοναξιά και την ηρεμία. Νομίζω μάλιστα πως κοιμήθηκα και λιγάκι».
Το τραίνο θα μείνη αρκετή ώρα. Περνούμε στην πόλι και φθάνομε στην κεντρική πλατεία του Σικάγου.
Απέναντί μας μια επιγραφή: «Η παληά Αϊδελμπέργκ».
– Να, της λέγω, ένα γερμανικό ρεστωράν.
Ήτο πράγματι το αυθεντικώτερον των γερμανικών ρεστωράν της Αμερικής.
– Ξυρισμένα κεφάλια, ξανθές φροϋλάιν.
Μόλις ήπιαμε ένα ποτηράκι κρασί του Ρήνου, η Μάρλεν λες και περιέπεσε σε έκστασι.
Εκείνο το πρωινό την επίστευσα πραγματικά ευτυχισμένη – απολυτρωμένη από τον εαυτό της, από την τύχη της.
Ξαναθυμήθηκε το παρελθόν.
– Μετά τον θάνατον του πατέρα μου στο ρωσσικό μέτωπο, φύγαμε από τη Βαϊμάρη για το Βερολίνο όπου είχαμε συγγενείς. Τρία χρόνια θλίψεως και αθλιότητος επέρασαν. ∆εν είχαμε ούτε ψωμί. Οι στρατιώται που εγύριζαν από τα χαρακώματα μας έφεραν λίγο ψωμί και κάποια κουτιά κονσέρβες. Κατόπιν έγινε η αμνηστεία και έπειτα από αυτήν η επανάστασις. Από το σπίτι μας ακούαμε το μυδραλλιοβόλο που κροτούσε στην Κουρ Φύρστενταμ. Η μητέρα φοβισμένη ξανάφυγε μαζύ μου για την ήρεμη Βαϊμάρη. ∆εν γυρίσαμε στο Βερολίνο παρά έπειτα από μερικά έτη.
Η Καθημερινή, 1 Μαρτίου 1938
Πρώτη φορά σε κινηματογραφικό στούντιο
Η δεύτερη νύκτα του ταξιδίου μας αρχίζει. Το Σάντα-Φε εξπρές έχει πια περάσει στην πολιτεία της Ιόβα και τρέχει προς το Μισσουρί. Από εδώ αρχίζει η ατελείωτη πεδιάς του Μιντλ-Ουέστ. Τρέχομε μέσα στην νύκτα…
Στο βαγόνι-ρεστωράν όλοι ετελείωσαν το δείπνο των από αρκετή ώρα και τα γκαρσόνια περιμένουν με αγωνία να φύγη ο κόσμος να σηκώσουν τα τραπέζια και να πάνε να κοιμηθούν. Αλλά κανείς δεν εγκαταλείπη τη θέσι του. Κανείς δεν φεύγει έστω και αν πρόκειται να του χαρίσουν μιαν ολόκληρη αυτοκρατορία. Η Μάρλενε κάθεται ακόμη στο τραπέζι της. Ένα μπουκάλι κρασί είναι μισοτελειωμένο εμπρός μας. Η Μάρλενε δεν μαντεύει την περιέργεια που έχει καθηλώσει όλον εκείνο τον κόσμο στις θέσεις του. Χωρίς καπέλλο, έχει ακουμπίσει τους αγκώνες στο τραπέζι και κρατεί με τα χέρια το κεφάλι της. Μου μιλεί με φωνή κάπως βραχνή:
– Βλέπω ακόμη τη σκηνή. Η μητέρα μου κάθεται στο τραπέζι. ∆εν διαμαρτύρεται. ∆εν θέλει να εμποδίση. Είναι όμως λυπημένη. Με κυττάζει θλιμμένη και με ύφος κουρασμένο μου λέγει:
– Κάμε ό,τι ξέρεις, Μαγδαληνή. Θα υποφέρω και αυτή τη δοκιμασία. Αλλά σκέψου πως ο πατέρας σου θα προτιμούσε να σε σκοτώση παρά να σε δη ηθοποιό. Τουλάχιστον άλλαξε το όνομά σου.
Την επομένη ενεγράφην στη δραματική σχολή του Μαξ Ράινχαρτ με το όνομα Μάρλενε Ντίτριχ.
