«Ημασταν τυχερές που δεν καήκαμε και εμείς μαζί»
ημασταν-τυχερές-που-δεν-καήκαμε-και-ε-563889538

«Ημασταν τυχερές που δεν καήκαμε και εμείς μαζί»

Τρεις γυναίκες που έζησαν τη δεκαετία του ’70 στο Αναμορφωτήριο Θηλέων Αθηνών μιλούν πρώτη φορά για τον εγκλεισμό, τις ποινές και τα τραύματα που κουβαλούν μέχρι σήμερα

Φόρτωση Text-to-Speech...

ΕΙΝΑΙ 19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1977. Στην οδό Παναγή Κυριακού, πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, ένα κτίριο με σιδερένια κάγκελα στέκει σχεδόν πάντα βουβό. Πίσω από τα παράθυρα ζουν κορίτσια απομονωμένα απ’ τον κόσμο, σχεδόν κανείς δεν τα βλέπει, σχεδόν κανείς δεν τα ακούει. Εκείνο το βράδυ, όμως, ο καπνός δεν ήταν το μόνο που έβγαινε από τα παράθυρα. Ηταν και οι φωνές τους, όσο έβαζαν φωτιά στα στρώματα και στις κουρτίνες. «Ημασταν τυχερές που δεν καήκαμε και εμείς μαζί», θυμάται η Ειρήνη, που πρωτοστάτησε στην αυθόρμητη αυτή εξέγερση. Ηταν 15 ετών, και έναν μήνα πριν είχε γεννήσει ένα μωρό, που της το πήραν και το μετέφεραν χωρίς τη συναίνεσή της στο ΠΙΚΠΑ.

Τα περισσότερα κορίτσια βρίσκονταν εκεί γιατί είχαν υπάρξει τα ίδια θύματα βιασμού, κακοποίησης και εγκατάλειψης. Το κράτος, ωστόσο, έβλεπε την εξαθλίωσή τους όχι ως κοινωνικό πρόβλημα αλλά ως ηθική παρεκτροπή.

Την επόμενη μέρα, η «Κ» στο άρθρο της με τίτλο «Στασίασαν οι κρατούμενες στο αναμορφωτήριο» αναφέρει ότι προκάλεσαν καταστροφές, άναψαν φωτιές στα παράθυρα και αντιστάθηκαν στους φύλακες. Η λέξη «κρατούμενες» ίσως να μην ήταν τεχνικά ακριβής, στην πράξη όμως αποτύπωνε την αλήθεια. Τα αναμορφωτήρια της εποχής λειτουργούσαν ακριβώς σαν φυλακές, απλώς με άλλο όνομα. Το Αναμορφωτήριο Θηλέων Αθηνών ήταν το αποκορύφωμα αυτής της αντίφασης, ένα ίδρυμα που από το 1940 μέχρι και τη δεκαετία του ’90 διακήρυσσε πως «αναμορφώνει» τα κορίτσια, μα στην πράξη απλώς συνέχιζε να… σκάβει το τραύμα που είχαν ανοίξει οι οικογένειές τους.

«Ημασταν τυχερές που δεν καήκαμε και εμείς μαζί»-1
Από το άρθρο της «Κ» στις 20 Σεπτεμβρίου 1977.

Η φτώχεια, η διάλυση του σπιτιού ή ένας βίαιος πατέρας αρκούσαν για να χαρακτηριστεί μια ανήλικη «παραστρατημένη», να κατηγορηθεί για «αλητεία» και να απομακρυνθεί «για το καλό της». Στους φακέλους τους, η «ανηθικότητα» και η «πλημμελής ανατροφή» καταγράφονταν ως αιτίες εγκλεισμού. Στην πραγματικότητα, όμως, τα περισσότερα κορίτσια βρίσκονταν εκεί γιατί είχαν υπάρξει τα ίδια θύματα βιασμού, κακοποίησης και εγκατάλειψης. Το κράτος, ωστόσο, έβλεπε την εξαθλίωσή τους όχι ως κοινωνικό πρόβλημα αλλά ως ηθική παρεκτροπή.

