Αλλάζει σταδιακά η εικόνα του Ελληνα συνταξιούχου, καθώς ένας στους δέκα παραμένει ενεργός επαγγελματικά, συνδυάζοντας τη σύνταξη με εισόδημα από εργασία. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας και του ΕΦΚΑ, οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι ξεπέρασαν τις 250.000 – επταπλάσιοι σε σχέση με μόλις 35.000 που δήλωναν απασχόληση πριν από την κατάργηση της «ποινής» που οδηγούσε σε περικοπή της σύνταξης.
Η θεαματική αυτή αύξηση αποδίδεται στην πλήρη άρση των αντικινήτρων που ίσχυαν μέχρι πρότινος. Η μείωση σύνταξης κατά 60% που είχε θεσπιστεί με τον νόμο Κατρούγκαλου το 2016 αντικαταστάθηκε πρώτα από ποινή 30% (νόμος Βρούτση, 2020) και τελικά καταργήθηκε πλήρως με τον νόμο Γεωργιάδη (5078/2023). Στη θέση της επιβλήθηκε ένας ειδικός πόρος υπέρ ΕΦΚΑ – 10% επί των μηνιαίων αποδοχών για τους μισθωτούς και μισή εισφορά κύριας σύνταξης για τους αυτοαπασχολούμενους.
Βεβαίως, περίπου οι μισοί από τους εργαζόμενους συνταξιούχους καταβάλλουν σήμερα αυτή την εισφορά, ενώ οι υπόλοιποι ανήκουν σε κατηγορίες εξαίρεσης, κυρίως αγρότες (121.994 άτομα), που συνεχίζουν την αγροτική δραστηριότητα χωρίς υποχρέωση καταβολής εισφορών. Συνεπώς, περίπου 135.000 εργαζόμενοι συνταξιούχοι δικαιούνται προσαύξηση σύνταξης, η οποία αποδίδεται όταν διακόψουν την απασχόλησή τους.
Η προσαύξηση αυτή, που προκύπτει από τις ασφαλιστικές εισφορές, αντιστοιχεί σε 0,77% επί των αποδοχών για κάθε έτος εργασίας. Για τους αυτοαπασχολούμενους, το ποσό υπολογίζεται με βάση το ύψος της επιλεγμένης ασφαλιστικής κατηγορίας. Στην πράξη, τα οφέλη μπορεί να κυμανθούν από 12 ευρώ τον μήνα για δύο έτη εργασίας με μισθό 800 ευρώ, έως και 135 ευρώ για έξι χρόνια απασχόλησης με ανώτατη εισφορά.
Το υπουργείο Εργασίας εξετάζει πλέον τρόπους επιτάχυνσης της διαδικασίας απονομής της προσαύξησης. Υπάρχουν μάλιστα προτάσεις προς τις αρμόδιες υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα η δυνατότητα ο συνταξιούχος να επιλέγει αν θα λάβει το συνολικό ποσό μετά το οριστικό πέρας της εργασίας ή τμηματικά, έως τρεις φορές ανά πενταετία, ανάλογα με το πότε διακόπτει την απασχόληση. Στόχος είναι η μεγαλύτερη ευελιξία και η αποφυγή των καθυστερήσεων στις πληρωμές.
Επταπλασιάστηκαν μετά την κατάργηση της «ποινής» που οδηγούσε σε περικοπή της σύνταξης.
Η επιτυχία του μέτρου έχει και δημοσιονομική διάσταση. Η αύξηση των δηλωμένων εργαζομένων συνταξιούχων σημαίνει περισσότερα έσοδα για τα ταμεία μέσω του πόρου απασχόλησης και των εισφορών, αλλά και περιορισμό της αδήλωτης εργασίας. Η αποδοχή του νέου καθεστώτος, ωστόσο, επαναφέρει στο προσκήνιο μια ευρύτερη συζήτηση για τη διασύνδεση ενεργού γήρανσης και βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά και την ενίσχυση της αγοράς εργασίας, με τις χιλιάδες κενές θέσεις.
Παράλληλα, το υπουργείο Εργασίας, μόλις πρόσφατα, με τον εργασιακό νόμο, προχώρησε σε ρύθμιση για το «πάγωμα» της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων (ΕΑΣ), ώστε όσοι λαμβάνουν προσαύξηση λόγω απασχόλησης να μην αλλάζουν κλίμακα κράτησης. Ετσι, ένας συνταξιούχος που πριν από την προσαύξηση υπαγόταν σε κράτηση 3% και μετά θα περνούσε στο 6%, θα συνεχίσει να καταβάλλει την αρχική εισφορά. Το μέτρο αναμένεται να ωφελήσει χιλιάδες συνταξιούχους, ιδιαιτέρως μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων, με ετήσιο όφελος που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να φτάσει στα 50 ευρώ τον μήνα.
Ωστόσο, το θεσμικό πλαίσιο, σύμφωνα με τους ειδικούς, χρειάζεται περαιτέρω βελτιώσεις. Για παράδειγμα, έχει επισημανθεί η ανάγκη οροφής στην καταβολή του ειδικού πόρου σε μηνιαία βάση αντί ετήσιας, η επανεξέταση της υποχρέωσης καταβολής πόρου σε περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης και η εξομάλυνση των διαφορών όσον αφορά τη μεταχείριση όσων εργάζονταν ήδη πριν από τον νόμο Κατρούγκαλου, που δεν έχουν ενιαίο τρόπο υπολογισμού προσαύξησης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αγορά εργασίας στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, θα χρειαστεί να προσαρμοστεί σε συνθήκες που θα κυριαρχούν οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι και οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας.
Η πληθυσμιακή συρρίκνωση της Ελλάδας την τελευταία εικοσαετία πλήττει κυρίως τις εργασιακά ενεργές γενιές των 20άρηδων και 30άρηδων, ενώ η αναλογία μισθωτών – συνταξιούχων στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 1,7 προς 1 και θέτει σε κατάσταση επιφυλακής το συνταξιοδοτικό σύστημα και την αγορά εργασίας. Ετσι, φαινόμενα όπως η αύξηση των συνταξιούχων που συνεχίζουν να εργάζονται θα είναι συνηθισμένα.