Για πρώτη φορά ενεφανίσθην στη σκηνή σε μικρό ρόλο μιας κωμωδίας του Σαίξπηρ. Όλοι οι ηθοποιοί είμεθα μαθηταί του Ράινχαρτ. Ο δάσκαλος κυκλοφορούσε στους διαδρόμους –τον βλέπω ακόμη μ’ ένα σιγαρέττο στο στόμα– και έδιδε οδηγίες με χαμηλή φωνή. Το έργο επέτυχε αλλά ο Ράινχαρτ δεν έμεινε ικανοποιημένος. Μου είπε πως έπαιξα ωσάν να ήμουν υπνωτισμένη. Η εξέλιξίς μου υπήρξε βραδεία. ∆έκα φορές μού είπαν να εγκαταλείψω την προσπάθεια. Οι λοιποί συμμαθηταί μου είχαν ήδη αρχίσει να κερδίζουν τα πρώτα τους χρήματα και εγώ έμενα ακόμη μαθήτρια. Η μητέρα μου δεν μου έλεγε τίποτε, αλλά τα θλιμμένα της μάτια μού έκαναν κακό να τα βλέπω. Προτιμούσα να πεθάνω από του να αποτύχω. Την νύκτα εδάγκωνα το προσκέφαλό μου για να μην ακούση η μαμά μου, που αγρυπνούσεν επίσης, τους λυγμούς.
Έπρεπε να κατορθώσω οπωσδήποτε να κερδίζω το ψωμί μου. Ένα πρωί παρουσιάσθην στην Ούφα, όπου σ’ ένα δωμάτιο επερίμεναν διάφορες υποψήφιες. Ήμουν παγωμένη από ντροπή και από τρόμο. Ένας κόσμος παράξενος ήτο εκεί. Πεινασμένος κόσμος που επερίμενε ως τελευταίο καταφύγιο να δοκιμάση την τύχη του στον κινηματογράφο.

Επερίμενα. Επερίμενα ολόκληρες ημέρες. ∆ιάφοροι ρεζισσέρ ενεφανίζοντο ξαφνικά μέσα στον εξαθλιωμένο μας όχλο και κτυπούσαν κάποιον στον ώμο: «Συ, συ», έλεγαν και έπαιρναν κάποιον μέσα. Φυσικά επρόκειτο πάντοτε περί προσώπων που είχαν κάποια σύστασι, κάποια γνωριμία. Όσοι έμεναν δεν έφευγαν, έφθανε μεσημέρι. Κοντά στο στούντιο Ούφα υπήρχεν ένα μικρό εστιατόριο για τους εργάτες. Εκεί μέσα εγευμάτισα μ’ ένα κομμάτι ζαμπόν την πρώτη ημέρα της σταδιοδρομίας μου. ∆εν ήμουν καθόλου εύθυμη, σας βεβαιώ. Ήμουν πολύ θλιμμένη και κοντά μου ήταν μια άλλη κοπέλλα, ακόμη ολομόναχη κι αυτή και θλιμμένη επίσης.
Εστράφη προς το μέρος μου και μου είπε:
– ∆εν γνωρίζετε κανέναν; Πώς μπορείτε να ελπίζετε ότι θα σας καλέσουν μιαν ημέρα; Πρέπει να γράψετε σ’ έναν κατάλογο το όνομά σας για να ξέρουν ποιες υπηρεσίες μπορείτε να προσφέρετε. Εγώ πάντοτε γράφω καμαριέρα. Τώρα εργάζομαι λίγο γιατί γυρίζουν έργα που δεν έχουν ρόλους καμαριέρας. Θα μπορέσετε ίσως να παίξετε τη φοιτήτρια ή την κυρία του κόσμου; Έχετε βραδυνή τουαλέττα;
– ∆εν τα εφανταζόμην όλα αυτά. Όλη η διαδικασία που εχρειάζετο για να βρω δουλειά μιας ημέρας. Αλλά η νέα εφαίνετο αποφασισμένη να με βοηθήση.
– Γνωρίζω ένα βοηθό σκηνοθέτη. Αυτός εκλέγει τις γυναίκες που παίζουν εις τους βοηθητικούς ρόλους. Πρέπει να σας γνωρίση.