«Ημασταν τυχερές που δεν καήκαμε και εμείς μαζί»-2
«Ούτε αι συμβουλαί, ούτε οι ξυλοδαρμοί έχουν θετικόν αποτέλεσμα», σύμφωνα με την επιμελήτρια, που συνέταξε την έκθεση, προκειμένου να εισηγηθεί την εισαγωγή της ανήλικης στο αναμορφωτήριο. [©Αρχείο: ΓΑΚ, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Θηλέων Αθηνών, φάκελος 39α] 

«ΤΑ ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΕΝΑ»

Η ιστορία της Ειρήνης ξεκινά δύο χρόνια πριν από τη φωτιά, το 1975, όταν ήταν 13 ετών. Οι γονείς της είχαν χωρίσει. Η μητέρα της, με έξι παιδιά, προσπαθούσε να επιβιώσει φιλοξενούμενη πότε σε συγγενείς, πότε σε γνωστούς. Ο πατέρας της είχε ξαναπαντρευτεί και η ίδια αντιλαμβανόταν πως ήταν παντού ανεπιθύμητη. Εκείνο τον καιρό δούλευε το πρωί σε ένα εργοστάσιο με οπτικά και τα απογεύματα πήγαινε σε τεχνική σχολή. Μια μέρα, στο σπίτι όπου έμεναν προσωρινά, χτύπησε το κουδούνι. Η μητέρα της άνοιξε. Δύο αστυνομικοί ζήτησαν την Ειρήνη. «Εγώ είχα σοκαριστεί, η μάνα μου όμως δεν έδειξε να παραξενεύεται. Λογικό. Αυτή ήξερε, εγώ δεν ήξερα», λέει στην «Κ» σήμερα.

Η Ειρήνη δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί βρίσκεται εκεί. Εκλαιγε, φώναζε, ώσπου οι υπάλληλοι την οδήγησαν στην απομόνωση, όπως όριζε το πρωτόκολλο για κάθε νέα άφιξη.

Την οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί τους εξηγούσε πως έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι για να τελειώσει μια εργασία της σχολής. «Είχα να σχεδιάσω ένα διαμάντι, έπρεπε να το παραδώσω την επόμενη μέρα. Τους έλεγα πως θα αργήσω και πως δεν θα προλάβω. Κάποια στιγμή μού είπαν ότι θα με πάνε σπίτι. Μπήκα ανακουφισμένη στο περιπολικό. Μέχρι που κατάλαβα πως ο δρόμος δεν οδηγούσε εκεί». Ο προορισμός ήταν η Πεύκη, εκεί όπου, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, είχε μεταστεγαστεί προσωρινά το Αναμορφωτήριο Θηλέων, στην οδό Πίνδου 4, προς μεγάλη απογοήτευση των κατοίκων. Χαρακτηριστικά, σε δημοσίευμα της «Καθημερινής», στις 12 Φεβρουαρίου 1975, με τίτλο «Τα παραστρατημένα», αναφέρεται ότι «ανάστατοι οι κάτοικοι άνω Πεύκης, κατηγγέλθη χθες από αθηναϊκή εφημερίδα η οποία ετόνιζε ότι τέτοια ιδρύματα δεν είναι δυνατόν να βρίσκωνται μέσα σε κατοικημένες περιοχές». Και ο συντάκτης σχολιάζει με πικρία: «Δηλαδή να εξορισθούν τα παραστρατημένα ανήλικα κορίτσια σε ξερονήσι;».

«Ημασταν τυχερές που δεν καήκαμε και εμείς μαζί»-3
Φωτογραφία από ρεπορτάζ του Βασίλη Καββαθά που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» (Ιαν. 1976). Ο τίτλος του ρεπορτάζ ήταν «Αναμορφωτήρια: Η αλήθεια ολόγυμνη». Ο συντάκτης συνομιλούσε με άντρες που παρενοχλούσαν τα ανήλικα κορίτσια από τα κάγκελα του αναμορφωτηρίου της Π. Κυριακού. 

Η Ειρήνη δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί βρίσκεται εκεί. Εκλαιγε, φώναζε, ώσπου οι υπάλληλοι την οδήγησαν στην απομόνωση, όπως όριζε το πρωτόκολλο για κάθε νέα άφιξη. «Μέσα σε όλες τις εξετάσεις που ακολούθησαν ήταν και η γυναικολογική. Τότε διαπίστωσαν πως είμαι παρθένα», θυμάται. Η κοινωνική λειτουργός που την ανέλαβε μίλησε με τον εργοδότη της και τον διευθυντή της σχολής, και οι δύο φαίνεται να δήλωσαν πως δεν υπήρχε κανένας λόγος για την εισαγωγή της. Σε λίγες μέρες επέστρεψε σπίτι, έχοντας πλέον τη γνώση πως η μητέρα της πίστευε ότι πρέπει να ζήσει στο αναμορφωτήριο.

Αυτό που με κρατούσε ήταν η σκέψη πως σε λίγους μήνες θα γεννήσω και θα έχω το μωρό μου. Ετσι τουλάχιστον νόμιζα πως θα γίνει.

«Ηταν κάπως σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η μητέρα μου με κατηγορούσε πως δήθεν είμαι ανήθικη και εγώ στην προσπάθειά μου να βρω μια διέξοδο γνώρισα και ερωτεύτηκα ένα αγόρι». Σε ηλικία 15 ετών η Ειρήνη ήταν πλέον έγκυος και είχε πλήρη επίγνωση πως όταν το ανακάλυπτε η μητέρα της θα την έδιωχνε από το σπίτι. Μέσα στην απελπισία της απευθύνθηκε στην κοινωνική λειτουργό που την είχε βοηθήσει στην Πεύκη. «Τη βρήκα και μου είπε: τι θες να κάνω; Να σου δώσω λεφτά για έκτρωση; Είναι παράνομο. Της απάντησα πως όχι, το θέλω το μωράκι και πως της ζητάω να μου βρει άσυλο γιατί δεν είχα πού να μείνω». Η κοινωνική λειτουργός μεθόδευσε την επανεισαγωγή στο αναμορφωτήριο, που είχε πλέον επιστρέψει στους Αμπελόκηπους, στο παλιό του κτίριο, και που ακόμα και σε δημοσιεύματα της εποχής χαρακτηριζόταν «τελείως ακατάλληλο».

«Ημασταν τυχερές που δεν καήκαμε και εμείς μαζί»-4
Η Ειρήνη το 1978, έναν χρόνο μετά την έξοδό της από το αναμορφωτήριο. 

«Οι εργαζόμενοι εκεί μας μιλούσαν με τον πλέον χυδαίο τρόπο, λες και δεν ήμασταν άνθρωποι, σαν να ήμασταν παράσιτα χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας. Ημασταν παιδιά, αλλά μας φέρονταν σαν να ήμασταν εγκληματίες που τρώγαμε ξύλο και εκτίαμε ποινές». Δεν ήταν η μόνη έγκυος. Οσο έμεινε εκεί, είδε άλλες πέντε περίπου κοπέλες να υπογράφουν, ύστερα από ψυχολογική πίεση, πως παραχωρούν το μωρό τους για υιοθεσία. «Εμένα όμως αυτό που με κρατούσε ήταν η σκέψη πως σε λίγους μήνες θα γεννήσω και θα έχω το μωρό μου. Ετσι τουλάχιστον νόμιζα πως θα γίνει». Τον Αύγουστο γέννησε την κόρη της στο Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα». Από την οικογένειά της δεν την επισκέφτηκε κανείς.