Με πήρε και μ’ έμπασε από μια μικρή πόρτα. Γλυστρήσαμε στο διάδρομο, μπήκαμε σ’ ένα στούντιο όπου οι εργάται ετοίμαζαν τον διάκοσμο. Ένας ξανθός νέος ήτο εκεί και διηύθυνε την εργασίαν. Η άγνωστη φίλη μου τον ετράβηξε από το χέρι. Έστρεψε, μας είδε και δεν είχε καθόλου το ύφος ευχαριστημένο.
Με εκύτταξε συνωφρυωμένος, ήκουσε τις εξηγήσεις της άλλης, εγέλασε και με ξανακύτταξε.
– Καλά, θα δω. Θέλετε να έλθετε να με ξαναδήτε μια από τις ημέρες αυτές; Αύριο, αν θέλετε. Μάλιστα, αύριο. Θα πήτε στην είσοδο ότι έχετε ραντεβού με τον Ζήμπερ. Το όνομά μου είναι Ροδόλφος Ζήμπερ.
– Αγαπητή μου, μου είπεν η φίλη καθώς εφεύγαμε, σωθήκατε. Θα σας πάρη.
– Νομίζετε;
– Είμαι βεβαία. ∆εν είδατε τα μάτια του: Πώς σας κοίταξε!
Ξέρω τώρα πότε εγεννήθη η ηθοποιός Μάρλενε Ντίτριχ: Εκείνο το βράδυ.
Η φίλη μου έκανε λάθος. Ο Ροδόλφος Ζήμπερ δεν έκαμε καμμιά προσπάθεια να με παρουσιάση στην οθόνη. Ένα μήνα κατόπιν με παρουσίαζε στον ληξίαρχο και με ενυμφεύθη.
Περνά ένας χρόνος. Αρχίζω να νοιώθω μια άλλη πλευρά της ζωής. Έχω ένα κοριτσάκι, την μικρή μου Μαρία. Μένω μαζί με τον άνδρα μου σ’ ένα διαμέρισμα δύο δωματίων, αλλά τα παράθυρά μας βλέπουν στον κήπο. Είναι αληθές ότι ήμουν έτοιμη να λησμονήσω τον κινηματογράφο. Ήμουν μαμά και επίστευα τον εαυτόν μου ευτυχισμένο, γαληνεμένο.
Ένα βράδυ είχα ραντεβού με τον άνδρα μου στο καφενείο Ράιναμ. Την εποχήν εκείνην ο Ζήμπερ ήτο βοηθός του σκηνοθέτη Κόρντα, ο οποίος εγύριζεν ένα μουσικό έργο. Ο Κόρντα είχεν απόλυτον ανάγκην από ένα ζεύγος χορευτών, οι οποίοι θα έπαιζαν στη σκηνή ενός νυκτερινού καμπαρέ.
Ο Ροδόλφος δεν ήξευρε ποίαν να φωνάξη. Ήτο πολύ αργά.
Απότομα μου ήλθε η ιδέα να προτείνω τον εαυτό μου.
– Θέλεις να δοκιμάσω;
Ο Κόρντα διευθύνει τώρα τη σκηνή:
– Εμπρός, κυρία, μειδιάσατε – μου λέγει.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου βρίσκομαι σε κινηματογραφικό στούντιο. Τα φώτα μού κατακλύζουν την ψυχή, με κάμνουν να φθάσω σε κατάστασι εκστάσεως. ∆εν ξεύρω γιατί σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω διαρκώς ένα μηχανικό κοντά στον προβολέα, ο οποίος και κυττάζει εμένα την βοηθητική και δεν κυττάζει την πρωταγωνίστρια. Με κυττάζει προσεκτικά, σοβαρά, σαν άνθρωπος που θέλει να καταλάβη κάτι. Θέλει να καταλάβη γιατί με βρίσκει ωραία. Σ’ ένα δευτερόλεπτο όλα καθίστανται απλά, φυσιολογικά. Απολυτρώνομαι από κάθε αβεβαιότητα, από κάθε δισταγμό. Ήμουν χαμένη, εσώθην. Ξέρω τώρα πότε εγεννήθη η ηθοποιός Μάρλενε Ντίτριχ: Εκείνο το βράδυ».
Έχουμε πια εγκαταλείψει το εστιατόριο του τραίνου. Πήγαμε στο διαμέρισμά της, πίνομε εκεί καφέ και συνεχίζομε, δηλαδή συνεχίζει:
– Κοντολογής, μου λέγει, η ζωή μου διαιρείται σε δύο περιόδους. Προ του «Γαλάζιου Αγγέλου» και μετά τον «Γαλάζιο Άγγελο». Αλλ’ όσο να φθάσω στο «Γαλάζιο Άγγελο», πόση δυσκολία, πόση κούραση, πόσος πόνος!
Από την ημέρα που επρωτόπαιξα τη σκηνή του μπαρ δεν παύω να παρουσιάζωμαι σε μικρούς δευτερεύοντας ρόλους. Ξέρω ότι ο κινηματογράφος μ’ έχει κυριεύσει. Το φως των προβολέων με γοητεύει. Εν τω μεταξύ επιτυγχάνω να προσληφθώ σ’ ένα καμπαρέ-μιούζικ χωλλ, όπου κάθε βράδυ τραγουδώ τραγούδια του Φέλιξ Χολλάντερ. Όλη την ημέρα τρέχω στα στούντιο και αναζητώ νέα εργασία.
Ο Μωρίς Τουρνέρ, ο Γάλλος σκηνοθέτης, έρχεται στο Βερολίνο να γυρίση μια ταινία. Με βλέπει. ∆οκιμάζει. Μου λέει:
– Είσθε ωραία, αλλά η έκφρασίς σας είναι πολύ μονότονη. Έχετε μονάχα ένα πρόσωπο.
∆ιστάζει. Τέλος με προσλαμβάνει.
– «Το πλοίο των χαμένων ανθρώπων» ήτο ένα αρκετά καλό φιλμ. Αλλά το είδε ολίγος κόσμος. Οκτώ ημέρας κατόπιν ήρχετο από την Αμερικήν η πρώτη ομιλούσα ταινία…»
Είναι η ώρα 4 το πρωί. Και η Μάρλενε διακόπτει μαζύ με το μισοτελειωμένο της σιγαρέττο. Το σβύνει σχεδόν ολόκληρο και σηκώνεται.
Η Καθημερινή, 3 Μαρτίου 1938
Το «γύρισμα» του «Γαλάζιου Αγγέλου»
Το «βαγκόν-κλουμπ» είναι έρημο Το ραδιόφωνον γελά μόνο του με τις αστειότητες του «Μπιγκ-Κρόσμπυ». Ο κουρεύς με ξυρίζει με την επισημότητα των Αμερικανών κουρέων, κάπως μειωμένην από την επιβαλλομένην εκ των κινήσεων του τραίνου ακροβασίαν. Με πιάνει από το μέτωπον με δύναμιν, μου ξυρίζει τα μάγουλα, ύστερα μου εναποθέτει ζεστές και κρύες πετσέτες, με γεμίζει κρέμες.
Το τραίνο σταματά:
– Είμεθα στο Νέον Μεξικόν, κύριε, μου λέγει ο κουρεύς, στο Αλμουκέρκ, την πρωτεύουσαν των Ινδών.
Η Μάρλενε έχει ήδη κατεβή με κόκκινο φόρεμα και λευκή σεμιζέττα χωρίς καπέλλο. Την υποδέχονται Ινδοί, πωληταί αργυρών βραχιολιών με μυστηριώδεις αναπαραστάσεις και άλλων περίεργων κοσμημάτων. Μερικοί φορούν κασκέττα και τιράντες, άλλοι πανταλόνια από πετσί, άλλοι καζάκες στολισμένες με κολλιέ από δόντια διαφόρων ζώων και πτερά αετού στο κεφάλι. Ένας από όλους πλησιάζει την Μάρλενε και της προσφέρει ένα μυστηριώδες κολλιέ:
– Με λένε Οκιβαγιμάια, και τ’ όνομά μου μεταφράζεται «το βουνό που κλείνει τον ορίζοντα», της είπε υποκλινόμενος.
Τον ευχαριστεί, μειδιά και ψιθυρίζει:
– Σας αναγνωρίζω. Πέρσι, εκάνατε τον Ινδό φακίρη στον Άγιο Φραγκίσκο.
Η νύχτα έχει εξαντλήσει όλους. Ευρισκόμεθα μόνοι στο μπαρ.
Αρχίζη να κάμη πολλή ζέστη. Όλα τα παράθυρα είναι ανοικτά. Ένας Νέγρος τραγουδά σιγά σε μια γωνιά.