«ΚΑΙΓΑΜΕ Ο,ΤΙ ΒΡΙΣΚΑΜΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ»

Μια εβδομάδα μετά τη γέννα επέστρεψε στο αναμορφωτήριο και το μωρό το πήγαν στο ΠΙΚΠΑ. Οταν διαμαρτυρήθηκε, θυμάται να της απαντούν: «Ποιο παιδί σου; Δεν είναι δικό σου. Θα το υιοθετήσουν». «Το μόνο που κατάφερα με τις διαμαρτυρίες μου ήταν να πηγαίνω, συνοδεία της κοινωνικής λειτουργού, και να το βλέπω», λέει. Η μόνη της ελπίδα για να πάρει το μωρό ήταν να συναινέσει η μητέρα της, καθώς ως ανήλικη, η Ειρήνη δεν είχε κανένα νομικό δικαίωμα επιμέλειας. Σε μία από τις εξόδους της πήγε στο σπίτι για να τη βρει. Η μητέρα της όμως ήταν ανένδοτη.

Θόλωσα. Μπήκα στον κοιτώνα σε έξαλλη κατάσταση και έβαλα φωτιά στο στρώμα μου. Θυμάμαι μια φίλη μου με ακολουθούσε έντρομη από πίσω και μου έλεγε να σταματήσω, να σκεφτώ το παιδί μου. Δεν άκουγα όμως και δεν έβλεπα τίποτα. Αμέσως με ακολούθησαν κι άλλες.

«Σαν να μην έφτανε η άρνησή της, μου έδωσε και ένα γράμμα από τον πατέρα μου, που με αποκαλούσε με τις πιο χυδαίες λέξεις. Θυμάμαι να επιστρέφω στο ίδρυμα απελπισμένη. Τόσο απελπισμένη που είχα ξεχάσει να φάω». Οταν ζήτησε από την παιδονόμο φαγητό, εκείνη την έβρισε. «Τότε θόλωσα. Μπήκα στον κοιτώνα σε έξαλλη κατάσταση και έβαλα φωτιά στο στρώμα μου. Θυμάμαι μια φίλη μου με ακολουθούσε έντρομη από πίσω και μου έλεγε να σταματήσω, να σκεφτώ το παιδί μου. Δεν άκουγα όμως και δεν έβλεπα τίποτα. Αμέσως με ακολούθησαν κι άλλες. Στο τέλος σχεδόν όλα τα κορίτσια συμμετείχαν. Καίγαμε και καταστρέφαμε ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας».

«Ημασταν τυχερές που δεν καήκαμε και εμείς μαζί»-5
Από άρθρο της «Κ» στις 22/09/1977. Εναν χρόνο αργότερα, στις 11/02/1978, η εφημερίδα αναφέρει εκ νέου ότι «το αναμορφωτήριο θηλέων βρίσκεται σε τελείως ακατάλληλο τόπο και λειτουργεί με τελείως απαράδεκτο τρόπο».

Τις επόμενες μέρες στο αναμορφωτήριο έφτασε εκπρόσωπος της κυβέρνησης για να ενημερωθεί για το περιστατικό. «Ρώτησε ποιος το έκανε και βγήκα μπροστά. Μου είπε “όλο αυτό το έκανες μόνη σου;”. Αμέσως βγήκαν και άλλες τέσσερις ή πέντε κοπέλες και είπαν πως ήταν μαζί μου». Οι ανήλικες που ανέλαβαν την ευθύνη οδηγήθηκαν για λίγες μέρες στις φυλακές Κορυδαλλού. Μετά από πιέσεις, επέστρεψαν στο ίδρυμα. «Για τις άλλες κοπέλες πάλεψαν οι οικογένειές τους. Για εμένα πάλεψαν οι ίδιες. Θυμάμαι ένα μικρότερο κορίτσι που είχα υπό την προστασία μου. Τύλιξε ένα λάστιχο γύρω από τον λαιμό της και απείλησε να αυτοκτονήσει αν δεν με έφερναν πίσω».