Και εκεί τότε η Μάρλενε αρχίζει τας εκμυστηρεύσεις της:
– Μέσα στην κοσμογονίαν η οποία ακολουθεί μετά την καθιέρωσιν του ομιλούντος κινηματογράφου, δεν κάνω πλέον τίποτε. Αντιθέτως αρχίζουν να με αναγνωρίζουν εις το Βερολίνον ως τραγουδίστριαν πικάντικων τραγουδιών. Τραγουδώ τας συνθέσεις του Χολλάντερ μ’ επιτυχίαν, με προσλαμβάνουν διά να παίξω εις μίαν οπερέτταν εις το «Θέατρον του Βερολίνου» εις το πλευρόν του περιφήμου Φραντς Άλμπερς. Ο ρόλος μου αποτελείται από ολίγας μόνον λέξεις. Ένα βράδυ ευρισκόμουν στο μπαρ του ξενοδοχείου «Έντεν», το οποίον αποτελούσε ένα είδος αγοράς, όπου εγίνοντο αι προσλήψεις των ηθοποιών του κινηματογράφου. Εκεί ευρίσκοντο δημοσιογράφοι, σεναρίστες, παραγωγοί, σκηνοθέται. Εκείνο το βράδυ εκαθόμουν μόνη σ’ ένα ταμπουρέ του μπαρ και έπινα σιγά-σιγά ένα «μαρτινί», παρουσιάζουσα όσο μπορούσα πιο εμφανώς το προφίλ μου. Σ’ ένα τραπέζι κοντά μου, ο Έριχ Πόμμερ, ο μεγαλύτερος παραγωγός της «Ούφα», καθότανε μαζί μ’ έναν ξανθό κοντό άνθρωπο.
»Ερώτησα τον μπάρμαν:
– Ποιος είναι αυτός με τον Πόμμερ;
– Ένας σκηνοθέτης Αμερικανός, που ήλθε για να γυρίση ένα φιλμ παρλάν. Νομίζω πως ονομάζεται Στέρνμπεργκ, ή κάτι τέτοιο…
Ο Στέρνμπεργκ! Ο δημιουργός των «Νυκτών του Σικάγου», ένας από τους μεγαλυτέρους παραγωγούς του κόσμου…
Τους παρατηρώ με τόσην επιμονή, ώστε ο Πόμμερ με κυττάζει, μ’ αναγνωρίζει και σκύβει προς τον Στέρνμπεργκ.
Χωρίς να καταλάβω, ευρίσκομαι μειδιώσα εμπρός των:
– Καλησπέρα, κύριε Πόμμερ…
∆εν με καλούν να καθήσω. Ο Στέρνμπεργκ όμως σηκώνει επάνω μου τα μάτια του, που είχαν ένα χρώμα ξέθωρο γαλανό, χωρίς φλόγα, μάτια όμως που δεν μπορεί κανείς να ξεχάση. Αυτό ήταν όλο. Γυρίζω στο μπαρ, έτοιμη να ξεσπάσω σε λυγμούς.

Ύστερα από τρεις ώρες ευρισκόμουν στη σκηνή του θεάτρου μου. Τραγουδώ την ρομάντζα μου, σκύβω στον ώμο του Φραντς Άλμπερς. Τα βλέμματά μου πλανώνται στη σάλα. Μόνος είναι καθισμένος ο άνθρωπος με τα ξέθωρα μάτια, που τα στέλνη επάνω μου μ’ επιμονή.
Την επομένη με καλούν στο στούντιο της Ούφα. Και μέσα στο γραφείο του Πόμμερ, ο Στέρνμπεργκ με υποδέχεται. Μου μιλή με ένα ύφος αδιάφορο, χωρίς να με κυττάζη.