«ΣΑΝ ΝΑ ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ “ΚΑΝ’ ΤΟ”»

Η επιστροφή της σήμανε και την αντίστροφη μέτρηση. Αρχές Νοεμβρίου είχε πάει ακόμη μία επίσκεψη στο μωρό της, που πλέον είχε δοθεί σε τροφό, συνοδεία της κοινωνικής λειτουργού. «Δεν άντεχα άλλο, ήθελα το παιδί μου. Καθώς επιστρέφαμε, εκείνη περπατούσε μπροστά κι εγώ πίσω. Από μέσα μου σκεφτόμουν πως θέλω πολύ να το σκάσω. Δεν ήθελα όμως να της δημιουργήσω πρόβλημα, την αγαπούσα αυτή τη γυναίκα. Ενιωθα όμως πως και αυτή, με τον τρόπο της, ήταν σαν να μου έλεγε “κάν’ το”». Και το έκανε. Μπήκε μέσα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και κρύφτηκε. Μετά από ώρες πήγε στο σπίτι της μητέρας της. «Με το που με είδε, μου φώναζε να φύγω, πως θα βρει τον μπελά της. Εγώ όμως έκλαιγα και φώναζα πως όχι μόνο θα μείνω, αλλά και πως θα πάρω το παιδί μου πίσω». Και το πήρε. Μέσα στις επόμενες μέρες, ο πατέρας του παιδιού, ναυτικός τότε, αναγνώρισε την κόρη τους και έτσι ενέδωσε και η μητέρα της και υπέγραψε.

Η περιπλάνηση δύο ανήλικων κοριτσιών, μόλις 11 και 12 ετών, αντιμετωπιζόταν εκείνη την εποχή όχι ως σήμα κινδύνου αλλά ως λόγος εγκλεισμού.

Κι ενώ για την Ειρήνη ο κύκλος του ιδρυματικού εγκλεισμού έφτανε στο τέλος του, για τα μικρότερα κορίτσια εκεί μέσα όλα μόλις ξεκινούσαν. Η Σταυρούλα ήταν περίπου 12 χρονών όταν έγινε το συμβάν του 1977 με τη φωτιά, ή όπως εκείνη το αποκαλεί, «η μικρή εξέγερση». Βρισκόταν ήδη έναν χρόνο στο αναμορφωτήριο, μαζί με την αδελφή της. Τα προηγούμενα χρόνια τα είχε περάσει σε ορφανοτροφείο στη Λάρισα, παρόλο που και οι δύο γονείς της ήταν ζωντανοί. Ο πατέρας της ήταν ναυτικός, εξαφανισμένος, και η μητέρα της δεν μπορούσε να συντηρήσει τα παιδιά. «Οταν ήμουν 10 χρονών, εμφανίζεται η μητέρα μου στο ορφανοτροφείο και με παίρνει μαζί της σ’ ένα χαμόσπιτο στην Αθήνα. Εκεί αντίκρισα τον πατέρα μου με τον οποίο δεν είχαμε καμία σχέση. Είχε γυρίσει από το ταξίδι του σε κακό χάλι και εξέφρασε στη μητέρα μου την επιθυμία να δει τα παιδιά του πριν πεθάνει. Και για αυτόν τον λόγο η μητέρα μου μας μάζεψε τα αδέρφια και μας έφερε στην Αθήνα. Οταν βέβαια ο πατέρας μου πέθανε, η ίδια μάς εγκατέλειψε».

Ξέρω πώς είναι οι φυλακές, και, πίστεψέ με, το αναμορφωτήριο ήταν χειρότερο.

Η Σταυρούλα θυμάται πως μαζί με τη 12χρονη αδελφή της τριγυρνούσαν εκείνη τη μέρα στους δρόμους πιασμένες από το χέρι και κατέληξαν στον Σταθμό Λαρίσης. Εκεί, τις πήρε ο ύπνος. Η περιπλάνηση δύο ανήλικων κοριτσιών, μόλις 11 και 12 ετών, αντιμετωπιζόταν εκείνη την εποχή όχι ως σήμα κινδύνου αλλά ως λόγος εγκλεισμού. «Μας εντόπισαν οι αστυνομικοί, μας πήγαν στην Ασφάλεια και μας κατηγόρησαν για αλητεία. Με συνοπτικές διαδικασίες μάς οδήγησαν στο αναμορφωτήριο». Η Σταυρούλα δυσκολεύεται να μιλήσει για τις συνθήκες που βίωσε εκεί. Τις περιγράφει πρώτα σαν φυλακές, αλλά μετά διορθώνει: «Λάθος. Ξέρω πώς είναι οι φυλακές, και, πίστεψέ με, το αναμορφωτήριο ήταν χειρότερο». Δεν έβγαιναν ποτέ στο προαύλιο, δεν ήξεραν αν ήταν Χριστούγεννα ή Πάσχα. Τα βράδια τις κλείδωναν με αλυσίδες. «Ακόμα θυμάμαι τον ήχο το πρωί, όταν ξεκλείδωναν τις πόρτες. Ολα τα παιδιά εκεί ήμασταν αθώα, θύματα των οικογενειών μας. Και όποια μπήκε εκεί μέσα βγήκε και πιο τραυματισμένη».

«Ημασταν τυχερές που δεν καήκαμε και εμείς μαζί»-6
Το «κρατούμενου» έχει σβηστεί με στιλό στο βιβλίο ποινών, παραμένει όμως ο πιο ακριβής όρος. [©ΓΑΚ, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Θηλέων Αθηνών, φάκελος 202]

ΠΟΙΝΕΣ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ

Το Αρχείο του Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Θηλέων Αθηνών, όπως μετονομάστηκε μετά το 1976, φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ, Κεντρική Υπηρεσία). Ξεφυλλίζοντας βιβλία ποινών της δεκαετία του ’70, η καθημερινότητα μοιάζει σχεδόν παράλογη. Κάτω από την ένδειξη «αιτία επιβληθείσης ποινής» καταγράφονται παιδικά παραπτώματα: «Επέρασε ένα πιάτο φαγητό στην Τάδε που ήτο έξω στον διάδρομο». Μια παιδονόμος σημειώνει πως ένα κορίτσι δεν εκτελεί την υπηρεσία της, η απάντηση της διεύθυνσης είναι ψυχρή: «Εχει σπάσει το δάχτυλό της. Μόλις αναρρώσει, θα κάνει ολόκληρη την εβδομάδα». Δίπλα, το είδος της ποινής: στέρηση μεσημβρινού φαγητού, πειθαρχείο, θα πληρώσει τη ζημιά που έκανε. Η ποινή όμως που θυμούνται πιο έντονα οι ανήλικες του τότε, αλλά και η ποινή για την οποία είναι και πιο απρόθυμες να μιλήσουν ήταν η απομόνωση. Ενα μικροσκοπικό, βρώμικο και σκοτεινό δωμάτιο, που, όπως λένε, όποια έβγαινε από εκεί μέσα είχε πλέον ξεχάσει το φως της μέρας.

Τρόμαζαν μην τυχόν και τους μείνω στα χέρια και με πήγαιναν στο νοσοκομείο. Εχω τα σημάδια μέχρι και σήμερα. Και τις δύο φορές στην επιστροφή το έσκασα μέσα από το αυτοκίνητο. Είχα γίνει γκάγκστερ.