– Να περί τίνος πρόκειται. Θα γυρίσω μία ταινία βγαλμένη από το μυθιστόρημα του Ένριχ Μανν «Ο καθηγητής Ούνρατ». Εγώ θα το ονομάσω αυτό «Γαλάζιο Άγγελο». Όλο το φιλμ στηρίζεται επάνω στον Έμιλ Γιάννιγκς, που θα δημιουργήση έναν υπέροχο ρόλο. Υπάρχει επίσης ένας γυναικείος, ασήμαντος όμως. ∆εν έχωμεν ανάγκην να προσλάβωμεν βεντέτα, πληρώνοντες πολλά λεπτά. Σας είδα χθες στο «Έντεν», και μετά το θέατρο. Νομίζω ότι θα τα καταφέρετε…
Προσηλώνω τα μάτια μου επάνω σ’ αυτόν τον άνθρωπο που μιλά τόσο περίεργα, με το κοντό του σώμα, τα ασπρόξανθα μαλλιά του, το ωχρό του πρόσωπο, το μουστάκι του που κρέμεται επάνω από κάθε γωνιά των χειλέων του και τα ονειροπόλα αυστριακά του μάτια. Τα χείλη μου προφέρουν ήσυχα:
– Σύμφωνοι, κύριε Στέρνμπεργκ…
Και, μέσα στην καρδιά μου, συμπληρώνω τις λέξεις αυτές μ’ έναν κρυφό όρκο: «Οι δυο μας τώρα, κύριε Στέρνμπεργκ…».

Από το Σάντα-Φε, το εξπρές μπαίνει στην Αριζόνα, και σκαρφαλώνει στα βουνά. Η Μάρλενε μου συνεχίζει την αφήγησίν της:
– «Οι πρώτες ημέρες της εργασίας μου είναι φρικτές. Ο Στέρνμπεργκ δεν βλέπει παρά τον Γιάννιγκς. Κάπου-κάπου, απασχολείται ελάχιστα με μένα, αδιάφορος. Περιμένω. ∆εν αφίνω το στούντιο. Από το πρωί έως το βράδυ βρίσκομαι εκεί, καθισμένη ήσυχα δίπλα σ’ ένα σκηνικό. ∆εν μιλώ σε κανέναν. Βλέπω τον Στέρνμπεργκ να εργάζεται. Σε κάθε κίνημα που κάνει, βλέπει τα μάτια μου να στηρίζωνται επάνω του. Γυρίζει κάθε φορά, ενοχλημένος. Και στο τέλος, η συμπεριφορά του απέναντί μου αλλάζει, από αδιάφορη γίνεται προσβλητική, πρόστυχη, κτηνώδης:
Μόλις η Μάρλενε εμφανίζεται στη σκάλα του βαγονιού, ένα σμήνος από κορίτσια λευκοντυμένα την περικυκλώνουν.
– Τι ελπίζετε; μου λέει. ∆εν έχετε ταλέντο. Μην προσπαθήτε να παίξετε. Κάνετε μόνο ό,τι σας λέω.
– Καλά, κύριε Στέρνμπεργκ, του απαντώ…
Ύστερα, τον πιάνει ένα είδος μετανοίας. Κάποιο βράδυ, μ’ εκάλεσε να φάω μαζί του.
– ∆εν είστε μια γυναίκα σαν τις άλλες, μου είπε. Τι θέλετε;
– Θέλω να με καταλάβετε, κύριε Στέρνμπεργκ, νάχετε εμπιστοσύνη σε μένα, θέλω να εργασθώ, να μάθω και να φθάσω…
– Και εγώ εργάσθηκα πολύ, μου απήντησεν με μίαν απότομην έκρηξιν εγκαρδιότητος. Ξέρετε, ήμουν πρώτα εργάτης. Ύστερα έγινα βοηθός στο εργαστήριο κάποιου στούντιο. Ύστερα ανεμίχθην στην σύνδεσιν των διαφόρων σκηνών των ταινιών. Έμαθα από ανυπόφορα κομμάτια να δημιουργώ ένα υποφερτό φιλμ. Κανείς όμως δεν ήθελε να με βοηθήση διά ν’ αναδειχθώ. Το πρώτο μου φιλμ το επλήρωσα με τις οικονομίες μου. Κάθε μέτρο ταινίας αντεπροσώπευε ένα γεύμα μου λιγώτερο, μίαν απόλαυσή μου θυσιασμένη.
Ο Στέρνμπεργκ, από εγκάρδιος, έγινε συγκινητικός. Έβλεπε ακόμη τον εαυτόν του, άγνωστον ακόμη και τρέμοντα και νηστικόν καλλιτέχνην, με του οποίου τας αφελείς προσπαθείας το Χόλλυγουντ γελούσε. Τότε ευρήκα την ευκαιρίαν και του εμίλησα για τον ρόλο της Πόλας στον «Γαλάζιο Άγγελο», όπως τον εφανταζόμουν και όπως αισθανόμουν ότι έπρεπε να παιχθή. Άρχισα να παίζω σκηνάς που δεν υπήρχαν μέσα στο σενάριο.

Είχα κερδίση: Σιγά-σιγά, βλέπω τον Στέρνμπεργκ να ζωηρεύη, να καταλαβαίνη, να με κυττάζη προσεκτικά. Κάνει παρατηρήσεις, του απαντώ… Είναι πολύ αργά, ευρισκόμεθα στο «Καφέ Μπέντερ», όπου ευτυχώς δεν υπάρχει πια κανείς σχεδόν. Τα γκαρσόνια, κατάπληκτα, μας κυττάζουν να σηκωνόμαστε, να παίζουμε, να χειρονομούμε.
Τα ξημερώματα επίναμε, κατάκοποι, τζινέβρα σ’ ένα μικρό καφενείον εργατών, που μόλις είχεν ανοίξει. Το σενάριο όμως του «Γαλάζιου Αγγέλου» είναι αλλαγμένο: Η Λόλα έχει ρόλο βεντέττας.
Από την νύκτα εκείνη, στο στούντιο, ο Στέρνμπεργκ με προσέχει, με βάζει να «γυρίζω» αδιακόπως, ξαναρχίζει τις σκηνές μου. Ο μεγάλος Γιάννιγκς, κατάπληκτος, βλέπει μίαν άγνωστη θεατρινούλα να παίζη στο πλευρόν του, ως ίση. Την νύκτα, όταν φεύγουν όλοι, ο Στέρνμπεργκ, μόνος με έναν οπερατέρ, έναν ηλεκτρολόγο και εμένα, με βάζει να ποζάρω σε ατελείωτα «πρώτα πλάνα», με παιδεύει φοβερά και, όταν η κόπωσις αλλοιώνη τα χαρακτηριστικά μου, όταν βλέπη τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα, ξεσπά σε μίαν άγρια χαρά, και φωνάζει στον οπερατέρ:
– Γύρισε, γύρισε λοιπόν!
Τρεις μήνες αργότερα, ο κόσμος έκπληκτος επληροφορείτο την δημιουργίαν ενός αριστουργήματος, κι ένα όνομα που από τότε δεν έμελλε να σβύση: Μάρλενε, Μάρλενε Ντίτριχ…».
Η νύκτα έφθασε. Τα βουνά της Αριζόνας φλέγονται μέσα στην ποικιλία των χρωμάτων του λυκόφωτος. Το μαβί ανακατεύεται με το πορτοκαλί και το μπλε. Στο τέλος της εξομολογήσεώς της, η Μάρλενε έχει τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Αυτό το βρίσκει πολύ γελοίο, και προσπαθεί να γελάση:
– Τα άλλα που ακολούθησαν δεν έχουν πια σημασία, συμπληρώνει. Από το πρώτο μου θετικό βήμα στον κινηματογράφο έχουν περάσει δέκα χρόνια. Μόλις επαίχθη ο «Γαλάζιος Άγγελος» εδέχθηκα προσφοράς από την Αμερική. Η ιστορία μου καταντά ιστορία των ταινιών μου. Ποτέ όμως, σας ορκίζομαι, δεν θα ξεχάσω τι οφείλω στον Στέρνμπεργκ. Εκείνος, όταν με συνήντησε, ήταν ήδη ένδοξος. ∆εν με είχε ανάγκη. Και αν δεν τον είχα συναντήση, ίσως δεν θα κατώρθωνα να κάνω τίποτε…».
Περνάμε την νύκτα της τετάρτης ημέρας του ταξιδίου μας. Αυτήν την νύκτα εμπήκαμε στην Καλιφόρνια. Σε μισή ώρα θα αντικρύσωμε τον Ειρηνικόν.
Μέσα στους διαδρόμους του τραίνου, οι Νέγροι σηκώνουν τις βαλίτσες. Όλοι θα κατέβουν στο Λος Άντζελες. Η Μάρλενε και εγώ κατεβαίνουμε, λίγα λεπτά πριν, στο Παζαντένα. Είναι ένας σταθμός από τον οποίον ένας δρόμος οδηγεί κατ’ ευθείαν εις το Χόλλυγουντ. Τον δρόμον αυτόν χρησιμοποιούν οι «σταρ».
Να, η Μάρλενε έτοιμη, ωπλισμένη για να δεχθή κάθε δοκιμασίαν, πρόθυμη για οποιονδήποτε αγώνα. ∆εν αναγνωρίζω σχεδόν την αδιάφορη, ελεύθερη και ψύχραιμη γυναίκα του ταξιδιού. Είναι σκεπτική τώρα. Η τουαλέττα της δεν έχει κανένα ελάττωμα, είναι νευρική, η ψυχραιμία της μοιάζει να την έχει εγκαταλείψη.
– Κάθε φορά που φθάνω εδώ, φοβάμαι, μου εμπιστεύεται. Έχω τρακ, όπως όταν πρωτοβγήκα στη σκηνή. Το Χόλλυγουντ είναι ανηλεές, ξέρετε… Ένα λάθος, ένα στραβοπάτημα, σας κοστίζουν το παν, από τη μία μέρα στην άλλη…
Το τραίνο μετριάζει την ταχύτητά του ανάμεσα σε λευκά σπιτάκια. Ένας φοίνιξ σκύβει επάνω εις την σιδηροτροχιάν. Ακούγονται τα φραίνα. Η Μάρλενε, σκυμμένη στο παράθυρο, σκηνοθετεί το χαμόγελό της. Το τραίνο σταματά. Βλέπω ένα μικρό σταθμό, όμοιον με τον σταθμό επαρχιακής γαλλικής πόλεως, ένα γραφικό σπιτάκι, ένα μικρόν κήπον, έναν ξύλινο πάγκο πράσινο. Είναι το Παζαντένα, είνε το Χόλλυγουντ!
Μόλις η Μάρλενε εμφανίζεται στη σκάλα του βαγονιού, ένα σμήνος από κορίτσια λευκοντυμένα την περικυκλώνουν. ∆ύο-τρεις κρατούν λουλούδια που της τα σπρώχνουν στην αγκαλιά.
Η Μάρλενε κατεβαίνει, φιλάει τη μία, χαϊδεύει το μάγουλο της άλλης, υπογράφει φωτογραφίες και, εν τέλει, ζητεί χάριν.
Μία μακροχρόνιος πείρα, εφ’ όσον η ιδία σκηνή επαναλαμβάνεται από χρόνια, της έχει μάθει και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες της σκηνής αυτής.

Ο σταθμάρχης ανυπομονεί. Όταν μία «σταρ» βρίσκεται στο τραίνο, υπάρχει ενός τετάρτου καθυστέρησις στο Παζαντένα. Επί τέλους, αι θαυμάστριαι απομακρύνονται και η Μάρλενε εγκαταλείπεται στους προσωπικούς της φίλους.
Είναι Κυριακή, 9 το πρωί. Το Χόλλυγουντ αδειάζει κυριολεκτικώς από το βράδυ της Παρασκευής έως την ∆ευτέρα. Μπαίνω σε μια πόλιν νεκράν όπως η Ντωβίλ τον χειμώνα, όπως η Πομπηία. Βίλλες χαμηλές ή ενός στυλ αποικιακού, αγροτικού ή γοτθικού, σχηματίζουν δρόμους, σταυροδρόμια, τετράγωνα. Όλα είναι καινούργια. Έχω την εντύπωσιν ότι ολόκληρη αυτή η πόλις θα εγκαινιασθή σήμερα.
Να ένας κάτοικος, που βγαίνει από μία βίλλα. Είναι με τιράντες, με παντούφλες, καπνίζει την πίπα του, διαβάζει την εφημερίδα του, σκέπτεται προφανώς την πολιτική του κ. Ρούζβελτ. Είναι ο καλός, ο ανοιχτόκαρδος Αμερικανός της Καλιφόρνιας. Σηκώνει το κεφάλι στο πέρασμα του αυτοκινήτου. Τον αναγνωρίζω, είναι ο Γκάρυ Κούπερ.
Ποιος να πιστέψη ότι η νεκρόπολις αυτή είναι το Χόλλυγουντ, το Χόλλυγουντ των ονείρων κάθε αισθηματικής υπάρξεως… Η πραγματικότης είναι πάντοτε κατωτέρα από την φαντασίαν.
Η Καθημερινή, 6 Μαρτίου 1938