Οι συνθήκες αυτές ήταν που οδήγησαν τη Σταυρούλα στο να αποπειραθεί δύο φορές να κόψει τις φλέβες της, προκειμένου να μπορέσει να νοσηλευτεί εκτός του ιδρύματος. «Τρόμαζαν μην τυχόν και τους μείνω στα χέρια και με πήγαιναν στο νοσοκομείο. Εχω τα σημάδια μέχρι και σήμερα. Και τις δύο φορές στην επιστροφή το έσκασα μέσα από το αυτοκίνητο. Είχα γίνει γκάγκστερ. Δεν προλάβαινα όμως να πάω μακριά, μετά από λίγο με πιάνανε και με γυρνούσαν πίσω». Η Σταυρούλα έμεινε εκεί μέχρι σχεδόν τα 18 της. Η τελευταία της απόδραση -και η πρώτη πετυχημένη- έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν το αναμορφωτήριο μεταφέρθηκαν στην περιοχή Παπάγου. Στα 40 της γράφτηκε στο γυμνάσιο και τελείωσε και το λύκειο. «Αφού εκεί δεν μου έμαθαν τίποτα, έπρεπε να βρω τη δύναμη να τα μάθω μόνη μου».

«ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΤΕΛΕΣΕΙ ΓΑΜΟΝ»

Πολλά κορίτσια, απελπισμένα από την απομόνωση και τις συνθήκες εγκλεισμού, άρχιζαν να συνομιλούν με άντρες που εμφανίζονταν στα μέσα του ’70 έξω από τα κάγκελα του ιδρύματος στην Παναγή Κυριακού. Η λογική των κοριτσιών είχε βάση: στα έγγραφα απολύσεων, ο νόμιμος τρόπος εξόδου ήταν σχεδόν πάντα ο ίδιος: ο γάμος. «Εχει αναμορφωθεί επαρκώς και εκπαιδευθεί εις την τέχνην του κεντήματος. Δύναται να απολυθεί και να τοποθετηθεί παρά τη οικογενεία του μέλλοντος συζύγου της». Μια κοινωνική λειτουργός γράφει σε έκθεση: «Είναι σεμνή εις την εμφάνισιν και συγκροτημένη». Και καταλήγει: «Εγκρίνουμε τη χορήγηση δοκιμαστικής άδειας, προκειμένου να τελέσει γάμον μετά του Χ, ηλικίας 24 ετών».

«Ημασταν τυχερές που δεν καήκαμε και εμείς μαζί»-7
Αποδράσεις και γάμοι ήταν οι συνηθέστεροι τρόποι διαφυγής των ανηλίκων από το ίδρυμα. [©ΓΑΚ, Κεντρική Υπηρεσία, Αρχείο Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Θηλέων Αθηνών, φάκελος 39α] 

Οι άντρες που παραφύλαγαν στα κάγκελα τις φλέρταραν, τους υπόσχονταν γάμο και πολλές έπεφταν στην παγίδα και το έσκαγαν. Οταν η Αστυνομία τις εντόπιζε και τις γυρνούσε πίσω, συχνά ήταν χαρακωμένες, βιασμένες, σωματικά και ψυχικά ρημαγμένες. «Μας έλεγαν τι είχαν περάσει. Ετσι μαθαίναμε κι εμείς», θυμάται η Σταυρούλα. «Ηταν ξεκάθαρο πως κάποιοι από τους άντρες αυτούς λειτουργούσαν με όρους καθαρής εκμετάλλευσης».

ΗΤΑΝ ΘΥΜΑ ΒΙΑΣΜΟΥ. Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΓΕΙΛΕ ΓΙΑ ΠΟΡΝΕΙΑ

Η σεξουαλική κακοποίηση, ωστόσο, για πολλές είχε ήδη αρχίσει μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Η Πηνελόπη (δεν είναι το πραγματικό της όνομα) μεγάλωσε σε κακοποιητικό περιβάλλον. Ηταν μόλις έντεκα χρονών όταν έπεσε θύμα βιασμού. Δεν μίλησε τότε σε κανέναν. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια ώσπου να τολμήσει να το πει στη μητέρα της. «Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ, δεν άντεχα άλλο τους εφιάλτες που έβλεπα», λέει. Η αντίδραση όμως που συνάντησε δεν ήταν η στήριξη που ήλπιζε. Η μητέρα της δεν την πίστεψε. Η Πηνελόπη στα 15 της για να γλιτώσει από την κακοποίηση προσπάθησε να φύγει από το σπίτι. Τότε η μητέρα της την κατήγγειλε στην Αστυνομία για πορνεία. Το 1972, με τη συνοδεία μιας κοινωνικής λειτουργού μεταφέρθηκε από την επαρχία στην Αθήνα και πίσω από τα κάγκελα του αναμορφωτηρίου.

«Στον θάλαμό μου υπήρχαν κορίτσια εννέα χρονών που οι γονείς τους τις εξέδιδαν. Κανείς δεν ασχολήθηκε, το ίδρυμα είχε τους δικούς του νόμους».

«Η κοινωνική λειτουργός με πίστεψε πως ήμουν θύμα βιασμού, αλλά δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Δεν ήμουν η μοναδική. Στον θάλαμό μου υπήρχαν κορίτσια εννέα χρονών που οι γονείς τους τις εξέδιδαν. Κανείς δεν ασχολήθηκε, το ίδρυμα είχε τους δικούς του νόμους». Στις μαρτυρίες της Ειρήνης και της Σταυρούλας η Πηνελόπη προσθέτει πως μια από τις χειρότερες ποινές, εκτός από την απομόνωση, ήταν το να τους παίρνουν τα στρώματα από τα κρεβάτια. «Κάποιες φορές μάς χτυπούσαν κιόλας. Η μόνη ψυχαγωγία μας ήταν μια τηλεόραση που άνοιγε για μια ώρα το απόγευμα. Στις 19.30 μας έκλειναν ξανά στους κοιτώνες, 10 κορίτσια ανά δωμάτιο. Σύνολο ήμασταν λιγότερες από 50. Δεν μας εκπαίδευσαν σε τίποτα, μόνο στο κέντημα και στο να καθαρίζουμε. Και φυσικά, βλέπαμε τον έξω κόσμο μόνο από τα κάγκελα».

Δυστυχώς, μόνο όταν μεγάλωσα έμαθα την αξία της ζωής μου. Εκείνα τα χρόνια θέλω να τα ξεχάσω – γίνεται;

Στα τρία χρόνια που έμεινε, η Πηνελόπη θυμάται να έχει βγει από το ίδρυμα μόνο τα Χριστούγεννα, όταν κάποιες κυρίες ήρθαν για φιλανθρωπία και την πήραν μαζί τους για να της αγοράσουν παπούτσια. Προς το τέλος του εγκλεισμού της αποπειράθηκε να πέσει από τον τρίτο όροφο. «Ευτυχώς, υπήρχε ένα δέντρο και σταμάτησε την πτώση μου. Εσπασα το πόδι και τη λεκάνη μου». Δεν της δόθηκε ψυχολογική υποστήριξη. Την πήγαν στο «Τζάνειο» για νοσηλεία και μετά πίσω στο ίδρυμα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. «Δεν υπήρχε κανένα πλάνο για εμάς, για το τι θα κάνουμε στη ζωή μας. Τους αρκούσε απλώς να έχουμε “σωφρονιστεί”». Οταν βγήκε, στα 18 της, δεν είχε κανέναν να την περιμένει ή να την καθοδηγήσει για το μέλλον της. Μόνο μια αίσθηση ότι επέζησε. Σήμερα, ζει εκτός Ελλάδος και χαίρεται να μιλάει για τα παιδιά και τα εγγόνια της. «Δυστυχώς, μόνο όταν μεγάλωσα έμαθα την αξία της ζωής μου. Εκείνα τα χρόνια θέλω να τα ξεχάσω – γίνεται;».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT